Ο Αυγουστής Ευσταθίου – «Ματρόζος» μιλά στην κυριακάτικη δημοκρατία για τη γνωριμία και τον θάνατο του «σταυραετού» της ΕΟΚΑ
Συνέντευξη στον Δημήτρη Παπαγεωργίου
Ο Αυγουστής Ευσταθίου, μαχητής της ΕΟΚΑ, γνωστός με το ψευδώνυμο «Ματρόζος», ήταν ο τελευταίος συμμαχητής του Γρηγόρη Αυξεντίου, πρωτοπαλίκαρου του Γρίβα στον αγώνα της ΕΟΚΑ, που ενάντια στους Άγγλους πάλεψε για την ένωση με την Ελλάδα. Η μαρτυρία του σήμερα παραμένει πάντοτε επίκαιρη, όχι μόνον όσον αφορά τα γεγονότα της εποχής, αλλά και τους στόχους του αγώνα τους τότε. Ενός αγώνα που, όπως ο ίδιος τονίζει, μιλώντας στην «κυριακάτικη δημοκρατία», δεν «δικαιώθηκε» τελικά, αφού ακόμη και αυτοί που σήμερα τον τιμούν έχουν στόχους εντελώς διαφορετικούς.
Πώς μυηθήκατε στην ΕΟΚΑ; Σε τι ηλικία;
Καταρχάς εγώ μπορώ να πω ότι άρχισα τον αγώνα μου πριν από την ΕΟΚΑ, από όταν συνελήφθην και πήγα φυλακή για δύο μήνες για «ενέργεια διαδήλωσης». Το 1955 ήλθε ένας παιδικός μου φίλος και με συνάντησε και μου είπε να πάω σε ένα ορισμένο ζαχαροπλαστείο στη Λευκωσία, για να τους πληροφορήσω ότι συνελήφθη κάποιος άλλος παιδικός μου φίλος. Ηταν απλά δικαιολογία που μου είπαν να πάω εκεί, ορκίστηκα στην αποθήκη, πάνω σε ζάχαρη και καφέ κι έφυγα. Το 1955, τον Ιούνιο, έγιναν αυτά.
Τι ακολούθησε;
Ακολούθησαν η ένταξη στην οργάνωση και ο αγώνας. Από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο ο αγώνας περιελάμβανε διάφορες ενέργειες, από σαμποτάζ μέχρι εκτέλεση προδοτών. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1955 εκλήθην να κάνω μια εκτέλεση κάποιου καταδότη μαζί με κάποιον άλλον. Πήγαμε βράδυ, τον περιμέναμε και όταν ήλθε στο σπίτι, έγινε η εκτέλεση. Επειδή όμως δεν πέθανε παρά ύστερα από επτά μέρες, ήταν πλέον αναγκαστικό να βγω στο βουνό από τη δεύτερη μέρα. Μας παρέλαβε ένα αυτοκίνητο και μας πήγε στα Λαγουδερά. Εκεί κάτσαμε και περιμέναμε να μας παραλάβουν και να μας πάνε στο αντάρτικο. Εκεί, σε αυτό το χωριό, γνώρισα και τον πρώτο γνήσιο αντάρτη, τον Γρηγόρη Αυξεντίου.
Ήσασταν από τα πρωτοπαλίκαρα του Αυξεντίου… Πώς ακριβώς τον γνωρίσατε;
Καθόμουν και περιμέναμε μαζί με τον άλλον να βγούμε στα βουνά. Έγινε μια προδοσία και στο βουνό στο οποίο θα πηγαίναμε αντάρτες, όπου ήταν και ο αρχηγός της ΕΟΚΑ, ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής, έγινε μια παραπλάνηση των Άγγλων από τον Αυξεντίου και σκοτώθηκαν μεταξύ τους. Οπότε ήταν εκεί πια, στο χωριό Λαγουδέρα ο Αυξεντίου. Εκεί, ο υπεύθυνος του χωριού με φώναξε και μου είπε: «Ακολούθα με χωρίς να μιλάς και χωρίς να βλέπεις, αν είναι δυνατόν». Με πήρε στο σπίτι του και συνάντησα έναν άνθρωπο λυγερόκορμο, ψηλό άνδρα, με γένια και με μουστάκια και προσιτή ανθρωπιά. Μας δέχτηκε με καλοσύνη, δεν ήταν άνθρωπος αυστηρός απέναντί μας. Τη δεύτερη ημέρα που τον γνωρίσαμε, όχι την πρώτη, με φώναξε εμένα και βγήκαμε εκτός της οικίας όπου τον φιλοξενούσαν και μου είπε: «Με κατάλαβες, βρε μισκί, ποιος είμαι;» (αδύνατος σημαίνει το μισκί – ήμουν τότε πολύ λεπτός). Του λέω: «Όχι, δεν σε κατάλαβα». Μου απαντά: «Κοίταξέ με, μπρε, καλά». Προσπάθησα λίγο ακόμη, του λέω: «Oχι, δεν σε κατάλαβα». Μου λέει: «Μακάρι και οι Εγγλέζοι να έχουν την παρατηρητικότητα τη δική σου». «Είμαι ο Αυξεντίου», μόλις μου το είπε χάζεψα, συγχύστηκα, ένιωσα τον εαυτό μου να ξεφεύγει ψυχολογικά, να καταρρέει. Ο Αυξεντίου τότε ήταν ο πρώτος καταζητούμενος της EΟΚΑ και κατά τη διάρκεια εκείνη υπαρχηγός της ΕΟΚΑ. Γιατί; Γιατί είδα τον πρώτο αγωνιστή καταζητούμενο και αντάρτη της ΕΟΚΑ. Μιλήσαμε, ο Αυξεντίου είπε και την εξής κουβέντα σε κάποια άλλη περίπτωση: «Εντάξει, βρε, μείνετε εδώ, δεν θα μιλάτε για ό,τι ακούσετε. Δεν θα μιλάτε».
Τι θυμάστε πιο χαρακτηριστικά από αυτόν;
Ο Αυξεντίου ήτο γεννημένος για αρχηγός και μπορώ να πω ότι είχε ανθρωπιά, πολύ βαθιά ανθρωπιά. Ηταν αυστηρός εκεί που έπρεπε, μιλούσε λίγο και σκεφτόταν πολύ.
Πώς βρεθήκατε στον Μαχαιρά;
Γιατί πηγαίναμε; Γιατί όταν γινόταν στην περιοχή Πιτσιλιά, όπου ήταν η έδρα του Αυξεντίου, κάποια προδοσία και ως εκ τούτου καταδίωξη, καταφεύγαμε στην περιοχή Μαχαιρά. Γι’ αυτό και πήγαμε τη δεύτερη φορά στην περιοχή, τον Φεβρουάριο του 1957. Πήγαμε στον Μαχαιρά και λόγω του ότι ήτο πολύ δύσκολα τα πράγματα, κάναμε και ένα κρησφύγετο μέσα στον Μαχαιρά, το οποίο καταστρέψαμε, διότι παρόμοιο κρησφύγετο βρήκαν οι Άγγλοι στον τομέα του Αυξεντίου, στην περιοχή Πιτσιλιά. Κατεβήκαμε στο χωριό Αναλιόντα, όπου μείναμε στο σπίτι του Ηροδότου Χαραλάμπους, ενός θαυμάσιου πατριώτη, όπως θα διαπιστώσετε. Εκεί βρήκαμε κάποια ησυχία. Κρατούσαμε σκοπιές τα βράδια με τη σειρά. Μια ημέρα, ενώ ξημέρωνε η αυγή, κατά τις 7.30 με 8, γέμισε το χωριό Άγγλους στρατιώτες.
Οταν άρχισαν τις έρευνες οι Άγγλοι, ήρθε ο άνθρωπος που μέναμε σπίτι του, ο κοινοτάρχης του χωριού, ο Ηρόδοτος Χαραλάμπους. Ο Αυξεντίου τού είπε: «Ηρόδοτε, άρχισαν έρευνες, θα έλθει και η σειρά του σπιτιού σου. Οταν δεις τον πρώτο Άγγλο να πατήσει το πόδι του στο σκαλοπάτι, να πάρεις τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου -είχε τρία παιδιά και ήταν και έγκυος- να φύγετε από το σπίτι, διότι θα γίνει μάχη». Ο Ηρόδοτος απάντησε στον Αυξεντίου: «Όχι, μάστρε, δεν φεύγουμε, η ζωή μας δεν αξίζει παραπάνω από τη δική σας, η τύχη η δική σας θα είναι και τύχη δική μας». Συνεχίστηκαν οι έρευνες, ήλθαν και στο σπίτι όπου μέναμε. Ο Ηρόδοτος, όμως, είχε έναν αδελφό, ο οποίος σκοτώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως αεροπόρος των Άγγλων. Και είχε τη φωτογραφία του με στολή, μόλις μπεις στο ισόγειο, στο χολ. Ηταν ήρωας ο άνθρωπος και τον τιμούσε ο αδελφός του. Μπήκαν οι Εγγλέζοι στο σπίτι και ο αξιωματικός ρώτησε τον Ηρόδοτο: «Ποιος είναι αυτός, τι σου είναι αυτός;» «Ήταν αεροπόρος και σκοτώθηκε στον Β’ Παγκόσμιο μαζί σας» απάντησε. Φώναξε τότε ο αξιωματικός τους Άγγλους στρατιώτες, τους έστησε προσοχή, χαιρέτισαν στρατιωτικά τη φωτογραφία και έφυγαν χωρίς να κάνουν έρευνα. Από εκεί επιστρέψαμε στον Μαχαιρά και κάναμε το νέο κρησφύγετο.
Ο ηρωικός θάνατος στο κρησφύγετο του Μαχαιρά: «Μάστρε, προδοθήκαμε, έρχονται οι Εγγλέζοι»!
Δεν θα σας ρωτήσω για εκείνη την ημέρα της μάχης του Μαχαιρά, τα έχετε, άλλωστε, πει πολλάκις. Απλά θα ήθελα να μου πείτε, όταν ξαναμπήκατε στο κρησφύγετο και είπατε το περίφημο «τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε», τι σκοπό είχατε;
Το κρησφύγετο προδόθηκε. Δεν άντεξε ο Πέτρος Φιλίππου όταν συνελήφθη και εταλαιπωρήθη και πρόδωσε. Τους είπε προφορικά, δεν καταλάβανε πού ήτανε, ήλθανε δύο φορές και δεν το βρήκανε. Και ήλθε και τους έδειξε το ακριβές σημείο. Έκτη πρωινή. Σκοπός ήτο ο Αντρέας Στυλιανού, ένας από την ομάδα. Μπήκε μέσα ανήσυχος, ήταν ο τελευταίος σκοπός, και είπε: «Μάστρε, φαίνεται προδοθήκαμε, έρχονται οι Εγγλέζοι, το ελικόπτερο κατεβάζει Εγγλέζους και πετά χαμηλά».
Διέταξε απόλυτη ησυχία ο Αυξεντίου. Ήλθαν οι Άγγλοι, δύο από αυτούς περάσανε από την είσοδο του κρησφύγετου. Φώναξαν στους υπόλοιπους αγγλικά here here, εδώ εδώ! Ηλθαν και άρχισαν να μας φωνάζουν να αφήσουμε τα όπλα μας και να βγούμε, να παραδοθούμε, γιατί, αν δεν βγούμε, έλεγαν ότι θα μας ρίξουν βόμβες. Πρώτος κινήθηκα εγώ, πήρα από τα δύο όπλα που είχαμε -δύο Tόμσον-, το ένα πήγα στο στόμιο του κρησφύγετου, στράφηκα στον Αυξεντίου και του είπα: «Ας πεθάνουμε σαν άντρες, είμαι έτοιμος να πυροβολήσω, μάστρε, φτάνει να με διατάξεις».
Ύστερα από μια ανταλλαγή γνώμης ο Αυξεντίου, σε αυστηρό ύφος, μας διέταξε να βγούμε και να παραδοθούμε. Βγήκαμε, αλλά εγώ ούτε γεια δεν είπα στον Αυξεντίου, γιατί βγήκα κακοκαρδισμένος που δεν με άφησε να πολεμήσω. Εμένα με βάλανε οι Αγγλοι στρατιώτες ένα δύο μέτρα από την είσοδο του κρησφύγετου, οι άλλοι πήγανε στην οροφή. Οι Αγγλοι καλούσαν και τον Αυξεντίου να βγει να παραδοθεί, γιατί αλλιώς θα του ρίχνανε βόμβες. Ακουσα τον Αυξεντίου να τους λέει: «Ελάτε πιο κοντά να ρίξετε τις βόμβες σας». Τόλμησε ένας δεκανέας Άγγλος και πρόβαλε στόχο, οπότε ακούσαμε το οπλοπολυβόλο του Αυξεντίου και είδαμε τον Άγγλο να πέφτει κάτω νεκρός.
Δίπλα μου στην είσοδο ήταν ένας Άγγλος που κρατούσε στα χέρια του μια χειροβομβίδα και την έπαιζε από το ένα χέρι στο άλλο, για να περάσει την ώρα του. Αφαίρεσε την περόνη και πέταξε από την τρύπα τη χειροβομβίδα στο κρησφύγετο. Ήτο έτοιμοι να πετάξουν και δεύτερη και φώναξα στον Άγγλο δίπλα μου: «Ασ’ τον, είναι νεκρός». Με αρπάζει από τον σβέρκο ο Αγγλος και μου λέει: «Εάν είναι νεκρός, πήγαινε, βγάλ’ τον έξω». Αρνήθηκα, γιατί ήξερα ότι ήταν ζωντανός και εάν έμπαινα μέσα, μπορούσε να με πυροβολήσει. Με οδήγησαν, όμως. Οταν έφτασα στο κρησφύγετο και άρχισα να κατεβαίνω, φώναξα: «Μάστρε, μην πυροβολήσεις, Ματρόζος».
Όταν κατέβηκα, πήγα στον Αυξεντίου και τον είδα, ήταν τραυματισμένος. Είχε ένα τραύμα από τη χειροβομβίδα στο αριστερό μέρος του λαιμού και του είπα να τον περιποιηθώ αλλά αρνήθηκε. Τον ρώτησα αν είναι αλλού τραυματισμένος και μου είπε στο αριστερό γόνατο. «Ποιο είναι το πιο σοβαρό;» τον ρώτησα και μου είπε «αυτό του γονάτου», γιατί «μου εξέρανε το πόδι Ματρόζο». Πήρα το όπλο μου και πήγα στο στόμιο του κρησφύγετου. Πυροβόλησα κατά των Αγγλων στρατιωτών δύο ριπές. Εφώναξα με όλη τη δύναμη της φωνής που είχα: «Τώρα είμαστε δύο, ελάτε να μας πιάσετε αν μπορείτε». Και άρχισε η μάχη. Δεν θα σας πω όλα τα στάδια, πέρασε διάφορα στάδια η μάχη. Για έξι ώρες πολεμούσαμε και κουβεντιάζαμε με τον Αυξεντίου.
Κάποια στιγμή άναψε τσιγάρο. Του εζήτησα κι εγώ και μου αρνήθηκε. Και του είπα: «Μα, γιατί, μάστρε»; «Εβλάφτη σε, βρε μισκί» μου είπε. «Μάστρε, αφού μαζί θα πάμε εκεί πάνω» είπα και του έδειξα με το χέρι τον ουρανό. Μου λέει «άμα πάμε εκεί πάνω, ούτε κι εκεί θα σου δώσω». Είχαμε και τα αστεία μας.
Φτάσαμε στις 12 το μεσημέρι. Δεν θα ξεχάσω που μιλούσαμε για ορισμένα πράγματα της οργάνωσης. Είχαμε μια πολύ ωραία κουβέντα, του είπα το εξής: «Μάστρε, κι αν πεθάνουμε, άλλοι θα συνεχίσουν τον αγώνα μας». «Δεν πεθάναμε ακόμη, βρε Ματρόζο, αλλά κι αν πεθάνουμε για την ένωση της Κύπρου με τη μάνα Ελλάδα, δεν το ξέραμε ότι μπορούσε να ερχόταν αυτή η στιγμή που η Κύπρος να μας ζητήσει να θυσιάσουμε τη ζωή μας; Εμείς, Ματρόζο, εσπείραμε τον σπόρο, άλλοι θα θερίσουν».
Αντιληφθήκαμε να τρέχει ένα υγρό μέσα στο κρησφύγετο, που συνεχώς αυξανόταν, μυρίστηκα βενζίνη. Του λέω: «Μάστρε, είναι βενζίνα, θα μας κάψουν ζωντανούς». Δεν πρόλαβα να πω άλλη λέξη και έγινε φλεγόμενη κάμινος. Η φλόγα εμένα με έπιασε στο πρόσωπο, γιατί ήμουν κοντά στο στόμιο γονατιστός. Εφερα τα χέρια μου μπροστά για να προστατέψω τα μάτια μου, κάηκαν και αυτά. Στράφηκα προς τον Αυξεντίου. Είχε πολλή φλόγα πάρει ολόσωμος. Τρόμαξα με αυτό που είδα, φώναξα «αχ, Παναγία μου». Και ο Αυξεντίου, σε αυτή την κατάσταση που ήταν, μου είπε: «Μη φοβάσαι, βρε μισκί, μη φοβάσαι».
Είχα, όμως, ευκαιρία επιλογής του θανάτου μου. Μεταξύ φωτιάς και σφαίρας, προτίμησα τη σφαίρα. Με μια υπεράνθρωπη προσπάθεια πετάχτηκα έξω, στάθηκα μάλιστα στην είσοδο για να με πιάσει καμία σφαίρα. Δεν βρέθηκε, όμως, καμία σφαίρα και με ένα βαρελάκι πετάχτηκα 20 μέτρα μακριά και έμεινα εκεί. Εκεί έμεινα δύο ώρες και ύστερα από αυτό το διάστημα με συνέλαβαν. Με πήγαν στο στόμιο του κρησφύγετου, κλοτσώντας και χτυπώντας με, έτσι κρουσμένος όπως ήμουν και μου είπαν: «Εάν έκρουσε όπως μας είπες, πήγαινε να τον βγάλεις έξω». Μπήκα μέσα και είδα τον Αυξεντίου, ήταν όπως στις φωτογραφίες που τον απεικόνισαν. Τον άγγιξα και κάηκα ξανά. Στράφηκα έξω και είπα: «Δεν μπορώ να τον βγάλω».
Ένας Άγγλος στρατιωτικός λοχίας έβγαλε το όπλο και μου το έβαλε στον κρόταφο: «Αν δεν μπεις μέσα, θα σε πυροβολήσω». Είχα μπει τόσο πολύ στο πνεύμα της θυσίας και του θανάτου, που γύρισα, τον είδα και μειδίασα. Του είπα: «Αν με σκοτώσεις, θα μου κάνεις μεγάλη χάρη». Κατάλαβε ότι δεν φοβόμουν τίποτε πλέον, μετακίνησαν μερικές πέτρες και είδαν τον Αυξεντίου στη θέση όπου απέθανε.