Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
κατὰ τὴν ὀρθόδοξη θεολογία
Βασιλείου Ἀθ. Τσίγκου
Ἀναπλ. Καθηγητῆ Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Στὴν πατερικὴ γραμματεία, στὶς ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀκόμη δὲ καὶ σὲ μεταγενέστερα μνημεῖα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας, ὅπως καὶ σὲ μὴ σχολαστικῆς ἐπίδρασης νεότερα ἐγχειρίδια Δογματικῆς, δὲν ὑπάρχει πλήρης καὶ ἀκριβὴς ὁρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας(1). Αὐτὸ ἐξηγεῖται εὔκολα, ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ Πατέρες ἀποτελοῦσαν ὀργανικὰ μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ζοῦσαν τὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶχαν σαφέστατη ἀντίληψη γιὰ τὸ τί εἶναι πραγματικὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ζωή της. Συνεπῶς, δὲν ἔνιωθαν τὴν παραμικρὴ ἀνάγκη νὰ τὴν ὁρίσουν καὶ νὰ τὴν περιορίσουν σ’ ἕνα λογικὸ ὁρισμό, παρὰ μόνον ἀρκοῦνταν πρωτίστως σὲ αὐτὰ ποὺ ὁμολογοῦσαν διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως: «Πιστεύω… εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν».
Ὁ χαρακτηρισμὸς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο τῆς Ἐκκλησίας ὡς «μεγάλου μυστηρίου»(2) καθιστᾶ ἀδύνατη κάθε ἀπόπειρα νὰ δοθεῖ πλήρης καὶ περιεκτικὸς ὁρισμός της, πολὺ δὲ περισσότερο, νὰ προσδιορισθοῦν ἡ φύση καὶ ἡ οὐσία της. Παρὰ ταῦτα, μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀρκεσθεῖ στὴν κατανόηση καὶ σημασία τῶν περιγραφῶν καὶ ἐξεικονίσεων, μὲ τὶς ὁποῖες προσεγγίζουν τὴν Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ ὄντως πρωτότυπο τρόπο καὶ περιγραφικὸ λόγο θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς χαρισματικὸ σῶμα, ὡς «σῶμα Χριστού»(3), ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ μέλη, τὰ ὁποῖα ἔχουν λάβει τὰ πολυποίκιλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ μὲ χαρισματικὲς λειτουργίες ὅλων τῶν μελῶν της φανερώνει τὸ συγκροτούμενο ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας». Σημειωτέον ὅτι ἡ εἰκόνα τοῦ σώματος, ὅπως καὶ οἱ πολλὲς ἄλλες βιβλικὲς περιγραφὲς καὶ ἐξεικονίσεις («ἄμπελος», «οἶκος Θεοῦ», «ποίμνη Κυρίου» κ.ἄ.), ποὺ χρησιμοποιοῦνται σὲ ὅλα τὰ πατερικὰ συγγράμματα, σὲ καμμία περίπτωση δὲν σημαίνει ὅτι ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ προσεγγίσουν, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ ἑρμηνεύσουν, τὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας.
Δίχως νὰ τολμήσουμε νὰ ὁρίσουμε, ἀλλὰ μόνο νὰ περιγράψουμε, Ἐκκλησία νοεῖται ὁ οἶκος τοῦ Πατρός, ὅπου λειτουργεῖται ἀκατάπαυστα τὸ μυστήριο τῆς προσφερόμενης ζωῆς τοῦ Υἱοῦ του, στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «συνεργεῖ»(4), ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ καταστεῖ μέτοχος καὶ κοινωνὸς τῇ παρακλήσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «τόπος» καὶ ὁ «τρόπος» τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνεχιζόμενης παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μέχρι τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων καὶ γίνεται γνωστὴ ὡς συνεχὴς πορεία μίας ζωντανῆς ἱστορικῆς κοινότητας, ποὺ ὁδεύει πρὸς τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει συσταθεῖ ἀπὸ τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς ἐνανθρώπησης. Εἶναι, δηλαδή, τὸ σῶμα τοῦ σαρκωμένου Λόγου· εἶναι τὸ σῶμα τῆς Κεφαλῆς καὶ σὲ αὐτὴν ὀφείλει τὴ φανέρωσή της. Ἡ Ἐκκλησία ἀναπλάσθηκε μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου καὶ ἀποτελεῖ τὴ νέα δημιουργία, τὴν «καινὴ κτίση» καὶ «καινὴ ζωὴ» τῆς Καινῆς Διαθήκης. Εἶναι πράγματι ὁ ἀληθὴς Χριστός, ὡς ἐπέκταση καὶ πλήρωμα τῆς ἐνσάρκωσης, ἡ ὁποία συνεχίζεται καὶ συντελεῖται ἐντὸς τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ ζῶντος Χριστοῦ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι Αὐτὸς ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ» εἶναι ἕνας θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὁ ὁποῖος ἐκφράζεται ὡς «κοινωνία ἀναπλάσεως», ἀνακαινισμοῦ καὶ «θεώσεως» τῶν μελῶν της. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς παρουσίας της στὸν κόσμο εἶναι ἡ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου, στὸν ὁποῖο αὐτὸς ζεῖ.
Ἡ Ἐκκλησία, κατὰ τὸν Νικόλαο Καβάσιλα, φανερώνεται, σηματοδοτεῖται καὶ προβάλλει τὴν ταυτότητά της πραγματικὰ στὰ ἱερὰ μυστήρια. Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ, ἀναφέρει, «σημαίνεται ἐν τοῖς μυστηρίοις» καὶ «διὰ τῶν μυστηρίων σῶμα οὖσα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους»(5). Ἡ φύση καὶ ὁλόκληρη ἡ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μυστηριακή. Τὰ ἱερὰ μυστήρια εἶναι ὁ ἄξονας καὶ ἡ ψυχὴ τῆς ὑποστάσεως καὶ ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Στὴ θεία λατρεία συναντᾶται, συγκροτεῖται, οἰκοδομεῖται, αὐξάνει καὶ πληροῦται ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ τὴν Ἐκκλησία ὡς «σῶμα Χριστοῦ», ὡς χαρισματικὸ σῶμα, ἀποτελούμενο ἀπὸ μέλη ποὺ ἔχουν προικισθεῖ μὲ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ πατερικὴ διδασκαλία στὸ σύνολό της καὶ ἰδιαιτέρως ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἑρμηνεύουν ξανὰ καὶ ξανὰ τὴ σχετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀπὸ τὴν πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του. Ὅσα δὲ ἀφοροῦν στὰ πολυποικίλα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργήματα καὶ τοὺς θεσμοὺς ἔχουν σαφῶς ἁγιογραφικὴ θεμελίωση(6).
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ χαρίσματα καὶ διακονήματα καὶ λειτουργήματα ἀποτελοῦν θεσμούς, ποὺ καθιερώθηκαν μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀμέσως μετὰ τὴν ἀναφορά του στὴ διανομὴ καὶ διαίρεση τῶν χαρισμάτων, τῶν διακονιῶν καὶ τῶν ἐνεργημάτων ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεύμα(7) ἀναφέρεται στὰ ποικίλα ἐκκλησιαστικὰ λειτουργήματα. Αὐτὰ θεωροῦνται ὡς χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως καὶ οἱ θεσμοί, τοὺς ὁποίους ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός· «καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, ἔπειτα χαρίσματα…»(8).
Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀναθέτει σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς βαπτισμένους διάφορα λειτουργήματα καὶ διακονήματα «πρὸς καταρτισμὸν τῶν ἁγίων, εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ»(9). Τὰ μέλη τοῦ προικίζονται μὲ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ διανομὴ τῶν χαρισμάτων γίνεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «καθὼς βούλεται» μὲ σκοπὸ τὴν κοινὴ ὠφέλεια, «πρὸς τὸ συμφέρον», ποὺ εἶναι ἡ οἰκοδομὴ καὶ αὔξηση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Σὲ κάθε πιστὸ δίδεται τὸ χάρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο φανερώνεται ἡ ἁγιοπνευματικὴ ἐνέργεια, γιὰ τὴν ὠφέλεια ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας· «ἑκάστῳ δὲ δίδοται ἡ φανέρωσις τοῦ Πνεύματος πρὸς τὸ συμφέρον»(10).
Ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση τῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχουν λάβει τὰ μέλη τῆς ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὁδηγεῖ στὴν ἀλληλοσυμπλήρωση ὅλων τῶν μελῶν. Αὐτὴ γίνεται συγκεκριμένη πράξη καὶ νοηματίζεται πλήρως πρωτίστως καὶ κυρίως στὴν εὐχαριστιακὴ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας(11). Ἄλλωστε, δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ μόνιμα θεσμικὰ λειτουργήματα τοῦ διακόνου, τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ ἐπισκόπου ἀναπτύχθηκαν μὲ βάση τὴν εὐχαριστιακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας(12).
Ὅλα τὰ χαρίσματα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι λειτουργικά, καθὼς συνδέονται μὲ τὸ μυστήριό της Θείας Εὐχαριστίας. Ὁποιαδήποτε ἄλλη θεώρησή τους ἔξω καὶ μακρὰν τοῦ εὐχαριστιακοῦ πλαισίου ἐμπεριέχει τὸν κίνδυνο νὰ ὁδηγήσει σὲ κοσμικὲς προσεγγίσεις καὶ ἀξιολογήσεις γιὰ τὰ χαρίσματα. Ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ ἡ ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ εἶναι εὐχαριστιακὴ καὶ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν εὐχαριστιακὴ ἐμπειρία της. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας προέρχεται ἀπὸ τὴ Θεία Εὐχαριστία καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ χαρίσματα καὶ τὰ λειτουργήματα συνιστοῦν τὰ ἀπαραίτητα δομικά της συστατικά.
Σύμφωνα μὲ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο μέσα στὸ σῶμα «ὅλοι εἶναι μέλη, καὶ διαφοροποιοῦνται ὡς μέλη. Ἡ κεφαλὴ βρίσκει πληρότητα στὸ ὅλο σῶμα, καὶ τὸ ὅλο σῶμα στὴν κεφαλή»(13). Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου ὑπάρχει ἕνα σῶμα, τουτέστιν ἄνδρες καὶ γυναῖκες σὲ σχέση «ἰσοτιμίας» μεταξύ τους. Τὸ σῶμα αὐτὸ συναπαρτίζουν οἱ κληρικοὶ (ἐπίσκοποι, οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ διάκονοι) καὶ οἱ λαϊκοί. Κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος ἔχει προικισθεῖ μὲ τὰ διάφορα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅλα τὰ χαρίσματα εἶναι πλήρως καὶ ὀργανικῶς συνυφασμένα καὶ ἐνταγμένα ὡς λειτουργίες καὶ διακονήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Τὰ μέλη αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι βεβαίως διαφορετικὰ μεταξύ τους, ὡστόσο στὴν πραγματικότητα ἔχουν ἕνα κοινὸ γνώρισμα, τὸ ὁποῖο τὰ συνέχει καὶ τὰ συντηρεῖ. Τὸ σῶμα χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἑνότητα πολὺ διαφορετικῶν μελῶν. Ἐὰν τὰ μέλη δὲν ἦταν διαφορετικά, δὲν θὰ ὑπῆρχε καθόλου σῶμα. Ἐὰν ὅλα τὰ μέλη εἶχαν τὰ ἴδια χαρίσματα καὶ κατεῖχαν τὴν ἴδια θέση στὴν Ἐκκλησία, τότε θὰ ἦταν ὅλοι ἕνα μέλος καὶ δὲν θὰ ἀποτελοῦσαν ἕνα ἄρτιο σῶμα ἀπαρτιζόμενο ἀπὸ διάφορα μέλη. Ἐὰν πάλι τὰ μέλη ἦταν μόνο διαφορετικά, δὲν θὰ σχημάτιζαν ἑνότητα καί, συνεπῶς, δὲν θὰ ὑπῆρχε σῶμα.
Ἔχοντας τὰ ἀνωτέρω ὑπ’ὄψιν, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει κανένα δίλημμα γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ἡ κεφαλὴ στὴν Ἐκκλησία, ὁ κλῆρος ἢ ὁ λαός. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχουν ἔρεισμα οἱ ἀξιολογικὲς κρίσεις σὲ ἀνώτερα μέλη (κλῆρος) καὶ σὲ κατώτερα (λαός). Δὲν ὑφίσταται καμμία τέτοιου εἴδους διάκριση. Ὑπάρχει ἁπλῶς ἰσότιμη καὶ ζωντανὴ κοινωνία ἱερέων καὶ λαοῦ, ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων, καθὼς ὅλοι συναποτελοῦν μέλη τοῦ κοινοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν, κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο(14), δὲν ἔχουμε μία χαρισματικὴ ἀριστοκρατία ἢ ἕναν κοσμικῆς φύσεως ἐκλεκτισμό, ἀλλὰ ἰσοτιμία μελῶν, μία, θὰ λέγαμε, δημοκρατικὴ πνευματοκρατία, μία ἀντίδοση τῶν χαρισμάτων τους.
Ἡ ποικιλομορφία καὶ πολυποικιλότητα τῶν χαρισμάτων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ, κατὰ διάφορο τρόπο, ἐνεργοποίησή τους νοεῖται πάντοτε στὸ πλαίσιο τῆς κοινότητας, χάριν τῆς ζωῆς, τοῦ κοινοῦ συμφέροντος καὶ τῆς οἰκοδομῆς ὁλοκλήρου του σώματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὰ χαρίσματα δὲν ἔχουν ἀξία καθ’ ἑαυτά, ἀλλὰ μόνο ὡς λειτουργήματα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μεταξὺ τῶν διαφόρων λειτουργημάτων δὲν ὑπάρχει ἀγεφύρωτο διάστημα, ἀλλὰ ἐγγύτητα, συνυπάρξη καὶ συλλειτουργία, χάριν τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀναγκῶν ὅλης της κοινότητας. Γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ ἀλληλεξάρτηση καὶ ἡ σχέση κοινωνίας ὅλων τῶν λειτουργημάτων καὶ χαρισμάτων, μὲ κοινὸ σκοπὸ τὴν οἰκοδομή, τὴν προκοπή, τὴν ἑνότητα καὶ αὔξηση ὅλου τοῦ σώματος.
Τὸ χαρισματικὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι προφανὲς ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ χωρὶς τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν ὀργανικὴ σύνδεση καὶ ἑνότητα λαοῦ καὶ ἱεραρχίας. Εἶναι εὐνόητο ὅτι χωρὶς λαὸ δὲν ἔχουμε ἱεραρχία καὶ χωρὶς ἱεραρχία ὁδηγούμεθα σὲ μία προτεσταντικὴ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κλῆρος (ἢ ἄλλως τὸ ἱερατεῖο) δὲν ἀποτελεῖ ξεχωριστὸ σῶμα ἔξω ἢ πάνω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ εἶναι ὀργανικὰ ἐνταγμένος στὸ ἕνα σῶμα της. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ταυτότητα καὶ τὰ λειτουργήματα τῶν λαϊκῶν ἐντάσσονται πλήρως στὴν οὐσία τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς.
Κλῆρος καὶ λαὸς συναπαρτίζουν τὸ ἕνα καὶ κοινὸ σῶμα. Ἄλλωστε, ὁποιοδήποτε χάρισμα ἡ λειτούργημα ἔχει λόγο ὕπαρξης μόνον ὅταν ὁδηγεῖ τοὺς πιστοὺς στὴν ἑνότητά τους καὶ συμβάλλει στὴν οἰκοδόμηση καὶ αὔξηση τοῦ σώματος. Ὅπως στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ὅλα τὰ μέλη συνεργάζονται γιὰ τὴν ὕπαρξη, εὐεξία καὶ κανονικὴ λειτουργία του, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ λαϊκοὶ (ὁ λαός) στὴν Ἐκκλησία ὀφείλουν νὰ μὴ ρίχνουν «τὸ πᾶν ἐπὶ τοὺς ἱερέας, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ» νὰ φροντίζουν γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἐκκλησία μιὰ καὶ ἀμφότεροι συναποτελοῦν τὸ «κοινὸ σώμα»(15).
Στὸ ἕνα κοινὸ σῶμα κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ διακρίνονται μὲ βάση τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχουν ἀναλάβει διαφορετικὰ λειτουργήματα καὶ ἐξ αὐτοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει διάκριση σὲ ἀνώτερα καὶ κατώτερα μέλη, παρὰ μόνον οὐσιαστικὴ ἰσοτιμία ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος. Ἐξάπαντος, κλῆρος καὶ λαὸς εἶναι ἰσότιμα μέλη τοῦ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀδιασπάστως ἑνωμένα μέσα σὲ πνεῦμα σύμπνοιας καὶ ἀγάπης. Ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν δὲν νοεῖται ἄλλως παρὰ μόνον ἐν Χριστῷ καὶ εἶναι δυνατὴ μόνον ὡς χαρισματικὴ ἐνέργεια ἐν Χριστῷ. Ἡ ἰσότιμη καὶ ζωντανὴ κοινωνία ὅλων ἀδιακρίτως τῶν μελῶν, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, προεστώτων καὶ ἀρχομένων συναπαρτίζει ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ σῶμα Χριστοῦ, στὸ ὁποῖο ὅλοι ἀξιώνονται καὶ ἀπολαμβάνουν τὴν ἴδια τιμή.
Ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ δὲν εἶναι μία ἄναρχη καὶ χαώδης κοινότητα, χωρὶς δομές, ὀργάνωση, ἱεραρχικὴ διάρθρωση καὶ θεσμούς. Ἀπεναντίας, ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι ἀνεξάρτητα καὶ ἀπομονωμένα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Στὴ φανέρωση, προάσπιση καὶ ἐμβάθυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας ἀποσκοπεῖ ἡ ἱεραρχικὴ διάρθρωση καὶ δομὴ μὲ τὴ θεσμικὴ καθιέρωση τῶν μόνιμων ἐκκλησιαστικῶν λειτουργημάτων τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πρεσβυτέρου καὶ τοῦ διακόνου καὶ ὅλων τῶν συγκροτούντων τὴν Ἐκκλησία θεσμῶν. Τὸ κέντρο ὅλων αὐτῶν ἀποτελεῖ ἀναμφιβόλως τὸ λειτούργημα τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ προεστῶτος τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλοι οἱ θεσμοὶ καὶ ὅσα ἀφοροῦν στὴν ὀργάνωση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τὰ χαρίσματα, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ εἶναι πλήρως καὶ ὀργανικὰ ἐνταγμένοι ὡς λειτουργίες καὶ διακονήματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ θεσμοὶ καὶ τὰ λειτουργήματα, τὰ ὁποῖα, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, εἶναι σχήματα καὶ δομὲς τῆς ἱστορίας, πηγάζουν ἀπὸ τὴ μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τὴ χαρισματικὴ λειτουργία τῶν μελῶν της. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας φύεται καὶ ἀναπτύσσεται ἡ ἱεραρχικὴ τάξη καὶ ὄχι βεβαίως ἀπὸ τὴν ἱεραρχικὴ τάξη τὸ σῶμα της(16). Προτάσσονται ἡ χαρισματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ κοινωνία καὶ κοινότητα τῶν πιστῶν καὶ ἀκολουθοῦν ἡ θεσμικὴ περιχαράκωση καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς ζωῆς, στοιχεῖα ποὺ εἶναι ἀσφαλῶς ἀπαραίτητα ἐντὸς τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου. Ἡ προτεραιότητα τῆς ζωῆς τοῦ σώματος ἔναντι τῆς ὀργάνωσης, τῶν δομῶν καὶ τῶν θεσμῶν (ποὺ ἀκολουθοῦν) σημαίνει ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ νὰ ἀναπτυχθοῦν θεσμοί, δομὲς καὶ ὀργάνωση, καὶ ἡ ἐπακόλουθη θεωρητικὴ ἀνάπτυξή τους, χωρὶς συγκεκριμένο ἀντίκρυσμα ζωῆς καὶ πράξης.
Μία τελευταία ἐπισήμανση εἶναι ἰδιαίτερης σπουδαιότητας. Στὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς ἐν Χριστῷ, διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ τοποθετοῦνται, νὰ ἑρμηνεύονται καὶ νὰ λειτουργοῦν ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ λειτουργήματα καὶ οἱ θεσμοί. Αὐτὰ ἐμπεριέχουν ἔσχατη ἀλήθεια καὶ νόημα. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀποτελοῦν ἔσχατα σημεῖα ἀναφορᾶς τῶν πιστῶν, παρὰ μόνο σύμβολα καὶ ὑπομνήσεις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Μὲ ἄλλα λόγια, προορίζονται νὰ ὑπηρετήσουν τὶς πρόσκαιρες ἱστορικὲς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖες ἀντανακλοῦν τὴν πεπτωκυῖα κοσμικὴ τάξη πραγμάτων.
Μὲ βάση ὅσα ἐξετέθησαν, ἀπὸ ἐνδεικτικὲς βιβλικὲς καὶ πατερικὲς μαρτυρίες, προκύπτει ἐναργῶς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατανοεῖται περισσότερο ὡς χαρισματικὸ σῶμα μὲ χαρίσματα καὶ λειτουργήματα ὅλων τῶν μελῶν της καὶ λιγότερο ὡς καθίδρυμα στὴ θεσμική του διάσταση. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ θεολογικὴ προσέγγιση προσδιορίζει, σημασιοδοτεῖ καὶ προσφέρει τὸ στέρεο θεμέλιο καὶ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις πληρέστερης περιγραφῆς καὶ αὐθεντικότερης ἑρμηνείας τῆς φύσεως καὶ τοῦ πολιτεύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.-
- Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Τὸ Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ. Μία ὀρθόδοξος ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, (μετάφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου), ἐκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 19812, σ. 15. Ὁ Ἰωάννης Καρμίρης στὴν ὀγκωδέστατη Ἐκκλησιολογία του ἀποφεύγει νὰ δώσει πλήρη «ὁρισμὸ» τῆς Ἐκκλησίας καὶ κάνει λόγο γιὰ «ὠχρὰν καὶ ἀτελῆ τινα ἔκφρασιν καὶ ἑρμηνείαν τοῦ ἀνεκφράστου καὶ ἀνερμηνεύτου μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας» (βλ. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησιολογία. Δογματικῆς τμῆμα Ε´, Ἀθῆναι 1973, σ. 11 καὶ 106).
- Βλ. Ἐφεσ. 5, 22.
- Α΄ Κορ. 12, 27· Ἐφεσ. 1, 23· 4, 12· 5, 30· Κολ. 1, 24.
- Βλ. Α´ Κορ. 3, 9.
- Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν 37-38, PG 150, 452-453.
- Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία στεροῦνταν διοικητικῶν ὀργάνων καὶ ὅτι ἐπικρατοῦσε σὲ αὐτὴ μία χαρισματική κατάσταση, μία δηλαδή ἀπόλυτη πνευματοκρατία ἔχει κυρίως προτεσταντικές ρίζες.
- Βλ. Α΄ Κορ. 12, 4-11.
- Α΄ Κορ. 12, 28. Περισσότερα βλ. στὴ μελέτη μας, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἑνότητα Χριστολογίας καί Πνευματολογίας στὴν Ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 115 κ.ἑξ.
- Ἐφεσ. 4, 12· Α´ Κορ. 12, 4-12.
- Α΄ Κορ. 12, 7.
- Βλ. Ἰωάννου Δ. Ζηζιούλα, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἐκδ. Γρηγόρης, Ἀθῆναι 19902, σ. 44-45.
- Γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν ἐκκλησιαστικῶν λειτουργημάτων, βλ. Βασιλείου Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον, ἐκδ. Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19986, σ. 42-51.
- Βλ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους 3, 2, PG 62, 26.
- Βλ. Ἰωάννου Χρυτοστόμου. Εἰς τήν Β´ πρός Κορινθίους 18, 3, PG 61, 527.
- Ὅπ. παρ.
- Βλ. Νικολάου Ματσούκα, «Ἐκκλησιολογία ἐξ ἐπόψεως τοῦ τριαδικοῦ δόγματος», Ε.Ε.Θ.Σ.Π.Θ. 17 (Ἀνάτυπον), Θεσσαλονίκη 1972, σ. 166.
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Η΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΟΚΤ.-ΔΕΚ. 2011