(ἀπό τήν κατάκτηση τό 1204 ὡς τό 1262)
Ἀρχιμ. Κύριλλος
ΜΕΡΟΣ Δ’ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ἔχοντας ἐξετάσει τήν ἱστορική πορεία τῆς Μεσσηνίας στά πρῶτα χρόνια τῆς Φραγκοκρατίας, ἀπό τήν στιγμή τῆς κατάκτησής της ὡς τό ἔτος 1262, τό ὁποῖο γιά λόγους πού ἔχουν ἐξηγηθεῖ ἀνωτέρω θεωρήθηκε ὁρόσημο τοῦ τέλους μίας πρώτης περιόδου τῆς Φραγκικῆς κυριαρχίας στήν Μεσσηνία, εἶναι δυνατόν νά διατυπωθοῦν κάποιες τελικές κρίσεις γιά τήν συγκεκριμένη περίοδο.
(α). Οἱ Φράγκοι κατακτητές κατέλαβαν σχετικά εὔκολα τήν Μεσσηνία καί τόν ὑπόλοιπο Μοριᾶ. Τό γεγονός ἔχει τήν ἐξήγησή του. Ἤδη πρίν τήν κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, ἡ τελευταία διερχόταν περίοδο κρίσεως. Εἰδικά στήν ἐπαρχία ὑπῆρχε ἐξαθλίωση κοινωνική, ἀνέχεια καί σκληρότητα τῶν τοπικῶν ἀρχόντων. Τά περισσότερα κάστρα ἦσαν ἀνίσχυρα νά ἀντέξουν μακροχρόνια πολιορκία, ἀρκετά φρούρια στόν μεσσηνιακό χῶρο ἦσαν μισοερειπωμένα καί παλιά.
Ἄλλωστε δέν ὑπῆρχε καί μεγάλη διάθεση ἀντίστασης τῶν ντόπιων. Οἱ τοπικοί ἄρχοντες, μετά ἀπό σύντομη πολιορκία τῶν φρουρίων τους, τά παρέδιδαν στούς Φράγκους μέ τόν ὅρο νά διατηρήσουν τήν περιουσία καί τά προνόμιά τους. Περισσότερο ἐνδιαφέρονταν γιά τό προσωπικό τους μέλλον παρά νοιάζονταν νά ἀντισταθοῦν στόν ξένο εἰσβολέα. Πολλοί Ἕλληνες ἄρχοντες μέ εὐκολία ἔγιναν σύμβουλοι καί ὁδηγοί τῶν Φράγκων ὑποδεικνύοντας τούς τόπους καί τούς τρόπους κατάκτησης αὐτῶν.
Ὅσο γιά τά λαϊκά κοινωνικά στρώματα, ἡ φραγκική κατάκτηση δέν σήμαινε καμμία ἀλλαγή στήν ζωή τους, παρά μόνον ἐναλλαγή τοῦ ἀφέντη τους. Ἡ μόνη σοβαρή ἑλληνική ἀντίσταση στόν ”Κούντουρα ἐλαιῶνα” ὁδήγησε σέ ἧττα ἀπό τούς Φράγκους καί ἑδραίωσε τήν ξενική κυριαρχία στόν μεσσηνιακό χῶρο.
(β). Ὁ τρόπος ὀργάνωσης τῆς Φραγκοκρατίας στήν Μεσσηνία μέ τίς βαρωνίες, τούς τοπικούς Φράγκους ἄρχοντες ὑποτελεῖς (λιζίους), τά τιμάρια καί τούς δουλοπαροίκους, παρουσίαζε ὁμοιότητες μέ τό βυζαντινό φεουδαρχικό σύστημα (ὕπαρξη τιμαρίων, δουλοπαροίκων).
(γ). Ἡ κατεχόμενη Μεσσηνία στά χρόνια 1204-1262 (κατά τήν περίοδο πού ἐξετάσαμε), ἀλλά καί γιά μερικά χρόνια ἀργότερα ἔχει συνδέσει τήν ἱστορία της μέ τήν οἰκογένεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἤδη ἀπό τήν στιγμή τῆς κατάκτησής της οἱ δύο μεσσηνιακές βαρωνίες Καλαμῶν καί Ἀρκαδίας (Κυπαρισσίας) κατοχυρώθηκαν στόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο καί διαδοχικά πέρασαν στούς δύο γυιούς του, Γοδεφρίδο Β’ καί Γουλιέλμο. Δέν πρέπει νά λησμονεῖται ἡ διπλή ἰδιότητα τῶν Βιλλεαρδουΐνων ὡς βαρώνων τῆς Μεσσηνίας καί ταυτόχρονα ἡγεμόνων τοῦ Πριγκηπάτου τοῦ Μορέως.
Μέ αὐτό τό σκεπτικό ἐξετάσθηκαν καί ἀναφέρθηκαν γεγονότα πού μερικές φορές μπορεῖ νά φαίνονται ἄσχετα μέ τήν Μεσσηνία, ὡστόσο συνδεόμενα μέ αὐτήν. Διότι κάθε ἀπόφαση τῶν Βιλλεαρδουΐνων, κάθε τους ἐνέργεια ἡ ἐκστρατεία, ἀνάλογα μέ τήν ἐπιτυχῆ ἤ μή ἔκβασή της, μποροῦσε νά ἐπηρεάζει ἀντίστοιχα τήν Μεσσηνία. Γιά παράδειγμα, οἱ ἐπιτυχημένες ἐκστρατεῖες κατά τῶν ἑλληνικῶν φρουρίων τοῦ Μοριᾶ, ἀπεμάκρυναν τήν ἑλληνική ἀπειλή ἀπό τήν μεσσηνιακή εἰδικότερα, καί πελοποννησιακή γενικότερα ἐπικράτεια τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἕνα ἀτυχές ἀποτέλεσμα, ὅπως ἡ αἰχμαλωσία τοῦ Γουλιέλμου στήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἐπιδροῦσε ἀρνητικά στήν Μεσσηνία.
(δ). Ἄν θέλουμε νά κάνουμε μία συνολική ἀποτίμηση τῆς περιόδου 1204-1262 στόν μεσσηνιακό χῶρο, θά μποροῦσε νά εἰπωθεῖ πώς εἶναι χρόνοι ἀκμῆς πού συμπίπτουν μέ τήν ἀκμή τοῦ Πριγκηπάτου τοῦ Μορέως καί τό ἀπόγειο τῆς δόξας τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Νέα κάστρα χτίζονται, παλαιότερα ἐπισκευάζονται, πλοῦτος καί μεγαλεῖο χαρακτηρίζουν τήν αὐλή τῶν Βιλλεαρδουΐνων. Ἡ Μεθώνη καί ἡ Κορώνη, βενετοκρατούμενες, ἐξελίσσονται σέ σημαντικά κέντρα διαμετακομιστικοῦ ἐμπορίου ἀπό καί πρός τήν Ἀνατολική Μεσόγειο καί σέ σταθμούς τῶν ταξιδευτῶν πρός τούς Ἁγίους Τόπους.
(ε). Τό 1262, τρία ἔτη μετά τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, ἀποτελεῖ σημαντική ἱστορική καμπή γιά τήν συνέχιση τῆς Φραγκοκρατίας. Εἶναι ὁ πρῶτος σοβαρός κλονισμός τῆς φραγκικῆς δύναμης, ἡ ὁποία στό ἑξῆς θά ἀκολουθήσει φθίνουσα πορεία. Ἡ Μεσσηνία, γειτνιάζοντας μέ τόν Μυστρᾶ, ἕδρα τῶν Παλαιολόγων, θά αἰσθανθεῖ ἀρκετά γρήγορα τήν ἑλληνική ἀπειλή. Εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ τέλους τῆς φραγκικῆς κυριαρχίας στόν Μοριᾶ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
(1). Τήν κατάσταση περιγράφει ὁ Μιχαήλ Ἀκομινάτος Χωνιάτης, Ἱεράρχης στήν Ἀθήνα ψέγοντας μάλιστα τούς ἄρχοντες (βλ. Μιχαήλ Ἀκομινάτου Χωνιάτου, Τά σωζόμενα, Σ. Λάμπρου, τ. Α’, Β’, Ἀθῆναι 1979-1980 (φωτοαντιγρ. Ἔκδ. 1968).
(2). LaConquêtedeConstantinople, παραγρ. 325 κ.ἑ.
(3). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία Ἑλλάδος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀθήνα 1908.
(4). Longnon, L’ Empire latine de Constantinople et la Principautè de la Morèe, σελ. 72, Paris 1966.
(5). Morel-Fatio, Libro., παραγρ. 110-111. Τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἀναφέρει ὅτι τό Ἀράχλοβο κυριεύθηκε ἀφ᾿ ὅτου εἶχαν νικήσει οἱ Φράγκοι στήν μάχη τῶν Καπησκιάνων.
(6). Βέβαια, ἔχει ἤδη ἀναφερθεῖ πώς γιά ἕνα διάστημα σύντομο ἡ Μεσσηνία εἶχε κατακτηθεῖ ἀπό τόν Γοδεφρίδο Βιλλεαρδουΐνο (βλ. τήν πληροφορία τοῦ Villeardouin, La Conquete, παρ. 325). Ἐπειδή ὅμως ὁ Βιλλεαρδουΐνος (ὁ ἱστορικός) δέν ἀναφέρεται ἐκτενῶς στά γεγονότα τῆς κατάκτησης (ἀναφέρεται ἐκτενέστερα στό κυριότερο γεγονός, τήν μάχη στούς Καπησκιάνους), εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ἀκολουθήσουμε τήν περιγραφή τῶν Χρονικῶν τοῦ Μορέως.
(7). Οἱ Βενετοί τό 1125 εἶχαν καταστρέψει τήν Μεθώνη καί τήν Κορώνη. Μίλλερ, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 411 (μτφρ. Σ. Λάμπρου), Ἀθῆναι 1910.
(8). Ἡ περιγραφή τῆς μάχης στούς Καπησκιάνους στό Χρονικό τοῦ Μορέως στ. 1725-1739).
(9). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. ΣΤ’, σελ. 204, Ἀθῆναι 1908. Ἀκόμη, ὁ Χέρτβεργκ ἔχει τήν ἴδια ἄποψη στήν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Β’, σελ. 1906 σέ μετάφραση Π. Καρολίδου, Ἀθῆναι 1906.
(10). Σέ προηγούμενο σημεῖο εἴδαμε ὅτι τό Ἀραγωνικό Χρονικό, παρ. 110-111 τοποθετεῖ τήν ἅλωση τοῦ Ἀραχλόβου πρίν ἀπό τήν μάχη στούς Καπησκιάνους.
(11). Χρονικό Μορέως, στ. 1791 κ.ἑ., στ. 1865, Chronique παρ. 117 κ.ἑ., Morel-Fatio, Librodelosfechos, παρ. 144 κ.ἑ.
(12). Χρονικό Μορέως στ. 2755-2790 κ.ἑ., Chronique, παρ. 189 κ.ἑ., Librodelosfechos, παρ. 210 κ.ἑ.
(13). Ὅταν ἡ κούρτη ἐκδίκαζε φονικές ὑποθέσεις, οἱ Ἐπίσκοποι δέν συμμετεῖχαν, διότι τό ἀντικείμενο τῶν ὑποθέσεων αὐτῶν δέν ταιρίαζε στό ἱερατικό τους ἀξίωμα (Χρονικό Μορέως, στ. 2013-2016).
(14). Βλ. Πάπα Ἰννοκεντίου Γ’ Epistolae, βιβλίο ΧΙΙΙ, στήν Migne, PatrologiaLatina, CCXIV–CCXII. Ἐπίσης Μίλλερ, Ἡ Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 86-87, Ἀθῆναι 1910 (μτφρ. Σ. Λάμπρου).
(15). ΧρονικόΜορέως, στ. 2095-2437, Le Livre de la Conquête, ἐκδ. Buchon, Paris 1845, Morel Fatio, Libro de los fechos σελ. 34-43, ἔκδ. 1885, Γενεύη.
(16). Livre de la Conquête, σελ. 79. Ἐπίσης, ἀναφέρεται στόν Hoρf, Chroniques Graecoromaines, σελ. 100-101, Βερολίνο 1873.
(17). Ἐπίσης Miller, Ἡ Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’, σελ. 129-130.
(18). Τό Χρονικό τοῦ Μορέως ἐσφαλμένα ἀναφέρει ὅτι παραχώρησε στούς Βενετούς Μεθώνη καί Κορώνη, γαιτί αὐτοί τίς κατεῖχαν ἤδη ἀπό τό 1206 (στ. 2780-2785 καί 2854-2859).
(19). Χρονικό Μορέως, στ. 2800-3042, Chronique σελ. 91-95, Ἀραγωνικό Χρονικό σελ. 48-49.
(20). Miller, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’ σελ. 81, Ἀθήνα 1910.
(21). Γιά τά φρούρια τῆς Μεσσηνίας καί τοῦ Μοριᾶ ὑπάρχει τό βιβλίο Ἰ. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοῦ Μοριᾶ, Ἀθῆναι 1968.
(22). Σύμφωνα μέ τήν ὀργάνωση τῆς Φραγκοκρατίας στήν Πελοπόννησο, ὁ ἡγεμόνας δέν ἔχει τό δικαίωμα νά παραχωρήσει τά φέουδα ἤ φρούρια τῶν ὑποτελῶν του δίχως τήν σύμφωνη γνώμη καί τῶν ἄλλων Φράγκων εὐγενῶν μετά ἀπό σύγκλιση κούρτης, συνέλευσης, ”παρλαμά”).
(23). Γιά τήν περιγραφή τῶν γεγονότων πρίν τήν μάχη τῆς Πελαγονίας, γιά τήν ἴδια τήν μάχη καί τήν αἰχμαλωσία τοῦ Γουλιέλμου, ἀναφέρονται μέ λεπτομέρειες τό Χρονικό τοῦ Μορέως, στ. 3110 κ.ἑ., Chronique παρ. 278 κ.ἑ., Morel Fatio, Librodelosfechos, σελ. 53 κ.ἑ.
(24). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὡς πληροφοριακό στοιχεῖο πώς, ὅταν ὁ Γουλιέλμος αἰσθάνθηκε πώς πλησίαζε ὁ θάνατός του, πῆγε νά τελευτήσει τήν ζωή του στό φρούριο τῆς Καλαμάτας, ὅπου εἶχε γεννηθεῖ (Χρονικό Μορέως στ. 7757-7765).
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΗΓΩΝ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Α. ΠΗΓΕΣ
1). Μιχαήλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου τά σωζόμενα, ἔκδ. Σ. Λάμπρου, τ. Α’, Β’, Ἀθῆναι 1879-1880.
2). Ἰννοκεντίου Γ’, Πάπα Ρώμης Epistolae, βιβλίο XIII, Migne, Patrologia Latina, τόμοι CCXIV-CCXVII.
3). Longnon, Livre de la Conquête de la princèe de l’ Amorèe, Chronique de Morèe, Paris 1911.
4). A.Morel Fatio, Libro de los fechos et conquistas de principado de la Morea, Geneva 1895.
5). Schmitt, TheCronicleofMorea (Τό Χρονικό τοῦ Μορέως), ἐπανεκδ. Τῆς ἀρχικῆς του 1904.
6). Villeardouin, La conquête de Constantinople, ed. E.Faral, Paris 1961.
Β. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1). Μ. Κορδώση, Ἡ κατάκτηση τῆς νότιας Ἑλλάδας ἀπό τούς Φράγκους, Ἱστορικά καί τοπογραφικά προβλήματα, Θεσσαλονίκη 1986.
2). Σ. Λάμπρου, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἀπό τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων μέχρι τῆς Ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τ. ΣΤ’, Ἀθήνα 1908.
3). Longnon, L’ Empire latin de Constantinople et la principaute de la Morèe, Paris 1966.
4). Μίλλερ, Ἱστορία τῆς Φραγκοκρατίας ἐν Ἑλλάδι, τ. Α’ (μτφρ. Σ. Λάμπρου), Ἀθῆναι 1910.
5). Μουνδρέα, Τοπωνυμικά τῆς Μεσσηνίας (στήν ἐποχή τῆς Φραγκοκρατίας), Πρακτικά Α’ Διεθνοῦς Συνεδρίου Πελοποννησιακῶν Σπουδῶν, Σπάρτη 1975.
6). Ἰ. Σφηκόπουλος, Τά μεσαιωνικά κάστρα τοῦ Μοριᾶ, Ἀθῆναι 1968.
7). Φρ. Χέρτσμεργκ, Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος ἀπό τῆς λήξεως τοῦ ἀρχαίου βίου μέχρι σήμερα (μτφρ. Π. Καρολίδου), τ. Α’. Β’, Ἀθῆναι 1906.
8). Hopf, ChroniquesGreco–romanes,Berlin 1873.