ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ

ELLADA-simaia011-270x150

Κων/ντίνου Χ’’Ἀντωνίου

                                                                                          Λογοτέχνη-Ἱστορικού

 

Α΄ ΜΕΡΟΣ

                                                          

        Εἶναι ἀδύνατη ἡ κατανόηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁλόκληρου τοῦ νοελληνικοῦ οἰκοδομήματος χωρὶς τὴν ἱστορική γνώση  τῶν ἰδεῶν ποὺ τὸ καθόρισαν ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα. Οἱ σύγχρονες ἀκρότητες καὶ γραφικότητες κατὰ τῆς ἐθνικῆς συνέχειας καὶ τοῦ Βυζαντίου δὲν εἶναι κάτι νέο, ἀλλὰ καὶ ἀπελπιστικὰ παλαιὸ καὶ παρωχημένο ποὺ συνέτριψαν ἤδη ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1850 ὁ Σπ. Ζαμπέλιος καὶ ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος. Ἐξ οὗ καὶ οἱ σφοδρὲς ἐπιθέσεις ἐναντίον αὐτῶν ἀπὸ τοὺς ἐπιγόνους τῶν ἡττημένων φωταδιστῶν.

     Ἂς σημειώσουμε κατ’ἀρχὰς ὅτι ὁ πάγιος πνευματικὸς διχασμὸς παραδοσιακῶν καὶ μοντερνιστῶν δὲν εἶχε ἰδεολογικὴ ἀφετηρία. Ἡ ἀντίδραση στὸν φιλελευθερισμὸ τῶν ἑτεροχθόνων (συνήθως Φαναριωτῶν καὶ Ἑπτανήσιων ποὺ ὅταν δὲν χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς κοτζαμπάσηδες κηρύσσονταν  ἐπήλυδες  καὶ ἐξοβελιστέοι) καὶ στὸν συντηρητισμὸ τῶν αὐτοχθόνων γίνονταν κάθε φορὰ μὲ κριτήριο τὴν ἐξουσία καὶ τὴν ἀτομικὴ ἀνάδειξη καὶ ὄχι τὶς ἰδέες ἢ τὸ ἐθνικὸ συμφέρον. Αἴφνης ὁ Κοραῆς συμμαχεῖ μὲ τὴν ἀντίδραση ἐνάντια στὸν Καποδίστρια καὶ ὅσους προδίδουν – κατὰ τὴν ἔκφρασή του – τὴν Ἑλλάδα «εἰς τὴν ἑπτανησοβενετικὴν ψώραν καὶ τὴν φαναριωτικὴν  λέπραν». Ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ ἦταν πολὺ πιὸ συγγενεῖς ἰδεολογικὰ μαζί του παρὰ οἱ συνοδοιπόροι του Μαυρομιχαλαῖοι τῆς Μάνης.

     Ὁ κοραϊσμὸς θὰ κυριαρχήσει ἐξ ἀρχῆς στὴν πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ τοῦ νεοσύστατου κράτους. Ἡ παράδοση τοῦ Ρήγα καὶ τῆς Φιλικῆς, αὐτῶν δηλαδὴ ποὺ ὀργάνωσαν τὴν Ἐπανάσταση, θὰ λησμονηθεῖ. Ὁ θεσμὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ καλλιεργήσει τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα, τὸ Πανεπιστήμιο, ἀπὸ τὴ γένεσή του, παρὰ τὶς ὡραῖες διακηρύξεις περὶ ἐκπολιτισμοῦ τῆς Ἀνατολῆς, δὲν θὰ κατορθώσει  τίποτε ἄλλο πέρα ἀπὸ τὴν ἀναπαραγωγὴ τῶν δυτικῶν θεωριῶν. Ἀντὶ νὰ ὀργανώνει τὸ ἐθνικὸ κράτος, θὰ ἐξωραΐζει τὴν ἐξάρτηση. Ἀντὶ ἡ Ἑλλάδα νὰ εἶναι μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, κατὰ τὴ φράση τοῦ Παν. Σούτσου, καλλίλυχνος φανὸς «τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἀνάπτει ἄλλοτε μὲν πρὸς φωτισμὸν τῆς Εὐρώπης, ἄλλοτε δὲ πρὸς φωτισμὸν τῆς Ἀσίας», θὰ στοχεύει ἁπλῶς νὰ «μεταλαμπαδεύει τὸ φῶς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὴν Ἀνατολή», ὅπως διακήρυσσε ὁ ἀντιβασιλέας Μάουερ ἤ, ὅπως γράφει ὁ Μ. Ρενιέρης στὸν Πρόλογο τῆς Φιλοσοφίας τῆς Ἱστορίας του (1841), θὰ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ κρουνοὺς (ὁ ἄλλος εἶναι ὁ Τύπος) «διὰ τῶν ὁποίων ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς χύνεται εἰς τὴν Ἑλλάδα καὶ δι’ αὐτῆς εἰς ὅλην τὴν Ἀνατολήν». Πρῶτος του πρύτανις εἶναι ὁ Κ. Σχινᾶς, ὁ ὑπουργὸς ποὺ πίεζε τὸ 1834 τὸν Τερτσέτη γιὰ θανατικὴ καταδίκη  τοῦ Κολοκοτρώνη, πρωταγωνιστὴς στὰ ἀντιεκκλησιαστικὰ μέτρα τῆς βαυαροκρατίας, ποὺ δὲν διστάζει νὰ χαρακτηρίσει κατακτητὲς τοὺς Μακεδόνες καὶ τοὺς Βυζαντινοὺς [ πρυτανικὸς λόγος 3-5-1837] ἐπιτείνοντας τὴν ἐθνικὴ σύγχυση.

     Αὐτὸ τὸ φαινόμενο τῆς καταδίκης τοῦ Βυζαντίου εἶναι σχεδὸν ἐμμονὴ στὴ διανόηση τοῦ νέου κράτους. Ἡ διαφωτισμένη νοελληνικὴ διανόηση ξεκινᾶ τὴν ἱστορική της διαδρομὴ στὸ νεότευκτο βασίλειο μὲ ἀπόλυτη ἄρνηση τῆς προσφορᾶς στὸν καθόλου ἐθνικὸ βίο ὄχι μόνο τῶν Βυζαντινῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν Μακεδόνων. Αὐτοὶ  ποὺ ἀνανέωσαν καὶ ἔνωσαν τὸν ἑλληνικὸ κόσμο, αὐτοὶ ποὺ ἀπάλλαξαν ὁριστικὰ τὸ ἔθνος ἀπὸ τὴν περσικὴ ἐπιβουλὴ καὶ διέδωσαν τὸν ἑλληνισμὸ σ’ ὅλη τὴν Ἀνατολή, θεωροῦνται κατακτητές! Μὲ ἕνα τεράστιο ἅλμα στὴ λογικὴ (ἀλλὰ καὶ στὴ σοβαρότητα) οἱ πιὸ  ἀκραῖοι ἀρνοῦνται ὁτιδήποτε  παρεμβάλλεται μεταξὺ κλασικῆς ἀρχαιότητας καὶ νέου ἑλληνισμοῦ καὶ ὑπονομεύοντας τὴν ἐθνικὴ συνέχεια  καταλήγουν ἁπλῶς ἡ ἑλληνόφωνη ἐκδοχὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ. Τὸν σωτήριο γιὰ τὴ διάσωση τοῦ ἀρχαίου ἔθνους ἐκχριστιανισμὸ δὲν ἀντιλαμβάνονται ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι ἢ καθηγητὲς Θεολογίας ποὺ καταγγέλουν  κι αὐτοὶ  τὸ Βυζάντιο ἀκολουθώντας πιστὰ τὸν Γίββωνα ποὺ θεωρεῖ τὴν ὑπερχιλιετῆ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία  ὡς μία Ἱστορία Παρακμῆς καὶ Πτώσης τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους.

     Πρωταγωνιστὲς αὐτῆς τῆς ἐμμονῆς εἶναι οἱ Φαναριῶτες. Τὸ 1838 ὁ Ἰακωβάκης Ρίζος Νερουλός, Πρόεδρος τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἐταιρείας (θεσμοῦ τόσο ἐπίσημου τὴν ὀθωνικὴ περίοδο ὅσο ἡ Ἀκαδημία στὴ μεταπολεμικὴ Ἑλλάδα) στὴ συνέλευση τῆς ἐταιρείας ποὺ συνέρχεται στὸν Παρθενώνα, ἐπιτίθεται  στοὺς … Τούρκους! Καὶ σ’ ἕνα κρεσέντο θὰ πεῖ γιὰ τὸν Φίλιππο πὼς μετὰ τὴν νίκη του στὴ Χαιρώνεια «ἐπ’ὀλέθρῳ τῆς ἑλληνικῆς ἐλευθερίας… ἔπραξεν καὶ ἄλλον ἐκείνης τῆς νίκης ὀλεθριώτερον, ἐγέννησε τὸν Ἀλέξανδρον. Ἔκτοτε συνεχίζει, οἱ Ἕλληνες ἐξασθενούμενοι βαθμηδὸν τόσους αἰῶνας καὶ καταπατούμενοι».

     Τὸ 1841 ὁ Νερουλὸς ἐπανέρχεται: «Ἡ Βυζαντινὴ Ἱστορία εἶναι ἀλληλένδετος σχεδὸν καὶ μακρότατη σειρὰ πράξεων μωρῶν καὶ αἰσχρῶν βιαιοτήτων τοῦ εἰς τὸ Βυζάντιον μεταφυτευθέντος ρωμαϊκοῦ κράτους. Εἶναι στηλογραφία ἐπονείδιστος τῆς  ἐσχάτης ἀθλιότητος καὶ ἐξουθενώσεως τῶν Ἑλλήνων». Ὁ Νερουλὸς δὲν εἶναι τυχαῖος. Εἶναι ὁ πιὸ τυπικὸς Φαναριώτης τοῦ καιροῦ του. Παρόμοιες ἀπόψεις ἐκφράζουν ὁ Σπύρος Βαλέτας, ὁ Παῦλος Καλλιγᾶς, ὁ Μᾶρκος Ρενιέρης, ὁ διαπρεπὴς νομικὸς Σαρίπολος [ποὺ τὸ 1848 στὴν ἔναρξη τῶν μαθημάτων του γιὰ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ πολιτεύματα καλεῖ στὴ «γεφύρωση τῶν δυὸ διεστώτων»(δηλαδὴ τοῦ ἀρχαίου καὶ τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ), «ἀποστρέφοντες τοὺς ὀφθαλμούς του ἀνὰ μέσον χάσματος»], ὁ Ἀλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβῆς, ποὺ θεωρεῖ «βαναυσουργὸν μίμησιν» τὴ βυζαντινὴ τέχνη, διακηρύσσοντας πὼς ἡ ἑλληνικὴ τέχνη των κατεστράφη «ὑπὸ τῆς ἀπειροκάλλου καὶ ἀμαθοῦς βυζαντινῆς δυναστείας», ὁ Στέφανος Κουμανούδης ποὺ στὸ ἔργο «Τοὺς προοδεύοντας λαοὺς τῆς ἀνέκαθεν πατρίδος μας Εὐρώπης» δὲν διστάζει νὰ προτείνει νὰ πετάξουμε τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὰ σπίτια μας, νὰ ξηλώσουμε τὶς βυζαντινὲς τοιχογραφίες καὶ νὰ γκρεμίσουμε τὶς ἐκκλησίες ποὺ εἶναι χτισμένες ἐπὶ ἀρχαίων ναῶν, διότι «οἱ Βυζαντινοὶ ἀπέβαλαν τὴν ἑλληνικὴν ἀντίληψιν γιὰ τὸ κάλλος»,  καὶ υἱοθέτησαν τὴν ἀνατολική.

     Κι ἀκόμη, ὁ ἐκδότης τῆς ἀγγλόφιλης «Ἀθηνᾶς»  Ἐμμ.  Ἀντωνιάδης ποὺ διακηρύσσει ὅτι «οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ [ἐνν. οἱ Βυζαντινοί] ἦσαν προωρισμένοι νὰ εὐνουχίσουν τὸν ἀνθρώπινον νοῦν» ἢ γράφει «πόσο κατασχημίζουσι τὰς Ἀθήνας τὰ ἄθλια βυζαντινὰ κτήρια εἰς τὰ ὁποῖα ἀλόγως προσεκολλήθημεν ὡς ἡ μυῖα εἰς τὰς ἀκαθαρσίας». Μέχρι καὶ καθηγητὴς τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, ὁ καθηγητὴς Μιχ. Ποτλῆς καταφέρεται κατὰ τοῦ Βυζαντίου καὶ ὑποστηρίζει ὅτι «οὐδεμία ἐπιστημονικὴ ἐπίδοση ἢ ἐνέργεια ὑπάρχει  τῶν Βυζαντινῶν. Οὔτε κἂν στὴ Θεολογία». Ἐκτὸς ὀλίγων ἐξαιρέσεων – λέγει- νοῦς στεῖρος καὶ ἄγονος, μάθησις ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀτελής, συνήθως δὲ καὶ ἐπιπόλαιος, ἐπὶ πᾶσι δέ, ἔλλειψις κρίσεως, μεθόδου καὶ καλλιτεχνίας εἶναι ὁ ἐν γένει χαρακτὴρ τῶν Βυζαντινῶν καθ’ ὅλους σχεδὸν τοὺς κλάδους τῆς ἐπιστήμης εἰς οὓς ἐπεδόθησαν». Αἰτία γιὰ τὸν Ποτλῆ εἶναι ὅτι «εἰς τὴν σύνθεσιν τῆς ὑψηλοτέρας τάξεως τῆς βυζαντινῆς κοινωνίας ἐπεκράτει τὸ ἀσιανὸν στοιχείον» καὶ τὸ κράτος μόνο κατ’ ὄνομα ἦταν ρωμαϊκό, κατ’οὐσίαν «εἶχεν ἐκκλίνει εἰς κυβέρνησιν ὅλως ἀσιατικήν».Ἐλάχιστα ἀκούγονταν φωνὲς ὅπως τοῦ Γ. Κοζάκη Τυπάλδου, ποὺ παρότι κρίνει τὶς ἀρνητικὲς πλευρὲς τοῦ Βυζαντίου, τονίζει τὴ σημασία τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὴν ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

     «Μετά τὴν στέρησιν τῆς πολιτικῆς ἀνεξαρτησίας, οἱ Ἕλληνες ἐναγκαλισθέντες  τὴν ἱερὰν θρησκείαν τοῦ Ἰησοῦ, ἐπαρηγορήθησαν εἰς τὰς δυστυχίας. Ἡ ἑνότης τῆς θρησκείας καὶ τῆς ἀπ’αὐτῆς καὶ δι’αὐτῆς παρηγορῖας παραμυθοῦσα, διετήρησε συζυμώνουσα τὰς καρδίας καὶ ἑνώνουσα τοὺς Ἕλληνας. Ἐκ δὲ τῆς θρησκευτικῆς ἐθνικῆς ἑνότητος παρήχθη, προϊόντος τοῦ χρόνου, ἡ πρώτη ἔννοια τῆς ἀνεξαρτησίας, ἤγουν τῆς πολιτικῆς ἐθνικῆς ἑνότητος. Οὗτως ἠσθάνθη τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος τὸ κατὰ μέρος ἑκάστου ἄλγος. Ὁ πόνος τὸ ἐξύπνησεν. Ἡ ἀγανάκτησις τὸ ἤγειρεν. Ἡ θρησκευτικὴ ἑνότης τὸ ὑπεστήριξεν, ἕως οὗ ἔστησεν τὸν θρόνον περιστοίχιζον αὐτὸν μὲ τὴν ὑλικήν, ἠθικήν, καὶ θρησκευτικὴν ἑνότητα: μίας καὶ τῆς αὐτῆς ἐπικράτειας, ἑνὸς σώματος, ἑνὸς νόμου, μίας πίστεως καὶ ἑνὸς ἠγεμόνος». (Φιλοσοφικὸν δοκίμιον περὶ τῆς προόδου καὶ τῆς πτώσεως τῆς παλαιᾶς Ἑλλάδος. 1839).

     Παρὰ τὴν ὁμοβροντία τῶν κρίσεων ποὺ ἀναφέραμε, ἡ λαϊκὴ προσήλωση στὴν ἐθνικὴ παράδοση καὶ ὄχι στὴν ἀρχαιολατρικὴ μονομέρεια παρέμενε ἀκέραιη. Αὐτὴ ἡ ἀντίσταση ἀνάγκασε τελικὰ καὶ τὸν Διαφωτισμὸ νὰ ἀναδιπλωθεῖ, νὰ ἀποδειχθεῖ τὸ ὅραμα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τῆς Μεγάλης Ἰδέας ποὺ ἡ λαϊκὴ μνήμη καὶ παράδοση δὲν εἶχαν πάψει νὰ ὑποστηρίζουν. Ἔτσι ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, ἢ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀκριβεῖς, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ σὸκ τῆς ἀμφισβήτησης τῆς ἐθνικῆς μας συνέχειας ἀπὸ τὸν Φαλμεράυερ, στὴ δεκαετία τοῦ 1850 σημειώνεται μία πραγματικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ἕνας ἐθνικός – θρησκευτικὸς κραδασμός, ἀντίδραση στὶς συντονισμένες ἰδεολογικὲς ἐπιχειρήσεις διαφωτιστῶν καὶ Βαυαροκρατίας κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ὁδηγήσει στὴν ἀποκατάσταση τοῦ Βυζαντίου. Συμβολικὸ γεγονὸς ἡ ἔκδοση τὸ 1850 τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου ποὺ ἀποκαθιστᾶ τὶς σχέσεις μὲ τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία…Εἶναι ἡ ὥρα τῆς ἀντεπίθεσης. Δυναμικὴ ἀντίδραση στὴν αἱρετικὴ διείσδυση καὶ τοὺς Προτεστάντες μισσιονάριους, ὀρθόδοξη ἀναγέννηση, κηρύγματα Φλαμιάτου καὶ Παπουλάκου, θρησκευτικὴ ἐνόραση Μακρυγιάννη, καὶ βέβαια τὰ ἔργα τριῶν ἀνθρώπων : τοῦ Σκαρλάτου Βυζαντίου, τοῦ Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου  καὶ τοῦ Κωσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Τὸ ἐπαναστατικὸ κλίμα στὶς ἀλύτρωτες περιοχὲς ποὺ πυροδοτεῖ ὁ Κριμαϊκὸς Πόλεμος, οἱ προφητεῖες γιὰ τὴν Πόλη (400 χρόνια μετὰ τὴν Ἅλωση ) καὶ ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴ στάση τῆς Δύσης (ὅπου ὁ παλαιὸς φιλελληνισμὸς ἔχει ἐκπνεύσει), ὅλα συντείνουν στὴν ἀναγέννηση αὐτή.

     Τὴν πρώτη βολὴ τὴ χρωστᾶμε στὸν Σκαρλᾶτο Βυζάντιο ποὺ τὸ 1851  ἐκδίδει τὴν τρίτομη Ἱστορία τῆς  Κωσταντινουπόλεως. Ὁ Βυζάντιος (ποὺ παραιτήθηκε ἀπὸ τὴ διοίκηση διαμαρτυρόμενος γιὰ τὸ Αὐτοκέφαλο, ἄνθρωπος ἐξαιρετικῆς παιδείας, συγγραφέας δυὸ περίφημων λεξικῶν, ἑνὸς ἀρχαίου ἑλληνικοῦ καὶ ἑνὸς ἑλληνογαλλικοῦ / γαλλοελληνικοῦ ) γράφει στὴν Εἰσαγωγή του γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς ἐπιπολαιότητας καὶ ὑπεροψίας τὸ ὁποῖο  «μετεδόθη καὶ εἰς ἡμᾶς καὶ πολλοὶ νομίζουσι ἑαυτοὺς Μοντεσκίους καὶ Γίββωνας, ἐάν, φυλλολογοῦντες ἐπὶ τροχάδην τὴν βυζαντινὴν  ἱστορίαν, ἀντὶ νὰ σπουδάσωσιν, ὡς ἐκεῖνοι, μυκτηρίσωσι μόνον κατὰ μίμησιν ἐκείνων, τὰ τότε πρόσωπα καὶ ἔθιμα ἐν ᾧ ἔπρεπεν … νὰ μεγαλύνωσι …πᾶν ὅ,τι λαμπρὸν καὶ ἐπαινετὸν καὶ γενναῖον. Καὶ τὰ τοιαῦτα εἶναι ἀσυγκρίτως πλειότερα παρὰ τἀναντία, καθὼς δύναται πᾶς τις νὰ πληροφορηθῆ, ἀπαθῶς ἀνελίττων καὶ ἀπροκαταλήπτως τὴν Βυζαντίδα».

     Ἡ μάχη δὲν εἶναι εὔκολη. Ὅταν ὁ Βυζάντιος γράφει  ὅτι ἡ ἱστορία τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς «ἀποτελεῖ μέρος ἀναπόσπαστον καὶ οὐσιωδέστατον τῆς καθόλου ἐθνικῆς ἡμῶν ἱστορίας», ὁ Κουμανούδης βρίσκει ἀφορμὴ νὰ εἰρωνευθεῖ τὸν θρύλο τῶν ΄΄μισοψημένων ὀψαρίων τοῦ βαρβαροφώνου Μπαλουκλὺ΄΄ ἀναφωνώντας ΄΄Ἀλίμονον Ἑλλάς!΄΄ Σιωνίται προσκυνηταὶ καὶ σοβαροὶ ἰχθυολόγοι ἔμελλον νὰ σὲ διαβουκολῶσιν ἐν μέσῳ τῷ 19 αἰῶνι». Ματαιοπονεῖ! Τὸ 1852 ἐκδίδονται τὰ Δημοτικὰ Τραγούδια τοῦ Ζαμπέλιου μὲ τὰ σπουδαῖα Προλεγόμενα. Ἡ τρίσημη διάρθρωση τῆς Ἱστορίας μας καὶ ὁ ὅρος ἑλληνοχριστιανικὸς (ὁ τόσο παρεξηγημένος αὐτὸς διαλεκτικὸς ὅρος)  εἶναι προσφορὰ τοῦ ἔργου τοῦ Ζαμπελίου. Ὁ Παπαρρηγόπουλος δὲν ἔχει ἐκφραστεῖ ἀκόμη. «Ἡ Δευτέρα καὶ ἡ μέση περίοδος (γράφει  ὁ Ζαμπέλιος)  ὑπερεχόντως τῶν ἄλλων ἐμπεριέχει τὸ νῆμα τῆς ἑνότητος καὶ ὁλομέλειας, τὸν κρύφιον λόγον τὸν συνδυάζοντα τὴν ἀρχαίαν μετὰ τῆς ἐνεστώτης κοινωνίας». Ὁ μεσαίωνας «εἶναι ὁ οὐσιωδέστατος κρίκος , ὁ συναρμολογῶν λογικῶς καὶ φιλοσοφικῶς τὰ προηγούμενα μετὰ τῶν ἑπομένων». Τὸν ἑπόμενο χρόνο (1853) ἐκδίδεται ἡ πρώτη μορφὴ τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τοῦ Παπαρρηγόπουλου ποὺ ἐπανεκδίδεται ἀπὸ τὸ 1860 σταδιακά. Ὅταν  θὰ ὁλοκληρωθεῖ  τὸ 1872,τὰ πράγματα θὰ ἔχουν ξεκαθαρίσει. Μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ παρουσιάζεται ἡ ἑνότητα τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους «ἐν τῇ ὁποίᾳ κεῖται ἅπαν τὸ μυστήριον τοῦ μέλλοντος ἡμῶν». Διότι ἀκριβῶς: ἀποκαθιστώντας τὴν ἑλληνικὴ συνέχεια ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὣς τὸ νέο ἑλληνικὸ  κράτος, ὁ Παπαρρηγόπουλος ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ τὴν προέκταση αὐτῆς τῆς συνέχειας στὸ μέλλον.

     Ἡ περίφημη Τρίτη ἐντολὴ τοῦ Παπαρρηγόπουλου παρακάμπτει τὸ προβληματικὸ παρὸν ὄχι γιὰ νὰ μᾶς καθηλώσει στὸ παρελθόν, ὅπως κατηγορεῖται σήμερα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο τοῦ μέλλοντος. Εὑρισκόμενος σὲ μεταβατικὴ περίοδο ὁ νέος ἑλληνισμός, ὡς ἑλληνικὸ κράτος, ἀπέβλεπε στὴν ἀρχαία ἱστορία ὡς παρηγορητικὸ χῶρο. Ὁ Παπαρρηγόπουλος διανοίγει πρὸς ἕνα διδακτικὸ καὶ προγραμματικὸ στόχο. Δείχνει πὼς μπορεῖ νὰ ὑπάρχει λαμπρὸ μέλλον, ὄχι μόνο ἔνδοξο παρελθόν. Ἀρκεῖ νὰ δοῦμε τὸ πραγματικὸ παρόν μας καὶ ὄχι αὐτὸ τὸ ἀκλεὲς καὶ καχεκτικὸ σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρχαιότητα, ποὺ γεννᾶ αἰσθήματα ἀπαισιοδοξίας.

     Τὴν 1-7-1853, στὴν ΄Πανδώρα΄, ὁ Παπαρρηγόπουλος θὰ περιγράψει τὴν περίφημη Τρίτη ἱστορική ἐντολὴ τοῦ Ἑλληνισμοῦ: «Ὑπάρχει ἐν τῇ Ἀνατολῇ ἔθνος … τὸ ὁποῖον ἔχει τὴν ἀδιάσειστον πεποίθησιν, ὅτι καθὼς ἐν τῇ ἀρχαιοτήτι  ἐξεπλήρωσε μίαν μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, καθὼς ἔπειτα ἐσώθη ἀπὸ τῆς Θείας Πρόνοιας ἐπὶ τῆς ρωμαϊκῆς κυριαρχίας ἵνα ἐκπληρώση ἐν τῷ μέσῳ αἰῶνι  δευτέραν  μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, καθὼς ἔπειτα ἐσώθη πάλιν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐπὶ τῆς τουρκικῆς κυριαρχίας , ἵνα ἐκπληρώση καὶ ἐν τοῖς νεωτέροις χρόνοις τρίτην τινὰ οὐδὲν ἧττον μεγάλην ἱστορικὴν ἐντολήν, ὅτι ἐν ἄλλαις λέξεσιν προώρισται νὰ προεδρεύση εἰς τὴν ἀναβίωσιν τῆς Ἀνατολῆς».

 

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ε΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡ. 2011