Εἰρήνης Ἀρτέμη
Θεολόγου καὶ Φιλολόγου
MA & PhD Θεολογίας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄:
Ὀρθοδοξία καὶ Οἰκουμενισμός. Δρόμοι παράλληλοι ἢ ἀντίθετοι;
1. Ἡ Καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως προαναφέρθηκε, μέσα στὸ πέρασμα τῶν δύο χιλιάδων χρόνων διατήρησε τὴν πίστη της στὰ ἴδια δόγματα καὶ στὴν ἴδια Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ποὺ κληροδότησαν σὲ αὐτὴν ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι καὶ τέλος οἱ Πατέρες της. Στὸ σύμβολο τῆς Πίστεως, οἱ Πατέρες τῶν Συνόδων Νικαίας καὶ Κωνσταντινουπόλεως ἀναγνωρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἱδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ καὶ ἁγιάστηκε μὲ τὸ αἷμα Του. Εἶναι Ἐκείνη ποὺ οἰκοδομήθηκε πάνω στὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, «ἐπὶ τῷ θεμελίω τῶν Ἀποστόλων καὶ προφητῶν, ὄντος ἀκρογωνιαίου αὐτοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ»[1] καὶ ἕως σήμερα ἀποτελεῖ τὴν ἀδιάκοπη συνέχεια τῆς μίας ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας τῶν ὀκτὼ πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς αἰῶνες ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρεσβεύει ὅτι δὲν ἀποτελεῖ μία ἐπιμέρους Ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται σὲ ἴση μοίρα μὲ τὶς πολλὲς χριστιανικὲς «ἐκκλησίες» ποὺ ὑπάρχουν τώρα, ἀλλὰ ἐνσαρκώνει στὸν ἑαυτὸ τῆς τὴ μία καὶ μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ καθηγητὴς Κρικώνης σημειώνει: «Ἀκριβῶς δὲ ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα Χριστοῦ, καὶ ἐπειδὴ μία εἶναι καὶ ἡ κεφαλὴ αὐτῆς, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι μία, καὶ βεβαίως μετὰ μιᾶς κεφαλῆς δύναται νὰ εἶναι εἰς ὀργανικὴ σχέση ζωῆς μόνον ἐν σῶμα»[2]
Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λάθος νὰ ἑρμηνευθεῖ μέσα στὰ στενὰ τοπικὰ ὅρια μίας περιοχῆς, μίας χώρας ἢ μίας αὐτοκρατορίας, ὅπως συνέβαινε κάποτε μὲ τὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Μὲ τὴν καθολικότητα ἐννοοῦνται ὅλα τὰ μέρη στὰ ὁποῖα ἔχει φτάσει τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου καὶ ὑπάρχουν βαπτισμένοι πιστοί, ἐνῶ μέλη τῆς εἶναι ὄχι μόνο οἱ ζῶντες ἀλλὰ καὶ οἱ κεκοιμημένοι, ὅσοι δηλαδὴ ἀνῆκαν, ἀνήκουν καὶ θὰ ἀνήκουν στὸ μυστικὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ «ζώντας τὲ καὶ τεθνεώτας», τοὺς «πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστούς», ὅλων τῶν αἰώνων, εἴτε ζῶντες εἴτε καὶ «πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας εὐηρεστηκότες»[3] καὶ «προαπελθόντες ἐν πίστει ἐκ τῆς ἐπιγείου εἰς τὴν οὐράνιον Ἐκκλησίαν»[4]. Λόγω τῆς καθολικότητας αὐτῆς σὲ κάθε Λειτουργία κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὁ ἱερέας προσεύχεται γιὰ τὴ στρατευμένη[5] Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴ θριαμβεύουσα, γιὰ τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς κεκοιμημένους[6].
Τὸ καθολικό της Ἐκκλησίας ἔχει σχέση μὲ τὴν πίστη στὴ δογματικὴ καθαρότητα, στὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅσα ὑπάρχουν στὴν Ἁγία Γραφή, στὴν ὀρθὴ θεολογία καὶ κατὰ συνέπεια στὴ σωτηριολογία καὶ τέλος στὴ μὴ νόθευση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς δηλαδὴ στὰ μυστήρια καὶ στὴ θεία Λειτουργία. Μὲ ἁπλὰ λόγια ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας ὑπογραμμίζει γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας: «ὅπου ἂν εἶναι ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς, ἐκεῖ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία»[7]. Εἶναι προφανὲς ὅτι, ἡ ἔννοια τῆς καθολικότητας, ὅπως καὶ αὐτὴ τῆς Ἑνότητας, ἐκφράζει τὴν ταυτότητα καὶ τὴν ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκλείοντας ὅλα ἐκεῖνα τὰ στοιχεῖα (αἵρεση, σχίσμα) ποὺ νοθεύουν τὴν ἀδιαίρετη οὐσία της. Κατὰ συνέπεια, ἡ καθολικὴ ἐκκλησία εἶναι μόνο μία, ἐκείνη ποὺ ἔμεινε πιστὴ στὴν δογματικὴ καθαρότητα, στὴν βιβλικὴ καὶ παραδοσιακὴ θεμελίωση, στὴν ὀρθὴ σωτηριολογία, καὶ διατήρησε ἀνόθευτα τὴ θεολογία, τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ μυστήρια.
Ἕνας ἄλλος παράγοντας ποὺ ἐξασφαλίζει τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀποστολικότητά της. Ἡ τελευταία στηρίζεται ταυτόχρονα μὲ τὴν ἱστορικὴ συνέχεια στὴ διαδοχὴ τοῦ ἐπισκοπικοῦ της βαθμοῦ καὶ ἀξιώματος, τὸ ὁποῖο μεταδίδεται μὲ τὴν κανονικὴ Χειροτονία τῶν ἐπισκόπων. Οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦν διαδόχους καὶ συνεχιστὲς τῶν Ἀποστόλων ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Εἶναι στὴ θέση τῶν Ἀποστόλων, ὅσον ἀφορᾶ στὸ ἐπισκοπικό τους καὶ ἱερατικό τους ἀξίωμα, ἀνεξαρτήτως τοῦ χρηστοῦ ἢ ὄχι χαρακτήρα τους. Αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ μαζὶ μὲ τὴν ἑνότητα πίστεως καὶ συνοδικῆς διοικήσεως ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνόθευτο τῶν δογμάτων, διακρίνουν τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἀπὸ κάθε ἄλλη αἱρετικὴ καὶ σχισματικὴ «Ἐκκλησία».
2. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Οἰκουμενικὴ
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορική της πορεία, τὴν ἱεραποστολικὴ δράση της ἀλλὰ καὶ τὸ κήρυγμά της θὰ μποροῦσε καὶ γεωγραφικὰ καὶ ὄχι μόνο πνευματικὰ νὰ θεωρεῖται καθολικὴ ἀλλὰ καὶ οἰκουμενική. Μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχὴ στὸ ποτήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ συμβόλου τῆς ἑνιαίας πίστεως[8]. Ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἤδη οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπὸ τὴ διάδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Τὸ μυστήριο αὐτὸ ἑνώνει ὅλους τους ἀνθρώπους μὲ τὴ συμμετοχή τους στὴν κοινωνία τοῦ σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοὶ παρακαλοῦν μέ τήν προσευχή τους καί κατά τή συμμετοχή τους στή θεία λειτουργία νὰ ἔλθει ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο γιὰ ἐκείνους ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, ἐνῶ δέονται γιὰ τὴν εἰρήνη ὅλου του κόσμου καί ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης[9].
Ἀφοῦ λοιπόν, ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει παγκόσμια προοπτική, γιατί ἀντιδρᾶ στὸ γεγονὸς τῆς Παγκοσμιοποιήσεως; Τὸ παγκόσμιο ὅραμα παραμένει ἡ δυναμικὴ προοπτική της ὀρθοδόξου λατρείας καὶ διδασκαλίας[10]. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ποιμένας τῆς Οἰκουμενικῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἔννοιες οἰκουμενικὸς (γεωγραφικὰ) καὶ καθολικὸς (πνευματικὰ) ταυτίζονται νοηματικά, σχετιζόμενες μὲ τὴν πληρότητα καὶ παγκοσμιότητα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, ὅπως χαρακτηριστικὰ τονίζει ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστὲ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»[11].
Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἵδρυσής της ἔλαβε τὸν χαρακτῆρα μίας Οἰκουμενικῆς Πολιτείας, ὄχι ὅμως ὡς παγκόσμιος – συμπαγὴς ὀργανισμὸς ἀλλά ὡς γαλαξίας τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ποὺ ἡ κάθε μία διατηρεῖ τὴν ταυτότητά της ἀλλὰ ἐναρμονίζεται μὲ τὶς ἄλλες στὴ διδασκαλία καὶ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ[12]. Ἡ Ὀρθοδοξία ἂν καὶ Οἰκουμενικὴ[13] ἀντιστέκεται σθεναρὰ στὴν Παγκοσμιοποίηση. Αὐτὴ (=ἡ Ὀρθοδοξία) δέχεται καὶ σέβεται τὴν ταυτότητα τοῦ κάθε λαοῦ, τοῦ κάθε πιστοῦ ὁποιασδήποτε θρησκείας καὶ διαφυλάσσει τὴ δική της ταυτότητα. Ἀντιστέκεται στὴν πολτοποίηση τῆς θεολογικῆς διδασκαλίας της προσπαθώντας νὰ διδάξει στοὺς ἄλλους τὴν πραγματικὴ ἀλήθεια, ἀφοῦ μόνο ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός ἐνανθρωπήσας Θεός, καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν κονιορτοποίηση τῆς ταυτότητάς της μέσα ἀπὸ τὴν προσπάθεια ἐναρμόνισής της μὲ τὶς διδασκαλίες τῶν ἄλλων θρησκειῶν.
Συνεχίζεται…
[1] Ἐφ. 2, 20.
[2]Χ. Θ. Κρικώνη, Ἡ Αὐθεντία τῆς Ἐκκλησίας, τό Κύρος τῆς Παραδόσεως της καί ἡ Διδασκαλία τῶν Πατέρων, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 244.
[3] Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους , Ι΄, PG 62, 75Β.
[4] Ε. Θεοδώρου, «Ἐκκλησία», Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, ἐκδ. Ἀθ Μαρτίνου, 5 (1964) στ. 483.
[5] Μέ τόν ὅρο στρατευμένη Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ ζωντανοί πιστοί πού ἀγωνίζονται γιά τή σωτηρία τους καί τή Μέλλουσα Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
[6] Μέ τόν ὅρο θριαμβεύουσα Ἐκκλησία ἐννοοῦνται οἱ ἅγιοι καί οί κεκοιμημένοι ἐν πίστει καί μετανοίᾳ. Γιά τή θριαμβέυουσα Ἐκκλησία οἱ πιστοί ἑορτάζουν τίς διάφορες ἑορτές ἀνάμνησης διαφόρων γεγονότων ἀπό τή ζωή καί τήν κοίμηση ἤ τό μαρτύριο τῶν ἁγίων, ἐνῶ κάνουν μνημόσυνα, δωρεές καί τρισάγια γιά τή συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν των κεκοιμημένων.
[7] Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Μαγνησιεῖς Ι, PG 5, 713Α.
[8] Ε. Θεοδώρου, «Ἐςκκλησιολογικές Διαστάσεις τῆς Εὐχαριστιακῆς Θεολογίας», ΘΕΟΛΟΓΙΑ 80: 4 (2009) 67 (45-75)
[9] Ἀ. Γιαννουλάτου, όπ. π., σ. 264.
[10] Αὐτόθι. Πρβλ. Anastasios of Albania, «Τhe Global Vision of Proclaiming the Gospel», The Greek Orthodox Theological Review 43 (1998).
[11] Γαλ. 3, 28.
[13] Αὐτόθι.