Α. Η επικοινωνία
Βορειοηπειρώτης ο συνοδοιπόρος που ταξιδεύαμε στο ίδιο αμάξι. Από τα χωριά του νομού Δελβίνου. Χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε. Ήταν ανεβασμένη η φωνή και ο συνομιλητής ακουγόταν. Μιλούσε ελληνικά. Ο συνοδοιπόρος μου του απαντούσε στην αλβανική. Κάποτε κοπανούσε και καμιά ελληνική. Νόμισα πως τα ΄λεγε αυτά, για να τον καταλάβει ο συνομιλητής του που ίσως ήταν Αλβανός. Όχι. Τον ξαναπήρε κάποιος άλλος και το ίδιο βιολί. Του το γύριζε στην αλβανική.
– Γιατί του μιλάς αλβανικά, όταν ο συνομιλητής σου απευθύνεται στην ελληνική; τον ρώτησα.
– Δεν μπορώ να εκφραστώ καλά στην ελληνική, μου απάντησε.
– Πόσα χρόνια έχεις στην Ελλάδα;
– Σχεδόν είκοσι.
– Είκοσι χρόνια και δεν έμαθες καλά την ελληνική γλώσσα, τι να πω….
Αλήθεια, τι να πεις, όταν και οι ίδιοι οι Αλβανοί τα μιλούν άπταιστα.
Β. Να φύγεις να πας στα παιδιά σου
Κοντά στον οδηγό μια ηλικιωμένη γυναίκα. Από την επαρχία Μεσοποτάμου η καταγωγή της. Ήταν στα παιδιά της και επέστρεφε στη γενέτειρα. Στο σπίτι της.
– Τι σου χρειάζεται και επέστρεψες; Γιατί δεν μένεις στα παιδιά σου, εκεί που έχεις όλες τις ανέσεις; Της είπε ο διπλανός μου, αυτός που δεν μπορούσε να εκφραστεί καλά στην ελληνική.
– Τι λες, καλέ. Εδώ έχω το σπίτι μου, τον κήπο μου, το νοικοκυριό μου. Έχω τους γείτονές μου που τα πάμε καλά και τα λέμε. Έχω το χωριό μου. Αν τ’ αφήσουμε όλοι και φύγουμε, ποιος θα μείνει στα χωριά. Μάλιστα, αυτοί που βγαίνουν στη σύνταξη να ‘ρθούν στα χωριά τους, στο σπίτι τους, στον καθαρό αέρα και στην πρασινάδα… Είναι κρίμα ν’ αφήσουμε αυτόν τον τόπο… Αυτό ξέρω εγώ…
Μου άρεσε το δίδαγμα αυτής της ηλικιωμένης γυναίκας προς τον συνοδοιπόρο μου.
Δεν θέλουν σχόλια τα περιστατικά αυτά. Μόνον διδάγματα. Με τέτοιες αντιλήψεις αυτός ο τόπος δεν μπορεί να έχει προοπτική.
Είναι σίγουρο, όμως, πως αυτές οι αντιλήψεις είναι περιορισμένες και το δυναμικό των δικών μας ανθρώπων δεν θα ξεχάσει τις ρίζες, την καταγωγή και τη γενέτειρά του.
Βαγγέλης Παπαχρήστος