Δάσκαλου
«Οἱ ἄνθρωποι θὰ μείνουν πτωχοί, γιατὶ δὲν θἄχουν ἀγάπη στὰ δένδρα»
(Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἴτωλος)
Παραπέμπω, ἐν πρώτοις, σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου νομπελίστα μας ποιητῆ Γιώργου Σεφερη. Ἔλεγε τὸ 1936:
«Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρὸς καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα, πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, πὼς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα, ποὺ τόσο σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μὲ μία πολὺ βαρειὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου, ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό». Κι ἂν αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ ἔνδοξο ’40, ὅπου οἱ Ἕλληνες μποροῦσαν ἀκόμη νὰ «μεθύσουν» ἀπὸ «τὸ ἀθάνατο κρασὶ τοῦ Εἰκοσιένα», τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸ σήμερα;
Σήμερα ἡ νοσταλγία ἔγινε θλίψη ἀνείπωτη, θρηνωδία ἀσίγαστη γιὰ τὸν ξεσπεσμὸ τῆς Πατρίδας μας.
Ὅμως «τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι, εἶναι λίγο πρὶν ξημερώσει ὁ Θεός», ἔλεγε ὁ Κολοκοτρωνης. «Τὸ Γένος μας καὶ ἄλλες φορὲς σταυρώθηκε, ἀλλὰ ἰδοὺ ζῶμεν». Ὅταν ἔπεσε ἡ βασιλεύουσα Πόλη, «ἡ χαρὰ καὶ ἐλπίδα τῶν Ἑλλήνων», ὁ λαός μας δὲν ζητεῖ παρηγοριὰ ἀπὸ τὴ Θεομάνα μας, τὴν Παναγία, ἀλλὰ σπεύδει καὶ τὴν παρηγορεῖ, ρίχνοντας συγχρόνως καὶ τὸν σπόρον τῆς ἀνάστασης τοῦ Γένους.
«Σώπασε κυρα-Δέσποινα καὶ μὴν πολυδακρύζεις, πάλι μὲ χρόνους μὲ καιροὺς πάλι δικά σου θἆναι».
Καὶ σήμερα αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε, γιὰ νὰ ξεπεράσουμε τὴ στενωπὸ τῆς κρίσης, νὰ στραφοῦμε πίσω «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ ἀθηναιογράφος Δημήτρης Καμπουρόγλου (1852-1942).
Πόλεμοι, ἀστυφιλία, φτώχεια, μανιῶδες κυνήγι τοῦ εὔκολου καὶ ἄκοπου πλουτισμοῦ ἀπομάκρυναν τὸν λαό μας ἀπὸ τὰ εὐλογημένα χωριά μας. Συνωστιζόμαστε στὶς τσιμεντουπόλεις, τὶς ἀπρόσωπες καὶ ἀπάνθρωπες, γεγονὸς μὲ τραγικὲς συνέπειες στὸ ἦθος κὰ τὸν χαρακτήρα μας.
Μακριὰ ἀπὸ τὴ φύση, τὴ γῆ, τὸ «λίαν καλὸ» ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, θαμπωθήκαμε ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα καὶ μηδαμινὰ ἔργα τῶν χειρῶν μας, τὶς πολύχρωμες βιτρίνες καὶ ξεχάσαμε τὸν Κτίστη, πέσαμε σὲ ἀπιστία. Μὰ «οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ».
Κλείσαμε, κλειδώσαμε καὶ τὰ παιδιά μας στὰ πανέμορφα παιδικὰ δωμάτια τους, στερώντας τα ἀπὸ τὸ σημαντικότερο πράγμα γιὰ τὴν ὑγιῆ ἀνατροφή τους τὸ παιχνίδι.
(«Τὸ σπουδαιότερο πράγμα ποὺ κάνει ἕνα παιδὶ εἶναι τὸ παιχνίδι» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης)
Ἀντί νὰ ἀνατρέφουμε αὐτούς, ποὺ θὰ πετοῦν ψηλὰ καὶ θὰ ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος, φυλακίσαμε τὰ παιδιὰ σὲ «χρυσὰ κλουβιά».
Τὰ παιδιά, ὅμως γιὰ νὰ «ἀνθίσουν», θέλουν γῆ, χῶμα, νὰ ἀπολαύσουν καὶ νὰ χαροῦν τὸ ἀτίμητο δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλευθερία. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλους μας. Ἂς μὴν μᾶς διαφεύγει τὸ γεγονὸς πὼς ἡ κατοχὴ γῆς- ἰδιοκτησίας τονώνει ἀκόμη ἀκόμη τὸ ἐθνικὸ αἴσθημα λόγῳ προσωπικοῦ γοήτρου καὶ ἀλληλεγγύης πρὸς τὴν Πατρίδα. Τροφοδοτεῖ δεσμούς, ποὺ κινοῦν τὰ ζωτικὰ νεῦρα τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «πολυκατοικημένη» συνοίκηση, ὅπου ἀνθεῖ ἡ δυσαρέσκεια, ἡ νευρικότητα, μειώνεται, ἐν τέλει, καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν Πατρίδα. Καὶ ἀκόμη «αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του, δὲν ἔχει μήτε Θεό, κι ὅποιοι ἀρνεῖται τὴν Πατρίδα του, ἀρνεῖται τὸν Θεό» γράφει ὁ Ντοστογιέφσκι.
Καὶ αὐτὸ ἰσχύει περισσότερο γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, γιὰ τοῦτο τὸ «ἔνδοξο καλυβακι», ποὺ μᾶς δώρισε ὁ Θεός. Ἡ συχνότατη ἐπωδὸς τοῦ Μακρυγιάννη «πίστη καὶ Πατρίδα μου», ἦταν γιὰ ὅλους ἐκείνους, ποὺ μᾶς παρέδωσαν αὐτὸ τὸν τόπο, ὡς «τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο» ἕνα δίδυμο, ἀλλὰ ἀδιαίρετο χρέος ἱστορικῆς ὑπάρξεως.
Ἡ κρίση, ποὺ ταλανίζει τοὺς λαούς μας, εἶναι ἀπότοκος καὶ τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὴν πατρῶα γῆ. Διασώζει ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία μιᾶς βαθειᾶς ἔννοιας καὶ λεπτότητας ἀλληγορία: Τὸν γιὸ τοῦ Ποσειδώνα καὶ τῆς Γῆς, τὸν τρομερὸ καὶ δυσπολέμητο γίγαντα Ἀνταῖο, ποὺ ἀντλοῦσε τὴ δύναμή του ἀπὸ τὴν γῆ. Ὅσο τὴν πατοῦσε ἦταν ἀνίκητος. Τὸν φόνευσε ὁ Ἡρακλῆς ἀνασηκώνοντάς τον ἀπὸ τὸ χῶμα «Πάρτε μαζί σας νερό, τὸ μέλλον θὰ ἔχει πολλὴ ξηρασία», μᾶς προτρέπει ὁ ποιητὴς Μ.Κατσαρός. Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ εἶναι ἡ παράδοση. Οἱ νέοι πρέπει νὰ μάθουν, ὅτι δὲν εἴμαστε χθεσινοί, ὅτι ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριὰ καὶ ἔχουμε χρέος νὰ πᾶμε πιὸ μακριά. Καὶ αὐτὴ ἡ ἐθνικὴ αὐτογνωσία γίνεται μὲ τὴν ἐπιστροφὴ στὸ σπίτι, ὅπου γεννηθήκαμε.
«Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα
κι ἄς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι
στοιχεῖο εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ
ψυχὴ καὶ μὲ προσμένει»,
γράφει ὡραιότατα ὁ Παλαμᾶς.
Οἱ μπαζωμένες πόλεις κουράστηκαν. Τὰ «ρόδινα ἀκρογιάλια τῆς Πατρίδας μας», τὰ ἄγρια καὶ τὰ ἥμερα τοῦ βουνοῦ καὶ τοῦ λόγγου» περιμένουν τοὺς ἀνθρώπους τους. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν τὰ ποτίζει μὲ τὸν τίμιο ἰδρώτα του, τὰ ἡμερώνει. Ἔγραφε μὲ πίκρα ὁ Φώτης Κόντογλου γιὰ «τὴ ζάλη καὶ τὴν ἀηδία», ποὺ τὸν ἔπιανε στὶς γυάλινες πολιτεῖες μὲ τοὺς γυάλινους ἀνθρώπους: «Θαρρῶ πὼς βρίσκομαι σὲ καμμιὰ βρώμικη φυλακή, χάνω τὸ κέφι μου καὶ θέλω γρήγορα νὰ φύγω μακρυά, ν’ ἀπομείνω μὲ τὸν ἑαυτό μου. Συζητήσεις ἀτελείωτες καὶ μπερδεμένες, δουλειές, ἐπιχειρήσεις, θέατρα, βιβλία, πολιτικὴ ἀγωνία, ἀδιαντροπιά, λεφτά, λεφτά…Ὁ ἱδρώτας τρέχει ἀπὸ πάνω μου. Μηχανὲς λογῆς-λογῆς μουγκρίζουνε γύρω μου. Οἱ ἄνθρωποι τρέχουνε σὰν νἆναι στὸ φρενοκομεῖο.
Φεύγω μακριά. Τρέχω, σὰν νὰ ξέφυγα ἀπὸ ληστές.
Δὲν πιστεύω τὰ μάτια μου πὼς βρίσκουμαι μακρυὰ ἀπὸ τὴν κολαση! Ἡσυχία! Κάθομαι σὲ μία πέτρα. Κοιτάζω τὰ βουνά, τὰ δέντρα, τὸ χῶμα, τὰ σύννεφα, κι ἀναστενάζω. Βλογημένη πλάση τοῦ Θεοῦ. Ἀγαπημένο καταφύγιο…» (Μυστικὰ Ἄνθη, σελ. 223).
Αὐτὸ τὸ εὐλογημένο καταφύγιο, τὴν γῆ μας, τὴν ἰθαγένειά μας, νὰ ξαναβροῦμε.
Τὴν ταπεινὴ ὀμορφιὰ τοῦ τόπου μας, τὰ πρόσωπα τῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν μας, τὰ ἀρώματα, τὶς γνώσεις τῆς Πατρίδας μας, νὰ ζεσταθεῖ πάλι ἡ καρδιά μας, ποὺ εἶναι ξυλιασμένη ἀπὸ τὴν παγωνιὰ τῆς «μεθυσμένης» πολιτείας.
Καὶ ἄς ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας γιὰ νὰ ποῦμε αὐτὸ ποὺ ἔλεγαν οἱ παλιοί, οἱ Ρωμηοί, ὅταν τοὺς ὅρισκαν «περιστάσεις καὶ θλίψεις καὶ συμφορὰ τοῦ βίου».
«Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μας εἰς σὲ ἀνατίθεμεν Μῆτερ τοῦ Θεοῦ φύλαξον μας ὑπὸ τὴν σκέπη σου».
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2012