Συνέντευξη των Christophe Bouillaud και Sébastien Cochard*
Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Atlantico: Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, που υπογράφηκε στις 7 Φεβρουαρίου 1992, ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από το ενιαίο νόμισμα μέχρι την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων, η ΕΕ έχει αποκτήσει σημαντικές νέες αρμοδιότητες. Με τις προεδρικές εκλογές να επίκεινται, ποιες εξουσίες διατηρεί όντως ένας Γάλλος Πρόεδρος; Σε ποια θέματα έχει λιγότερες ή περισσότερες;
Sebastien Cochard: Το σκουλήκι ήταν μέσα στον καρπό, αν μπορώ να πω, με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986. Ήταν η Ενιαία Πράξη που καθιέρωσε τις «τέσσερις ελευθερίες», ειδικότερα την ελευθερία κυκλοφορίας των κεφαλαίων, κατά τη γνώμη μου την κύρια παραίτηση της οικονομικής κυριαρχίας της Γαλλίας και την ιδρυτική πράξη της εισαγωγής της στη χρηματοπιστωτική παγκοσμιοποίηση και τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων εντός αυτού που επρόκειτο να γίνει, με το Μάαστριχτ, «η ΕΕ», σηματοδοτεί πράγματι την «αρχή του τέλους» της γαλλικής βιομηχανίας και την αρχή της αργής φτωχοποίησης σύνολου του γαλλικού πληθυσμού. Με την ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου, η εργασία (τοπική, εισαγόμενη) υπόκειται όντως πλήρως στον εκβιασμό της αποχώρησης του κεφαλαίου (το οποίο έχει γίνει έτσι εντελώς ελεύθερο): η πίεση που προκαλείται στους μισθούς και επομένως στην αύξηση της εσωτερικής ζήτησης, οι μετατοπίσεις εντός της ΕΕ (έπειτα, με την πτώση της ΕΣΣΔ, παγκοσμίως), θα προκαλέσει μια αργή αποβιομηχάνιση της χώρας, την αδυσώπητη αύξηση της μαζικής ανεργίας και τη σταδιακή μείωση της Γαλλίας σε έναν παγκόσμιο τουριστικό προορισμό φιλικό και φολκλορικό.
Η υποτέλεια είναι μόνο εκούσια!…
Θα ήθελα όμως να σας υπενθυμίσω εδώ ότι πάντοτε η υποτέλεια είναι μόνο εκούσια. Το βλέπουμε στις ιδρυτικές πράξεις: η Ενιαία Πράξη και στη συνέχεια το Μάαστριχτ τέθηκαν σε τροχιά από τον Γάλλο Ζακ Ντελόρ, του οποίου ο Καγκελάριος Χέλμουτ Κολ ζητούσε επίμονα από τον Φρ. Μιτεράν να τον διορίσει επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 1985. Εάν η Γερμανία αναγκάστηκε να «προσεύχεται» για τη θέσπιση του ευρώ (το οποίο ωστόσο ευνόησε σε μεγάλο βαθμό την ανταγωνιστικότητά της – τιμές και τα πλεονάσματα εξωτερικού εμπορίου), από την άλλη, η ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και η εσωτερική αγορά της ΕΕ ήταν το μεγάλο γερμανικό σχέδιο, για να εξασφαλίσει την προοδευτική κυριαρχία της γερμανικής βιομηχανίας πάνω σε μια αυτοκρατορία υπεργολάβων και πελατών**.
Ο Γάλλος Ντελόρ συμμετείχε πλήρως και συνειδητά στη δημιουργία των συνθηκών για την οικονομική υποταγή της Γαλλίας στη Γερμανία, εντασσόμενος έτσι σε μια μακρά σειρά Γερμανόφιλων ηγετών για να εφεύρουν ή να δημιουργήσουν έναν εξωτερικό εξαναγκασμό στη Γαλλία και στους Γάλλους, έναν εξωτερικό γερμανικό εξαναγκασμό που λειτουργεί ο ίδιος, περισσότερο ή λιγότερο, ως κρυφός ιμάντας της αμερικανικής ηγεμονίας (θυμηθείτε, παράδειγμα, το προοίμιο του ατλαντισμού που προστέθηκε από την Bundestag στη Συνθήκη των Ηλυσίων).
Τώρα, και για να απαντήσω στην ερώτησή σας σχετικά με τις εξουσίες που πραγματικά διατηρεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (και επομένως η Γαλλία), θα απαντήσω “σε όλες”, αλλά αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να απελευθερωθούμε από αυτήν την εκούσια υποτέλεια.
Αυτή η χειραφέτηση όχι μόνο είναι δυνατή, αλλά υπάρχει ήδη στην πραγματικότητα. Έτσι, όλες οι κύριες πτυχές της Συνθήκης του Μάαστριχτ παραβιάζονται επανειλημμένα και όλο και πιο ανοιχτά εδώ και μισή ντουζίνα χρόνια από τη Γαλλία, από τους εταίρους της και από τα ίδια τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Δεν θα σταθώ στους πιο βασικούς από τους «κανόνες του Μάαστριχτ», τα όρια του -3% του δημοσίου ελλείμματος και του 60% του ΑΕΠ στο χρέος, που τηρούνται όταν φαίνεται καλό στα κράτη μέλη της ευρωζώνης, δηλαδή ποτέ. Αυτοί οι κανόνες, γνωστοί ως «Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης», ανεστάλησαν ακόμη και sine die από την Επιτροπή τον Μάρτιο του 2020 με το πρόσχημα την πανδημία.
Η απαγόρευση της χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων από την κεντρική τράπεζα (η “νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων”) έχει επίσης καταπατηθεί χωρίς προβλήματα από την έναρξη της ” ποσοτικής χαλάρωσης” της ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2015, με αλλαγή ταχύτητας στην εγκατάλειψη σχεδόν όλων των κανόνων (με εξαίρεση το φύλλο συκής της άμεσης εξόφλησης του νεοεκδοθέντος χρέους στη δευτερογενή αγορά και όχι απευθείας από το κράτος έκδοσης) με την υιοθέτηση του «σχεδίου αγοράς έκτακτης ανάγκης λόγω πανδημίας» του Μαρτίου 2020…
Όσον αφορά την ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών, θα έλεγα ότι η κρίση του Covid έδειξε ότι όλα λειτουργούν καλύτερα όταν υπάρχει στενός συντονισμός μεταξύ του υπουργείου Οικονομικών και της νομισματικής αρχής… Χάσαμε τη νομισματική μας κυριαρχία με το Μάαστριχτ; Επί του παρόντος, νομίζω ότι μπορούμε ξεκάθαρα να απαντήσουμε «όχι»***.
Christophe Bouillaud: Από ευρωπαϊκή σκοπιά, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πραγματικά δεν έχει πλέον έλεγχο του νομίσματος. Ομολογουμένως, εξακολουθεί να διορίζει τον επικεφαλής της Τράπεζας της Γαλλίας, αλλά δεν έχει πλέον καμία άμεση εξουσία για το τι αποφασίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία διορισμού του επικεφαλής αυτού του ιδρύματος, μπορεί να ασκήσει πίεση, αλλά δεν μπορεί να δώσει εντολές. Από αυτή την άποψη, δεν βρισκόμαστε πλέον στην περίοδο που η Τράπεζα της Γαλλίας ήταν ένα πειθήνιο όργανο στα χέρια του κράτους. Είναι, φυσικά, αυτή η κρίσιμη διαφορά που έκανε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ μια τόσο σημαντική στιγμή στην ιστορία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τις χώρες που υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα.
Νομοθετικό μονοπώλιο και συγκεντρωτισμός
Atlantico: Η πανδημία έδειξε ότι η Ευρώπη μπορεί να ασχολείται με θέματα, όπως η υγεία, στα οποία κανονικά είχε ελάχιστο προνόμιο a priori. Σε ποιο βαθμό η Ευρώπη γίνεται ολοένα και πιο σημαντική τα τελευταία 30 χρόνια, ακόμα και σε θέματα για τα οποία δεν είχε σκοπό να το κάνει;
Sébastien Cochard: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει την ασυναγώνιστη θεσμική εξουσία του μονοπωλίου της νομοθετικής πρωτοβουλίας, και αυτό από το 1957. Εκτός από την Επιτροπή, κανένα άλλο θεσμικό όργανο, κανένα κράτος- μέλος, δεν είναι σε θέση να προτείνει ένα ευρωπαϊκό κείμενο εναρμόνισης. Η πείρα δείχνει επίσης ότι, όσο ενθουσιώδη και αν είναι το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο, το κείμενο που προτάθηκε αρχικά για συναπόφαση από την Επιτροπή υπέστη οριακές τροποποιήσεις κατά την τελική έγκρισή του. Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει πάντα τη δυνατότητα να αποσύρει κατά τη διαδικασία νομοθετική πρόταση που θεωρεί ότι έχει «παραμορφωθεί» από το Συμβούλιο ή το Κοινοβούλιο.
Εξίσου σοβαρό, κάθε τομέας που ρυθμίζεται ήδη από ευρωπαϊκή νομοθεσία μπορεί να ρυθμιστεί μόνο με πρόταση της Επιτροπής: αυτός ο τομέας ξεφεύγει έτσι εντελώς από την εσωτερική νομοθετική πρωτοβουλία ενός κράτους μέλους. Ως εκ τούτου, το συμφέρον της Επιτροπής, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την εξουσία της εις βάρος των κρατών μελών, είναι να προτείνει συνεχώς κείμενα εναρμόνισης τα οποία, εκ κατασκευής, πηγαίνουν πάντα προς την κατεύθυνση της ομοσπονδοποίησης. Ως θέμα αρχής, στόχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι πάντα η μείωση των εθνικών φραγμών. Ο στόχος αυτός συμπίπτει με το ενδιαφέρον των πολυεθνικών εταιρειών, ιδίως των αμερικανικών, που θέλουν να μπορούν να καλύπτουν ολόκληρη την ΕΕ από ένα μόνο σημείο εισόδου.
Ως εκ τούτου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να στερηθεί του μονοπωλίου της στη νομοθετική πρωτοβουλία.
Επί του παρόντος, βρισκόμαστε ακόμη στον αγωγό της μόνιμης αύξησης του νομοθετικού πεδίου που υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, εις βάρος των κρατών μελών. Θα ήθελα να παραθέσω εδώ αυτό το νομοθετικό σχέδιο της Επιτροπής (υποστηριζόμενο ενεργά από τη Γαλλική Προεδρία, που ασχολείται με την ιδεολογία της ευρωπαϊκής ορμής και ως εκ τούτου έτοιμο να καταφέρει χτύπημα σε βάρος του εθνικού συμφέροντος) που σφετερίζεται το δικαίωμα επιβολής οικονομικών κυρώσεων κατά χωρών που «χρησιμοποίησαν εμπορικές πολιτικές για πολιτικούς σκοπούς». Μια τέτοια επέκταση των εξουσιών της Επιτροπής θα έδινε ουσιαστικά τέλος στην απαιτούμενη ομοφωνία όσον αφορά τις κυρώσεις της ΕΕ και, ως εκ τούτου, θα αφαιρούσε από τα κράτη το βέτο τους σε θέματα εξωτερικών υποθέσεων. Αυτή η μεγάλη επέκταση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής θα παραβίαζε σοβαρά τη διπλωματική μας κυριαρχία.
Christophe Bouillaud: Σε όλα τα θέματα που πραγματεύεται, η ΕΕ επεκτείνει τις παρεμβάσεις της μόνο όταν το προβλέπουν οι Συνθήκες. Ωστόσο, στη συντριπτική πλειοψηφία των δημοσίων πολιτικών, υπάρχει πλέον νομική δυνατότητα παρέμβασης, έστω και πολύ οριακά σε σχέση με την ουσία της υπό εξέταση δημόσιας πολιτικής. Τελικά, θα μπορούσαμε να αντιστρέψουμε την ερώτησή σας και να πούμε ότι η ΕΕ γίνεται πιο σημαντική σε όλα και ότι είναι προορισμένη να το κάνει σε όλα.
Το ίδιο σκεπτικό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στο διεθνές πλαίσιο. Γίνεται δύσκολο να βρεθεί μια δημόσια πολιτική όπου να μην υπάρχει κάποιο διεθνές πρότυπο προς σεβασμό. Η πανδημία του COVID-19 μας υπενθύμισε έτσι τον ρόλο του ΠΟΥ. Η διαφορά είναι ότι στο ευρωπαϊκό πλαίσιο υπάρχουν πιο πραγματικά δεσμευτικοί νόμοι για ένα κράτος μέλος της ΕΕ παρά στο διεθνές πλαίσιο.
Atlantico: Εχουν ευθύνη οι Γάλλοι πολιτικοί γι’ αυτή την κατάσταση; Θα μπορούσε ο μελλοντικός αρχηγός του κράτους, όποιος κι αν είναι, να πετύχει μια νέα ισορροπία δυνάμεων;
Sébastien Cochard: Οι Γάλλοι πολιτικοί, θα έλεγα μετά τον Ζισκάρ, τον υπουργό Οικονομικών του στρατηγού de Gaulle, ειδικά με την αριστερά στην εξουσία και τη στροφή στη λιτότητα το 1983, φέρουν πλήρη την ευθύνη για την αποβιομηχάνιση και τη φτωχοποίηση της Γαλλίας. Δεν φταίει η Γερμανία, οι ΗΠΑ ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οπως προαναφέρθηκε, η δουλεία είναι πάντοτε μόνο εθελοντική.
Ναι, ο μελλοντικός αρχηγός κράτους έχει όλα τα μέσα να εξισορροπήσει εκ νέου τις επιπτώσεις της ΕΕ στη Γαλλία. Απλώς, όπως είπε ο Paul Valéry, «πρέπει να θέλεις να θέλεις»… Επιλέγουμε τις μάχες μας και τις διεξάγουμε με αυτοπεποίθηση. Όλα είναι πιθανά, δεν υπάρχει μοιραίο, ούτε νομικό ούτε οικονομικό, όπως δείχνει η συνεχής καταπάτηση όλων των διατάξεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Christophe Bouillaud: Όσο για τη σχέση στο μέλλον, στις επενδύσεις, στις δημόσιες δαπάνες με την ευρεία έννοια, όλα εξαρτώνται από τη βούληση του μελλοντικού Γάλλου Προέδρου. Πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε την Ευρώπη μια δύναμη που δεν φείδεται δαπανών. Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας και πρέπει να επιβάλουμε μια αλλαγή οπτικής.
Βασικά, αυτό για το οποίο θα μπορούσαμε να κατηγορήσουμε την Ευρώπη είναι να ενθάρρυνε τους πιο μέτριους εθνικούς ηγέτες να ακολουθήσουν τον απλούστερο τρόπο: περικοπές προϋπολογισμού, εξοικονομήσεις δεκάρων, καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων με το πρόσχημα της εξοικονόμησης χρημάτων κ.λπ…
Εν ολίγοις, οι Γάλλοι έχουν δίκιο που θέλουν να κρίνουν τη δράση του απερχόμενου Προέδρου κατά τις προεδρικές εκλογές, επειδή παραμένει υπεύθυνος για πολλές βασικές πτυχές της δημόσιας πολιτικής, και έχουν δίκιο να ελπίζουν σε μια αλλαγή μέσω αυτών των προεδρικών εκλογών. Η ιδιότητα του μέλους της ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί καλώς ή κακώς από τους εθνικούς ηγέτες σε μεγάλο αριθμό κρίσιμων τομέων για την καθημερινή ζωή του γαλλικού λαού. Δεν πρέπει να αποτελεί δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτα. Παραμένουμε ελεύθεροι να βελτιώνουμε χιλιάδες πτυχές της ζωής μας, αρκεί να επιλέγουμε αποτελεσματικούς και ορθολογικούς ηγέτες.
* Ο Sebastien Cochard είναι οικονομολόγος, πρώην ανώτερος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών της Γαλλίας και ο Christophe Bouillaud, καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών της Γκρενόμπλ.
** Η Ευρωπαϊκή Ενωση ξεκίνησε ως σχέδιο της ναζιστικής Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ, και μισόν αιώνα μετά το σχέδιο ολοκληρώνεται – περιέργως; – υπό την κυριαρχία της Γερμανίας. Μόνο που τη θέση της παλιάς ΕΣΣΔ πήρε η Ρωσία! Η εκχώρηση του ονόματος «Μακεδονία» στα Σκόπια ήταν αποτέλεσμα της πολιτικής κηδεμονίας που ασκεί η Γερμανία στη χώρα μας.
*** Εννοείται ότι αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει για την Ελλάδα. Ηδη, με τα Μνημόνια ο εθνικός πλούτος έχει υποθηκευτεί, οι κερδοφόροι παραγωγικοί τομείς περιήλθαν στα χέρια ξένων και, μετά την πανδημία, θα επανέλθει η λιτότητα.
Πηγή: https://artofuss.blog/2022/02/08/30-ans-apres-maastricht-quels-pouvoirs-garde-vraiment-un-president-de-la-republique-francais/