ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΟΡΕΣΗΣ

 Γράφει ο Α. Γ. Λαζάρου

Ρωμανιστής-Βαλκανολόγος

 

Το Ομήρειο Πνευματικό Κέντρο Δήμου Χίου έχει εκδώσει το έτος 2000 στη Χίο επιβλητικό τόμο επιγραφόμενο Γεώργιος Κορρέσιος (1570 ci-1659). Πρόκειται για διδακτορική διατριβή εγκεκριμένη από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών τον Ιούνιο του έτους 1993. Κατά τον συγγραφέα Ν. Μ. Στουπάκη, «επιχειρήθηκε η φιλολογική αυτή εργασία, για να αποκαλυφθεί ένα παραμελημένο μέρος από το θησαυρό της ελληνικής γραμματείας κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας και για να αποτελέσει, ακόμη, το έναυσμα για ειδικότερες φιλοσοφικές, θεολογικές, κοινωνιολογικές κλπ μελέτες». Σημειώνονται δε και τα ακόλουθα: «Για τον διάκονο Coressi…βλ. Αχ. Λαζάρου, «Η συμβολή του Αιγαίου στη γέννηση της Ρουμανίας. Η περίπτωση της Χίου. Διάκονος Κορέσης», Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Τριήμερο Αιγαίου, 21-23 Δεκεμβρίου 1989 (1990), σ.296-308, όπου παρατίθεται και ξένη βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα».

            Οι Έλληνες αποδημούν στον παραδουνάβιο και υπερδουνάβιο χώρο διαχρονικά. Ιχνηλατούνται από την απώτατη αρχαιότητα με την εκστρατεία των Αργοναυτών και τις κρητομυκηναϊκές ναυτιλιακές επιδόσεις, την ίδρυση ελληνικών αποικιών στα παράλια του Ευξείνου Πόντου και των εκβολών του Δουνάβεως, την εγκατάσταση ελληνικών εμπορείων στις όχθες του Δουνάβεως και των παραποτάμων του, ώστε να ονομάζεται από επιφανείς Ρουμάνους επιστήμονες «ελληνικός», όπως επίσης και άλλοι μεγάλοι ποταμοί. Για τη Ρουμανία πέρα των αρχαιολογικών ευρημάτων αφθονούν και οι αναφορές του Ηροδότου, θησαυρισμένες ήδη και σε ρουμανικό ειδικό λεξικό. Της Γετοδακίας (αρχαίας Ρουμανίας) έχει διατελέσει «Υπουργός Εξωτερικών» Έλληνας, ο Ακορνίων. Ως διπλωμάτης διακρίθηκε και ο Αρισταγόρας, όταν ηγέτης των αυτοχθόνων ήταν ο Κότυς. Έλληνες συναντά στα ρουμανικά παράλια ο εξόριστος Λατίνος ποιητής Οβίδιος, ο οποίος αποτελεί αξιόπιστη πηγή πληροφοριών περί των αυτοχθόνων. Η Δακία κατακλύσθηκε και από Έλληνες της εγγύς Ανατολής, Μικρασιάτες, καθώς και Κυπρίους, Κρητικούς, Ελλαδίτες. Aπό τους πρώτους έχουν διαπρέψει εκπληκτικά ο μηχανικός – αρχιτέκτων Απολλόδωρος, στον οποίο οφείλεται η κατασκευή της γέφυρας Drobeta του Δουνάβεως και η φιλοτέχνηση πολλών καλλιτεχνικών αριστουργημάτων, όπως η Στήλη του Τραϊανού, η οποία δεν αξιολογείται αποκλειστικά ως έργο γλυπτικής τέχνης, αλλά και ως πολύτιμη ιστορική πηγή, επειδή ανάγλυφα αναπαριστάνει την ιδιωτική και δημόσια ζωή των Δακών. Ο Απολλόδωρος ακριβέστερα είναι Δαμασκηνός, από τη Δαμασκό, τεχνικός σύμβουλος του αυτοκράτορα Τραϊανού. Μεσανατολίτης είναι και ο Κρίτων, προσωπικός ιατρός του αυτοκράτορα Τραϊανού και επικεφαλής της υγειονομικής υπηρεσίας του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού σώματος. Εκτός των ιατρικών καθηκόντων επιδόθηκε και στην ενδελεχή διερεύνηση της λαϊκής ιατρικής και των φαρμακευτικών βοτάνων. Πιθανό δε πρότυπο είχε τον Πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη, ο οποίος στο σύγγραμά του «Περί ανέμων, υδάτων και τόπων» πρώτος άνοιξε το δρόμο προς την Ανθρωπογεωγραφία εφαρμόζοντας τη μέθοδο της επιτόπιας έρευνας. Ο Κρίτων συγγράφει βιβλίο επιγραφόμενο Περί απλών φαρμάκων σε πέντε μέρη, των οποίων αποσπάσματα αναφέρει ο Γαληνός. Περισσότερο σχολιάσθηκαν το επιγραφόμενο Κοσμητικά, καθώς και το περιφημότερο Γετικά, που αφορά στην ιστορία των δακικών πολέμων. Του τελευταίου αποσπάσματα σημαντικά έχει διασώσει ο Ιωάννης Λυδός, ο επί Ιουστινιανού διοικητής της βυζαντινής επαρχίας Ευρώπη, όπως τότε ονομάζονται τα σημερινά Βαλκάνια, ο οποίος επιμαρτυρεί εκλατινισμό Ελλήνων, παραδεκτό απόλυτα και από συγχρόνους επιστήνονες, Ε. Lozovan, I.I. Russu, C. Poghirc της Ρουμανίας. Αξιοσημείωτη είναι και η χρήση της ελληνικής γλώσσας από τον Κρίτωνα, ο οποίος ως Ρωμαίος πολίτης, σύμφωνα με το πλήρες ρωμαϊκού τύπου όνομά του Titus Statilius Crito, συγγράφοντας προτιμά την ελληνική γλώσσα, αν και υποχρεούται να είναι γνώστης και της λατινικής. Έλληνες δεν απουσιάζουν από τη Δακία ούτε κατά τους σκοτεινούς χρόνους των καθόδων και εγκαταστάσεων μεταναστευτικών λαών, π.χ. Γότθων, οι οποίοι και εκχριστιανίζονται. Είναι δε αδιαμφισβήτητα διαπιστωμένη η διάδοση του Ευαγγελίου από τον Ούλφιλα ή Γούλφιλα, Έλληνα Καππαδόκη, δημιουργό της «Γοτθικής Γραφής».

            Στην ανάστατη αυτή περιοχή οι αποδημίες Ελλήνων από την ελληνική χερσόνησο δεν διακόπτονται, όπως φανερώνει η παρουσία και ενός φιλοσόφου από τον Ηπειροθεσσαλικό χώρο των Αιθίκων, ο οποίος έμεινε γνωστός ως Αίθικος Ιστορικός και θεωρείται δημιουργός ενός Αλφαβήτου και μιας Κοσμογραφίας. Ως προς δε τις επιπτώσεις της ρωμαϊκής κατακτήσεως του ιδίου χώρου ο Ρουμάνος ακαδημαϊκός Radu Yulpe πληροφορεί: «Οι Έλληνες των πόλεων του Ευξείνου Πόντου είχαν κατά τη ρωμαϊκή εποχή τόσες δραστηριότητες στο εσωτερικό της Δοβρουτσάς και πέρα του Δουνάβεως όσες και στο παρελθόν. Ακριβώς αυτοί είναι εκείνοι, που οικονομικά επωφελούνται τα μέγιστα της εγγυημένης από το ρωμαϊκό κράτος τάξεως στις περιοχές αυτές. Τα ρωμαϊκά τεχνικά έργα του εσωτερικού της Δοβρουτσάς κατά το μεγαλύτερο μέρος κατασκευάζονται από Έλληνες. Μόνο που  βγαίνοντας από τα τείχη των πόλεών τους με οποιαδήποτε επαγγελματική ιδιότητα είτε εντόπιοι είτε επήλυδες από μακρύτερα, οι Έλληνες ήσαν αναγκασμένοι να ομιλήσουν στη λατινική, τη μόνη αντιληπτή γλώσσα από την πλειονότητα των χωρικών». Από τον ίδιο Ρουμάνο επιστήμονα σε άλλη συγγραφή δεν παραλείπεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επισήμανση: «Το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών…υπέστησαν την ισχυρή διείσδυση του Ελληνισμού προτού περιληφθούν στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία»!

            Η μετέπειτα ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το λεγόμενο Βυζάντιο, μεριμνά και για τους διάσπαρτους στα παραδουνάβια και βορειότερα εδάφη Έλληνες ή ακριβέστερα πλέον Ρωμαίους, οι οποίοι κατέληξαν Ρωμηοί, καθώς και για τους εκρωμαϊσμένους Γέτες, Δάκες κ.ά. Σωστικοί δε παράγοντες του Ρωμαϊσμού και υπέρμαχοι πολιτισμού κατά την περίοδο των φοβερών αναστατώσεων αποβαίνουν ο «ρωμαϊκός», δηλαδή βυζαντινός, στόλος του Δουνάβεως και τα παραδουνάβια οχυρά των Βυζαντινών. Οι Έλληνες συνεχίζουν να ασκούν τις εμπορικές δραστηριότητες στη Δακία και μετά την εγκατάλειψή της, το 272 μ.Χ., από τον Αυρηλιανό. Η ελληνική ζωή στον παραδουνάβιο χώρο είναι αισθητή και κατά τη διάρκεια των επιδρομών των Αβάρων, σύμφωνα με πληροφορία του Βυζαντινού χρονογράφου Πρίσκου. Το Βυζάντιο άλλωστε λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας χρησιμοποιώντας στόλο, που ναυλοχεί στο Δέλτα του Δουνάβεως.

            Μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, στην πέρα του Δουνάβεως περιοχή καταφεύγουν πολλοί Έλληνες, ώστε να δημιουργείται η εντύπωση της μεταφοράς εκεί του Βυζαντίου, όπως με περισσή ποιητική άδεια και προφανή σκοπιμότητα επιγράφει ένα από τα πάμπολλα συγγράμματά του ο Ρουμάνος – ελληνικής καταγωγής εξ αμφοτέρων των γονέων – ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Nicolae Iorga: ByzanceaprèsByzance (Το Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο). Όμως η Γετοδακία, οι Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, δε διέθεταν ενιαίο επώνυμο, αλλά διάφορα κατά γεωγραφικά διαμερίσματα: Αρντεάλ, Μολντόβα, Μουντενία, Μπανάτ, Ολτενία…, οι δε κάτοικοί τους ονομάζονται αντίστοιχα Αρντελεάν, Μολντοβεάν, Μουντεάν, Μπανατσεάν, Ολντεάν…Επιπρόσθετα δεν είχαν δική τους γραπτή διοικητική και εκκλησιαστική γλώσσα. Ωστόσο, οι εκλατινισμένοι κάτοικοι, των οποίων πολλοί επί ρωμαιοκρατίας, η οποία εκεί είχε διαρκέσει έως το 272 μ.Χ., έμαθαν τη λατινική και κάποιοι απέκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη, οπότε σύννομα είναι Ρωμάνοι! Όταν δε η επαρχία Δακία εγκαταλείφθηκε από τους Ρωμαίους και υποδουλώθηκε διαδοχικά σε ποικιλώνυμους εισβολείς Γότθους, Ούνους, Αβάρους, ιδίως δε όταν εγκαταστάθηκαν Σλάβοι και Βούλγαροι, ο όρος Ρωμάνος έχασε την αρχική έννοια και σημαίνει πλέον τον υποτακτικό, το δούλο, όπως πειστικά αποδείχτηκε από ειδικούς και διακεκριμένους επιστήμονες, G. Bratianu, G. Lacour – Gayet, Gaston Paris…Αυτό το υποτιμητικό περιεχόμενο, που προστέθηκε στη λέξη Ρωμάνος, συντελεί στην αποφυγή χρήσεώς της και στην εμφάνιση της πολυωνυμίας. Πάντως, οι λατινόγλωσσοι της Δακίας, κυρίως δε οι Μουντένιοι, όπως και όλης της άλλοτε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, προσονομάζονται και Βλάχοι. Στη Δύση σώζονται αντίστοιχοι όροι, κοινής ετυμολογικής προελεύσεως, Ουαλλοί στο Ηνωμένο Βασίλειο και Βαλλώνοι στο Βέλγιο, αναγόμενοι ετυμολογικά στο εθνικό όνομα μιας γαλατικής φυλής, την οποία ο μεν Καίσαρ μνημονεύει ως Yolcae, ο δε Στράβων ως Ουόλκαι, οι οποίοι φέρονται ως οι πρώτοι λατινόφωνοι! Στην ελληνική ιστοριογραφία την είδηση φέρει ο πρώτος Νεοέλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Μ. Κούμας.

            Οι αρχαίες χώρες Γετία και Δακία, μονολεκτικά δε Γετοδακία, ήσαν, κατά τους χρόνους του διακόνου Κορέση, υποδουλωμένες και αισθητά κατατμημένες, όπως υποδηλώνεται και από την προηγούμενη πολυωνυμία. Το μεν Αρντεάλ ή Τρανσυλβανία κατέχεται από τους Αμβούργους της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, η δε Μολδαβία με το όνομα Βεσσαραβία από την τσαρική Ρωσία, Η Μολδαβία ή Μολντόβα και η Μουντενία ή Βλαχία, οι λεγόμενες Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, στερούνται ενιαίου ονόματος, εθνωνυμίου και τελούν υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, η δε γλώσσα του γηγενούς πληθυσμού, ένα κατάλοιπο της ρωμαιοκρατίας, δεν είναι επίσημα αναγνωρισμένη, κατάφορτη άλλωστε από δάνεια ελληνικά, σλαβικά, τουρκικά, αλβανικά, ουγγρικά…Στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα η παιδεία ήταν ελληνική. Αλλά στην Εκκλησία, ανατολική ορθόδοξη κατά το πλείστον, η γλώσσα ήταν σλαβική και με γραφή κυριλλική έως τα μέσα του 19ου αιώνα.

            Λοιπόν, ανάδυση πέρα του Δουνάβεως ενιαίου κράτους ήταν ανέφικτη χωρίς συνένωση όλων των περιφερειών ή τουλάχιστον των αρκετά φημισμένων, χωρίς κοινό και επίσημο εθνωνύμιο, προπάντων δε χωρίς την παραδοχή της λαλιάς του λαού. Το πρώτο για πρώτη φορά επιτεύχθηκε ομολογουμένως εφήμερα με αγώνες πολεμικούς (1593 κει) του Μιχαήλ του Γενναίου από τις Νεγάδες της Ηπείρου. Κατά τον Π.Ι. Αργυρόπουλο, «Αυτήν την ένωσίν της η Ρουμανία εις Έλληνα εκ καταγωγής οφείλει ταύτην, τον ηγεμόνα Αλέξανδρον Κούζα». Το δε σημερινό εθνωνύμιο εισάγεται στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες με τη μορφή Ρουμουνία από τον Έλληνα, Πηλιορείτη, πρωτοεξάδελφο του Γρηγορίου Κωνσταντά, ιερομόναχο Δανιήλ Φιλιππίδη, τον οποίο, σύμφωνα με παρατήρηση συγγενούς του, Αργύρη Φιλιππίδη, «οι Ρωμούνοι (πρόφ. Ρουμάνοι) τον διεκδικούν ως ιδικόν τους, και τον θεωρούν ως εθνικόν τους ιστορικόν, τούτο, επειδή ο Δανιήλ Φιλιππίδης συνέγραψε μεταξύ άλλων και την πρώτην ιστορίαν της Ρουμουνίας, την οποίαν και εξέδωκε κατά το έτος 1816 εις την Λειψίαν εις δύο τόμους…Ας μη λησμονούμεν όμως σήμερον, ότι προ της Ελληνικής Επαναστάσεως οι Έλληνες είχον κατά πυκνοτάτους ομίλους μεταναστεύσει εις τας Παραδουναβίους χώρας, και ότι ο αριθμός των εκεί εγκατεστημένων ομοεθνών μας ήτο μεγαλύτερος κατά πολύ του ενός εκατομμυρίου…», όταν οι Έλληνες στον ελλαδικό χώρο δεν έφθαναν το εκατομμύριο!

            Η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Γεν. Γραμματέας της Ελληνικής Επιτροπής Σπουδών Ν.Α Ευρώπης Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου επιβεβαιώνει: «Η ένωση των Παραδουναβίων ηγεμονιών το 1859 αποτελούσε στην πράξη την ίδρυση ενός νέου εθνικού κράτους. Οι Μεγάλες Δυνάμεις και ο Σουλτάνος αναγκάσθηκαν το 1862 να αναγνωρίσουν επίσημα τον Κούζα ως ηγεμόνα ενός ενιαίου κράτους, του κράτους της Ρουμανίας με πρωτεύουσα το Βουκουρέστι. Πρέπει να σημειωθεί ότι το σύγχρονο όνομα της χώρας, το όνομα του νέου εθνικού κράτους, πρώτος το χρησιμοποίησε ένας Έλληνας, ο Δανιήλ Φιλιππίδης, στο έργο του Ιστορία της Ρουμουνίας». Ο δε Ρουμάνος Vasile Arvinte, ο οποίος έχει αφιερώσει σειρά συγγραφών στο εθνωνύμιο της πατρίδας του, συμφωνεί τονίζοντας ότι ο όρος «Ρουμονία» είναι δημιούργημα του Δανιήλ Φιλιππίδη, το οποίο ιστορικά είναι πρωθύστερο. Διότι, όπως παρατηρεί ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σταύρος Κουρούσης, επικαλούμενος τον Γάλλο ακαδημαϊκό Α. Piganiol, ο όρος Ρωμανία «επλάσθη το πρώτον τον δ΄αιώνα μ.Χ., αφού ήδη είχον σχηματισθή ανάλογοι ονομασίαι δηλωτικαί των υπό τους Ρωμαίους εθνοτήτων: Francia-Φραγγία, Alamannia-Αλαμαννία, Gothia- Γοτθία…», ενώ η Δακία εγκαταλείπεται τον γ΄αιώνα μ.Χ., ακριβώς δε το 272 μ.Χ.

            Βέβαια ο όρος στη Δακία χρειάσθηκε ειδική κάθαρση, απάλειψη της υποτιμητικής έννοιας, του δούλου, την οποία είχε προσλάβει κατά τη μακραίωνη δουλεία των Δακών στους κατοπινούς κατακτητές. Το αποκαθάρισμα και η βαθμιαία σημασιολογική προσέγγιση των δύο μορφών της ίδιας λέξεως Romani- Rumani οφείλονται, κατά τον Ρουμάνο καθηγητή G. Giunglea, στον διάκονο Κορέση, ο οποίος στον δεύτερο τύπο διακρίνει απλή φωνητική αλλοίωση του πρώτου. Την ουσιαστική συμβολή του Κορέση ασπάζεται και ο Α. Armbruster παρά τις επί μέρους του διαφορές. Υπερθεματίζει κιόλας γράφοντας στη βασική συγγραφή του (La romanite des Roumains…, 101-102): «Ο Κορέσης ήταν απόλυτα γνώστης του αληθινού νοήματος των λέξεων Ρουμάνος και ρουμανικός, που φανερώνουν ένα λαό ρωμαϊκό τόσο με τη γλώσσα του όσο και με την καταγωγή του». Το τελευταίο της καταγωγής θυμίζει παλαιότερη ρήση του Bogdan Petriceicu Hasdeu: «Οι Ρουμάνοι είναι Λατίνοι…». Την επαναφορά στο ορθόν έδωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Στρασβούργου Grigore Nandris, ο οποίος μία ακριβώς δεκαετία πρό του Armbruster είχε βροντοφωνήσει: «Λατίνος δε σημαίνει ούτε Ιταλός, ούτε Γάλλος, ούτε Ισπανός, ούτε Ρουμάνος. Με άλλα λόγια επιβάλλεται να εξαλείψουμε από τους άρχοντες της χώρας τη σύγχυση μεταξύ εθνικού, γλωσσικού και ιστορικο- πολιτικού, όπως στην περίπτωση της Δακίας (επί Αυρηλιανού) ή στην περίπτωση της προελεύσεως και του λατινικού χαρακτήρα της ρουμανικής γλώσσας». Εξίσου διαφωτιστική είναι και η ένσταση του Eug. Pittard. Ο δε Ρουμάνος Eug. Lozovan, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κοπεγχάγης, όταν ασχολείται με τους λατινοφώνους της Βαλκανικής, χρησιμοποιεί τον όρο romans, όπως οι Daicoviciu και πολλοί άλλοι Ρουμάνοι και όχι roumains, αποκλείοντας κιόλας τη ρουμανική από τις βαλκανικές γλώσσες. Συγκαταλέγεται επίσης μεταξύ Ρουμάνων, όπως ο Cicerone Poghirc, και άλλων Ευρωπαίων, π.χ. Michel Dubuisson, που ασπάζονται τη μαρτυρία του Ιωάννου Λυδού για λατινοφωνία Ελλήνων της Βαλκανικής Χερσονήσου, η οποία τότε, 6ο αι. μ.Χ., επί Ιουστινιανού ονομάζεται Ευρώπη: «…καίπερ Έλληνας εκ του πλείονος όντας τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή…».

            Εξάλλου πάλι Ρουμάνος, ο Ion T. Dragomis, τονίζει ότι ο όρος Romania υπάρχει κάτω του Δουνάβεως, στη βυζαντινή επικράτεια. Στον δε κυρίως ελλαδικό χώρο ο όρος Ρωμάνος παραλλαγμένος με πανάρχαια ελληνικό προθετικό α- και συγκοπή του –ω- , ήτοι Ρωμάνος – Αρμάνος, όπως αυτοαποκαλείται ο δίγλωσσος – βλαχόφωνος Έλληνας, και η ολοφάνερα αντίστοιχη επωνυμία Αρμανία, την οποία οι Έλληνες των βυζαντινών χρόνων χρησιμοποιούν, για να ονομάσουν την χώρα τους, σύμφωνα με την αποκάλυψη του Ρωσοαμερικανού βυζαντινολόγου Α.Α. Vasiliey, αποδεκτή και από τον ακαδημαϊκό Διονύσιο Ζακυνθινό, διατηρούνται σημασιολογικά αλώβητοι. Διότι ακριβώς οι φορείς τους ζουν σχεδόν αδιάλειπτα ελεύθεροι υπό την ασφαλή σκέπη του Βυζαντίου. Όμως ο Gustay Weigrand, περιλάλητος στην Ελλάδα των χρόνων μας εξαιτίας του σπουδαρχίδη Thede Kahl, τον όρο Αρμάνος μεταπλάθει σε Αρωμούνος για ευχερέστερη, όπως εξηγεί, χρήση του από τους Γερμανούς αναγνώστες της δίτομης συγγραφής του, την οποία, μεταφρασμένη στην ελληνική γλώσσα, επιγράφει Οι Αρωμούνοι (Βλάχοι), τον δε μεταπλασμένο όρο διαδίδει με δημοσιεύματα, κυρίως βιβλιοκρισίες, ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ν. Ανδριώτης.

            Ανακεφαλαιώνοντας γίνεται πληρέστατα αντιληπτό ότι πολύ ορθότερα του Armbruster ερμηνεύει και προωθεί τις ευεργετικές για τους Ρουμάνους ιδέες του Κορέση ο George Ivascu. Κατά την άποψή του η τυπογραφία του Κορέση, στην οποία τυπώνονται βιβλία σε ρουμανική γλώσσα, έως τότε ολότελα αγνοημένη, περιφρονημένη, αποβαίνει ένα πραγματικό πνευματικό ρεύμα. Έκτοτε εκδηλώνονται τα ενδιαφέροντα και εκφράζονται οι πόθοι νέων κοινωνικών τάξεων. Υποστηρίζονται δε με ιδεολογικά και θρησκευτικά επιχειρήματα, προπάντων πατριωτικά, προμηνύονται το γλυκοχάραμα μιας νέας νοοτροπίας. Καίριο και πειστικό παράδειγμα είναι ο επίλογος του ρουμανικού Ψαλτηρίου του 1570, εκδόσεως Κορέση, το οποίο αποτελεί αληθινή διακήρυξη προς όλους τους Ρουμάνους, μάλιστα δε σε ύφος ηγεμονικών χρυσοβούλλων.

            Ομολογουμένως η επιχείρηση του διακόνου Κορέση για την καθιέρωση της δημώδους λατινικής, ντοπιολαλιάς των αυτοχθόνων Γετοδακών, στην Εκκλησία τους προσέκρουσε σε αδιανόητο εμπόδιο: Η σλαβωνική είχε καταλάβει θέση συμβόλου της Ορθοδοξίας! Η δε αποδέσμευση των κατωτέρων κληρικών και των πιστών λαϊκών στρωμάτων απαιτούσε βαθμιαία και αβίαστη μύηση στην πραγματικότητα. Μόλις το 1570 αποτολμήθηκε εκτύπωση ρουμανικού βιβλίου, του οποίου το κείμενο συνεκδόθηκε με το αντίστοιχο σλαβωνικό σαν εγγύηση για το ορθόδοξο περιεχόμενο. Το δε περιεργότερο είναι ότι χρειαζόταν ρητή δήλωση ορθοδοξίας του εκδότη για την εξεύρεση αγοραστών βιβλίων σε ρουμανική γλώσσα! Οι επιφυλάξεις και οι δυσπιστίες των Ρουμάνων ορθοδόξων κατανοούνται». Διότι η γενική θρησκευτική αναδιάρθρωση, απότοκος της επαναστάσεως του 16ου αιώνα, του Λουθήρου, κατά της πολιτικής κυριαρχίας της παπικής Εκκλησίας και των υπερβασιών στις δογματικές διδασκαλίες της, δεν επέφερε μόνο απόσχιση πολλών από την παπική Εκκλησία και ίδρυση αυτοτελών Εκκλησιών στις γερμανικές και αγγλοσαξωνικές χώρες, αλλά παρεμπόδισε και τη δράση του Κορέση παρά την εγνωσμένη ορθοδοξία του. Ωστόσο το εκδοτικό έργο του ευνοήθηκε παράλληλα από σωρεία συγκυριών. Μολονότι δεν έλειψαν διαδόσεις, κατά τις οποίες κάποιοι είχαν διακρίνει δήθεν μεταρρυθμιστικές τάσεις στον Κορέση, ο ίδιος παρέμεινε κατάδηλα και αταλάντευτα χριστιανός ορθόδοξος. Επίμονα υπηρετούσε την Ορθοδοξία, για την οποία εγκαταστάθηκε στο Μπρασόβ, στον πλέον πρόσφορο χώρο για εκτύπωση ρουμανικών μεταφράσεων. Ταυτόχρονα με την ελεύθερη διάθεση στον ρουμανικό πληθυσμό βιβλίων σε γλώσσα, την οποία κατανοούσε, προσέφερε και πολύτιμη εθνική υπηρεσία στο σύνολο των μετέπειτα Ρουμάνων.

            Στην αποκόλληση των απλοϊκών πιστών της ρουμανικής εκκλησίας των χρόνων εκείνων και μεταγενέστερα από τη συμβολική σχέση της σλαβωνικής γλώσσας με την Ορθοδοξία έχει συμβάλει αποφασιστικά και αποτελεσματικά η ηγεμονική παρουσία ενός Βορειοηπειρώτη, ο οποίος έφερε το τόσο συνηθισμένο στην Ήπειρο επώνυμο Κώτσης, αλλά στη Μολδαβία μετονομάσθηκε με το επίφοβο Λούπος (=Λύκος). Για βαπτιστικό επέλεξε το όνομα Βασίλειος ως συμβολικό της Βασιλείας του Βυζαντίου. Από την αναγόρευσή του στην Ηγεμονία (1643-1653) με αξιοθαύμαστη επιμέλεια επιδόθηκε στη βαθμιαία αντικατάσταση από την εκκλησία και τη διοίκηση της σλαβωνικής γλώσσας και στη διάδοση της ελληνικής μετακαλώντας δασκάλους από την υπόδουλη στους Τούρκους Ελλάδα., προπάντων κληρικούς και κατά προτίμηση Ηπειρώτες. Εξίσου ευνοϊκά επηρέασε την αποστολή του Κορέση και η συμβολή του Νικολάου Σπαθάρη, γνωστού και με ρουμανικό επώνυμο Milescu, παράγωγο από το τοπωνύμιο του χώρου εγκαταστάσεως της πατρικής οικογένειάς του στη Μολδαβία, Milesti. Πέρα των άλλων αναδείχθηκε έξοχος ελληνιστής, διαδοτής του ελληνικού βιβλίου και προμηθευτής τυπογραφείων.

            Πάντως τα βιβλία, που τυπώθηκαν από τον Κορέση σε ρουμανική γλώσσα, έχουν θέσει και τις βάσεις της λογίας ρουμανικής γλώσσας, της οποίας η τελική διαμόρφωση ασφαλώς συντελείται βραδύτερα σε νέες ιστορικές συνθήκες. Η Olga Cicanci γράφει σχετικά τα εξής: «Με τους όρους υπό τους οποίους η ρουμανική γλώσσα εχρησιμοποιείτο ολονέν συχνότερον εις τας εκκλησίας των ρουμανικών χωρών, από του δευτέρου ημίσεος του 17ου αιώνος, καθώς και εκ της ανάγκης να καταπολεμήση την προπαγάνδαν της Δυτικής Εκκλησίας εις μίαν γλώσσαν κατανοητήν υπό των πιστών, διαπιστώνομεν την τάσιν να μεταφράζωνται σειρά θρησκευτικών κειμένων εκ της ελληνικής γλώσσης εις την ρουμανικήν, ως είναι τα μεταφρασθέντα υπό του Nicolae Milescu και του Iερεμίου Κακάβελα, επί παραδείγματι. Από τας αναριθμήτους μεταφράσεις ελληνικών κειμένων, αι οποίαι εγένοντο κατά το τέλος του 17ου αιώνος με την ενθάρρυνσιν των Ρουμάνων ηγεμόνων, μεταξύ των οποίων αναφέρομεν τον Serban Καντακουζηνόν και τον Κωνσταντίνον Brincoveanu, μνημονεύομεν την σπουδαιοτέραν: την μετάφρασιν της Ελληνικής Βίβλου υπό μιας ομάδος Ελλήνων διδασκάλων (didascalij, μετάφρασιν θεωρηθείσαν ορθώς υπό του Ν. Iorga ως ¨εν μεγάλο γεγονός διά την παιδείαν της Ανατολής¨ ».

            Η συνύπαρξη και η συμβίωση αρχικά Γετοδακών και Ελλήνων, βραδύτερα δε Ρουμάνων και Ελλήνων, διαπιστώνεται σχεδόν αδιάλειπτη, μάλιστα με πρωτοβουλία και συμβολή πρωτίστως ρουμανική. Ρουμάνοι ακαδημαϊκοί, π.χ. Vasile Parvan, N. Banescu, E. Condurachi, D. Pippidi, Athanase Jojan αποκαλύπτουν πληρέστατα την αλήθεια. Ο πρώτος συγγράφοντας επίτομη γαλλόγλωσση μελέτη με τίτλο Η ελληνική και ελληνιστική διείσδυση στην Κοιλάδα του Δουνάβεως προβάλλει την καταπληκτική επίδραση των Ελλήνων. Εκτός δε των παραδουνάβιων έχει καταδείξει και της ενδότερης γετοδακικής χώρας ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις, οι οποίες ασκήθηκαν με την αξιοποίηση και των παραποτάμων του Δουνάβεως! Ο δεύτερος σε δημοσίευμά του, επιγραφόμενο «Μεταξύ Ρουμάνων και Ελλήνων. Αυτό που μας διδάσκει το παρελθόν», αποκαλύπτει ότι «αυτή η ενέργεια του ελληνικού πολτισιμού δεν σταμάτησε καθόλου με την κατάκτηση των Ρωμαίων…Στο Ulmetum, η τεράστια αγροτική κοινότητα του κέντρου της Μικράς Σκυθίας είχε την ελληνική γλώσσα αμιλουμένη και γραμμένη…». Ο τρίτος με την αμέσως μεταπολεμική ρουμανόγλωσση συγγραφή του παρουσιάζει τα στοιχεία ενότητας των ελληνικών αποικιών της Δοβρουτσάς και της νότιας Σοβιετικής Ενώσεως. Ο ίδιος δε με ανακοίνωση σε διεθνές συνέδριο, που οργανώθηκε στο Ζάγκρεμπ, πρωτεύουσα της Κροατίας, περιέγραψε τις επικοινωνίες των λαών της νοτιοανατολικής Ευρώπης με το Μαντείο της Δωδώνης! Ο τέταρτος έχει συγγράψει ολόκληρη σχετική σειρά μελετημάτων: α) Oι Έλληνες στον κάτω Δούναβι από την αρχαϊκή περίοδο έως τη ρωμαϊκή έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση. β) «Γέτες, Έλληνες και Ρωμαίοι στη Μικρά Σκυθία: πολιτική συνύπαρξη και πολιτισμικές διασυνδέσεις». Ο πέμπτος, εκρουμανισμένος Αρμάνος, Ελληνόβλαχος από τα Βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου Δυτικής Θεσσαλίας με πρέπουσα παρρησία σε γαλλόγλωσσο ρουμανικό περιοδικό, απέδωσε στην ελληνική επίδραση και τον έντονο εκρωμαϊσμό των Δακών. Επιπλέον αξιολογεί ως ισχυρή και την επίδραση του Βυζαντίου, για το οποίο αποφάνθηκε μοναδικά ο Ν. Iorga, καθώς και ο Ε. Lozovan ειδικά στη διάσωση και ενδυνάμωση της λατινοφωνίας των Δακών, ιδίως δε ο Alexandru Philippide, πανεπιστημιακός καθηγητής, τακτικό μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, θεμελιωτής της Γλωσσολογικής Σχολής του Ιασίου και μύστης των ιστορικών πηγών, ο οποίος διακρίθηκε για την εντατική διαδικασία αναρωμανισμού από τον 7ο αιώνα των υπερδουνάβεων εδαφών, γετοδακικών, με άνοδο εκρωμαϊσμένων πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου. Η δε φανερή επιδοκιμασία των επιστημονικών συμπερασμάτων του εκδηλώθηκε ομόθυμα από Ρουμάνους ειδικούς και ρωμανιστές άλλων χωρών, π.χ. C. Daicoviciu- H. Daicoviciu, P. David, T. Papahagi, N. Roman, A. Sacerdoteanu, I. Siadbei, E. Bourciez, P. Garde κ.ά. Συγγράμματα δε ρουμανικά, στα οποία περιέχεται ελληνικό πνευματικό και επιστημονικό δυναμικό αφθονούν στη Ρουμανία. Ενδεικτικά αναφέρονται δύο πρόσφατα της Paula Scalcau: 1) GreciidimRomania. Editura Omonia, Bucuresti 2005, και 2) Elenismul in Romania. Editura Omonia, Bucuresti 2006.

            Ο Δημοσθένης Γραμματόπουλος, αληθινή επιβίωση του Ελληνισμού του Βουκουρεστίου, σε συγγραφή του μεταξύ πολλών άλλων γράφει και τα εξής: «Μετά των τόσων συμβιώσεων του γηγενούς δακικού και μεταδακικού πληθυσμού, φρονώ ότι δεν είναι υπερβολή εάν υποστηρίξωμεν ότι η σημαντικωτέρα ήτο η ελληνο-ρουμανική συμβώσις…Αυτοί οι αφομοιωθέντες Έλληνες ήσαν εκείνοι οι οποίοι έδωσαν σημαντικήν ώθησιν εις την οργάνωσιν μιας εκσυγχρονισμένης κοινωνίας, η οποία αποσείουσα τα δεσμά του οθωμανικού σκοταδισμού, απήτει νέας μορφάς συναλλαγών μετά των γειτόνων και του λοιπού κόσμου, δυτικού και ανατολικού, δηλ. την οργάνωσιν του εμπορίου, της βιομηχανίας, των συγκοινωνιών, της παιδείας, της εκκλησίας και της διπλωματίας. Δηλ. η ελληνική μετάγγισις ήτο αποφασιστική διά την εκκόλαψιν ενός πολιτισμού ελληνο- ρουμανικού κατ΄αρχάς, και καθαρώς ρουμανικού μετά ταύτα, εις ον δεν έλειψαν οι απόγονοι τόσων ελληνικών οικογενειών, ευπατρίδων, ηγεμόνων και ανθρώπων γραμμάτων και χειριστών του εθνικού πλούτου (γαιοκτήμονες, ναυτιλιακοί, επιχειρηματίαι, τραπεζίται). Η ιστορία του Δουνάβεως, επί αιώνας, είναι μαρτυρία ανεκτιμήτου πολιτιστικής σράσεως του ελληνισμού εν Ρουμανία εις τον εμπορικόν, βιομηχανικόν και ναυτιλιακόν τομέα, εκ των οποίων εξηρτώντο και η ευημερία του τόπου και γενικά η πολιτιστική στάθμη του πληθυσμού». Επομένως τα πρόσφατα διαβήματα τόσο της πολιτικής- πολιτειακής όσο και της εκκλησιαστικής ηγεσίας της Ρουμανίας είναι ακατανόητα και επικίνδυνα. Διότι το πρόσχημα ότι οι Αρμάνοι, οι Βλάχοι του ελληνικού χώρου και της αποδημίας τους, είναι Ρουμάνοι δεν ευσταθεί διόλου. Είναι παντελώς αυθαίρετο και επιστημονικά απαράδεκτο. Το χονδροειδέστατο τούτο ψέμα επινοήθηκε, μεθοδεύθηκε και υποδείχθηκε στους Ρουμάνους από την αψβουργική αυτοκρατορία κατά την πανευρωπαϊκή επανάσταση του 1848, όταν Ρουμάνοι επαναστάτες διεκδικούσαν την υπόδουλη στους Αψβούργους Τρανσυλβανία, όπως ιστορείται από τον επιφανέστατο επιστήμονα και έξοχο πολιτικό Μ. Kogalniceanu. Ποδηγετήθηκαν οι Ρουμάνοι, για να στραφούν προς τις κτήσεις του Μεγάλου Ασθενούς, του σουλτάνου, όπου υπήρχαν οι Βλάχοι Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας, τους οποίους είχαν μετονομάσει συλλήβδην Μακεδορουμάνους! Αλλά αυτό θα ίσχυε, όπως γράφει ο  Kogalniceanu, επί του παρόντος, μόλις το…1918, έτος προσαρτήσεως της Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία. Αλλά η αδιαφορία, αδράνεια και άγνοια των Ελλήνων αρμοδίων κατέστησε μόνιμο το προσωρινό. Αυτή η ελληνική χειμερία νάρκη και όχ μόνον επέτρεψε επί των ημερών μας την εμφάνιση σωματείων, ευρύτερα γνωστών ως μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (ΜΚΟ), που με κρατικές επιχορηγήσεις έχουν πασχίσει δεκαετίες ολόκληρες να στιγματίσουν τους Αρμάνους (Ελληνοβλάχους), μέσα στην αείποτε πατρίδα τους Ελλάδα, την οποία διαχρονικά ευεργετούν, ως μειονότητα (το Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων- ΚΕΜΟ) ή ως αλλότρια εθνότητα, μη ελληνική (!), όπως διέπραξε το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ).

            Οπωσδήποτε η ευόδωση της προπαγάνδας με τις οικονομίες του ελληνικού λαού θα ήταν τετελεσμένο γεγονός, αν δεν αντιδρούσαν δυναμικά Ελληνόβλαχοι επιστήμονες και προπάντων οι άρχοντες όλων ανεξαίρετα των ελλαδικών Βλαχοχωριών, των οποίων οι γκλίτσες υψώθηκαν σαν σάρισσες μακεδονικές! Όλα δε αυτά συμβαίνουν, όταν για την ελληνικότητα των Αρμάνων- Βλάχων αποφάνθηκε μέσα στο Βουκουρέστι η ρουμανική επιστήμη. Εκπροσωπήθηκε δε επάξια στο διεθνές συνέδριο από τους C. Daicoviciu- H. Daicoviciu, οι οποίοι αντί καθόδου από Δακία προς Πίνδο αποδεικνύουν άνοδο από νότο προς βορρά, πέρα του Δουνάβεως. Το πόρισμα τούτο είναι στη Ρουμανία, διακηρυγμένο κατά καιρούς, από πλείστους διακεκριμένους Ρουμάνους, O. Densusianu, T. Papahagi, A. Sacerdoteanu, I. Siadbei…, C. Poghorc. Εξαιρετικά διαφωτιστική είναι η θέση επί του ζητήματος και άλλων προσωπικοτήτων της Ρουμανίας. Πρώτος μνημονεύεται ο αρχηγός του ρουμανικού κράτους Al.A.A. Sturdza, του οποίου γαλλόγλωσση συγγραφή του επιγράφει σαφέστατα: Η Ρουμανία δεν ανήκει στην καθ΄αυτήν βαλκανική χερσόνησο ούτε ως έδαφος ούτε ως φυλή ούτε ως κράτος. Ο ειδικευμένος Ρουμάνος γεωγράφος Ι. Haikin σε ρουμανόγλωσσο δημοσίευμά του επιγράφει: Η Ρουμανία δεν είναι χώρα βαλκανική. Κατά τον Ρουμάνο λαογράφο Adrian Fochi, οι Ρουμάνοι ούτε εθνολογικά ούτε γεωγραφικά είναι βαλκανικός λαός. Ο δε N. Iorga αποποιήθηκε πρόσκληση του Αλεξάνδρου Παπαναστασίου για συμμετοχή του σε βαλκανικό συνέδριο στην ελληνική πρωτεύουσα, επειδή η Ρουμανία δεν είναι βαλκανική.

            [Οι ενδιαφερόμενοι για την πλήρη τεκμηρίωση βλ. Ευρετήρια Ονομάτων στην τετράτομη συγγραφή Αχ. Γ. Λαζάρου, Ελληνισμός και λαοί νοτιοανατολικής (ΝΑ) Ευρώπης, Αθήνα 2009-2010]. (Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια. Στρατηγικές εκδόσεις)

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα