Στὰ κυκλαδίτικα νησιὰ τὰ κάτασπρα ξωκλήσια σὰν τὰ μαργαριτάρια τῶν κοχυλῶν στολίζουν τὴ βουνίσια φύση τους στὴν ἀγκαλιὰ τῆς θάλασσας.
Σ᾿ ἕνα κυκλαδίτικο νησί, περίπου στὸ κέντρο του, ἐρημικὸ καὶ ἀπόμακρο ἀπὸ τὸ χωριό, τὸ πατρικὸ σπίτι τῆς μητέρας, τὸ δικό μου καταφύγιο πιά. Δὲν ἔχει τίποτε τὸ ἰδιαίτερο… μὰ ἐγὼ λατρεύω αὐτὸν τὸν τόπο καὶ τὴν ἠρεμία του. Τί σ᾿ ἀρέσει σ᾿αὐτὴν τὴν ἐρημιά, ἀποροῦν οἱ φίλοι. Μὰ ὅταν ἔρχονται καί, κυρίως, ὅταν τὴ μοναδική μου γειτόνισσα γνωρίσουν… καταλαβαίνουν.
Ἡ μοναδικὴ γειτόνισσά μου δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν… Παναγιὰ τοῦ Μετοχιοῦ. Τὴ Μετοχιώτισσα μὲ τὸ μικρὸ κάτασπρο ξωκλήσι της, «μὲ τὴ γλυκεία μορφὴ τῆς εἰκόνας της… εἰκόνα μὲ τόσα κρεμασμένα τάματα καὶ τόσες ἱστορίες γιὰ τὰ θαύματά της. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦταν -ἔτσι διηγιόταν ἡ γιαγιὰ- ἦταν γιὰ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ… εὐαγγέλιο δικαστηρίου. Ἂν κάποιον ὑποψιαζόντουσαν κάποια κλεψιὰ πὼς ἔκανε ἢ κάτι τὸ παράτυπο, κι ἔνοχο τὸν ὑπολόγιζαν, μὰ δὲν ἦταν καὶ σίγουρο, δὲν τὸν ἔστελναν στὰ δικαστήρια… Ἁπλὰ τὸν πήγαιναν στὴν Ἀμμιώτρα Μετοχιώτισσα. Ἂν τὴν ἀθωότητά του ἤθελε ν᾿ ἀποδείξει ἔπρεπε, ὅπως σ᾿ Εὐαγγέλιο, ν᾿ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του στὴν Εἰκόνα. – Εἶσαι ἀθῶος; Γιὰ ἄμωσε! Ἀμώνω στὴ διάλεκτο τοῦ νησιοῦ, θὰ πεῖ «ὁρκίζομαι». Ἄμωσε… ὁρκίσου λοιπόν. Κανένας ἔνοχος δὲν τόλμησε ὡς τώρα ν᾿ ἀκουμπήσει τὸ χέρι του. Ἔχει τόση γλύκα συγγνώμης τὸ βλέμμα τῆς Παναγιᾶς ποὺ ἁπλὰ παραδεχόταν τὴν ἐνοχή του μὲ κατεβασμένο κεφάλι κι οἱ χωριανοὶ τὸν ἄφηναν στὴν κρίση τῆς συνείδησής του… κι ἡ Παναγιὰ τὸν βοήθαγε νὰ μετανιώνει πράγματι…Ὅταν ἦταν ἀθῶος τὸ χέρι του μὲ θάρρος χάϊδευε τὴν εἰκόνα καὶ τότε οἱ χωριανοὶ τοῦ ζήταγαν «συγγνώμη». Σ᾿ αὐτὸ τὸ ξωκλήσι δὲν τολμᾶς νὰ πεῖς ψέμματα. Ὅλοι στὸ νησὶ ξέρανε ἀπὸ μικρὰ παιδιά, πὼς δὲν χρειάζονται βεντέτες, ἔχθρες καὶ δικαστήρια συχνά, ὅπως ἀλλοῦ.
Αὐτὴ ἡ εἰκόνα δίπλα στὸ ἐρημικό μου σπίτι, τῆς μοναξιᾶς διώχνει τὸν φόβο. Πάντα ἀνοιχτὴ ἡ πόρτα τῆς γειτόνισσάς μου. Πόσα τῆς λέω ἀπὸ τὶς πίκρες μου καὶ πόσα εὐχαριστῶ γιὰ τὶς χαρές μου! Μά, θὰ μοῦ πεῖτε τὰ λές; Ἐκείνη δὲν τὰ ξέρει; Τὰ ξέρει… μὰ ἐγὼ τῆς στέλνω «εὐχαριστῶ» καὶ σὰν πονῶ καὶ στὴν εἰκόνα της μπροστὰ τὰ δάκρυά μου τρέχουν μοῦ φαίνεται πιὸ εὔκολα γιατρεύονται οἱ πληγές μου. Παναγιά μου, βοήθα τὸν κόσμο νὰ καταλάβει αὐτὸ ποὺ στὰ χρόνια τῆς γιαγιᾶς μου ὅλοι στὸ νησὶ ἤξεραν… ὄχι ἔχθρες… ὄχι βεντέτες… «συγγνώμη», «ἀγάπη» καὶ «δικαιοσύνη» μόνο.
Εὐτυχία Ἀδειλινὴ-Μουσούλη,
«ὁ Κόσμος τῆς Ἑλληνίδος» Ἰούλιος 1999 ἀρ. 461.