ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Η οδός του Κυρίου, μία δύσκολη και ανηφορική πορεία. Ο πιστός οφείλει να περάσει από την στενή πύλη και να πορευθεί με υπομονή στο στενό μονοπάτι του Θεού που δεν έχει σχέση με την ”πλατιά και ευρύχωρο οδό” της κοσμικής ζωής, με τις ανέσεις, τις απολαύσεις, τις αμαρτίες που υπόσχονται ηδονές αλλά αφήνουν πίσω τους πόνο, οδύνη.

Αλλά η οδός αυτή είναι δύσκολη, γιατί οι δυνάμεις του πονηρού, οι αμαρτωλές προδιαθέσεις της καρδιάς μας παρασέρνουν μακριά από τον Θεό. Γι’ αυτό οι άγιοι της πίστεώς μας που βάδισαν με συνέπεια την οδό του Κυρίου μας προειδοποιούν: ”η οδός του Θεού είναι καθημερινός σταυρός” (Ισαάκ ο Σύρος).

Η πνευματική μας πορεία προϋποθέτει να γνωρίσουμε το θέλημα του Θεού για μας, να παρακαλούμε συνεχώς τον Θεό: ”τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, και τας τρίβους σου δίδαξόν με” (Ψαλμ. 24,4). Την οδό του Κυρίου θα την γνωρίσουμε και θα την ζήσουμε μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Εκεί μέσα θα αγωνισθούμε να απαλλαγούμε από τα αμαρτωλά και τα απατηλά στοιχεία του κόσμου και θα επιχειρήσουμε να ανεβούμε ψηλά, να κατακτήσουμε τα αιώνια και τα αληθινά του Χριστού. Εμείς θα βάλουμε τον κόπο και την προσπάθεια και ο Θεός θα ευλογήσει και θα μας ενισχύσει με την χάρη Του. Εμείς θα σηκώσουμε με υπομονή τον καθημερινό σταυρό, θα αγωνισθούμε ενάντια στα πάθη μας, και Εκείνος με την θεία χάρη θα μας αναγεννήσει ως ”τον καινόν άνθρωπον τον κατά Θεόν κτισθέντα” (Εφες. 4,24).

Για να βαδίσουμε στο μονοπάτι του Θεού πρέπει πρώτα να το αναζητήσουμε και δυστυχώς δεν κάνουν όλοι το αρχικό βήμα. Αλλά και πολλοί στην πορεία εγκαταλείπουν διότι δειλιάζουν στις πρώτες δυσκολίες. Οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι η κυριότερη δυσκολία βρίσκεται μέσα μας, είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Σκληρός, εγωιστικός, αμετανόητος, ασυνεπής, δεν δέχεται εύκολα να ταπεινωθεί και να συμμορφωθεί με το θέλημα του Θεού.

Υπάρχει βεβαίως και ο άλλος μεγάλος εχθρός της ψυχής μας, ο διάβολος, εχθρός δόλιος και πανούργος, που υπονομεύει κάθε προσπάθειά μας να πλησιάσουμε τον Θεό. Και τέλος υπάρχει και ο κόσμος της αμαρτίας, που ”όλος εν τω πονηρώ κείται” (Α’ Ιω. 5,19), ο κοσμικός τρόπος ζωής που με την νοοτροπία, τις εγκόσμιες επιδιώξεις και φιλοδοξίες αντιστρατεύεται και ειρωνεύεται κάθε τι πνευματικό και αντιμετωπίζει εχθρικά όσους προσπαθούν να ζήσουν σύμφωνα με τον οδό του Κυρίου.

Αλλά και ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται απόλυτος. Θέλει από μας πλήρη αφοσίωση και πίστη ”εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας”. Ζητάει να απαρνηθούμε τον εαυτό μας, να άρουμε τον σταυρό και να Τον ακολουθήσουμε (Ματθ. 16,24). Ο δρόμος του Κυρίου μας οδηγεί σε πλήρη ανακαίνιση της ψυχής, σε καθαρισμό και αγιασμό όλης μας της ζωής και συμπεριφοράς.

Φυσιολογικά προβληματιζόμαστε όταν ατενίζουμε μπροστά μας τις δυσκολίες και τις ανηφοριές της πορείας που μας καλεί ο Χριστός να ακολουθήσουμε. Όμως ο Κύριος δεν μίλησε μόνον για δυσκολίες, αλλά για το τέλος της πορείας αυτής που οδηγεί στην αιώνια ζωή, στην βασιλεία των ουρανών, στην χαρά του παραδείσου.

Αυτή η ισχυρή διαβεβαίωση του Κυρίου, που πρώτος βάδισε επί γης την στενή και τεθλιμμένη οδό της ταπεινώσεως, της πτωχείας και της εκούσιας σταυρικής θυσίας, αφήνοντάς μας ζωντανό παράδειγμα, έκανε εκατομμύρια πιστών ανά τους αιώνες να Τον ακολουθήσουν, με πρώτους τους αποστόλους, που με πολλούς κόπους και θυσίες κήρυξαν το φως του ευαγγελίου στην οικουμένη.

 Το γεγονός ότι την πνευματική μας προσπάθεια ο Κύριος την χαρακτήρισε ως οδό δηλώνει πως είναι μία συνεχής πορεία και εναλλαγή, και όχι μία μόνιμη και στατική κατάσταση. Η γνώση των δυσκολιών της πορείας κρατά τους οδοιπόρους σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση, σε πνευματική επιφυλακή, ώστε να αποφύγουν τις παγίδες της διαδρομής και να φθάσουν επιτυχώς στο τέλος του ταξιδιού, στον τελικό προορισμό, στην βασιλεία των ουρανών. Ο ίδιος ο Κύριος βάδισε την οδό αυτή μέχρι τέλους. Εμείς καλούμαστε να Τον ακολουθήσουμε στην ανηφορική αυτή διαδρομή έχοντας συμπαραστάτη και συνοδοιπόρο τον Χριστό.

Σε τελική ανάλυση, η οδός του Κυρίου δεν είναι αποκλειστικά στενή και τεθλιμμένη. Όταν αγωνιζόμαστε σωστά, με πίστη σταθερή, με προσευχή συνεχή, με ελπίδα στον Θεό και στην χάρη του Αγ. Πνεύματος που μας ενισχύει, τότε η τεθλιμμένη οδός του Κυρίου γίνεται απόλαυση και χαρά.

Έτσι, εντελώς παράδοξα συνυπάρχει η θλίψη, η λύπη με την χαρά, η γλυκιά χαρμολύπη, όπως την χαρακτηρίζει η Εκκλησία, που μας καλεί να την βιώσουμε εν πνεύματι κατανύξεως και ελπίδος μέσα στην λειτουργική ζωή των ιερών μυστηρίων.

Μακάριοι όσοι πενθούν για τις αμαρτίες τους, διότι αυτοί θα λάβουν την παρηγορία του Θεού που θα δεχθεί τα δάκρυα και την μετάνοια, θα μας υποδεχθεί ως τον άσωτο και μετανοημένο υιό και θα μας αποκαταστήσει πάλι ως παιδιά Του. Γιατί ο Θεός είναι αγάπη και πλούσιος οικτιρμών, μας ελεεί με το ανεξάντλητο έλεός Του. Η μετάνοια του αμαρτωλού φέρνει μεγάλη χαρά  στον ουρανό ”ενώπιον των αγγέλων του Θεού” (Λουκ. 15,10), αλλά και σε κάθε ψυχή μετανοημένη, χαρά πνευματική, θεία παρηγοριά και εσωτερική γαλήνη που προέρχεται από την γεμάτη ταπείνωση ψυχή που επιστρέφει στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα. Το πνεύμα αυτό της μετανοίας διαπνέει ολόκληρη την ορθοδοξία, αντανακλάται στους ναούς, στις αγιογραφίες, στα όμορφα πρόσωπα των αγίων που εκπέμπουν την χάρη και την ειρήνη του Θεού, στους ύμνους, στις ιερές ακολουθίες.

Η σωτηρία μας στηρίζεται στο έλεος του Θεού, εξαρτάται όμως και από τις δικές μας προσπάθειες, την συναίσθηση της προσωπικής μας αδυναμίας και αμαρτίας που μας οδηγεί στην μετάνοια και μας φέρνει σε μία ζωή χαρούμενη κοντά στον Θεό. Όπως την Μεγ. Εβδομάδα το πένθος οδηγεί στην αναστάσιμη χαρά, που πλημμυρίζει τις καρδιές των πιστών, έτσι και στην ζωή μας μέσα από την λύπη φθάνουμε στην χαρά. Σταυρός και Ανάσταση συνυπάρχουν και βιώνονται έντονα από όσους βαδίζουν με συνέπεια την οδό του Κυρίου.

Μπορεί μέσα από τον θάνατο να προέλθει ζωή; Το εν πρώτοις αντιφατικό αυτό ερώτημα μέσα στην χριστιανική πίστη απαντάται θετικά. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος ώστε με τον θάνατό Του να δώσει στον άνθρωπο ζωή, να τον καταστήσει κοινωνό της θεότητας (κατά χάριν Θεό, θεωμένο). Ο Απ.Παύλος λέει: ”όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν” (Ρωμ. 6, 3-4).

Η πνευματική μας ζωή είναι επίπονος δρόμος, ένας συνεχής σταυρός και Ανάσταση, πορεία σταυραναστάσιμη. Μία διαρκής συμμετοχή στον πόνο του Σταυρού και στην χαρά της Αναστάσεως του Κυρίου. Ο πιστός βιώνει καθημερινώς τον σταυρό και την νέκρωση του παλαιού εαυτού, συγχρόνως ζει και την χαρά και την λύτρωση της Αναστάσεως. Οι δικοί μας ατομικοί μικροί σταυροί στηρίζονται στην αγάπη του Χριστού, που τους σηκώνουμε με την ελπίδα προσβλέποντας  στο φως της Αναστάσεως. Ο πιστός βαδίζοντας την οδό του Κυρίου αισθάνεται την παρουσία και την προστασία του Θεού. Ο Θεός είναι πάντοτε παρών στην θλίψη και την δοκιμασία, μας στηρίζει, βοηθάει και παρηγορεί.

Στην καθημερινή μας ζωή την τόσο αγχωτική και θορυβώδη έχουμε ανάγκη να βιώνουμε μερικές στιγμές ηρεμίας και ησυχίας για να εισέλθουμε στο ”ταμιείον” της ψυχής μας, την ώρα της πνευματικής περισυλλογής και προσευχής. Στις ώρες της κατ’ ιδίαν προσευχής, όπως πολύ συχνά έκανε και ο Κύριος αποχωριζόμενος των μαθητών και του πλήθους στην ησυχία της νύκτας και στην μοναξιά της φύσεως (Ματθ. 14,23), μπορούμε ευκολότερα να βρούμε τον Θεό, να προσευχηθούμε απερίσπαστοι, να μελετήσουμε τον λόγο Του, να Τον γνωρίσουμε.

Από την επικοινωνία με τον Θεό μέσω της κατ’ ιδίαν προσευχής συναισθανόμασθε την ελαχιστότητα και την αμαρτωλότητα της υπάρξεώς μας, τις αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Ο άνθρωπος βρίκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Θεό. Η ησυχία αποτελεί την αρχή καθάρσεως της ψυχής, σημειώνει ο Μεγ. Βασίλειος. Ο ταραγμένος άνθρωπος της εποχής μας δεν αντέχει την μοναξιά και την ησυχία. Για τον πιστό όμως οι ώρες της μοναξιάς και της ησυχίας είναι ευκαιρίες για αληθινή μετάνοια και προσευχή, που γαληνεύει την ψυχή. Αυτές τις πολύτιμες στιγμές που πρέπει όλοι να φροντίζουμε να εξοικονομούμε, γιατί είναι απαραίτητες για την ψυχική μας ανάπαυση και εξισορρόπηση, την επικοινωνία με τον Θεό, την ανακάλυψη του εαυτού μας.

Το δράμα του συγχρόνου ανθρώπου είναι ότι βιώνει την αποξένωση και την απομάκρυνση από τον Θεό. Ζει δυστυχώς χωρίς Θεό. Μάταια προσπαθεί να γεμίζει το κενό της ψυχής του που άφησε πίσω της η απουσία του Θεού με δραστηριότητες, ψυχαγωγίες, κοσμικές ενασχολήσεις, και πάλι γαλήνη και ηρεμία δεν βρίσκει. Ο Θεός όμως συνεχώς μας καλεί κοντά Του φωνάζοντας ”πού είσαι; Πού βρίσκεσαι;”, όπως την αρχαία εποχή καλούσε τον Αδάμ, ”Αδάμ, που  εί;” (Γεν. 3,9). Το ίδιο ερώτημα απευθύνει και σε μας σήμερα. Ο Θεός αναζητά τον άνθρωπο, αυτός όμως κρύβεται από ενοχή και ντροπή. Δεν έχει πια πρόσωπο καθαρό να κοιτάξει τον Θεό, και έτσι προτιμά να Τον αποφεύγει. Έχασε ο άνθρωπος την χαρά του Παραδείσου και βιώνει τις συνέπειες της αμαρτίας, πόνο, θλίψη, ασθένεια, θάνατο. Στην κατάλληλη όμως στιγμή ο Θεός στέλνει τον Υιό Του επί γης για να πάρει στους ώμους Του τις αμαρτίες μας και να μας συμφιλιώσει με τον Θεό. Πάνω στον Σταυρό αποκαθίσταται η επικοινωνία μας με τον Θεό, και επανέρχεται η χαρά στην ζωή μας.

Το Ευαγγέλιο είναι το μήνυμα της χαράς για τον κόσμο, τα καλά νέα του Χριστού. Αρχίζει με το χαρμόσυνο γεγονός της Γεννήσεως. ”Ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ”, αναγγέλλει ο άγγελος της Γεννήσεως στους ποιμένες της Βηθλεέμ (Λουκ. 2,10-11). Και τελειώνει το Ευαγγέλιο με την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς, οπότε οι Απόστολοι ”υπέστρεψαν εις Ιερουσαλήμ μετά χαράς μεγάλης, και ήσαν διαπαντός εν τω ιερώ αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν”(Λουκ. 24, 52-53).

Ο άνθρωπος αισθάνεται χαρά διότι πλάσθηκε από τον Θεό κατ’ εικόνα και ομοίωσίν Του, και επιζητεί να βρίσκεται κοντά στον Θεό. Όταν η ανθρώπινη ψυχή χάσει τον Θεό, χάνει την ομορφιά και την αρχοντιά της, ταλαιπωρείται, υποφέρει από τον χωρισμό.

Ο κόσμος μας προσφέρει ποικίλους τρόπους διασκεδάσεων, ανέσεων και απολαύσεων, που όμως αδυνατούν να εξασφαλίσουν στον κουρασμένο άνθρωπο της εποχής μας γνήσια χαρά. Διότι ο κόσμος αγνοεί και απομακρύνεται από τον Θεό, την πηγή της χαράς. Παράδεισος όμως στην ζωή μας δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την παρουσία του Θεού. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο και μας έδωσε τις εντολές Του για να μας ελαφρώσει από τα βάρη και να μας εξασφαλίσει γαλήνη και χαρά. ”Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθή”(Ιω. 15,11). Ο Χριστός και η Εκκλησία Του είναι ο κόσμος της ολοκληρωμένης και τέλειας χαράς.

Για να οδηγηθούμε σε αυτήν πρέπει πρώτα να στραφούμε μέσα μας, να συναντήσουμε και να γνωρίσουμε ”τον κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον” (Α’ Πετρ. 3,4), τον πραγματικό μας εαυτό. Μία τέτοια ενδοσκόπηση μπορεί να μας τρομάζει για το τι θα ανακαλύψουμε μέσα μας, όμως μόνον αν γνωρίσουμε και εντοπίσουμε τις αμαρτωλές επιθυμίες και την ένοχη ροπή της καρδιάς, αν επισημάνουμε τους πονηρούς λογισμούς που κρύβουμε στο μυαλό μας, τότε θα μπορέσουμε να αναλάβουμε τον μεγάλο αγώνα της αρετής.

Όταν εισέλθει μέσα μας ο Χριστός, όταν δηλ. λάβουμε την σταθερή απόφαση να διορθώσουμε την ως τώρα ζωή και να αλλάξουμε κατεύθυνση, αναγνωρίζοντας με ειλικρίνεια όπως ο άσωτος υιός της παραβολής ότι ”ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκ ειμί άξιος κληθήναι υιός σου” (Λουκ. 15,21), τότε έρχεται η λυτρωτική μετάνοια που μεταμορφώνεται σε χαρά, διότι ξαναβρίσκουμε τον ουράνιο Πατέρα μας. Η διαρκής μετάνοια μας μεταμορφώνει ολοκληρωτικά, ώστε να αποκτούμε νέο φρόνημα και διάθεση, να βλέπουμε με διαφορετική και καθαρή ματιά τα πράγματα του κόσμου. Η διάνοια φωτίζεται, αλλοιώνεται, η σκέψη μας ακολουθεί πλέον άλλα κριτήρια, πνευματικά, σε τέτοιον βαθμό ώστε να αποκτήσουμε το φρόνημα του Χριστού, ”έως ότου μορφωθή Χριστός εν αυτώ”(Γαλ. 4,19).

Όποιος θέλει να βαδίσει τον δρόμο του Κυρίου, θα πρέπει να το πάρει απόφαση. Η Ανάσταση περνάει μέσα από τον Σταυρό στον Γολγοθά. ‘‘Η οδός του Θεού είναι καθημερινός σταυρός. Ουδείς ανήλθε στον ουρανό μετά ανέσεως” (Ισαάκ ο Σύρος). Ο Χριστός στην σταυρική αυτή πορεία της νέκρωσης ως προς την αμαρτία (Ρωμ. 6,11) δεν μας αφήνει μόνους. Μας καλεί να συμπορευθούμε μαζί Του στον Σταυρό που πρώτος ο Ίδιος ανέβηκε. ”Δεύτε ουκ και ημείς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθώμεν αυτώ και συσταυρωθώμεν”, μας προτρέπει Η Εκκλησία την Μεγ. Εβδομάδα (Όρθρος Μεγ. Δευτέρας, στιχηρό Ιδιόμελο των Αίνων), για να οδηγηθούμε με καθαρή διάνοια και καθαρή συνείδηση στην Ανάσταση.

 Αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη πηγή χαράς για όλον τον κόσμο. Διότι αληθινή χαρά είναι εν τέλει ο θρίαμβος της ζωής επί της φθοράς του θανάτου. ”Ιδού γαρ ήλθεν διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω”.

Για να κερδίσουμε μία θέση κοντά στον Θεό οφείλουμε να επιστρέψουμε με καθαρή καρδιά και με μία απλότητα όπως τα παιδιά. Αυτά μας θέτει ως πρότυπο ο Κύριος: ”αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών” (Ματθ. 18,3). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε φρόνημα, να γίνουμε απλοί και ταπεινοί, απονήρευτοι σαν τα παιδιά, για να βρούμε θέση στην βασιλεία των ουρανών. Μέσα στην Εκκλησία ο άνθρωπος γίνεται καινή κτίση, αναγεννάται, γίνεται νέος άνθρωπος. Μπορεί σωματικά να γηράσκει και να φθείρεται, εσωτερικά και πνευματικά γίνεται νεώτερος. ”Ει και ο έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, αλλ’ ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα”(Β’ Κορ. 4,16) μας λέγει ο Απ. Παύλος.

Η κατά Χριστόν ζωή είναι κάλεσμα στην ελευθερία. Όταν ο άνθρωπος μέσα στον Παράδεισο αμάρτησε παρακούοντας την εντολή του Θεού, θέλησε να διεκδικήσει την ”ελευθερία” αγνοώντας τον Θεό. Η πτώση αυτή οδήγησε στην απώλεια της ελευθερίας και την υποδούλωση στην φθορά της αμαρτίας και του θανάτου. Ο Χριστός έρχεται στον κόσμο ως ο Λυτρωτής που δίνει λύση στην τραγική ανθρωπότητα, και με το έργο Του απελευθερώνει τον άνθρωπο από την δουλεία στον θάνατο. Συντρίβοντας την δύναμη του διαβόλου, ο Χριστός μας καλεί να ζήσουμε ως ελεύθεροι και αναγεννημένοι πνευματικά χριστιανοί, ακολουθώντας τον δρόμο του Κυρίου. Η εν Χριστώ ελευθερία αποκτάται με την άσκηση της υπακοής στο θέλημα του Θεού, όταν σε κάθε στιγμή λέμε το ”γενηθήτω το θέλημά σου” (Ματθ. 26,42). Ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι ο απόλυτα παραδομένος στο θέλημα του Θεού, αυτός που κυβερνάται από τον Θεό, αυτός που κατόρθωσε να κόψει το δικό του εγωιστικό θέλημα και υπετάγη θεληματικά στον Θεό. Αυτό είναι το παράδειγμα των αγίων και των ασκητών.

Αυτήν την αληθινή ελευθερία καλούμαστε να βιώσουμε ακολουθώντας την οδό του Κυρίου. Μέσα σε αυτήν την πορεία θα διαπιστώσουμε ότι πολλά που ο κόσμος θεωρεί ως δεδομένα ή λογικά ανατρέπονται. Ο Χριστός έρχεται να κάνει τα πάντα καινή κτίση, νέα δημιουργία. Και αυτή η αναδημιουργία ξεκινά πρώτα μέσα μας. Η Βασιλεία των ουρανών είναι μέσα μας, στον ‘κρυπτόν άνθρωπον της καρδίας” (Α’ Πετρ. 3,4). Η πνευματική ζωή δεν εντυπωσιάζει εξωτερικά ούτε κινείται με κοσμικά μέσα. Εργάζεται αθόρυβα, εσωτερικά, μακριά από τα μάτια του αδιάκριτου κόσμου, μέσα στο θυσιαστήριο της καρδιάς, όπου η ψυχή μας αναπέμπει στον Θεό μυστικές προσευχές και προσπάθειες να απορρίψει τα πάθη και τους πονηρούς λογισμούς.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η πνευματική μας πορεία είναι υποτονική. Κάθε άλλο! Είναι μία δυναμική πορεία προς τον Κύριο που υπερβαίνει τα κύματα των πειρασμών και της αμαρτίας, κίνηση αντίθετη προς το κυρίαρχο ρεύμα του κόσμου, αγώνας δυναμικός για να νικηθούν τα πάθη.

Ο δρόμος της επιστροφής περνάει μέσα από μία μετανοημένη καρδιά που αφού ξαναβρεί τον χαμένο της καλό εαυτό, βαδίζει να ξαναβρεί τον Θεό που είχε ξεχάσει. Το στοργικό βλέμμα του Θεού μας παρακολουθεί συνεχώς είτε είμαστε κοντά Του είτε έχουμε απομακρυνθεί και προσμένει την στιγμή της επιστροφής μας, όταν εμείς οι πρώην άσωτοι θα βρούμε το θάρρος να κοιτάξουμε στα μάτια τον Θεό και να ομολογήσουμε με θάρρος ότι είμαστε μετανοημένοι αμαρτωλοί.

Όταν θα φθάσουμε στο σημείο να μπορούμε να πούμε όπως ο Απ. Παύλος ότι ”Χριστώ συνεσταύρωμαι, ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός” (Γαλ. 2, 19-20), όταν δηλ. θα έχουμε πεθάνει ως προς την αμαρτία και δεν θα ζούμε πλέον για τον εαυτό μας, αλλά όμως η ύπαρξη, η σκέψη, η ζωή θα κυριαρχείται από τον Χριστό, τότε θα μπορούμε να πούμε πως έχουμε πορευθεί με επιτυχία την οδό του Κυρίου.

«Όσοι βαδίζουν την οδό του Κυρίου, οι οδίτες του κόσμου τούτου και πολίτες της Βασιλείας της άνω, είναι οι άνθρωποι οι αναγεννημένοι, οι πνευματικοί, οι καινοί άνθρωποι, που δεν τους φοβίζει πλέον ο θάνατος, δεν τους βαραίνει η ζωή, δεν τους τρομάζει η αιωνιότητα, δεν τους γερνά η ακατάσχετη ροή του χρόνου, δεν υπάρχει τίποτε και κανείς που να μπορεί να τους βλάψει. Είναι οι αναγεννημένοι από την χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι ανεξήγητοι και τρελοί για τον κόσμο, οι ”μωροί διά Χριστόν”(Α’ Κορ. 4,10), που ζουν και ενεργούν με νέες αρχές, νέους νόμους και κανόνες, για νέους σκοπούς και ιδανικά. Αυτοί μπορούν να πουν με τον απόστολο Παύλο: ”ημείς ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα είδωμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν” (Α’ Κορ. 2,12).

Μόνον αυτοί μπορούν να δουν μέσα από τα ερείπια του φθαρτού και παρερχομένου κόσμου να αναδύεται ο απαστράπτων κόσμος του Θεού και να ακούσουν την φωνή του μόνου Καινοποιού, του Κυρίου Ιησού Χριστού, που από τις τελευταίες σελίδες της Αποκαλύψεως ακούγεται μεγαλειώδης και θριαμβευτική: ”ιδού καινά ποιώ πάντα”(Αποκ. 21,5)>>.