ΠΡΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ

Εὐθυμίου Ἀναστασίας

Ἀρχαιολόγου-Θεολόγου

Ὑποψ. Δρ. Ἀρχαιολογίας

 

Ὡς παλαιοδιαθηκικὲς θεομητορικὲς προτυπώσεις ἢ προεικονίσεις ὁρίζονται γεγονότα ἢ ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡς τύποι τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ ρόλου της στὸ βασικὸ γεγονὸς τοῦ σχεδίου τῆς Θείας Οἰκονομίας, τὴν Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.

Σὲ αὐτὴ τὴν κατηγορία ἀνήκουν π.χ. ἡ Κλῖμαξ τοῦ ὁράματος τοῦ Ἰακὼβ (Γεν. 28, 10-22), ἡ φλεγομένη Βάτος ποὺ εἶδε ὁ Μωϋσῆς στὸ Χωρὴβ (Ἐξ. 3, 2-6), ἡ κεκλεισμένη Πύλη ἀπὸ τὸ σχετικὸ ὅραμα τοῦ Ἰεζεκιὴλ (Ἰεζ. 44, 1-3) κ.ἄ.

Τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα ποὺ ἔχουν ἑρμηνευθεῖ ὡς προτυπώσεις ἐμφανίζει χαρακτηριστικὰ ποὺ παραπέμπουν σὲ ἀντίστοιχες ἰδιότητες τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ γεγονότος τῆς ὑπερλόγου γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἑρμηνευτικὴ λογική, ἡ Κλῖμαξ π.χ. τοῦ Ἰακὼβ ποὺ ἐκτεινόταν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς τὸν οὐρανὸ εἶναι τύπος τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία μὲ τὴν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἕνωσε τὰ ἐπίγεια μὲ τὰ ἐπουράνια. Ἡ φλεγομένη καὶ μὴ καιομένη Βάτος, πάλι, συμβολίζει τὸ ἀδιάφθορο τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου. Ὅπως δηλαδὴ ἡ Βάτος, παρότι φλεγόταν, δὲν κάηκε, ἔτσι καὶ ἡ Θεοτόκος, ἂν καὶ γέννησε, παρέμεινε Παρθένος.

Ἡ παρουσία τῶν θεομητορικῶν προεικονίσεων εἶναι ἔντονη καὶ ἐκτείνεται σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς καὶ παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὴν πατερικὴ γραμματεία, τὴν ὑμνογραφία, τὴ λατρεία καὶ ὅλες τὶς πτυχὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας χρησιμοποίησαν εὐρέως τὶς προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου στὰ ἔργα τους. Πολὺ σημαντικὲς σχετικὲς ἀναφορὲς κάνουν οἱ Πατέρες ποὺ προασπίστηκαν τὴν τιμὴ τῶν εἰκόνων ἔναντι τῆς εἰκονομαχικῆς αἱρετικῆς προκλήσεως[1], ὅπως π.χ. ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (675 περ.-750 περ.), σὲ μιὰ περίοδο ποὺ εἶναι κατανοητὴ ἡ κρισιμότης τοῦ προσώπου τῆς Θεοτόκου στὸν ὑπὲρ τῆς πίστεως ἀγώνα, ἀφοῦ ἀκριβῶς στὴν πραγματικότητα τῆς δι’ αὐτῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου βάσιζαν οἱ Πατέρες τὴν δυνατότητα ἀπεικονίσεως τοῦ Χριστοῦ καὶ συνακολούθως τῆς ἰδίας τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων.

Παραθέτουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Εἰς τὴν κοίμησιν τῆς ἁγίας θεοτόκου λόγος πρῶτος: «Σὲ (ἐνν. Θεοτόκε) βάτος προέγραψε, πλάκες θεόγραφοι προεχάραξαν, νόμου κιβωτὸς προϊστόρησε, στάμνος χρυσῆ καὶ λυχνία καὶ τράπεζα καὶ ῥάβδος Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα ἐμφανῶς προετύπωσαν».[2]

Ἕνα ἄλλο κεντρικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀναδεικνυόταν μὲ τὴν ἑρμηνεία καὶ χρήση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν τύπων ἦταν καὶ ἡ ἑνότητα τῶν δύο Διαθηκῶν, ἡ ὁποία πολλάκις εἶχε ἀμφισβητηθεῖ ἀπὸ κατὰ καιροὺς αἱρετικούς[3].

Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἀναφορὲς στὶς θεομητορικὲς προτυπώσεις εἶναι ἐπίσης πολυάριθμες. Πολλὲς χαρακτηριστικὲς περιπτώσεις ἀπαντοῦν π.χ. στὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο, ὁ ὁποῖος κατεξοχὴν σχετίζεται μὲ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Παραθέτουμε ἐνδεικτικῶς ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Γ΄ Οἶκο: «Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός˙ χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν»[4].

Ἡ σύνδεση διαφόρων παλαιοδιαθηκικῶν θεμάτων μὲ τὴν Θεοτόκο ἐκφράζεται μὲ σαφήνεια καὶ στὴ λατρεία μὲ τὴ χρήση ἀποσπασμάτων τῶν σχετικῶν διηγήσεων ὡς ἀναγνωσμάτων στοὺς Ἑσπερινοὺς τῶν μεγάλων θεομητορικῶν ἑορτῶν, δηλαδὴ τοῦ Γενεσίου, τῶν Εἰσοδίων, τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ ἀπόσπασμα π.χ. τὸ σχετικὸ μὲ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰακώβ, ποὺ προαναφέραμε, διαβάζεται σὲ ὅλες τὶς θεομητορικὲς ἑορτές, πλὴν αὐτῆς τῶν Εἰσοδίων.[5]

Τὰ ἀναγνώσματα αὐτὰ συνδυάζονται μὲ ἀντίστοιχες ἀναφορὲς σὲ θεομητορικὲς προτυπώσεις τόσο στὰ τροπάρια τῶν ἀκολουθιῶν τῶν ἑορτῶν ὅσο καὶ στὰ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἀναφέρονται στὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῶν θεομητορικῶν αὐτῶν ἑορτῶν. Προκύπτει ἔτσι ἕνα σύνολο μὲ ἐσωτερικὴ ἑνότητα καὶ ἑνιαῖο τρόπο διαχειρήσεως τῶν θεμάτων αὐτῶν, τῶν σχετικῶν μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀποτέλεσμα τῆς κοινῆς θεολογικῆς καὶ ἑρμηνευτικῆς τους προσέγγισης.

Τὸ περιγραφὲν σύνολο ἀποτέλεσε τὴν πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἄντλησε ἡ εἰκονογραφία. Τὸ ἤδη διαμορφωμένο πλούσιο θεολογικὸ ὑπόβαθρο ἀναφορικὰ μὲ τὰ θέματα αὐτὰ ὑπῆρξε τὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ μεταφορὰ τῶν θεμάτων αὐτῶν στὴν τέχνη, καὶ ταυτοχρόνως πρέπει νὰ εἶναι τὸ ἑρμηνευτικὸ κλειδί, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὰ προσεγγίζονται, ὥστε νὰ ἑρμηνεύονται σωστὰ καὶ μὲ πληρότητα.

Ἡ παρουσία καὶ χρήση τῶν θεμάτων τῶν παλαιοδιαθηκικῶν θεομητορικῶν προτυπώσεων στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐνδεικτικὴ γιὰ ἀνάλογα παραδείγματα ἄλλων θεμάτων. Τὰ στοιχεῖα ποὺ συνάγονται ἀπὸ αὐτή, πέραν τῆς δεδομένης τιμῆς πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, ἀναδεικνύουν κυρίως τὴ στενὴ σχέση τῆς τέχνης μὲ τὴν πατερικὴ θεολογία καὶ τὴν ὑμνογραφία. Μέσα στὰ πλαίσια αὐτὰ μόνο μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῆ καὶ νὰ γίνη κατανοητή, ὡς πνευματικὸ μέγεθος καὶ ὄχι ὡς αὐθύπαρκτο ἀνθρώπινο, ἄρα πεπερασμένο, δημιούργημα.

Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ μεταμορφώνει τὸν κόσμο ποὺ ζωγραφίζει ἀπὸ ὑλικὸν σὲ πνευματικὸν καί, μὲ τὰ ἔργα της, δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ συγκινήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀναπλάσει, νὰ κάνει πνευματικὸ κάθε αἴσθημά του»[6].  

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , ΙΑ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠΤ. 2012

 



[1] Ἡ εἰκονομαχία διήρκεσε ἀπὸ τὸ 726 ἕως τὸ 843 μὲ μιὰ διακοπὴ μεταξὺ τῶν ἐτῶν 780 ἕως 813. Γιὰ τὸν σαφῆ αἱρετικὸ χαρακτήρα της βλ. μεταξὺ ἄλλων Ν.Ι. Νικολαΐδη, Ἡ εἰκονομαχία καὶ ἡ εἰκονολογία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου  Δαμασκηνοῦ, ἐκδ. Χριστιανικὴ Ἀδελφότης «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2007, σ. 514.

[2] B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. V, Opera homiletica et hagiographica, Berlin-New York 1988, σ. 492.

[3] Ὅπως ἀξιωματικὰ ἀναφέρει ὁ ἅγ. Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου: «Σφόδρα γὰρ τὰ παλαιὰ συμφωνεῖ τῇ νέᾳ. Ἐπειδὴ εἷς καὶ ὁ αὐτὸς θεὸς ὁ κἀκεῖ νομοθετήσας καὶ ὧδε βραβεύσας». Λόγος ΙΙ Εἰς τὴν θεοτόκον καὶ εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ Ἄνναν, παρ. 8. C. Datema, Amphilochii Iconiensis Opera, Turnhout Brepols 1978, σ. 71.

[4] Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Ἰ. Θεοδωροπούλου, Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος μετὰ ἑρμηνείας, ἔκδοσις δεκάτη τετάρτη, ἐν Ἀθήναις ἄ.χ., σ. 104. Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀναλύονται μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο ὅλες οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς ποὺ ἀπαντοῦν στὴ συγκεκριμένη ἀκολουθία.

[5] Βλ. Μηναῖον Σεπτεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20022, σ. 136. Μηναῖον Μαρτίου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20113, σ. 250-251. Μηναῖον Αὐγούστου, ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐν Ἀθήναις 20093, σ. 191.

[6] «Ἡ βυζαντινὴ ζωγραφικὴ καὶ ἡ ἀληθινή της ἀξία» στὸ  Ἡ πονεμένη Ρωμηοσύνη, Ἀθῆναι 19764, σ. 102.