Ἡρακλῆ Ρεράκη
Καθηγητοῦ Παιδαγωγικῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ
Ὅταν ἀναφέρεται κανεὶς στὴ θέση ποὺ ἔχουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα στὴν Ἐκπαίδευση, εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νὰ ἀναλογισθεῖ τὴ γενικότερη θέση ποὺ κατέχει ὁ Λόγος τῆς Ἐκκλησίας στὸ σχολεῖο. Τὰ τελευταῖα χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μίας ἐκπαιδευτικῆς πολιτικῆς ἰδεολογικοῦ χαρακτῆρα, ἡ ὁποία, ἔχοντας ὡς ἄξονά της ἕνα μὴ ἐπιστημονικὸ καὶ σὲ κάθε περίπτωση ἀντιπαιδαγωγικὸ προοδευτισμό, ἀρνεῖται τὴ ζωντανὴ καὶ γόνιμη σύνδεση τῆς παιδείας μας καὶ τῶν παιδιῶν μας μὲ ὅ,τι σχετίζεται μὲ τὴν ελληνική τους κληρονομιά: τὴ γλῶσσα, τὴν ἱστορία, τὸν πολιτισμό, τὴ ζῶσα ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ ζωή.
Ἡ συγκεκριμένη αὐτὴ ἐκπαιδευτικὴ κατεύθυνση παίρνει σάρκα καὶ ὀστᾶ μὲ τὰ Προγράμματα καὶ τὰ βιβλία ποὺ στέλνονται στὰ σχολεῖα, στὰ ὁποῖα ὅ,τι δὲν ἐμπίπτει στὶς προδιαγραφὲς καὶ τὰ κριτήρια τοῦ ἐκσυγχρονιστικοῦ πνεύματος, ἀπορρίπτεται καὶ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Μία ἀπὸ τὶς σχετικὲς ἀλλαγὲς ποὺ ἔχουν ἐφαρμοστεῖ εἶναι ἡ γλωσσικὴ μεταρρύθμιση, ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἔχει λειτουργήσει τὰ μέγιστα σὲ βάρος τῆς διαχρονικῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν νέων μας μὲ τελευταῖο κτύπημα ἐκεῖνο τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος γραφῆς. Στὸ πλαίσιο αὐτό, κείμενα, συγγραφεῖς ἢ ποιητές, ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἑλληνορθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως ἀξιολογοῦνται μὲ τὰ παραπάνω κριτήρια καὶ ἀπορρίπτονται ὡς ἔχοντα μὴ προοδευτικό ἀλλὰ ἀναχρονιστικὸ καὶ συντηρητικὸ χαρακτῆρα!
Τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἰδεολογικοπολιτικῆς γραμμῆς στὸ χῶρο τῆς ἐθνικῆς παιδείας εἶναι ὁρατὸ ἀφενὸς στὴ γλωσσικὴ πενία τῶν νέων μας, ποὺ ἔχει φτάσει στὰ ἔσχατα ὅρια, ἀφετέρου στὴν κραυγαλέα πλέον ἔλλειψη ἠθικοπνευματικῶν προτύπων, ἡ ὁποία ἔχει ὁδηγήσει τὸν λαό μας σὲ μία γενικότερη πνευματική, πολιτισμική, ἠθική καὶ κοινωνικὴ κρίση, ποὺ ὅλοι μας βιώνουμε. Τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, γραμμένα σὲ μία ἁπλὴ καὶ κατανοητὴ γλῶσσα, τὴν «κοινή» ἑλληνιστική, ἐμπεριέχουν καὶ ἐκφράζουν τὴ διδασκαλία, τὶς ἀλήθειες καὶ γενικὰ τὸ πνεῦμα τοῦ χριστιανισμοῦ, δηλαδὴ τὴν πίστη ποὺ μὲ τὸ βάπτισμά τους ἔχουν τὰ παιδιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου εἴτε στὴν Ἑλλάδα εἴτε στὴν ὁμογένεια καὶ, συνεπῶς, δὲν εἶναι ξένα πρὸς τοὺς μαθητές. Συγχρόνως αὐτὰ τὰ κείμενα μὲ τὸν γλωσσικὸ καὶ πνευματικό τους πλοῦτο συμβάλλουν στὴν οἰκείωση τῆς ἑλληνικῆς διαχρονικῆς γλωσσικῆς τους κληρονομιᾶς καθὼς καὶ στὴ θρησκευτική, ἠθική, κοινωνικὴ καὶ πολιτισμική τους ἀνάπτυξη.
Ὅταν ἀναφερόμαστε στὴ διαχρονικὴ γλωσσικὴ κληρονομιά, ἐννοοῦμε τὴν ἑνιαία γλῶσσα, ποὺ ξεκινάει μὲ τὴ μελέτη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, τῆς Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, τῆς Ὑμνογραφίας, τῆς Δημοτικῆς καὶ τῆς σύγχρονης ποιητικῆς δημιουργίας, καθὼς καὶ ὁλόκληρου τοῦ λαϊκοῦ πλούτου, ποὺ ἦταν συγκεντρωμένος στὶς παροιμίες, στὰ παραμύθια, στὴν τοπικὴ γλῶσσα τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, στὰ λαϊκὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῆς πατρίδας (1). Ἡ ἀπόρριψη ἑπομένως τῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ βιβλία τῶν Ἀρχαίων καὶ τῶν νέων Ἑλληνικῶν καθὼς καὶ τῆς Γλώσσας ἐπιδεινώνει ἀντὶ νὰ θεραπεύει τὴ γλωσσικὴ πτώχευση τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν πτώχευση τῶν θρησκευτικῶν καὶ πολιτισμικῶν τους προτύπων καὶ ἀρετῶν.
Ὡστόσο ὀφείλει νὰ σκεφτεῖ κανείς ὅτι ἡ ἔμφυτη θρησκευτικότητα ποὺ διακρίνει αὐτὸν τὸν λαὸ ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων καὶ ἡ στενὴ σχέση του μὲ τὴ ζῶσα ἐκκλησιαστική του παράδοση ὑπαγορεύει μία ἐξοικείωση τῶν νέων αὐτοῦ τοῦ τόπου, στὴ μαθησιακή τους περίοδο, μὲ σπουδαῖα καὶ πολύτιμα παιδευτικὰ ἀγαθὰ τῆς χριστιανικῆς παραδοσιακῆς τους κληρονομιᾶς ποὺ εἶναι, ὅπως εἴδαμε, μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἁγιογραφικά, πατερικὰ καὶ λατρευτικὰ κείμενα. Τὸ σχολεῖο στὸ πλαίσιο τῆς γενικῆς παιδείας ποὺ προσφέρει ὀφείλει νὰ βοηθᾶ τὸν μαθητὴ νὰ ὁλοκληρώνεται ὁλόπλευρα καὶ ψυχοσωματικά, ἐμπλουτίζοντάς τον μὲ γνωστικὰ καὶ βιωματικὰ ἀγαθὰ ἀλλὰ καὶ μὲ δεξιότητες, ποὺ νὰ τὸν καθιστοῦν ἕτοιμο καὶ ἱκανὸ ὄχι μόνον νὰ γνωρίζει καλά, ἀλλὰ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ προβάλει, ὅταν χρειαστεῖ τὰ μνημεῖα τῆς λαϊκῆς καὶ θρησκευτικῆς του παράδοσης. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων φαίνεται ὅτι μερικοὶ πολιτικοί, ἐκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι καὶ ἄλλοι πνευματικοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει τὸν ἠθικοπνευματικὸ ρόλο ποὺ ἐνέχουν τὰ πρότυπα καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ ὑπάρχουν στὴ χριστιανικὴ κειμενικὴ παράδοση σὲ σχέση μὲ τὴ δόμηση τοῦ χαρακτῆρα καὶ γενικότερα μὲ τὴν πνευματικὴ συγκρότηση τοῦ παιδιοῦ.
Τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, συνδεδεμένα ὅπως εἶναι μὲ τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ ζωὴ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἀλήθειας, τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἐλπίδας κ.ἄ., ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θεολογικὸ στόχο τους, ἐπηρεάζουν θετικὰ τὴν ὁλόπλευρη κοινωνικοποίηση τοῦ παιδιοῦ. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἡ διδασκαλία τῶν κειμένων αὐτῶν συμβάλλει τὰ μέγιστα στὴν κατανόηση καὶ τὴ συνειδητοποίηση, ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν μαθητῶν, τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας ὅτι ἡ Ἐκκλησία μὲ αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ κείμενα καὶ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐλευθερίας (2) διατήρησε ἐπὶ 400 χρόνια μουσουλμανικῆς δουλείας τὴ γλωσσικὴ συνέχεια τοῦ γένους μας καὶ μαζὶ μ’αὐτήν, τὴν πίστη καὶ τὴν ἐθνικὴ συνείδηση καὶ ταυτότητα (3). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ τώρα, σ΄αὐτὴν τὴν κρίση ποὺ βιώνει ὁ λαός μας, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ὀργανωμένη παιδεία μας ἡ ἴδια γλῶσσα καὶ τὸ ἴδιο ἀδούλωτο πνεῦμα διάσωσης (4), τὸ ὁποῖο παραμένει ἄσβηστο καὶ ἀμετάβλητο.
Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μπορέσουν νὰ ἀντιμετωπιστοῦν οἱ ἀλλότριες παρωθήσεις, ποὺ ἐνεργοποιοῦνται μέσῳ ἐσωτερικῶν καὶ ἐξωτερικῶν παραγόντων καὶ ἰδιαίτερα μέσῳ ἐκπαιδευτικῶν μεθοδεύσεων καὶ μηχανισμῶν, εἴτε νὰ στερήσουν ἀπὸ τὰ παιδιὰ τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς ἑλληνορθόδοξης κληρονομιᾶς εἴτε νὰ τὰ διαστρεβλώσουν καὶ νὰ τὰ ἀλλοιώσουν μέσα ἀπὸ τεχνητὲς συγχύσεις καὶ σχετικισμούς. Οἱ σχεδιαζόμενες καὶ μέσα στὴ σύγχρονη κρίση μεθοδεύσεις εἶναι οἱ ἴδιες ποὺ ὁδήγησαν τὴ χώρα στὴν πνευματικὴ κατάπτωση καὶ φαίνεται ὅτι ἐκμεταλλεύονται τὴν οἰκονομικὴ κρίση προκειμένου νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ τελικὴ πνευματικὴ υποταγὴ τῆς θρησκευτικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἰδιοπροσωπείας τοῦ λαοῦ μας.
Τὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας ἀποτελοῦν σταθεροποιητικὸ γλωσσικὸ παράγοντα ἀληθινῆς θρησκευτικότητας καὶ γνήσιων πολιτισμικῶν προτύπων καὶ ἀρετῶν. Ἡ ἀπόρριψή τους ἐπιτείνει τὴ γλωσσικὴ ἀπίσχνανση, ἀπομακρύνει ἀκόμη περισσότερο τοὺς νέους μας ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ ρωμαίϊκη παράδοσή τους καὶ μεγεθύνει τὴν πνευματική τους πενία. Εἶναι βέβαιο ὅτι σταδιακὰ ἀλλὰ σταθερὰ οἱ νέοι μας μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐκπαιδευτικὴ πολιτικὴ ἐναντίον τῶν κειμένων, τῆς γλώσσας καὶ τοῦ Πνεύματος τῆς Ἐκκλησίας (5) ὁδηγοῦνται σὲ μία βαβελικὴ ἀγλωσσία, δηλαδὴ σὲ μία πνευματικὴ σύγχυση ποὺ τοὺς στερεῖ τὴ σοφία, τὴν ἔμπνευση καὶ τὴν προφητεία. Ταυτόχρονα χάνεται ἀπὸ τὴν πολιτισμική τους συνείδηση ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον πολύτιμα συνεκτικὰ στοιχεῖα καὶ θεμέλια τῆς διαχρονικότητας καὶ τῆς ἑνότητας τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμικοῦ τοπίου ποὺ εἶναι ἡ γλωσσική μας συνέχεια.
Ἡ πολιτισμικὴ καὶ πνευματικὴ πορεία τῆς χώρας τὰ τελευταῖα χρόνια, μέσῳ τῆς παραπάνω μὴ ὑγιοῦς ἰδεολογικῆς κατεύθυνσης, ὁδήγησε τὴν πολιτισμικὴ δομὴ τῆς χώρας στὴν ὀπισθοδρόμηση καὶ σὲ μία παγκόσμια περιφρόνηση καὶ περιθωριοποίηση. Ἡ πορεία αὐτὴ δὲν πρόκειται νὰ ἀνακοπεῖ, ἐὰν ἡ παιδεία μας δὲν ἐγκαταλείψει τὰ ἰδεολογικά της σύνδρομα καὶ δὲν ξαναβρεῖ τὴν πνευματική της ταυτότητα καὶ συνείδηση, μέσα ἀπὸ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς καὶ δυνάμεις:
α)τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος,
β) τῆς ζώσας ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως
γ) τῆς διαχρονικῆς γλωσσικῆς καὶ ἱστορικῆς της παραδόσεως καὶ συνέχειας.
Σὲ κάθε περίπτωση, ὀφείλουμε νὰ μὴν λησμονοῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγε ὁ σπουδαῖος ἀγωνιστὴς καὶ ὀργανωτὴς τῆς παιδείας μας, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, μέσα σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ ὅλα τά ‘σκιαζε ἡ φοβέρα καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά, ὅτι δηλαδὴ στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχει ἕνα μυστικὸ ἀλλὰ πολὺ ἰσχυρὸ νῆμα, ποὺ δένει τὸ σχολεῖο μὲ τὴν Ἐκκλησία: «Τὸ σχολεῖο ἀνοίγει τὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ Ἐκκλησία παραστέκει, στηρίζει, προστατεύει τὸ σχολεῖο» (6). «Νὰ σπουδάζετε τὰ παιδιά σας νὰ μανθάνουν τὰ ἑλληνικά, διατὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικὴν καὶ ἂν δὲν σπουδάξῃς εἰς τὸ ἑλληνικόν, ἀδελφέ μου, δὲν ἠμπορεῖς νὰ καταλάβῃς ἐκεῖνα, ὅπου ὁμολογᾶ ἡ Ἐκκλησία μας» (7).
Βιβλιογραφία
1. Βλ. Δ. Σολωμός, «Στοχασμοὶ Διάφοροι», στὸ Δ. Σολωμοῦ, Ἅπαντα ποιήματα καὶ πεζά, Προλεγόμενα Μαρίνου Σιγούρου, ἔκδ. Ἐπιτροπῆς Ζακύνθου Ἑορτασμοῦ Ἑκαντοντα-ετηρίδος Σολωμοῦ, Ὀργανισμὸς Ἐκδόσεως Σχολικῶν Βιβλίων, Ἐν Ἀθήναις 1957, σ. 547-548, ὅπου σημειώνεται ὅτι «ἡ διαχρονικὴ γλῶσσα συμβιβάζει τὰ λόγια στοιχεῖα καὶ τὰ δημοτικὰ τραγούδια σ’ ἕνα νόμιμο κρᾶμα, ποὺ ἀπὸ τὴ μία ἐξυψώνει τὴ λαϊκὴ γλῶσσα καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη διασώζει μέσα σ’ αὐτὴν τὰ λόγια στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου πνεύματος καὶ τῆς χριστιανικῆς γραμματείας».
2. Βλ. Δ. Σολωμός, «Διάλογος», Δ. Σολωμοῦ, «Ἅπαντα», ὅ.π., σ. 446 και 452, ὅπου γιὰ τὸ ἴδιο θέμα ὁ ἐθνικός μας ποιητὴς Δ. Σολωμὸς ἔγραφε ὅτι ἔχει δύο ἔγνοιες μέσα του, τὰ δύο ἐθνικὰ σύμβολα, τὴ γλῶσσα καὶ τὴν ἐλευθερία: «Μήγαρις ἔχω ἄλλο στὸν νοῦ μου πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλῶσσα;». Τοποθετῶντας στὸ ἴδιο ἐπίπεδο γλῶσσα καὶ ἐλευθερία πίστευε ὅτι στηρίζει τοὺς ἑλληνικοὺς στόχους, τὰ δύο σημαντικὰ καὶ ἀδιαπραγμάτευτα πρότυπα τοῦ ἔθνους μὲ τὸν πολιτισμὸ ποὺ αὐτὰ ἐμπεριέχουν. Γι’ αὐτὸ ἄλλωστε ἔκανε λόγο γιά «τὸ μεγάλο χτίριο τῆς γλώσσας».
3. Βλ. Κ. Χατζόπουλος, Ἑλληνικὰ σχολεῖα στὴν περίοδο τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας(1453-1821), ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991. Πρβλ. Β. Χαραλαμπόπουλος, Ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισμοῦ, ἐκδ. ΧΕΕΛ, Ἀθήνα 1971.
4. Βλ. Ἡ. Ῥεράκης, Θρησκευτικὰ καὶ Πολιτισμικὰ Πρότυπα στὸ ἔργο τοῦ Δ. Σολωμοῦ, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα 1997.
5. Βλ. Ἡρακλῆς Ρεράκης, «Τρόπος βιώσεως καὶ χρήσεως τῆς συμβολικότητας τῆς Γλώσσας στὴ χριστιανικὴ παιδεία», στό: Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη, Χαριστήριος Τόμος Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Τιμοθέου, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κρήτης, Ἡράκλειον 2001, σσ. 495-511.
6. Βλ. Π. Πάσχος, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1985, σ. 130.
7. Ἰ. Μενοῦνος, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχὲς καὶ βιογραφία, Διδαχὴ Α2, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθῆνα 2004, σελ. 173.