Η οικονομική κρίση που μας ταλανίζει επί τριετία δεν μας επιτρέπει να ασχοληθούμε με νηφαλιότητα με μείζονα προβλήματα. Ένα από αυτά είναι η ταυτότητά μας. Μέχρι πρότινος οι κρατούντες πρόβαλλαν με υπερηφάνεια την εθνική μας συνοχή, αν και δεν είχαν περάσει πολλές δεκαετίες από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου! Είναι άραγε η φυλετική καθαρότητα ο κυριότερος παράγων της συνοχής; Η απάντηση υπήρξε καταφατική κατά το παρελθόν, όταν στη δυτική Ευρώπη εκδηλώθηκε έξαρση του εθνικισμού, ο οποίος ως πανώλης εισέβαλε στη Βαλκανική και επέφερε μύρια όσα δεινά στις εν τω γεννάσθαι μετά από μακραίωνη δουλεία χώρες αυτής. Ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε από την κοινωνικοπολιτική αντιπαράθεση των ιδεολογιών και των οπαδών αυτών. Αυτή την αντιπαράθεση πληρώσαμε πανάκριβα με τον εμφύλιο, που ανέφερα στην εισαγωγή του άρθρου. Τώρα πλέον έχουμε εισέλθει στη μεταϊδεολογική εποχή. ΟΙ πολίτες φαίνονται αποκαμωμένοι και πρόθυμοι να υποταχθούν στα κελεύσματα της «νέας τάξης πραγμάτων», η οποία δείχνει να θριαμβεύει στον διμέτωπο αγώνα της κατά των θρησκευτικών πίστεων και των πατρίδων! Υπό τις συνθήκες αυτές έχει άραγε νόημα να γίνεται λόγος περί εθνικής συνοχής και περί εθνικής ταυτότητας; Ο πλανήτης μας έχει γίνει πλέον ένα χωριό με την ταχύτατη διακίνηση κατακλυσμού πληροφοριών και ο κοσμοπολίτικος διεθνισμός έχει θέσει στο περιθώριο τα εθνικά ονόματα!
Εκείνο που συνήθως αποφεύγουμε να θέσουμε ως ερώτημα είναι: Πόσο ικανοποιημένοι είμαστε από την τροπή αυτή των πραγμάτων και, εφ’ όσον δεν είμαστε, αν ελπίζουμε ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν και πώς; Πέρα από τους υποταχθέντες άνευ όρων και με το αζημίωτο στη λαγνεία των ψευδών συνθημάτων του συστήματος ελάχιστοι πλέον αγωνίζονται για την ανατροπή της κατάστασης δια της πολιτικής. Οι πλείστοι έχουν αποδεχθεί τη «μοίρα» τους και παλεύουν για την επιβίωση δίχως όνειρα, δίχως ελπίδα. Τί θα μπορούσε να συνεγείρει από το σκοτεινό βάραθρο της έλλειψης οράματος; Ασφαλώς η αναζήτηση νοήματος ύπαρξης.
Όλα τα κακά που μας βρήκαν ξεκινούν από την απομάκρυνσή μας από τον Θεό, η πίστη προς τον οποίο αποτελούσε την πλέον ισχυρή συνεκτική δύναμη των κοινωνιών και ιδιαίτερα της ελληνικής κοινωνίας κατά το παρελθόν. Βέβαια δεν είναι λίγοι που έχουν πεισθεί ότι τα μεγαλύτερα δεινά που βρήκαν τους λαούς στο διάβα της ιστορίας οφείλονται σε αντιπαραθέσεις θρησκευτικής ή εθνικής φύσεως. Είναι αυτό αναμφισβήτητα μεγάλη επιτυχία της νεωτερικότητας και της νέας τάξης. Όμως πίσω από την επιφανειακή εξέταση των πραγμάτων
κρύβεται η μεγάλη αλήθεια: Όλες οι συγκρούσεις είχαν ως αίτια την απληστία των ισχυρών για εξουσία, χρήμα και δόξα.
Τίθεται και ένα ερώτημα: Έχει νόημα να ερευνούμε αυτά τα θέματα; Είναι δυνατόν ο άνθρωπος να ξεφύγει από την πορεία που φαίνεται να χαράσσει η ανθρωπότητα; Είναι το πλέον οδυνηρό ερώτημα, είναι αυτό που μετρά το μέγεθος της απελπισίας και μοιρολατρείας μας! Παλαιότερα οι άνθρωποι που είχαν αρνηθεί τον Θεό είχαν βρει κάποιο υποκατάστατο, το μέλλον, τη μόνη υπερβεβαιότητα των υλιστών (Καμύ). Τώρα πλέον δεν επείγονται να επισπεύσουν την άφιξη του μέλλοντος. Ιδεολογίες και επιστήμη φαντάζουν τόσο ανήμπορες για ριζικές μεταβολές, αφού και οι λαοί των προνομιούχων χωρών βιώνουν την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και την αρπακτικότητα των κρατούντων.
Γιατί εμείς οι Νεοέλληνες εκδηλώσαμε τόσο ραγδαία τη μεταβολή, που μας έφερε στη δεινή σημερινή μας κατάσταση; Γιατί λησμονήσαμε τον Θεό! Τον Θεό, που σύμφωνα με τον γέρο του Μωριά έβαλε την υπογραφή του να μας ελευθερώσει και εμείς ακόμη το τάμα του έθνους δεν το εκπληρώσαμε! Βέβαια το νεοσύστατο κράτος μας έπασχε εξ αρχής από έλλειψη συνοχής. Υπήρχε χάσμα μέγα μεταξύ των κρατούντων, οι οποίοι ασκούσαν την εξουσία υπό την «κηδεμονία» των ισχυρών, και του λαού. Οι πρώτοι ήθελαν να σχηματιστεί κράτος αντίγραφο των δυτικών. Ήσαν σπουδασμένοι στην Εσπερία, είχαν ενστερνιστεί το πνεύμα των φυγάδων πριν από την άλωση της Πόλης, πους συνέστησαν την αναγεννησιακή σχολή της Φλωρεντίας, ήσαν οπαδοί του δυτικού διαφωτισμού! Περιφρονούσαν την πίστη του λαού χαρακτηρίζοντάς την προλήψεις και δεισιδαιμονίες! Ήταν αυτό που ίσως ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός να υπονοεί με τον όρο «ψευτορωμαίικο». Η δυτική κοινωνία συνταράχτηκε από το κομμουνιστικό κίνημα, το βγαλμένο από τη δυτική φιλοσοφική μήτρα, όπως και όλες ανεξαιρέτως μορφές του ολοκληρωτισμού, όμως τις συνέπειες της κοινωνικής αδικίας υπέστησαν κυρίως χώρες με ορθοδόξους λαούς με πρώτο τον ρωσικό! Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που έγραψαν ότι οι Ρώσοι πλήρωσαν για τα κρίματα τόσο της πολιτικής ηγεσίας, όσο και της διανόησης, αλλά κυρίως τα μεγάλα της διοικούσας Εκκλησίας, η οποία είχε εκκοσμικευθεί και υποταχθεί πλήρως στην τσαρική αυλή. Δυστυχώς υποταγμένη στην δυτική εξουσία υπήρξε εξ αρχής και η διοικούσα Εκκλησία στη χώρα μας με κορυφαία εκδήλωση υποτέλειας τη φυλάκιση του Παπουλάκου.
Ένας λαός δεν είναι δυνατόν να αντιστέκεται επί αιώνες χωρίς πνευματική ηγεσία που να τον στηρίζει και να τον ανακαλεί από την τάση του να λοξοδρομεί. Πάλι καλά που ο ελληνικός λαός άντεξε ως τη δεκαετία του 1950. Το τελευταίο δόλωμα, αυτό της οικονομικής ευμάρειας υπήρξε ολέθριο! Τώρα βέβαια αισθάνεται τις συνέπειες της αφροσύνης του! Πόση όμως διάθεση έχει να επιστρέψει στις ρίζες του; Πώς να
ενστερνιστεί και πάλι τις αρχές της ολιγάρκειας, της ασκητικής βιωτής, της συναντίληψης προς τον πάσχοντα πλησίον, της εναπόθεσης των ελπίδων στον Θεό; Δύσκολο ασφαλώς, όχι όμως και αδύνατο. Αν θέλουμε να επιβιώσουμε στο προσκήνιο της ιστορίας ως χώρα και λαός και όχι ως χώρος και πολίτες πρέπει να επανέλθουμε στις πατροπαράδοτες αξίες μας. Βέβαια καθώς όλα τα θεριά δεν θα πάψουν να τρώνε από μας θα πορευόμαστε στο δρόμο της επιστροφής όπως ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του. Θα τρώνε από μας, αλλά θα μένει και μαγιά (Μακρυγιάννης). Τη Ρωμηοσύνη, δηλαδή τον αναγεννημένο χάρη στην Ορθοδοξία ελληνισμό, ύμνησαν ποιητές μας. Ο Γιάννης Ρίτσος, έστω και μη δηλώνοντας μέθεξη σ’ αυτήν, έγραψε: «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις να τη πετιέται. Να τη πετιέται από’ ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου». Και ο Κύπριος ποιητής Μιχαηλίδης έγραψε: «Η Ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου, κανένας δεν εβρέθηκεν για να την-ι-ξηλείψη, κανένας, γιατί σιέπει την που τάψη ο Θεός μου. Η Ρωμιοσύνη εν να χαθή, όντας ο κόσμος λείψη!
Κατανοούμε τι μας εξασφαλίζει τη συνοχή και προσδίδει σε μας ταυτότητα;