ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΕΜΠΕΙΡΙΩΝ

 

 

Γέροντος Ἰακώβου

(Ἀπομαγνητοφωνημένη συζήτηση)

 

      Ἐρώτηση: –Γέροντα, πεῖ­τε μας τί γί­νε­ται μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό τήν ὥ­ρα τῆς Λει­τουρ­γί­ας, καί στόν ὑ­πό­λοι­πο Ναό. Ἐ­μεῖς δέν βλέ­που­με τί­πο­τα.

      Ἀπάντηση: –Ἄχ, τέ­κνον μου,…κά­πο­τε λει­τουρ­γοῦ­σα στό Μο­να­στή­ρι, χρό­νια τώ­ρα πολ­λά, -ἔ­χω τώ­ρα 38 χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι- καί ὅ­πως λει­τουρ­γοῦ­σα εἶ­χα ἕ­να γε­ρον­τά­κι -κα­λό­γε­ρος- καί ἐ­γώ ἔ­κα­να τόν πα­πᾶ καί κεῖ­νος ἔ­ψαλ­λε, ἦ­ταν τό ἀ­να­λό­γιο στή μέ­ση. Καί ὅ­πως, ἐ­κεῖ στό Χε­ρου­βι­κό ὕ­μνο (…) ἔ­λε­γε τό γε­ρον­τά­κι καί ἔ­ψελ­νε. Ξαφ­νι­κά ἀ­κο­ύ­ω ἕ­να φτε­ρο­ύ­γι­σμα μές τό Ἱ­ε­ρό, σάν πολ­λά παλ­λη­κά­ρια, στά λευ­κά ντυ­μέ­νοι καί φτε­ρου­γί­ζα­νε, ἔ­βλε­πα καί μπρο­στά μου (…) μές τό Ἅ­γιο Θυ­σι­α­στή­ριο. Εἶ­ναι τάγ­μα­τα ἁ­γί­ων Ἀγ­γέ­λων καί Ἀρ­χαγ­γέ­λων πού εἶ­ναι μέ­σα, οἱ ἅ­γιοι Πάντες, ὁ Πα­τήρ, ὁ Υἱ­ός καί τ᾿ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα, ἡ Κυ­ρί­α Θε­ο­τό­κος καί ὅ­λοι οἱ Ἅ­γιοι εἶ­ναι ἐν ὥ­ρᾳ τῆς Θ. Λει­τουρ­γί­ας, καί τάγ­μα­τα Σε­ρα­φε­ίμ, Χε­ρου­βε­ίμ, ἐ­μεῖς δέν εἴ­μα­στε ἄ­ξιοι νά τά δοῦ­με βέ­βαι­α αὐ­τά. Ὅ­μως ἐ­φό­σον μᾶς ἀ­ξί­ω­σε καί εἴ­μα­στε ἱ­ε­ρουρ­γοί τῶν θε­ί­ων Μυ­στη­ρί­ων, κά­τι βλέ­που­με καί κά­τι πι­στε­ύ­ου­με. Λοι­πόν, καί ὅ­πως ἔ­κα­να τίς με­τά­νοι­ες καί ἔ­λε­γα ”οἱ τά Χε­ρου­βε­ίμ μυ­στι­κῶς εἰ­κο­νί­ζον­τε­ς”, ἀ­κο­ύ­ω ἕ­να φτε­ρο­ύ­γι­σμα στόν ἀ­ρι­στε­ρό μου ὦ­μο, μί­α με­γά­λη φτέ­ρυ­γα, εἶ­δα τήν φτέ­ρυ­γα (…) καί λέ­ω: «Τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο, τήν ὥ­ρα πού πῆ­γα νά ση­κώ­σω τά Ἅ­για, τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο τόν γέ­ρον­τα, τόν πα­τέ­ρα Εὐ­θύ­μιο, φα­ί­νε­ται πέ­ρα­σε μπρο­στά ἀπ᾿ τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ἀπ᾿ τήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη γιά νά πά­ρη τό θυ­μια­τό νά θυ­μι­ά­ση πού θά βγῶ νά κά­νω τήν εἴ­σο­δο», δύ­ο ἄν­θρω­ποι εἴ­μα­σταν στό Ἱ­ε­ρό, δέν ὑ­πῆρ­χαν ἄλ­λοι. Καί δέν ἦ­ταν ὁ πα­τήρ Εὐ­θύ­μιος. Λέω, φα­ί­νε­ται πῆ­γε νά πά­ρη τό θυ­μια­τό καί μέ τό ρά­σο μέ ἔ­κα­νε, ἀλ­λά αὐ­τό ἦ­ταν πτέ­ρυ­γα, μί­α με­γά­λη πτέ­ρυ­γα τό­σο με­γά­λη πού μέ φτε­ρο­ύ­γι­σε πά­νω ἐ­δῶ στόν ὦ­μο μου.

      Κοι­τά­ζω λοι­πόν, βλέ­πω τόν γέ­ρον­τα στήν θέ­ση του καί ἔ­λε­γε -δέν εἶ­χε πά­ει στό Σχο­λεῖ­ο νά μά­θη γράμ­μα­τα κα­θό­λου- ἀλ­λά ἔ­μα­θε ὅ­λα τά Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά γράμ­μα­τα, τόν φώ­τι­σε ὁ Θε­ός, καί ἔ­λε­γε ὁ γέ­ρος ἐ­κεῖ: «Ὡς τόν Βα­σι­λέ­α, ὡς τόν Βα­σι­λέ­α…», γιά νά ἑ­τοι­μα­στῶ ἐ­γώ, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Ἕ­να τρο­πά­ριο εἶ­ναι, ἕ­να στι­χά­κι, ὁ Χε­ρου­βι­κός ὕ­μνος, ἀλ­λά ἐ­μεῖς ἔ­χου­με εὐ­χές νά δι­α­βά­σου­με, ἔ­χου­με νά θυ­μι­ά­σου­με, νά ποῦ­με τόν Ν΄ ψαλμό καί πολ­λά. Λοι­πόν, τόν εὐ­λο­γη­μέ­νο λέ­ω, ἔ­φυ­γε τώ­ρα μέ­σα ἀπ᾿ τήν Ὡ­ρα­ί­α Πύλη, τόν πά­τερ Εὐ­θύ­μιο καί μέ ἔ­σπρω­ξε καί ἀ­κο­ύμ­πη­σε πά­νω μου γιά νά πά­ρη τό θυ­μια­τό; Καί κοι­τά­ζω τόν γέ­ρον­τα καί ἔ­ψαλ­λε ”ὡς τόν Βα­σι­λέ­α, ὡς τόν Βα­σι­λέ­α…”. Βλέ­πω ἐ­κεῖ στό μέ­σον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, στό Δε­σπο­τι­κό δί­πλα ἦ­ταν τό ἀ­να­λό­γιο τό­τε. Βλέ­πω τόν γέ­ρον­τα στή θέ­ση του, ποι­ός γέ­ρον­τας εἶ­ναι κεῖ μέ­σα (…) ἄ­κου­σα ἕ­να θό­ρυ­βο μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό. Κόσμος δέν ἦρ­θε, κο­ί­τα­ζα τήν πόρ­τα, τήν ἔ­ξω πόρ­τα καί μπα­ί­νει κό­σμος μέ­σα, κό­σμος ὅ­μως δέν ἦ­ταν. Μπῆ­καν μέ­σα κό­σμος, μπῆ­καν μέ­σα πα­πᾶ­δες. Πα­πᾶ­δες; Στό Μο­να­στή­ρι πα­πᾶ­δες; Μέ αὐ­τό τόν και­ρό; Καί χει­μῶ­νας και­ρός λέ­ω. Εἶ­ναι καί ὁ δρό­μος, εἶ­ναι ἀ­κα­τάλ­λη­λος δρό­μος, δέν ἔ­χει δρό­μο τό Μο­να­στή­ρι, πρέ­πει νά ᾿ρθῆ­τε μέ τά πό­δια. Κοι­τά­ζω, τί­πο­τα, κα­νέ­νας. Με­τά ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε ἡ Λει­τουρ­γί­α, λέ­ω, βρέ πα­τέ­ρα Εὐ­θύ­μι­ε (…) μπῆ­κες λέ­ω ἀπ᾿ τό Ἱ­ε­ρό τήν ὥ­ρα τοῦ Χε­ρου­βι­κοῦ ὕ­μνου;

      «Μπά ἐ­γώ, Πάτερ μου νά μπῶ στ᾿ Ἅ­γιο Βῆ­μα; Μᾶς ἀ­πα­γο­ρε­ύ­ουν Πάτερ, ἐ­μᾶς το­ύς μο­να­χο­ύς πού δέν ἔ­χω­με ἱ­ε­ρω­σύ­νη οὔ­τε στά Βη­μό­θυ­ρα δέν μπο­ροῦ­με νά πα­τή­σω­με Πάτερ μου, γιά νά νἄ­ψου­με τά καν­τή­λια, μπρο­στά στό τέμ­πλο. Ὑ­πάρ­χει κα­νό­νας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας». Λέω, «Πάτερ μου ἄ­κου­σα ἕ­να φτε­ρο­ύ­γι­σμα στόν Χε­ρου­βι­κό ὕ­μνο, στόν ἀ­ρι­στε­ρό μου ὦ­μο μία πτέ­ρυ­γα με­γά­λη μέ χτύ­πη­σε». Καί μοῦ λέ­ει, «Πάτερ, Λει­τουρ­γί­α, ἅ­γιοι θά ᾿ναι, ἁ­γί­οι θά ᾿ναι, ἁ­γί­οι» (…).

Λοι­πόν κα­τά­λα­βα ὅ­τι τάγ­μα­τα ἁ­γί­ων Ἀγ­γέ­λων καί Ἀρ­χαγ­γέ­λων εἶναι μέ­σα στήν Θ. Λει­τουρ­γί­α.

Πόσες φο­ρές τόν ἅ­γιο Δα­βίδ τόν ἔ­χου­με δεῖ ζων­τα­νό! Θά πεῖ­τε πώς τόν βλέ­πε­τε Πάτερ; Σάν ἕ­νας μο­να­χός (…) χτυ­πᾶ τό σή­μαν­τρο μό­νος του, χτυ­πᾶ τήν καμ­πά­να καί μπα­ί­νου­με, καί ᾿ρχό­μα­στε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί βλέ­που­με ἕ­να γέ­ρον­τα, ἕ­να κα­λό­γε­ρο, σάν τόν π. Σε­ρα­φε­ίμ, δέν ξέ­ρω ἄν τόν ξέ­ρε­τε -εἶ­ναι τώ­ρα μέ τήν ἁ­γί­α Κάρα (…) σ᾿ ἕ­να χω­ριό-. Τόν βλέ­που­με καί μπα­ί­νου­με στό Ἱ­ε­ρό καί γί­νε­ται ἄ­φαν­τος. Πόσες φο­ρές μί­λη­σα μα­ζί του, πό­σες φο­ρές! Καί ὅ­ταν ἀ­δι­α­θέ­τη­σα καί ἀρ­ρώ­στη­σα ἀ­πό στε­να­χώ­ρια τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, ὄ­χι ἀ­πό το­ύς Πα­τέ­ρες ἀλ­λά ἔ­χου­με καί μεῖς τά δι­κά μας, πολ­λές φο­ρές ὅ­ταν ἐρ­γά­ζον­ται καί οἱ Πα­τέ­ρες ὑ­πάρ­χει καί τό κυ­νη­γη­τό, ὑ­πάρ­χουν καί οἱ πει­ρα­σμοί, τά σκάν­δα­λα. Εἴ­χα­με ἕ­να κτη­μα­τά­κι καί στό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό, ἔ­λε­γα καί τόν κ. Τζο­ύ­μα, ἤ­τα­νε 450 χρό­νια καί ἔ­γι­ναν ἀ­παλ­λο­τρι­ώ­σεις τό ᾿32-᾿38 καί πῆ­ραν τά κτή­μα­τα οἱ ἀ­κτή­μο­νες, πε­ρί­που 20-30 χιλ.στρέμ­μα­τα πῆ­ραν οἱ κο­σμι­κοί. Καί τά δά­ση βέ­βαι­α (…) ἔ­γι­ναν Δη­μό­σιο δά­σος (…) ἔ­χου­με τόν κό­σμο βο­η­θά­ει ὅ­λος ὁ κό­σμος τό Μο­να­στή­ρι. Δέν ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη οὔ­τε ἀ­πό κτῆ­μα, οὔ­τε πε­ρι­ου­σί­α, ἀλ­λά ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χει ἕ­νας μι­κρός ἐ­λαι­ῶ­νας καί λί­γα χω­ρα­φά­κια καί λί­γο στά­ρι μᾶς δί­νουν λί­γο ψω­μί. Σήμερα εἶ­ναι ὁ π. Ἰάκωβος, ἔρ­χε­ται ὁ κό­σμος βο­η­θᾶ τό Μο­να­στή­ρι. Αὔ­ριο ἐ­γώ πε­θα­ί­νω. Εἶ­ναι 6 Πα­τέ­ρες στή Μο­νή, μπο­ρεῖ νά  ᾿ρθοῦν 2-3 ἀ­κό­μη, ἄς γί­νουν 5-10. Ἔ!! Πῶς νά ζή­σουν καί αὐ­τοί ἄν δέν ἔ­χουν λί­γο ψω­μά­κι στό Μο­να­στή­ρι, ἕ­νας ἀ­πο­κλει­σμός, κά­τι. Νά μήν ἔ­χουν λί­γο λα­δά­κι, νά μα­ζέ­ψουν λί­γες ἐ­λί­τσες; Ὁ Θε­ός βέ­βαι­α δέν ἀ­φή­νει κα­νέ­να, φρον­τί­ζει τά πε­τει­νά τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, πό­σο μᾶλ­λον γιά μᾶς, ἀλ­λά σάν ἄν­θρω­ποι ὅ­μως καί ἐ­φό­σον ὑ­πῆρ­ξαν στό Μο­να­στή­ρι χι­λι­ά­δες στρέμ­μα­τα για­τί νά μήν ἔ­χη τό Μο­να­στή­ρι λί­γα χω­ρα­φά­κια ἴ­σα-ἴ­σα νά βγά­λουν λί­γο ψω­μά­κι καί ἕ­ναν ἐ­λαι­ῶ­να.

      Λοι­πόν, πῆ­γε ἕ­νας ἀ­σε­βής ἄν­θρω­πος καί μᾶς ἔ­κο­ψε 33 ρί­ζες ἐ­λι­ές ἀ­πό τή ρί­ζα, καί ἔ­βα­λε χῶ­μα ἀ­πό πά­νω, τίς χω­μά­τω­σε. Ἔρ­χε­ται κά­ποι­ος καί μοῦ λέ­ει, ”Πάτερ κό­ψαν τίς ἐ­λι­ές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί τίς κά­να­νε ξυ­λο­κάρ­βου­να­”. Βρέ παι­δί μου, λέ­ω, τώ­ρα τό Μο­να­στή­ρι θά πε­ρι­μέ­νω ἐ­γώ, (…) ἐ­γώ εἶ­χα πε­ρι­ου­σί­ες καί τίς ἄ­φη­σα, εἶ­χα το­ύς γο­νεῖς μου, τά ἀ­δέρ­φια μου (…). Ἀλ­λά τί νά κά­νω νά φύ­γω ἀπ᾿ τό Μο­να­στή­ρι, νά πά­ω νά πε­ρι­μέ­νω τό κτῆ­μα μή τό κα­τα­πα­τή­σουν καί κό­ψουν τίς ἐ­λι­ές; Τί νά κά­νω; Ἐ­γώ ἦρ­θα γιά τόν ὅ­σιο Δα­βίδ ἐ­δῶ μέ­σα. Τόν βλέ­πω ζων­τα­νό τόν Ἅ­γιο. Για­τί ὁ ἅ­γιος Δα­βίδ ἐ­δῶ μέ­σα ἁ­γί­α­σε, ἐ­δῶ μέ­σα ἀ­σκή­τευ­σε. Λέει κα­λά, λέ­ει Πάτερ, ποι­ός τίς ἔ­κο­ψε τίς ἐ­λι­ές; Ἔ!!! Πῆ­γα μπρο­στά στόν Ἅ­γιο τόν προ­σκυ­νά­ω καί τοῦ λέ­ω: «Ἅ­γιέ μου Δα­βίδ, νά βά­λης τό χέ­ρι σου, κο­ί­τα­ξε, θά μοῦ πῆς τώ­ρα ποι­ός ἔ­κο­ψε τίς ἐ­λι­ές μέ­χρι τό βρά­δυ. Νά μοῦ τόν φέ­ρης αὐ­τόν τόν ἄν­θρω­πο μέ τίς ἐ­λι­ές (…) δέν θά τόν κά­νω κα­κό». Κα­κό δέν ἔ­κα­να πο­τέ μου, οὔ­τε καί μύρ­μηγ­κα. Κάποτε σκό­τω­σα ἕ­να μύρ­μηγ­κα, τόν πά­τη­σα μία φο­ρά, ὅ­ταν ἤ­μουν μι­κρό παι­δί, μέ μά­λω­σε ἡ μάν­να μου καί μοῦ εἶ­πε (…) πα­τᾶς ἕ­να μύρ­μηγ­κα, αὐ­τός ἔ­χει ζωή. Καί ἀ­πό τό­τε φο­βᾶ­μαι καί τόν μύρ­μηγ­κα νά πα­τή­σω ἀ­κό­μη (…).

      Πάω λοι­πόν στόν Ἅ­γιο καί τοῦ λέ­ω: «Ἅ­γιέ μου, ἐ­γώ τά δι­κά μου τἄ­δω­σα, τίς πε­ρι­ου­σί­ες μου τίς ἄ­φη­σα, πέ­θα­ναν οἱ γο­νεῖς μου δέν πῆ­γα νά το­ύς δῶ. Πῆ­γες ἐ­σύ ὅ­ταν πέ­θα­ναν οἱ γο­νεῖς σου;» εἶ­πα τόν ἅ­γιο Δα­βίδ. Μι­λοῦ­σα μα­ζί του τώ­ρα, στήν εἰ­κό­να. Τώρα σ᾿ ἔ­φτια­ξα τό Μο­να­στή­ρι, κά­νεις μία χα­ρά, κα­μα­ρώ­νεις. Δέ μοῦ λές τώ­ρα, τό κτῆ­μα νά πά­ω νά πε­ρι­μέ­νω κά­τω ἤ τό Μο­να­στή­ρι; Ἐ­γώ ἦρ­θα νά κά­νω προ­σευ­χή, καί μά­λι­στα δέν ἦρ­θα στό Μο­να­στή­ρι τοῦ Ἁ­γί­ου, ἐ­δῶ. Ἐ­γώ εἶ­χα σκο­πό νά πά­ω σέ μία ἐ­ρη­μιά καί νά εἶ­μαι μό­νος μου. Ἐ­γώ (…) δέν εἶ­χα συν­τρο­φι­ές, οὔ­τε μέ παι­διά μι­λοῦ­σα, οὔ­τε μέ γυ­ναῖ­κες. Μόνο μέ το­ύς πα­πᾶ­δες, το­ύς ἀ­γα­ποῦ­σα ὅ­μως το­ύς ἱ­ε­ρεῖς τοῦ Ὑ­ψί­στου. Λέω, «Ἅ­γιέ μου νά φύ­γω (…) τώ­ρα γιά τήν δι­κή σου πε­ρι­ου­σί­α ἐ­δῶ πέ­ρα, νά μέ πα­ίρ­νουν στά Δι­κα­στή­ρια καί τὄ­να καί τ᾿ ἄλ­λο καί νά τρέ­χω στά Ἐ­φε­τεῖ­α ἐ­ξαι­τί­ας τό ἕ­να μέ­τρο γῆς, τό κτῆ­μα; Ἄ­κου­σε ἅ­γιέ μου Δα­βίδ, νά τό ξέ­ρης, ἄν μέ­χρι τό βρά­δυ δέν τόν φέ­ρεις πρό τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ μιά ὥ­ρα, νά τό ξέ­ρης θά σέ κλε­ί­σω ἐ­δῶ μέ­σα, καν­τή­λι δέ θά σ᾿ ἀ­νά­ψω, οὔ­τε θά σέ λι­βα­νί­σω, οὔ­τε θά σέ λει­τουρ­γή­σω. Ἅ­γιέ μου λέ­ω, ἔ­πα­θα καρ­διά, ἔ­πα­θα στε­να­χώ­ρια, ἔ­πα­θα τό­σα καί τό­σα καί ση­κώ­νο­μαι με­τά κό­που καί κά­νω Λει­τουρ­γί­α. Ἐ­σύ μέ βο­η­θᾶς, ἀλ­λά ἅ­γιέ μου Δα­βίδ, συγ­χώ­ρα με αὐ­τό πού σοῦ εἶ­πα, ἐ­γώ θά σέ λι­βα­νί­σω, θά σέ θυ­μι­ά­σω, ἀλ­λά νά τόν φέ­ρης, νά τόν δῶ, ἄν δέν τόν φέ­ρεις γέ­ρο, πρό­σε­ξε». Ποῦ νά ξέ­ρω ἐ­γώ ποι­ός ἔ­κο­ψε τά δέν­τρα. Τό βρά­δυ παι­διά μου μιά ὥ­ρα πρό τοῦ Ἑ­σπε­ρι­νοῦ, ὅ­πως ἤ­μουν μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, τοῦ λέ­ω: «Γέρο, δέν φά­νη­κε, αὐ­τός πού ἔ­κο­ψε τά δέν­τρα». Ξαφ­νι­κά μπα­ί­νει μέ­σα ἕ­νας, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό του ἔ­τσι. Λοι­πόν, λέ­ω αὐ­τός εἶ­ναι. Βλέ­πω λάμ­ψαν τά μά­τια τοῦ Ἁ­γί­ου, για­τί στήν εἰ­κό­να του, κι­νεῖ­ται. Καί τό θυ­μια­τό του κι­νεῖ­ται καί ἡ εἰ­κό­να του χτυ­πά­ει ὅ­ταν ἔ­χου­με στε­να­χώ­ρι­ες, στό Μο­να­στή­ρι κά­τι, καί χτυ­πά­ει ἡ εἰ­κό­να ἀ­να­στα­τω­μέ­νη μέ­σα στό τέμ­πλο. Ἐ­πί­σης καί τ᾿ ἅ­για Λε­ί­ψα­να γί­νε­ται ἕ­νας κρό­τος μέ­σα. Τόν βλέ­πω λοι­πόν, ἔρ­χε­ται κα­τά πά­νω μου.

–Κα­λη­σπέ­ρα Πάτερ.

–Κα­λη­σπέ­ρα.

–Πάτερ, ἐ­γώ ἔ­κο­ψα τά δέν­δρα…τίς ἐ­λι­ές.

–Ποι­ές ἐ­λι­ές, ποιά δέν­τρα παι­δί μου; Λέω, ἔ­κα­να πώς δέν ἤ­ξε­ρα.

–Νά, ἐ­δῶ τοῦ ἁ­γί­ου Δα­βίδ τά δέν­τρα, τίς ἐ­λι­ές.

–Παι­δί μου, λέ­ω, για­τί τίς ἔ­κο­ψες τίς ἐ­λι­ές τοῦ ἁ­γί­ου Δα­βίδ; Ἐάν, λέ­ω, 450 χρό­νια πού εἶ­ναι τό Μο­να­στή­ρι αὐ­τό, εἶ­ναι τό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό 400 χρο­νῶν, μό­νο τό κτη­μα­τά­κι. Ἐάν ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­κο­βε μί­α ρί­ζα ἐ­λιά κά­θε χρό­νο δέν θά ὑ­πῆρ­χαν (…). Θές παι­δί μου ἐ­σύ, νά ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ δι­κές σου ἐ­λι­ές ὅ­λοι, μέ δι­κά σου δέν­τρα;

–Ὄ­χι.

–Ἐ­σύ για­τί;

–Ἔ! κα­λά μοῦ λέ­ει, θά μέ πᾶς στά Δι­κα­στή­ρια ἐ­σύ π. Ἰάκωβε, ἐ­σύ εἶ­σαι ἅ­γιος ἄν­θρω­πος.

–Βρέ, δέ θά σέ πά­ω στά Δι­κα­στή­ρια ἐ­γώ, θά σέ πά­η ὅ­μως ὁ ἀ­γρο­νό­μος. Για­τί, ὅ­ταν πη­γα­ί­νης καί κό­βεις κα­θη­με­ρι­νῶς τά δέν­τρα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, καί ὅ­ταν κό­βης τό ἕ­να δέν­τρο, δέν σκέ­φτε­σαι ὅ­τι κά­ποι­ος τίς φύ­τευ­σε, κά­ποι­ο νοι­κο­κύ­ρη εἴ­χα­με ἤ Ἅ­γιο ἤ πα­πᾶ ἤ κο­σμι­κό, λα­ϊ­κό. Δέν τό σκέ­φτη­κες στίς 2, στίς 5. Πῶς ἔ­κο­ψες τίς 33 ἐ­λι­ές; Καί τώ­ρα τί θές;».

–Δέ θά μέ συγ­χω­ρή­ση ὁ ἅ­γιος Δα­βίδ;

–Βέβαια θά σέ συγ­χω­ρή­ση ὁ ἅ­γιος Δα­βίδ, ἀλ­λά νά μᾶς δώ­ση καί μυα­λό ὁ ἅ­γιος Δα­βίδ. Ἐ­μεῖς θέ­λου­με νά πε­ρι­σώ­σου­με τό κτῆ­μα μας. Για­τί παι­δί μου τίς ἔ­κο­ψες; Ἄν παι­δί μου πη­γα­ί­νε­τε κά­θε μέ­ρα καί κά­θε­στε ἐ­κεῖ δί­πλα καί λέ­τε, τώ­ρα μέ τά κόμ­μα­τα καί τώ­ρα μέ τήν κα­τά­στα­ση θά τό πά­ρου­με τό κτη­μα­τά­κι. Ὁ­ρί­στε τό Μο­να­στή­ρι ἔ­δω­σε 30 χι­λι­ά­δες στρέμ­μα­τα σέ 15 χω­ριά, ὅ­λη ἡ πε­ρι­ο­χή ἐ­δῶ πέ­ρα ἔ­χει τά κτή­μα­τα τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Καί ἀ­φῆ­σαν καμ­μιά 50 στρέμ­μα­τα σέ μιά βου­νο­πλα­γιά, τά καλ­λι­ερ­γοῦν τρεῖς οἰ­κο­γέ­νει­ες. Καί τώ­ρα αὐ­τοί (…) μᾶς δί­νουν λί­γο στα­ρά­κι, (…) ἀλλ᾿ ἐ­μεῖς δέν ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό χω­ρά­φια, ἀλ­λά ἐ­φό­σον εἶ­ναι τοῦ Ἁ­γί­ου, γιά συν­τή­ρη­ση τά  ᾿φή­σα­με.

Καί τώ­ρα ἐ­πει­δή ἔ­γι­νε ὁ δρό­μος στό Λου­τρό, ἀ­ξι­ο­ποι­εῖ­ται τό κτη­μα­τά­κι αὐ­τό. Καί τώ­ρα θέ­λουν νά τό κα­τα­πα­τή­σουν. Καί τώ­ρα χτί­σα­νε κτί­σμα­τα ἐ­κεῖ κά­τω, πολ­λά (…) τα­λαι­πω­ρί­ες πού πέ­ρα­σα. Τώρα λέ­ει:

–Θά μέ πᾶς στό Δι­κα­στή­ριο;

Ἐ­γώ τοῦ ᾿πα:

–Παι­δί μου στό Δι­κα­στή­ριο δέν σέ πά­ω. Οἱ γο­νεῖς μου δέν πῆ­γαν στό Δι­κα­στή­ριο. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει ὅ­μως τώ­ρα ὁ ἀ­γρο­νό­μος θά σέ μυ­νή­ση.

Πῆ­γα στό Δι­κα­στή­ριο, νά μήν τά πο­λυ­λο­γῶ (…). Καί γιά 33 ἐ­λι­ές πού μᾶς κό­ψαν μᾶς δώ­σαν 1.500 δραχ­μές. Παι­διά μέ συγ­χω­ρεῖ­τε τά κόμ­μα­τα καί αὐ­τή ἡ κα­τά­στα­σις (…).

–Πάρτα παι­δί μου, τό Μο­να­στή­ρι δέν ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό 1.500 δραχ­μές. Ἡ Μο­νή ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πό τό κτη­μα­τά­κι της. Ἐ­μεῖς παι­δί μου, ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή, δέν ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πό κτή­μα­τα, ἐ­φό­σον ὑ­πάρ­χουν ὅ­μως αὐ­τά, καί αὐ­τό τό κτη­μα­τά­κι θά τό ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με.

Πῆ­γα μέ­χρι τόν Ἄ­ρει­ο Πάγο, ἄς εἶ­ναι κα­λά μᾶς βο­η­θή­σα­νε (…) αὐ­τός πού τό εἶ­χε ἁρ­πά­σει (…) ἔ­δι­νε οἰ­κό­πε­δα δω­ρε­άν, ἔ­δι­νε λά­δια, κτή­μα­τα, γιά νά μήν τό πά­ρη τό Μο­να­στή­ρι τό κτη­μα­τά­κι. Ἦ­ταν στό Μο­να­στή­ρι ὅ­μως, 450 χρό­νια τό κτῆ­μα αὐ­τό. Τό πῆ­ρε. Καί μέ Λει­τουρ­γί­ες πού ἔ­κα­να, τά χρή­μα­τα πού μά­ζε­ψα, ἀ­γό­ρα­σα μέ 500 χι­λι­ά­δες, τό κτῆ­μα αὐ­τό. Βέβαια χρό­νια τώ­ρα. Καί τό κερ­δί­σα­με καί εἶ­πα:

–Ἅ­γιέ μου Δα­βίδ ἄν εἶ­ναι τό κτῆ­μα δι­κό σου νά κά­νης τό θαῦ­μα σου.

Λοι­πόν, πῆ­ρα τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου (…) καί ὅ­ταν κό­βαν τίς ἐ­λι­ές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ. Τώρα ὁ Ἰάκωβος, αὐ­τός εἶ­ναι ἅ­γιος, δέν πρό­κει­ται νά μᾶς κά­νη κα­κό. Βλέ­πε­τε παι­διά ὅ­μως, δέν εἶ­ναι καί δι­κά μου. Ἡ εὐ­θύ­νη εἶ­ναι με­γά­λη, πού ἔ­χω μέσ᾿ στό Μο­να­στή­ρι. Καί ἐ­γώ εἶ­χα ἔρ­θει μέ πρό­γραμ­μα νά εἶ­μαι σ᾿ ἕ­να ἀ­σκη­τή­ριο καί νά κά­νω με­τά­νοι­ες καί νη­στε­ί­ες ὅ­πως μέ εἶ­χε μά­θει ἡ μη­τέ­ρα μου ἀ­πό μι­κρό παι­δί. Δέν ἤ­θε­λα μι­κρός, νά ἔρ­θω στό Μο­να­στή­ρι καί νά μέ βλέ­πει ὁ κό­σμος καί νά βλέ­πω τόν κό­σμο (…) ἁ­πλός ἄ­γα­μος ἄν­θρω­πος, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι στήν ψυ­χή, ἦ­ταν πώς νά ἁ­γι­ά­σω, νά γί­νω ἅ­γιος. Τώρα ἀντί γιά ἅ­γιος, κο­λά­στη­κα. Μέ τὄ­να μέ τ᾿ ἄλ­λο.

Καί θά σᾶς πῶ παι­διά μου, πα­ίρ­νω τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, ντύ­θη­κα τά ”ἱερά” μου, καί πά­ω μέ τά πό­δια στό κτῆ­μα κά­τω, καί γο­νά­τι­σα καί ἔ­βα­λα σέ μία ἐ­λιά τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, καί στα­ύ­ρω­σα τά τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α τοῦ κτή­μα­τος καί λέ­γω: «Ἅ­γιέ μου Δα­βίδ, ἐ­άν εἶ­ναι δι­κά σου, νά τά ὑ­πο­στη­ρί­ξης, νά κα­ται­σχυν­θῆ ὁ δι­ά­βο­λος».

      Δι­ό­τι ὁ δι­ά­βο­λος μέ πο­λε­μοῦ­σε. Λοι­πόν καί λέ­γω με­τά «ἄν εἶ­ναι δι­κά σου ἅ­γι­ε Δα­βίδ δεῖξ᾿ τό θαῦ­μα σου, νά τά πά­ρου­με νά μήν μᾶς κα­τα­πα­τή­σουν τό κτῆ­μα, καί νά φύ­γουν αὐ­τοί οἱ κα­κοί ἄν­θρω­ποι». Θυ­μί­α­σα τήν εἰ­κό­να τοῦ Ἁ­γί­ου, θυ­μί­α­σα τό κτῆ­μα ὁ­λό­κλη­ρο μέ τό θυ­μια­τό, μέ λι­βά­νι, πῆ­ρα τήν εἰ­κό­να καί γύ­ρι­σα στό κτῆ­μα καί τό στα­ύ­ρω­σα, στά τέσ­σε­ρα ση­μεῖ­α. Γο­νά­τι­σα καί προ­σευ­χή­θη­κα: «Ἅ­γιέ μου Δα­βίδ, Πα­νά­γα­θε Θεέ, ἐ­γώ δέν ἔ­χω κτη­μα­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α, ἐ­γώ τά δι­κά μου τ᾿ ἄ­φη­σα, ἔ­ρη­μα τά δι­κά μου, εἶ­χα πε­ρι­ου­σί­ες με­γά­λες, ἐ­γώ ἔ­χω ἀ­νάγ­κη ἀ­πό Χρι­στό καί ψυ­χή». Νά σώ­σω τήν ψυ­χή, μήν κά­νω σάν τόν ση­με­ρι­νό πλο­ύ­σιο πού ἤ­θε­λε νά χα­λά­ση τίς ἀ­πο­θῆ­κες (…) καί νά φτι­ά­ξη πιό με­γα­λύ­τε­ρες. Ἀλ­λά εἶ­δες τί τοῦ εἶ­πε ὁ Θε­ός; «Ἄ­φρων αὐ­τή τῇ νυ­κτί τήν ψυ­χή σου ἀ­παι­τοῦ­σιν». Δέν εἶ­πε ὅ­τι θά τήν πά­ρη ὁ Θε­ός, ἀλλ᾿ ὅ­τι ἀ­παι­τοῦ­σιν οἱ δα­ί­μο­νες τήν ψυ­χή του. Αὐ­τά πού ἑ­το­ί­μα­σες τι­νι ἔ­σται.

      Εἴ­χα­με στήν Μ. Ἀ­σί­α παι­διά μου, -ἀ­πό τό ἕ­να θέ­μα στό ἄλ­λο- εἴ­χα­με κτή­μα­τα, πε­ρι­ου­σί­α, τά ᾿φή­σα­με. Μη­τρο­πο­λι­τι­κοί να­οί, οἱ παπ­ποῦ­δες μας, δε­κα­τέσ­σα­ρεις Ἀρ­χι­μαν­δρί­τες πού ᾿φθα­σε ἡ μάν­να μου στό σό­ϊ μας, Δε­σπο­τά­δες καί, καί, καί πολ­λά. Τά σπί­τια μας κλει­δώ­σα­νε, δώ­σα­νε στόν Τοῦρ­κο τά κλει­διά, καί φύ­γα­νε (…). Ἤ­μουν ἑ­νά­μι­ση χρο­νῶν παι­δά­κι, μέ ᾿κρυ­ψε ἡ μάν­να μου στήν πο­διά της μέ­σα. Ἀ­πό κά­τω μέ σκέ­πα­σε νά μή μέ σφά­ξουν οἱ Τοῦρ­κοι. Φύγαμε μέ σφα­γή καί μέ πο­λύ δυ­σκο­λί­α. Καί εἶ­χε πά­ρει ἡ μη­τέ­ρα μου ἕ­να σακ­κου­λά­κι μέ μιά ὀ­κά ση­σά­μι καί λί­γο ρα­κί, λέ­ει: «Νά δί­νω τά παι­διά μου λί­γο ση­σα­μά­κι στό στό­μα τους». Τί νά πά­ρη; Τά παι­διά της νά πά­ρη ἡ μη­τέ­ρα μου; Για­τί ἔ­γι­νε ἐ­ξο­ρί­α, πε­θά­ναν οἱ παπ­πο­ύ­δες μας στήν Ἄγ­κυ­ρα (…) καί ἦ­ταν ἁ­γι­α­σμέ­να μέ­ρη. Ἄλ­λοι πε­θά­ναν στήν Ἄγ­κυ­ρα, ἄλ­λοι στήν (…) εἴ­με­θα πνεῦ­μα πο­ρευ­ό­με­νον καί οὐκ ἐ­πι­στρέ­φον, ὅ­πως λέ­ει καί ὁ θεῖ­ος Δα­βίδ. Γι᾿ αὐ­τό νά φρον­τί­ζου­με τήν ψυ­χή μας. Ἀλ­λά κο­ί­τα­ξε μή μᾶς κο­ρο­ϊ­δε­ύ­ουν κι­ό­λας, νά ᾿ρχε­ται ὁ ἄλ­λος τώ­ρα, ἦρ­θε ἐ­πει­δή κά­να­με ἀ­γρυ­πνί­α, εἴ­χα­με ἕ­να δέν­τρο, μία κα­στα­νιά 300 ἐ­τῶν, καί κό­ψαν τήν κα­στα­νιά καί τήν πῆ­ραν, ἕ­νας ἀ­σε­βής Δα­σο­νό­μος καί κἄ­ναν στό σπί­τι του τά κου­φώ­μα­τα. Με­τά ἀ­πό 15 μέ­ρες ἔ­μα­θα ἐ­γώ ὅ­τι ἔ­κο­ψαν τήν κα­στα­νιά. Παι­διά μου τώ­ρα τήν ἀ­γρυ­πνί­α νά ᾿κα­να ἐ­γώ; Τήν Λει­τουρ­γί­α; Ἤ νά πά­ω νά πε­ρι­μέ­νω τήν κα­στα­νιά; Ἤ νά πε­ρι­μέ­νω τίς ἐ­λι­ές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ; Ἐ­σύ Ἅ­γιέ μου κα­τά τά ἔρ­γα τους, νά το­ύς ἀν­τα­πο­δώ­σης, κα­κό νά μήν πά­θουν, νά το­ύς φω­τί­σης. Αὐ­τός πού ἔ­κο­ψε τήν κα­στα­νιά καί τήν πῆ­ρε ἀντί γιά 400 δραχ­μές πού πῆ­ρε νά με­τα­φέ­ρη τήν κα­στα­νιά, ἔ­σπα­σε τό βρά­δυ τό τρα­κτέρ καί πλη­ρώ­νει 60 χι­λι­ά­δες. Πρίν 20 χρό­νια, 60 χι­λι­ά­δες ἦ­ταν ἀ­κρι­βά. Βλέ­πε­τε; Καί με­τά μέ­θυ­σε καί τό εἶ­πε, λέ­ει, «Πάτερ μου, ἐ­γώ τήν πῆ­ρα τήν κα­στα­νιά. Μέ ᾿βα­λε ὁ τά­δε». Ὁ δέ Δα­σο­νό­μος ”ἔφαγε ἕ­να φύ­ση­μα­” καί στά σύ­νο­ρα βρί­σκε­ται τώ­ρα αὐ­τός. Ἐ­γώ τό κα­τά­λα­βα ὅ­τι αὐ­τός ἔ­κο­ψε τό δέν­τρο, με­τά βρή­κα­με καί τό δέν­τρο. Ἔ­κο­ψε τά ξύ­λα καί τά ἔ­βα­λε μέ­σα στό σπί­τι του (…). Εἴ­δα­με τά ξύ­λα καί μοῦ λέ­ει:

«Πάτερ, μή πᾶς καί πεῖς στόν (…) τί­πο­τε, για­τί θά χά­σω τό ψω­μί μου». Λέω:

–Ποι­ός ἔ­κο­ψε τήν κα­στα­νιά; Τήν ἔ­κο­ψε ὁ ἴ­διος;

Τό ᾿μα­θα ἐ­γώ. Ποῦ νά πε­ρά­ση ἀπ᾿ τό Μο­να­στή­ρι αὐ­τός ὁ ἄν­θρω­πος. Ἐ­μεῖς κα­κό δέν κά­νου­με σέ κα­νέ­να, ἀλ­λά για­τί νά κό­ψε­τε τό δεν­τρά­κι αὐ­τό πού ᾿ταν 300 χρό­νων; Δέν γί­νον­ται τά δέν­τρα ἔ­τσι εὔ­κο­λα. Νά πῶ καί ᾿γώ ἕ­να λό­γο, πού ᾿χει ἕ­να μο­νά­κρι­βο κο­ρι­τσά­κι; Παι­διά δέν ἔ­κα­νε, τοῦ ᾿δω­σε ὁ Ἅ­γιος με­τά ἀ­πό 15 χρό­νια παι­δί. Νά πῆ κα­νέ­νας, ἀλ­λά δέν εἶ­μαι καμ­μιά γυ­ναι­κο­ύ­λα τοῦ δρό­μου νά βλα­σφη­μῶ καί νά κα­τα­ρι­έ­μαι, ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­μεῖς κά­νου­με προ­σευ­χή, ἀλ­λά καμ­μιά φο­ρά μπο­ρεῖ νά γογ­γύ­ση κα­νε­ίς, νά πῆ κα­νε­ίς, ὅ­πως ἔ­κο­ψε αὐ­τός τό δέν­τρο, νά τοῦ κό­ψη ὁ Θε­ός τό παι­δί. Ἀλ­λά εἶ­πα, Θεέ μου φώ­τι­σέ τον νά με­τα­νο­ή­ση, νά ζη­τή­ση συγ­γνώ­μη ἀ­πό τόν ἅ­γιο Δα­βίδ.

Εἶ­ναι πο­λύ θαυ­μα­τουρ­γός ὁ Ἅ­γιος. Δέν περ­νάε­ι ὥ­ρα, δέν θά πε­ρά­ση ἡ ἡ­μέ­ρα χω­ρίς νά τό δε­ί­ξη τό θαῦ­μα του ὁ Ἅ­γιος.

      Τό ᾿79, κά­τι ἀ­δι­α­θέ­τη­σα καί ἐν­τρε­πό­μου­να νά πά­ω στό για­τρό, δέν εἶ­χα πά­ει πο­τέ μου σέ για­τρό, ἔ­γι­να 55 χρο­νῶν. Οὔ­τε ἀ­σπι­ρί­νη ἤ­ξε­ρα, οὔ­τε τί­πο­τα. Ἤ­μου­να τό­σο κα­κο­ρί­ζι­κος ἄν­θρω­πος, ἀ­πό παι­δί. Οἱ γο­νεῖς μου μέ πα­ίρ­ναν μι­κρό καί μέ δέ­ναν τά πό­δια μου καί τά χέ­ρια μου μέ τό σκοι­νί, μέ πι­ά­ναν ἐ­δῶ τή μύ­τη μου, μ᾿ ἀ­νο­ί­γαν μέ τά κου­τά­λια τό στό­μα μου, καί μέ ρί­χναν τήν ἀ­σπι­ρί­νη. Τόσο κα­κο­ρί­ζι­κος ἄν­θρω­πος ἤ­μου­να, καί γι᾿ αὐ­τό ὁ Θε­ός μέ τι­μώ­ρη­σε καί πα­ίρ­νω τώ­ρα 7-8 χά­πια τήν ἡ­μέ­ρα. Δόξα τῷ Θε­ῷ, τί νά κά­νου­με «εἴ­η τό ὄ­νο­μα Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον». Καί εἶ­παν οἱ για­τροί, 99% ἦ­ταν καρ­κί­νος σ᾿ ἕ­να ση­μεῖ­ο τοῦ σώ­μα­τός μου. Καί ᾿γώ πῆ­γα τρεῖς φο­ρές στήν Ἀ­θή­να, εἶ­πε ὁ για­τρός νά μέ δῆ. Ἐ­γώ ντρε­πό­μου­να δέν ἤ­θε­λα νά μέ δῆ, γύ­ρι­ζα πί­σω (…). 14 χι­λι­ά­δες τήν ἡ­μέ­ρα (…). Καί ἔ­λε­γα, ὅ­ταν κά­θο­μαι στό Μο­να­στή­ρι μου καί ἀ­σκη­τε­ύ­ω, καί ἔρ­χο­μαι ἐ­δῶ πέ­ρα νά κά­νω πορ­νε­ί­α καί νά φύ­γω;

–Καί πώς Πάτερ κά­νεις πορ­νε­ί­α;

–Ἐ­γώ εἶ­μαι ἱ­ε­ρέ­ας, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, μέ γυ­μνώ­νε­τε καί μέ πι­ά­νε­τε τό σῶ­μα μου, νά μέ βλέ­πε­τε τό σῶ­μα μου. Πορ­νε­ύ­ω, κά­νω πορ­νε­ί­α. Πάτερ μου, λέ­ει, δέν πορ­νε­ύ­ε­τε (…). Μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, λέ­ω, ἐ­γώ εἶ­χα ἀρ­χές ἀ­πό παι­δί, ἀρ­χές πνευ­μα­τι­κές, ἀλ­λά τώ­ρα, πώς νά ξεν­τυ­θῶ για­τρέ μου; Μοῦ λές; Βγά­ζω τό ρά­σο μου, πώς νά βγά­λω τό ρά­σο μου; Μένει τ᾿ ἀν­τε­ρί. Μοῦ λέ­ει, βγά­λε τ᾿ ἀν­τε­ρί. Πώς νά βγά­λω τ᾿ ἀν­τε­ρί; Νο­μί­ζω πώς εἶ­μαι κα­νέ­νας κο­σμι­κός καί νο­μί­ζω πώς κά­νω πρά­ξεις κα­κές. Δέν τίς ἔ­χω κά­νει, ἀλ­λά σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη γιά τήν φρά­ση μου.

Βρέ Πάτερ μου, λέ­ει, μέ πι­ά­νει ἡ πί­ε­ση πά­ει 25. Μοῦ ᾿δω­σε ὁ για­τρός φάρ­μα­κα γιά πί­ε­ση, για­τρέ μου λέ­ω, τά φάρ­μα­κα πού μοῦ ᾿δω­σες πα­θα­ί­νω ὑ­πό­τα­ση καί πά­ει μέ­χρι 8, καί ὅ­ταν λει­τουρ­γῶ μέ πι­ά­νει μία θαμ­πά­δα στά μά­τια μου καί νέ­κρα. Μέ κό­βει κρύ­ος ἱ­δρῶ­τας καί (…) στήν Λει­τουρ­γία­ στα­μά­τη­σα καί ἔ­φυ­γα. Για­τρέ μου, νά σοῦ πῶ τήν ἀ­λή­θεια, ἐ­γώ ἀπ᾿ τήν ντρο­πή μου, πού μέ βλέ­πεις, δέν ἔ­χω πί­ε­ση, ἀλ­λά για­τρέ μου μέ συγ­χω­ρεῖ­τε πό­τε 9 ἔ­χω, πό­τε 10, 11, 12, 13, δέν ἔ­χει ὅ­ρια ἡ πί­ε­ση ἡ δι­κή μου. Λέει, κό­ψε τά φάρ­μα­κα. Ἔ­κο­ψα τά φάρ­μα­κα καί εἶ­μαι κα­λύ­τε­ρα, χω­ρίς τό φάρ­μα­κο πού ἔ­παιρ­να.

      Λοι­πόν παι­διά μου…καί ντρέ­πο­μαι καί νά πά­ω καί στόν για­τρό ἀ­κό­μα. Μέ ᾿λε­γε ὁ μα­κα­ρί­της ὁ Γέροντάς μου, «Πάτερ Ἰάκωβε, ἀ­πό τόν ἐ­γω­ϊ­σμό πού ἔ­χεις θά σέ τι­μω­ρή­ση ὁ Θε­ός παι­δί μου. Θά σέ βλέ­πουν οί για­τροί». Λοι­πόν τό ᾿πα­θα αὐ­τό. Ἐ­κεῖ πού λέ­τε, εἴ­χα­με τόν πα­τήρ Νι­κό­δη­μο, ἦ­ταν ἀπ᾿ τήν Κύμη ὁ μα­κα­ρί­της καί ἤ­τα­νε πνευ­μα­τι­κοί ἀ­δελ­φοί μέ τόν Ἰάκωβο, τόν πρώ­ην Λα­ρίσ­σης, πρίν τόν Θε­ο­λό­γο, (…) τόν Σχί­ζα, μά­λι­στα. Λοι­πόν, ἦ­ταν ἀ­πό τῆς Κύμης τά μέ­ρη καί λέ­ει: «Παι­δί μου θά σέ τι­μω­ρή­ση ὁ Θε­ός για­τί λές τώ­ρα. Γυ­να­ί­κα χθές σέ εἶ­δε (… …). Παι­δί δέν μέ εἶ­δε, (…) ἀ­πό μι­κρό, στό σπί­τι μου δί­πλα, ἦ­ταν σάν Μο­να­στή­ρι καί ἔ­λε­γα νά μή μέ δῆ ἄν­θρω­πος. Ὅ­ταν θά πε­θά­νω στήν ἔ­ρη­μο ἔ…θά μέ δοῦν ἐ­κεῖ πέ­ρα, θά μέ πιά­σουν, θά ἀ­νο­ί­ξουν μία λάκ­κα, θά μέ χώ­σουν ἐ­κεῖ μέ­σα. Παι­διά μου νο­μί­ζω πώς θά με­ί­νω μό­νος μου στήν ἔ­ρη­μο ν᾿ ἀ­σκη­τε­ύ­σω. Πα­ρα­πά­νω εἶ­χα σκά­ψει μία γα­λα­ρί­α, νά πά­ω νά μπῶ μέ­σα νά κά­νω προ­σευ­χές καί με­τά­νοι­ες. Ὕ­στε­ρα μέ μα­λώ­νει ὁ Γέροντας καί μοῦ λέ­ει: «Βρέ Πάτερ μου, ὁ­λό­κλη­ρο Μο­να­στή­ρι. Βρέ Πάτερ μου, δέν ἔ­χει κα­νέ­ναν ἐ­δῶ πέ­ρα, ἔ­λα ᾿δῶ παι­δά­κι μου, ἔ­χει ἐ­δῶ κελ­λά­κια. Δύο κελ­λά­κια ἔ­χει» (…). Με­τά σέ τρεῖς μῆ­νες μέ ᾿καναν καί ἱ­ε­ρέ­α, με­τά μέ φορ­τώ­σα­νε ἕ­ξι-ἑ­φτά χω­ριά, γύ­ρι­ζα τά χω­ριά μέ τό μου­λά­ρι, νά ᾿ξο­μο­λο­γῶ τόν κό­σμο, ἐ­πί Γρη­γο­ρί­ου, τοῦ Δε­σπό­τη, τοῦ ἀ­ει­μνή­στου, καί πολ­λά. Ἔ!!! Δόξα τῷ Θε­ῷ. Τί νά κά­νου­με, τώ­ρα ἐ­πέ­μει­να στό Μο­να­στή­ρι, ἔ­χω 38 χρό­νια, μέ­νω ἐ­δῶ στό Μο­να­στή­ρι μ᾿ ὅ­λη μου τήν ψυ­χή. Ἀλ­λά μέ ᾿δω­σε ὁ Θε­ός δο­κι­μα­σί­ες. Κάθε 3 μῆ­νες παι­διά μου, πά­ω καί πορ­νε­ύ­ω στήν Ἀ­θή­να καί γυ­ρί­ζω. Αὐ­τό κά­νω παι­διά μου. Πάω καί μέ βλέ­πουν οἱ για­τροί, σᾶς ζη­τῶ συγ­γνώ­μη παι­διά μου,…νά μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, ἔ…καί ὁ λό­γος πού εἶ­πα βέ­βαι­α, δέν ἔ­πρε­πε νά τόν πῶ, ἀλ­λά παι­διά μου νά μέ συγ­χω­ρεῖ­τε. Πάω καί κά­νω ἁ­μαρ­τί­α καί φε­ύ­γω. Καί μέ βλέ­πει ὁ για­τρός, μέ κά­νει μία ἐ­ξέ­τα­ση στήν καρ­διά -ἔ­χω βη­μα­το­δό­τη, δέν λει­τουρ­γεῖ κα­λά- καί μέ τήν κο­ύ­ρα­ση πού ἔ­χω ἀ­πό τόν κό­σμο, περ­νά­ει πο­λύς κό­σμος ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι, χι­λι­ά­δες κό­σμος, θέ­λω νά το­ύς δῶ το­ύς ἀν­θρώ­πους, ἀλ­λά τί νά δῶ; Χθές, πε­ρά­σα­νε καμ­μιά σα­ραν­τα­ριά ἄ­το­μα, ἤ­τα­νε ἀπ᾿ τό Ἄρ­γος. Ἔ­κλαι­γε λοι­πόν, ἔ…Πάτερ μου, λέ­ει, τήν εὐ­χή νά πά­ρου­με.

      –Καί ἡ ἀ­δελφή μου, ἡ ἀ­δελφή μου ἡ μα­κα­ρι­στή, πέ­θα­νε 25 χρο­νῶν -τήν πάν­τρε­ψα καί ἔ­φυ­γα στό Μο­να­στή­ρι- (…) πέ­θα­νε ἀ­πό μία ἔ­νε­ση. Τήν ἔ­κα­νε μία χω­ρι­κή, εἶ­χε μία σκου­ρι­α­σμέ­νη βε­λό­να καί τήν κέν­τη­σε ἐ­δῶ πέ­ρα, καί τήν χτύ­πη­σε στό νε­φρό. Πάτερ, μοῦ λέ­ει, ἔ­τσι μοῦ εἶ­παν. Ἐ­γώ, πέ­θα­νε ἡ ἀ­δελφή μου, δέν πῆ­γα νά τήν δῶ, ἡ ἀ­δελφή μου πέ­θα­νε, ἐ­γώ δέν πῆ­γα στήν κη­δε­ί­α της, που­θε­νά. Ἀ­δελ­φοί καί μή­τηρ μου καί γο­νεῖς μου, ἐ­σεῖς εἶ­σθε παι­διά μου. Καί πέ­θα­νε ἡ ἀ­δελφή μου καί δέν πῆ­γα οὔ­τε στήν κη­δε­ί­α της, τί­πο­τα. Πα­ρό­λο πού ᾿κα­ναν 50 τη­λε­γρα­φή­μα­τα ἀ­πό τήν Ἀ­θή­να καί λέ­νε «τό­σο σκλη­ρός εἶ­ναι αὐ­τός ὁ πα­πᾶς καί δέν ἔρ­χε­ται;». Παι­διά μου, μέ συγ­χω­ρεῖ­τε, νά χά­σω τήν ψυ­χι­κή μου ὠ­φέ­λεια; Ἐ­γώ ἐγ­κα­τέ­λει­ψα ὅ­λα τά γή­ϊ­να παι­δι­ό­θεν. Για­τί κα­τα­λα­βα­ί­νε­τε ὅ­τι ἦρ­θα μέ πρό­γραμ­μα, γιά νά γί­νω μο­να­χός τώ­ρα,…

 

 

 

 

«Ἀ­πό τό κα­κό πού ἐ­πι­κρα­τεῖ σή­με­ρα, θά βγῆ με­γά­λο κα­λό. Βλέ­πω μιά ἐ­λιά. Τό ἕ­να κλω­νά­ρι της ἔ­χει ξε­ρα­θεῖ, τό ἄλ­λο τό τρώ­γει ἡ κάμ­πια καί θά ξε­ρα­θῆ κι αὐ­τό. Ἀλ­λά πε­τι­έ­ται ἕ­να ἄλ­λο βλα­στά­ρι ἀ­πό κά­τω πού ἔ­χει πο­λύ θυ­μό (δύ­να­μη) καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται γρή­γο­ρα».

(Γέροντας Παΐσιος)

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα