Γράφει ο Δημήτρης Περδίκης
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1940 και ο Ελληνικός Στρατός στην παράλια ζώνη του μετώπου, στον ελληνοϊταλικό πόλεμο, φαινόταν πως είχε καθηλωθεί στο μουσουλμανικό χωριό Μπόρσι, λίγα χιλιόμετρα πριν από την Χειμάρρα. Οι Ιταλοί είχαν οχυρώσει και είχαν καταστήσει σχεδόν απόρθητο το βουνό που είναι πάνω από το χωριό Κηπαρό. Ο ορεινός αυτός όγκος έστεκε σαν τείχος μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις και εμπόδιζε την προέλασή τους. Οι ελληνικές επιθέσεις είχαν αποβεί άκαρπες. Τα Ιταλικά πολυβόλα χάρη στην ευνοϊκή θέση που κατείχαν, θέριζαν τα πάντα μπροστά τους. Τότε παρουσίασαν στον διοικητή μια λεβέντισσα Κηπαριώτισσα που είχε έλθει κρυφά από το Κηπαρό και ζητούσε να τον δει. «Μπορώ να σας περάσω από ένα μονοπάτι πίσω από τις γραμμές των Ιταλών», του λέει. Ο διοικητής την κοίταξε στην αρχή με καχυποψία, μπορεί να είναι παγίδα, σκέφτηκε. Όμως κάτι μέσα του τού έλεγε πως μπορούσε να εμπιστευθεί την γυναίκα αυτή.
Διέταξε τότε μια διμοιρία να ετοιμαστεί και όταν πέσει το σκοτάδι να ακολουθήσει την γυναίκα. Στην αρχή οι στρατιώτες με την γυναίκα μπροστά, κατευθύνθηκαν μέσα από τον πυκνό ελαιώνα προς την παραλία όπου η απόκρημνη ακτογραμμή εμπόδιζε την ορατότητα των Ιταλών. Έτσι βαδίζοντας ακροβολιζόμενοι συνέχεια παραλιακά από το Πρωτοπάπι του Κηπαρού, φθάσανε σε ένα σημείο από όπου αρχίσανε να ανεβαίνουν μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή φτάσανε ακριβώς πίσω από τις γραμμές των Ιταλών. Μέσα στην σιωπή της νύχτας, ξαφνικά οι Ιταλοί ακούνε μεταλλικούς κρότους πίσω από την πλάτη τους. Ήσαν οι ελληνικές ξιφολόγχες που έμπαιναν στα όπλα. Αμέσως, πριν προλάβουν να αντιδράσουν ακούνε την ιαχή «αέρα» και τους πρώτους πυροβολισμούς. Έντρομοι σήκωσαν τα χέρια, κάποιοι έπεσαν στα γόνατα και ικέτευαν για την ζωή τους. Έτσι έπεσε η γραμμή άμυνας των Ιταλών και άνοιξε ο δρόμος για την Χειμάρρα. Η ατρόμητη Κηπαριώτισσα ονομαζόταν Αναστασία Σάββα. Τα εγγόνια της ζουν και τώρα στο Κηπαρό, κάποιες φορές διηγούνται την ηρωική πράξη της γιαγιάς τους.
Ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στις 22 Δεκεμβρίου στην Χειμάρρα και γνώρισε αποθεωτική υποδοχή. Οι γαλανόλευκες βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, ο κόσμος ξεχύθηκε για να αγκαλιάσει τους στρατιώτες και για τα τους προσφέρει ότι μπορούσε. Τα Χριστούγεννα του 1940 έμειναν αξέχαστα στους Χειμαρριώτες,
Τότε η γραμμή του μετώπου αναπτύχθηκε από τον Σκουταρά, στα βόρεια της Χειμάρρας μέχρι την κορυφή Αυγό των Ακροκεραυνείων. Ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις από το Μπόρσι προωθήθηκαν προς την κοιλάδα του ποταμού Σουσίτσα και εγκατέστησαν το στρατηγείο στο χωριό Κούτσι. Εκεί ψηλά στα Ακροκεραύνεια, στα χιόνια, ο στρατός μας πέρασε όλον τον χειμώνα του 1940-41 και επιβίωσε μέσα σε σκαμμένα λαγούμια στην πλαγιά του βουνού. Εκεί μέσα στα λαγούμια δημιουργήθηκαν τα πάντα. Κοιτώνες, μαγειρείο, ιατρείο, διοικητήριο, αποθήκες και ότι άλλο χρειαζόταν. Σε ελάχιστη απόσταση στην απέναντι πλαγιά, στο «Μεσημέρι» ήσαν οι Ιταλοί. Μέσα στην νύχτα ακούγονταν και κάποιοι να φωνάζουν προς τους Ιταλούς διάφορα, όπως «Ρε φρατέλι, πάλι μακαρόνια τρώτε». Το μέτωπο αυτό άντεξε την εαρινή επίθεση των Ιταλών και άρχισε να οπισθοχωρεί μόνο μετά την γερμανική επίθεση.