Κεσελόπουλου Γιώργου
Θεολόγου
Ἡ ἀναζήτηση τοῦ πνεύματος τῶν Χριστουγέννων εἶναι πολλές φορές τό ζητούμενο τίς γιορτινές μέρες πρίν καί κατά τήν ἑορτή. Δέν εἶναι μόνο ἡ σύγχρονη ἀρθρογραφία, πού συνεχίζει νά ἀναζητᾶ ἤ νά περιγράφει αὐτό τό πνεῦμα, ἀλλά ἡ ὅλη κοινωνία προσπαθεῖ εἰ δυνατόν νά χριστουγεννοποιηθεῖ. Ἔτσι γινόμαστε κοινωνοί μιᾶς ἀγωνιώδους προσπάθειας τῆς κοινωνίας νά νοιώσει κάτι ἀπό τή γιορτή. Ὁ στολισμός τῶν πόλεων παρά τήν ὅποια κρίση, τῶν καταστημάτων, ἀλλά καί τῶν σπιτιῶν εἶναι μέρος τῆς ὅλης αὐτῆς προσπάθειας, ἐνῶ δέν λείπουν οἱ διάφορες προσπάθειες ἀπό καλλιτεχνική σκοπιά,- ποίηση, λογοτεχνία, μουσική, κινιματογράφος κ.α.- νά προσεγγίσουν τήν γιορτή.
Ἀφορμή γιά τό παρόν ἄρθρο εἶναι ἕνα ἀπό τά κλασικότερα διηγήματα πού γράφτηκε γιά τά Χριστούγεννα καί κατόπιν ἔγινε θεατρικό καί ἀκολούθως ταινία μέ πολλά ριμέικ (ἐπανεκτελέσεις ἐπί τό ἑλληνικότερο), οἱ ὁποῖες τίς μέρες τῶν Χριστουγέννων ἀποτελοῦν μέρος τοῦ πατροπαράδοτου καθιερωμένου πλέον τηλεοπτικοῦ μενού. Τό διήγημα αὐτό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τό γνωστό «Το Πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων» …τό ὁποῖο ἀπαντᾶται καί μέ τόν τίτλο ὁ «Ὁ θεῖος Σκρούντζ καί τό Πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων» τοῦ Τσάρλς Ντίκενς (1812 – 1870 μ.Χ), τοῦ θεωρούμενου κορυφαίου διηγηματογράφου τῆς βικτωριανῆς ἐποχῆς στήν Ἀγγλία. Γιά νά κατανοήσουμε τήν ἐπιρροή πού ἄσκησε αὐτό τό δραματοποιημένο διήγημα στίς ἑπόμενες γενναῖες, ἀρκεῖ νά παρατηρήσουμε πώς τό ἐπίθετό του πρωταγωνιστῆ, ὁλόκληρό το ὄνομα εἶναι Ἐμπενέζερ Σκρουτζ, εἶναι ἕως σήμερα συνώνυμό της τσιγκουνιᾶς καί ἀποτελεῖ τήν πηγή ἔμπνευσης τῆς πάπιας Θείου Σκρουτζ τοῦ Ντίσνεϊ.
Ἡ ἱστορία εἶναι λίγο πολύ γνωστή. Ἕνας τσιγκούνης μίζερος, ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά γιορτάζει τά Χριστούγεννα, δέχεται τήν ἐπίσκεψη τεσσάρων πνευμάτων. Κατά σειρά τόν ἐπισκέπτονται, ὁ πρώην συνέταιρός του, πού εἶναι φυλακισμένος στήν «κόλαση» λόγω τῆς τσιγκουνιᾶς του. Ἐν συνεχεία ἔρχεται τό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων τοῦ παρελθόντος πού τοῦ θυμίζει χαρές, ἀλλά καί τά λάθη τῆς ζωῆς του. Κατόπιν ἐμφανίζεται τό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων τοῦ παρόντος τό ὁποῖο τόν «γειώνει» ἤ καλύτερά του δείχνει καί τόν φέρνει σέ ἐπαφή μέ τήν σύγχρονή του πραγματικότητα. Στήν οὐσία τοῦ ἐπιβάλει νά βγεῖ μέ τό ζόρι πέρα καί ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί νά δεῖ τά προβλήματα ἀλλά καί τίς ἀνθρώπινες στιγμές τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Τέλος μέ πολύ φόβο δέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ πνεύματος τῶν Χριστουγέννων πού θά ἔλθουν. Αὐτό τοῦ φανερώνει πώς θά τόν ἀντιμετωπίσουν οἱ ἄνθρωποι πεθαμένο πιά. Ὅλα τα προαναφερθέντα συγκλονίζουν τόν Σκρουτζ, ὁ ὁποῖος ἀποφασίζει νά γίνει καλός ἄνθρωπος, μοιράζοντας κάποια ἀπό τά πλούτη του καί ἐξαγοράζοντας ἔτσι τήν ἀγάπη κάποιων ἀνθρώπων.Εἶναι γεγονός πώς ὁ Ντίκενς ἔχει τήν εὐαισθησία τοῦ ποιητῆ. Ἀπό τήν νιότη τοῦ ἀκόμα ὅταν δούλευε σέ δικηγορικό γραφεῖο βοηθός -ἀφοῦ ἦταν ἀναγκασμένος νά δουλεύει ἀπό πολύ μικρός- μάζεψε ὅλες τίς νομιμοφανεῖς ἀδικίες (παραθυράκια), πού εἶχαν οἱ βικτοριανοί νόμοι καί ἔτσι μποροῦσαν νά ἀδικοῦν ὅποιον ἤθελαν, καί κατόπιν προσπάθησε νά γράψει ἱστορίες, οἱ ὁποῖες ἔφερναν στό φῶς αὐτές τίς νομικίστικα καλυμμένες παρανομίες. Ἐπίσης ἀπό τό σύνολο τῶν ἔργων τοῦ διαφαίνεται ἡ εὐαισθησία του γιά κοινωνική ἰσότητα καί δικαιοσύνη. Γιά παράδειγμα γράφει γιά τήν ζωή τῶν ὀρφανῶν, προσπαθώντας νά φανερώσει τόν τρόπο πού κάποιοι τά ἐκμεταλλεύονται, εἶναι χαρακτηριστικό το γνωστό Ὄλιβερ Τουίστ. Ἔτσι θεωροῦμε πώς μέσα στό πλαίσιο τῆς ἀνθρωπιστικῆς κριτικῆς τοῦ μπορεῖ νά ἐνταχτεῖ καί ἡ κριτική καί ἡ σάτιρα στή τσιγκουνιά, ὅπως παρουσιάζεται καί ἠθογραφεῖται στό πρόσωπο τοῦ Ἐμπενέζερ Σκρουτζ.
Τό δεύτερο πού ἐνδιαφέρει τόν Ντίκενς εἶναι νά πεῖ πώς ὁ ἄνθρωπος πάση θυσία πρέπει νά γλεντάει τή ζωή του. Σέ ὅλο το ἔργο ὑπογραμμίζονται πολλαπλῶς οἱ διάφορες κοινωνικές ἐκδηλώσεις, συναντήσεις, γιορτινά τραπέζια καί δεξιώσεις μέ ἀφορμή τά Χριστούγεννα. Ὁ Ντίκενς εἶναι συνεπής λόγω καί ἔργω. Ὅπως φαίνεται ἀπό τή βιογραφία του, τοῦ ἄρεσε ἡ καλή ζωή. Τό γεγονός ὅτι μέ τήν δεύτερη γυναίκα τοῦ ἔκανε κοντά στά δέκα παιδία γιά νά τήν ἀφήσει τελικά καί νά παντρευτεῖ γιά τρίτη φορά μιά πολύ μικρότερή του εἶναι ἐνδεικτικό της φύσεώς του.
Ἡ συμμετοχή τῶν πνευμάτων δέν εἶναι τυχαία. Γνωρίζουμε πώς ὁ Ντίκενς θεωροῦσε τόν ἑαυτό τοῦ χαρισματικό πνευματιστῆ. Ξέρουμε τήν προσφιλέστατη γιά τήν Ἀγγλία κουλτούρα τῶν στοιχειωμένων σπιτιῶν μέ φαντάσματα ἤ τήν ἄκρως ἐπικίνδυνη συνήθεια ἀνθρώπων νά προσπαθοῦν νά καλέσουν πνεύματα μέ τίς γνωστές τραγικές γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς πνευματικές συνέπειες, πού ἐπιφέρουν αὐτές οἱ πράξεις. Ἔτσι τό ἔργο τοῦ Ντίκενς, παρά καί πέρα ἀπό τήν ὅποια κοινωνική καί ἀνθρωπιστική διάστασή του, σαφῶς θεμελιωμένη σέ βαθιές δυτικές διαφωτιστικές ρίζες, δέν μένει τελείως ἀμέτοχο ἤ ἀπαλλαγμένο ἀπό μεσαιωνικές δεισιδαιμονίες.
Τέλος διαφαίνεται ξεκάθαρα ἀπό τό ἔργο του πώς γιά τόν συγγραφέα ἡ Ἐκκλησία ἤ ὁ Ναός εἶναι διακοσμητικό μοτίβο στό πίσω μέρος τῆς ζωῆς του. Σέ ὅλο το ἔργο γίνεται μόνο μιά φορά λόγος γιά Ἐκκλησία ἔμμεσα, ὅταν γράφει πώς ἀκούγεται ὁ χτύπος τῆς καμπάνας τῆς ἐκκλησίας, ἡ ὁποία καλεῖ τούς πιστούς νά πᾶνε στή γιορτινή θεία Λειτουργία. Γιά τόν Ντίκενς ὅπως φαίνεται αὐτός ὁ χτύπος εἶναι καταρχᾶς μιά ὑπόμνηση καί ἐπιστροφή στήν πραγματικότητα μετά τό παραλήρημα τῶν ὀνείρων ἐφιαλτῶν μέ τά πνεύματα, πού εἶχε ὁ πρωταγωνιστής του, ἀλλά καί μιά παραδοχή πώς τουλάχιστον ἀπό συνήθεια ὁ κόσμος τόν 19ο αἰώνα στήν Ἀγγλία ἐκείνη τήν ἡμέρα πήγαινε στή θεία Λειτουργία.
Ἐξετάζοντας ἠθογραφικά τόν πρωταγωνιστή τοῦ ἔργου παρατηροῦμε πώς τό πάθος τῆς τσιγκουνιᾶς – φιλαργυρίας εἶναι αὐτό πού τόν κάνει τελικά ἀκοινώνητο. Ἡ τσιγκουνιά φαίνεται καταρχᾶς ἀπό τόν τρόπο διαχείρισης τῶν χρημάτων καί τό πάθος γιά ἀπόκτηση καί διαφύλαξή τους, ἀλλά τελικά προεκτείνεται σέ ὅλη του τήν ὕπαρξη ὡς τσιγκουνιά συναισθημάτων γιά νά καταλήξει σέ τσιγκουνιά ἀγάπης γιά τόν συνάνθρωπο. Μπορεῖ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει δραχμή ἐπάνω του νά εἶναι πλούσιος καί δοτικός, σέ ἀγάπη καί τελικά νά μοιράζει τά πάντα ἀκόμα καί τόν ἑαυτό του στούς ἄλλους. Ἐπίσης ὅμως μπορεῖ κάποιος νά μήν ἔχει χρήματα, ἀλλά νά εἶναι φύση τσιγκούνης καί τελικά νά μήν ἔχει πάλι συναισθήματα καί ἀγάπη γιά τόν συνάνθρωπό του. Σαφῶς καί ὁ ὑλικός πλοῦτος ὅταν ὑπάρχει εἶναι τελικά μιά ἀφορμή γιά μεγαλύτερο ἀγώνα, ὥστε ἡ σωστή ἀξιοποίησή του νά εἶναι πρός ὄφελος τῶν συνανθρώπων αὐτοῦ πού τόν κατέχει. Αὐτό ἀλώστε ἦταν καί τό πάθος πού ὁδήγησε στήν προδοσία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ αἴσθηση πού ἔχω εἶναι πώς ἡ ὅλη μεταστροφή τοῦ ἥρωα τοῦ Ντίκενς δέν ἀλλάζει οὐσιαστικά τήν ὕπαρξη τοῦ ἥρωά του. Ὁ φαινομενικά κακός πού ἀποφασίζει νά γίνει καλός σέ μιά μέρα δέν ἀποβάλει μετανοημένος τό πάθος τοῦ ἀλλά ἁπλῶς τό μεταποιεῖ. Στήν οὐσία διαχειρίζεται τόν πλοῦτο του πού μέχρι ἐκείνη τή στιγμή τοῦ ἔδινε τήν ἀσφάλεια ὅτι εἶναι καλά γιά νά ἐπενδύσει στήν «ἀγάπη» ἤ τή συμπάθεια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τελικά δέν κάνει τίποτα περισσότερο ἀπό τό νά μένει πάλι κλισμένος στό αὐτάρεσκο ἐγώ τοῦ προσπαθώντας πλέον ἀντί νά ἐκμεταλλευτεῖ τά ντουβάρια ἤ τά μέταλλα (νομίσματα) νά ἐκμεταλλευτεῖ τούς ἀνθρώπους. Ἀπό τή μεριά τελικά του Σκρουτζ δέν ὑπάρχει μετάνοια, ἀλλά μιά ψυχολογικοῦ τύπου ἀνασφάλεια τήν ὁποία προκαλεῖ ἡ σωματική ἀσθένεια λόγω τῆς γήρανσης. Ἔτσι αὐτός πού κάποτε ἔνοιωθε πλήρης ἐπαναπαυόμενος στήν ἀπόκτηση τῶν «εἰδώλων τῶν ἐθνῶν», τώρα γιά νά εἶναι καλά προσπαθεῖ νά ἐπενδύσει στήν ἐξαγορά ἀγάπης καί συμπάθειας.
Ἡ ἐκκλησιαστική ἐμπειρία τῶν ἁγίων της Ἐκκλησίας μας δέν μᾶς διδάσκει σέ καμία περίπτωση τήν προσπάθεια γιά μεταστροφή ἁπλῶς τῆς συμπεριφορᾶς μας. Οἱ ἅγιοι δέν εἶναι ἁπλῶς καλύτεροι ἄνθρωποι οὔτε κάνουν κάτι καλό γιά νά νιώσουν καλύτερα. Ἀκόμα καί στό θέμα τῆς σωτηρίας καί τῆς ἐπίτευξης τῆς εἰσόδου στόν παράδεισο φανερώνουν μιά πολύ πιό εὐρύχωρη ὀπτική. Ἕνας σύγχρονος ἅγιος ἔλεγε πώς ἐάν φτάσει ἔξω ἀπό τόν παράδεισο καί ὁ Θεός τοῦ πεῖ πώς ἔχει γεμίσει καί ἔτσι δέν χωράει μέσα, αὐτός θά χαιρόταν γιατί πολλοί συνάνθρωποί του θά εἶχαν σωθεῖ. Οἱ ἅγιοι δέν ἀναζητοῦν τό πνεῦμα τῶν Χριστουγέννων, ἀλλά ἀφουγκράζονται τήν πραΐα καί γλυκιά φωνή τοῦ ὄντως Πνεύματος, δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί μέ αὐτό σύμμαχο ἀναγνωρίζουν καί συνάπτουν σχέση μέ τόν Χριστό. Τά Χριστούγεννα γιά αὐτούς τελικά εἶναι μιά γιορτή γνωριμίας.
Ἔρχονται Χριστούγεννα καί οἱ χριστιανοί γιορτάζουν ἕνα σπουδαῖο γεγονός. Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος καί ἔρχεται νά ἀναζητήσει τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς. Ἡ συγκατάβαση στήν θεϊκή αὐτή πρόσκληση εἶναι τό ζητούμενο αὐτῆς τῆς ἑορτῆς. Ὅμως, αὐτή ἡ πρόσκληση γίνεται σιγανά καί ταπεινά. Ὁ Θεός δέν ἐκβιάζει μέ φαντασμαγορικές τυμπανοκρουσίες ἤ ἐκφοβιστικές ἀπειλές. Ὅπως ἦρθε στόν κόσμο καί γεννήθηκε μέσα σέ μιά φάτνη, ἀνάλογα ἔρχεται καί στήν ζωή τοῦ καθενός μέ ἀποτέλεσμα μόνο οἱ ταπεινοί νά ἔχουν τήν δυνατότητα καί τά κριτήρια νά Τόν καταλάβουν καί νά τόν δεχτοῦν. Αὐτοί πού τελικά Τόν δέχονται καί γίνονται ἕνα μέ Αὐτόν, δέν ἀλλάζουν τήν συμπεριφορά τους, ὥστε οἱ ἄλλοι νά τούς ἀγαπήσουν. Ἀγαπᾶνε τόν κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς τους. Τότε μόνο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πραγματικά μέσα στήν χάρη τοῦ Πνεύματος τῆς ἀληθείας, εἶναι ὄντος χριστοφόρος καί ὅλη του ἡ ζωή ἔχει τήν πραγματική χαρά τῆς γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων.
www.romnios.gr