Χρήστου Χριστόδουλος
Θεολόγος
- Οι πειρασμοί του Χριστού Στην Καινή Διαθήκη.
Στα συνοπτικά Ευαγγέλια (Ματθ. δ΄ 1-11, Μαρκ α΄ 12-13 & Λουκ. δ΄ 1-13) μετά την διήγηση της βαπτίσεως του Ιησού, που αποτελεί τρόπον τινά, την ενθρόνιση του Ιησού ως Μεσσία, ακολουθεί η διήγηση των πειρασμών του Χριστού υπό του διαβόλου [1] στην έρημο, πριν αρχίσει την δημόσια διδασκαλία Του.
Με τους τρείς πειρασμούς, ο Σατανάς αποπειράθηκε να ανατρέψει και να καθυποτάξει τον Χριστό, στο δικό του θέλημα από την αρχή του δημοσίου βίου Του. Και αυτό, διότι ότι η επιτυχία της Μεσσιανικής αποστολής του Ιησού, θα εσήμαινε το τέλος της δικής του κυριαρχίας.
Η πάλη του Ιησού με τον Σατανά στην έρημο και η απόρριψη των προτάσεών του, ευθύς μετά την επίσημη χρίση του ως Μεσσία κατά το βάπτισμα, και πριν την έναρξη του δημοσίου έργου Του, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την Μεσσιανική συνείδηση που είχε ο Χριστός. Σε αντίθεση με τις επικρατούσες την εποχή του παχυλές μεσσιανικές αντιλήψεις, για ένα Μεσσία επίγειο, δυνατό βασιλέα και ελευθερωτή του Ισραηλιτικού λαού από τον Ρωμαίο κατακτητή, ο Χριστός είχε συναίσθηση της Μεσσιανικής αποστολής Του, ως Υιού του Θεού, ως πνευματικού και αιωνίου σωτήρα της ανθρωπότητος από την αμαρτία και την αιχμαλωσία των δαιμονικών δυνάμεων.
Ότι υποβάλλει ο Σατανάς εις τον Ιησούν δια των τριών πειρασμών του:
α. μεταβολή των λίθων σε άρτους, δια να χορτάσει με υλικά αγαθά
β. θαυματουργική πτώση από το πτερύγιο του ναού και διάσωσή Του με παρέμβαση των αγγελικών δυνάμεων, έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τα πλήθη και
γ. προσκύνηση του Σατανά προς επίτευξη της κυριαρχίας επί όλων των βασιλέων του κόσμου, αντιστοιχεί ακριβώς με την σύγχρονη περί Μεσσίου Ιουδαϊκή αντίληψη.
Είναι αξιοσημείωτο επίσης, ότι με τους δύο πρώτους πειρασμούς ο διάβολος επιχειρεί να αποσπάσει από τον Ιησού την πληροφορία ότι είναι Υιός του Θεού. Ο Χριστός απορρίπτει και τους τρεις πειρασμούς, απαντώντας πάντοτε με χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, χωρίς να δίνει απάντηση εάν είναι Υιός του Θεού.
- Η ουσία των πειρασμών.
Με την παρακάτω βαθύτερη ανάλυση των πειρασμών, θα γίνει πιο κατανοητή η ουσία αυτών :
α. Ο λαός περίμενε ένα Μεσσία ικανό να χορτάσει όλους τους πεινώντες. Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι μετά το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων ανδρών στην έρημο, ο όχλος εντυπωσιάστηκε και πείστηκε ότι «ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης, ο ερχόμενος εις τον κόσμον». Γι’ αυτό ζητούσε ευκαιρία να αρπάξει τον Ιησού και να τον ανακηρύξει βασιλέα (Ιωαν. στ΄ 14-15).
Η εισήγηση του Σατανά κατά τον πρώτο πειρασμό (στα Ευαγγέλια Ματθαίου και Λουκά) φαίνεται να είναι ότι, πρέπει να μετατρέψει θαυματουργικά τους λίθους σε άρτους, για άμεση κάλυψη της ανάγκης Του, δηλ. να χορτάσει την πείνα Του. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε, κατά τον διάβολο, να αποδείξει ότι ήταν αληθινή η διακήρυξη του Θεού Πατρός «ούτος έστιν ο υιός μου ο αγαπητός» (Ματθ. γ΄ 17). Διαφορετικά, εάν δεν αποδείκνυε με θαύμα την θεϊκή του ιδιότητα, θα μπορούσε κανείς να αμφιβάλλει για την πραγματική σχέση Του με τον Πατέρα. Ο Ιησούς με την απάντηση Του βρίσκει τρόπο να ξεφύγει από αυτό το ψευτοδίλημμα. Απαντά στον διάβολο με την Γραφική ρήση: «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλά επί παντί ρήματι εκπορευομένω δια στόματος Θεού». Με την απάντησή Του εννοεί ότι, η παράταση της ζωής του ανθρώπου δεν εξαρτάται μόνο από την υλική τροφή, αλλά κυρίως από το θέλημα του Θεού. Εάν ο Θεός το θελήσει, ο άνθρωπος μπορεί να ζήσει είτε έχει, είτε δεν έχει υλική τροφή.
β. Κατά τον β΄ πειρασμό της διηγήσεως του Ματθαίου (γ΄ κατά την διήγηση του Λουκά), ο Σατανάς εισηγείται στον Ιησού να κάνη κάποιο θεαματικό και εντυπωσιακό θαύμα, να πέσει δηλ. από το πτερύγιο του Ναού (ένα σημείο υψηλό, κάτι σαν καμπαναριό) κάτω και να μην πάθει τίποτα, αφού ο Θεός θα τον προστατεύσει και οι άγγελοι θα τον αρπάξουν στον αέρα «μήποτε προσκόψει προς λίθον τον πόδα του» (να μην σκοντάψει το πόδι του σε πέτρα). Αυτό το εντυπωσιακό γεγονός, κατά τον Σατανά, θα έκανε τους ανθρώπους να καταπλαγούν και να τον ακολουθήσουν ως Μεσσία.
Είναι γεγονός ότι καθ’ όλη την δημόσια δράση του Ιησού, οι Ιουδαίοι ζητούν συνεχώς κάποιο θαύμα «σημείον από του Ουρανού» (Μαρκ. η΄ 11) ώστε να πιστεύσουν ότι αυτός είναι πράγματι ο Μεσσίας. Αργότερα στον κήπο της Γεθσημανής ο Ιησούς αρνείται να χρησιμοποιήσει «λεγεώνα αγγέλων» (Ματθ. κστ΄53) για να αποφύγει την σύλληψη. Κατά την Σταύρωση Του στον Γολγοθά, αρνείται να κατέβει από τον Σταυρό, για να εντυπωσιάσει τους Σταυρωτές Του και να τους πείσει ότι είναι Υιός του Θεού.
Στον δεύτερο πειρασμό, ο Ιησούς απορρίπτει την εισήγηση του Σατανά, να επιβληθεί ως Μεσσίας δια της εύκολης οδού, του εντυπωσιασμού των ανθρώπων με εκπληκτικά θαύματα. Αντ’ αυτού, ζητά από τους ανθρώπους να τον ακολουθήσουν από αγάπη και φιλότιμο, διότι έχυσε πάνω στον Σταυρό το αίμα Του και για τον τελευταίο αμαρτωλό. Ζητά να Τον ακολουθήσουν, όχι από έντονα συναισθήματα της στιγμής, αλλά όταν έχουν αποκτήσει βαθύτερη κατανόηση του έργου Του και του σκοπού της δικής τους ζωής.
Τέλος θα μπορούσαμε να αναφέρουμε παρενθετικά ότι, ακριβώς τον εντυπωσιασμό ήθελε να αποφύγει ο Χριστός κατά την ενσάρκωσή Του, όταν γεννήθηκε από μια απλή κόρη, στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ, με τον πιο απλό ταπεινό και αθόρυβο τρόπο. Εάν επιδίωκε να επιβληθεί ως Μεσσίας στους ανθρώπους, θα ερχόταν ως Θεός με αγγέλους, με δύναμη και δόξα πολλή. Αλλά τότε πια αξία θα είχε η πίστη των ανθρώπων; Θα ήταν πίστη, όχι ελεύθερη, αλλά από πειθαναγκασμό. Θα είχε παραβιάσει την ελευθερία των ανθρώπων. Θα ήσαν υποχρεωμένοι να υποταχθούν στην ανωτέρα δύναμη, στον Θεό.
γ. Ο τελευταίος πειρασμός του Σατανά (β΄ κατά την διήγηση του Λουκά) ορθώς τοποθετείται τελευταίος από τον Ματθαίο, διότι αποτελεί το αποκορύφωμα όλων, το απόγειο του θράσους του διαβόλου. Ζητεί από τον Χριστό να κυριαρχήσει εις «πάσας τας βασιλείας του κόσμου» αφού προσκυνήσει τον διάβολο. Είναι ακριβώς αυτό που ανέμενε ο επίσημος Ιουδαϊσμός από τον Μεσσία. Βεβαίως ,ο διάβολος στον πειρασμό αυτόν ψεύδεται, διότι παρουσιάζει ότι όλες οι Βασιλείες του κόσμου του ανήκουν, ενώ τον τελευταίο λόγο τον έχει πάντα ο Θεός.
Ο Ιησούς με την απάντηση Του, αλλά και με όλη την ζωή Του δείχνει ότι δεν είναι ο κατακτητής Μεσσίας, που θα κατεξουσιάσει τα έθνη, όπως ήθελαν οι Ιουδαίοι, αλλά ο ταπεινός Δούλος του Θεού, ο υπάκουος στον Θεό Πατέρα Υιός μέχρι Σταυρικού Θανάτου (πρβλ: «εγένετο υπήκοος άχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού»).
Η τελευταία αυτή θρασεία προσφορά του διαβόλου, εξαναγκάζει τον Κύριο να εκδιώξει τον πειράζοντα σατανά με τις λέξεις: «ύπαγε οπίσω μου σατανά» (κατά μερικούς ερμηνευτές θα έπρεπε να είπε μόνο «ύπαγε Σατανά») και να του υπενθυμίσει ότι στην Αγία Γραφή αναγράφεται ότι η λατρεία ανήκει μόνον στον Θεό: «γέγραπται γαρ, Κύριον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσει». Την ίδια ακριβώς επιτίμηση απηύθυνε αργότερα και στον μαθητή Του Πέτρο, ο οποίος εισηγήθηκε, όπως ο διδάσκαλος Του, αποφύγει το Πάθος: «ύπαγε οπίσω μου Σατανά, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων» (Μαρκ. η΄ 33).
Αξιοσημείωτο είναι ότι την φράση, που χρησιμοποιεί ο Σατανάς, στους δύο πρώτους πειρασμούς «ει Υιός ει του Θεού …» την χρησιμοποιούν ξανά κατά την διάρκεια της σταυρώσεως, «οι παραπορευόμενοι και οι αρχιερείς μετά των γραμματέων». Αυτοί με σαρκασμό και ειρωνεία, απευθυνόμενοι στον Ιησού του λέγουν: «ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του Σταυρού» (Ματθ. κζ΄ 40). Με την φράση αυτή «ει υιός ει του Θεού», και με όσα εισηγείται ο Σατανάς μέσω των πειρασμών στον Χριστό, του ζητά, να αρνηθεί την αποστολήν Του, ως υιός απόλυτα υπάκουος στον Πατέρα, και να χρησιμοποιήσει την θεϊκή Του δύναμη, για να επιβληθεί ως πολιτικός Μεσσίας, πράγμα το οποίον θα Τον απήλασσε από το Πάθος. Ο Ιησούς απορρίπτει ρητά και με βδελυγμία αυτή την πρόταση, διότι έχει πλήρη συναίσθηση ότι δεν πρέπει να κάνει το δικό Του θέλημα, αλλά το θέλημα του «πέμψαντος Αυτόν Πατρός». Έχει έντονη συνείδηση ότι είναι ο Υιός ο «υπήκοος μέχρι θανάτου» (Φιλιπ.Β΄8) θανάτου δε Σταυρού. Επιπλέον, στηρίζει την θαυματουργική Του δύναμη στην υπακοή προς τον Θεό Πατέρα και την χρησιμοποιεί, μόνον όταν το απαιτεί η αποστολή Του.
- Ηθικά συμπεράσματα από το τούς πειρασμούς του Χριστού.
α. Ο διάβολος είναι υπαρκτή πνευματική οντότητα και όχι μια αόριστη δύναμη κακού. Πειράζει συνεχώς τους ανθρώπους, κάνοντας τους δελεαστικές προτάσεις να κάνουν πράξεις αντίθετες προς το θέλημα του Θεού. Οι προτάσεις του επιμένουν και κλιμακώνονται αρχίζοντας από τα υλικά αγαθά. (π.χ. κάνει το θέλημά μου και θα σου προσφέρω άφθονα χρήματα και υλικά αγαθά), προχωράει στην ικανοποίηση της φιλοδοξίας (κάνε το θέλημά μου και θα κάνεις εντυπωσιακά πράγματα, θα γίνεις γνωστός, θα δοξασθείς) και τέλος απαιτεί να τον προσκυνήσουν ως Θεό, υποσχόμενος κοσμική δόξα πλούτο και δύναμη.
Αφού ετόλμησε να πειράξει τον Χριστό είναι βέβαιο, ότι πειράζει κάθε άνθρωπο, εκμεταλλευόμενος τα αδύνατα σημεία του χαρακτήρα του. Το πρώτο του μέλημα, που δεν φαίνεται από τους πειρασμούς του Χριστού, είναι να πείσει τον άνθρωπο ότι δεν υπάρχει. Εάν το πετύχει έχει κερδίσει σχεδόν το παιχνίδι, διότι ξέρει να δρα κρυβόμενος και δρα εκ του ασφαλούς. Είναι μεγάλο κεφάλαιο να απαριθμήσει κανείς τις άπειρες μεθοδείες του με τις οποίες πλανά ή προσπαθεί να πλανήσει τον άνθρωπο. Σχεδόν πάντα ψεύδεται. Όταν όμως λέει την αλήθεια, όπως τότε στους Φιλίππους για τον Παύλο και τον Σίλα, ότι είναι άνθρωποι του Θεού, οι οποίοι καταγγέλλουν «οδόν σωτηρίας» (Πραξ. ιστ΄ 17), το κάνει για λόγους σκοπιμότητος, κυρίως για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων, ώστε να τους πλανήσει σε ευθετότερο χρόνο.
β Ο σατανάς και τα όργανά του, έχουν την δυνατότητα να κάνουν «παράδοξα» πράγματα προς εντυπωσιασμό των ανθρώπων, όπως το ότι μετέφεραν τον Ιησού στο «πτερύγιο» του Ναού και «εις όρος υψηλόν». Πειράζουν τον άνθρωπο μέχρις ενός ορισμένου σημείου, όσο τους επιτρέψει ο Θεός. Εάν ο πειρασμός παρετείνετο εις το διηνεκές, θα ήταν δύσκολο ένας άνθρωπος να ξεφύγει από τα χέρια τους. Μετά τον ωρισμένο από τον Θεό χρόνο του πειρασμού, αφήνουν ελεύθερο τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και ο αδελφόθεος Ιάκωβος συνιστά «αντίστητε τω διαβόλω και φεύξεται αφ΄ υμών» δηλ. να αντιστέκεστε στον διάβολο και θα φύγει από σας (Ιακ. δ΄ 7).
γ. Ο διάβολος έχει πολλές γνώσεις και ικανότητες αλλά δεν είναι ούτε παντογνώστης, ούτε παντοδύναμος. Βλέπουμε στους πειρασμούς του Χριστού, ότι προσπαθούσε να μάθει αν ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού. Ο Χριστός με τις απαντήσεις του δεν του επέτρεψε να το μάθει.
δ Ο διάβολος δεν γνωρίζει το μέλλον και δεν είναι πανταχού παρών. Μόνο εικασίες για το μέλλον μπορεί να κάνει, όσο του επιτρέπουν τα γεγονότα. Γι’ αυτό και μέσω του όχλου των Ιουδαίων, συνέβαλε πολύ στην «θανάτωση» του Ιησού. Δεν μπορούσε όμως να προβλέψει τι θα συνέβαινε με την «εις Άδου κάθοδον» Αυτού και την Ανάστασή Του. Εκεί, νομίζοντας ότι ο θάνατος του Χριστού θα εσήμαινε και το τέλος του Μεσσιανικού Του έργου, απατήθηκε οικτρά, «πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε» κατά τον Ιερό Χρυσόστομο. Διότι «ενεπέχθη και επικράνθη» αφού η εις Άδη κάθοδος του Χριστού «εσκύλευσε τον Άδη» δηλ. λάφυραγώγησε τον Άδη, παίρνοντας του τους νεκρούς που ακολούθησαν τον Χριστό Αναστάντα στον Παράδεισο.
ε. Ένα σπουδαίο θεολογικό ζήτημα, που αναφύεται από τους πειρασμούς του Κυρίου, είναι κατά πόσον ο Χριστός ως Θεάνθρωπος, ήτο δυνατόν να αμαρτήσει. Ο Ιησούς ως Θεός κατά φύση ήτο «απείραστος κακών» (Ιακ. α΄ 13) «πειράζει δε αυτός ουδένα» δηλ. ο Θεός ούτε μπαίνει σε πειρασμό από το κακό, ούτε βάζει σε πειρασμό κανένα. Ο Θεός ως παντοδύναμος μπορεί να πράξη κακό, αλλά δεν θέλει. Ο Αγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει: «Ο Θεός μεν όσα θέλει δύναται, ουχ όσα δε δύναται θέλει-δύναται δε απολέσαι τον κόσμον, ου θέλει δε» (Ιωαν. Δαμασκ. ΄Εκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως α΄ 13, MIGNE ΡΕ 94 σελ. 1081 και εξής)
στ. Παρά ταύτα, επειδή ο Χριστός δεν ήταν μόνο Θεός αλλά και τέλειος άνθρωπος. Θεωρητικά ήτο δυνατόν να αμαρτήσει κάνοντας παρακοή στο θέλημα του Θεού. Με τους πειρασμούς, η ηθική του ελευθερία δοκιμάστηκε, αλλά ο Ιησούς παρέμεινε «υπήκοος μέχρι θανάτου» στο θέλημα του Θεού. Ο διάβολος μη γνωρίζοντας την πραγματική του φύση (διότι δεν είναι παντογνώστης) τον επείραξε.
- Ο Ιησούς Χριστός, ως άνθρωπος ενίκησε την αμαρτία με δύο τρόπους:
α. Είχε σε απόλυτο βαθμό την αρετή της ταπεινοφροσύνης, σε αντίθεση με τον εγωισμό των πεσόντων αγγέλων και των πρωτοπλάστων. Είναι γνωστό βεβαίως ότι η αμαρτία σε τελευταία ανάλυση δεν είναι τίποτα άλλο από εγωισμός, διότι είναι ανυπακοή στο θέλημα του Θεού.
β. Ο Χριστός εκτός από την τέλεια υπακοή Του στο θείο θέλημα, χρησιμοποίησε επίσης και το όπλο της προσευχής. Στην Γεθσημανή π.χ. βλέποντας ως Θεός το επικείμενο μαρτύριο του Σταυρού σε όλες τις λεπτομέρειες, φαίνεται ως άνθρωπος να δειλιάζει και να απωθεί το πικρό ποτήρι του θανάτου με το: «πάτερ, ει βουλεί παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού· πλήν μή το θέλημά μου, αλλά το σόν γινέσθω» (Λουκ. κβ΄ 42) «ώφθη δε αυτώ άγγελος αντ’ ουρανού, ενισχύων αυτόν και γενόμενος επ’ αγωνία εκτενέστερον προσηύχετο» (Λουκ. κβ΄ 43). Δηλ. προηγήθηκε μια εσωτερική πάλη. Στην συνέχεια με την προσευχή έτυχε άνωθεν θείας βοηθείας, ενισχυθείς από τον άγγελο και έτσι νίκησε τον πειρασμό της δειλίας.
Κάτι τέτοιο όμως, δηλ. προσευχή να τους ενισχύσει ο Θεός, δεν έγινε ούτε από τους «πεπτωκότες» αγγέλους, ούτε από τους πρωτοπλάστους. Οι πρωτόπλαστοι κλονίστηκαν προ του πειρασμού, αλλά αντί να τον αποκρούσουν μετά βδελυγμίας, συζητούν με τον διάβολο, και αυτό είναι ήδη πτώση. Διότι, με την συζήτηση, θέτουν σε ίση μοίρα τους λόγους του Θεού, με εκείνους του όφεως-διαβόλου. Τελικά πείθονται από τον ψευδή λόγο του διαβόλου το «και έσεσθε ως θεοί» και διαλέγουν τον δρόμο της αυτονομήσεως από τον Θεό. Μένοντας αμετανόητοι χάνουν την χάρη του Θεού και την προστασία Του και γίνονται άθυρμα (παιχνίδι) των δαιμονικών δυνάμεων. Εάν είχαν επικαλεσθεί τον Θεό, για την αντιμετώπιση του πειρασμού, θα εισηκούοντο και θα ετύγχανον θείας βοηθείας, διότι ήσαν ακόμα καθαροί και αναμάρτητοι. Αντ’ αυτού η Εύα απομονώθηκε από τον διάβολο και άρχισε διάλογο μαζί του. Είναι πιθανόν ο Αδάμ να είχε και αυτός συζητήσει μόνος με τον διάβολο αλλά ως φαίνεται δεν παρασύρθηκε.
- Οι Πειρασμοί του Χριστού είναι πειρασμοί και για κάθε άνθρωπο.
Και οι τρεις πειρασμοί που προαναφέραμε, είναι πολύ ισχυροί : Η ορμή προς αυτοσυντηρησία για να ικανοποιηθεί, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο και στα άκρα και μέχρι εγκλήματος. Έπειτα, το χρήμα και τα υλικά αγαθά ασκούν ισχυρότατη έλξη στον άνθρωπο και του δίνουν και την ψευδαίσθηση της μακράς επιβιώσεως. Είναι γεγονός, ότι η ψυχή του ανθρώπου αισθάνεται «αθάνατη» και όταν λείπει η ελπίδα της πραγματικής αναστάσεως μέσω του Χριστού, ο άνθρωπος ζητά υποκατάστατα και γαντζώνεται στα υλικά αγαθά. Τέλος, η φιλαρχία είναι και αυτή σφοδρή επιθυμία ριζωμένη στην καρδιά του ανθρώπου. Μπορεί να ικανοποιήσει και τις δύο προηγούμενες.
Έτσι τα υλικά αγαθά, η φιλοδοξία και η φιλαρχία είναι οι τρεις πειρασμοί με τους οποίους ο διάβολος πειράζει κάθε άνθρωπο, προσπαθώντας να τον οδηγήσει σε ανυπακοή στο θείο θέλημα. Με τα υλικά αγαθά συνδέεται η φιληδονία που είναι και αυτή ισχυρότατος πειρασμός. Όλοι οι άλλοι πειρασμοί στη ζωή του ανθρώπου είναι παρακλάδια ή συνδυασμοί των τριών που αναφέρουμε. Μόνο η πίστη στον Θεό, η ταπείνωση και η υπακοή στο θέλημά Του θα ακυρώσει τις μεθοδείες του διαβόλου.
[1] Σατανάς, στα Εβραϊκά σημαίνει κατήγορος στο δικαστήριο. Στην Αγία Γραφή Σατανάς
χαρακτηρίζεται ο διάβολος, κατήγορος των ανθρώπων.