Η ΝΕΑ ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΜΕΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ

NEOS_XRISTIANOS

Αρχιμ. Κυρίλλου

 

Ας δούμε ποιο περιεχόμενο δίνει  ο Απ. Παύλος στην νέα πνευματική  ζωή των χριστιανών, και πώς αυτή επηρεάζει τις σχέσεις τους με τους άλλους σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, όπως περιγράφεται στην προς Κολοσσαείς επιστολή, 3,1-4,6: ”ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστίν εν δεξιά του Θεού καθήμενος. Τα άνω άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη”.

Ο πιστός που ακολουθεί συνειδητά τον Χριστό δεν μπορεί στην ζωή του να επηρεάζεται από τις αντιλήψεις του κόσμου, τα διάφορα φιλοσοφικά, ιδεολογικά και ηθικά ρεύματα , αφού οι χριστιανοί έχουν θέσει κέντρο και άξονα της ζωής τους τον Χριστό.  Γι’ αυτούς όλα τα προηγούμενα έχουν πεθάνει. Τώρα πλέον ζουν και αναπνέουν θα λέγαμε για τον Χριστό, ο οποίος βρίσκεται πλέον αναληφθείς εν δόξη στα δεξιά του Θεού Πατρός. Το φρόνημα, οι σκέψεις, η διάθεση των χριστιανών οφείλουν να είναι στραμμένα στον ουρανό, όπου βρίσκεται ο δοξασμένος Χριστός. Η καινούργια ζωή των χριστιανών αρχίζει με το βάπτισμα και βιώνεται ως πραγματικότητα και πίστη μέσα από την ζωή της Εκκλησίας, βιώνεται συν Χριστώ και εντός της Εκκλησίας, κάτι που για τους πολλούς τους εκτός Εκκλησίας αποτελεί κάτι παράδοξο, μυστηριακό, ίσως και μία κρυμμένη πνευματικότητα ακατανόητη για τους κοσμικούς. Η ταπεινή ζωή των χριστιανών θα φανερωθεί πως στην πραγματικότητα αποτελεί μία μεγαλειώδη και ένδοξη επιλογή τρόπου ζωής, που πρόκειται να φανερωθεί σε όλες της τις διαστάσεις όταν ο Χριστός φανερωθή στην Δευτέρα Παρουσία ως ένδοξος Βασιλιάς και Κριτής του κόσμου. Εδώ ο Παύλος θέλει να στρέψει την σκέψη των χριστιανών των Κολοσσών στα έσχατα και να τους ενδυναμώσει στην πίστη ότι οι τωρινές αντιλήψεις του κόσμου που μπορεί να φαίνονται ελκυστικές, δεν έχουν τίποτε από την δόξα και την λάμψη της μέλλουσας παρουσίας του Χριστού όπου τότε όλοι οι άνθρωποι θα αντιληφθούν το μεγαλείο της πίστης, και θα καταλάβουν γιατί οι χριστιανοί έχουν επιλέξει να ζουν έτσι, μέσα στον κόσμο αλλά αποξενωμένοι από τις κοσμοθεωρίες και τις αντιλήψεις του κοσμικού τρόπου ζωής, του σύντομου και περιορισμένου που δεν έχει καμία αξία εμπρός στην ζωή της αιωνιότητας που υπόσχεται ο Χριστός.

”Νεκρώσατε ουν τα μέλη τα επί της γης, πορνείαν ακαθαρσίαν πάθος επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ ά έρχεται η οργή του Θεού [επί τους υιούς της απειθίας]. Εν οις και υμείς περιεπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν τούτοις. Νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών. Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν, όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν Χριστός”

Στην νέα κατάσταση που βρίσκεται ο πιστός, ο οποίος νεκρώθηκε ως προς τον παλαιό τρόπο ζωής και αναγεννήθηκε σε μία νέα ζωή με τον Χριστό αφ’ ότου βαπτίσθηκε, δεν μπορεί πλέον να έχει σχέση με την αμαρτία. Σε αυτό ο Παύλος είναι ξεκάθαρος., και για να το τονίσει χρησιμοποιεί μία σειρά από προστακτικές: νεκρώσατε, αποθέσθε, μη ψεύδεσθε. Θέλει να τονίσει την επιτακτικότητα και την αναγκαιότητα ο πιστός που εντός Εκκλησίας ήδη γεύεται τα αγαθά της βασιλείας του Θεού ζώντας μία συνειδητή και μυστηριακή εκκλησιαστική ζωή σε ενότητα με τον Χριστό και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, να αγωνισθεί σκληρά ώστε να μην παρασυρθεί από την επίδραση που τυχόν εξασκεί πάνω του η ενθύμιση των αμαρτωλών συνηθειών του κόσμου, και επιστρέψει στην παλιά του ζωή. Αφού στον Σταυρό ο Χριστός νίκησε τις δυνάμεις του κακού και της αμαρτίας για να προσφέρει στον άνθρωπο την σωτηρία, ο πιστός προτρέπεται να ζει κατά Χριστόν, μία ζωή καθαρή, αγνή, χωρίς αμαρτία για να επιτύχει την σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός και να μην χάσει την σωστή πορεία.

Και σε άλλες επιστολές ο Παύλος επισημαίνει την υποχρέωση του πιστού για συνεχή αγώνα κατά της αμαρτίας. Λ.χ. στην Ρωμαίους 6,2 και 12-13 γράφει: ”απεθάνομεν τη αμαρτία…μη ουν βασιλευέτω η αμαρτία εν τω θνητώ υμών σώματι εις το υπακούειν ταις επιθυμίαις αυτού, μηδέ παριστάνετε τα μέλη υμών όπλα αδικίας τη αμαρτία”– πρβλ. Α’ Κορ. 5,7, Β’ Κορ. 5,17, Γαλ. 5,13-16, Εφες. 4,22-24. Στους Κολοσσαείς ο Παύλος συνιστά να δείξουν έμπρακτα με την ηθική τους διαγωγή την νέα εν Χριστώ ζωή: ”νεκρώσατε τα μέλη σας επί της γης, κάθε πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή και πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρεία”. Οι χριστιανοί ως μέλη του σώματος του Χριστού και της Εκκλησίας οφείλουν να νεκρώσουν τα σωματικά τους μέλη, δηλ. όλες τις σωματικές εκδηλώσεις που φανερώνουν τον ”παλαιό άνθρωπο” της αμαρτίας. Ο Παύλος ακολούθως δηλώνει ποιες είναι οι αμαρτίες αυτές, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή, πλεονεξία.  Η πορνεία και η ακαθαρσία δηλώνουν την ανηθικότητα που προέρχεται από την παράνομη σχέση δύο ανθρώπων. Οι συχνές αναφορές του Απ. Παύλου καθώς και των άλλων συγγραφέων της Κ.Δ. σε αυτές τις αμαρτωλές εκδηλώσεις δικαιολογείται από την υπερβολική έκλυση των ηθών του ειδωλολατρικού κόσμου, έναντι του οποίου τονίζεται με έμφαση το περιεχόμενο της νέας εν Χριστώ ζωής, μίας νέας ζωής ηθικής αγνότητας και συνεχούς εξαγιασμού.  Με την λέξη πάθος δηλώνονται οι αμαρτωλές εκδηλώσεις που καθιστούν τον άνθρωπο εξαρτημένο και δούλο της αμαρτίας. Η έκφραση ” επιθυμία κακή” σημαίνει κάθε επιθυμία που κατευθύνεται από την αμαρτία και οδηγεί σε ανυπακοή και απομάκρυνση από τον Θεό (πρβλ. Γαλ. 5,16, ”επιθυμία σαρκός”). Τέλος, η πλεονεξία που ταυτίζεται με την ειδωλολατρία , αφού απομακρύνει την καρδιά του ανθρώπου από τον Θεό και την οδηγεί σε ψεύτικα υποκατάστατα, σε υλικά αποκτήματα και απολαύσεις που δίνουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της ευτυχίας, ενώ η μόνη αληθινή ευτυχία και ασφάλεια είναι η πίστη στον Θεό και η χριστιανική ζωή.

Οι αμαρτωλές εκδηλώσεις που αναφέρει ο Παύλος επιφέρουν την οργή του Θεού ‘επί τους υιούς της απειθείας”, σε όσους εξακολουθούν να μην υπακούουν και να τηρούν τον νόμο του Θεού, που  αργά ή γρήγορα  θα επέλθει. Ο Παύλος υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι και αυτοί ακολουθούσαν τον ίδιο αμαρτωλό τρόπο ζωής, πριν γνωρίζουν και πιστεύσουν στον Χριστό (στ. 7 ”εν οις και υμείς περιπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν τούτοις”).  Παράλληλα όμως κάνει την σύγκριση με τον πρότερο αμαρτωλό τρόπο ζωής σε σχέση με την ”νυν” κατάσταση της νέας εν Χριστώ ζωής που έχει αφήσει πίσω της τις κακές συνήθειες: ” απόθεσθε και υμείς τα πάντα”, δηλ. ”οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών”.

Μέσα στην εκκλησία και σε πνευματικά αναγεννημένους πιστούς δεν ταιριάζουν τέτοιες συμπεριφορές, κακία, δηλ. η πονηρή και κακοπροαίρετη συμπεριφορά, βλασφημία, δηλ. η ψευδής κακολογία, και η αισχρολογία του στόματος που εκφέρει άσεμνους και πονηρούς λόγους. Προπάντων δεν είναι δυνατόν να υπάρχει σε ανθρώπους που βρήκαν την αλήθεια της πίστεως, να υπάρχει το ψεύδος: ”μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν”.  Η ριζική αλλαγή και μεταμόρφωση που επέρχεται στην ζωή του πιστού μετά το βάπτισμα και την χριστιανική ζωή τονίζεται πολύ παραστατικά με την εικόνα του ανθρώπου που αποδύεται, βγάζει από πάνω του σαν παλαιό ένδυμα κάθε αμαρτωλή συμπεριφορά του παρελθόντος, και ενδύεται μία νέα ζωή, καινούργια, στην οποία τον έχει καλέσει ο Χριστός. Σε αυτήν την νέα ζωή της πίστεως υπό την επίδραση της θείας χάριτος ο ”καινός άνθρωπος” (Εφεσ. 4,2) κυριαρχείται από το πνεύμα του Θεού και όχι από την επιθυμία της σαρκός. Ο αναγεννημένος πιστός, ”ο έσω ημών άνθρωπος ανακαινούται ημέρα και ημέρα” (Β’ Κορ. 4,16), καθώς βιώνει την εν Χριστώ αγιοπνευματική ζωή, ώστε κάθε μέρα που περνάει να μεταμορφώνεται ολόκληρος, να διαπλάθεται ο χαρακτήρας, η διάνοια, οι πράξεις σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού, να ανακαλύπτει την χαμένη ”κατ’ εικόνα” διάσταση της αρχικής δημιουργίας των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο.

Η πορεία του ανθρώπου να πλησιάσει και να μιμηθεί τον Χριστό σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου του σημαίνει την πνευματική προσπάθεια να αναγεννηθεί ριζικά ο άνθρωπος ώστε να φθάσει σε πλήρη επίγνωση του θελήματος του Θεού, να ζει καθημερινά την ζωή του ευαγγελίου, σε αντίθεση με τον παλαιό άνθρωπο, που μην έχοντας γνωρίσει τον Χριστό ζούσε στην πλάνη και το σκοτάδι της αμαρτίας ( ”μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και τα έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία..διά την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς”– Εφες. 4,17-18).

Μέσα στην νέα πραγματικότητα της χριστιανικής πίστεως καταργούνται κάθε είδους κοσμικές, εθνικές, κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις. Διότι υπάρχει ένας ισχυρός σύνδεσμος που ενώνει όλους τους ανθρώπους, ανώτερος από κάθε άλλο ανθρώπινο ενοποιητικό παράγοντα, και αυτός είναι ο Χριστός. Μέσα στην Εκκλησία δεν διακρίνονται ελεύθεροι ή δούλοι, Έλληνες ή Ιουδαίοι, πολιτισμένοι ή βάρβαροι. Οι κοινωνικές διακρίσεις είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της  αδικίας , ενώ η χάρη του Θεού δίνει νέο νόημα και αξία στις ανθρώπινες σχέσεις, καταργώντας τις διακρίσεις. Η κοινή και καινή-νέα πίστη ενώνει όλους τους χριστιανούς που ζουν απελευθερωμένοι εσωτερικά και πνευματικά από τις διακρίσεις που επιβάλλουν οι κοινωνικοί κανόνες. ”ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού” (Γαλ. 5,27-28).  Η παρουσία του Χριστού στην ζωή των πιστών είναι κυρίαρχη και καταλυτική, ώστε η ιδιότητα του χριστιανού να υπερβαίνει κάθε κοσμική ή κοινωνική προέλευση.

Η συμπεριφορά του αναγεννημένου  εν Χριστώ ανθρώπου ( 3,12-17).

   ”Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμού χρηστότητα ταπεινοφροσύνην πραϋτητα μακροθυμίαν, ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς εάν τις προς τινα έχη μομφήν, καθώς και ο Κύριος εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς. Επί πάσιν δε τούτοις την αγάπην, ό εστιν σύνδεσμος της τελειότητος. Και η ειρήνη του Χριστού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ήν και εκλήθητε εν ενί σώματι, και ευχάριστοι γίνεσθε. Ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως, εν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς, ψαλμοίς ύμνοις ωδαίς πνευματικαίς εν χάριτι άδοντες εν ταις καρδίαις υμών τω Θεώ. Και παν ό,τι εάν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ Πατρί δι’ Αυτού”.

Σε αυτούς τους στίχους ο Παύλος περιγράφει τις εκδηλώσεις στην συμπεριφορά του αναγεννημένου πιστού. Οι χριστιανοί αποτελούν τον νέο Ισραήλ, τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, που ζουν με αγιότητα χωρισμένοι από την διαφθορά του κόσμου και είναι ιδιαιτέρως αγαπητοί και προσφιλείς στον Κύριο. Έχουν καταστεί εκλεκτοί του Θεού από θεία αγάπη με σκοπό να καθαγιασθούν και να εξαγνισθούν. Έχοντας ενδυθεί τον Χριστό, έχουν αποβάλλει τις εκδηλώσεις του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και διακρίνονται από τις εξής αρετές, σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία.

Στην Κ.Δ. με τις λέξεις  σπλάγχνα οικτιρμών και χρηστότητα χαρακτηρίζεται η στάση του Θεού προς τον άνθρωπο, η άπειρη ευσπλαχνία και η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Έτσι με τις αρετές αυτές που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζουν τον Θεό, ο Παύλος προτρέπει τους χριστιανούς να ομοιάσουν στον Κύριο και να αναπτύξουν θεοφιλείς αρετές και συμπεριφορές. Ως προς τις αρετές της ταπεινοφροσύνης, της πραότητος και της μακροθυμίας, αυτές προσιδιάζουν στον Χριστό απόλυτα. Ο Χριστός αποτελεί το πρότυπο της άκρας ταπεινοφροσύνης, που ”εκκένωσε” τον εαυτό Του λαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή, όπως περιγράφεται στην Φιλιπ. 2,6 κ.ε. , ο Οποίος σε όλη Του την επίγεια ζωή υπήρξε πράος, ήπιος στην συμπεριφορά, και μακρόθυμος, υπομονετικός δηλ. και χωρίς εκρήξεις θυμού ή οργής σε κάθε ενοχλητική ή εχθρική ενέργεια του πλησίον μας. Όσον αφορά την ταπεινοφροσύνη, ο Παύλος μας δίνει μία ωραία περιγραφή που ταυτοχρόνως συνιστά αναίρεση κάθε εγωισμού: ”τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντες εαυτών, μη τα εαυτών έκαστος σκοπούντες, αλλά τα ετέρων έκαστοι” (Φιλιπ. 2,3-4). Είναι φανερό για τον Παύλο ότι ο χριστιανός οφείλει να καλλιεργήσει αρετές και συμπεριφορές που να φανερώνουν ότι ζει για τον Χριστό, το παράδειγμα του Οποίου ακολουθεί καθημερινά ως γνήσιος μαθητής του Κυρίου.

Ο Απ. Παύλος σε συνέχεια της πραότητος και της μακροθυμίας που πρέπει να διακρίνει την ζωή του αναγεννημένου πιστού, τις συνδυάζει με την ανοχή και την συγχωρητικότητα, λέγοντας ότι ”ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς εάν τις προς τινα έχη μομφήν. Καθώς και ο Κύριος εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς” (στιχ. 13).  Η συγχωρητικότητα και η ανεκτικότητα αποτελούν εκδηλώσεις αγάπης των χριστιανών που αγκαλιάζουν όλους τους ανθρώπους κατά το πρότυπο συγχωρητικότητας του Χριστού. Μάλιστα το μέτρο των αρετών αυτών συνδυάζεται με το τον βαθμό της αγάπης και της συγχώρησης που επιδεικνύει ο Κύριος προς εμάς: ”εν ώ …έχομεν την άφεσιν των αμαρτιών”, Κολ. 1,4). Για να υπάρχουν ειρηνικές και ομαλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και πρωτίστως μεταξύ των πιστών μελών της Εκκλησίας, οι πνευματικοί χριστιανοί οφείλουν να συγχωρούν τα παραπτώματα και τα σφάλματα των άλλων για να βρουν και οι ίδιοι χάρη και συγχώρηση από τον Χριστό.

Το κορυφαίο γνώρισμα του νέου ανθρώπου είναι να εκδηλώνει αγάπη: ”επί πάσιν δε τούτοις  την αγάπην, ό εστίν σύνδεσμος της τελειότητος”, στιχ. 14). Η αγάπη αποτελεί γνώρισμα πνευματικής τελειότητας και ολοκληρωμένης προσωπικότητας των αναγεννημένων εν Χριστώ πιστών. Όλες τις αρετές τις ενοποιεί μεταξύ και τις συνδέει η αρετή η αγάπης, η οποία αποτελεί και σημείο ενότητας της Εκκλησίας, που συνενώνει τους πιστούς και υπερβαίνει διαιρέσεις και διχογνωμίες. Η αγάπη έχει την δύναμη να ξεπερνά εμπόδια και δυσκολίες μεγάλες.

Όποιος απέκτησε την χριστιανική αγάπη, έχει προχωρήσει πνευματικά, και αισθάνεται την θεία χάρη να τον επισκιάζει και να τον πλημμυρίζει. Η ειρήνη του Χριστού αποτελεί κάλεσμα- κλήση προσωπική για κάθε πιστό, αλλά και προσωπική επιβράβευση για τον πνευματικό αγώνα που καταβάλλει κάθε πιστός ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του ”κατά το μέτρον της ηλικίας Χριστού”. Το αποτέλεσμα της πίστεως είναι η ειρήνευση της καρδιάς και η αίσθηση της πνευματικής γαλήνης που νοιώθει ο πιστός όταν ζει μαζί με τον Χριστό, μακριά από τα πάθη και τις κακίες που αποτελούν αιτίες αναστατώσεως και ψυχικής ταραχής. ”Και η ειρήνη του Χριστού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ήν και εκλήθητε εν ενί σώματι, και ευχάριστοι γίνεσθε”(στιχ. 15). Ας προσέξουμε τον λόγο του Παύλου, η ειρήνη έρχεται όχι μόνον στον καθένα ατομικά, αλλά επιτυγχάνεται μέσα στο ενωμένο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού, με την βοήθεια της θείας χάριτος, και δεν προέρχεται από τις δικές μας ατελείς προσπάθειες, αλλά χαρίζεται ως βραβείο πνευματικό από τον Κύριο της ειρήνης (Β’ Θες. 3,16), που με το αίμα Του στον Σταυρό συμφιλίωσε και αποκατέστησε σχέσεις ειρηνικές του ανθρώπου με τον Θεό. Ας το προσέξουμε, η όποια πνευματική πρόοδος στην καλλιέργεια των αρετών προϋποθέτει συμμετοχή στα μυστήρια και την ζωή της Εκκλησίας, και η εκδήλωση της νέας αναγεννημένης προσωπικότητας φανερώνεται στις σχέσεις μας με τον πλησίον, με τους άλλους πιστούς και με τον κόσμον όλον.

Με τα παραπάνω σχετίζεται και ο ακόλουθος στίχος 16: ”ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως, εν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς, ψαλμοίς ύμνοις ωδαίς πνευματικαίς εν χάριτι άδοντες εν ταις καρδίαιις υμών τω Θεώ”. Ο λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο, πρέπει για κάθε χριστιανό να κατέχει σημαντική θέση στην καρδιά και την ζωή του, να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής του και σταθερό διδάσκαλο  στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής συμπεριφοράς, οδηγό σοφίας που κατευθύνει τον άνθρωπο στην χριστιανική του ολοκλήρωση και τελείωση ( πρβλ. 1,28 ” διδάσκοντες πάντα άνθρωπον εν πάση σοφία ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ”).

Η ζωή του αναγεννημένου πιστού ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη και χαρά για τις μεγάλες πνευματικές δωρεές του Χριστού, ώστε να αισθάνεται μία διαρκή επιθυμία να υμνεί τον Κύριο με ψαλμούς και ύμνους εκκλησιαστικούς αλλά και με την εσωτερική πνευματική προσευχή. Όλη η χριστιανική ζωή οφείλει να είναι διαρκής ευχαριστία και προσευχή στον Κύριο, σύμφωνα με την προτροπή του Παύλου: ”και παν ό,τι εάν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ Πατρί δι’ Αυτού” -στιχ. 17).

Πως δίνει νέο πνευματικό νόημα στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή ο  αναγεννημένος πιστός (3,18-4,1).

”Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε τοις ανδράσιν ως ανήκεν εν Κυρίω. Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς. Τα τέκνα, υπακούετε τοις γονεύσιν κατά πάντα, τούτο γαρ ευάρεστον εστιν εν Κυρίω. Οι γονείς, μη ερεθίζετε τα τέκνα υμών, ίνα μη αθυμώσιν.

Οι δούλοι, υπακούετε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις, μη εν οφθαλμοδουλία ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ εν απλότητι καρδίας φοβούμενοι τον κύριον. Ό εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις, ειδότες ότι από Κυρίου απολήμψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομίας, τω Κυρίω Χριστώ δουλεύετε. Ο γαρ αδικών κομίσεται ό ηδίκησεν, και ουκ έστιν προσωπολημψία. Οι κύριοι, το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε, ειδότες ότι και υμείς έχετε Κύριον εν ουρανώ”.

Η σχέση του πιστού με τον Χριστό αντανακλάται στο πεδίο των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, όχι όπως τις εννοεί ο κόσμος, αλλά μέσα στην νέα αναγεννημένη πραγματικότητα που ζει ο πιστός. Οι σχέσεις των χριστιανών μέσα στην κοινωνία θεμελιώνονται στο θέλημα του Χριστού και αποτελούν μία ευκαιρία να επιδείξουν έμπρακτα την πίστη στον Κύριο και την χριστιανική αγάπη. Το πρότυπο κάθε διαπροσωπικής σχέσης είναι η πίστη στον Κύριο. Με βάση το σκεπτικό αυτό ο Παύλος προτρέπει τους πιστούς να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα υπακοής και αγάπης. Με αυτό το πνεύμα ορίζει οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άνδρες, όχι όπως το ορίζουν οι κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής του που θεωρούσαν την γυναίκα κατώτερη του άνδρα, αλλά ως δείγμα υπακοής στον Κύριο, όπως δηλ. αρμόζει στο θέλημα του Κυρίου που δημιούργησε ως ”κεφαλή γυναικός ο ανήρ…γυνή δε δόξα ανδρός εστίν. Ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός” (Α’ Κορ. 11,3-9). Να σημειώσουμε ότι η υποταγή της γυναίκας στον άνδρα δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προϋποθέτει και ανάλογη συμπεριφορά του άνδρα, που οφείλει να εκλαμβάνει την στάση της γυναίκας όχι ως τυφλή υποταγή στην ανδρική αυθαιρεσία, αλλά ως συμπεριφορά που απορρέει από την χριστιανική της πίστη. Όπως ο Χριστός είναι κεφαλή της Εκκλησίας και φροντίζει αυτήν, έτσι και στην μικρή κατ’ οίκον εκκλησία, την οικογένεια, ο άνδρας ως κεφαλή της οφείλει να διευθετεί τα πράγματα με πνεύμα αγάπης και ειρήνης, να μην πικραίνει με λόγια ή εκδηλώσεις θυμού την γυναίκα.

Αλλά και οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τίθενται στο νέο πλαίσιο ζωής εν Κυρίω. Η υπακοή των παιδιών οφείλει να έχει ως πρότυπο της τέλεια υπακοή που επέδειξε ο Κύριος στο θέλημα του Θεού Πατρός. Με την σειρά τους οι  γονείς με πνεύμα αγάπης να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά χωρίς να τα εξοργίζουν ή να τα απογοητεύουν.

Ο Απ. Παύλος βλέπει συνολικά το πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων να καθορίζεται από την χριστιανική αγάπη που εξασφαλίζει την οικογενειακή γαλήνη  και την συναισθηματική ηρεμία των μελών της. Στην νέα πνευματική κατάσταση που ζει ο πιστός όλη του η ζωή και οι διαπροσωπικές του σχέσεις αναμορφώνονται εν Κυρίω και γίνονται νέα κτίση, νέα κοινωνία. Μέσα στην χριστιανική ζωή οι υπάρχουσες κοινωνικές δομές και διακρίσεις  δεν αναπαράγονται, αλλά ανα-μορφώνονται και συμμορφώνονται με τελικό κριτήριο την σχέση κάθε πιστού με τον Χριστό, ”ως εν Κυρίω”.

Στην συνέχεια ο Παύλος δίνει οδηγίες για τις εργασιακές σχέσεις. Αναφέρεται βέβαια σε δούλους αναγνωρίζοντας μία κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Σήμερα θα λέγαμε ότι οι συμβουλές του Παύλου απευθύνονται σε εργαζομένους με εξαρτημένη μορφή εργασίας, μισθωτούς ή υπαλλήλους. Η παρεχόμενη εργασία πρέπει να είναι ειλικρινής και ανυπόκριτη, δηλ. χωρίς ψεύτικη προσφορά ή όπως την χαρακτηρίζει ο Παύλος ως ”οφθαλμοδουλεία”, δηλ. να φαίνεται ότι ο εργάτης δουλεύει όχι πραγματικά αλλά ”για τα μάτια”, ίσα για να τον βλέπει το αφεντικό και να φαίνονται καλοί (ανθρωπάρεσκοι). Όπως η πίστη στον Χριστό προϋποθέτει μία σχέση γνήσια και αληθινή, έτσι και οι εργαζόμενοι οφείλουν να δουλεύουν στους κυρίους τους με ειλικρίνεια χωρίς να τους εξαπατούν και να τους ζημιώνουν. Και αν το αφεντικό τους αδικεί, ο Κύριος που όλα τα βλέπει θα του καταλογίσει την άδικη αυτή συμπεριφορά και θα του ανταποδώσει ό,τι αξίζει σε κάθε εργοδότη άδικο και εκμεταλλευτή. [ βεβαίως, ο Απ. Παύλος όταν γράφει έχει υπ’ όψιν του το θεσμό της δουλείας και κατά κανένα τρόπο δεν θέλει να παρερμηνευθεί η διδασκαλία του ως κοινωνικά ανατρεπτική, ίσως διότι κάποιοι από τους δούλους που είχαν πιστεύσει παρεξηγούσαν την έννοια της εν Χριστώ ελευθερίας που ο Παύλος εννοούσε με την πνευματική έννοια, δηλ. την ελευθερία από τα πάθη και τις κακίες, και νόμιζαν ότι μιλούσε για άμεση απελευθέρωση των δούλων. Ίσως κάποιοι δούλοι να είχαν  δραπετεύσει από τους κυρίους τους, όπως λ.χ. ο Ονήσιμος. ].

Αλλά και για τους κυρίους, τους εργοδότες , ο Παύλος έχει μία προτροπή, να συμπεριφέρονται στους εργάτες τους δίκαια και ισότιμα. Αυτό σημαίνει να σέβονται τα εργασιακά τους δικαιώματα, και να μην κάνουν άδικες διακρίσεις σε θέματα αμοιβών.

Ένα γενικότερο σχόλιο που θα μπορούσαμε να κάνουμε να κάνουμε είναι ότι ο Παύλος θέλει να δείξει στους χριστιανούς ότι στις διαπροσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις πρέπει να επικρατεί πνεύμα αμοιβαιότητας και αγάπης,, καθώς όλοι έχουν υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα. Οι κάθε είδους σχέσεις των ανθρώπων  θεωρούνται υπό την οπτική της εν Κυρίω πίστεως και ζωής. Οι χριστιανοί, ως μέλη της Εκκλησίας, του σώματος του Χριστού, οφείλουν οι μεταξύ τους σχέσεις να καθορίζονται από το θέλημα του Θεού, όπως αυτό φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού.

Τελικές παραινέσεις για την προσευχή και την προσεκτική συμπεριφορά των χριστιανών προς τους εκτός εκκλησίας κοσμικούς ανθρώπους (4,2-6).

            ”Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία, προσευχόμενοι άμα και περί ημών, ίνα ο Θεός ανοίξη ημίν θύραν του λόγου λαλήσαι το μυστήριον του Χριστού, δι’ ό και δέδεμαι, ίνα φανερώσω αυτό ως δει με λαλήσαι. Εν σοφία περιπατείτε προς τους έξω τον καιρόν εξαγοραζόμενοι. Ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πως δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι”.

            Τελειώνοντας την επιστολή προς τους Κολοσσαείς ο Παύλος θέλει να επισημάνει στους αναγνώστες του την σπουδαιότητα της προσευχής στην πνευματική ζωή κάθε χριστιανού, που οφείλει να επιμένει, να προσκαρτερεί στην προσευχή για να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση, να αντιμετωπίσει κάθε πειρασμό και δοκιμασία. Η προσευχή πρέπει να συνοδεύεται από ευχαριστία στον Θεό με διάθεση ευγνωμοσύνης για την μεγάλη δωρεά του Θεού στην ζωή μας, την  σταυρική θυσία του Υιού Του που μας χαρίζει την άφεση των αμαρτιών και μας ανοίγει μία νέα ζωή απολυτρώσεως και συμφιλιώσεως με τον Θεό.

Ο Απ. Παύλος επισημαίνει και μία άλλη διάσταση της προσευχής που πολλοί χριστιανοί δυστυχώς ξεχνούν ή παραλείπουν. Ο Παύλος ζητάει τις προσευχές των άλλων χριστιανών ώστε ο Κύριος να ανοίξει δρόμους για την διάδοση της αλήθειας του Ευαγγελίου. Η προσευχή μας πρέπει να είναι ιεραποστολική. Να προσευχόμαστε ώστε η χριστιανική πίστη να διαδοθεί και σε άλλους λαούς και άλλες χώρες, να παρακαλούμε τον Θεό να στηρίζει τις προσπάθειες και το έργο των ορθοδόξων ιεραποστολών σε όλες τις ηπείρους και να ενδυναμώνει τους εργάτες του Κυρίου στον αγρό της ιεραποστολής. Οφείλουμε επίσης να προσευχόμαστε ώστε ο Κύριος να αναδεικνύει πολλούς κήρυκες του Ευαγγελίου, χριστιανούς με ιεραποστολικό πνεύμα που να βοηθήσουν στην διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος όχι μόνον σε μακρινές χώρες, αλλά και στην ίδια την πατρίδα μας, όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη επανευαγγελισμού των κατ’ όνομα χριστιανών, που ζουν τυπικά, αδιάφορα, ή ακόμη χειρότερα μακριά από τον Χριστό και την Εκκλησία.

Κάθε χριστιανός έχει υποχρέωση να δίνει μαρτυρία της πίστης του στους συνανθρώπους του, που δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν πνευματικά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις. Η ζωή μας οφείλει να είναι προσεκτική και υποδειγματική, να περπατούμε με σοφία και προσοχή ώστε οι εκτός εκκλησίας, οι κοσμικοί άνθρωποι να μην σκανδαλίζονται από την συμπεριφορά μας. Αντιθέτως, με την χριστιανική μας διαγωγή θα έχουμε την δυνατότητα να αξιοποιήσουμε κάθε ευκαιρία που θα μας δοθεί στον χώρο του σχολείου, του πανεπιστημίου, της εργασίας, στο λεωφορείο, στον δρόμο, να μιλήσουμε για την πίστη μας , για τον Χριστό, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά τα οποία θα λέμε να υποστηρίζονται από το έμπρακτο παράδειγμα της καθημερινής μας ζωής. Δεν μπορούμε λ.χ. να μιλάμε για αγάπη και καλοσύνη και εμείς  οι ίδιοι να είμαστε γεμάτοι κακία και εχθρικότητα προς τους άλλους. Η μαρτυρία μας τότε δεν είναι αληθινή, γνήσια, αυθεντική.

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως, και το επισημαίνει ο Παύλος, είναι ο τρόπος που θα μιλήσουμε στους άλλους για τον Χριστό ή θα απαντήσουμε στις ερωτήσεις τους. Πολλοί από ζήλο και ενθουσιασμό μιλούν απόλυτα, με ύφος πνευματικής υπεροψίας, κατηγορώντας ή απογοητεύοντας τους άλλους ανθρώπους (τους άθεους, τους ακούς, τους αμαρτωλούς κ.ο.κ.) που πιθανώς δεν έχουν την δική μας τύχη να ζούν μέσα στην Εκκλησία ή να έχουν μεγαλώσει σε κατάλληλο οικογενειακό, χριστιανικό και πνευματικό περιβάλλον. Ο Απ. Παύλος μας συμβουλεύει σε αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος μας να είναι ευχάριστος ( εν χάριτι) νόστιμος (άλατι ηρτυμένος) και απαλλαγμένος από κάθε ασχήμια , και οι συμπεριφορές και οι απαντήσεις που δίνουμε να είναι φρόνιμες, συνετές, και στην κατάλληλη ευκαιρία(”καιρόν”).

Οφείλουμε λοιπόν να γνωρίζουμε βαθιά την πίστη μας, να την βιώνουμε ως εμπειρία καθημερινή μέσα από τα μυστήρια και την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και προ παντός, να ζούμε ως συνειδητοί και γνήσιοι χριστιανοί, πνευματικά αναγεννημένοι ώστε η χριστιανική μας μαρτυρία στους άλλους να είναι αληθινή, αυθεντική. Έτσι, θα είμαστε ”έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραϋτητος και φόβου” (‘Α΄ Πετρ. 3,15). Και που ξέρουμε, ίσως ο Κύριος μας δώσει έτσι την ευκαιρία να κερδίσουμε κάποια ψυχή για τον Χριστό. ‘‘γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών” (Ιακ. 5,20).

 

 

Ας δούμε ποιο περιεχόμενο δίνει  ο Απ. Παύλος στην νέα πνευματική  ζωή των χριστιανών, και πώς αυτή επηρεάζει τις σχέσεις τους με τους άλλους σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο, όπως περιγράφεται στην προς Κολοσσαείς επιστολή, 3,1-4,6: ”ει ουν συνηγέρθητε τω Χριστώ, τα άνω ζητείτε, ου ο Χριστός εστίν εν δεξιά του Θεού καθήμενος. Τα άνω άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. Απεθάνετε γαρ και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ. Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών, τότε και υμείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη”.

Ο πιστός που ακολουθεί συνειδητά τον Χριστό δεν μπορεί στην ζωή του να επηρεάζεται από τις αντιλήψεις του κόσμου, τα διάφορα φιλοσοφικά, ιδεολογικά και ηθικά ρεύματα , αφού οι χριστιανοί έχουν θέσει κέντρο και άξονα της ζωής τους τον Χριστό.  Γι’ αυτούς όλα τα προηγούμενα έχουν πεθάνει. Τώρα πλέον ζουν και αναπνέουν θα λέγαμε για τον Χριστό, ο οποίος βρίσκεται πλέον αναληφθείς εν δόξη στα δεξιά του Θεού Πατρός. Το φρόνημα, οι σκέψεις, η διάθεση των χριστιανών οφείλουν να είναι στραμμένα στον ουρανό, όπου βρίσκεται ο δοξασμένος Χριστός. Η καινούργια ζωή των χριστιανών αρχίζει με το βάπτισμα και βιώνεται ως πραγματικότητα και πίστη μέσα από την ζωή της Εκκλησίας, βιώνεται συν Χριστώ και εντός της Εκκλησίας, κάτι που για τους πολλούς τους εκτός Εκκλησίας αποτελεί κάτι παράδοξο, μυστηριακό, ίσως και μία κρυμμένη πνευματικότητα ακατανόητη για τους κοσμικούς. Η ταπεινή ζωή των χριστιανών θα φανερωθεί πως στην πραγματικότητα αποτελεί μία μεγαλειώδη και ένδοξη επιλογή τρόπου ζωής, που πρόκειται να φανερωθεί σε όλες της τις διαστάσεις όταν ο Χριστός φανερωθή στην Δευτέρα Παρουσία ως ένδοξος Βασιλιάς και Κριτής του κόσμου. Εδώ ο Παύλος θέλει να στρέψει την σκέψη των χριστιανών των Κολοσσών στα έσχατα και να τους ενδυναμώσει στην πίστη ότι οι τωρινές αντιλήψεις του κόσμου που μπορεί να φαίνονται ελκυστικές, δεν έχουν τίποτε από την δόξα και την λάμψη της μέλλουσας παρουσίας του Χριστού όπου τότε όλοι οι άνθρωποι θα αντιληφθούν το μεγαλείο της πίστης, και θα καταλάβουν γιατί οι χριστιανοί έχουν επιλέξει να ζουν έτσι, μέσα στον κόσμο αλλά αποξενωμένοι από τις κοσμοθεωρίες και τις αντιλήψεις του κοσμικού τρόπου ζωής, του σύντομου και περιορισμένου που δεν έχει καμία αξία εμπρός στην ζωή της αιωνιότητας που υπόσχεται ο Χριστός.

”Νεκρώσατε ουν τα μέλη τα επί της γης, πορνείαν ακαθαρσίαν πάθος επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν, ήτις εστίν ειδωλολατρία, δι’ ά έρχεται η οργή του Θεού [επί τους υιούς της απειθίας]. Εν οις και υμείς περιεπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν τούτοις. Νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών. Μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν, όπου ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσιν Χριστός”

Στην νέα κατάσταση που βρίσκεται ο πιστός, ο οποίος νεκρώθηκε ως προς τον παλαιό τρόπο ζωής και αναγεννήθηκε σε μία νέα ζωή με τον Χριστό αφ’ ότου βαπτίσθηκε, δεν μπορεί πλέον να έχει σχέση με την αμαρτία. Σε αυτό ο Παύλος είναι ξεκάθαρος., και για να το τονίσει χρησιμοποιεί μία σειρά από προστακτικές: νεκρώσατε, αποθέσθε, μη ψεύδεσθε. Θέλει να τονίσει την επιτακτικότητα και την αναγκαιότητα ο πιστός που εντός Εκκλησίας ήδη γεύεται τα αγαθά της βασιλείας του Θεού ζώντας μία συνειδητή και μυστηριακή εκκλησιαστική ζωή σε ενότητα με τον Χριστό και τα άλλα μέλη της Εκκλησίας, να αγωνισθεί σκληρά ώστε να μην παρασυρθεί από την επίδραση που τυχόν εξασκεί πάνω του η ενθύμιση των αμαρτωλών συνηθειών του κόσμου, και επιστρέψει στην παλιά του ζωή. Αφού στον Σταυρό ο Χριστός νίκησε τις δυνάμεις του κακού και της αμαρτίας για να προσφέρει στον άνθρωπο την σωτηρία, ο πιστός προτρέπεται να ζει κατά Χριστόν, μία ζωή καθαρή, αγνή, χωρίς αμαρτία για να επιτύχει την σωτηρία που προσφέρει ο Χριστός και να μην χάσει την σωστή πορεία.

Και σε άλλες επιστολές ο Παύλος επισημαίνει την υποχρέωση του πιστού για συνεχή αγώνα κατά της αμαρτίας. Λ.χ. στην Ρωμαίους 6,2 και 12-13 γράφει: ”απεθάνομεν τη αμαρτία…μη ουν βασιλευέτω η αμαρτία εν τω θνητώ υμών σώματι εις το υπακούειν ταις επιθυμίαις αυτού, μηδέ παριστάνετε τα μέλη υμών όπλα αδικίας τη αμαρτία”– πρβλ. Α’ Κορ. 5,7, Β’ Κορ. 5,17, Γαλ. 5,13-16, Εφες. 4,22-24. Στους Κολοσσαείς ο Παύλος συνιστά να δείξουν έμπρακτα με την ηθική τους διαγωγή την νέα εν Χριστώ ζωή: ”νεκρώσατε τα μέλη σας επί της γης, κάθε πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή και πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρεία”. Οι χριστιανοί ως μέλη του σώματος του Χριστού και της Εκκλησίας οφείλουν να νεκρώσουν τα σωματικά τους μέλη, δηλ. όλες τις σωματικές εκδηλώσεις που φανερώνουν τον ”παλαιό άνθρωπο” της αμαρτίας. Ο Παύλος ακολούθως δηλώνει ποιες είναι οι αμαρτίες αυτές, πορνεία, ακαθαρσία, πάθος, επιθυμία κακή, πλεονεξία.  Η πορνεία και η ακαθαρσία δηλώνουν την ανηθικότητα που προέρχεται από την παράνομη σχέση δύο ανθρώπων. Οι συχνές αναφορές του Απ. Παύλου καθώς και των άλλων συγγραφέων της Κ.Δ. σε αυτές τις αμαρτωλές εκδηλώσεις δικαιολογείται από την υπερβολική έκλυση των ηθών του ειδωλολατρικού κόσμου, έναντι του οποίου τονίζεται με έμφαση το περιεχόμενο της νέας εν Χριστώ ζωής, μίας νέας ζωής ηθικής αγνότητας και συνεχούς εξαγιασμού.  Με την λέξη πάθος δηλώνονται οι αμαρτωλές εκδηλώσεις που καθιστούν τον άνθρωπο εξαρτημένο και δούλο της αμαρτίας. Η έκφραση ” επιθυμία κακή” σημαίνει κάθε επιθυμία που κατευθύνεται από την αμαρτία και οδηγεί σε ανυπακοή και απομάκρυνση από τον Θεό (πρβλ. Γαλ. 5,16, ”επιθυμία σαρκός”). Τέλος, η πλεονεξία που ταυτίζεται με την ειδωλολατρία , αφού απομακρύνει την καρδιά του ανθρώπου από τον Θεό και την οδηγεί σε ψεύτικα υποκατάστατα, σε υλικά αποκτήματα και απολαύσεις που δίνουν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας και της ευτυχίας, ενώ η μόνη αληθινή ευτυχία και ασφάλεια είναι η πίστη στον Θεό και η χριστιανική ζωή.

Οι αμαρτωλές εκδηλώσεις που αναφέρει ο Παύλος επιφέρουν την οργή του Θεού ‘επί τους υιούς της απειθείας”, σε όσους εξακολουθούν να μην υπακούουν και να τηρούν τον νόμο του Θεού, που  αργά ή γρήγορα  θα επέλθει. Ο Παύλος υπενθυμίζει στους αναγνώστες του ότι και αυτοί ακολουθούσαν τον ίδιο αμαρτωλό τρόπο ζωής, πριν γνωρίζουν και πιστεύσουν στον Χριστό (στ. 7 ”εν οις και υμείς περιπατήσατέ ποτε, ότε εζήτε εν τούτοις”).  Παράλληλα όμως κάνει την σύγκριση με τον πρότερο αμαρτωλό τρόπο ζωής σε σχέση με την ”νυν” κατάσταση της νέας εν Χριστώ ζωής που έχει αφήσει πίσω της τις κακές συνήθειες: ” απόθεσθε και υμείς τα πάντα”, δηλ. ”οργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών”.

Μέσα στην εκκλησία και σε πνευματικά αναγεννημένους πιστούς δεν ταιριάζουν τέτοιες συμπεριφορές, κακία, δηλ. η πονηρή και κακοπροαίρετη συμπεριφορά, βλασφημία, δηλ. η ψευδής κακολογία, και η αισχρολογία του στόματος που εκφέρει άσεμνους και πονηρούς λόγους. Προπάντων δεν είναι δυνατόν να υπάρχει σε ανθρώπους που βρήκαν την αλήθεια της πίστεως, να υπάρχει το ψεύδος: ”μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν”.  Η ριζική αλλαγή και μεταμόρφωση που επέρχεται στην ζωή του πιστού μετά το βάπτισμα και την χριστιανική ζωή τονίζεται πολύ παραστατικά με την εικόνα του ανθρώπου που αποδύεται, βγάζει από πάνω του σαν παλαιό ένδυμα κάθε αμαρτωλή συμπεριφορά του παρελθόντος, και ενδύεται μία νέα ζωή, καινούργια, στην οποία τον έχει καλέσει ο Χριστός. Σε αυτήν την νέα ζωή της πίστεως υπό την επίδραση της θείας χάριτος ο ”καινός άνθρωπος” (Εφεσ. 4,2) κυριαρχείται από το πνεύμα του Θεού και όχι από την επιθυμία της σαρκός. Ο αναγεννημένος πιστός, ”ο έσω ημών άνθρωπος ανακαινούται ημέρα και ημέρα” (Β’ Κορ. 4,16), καθώς βιώνει την εν Χριστώ αγιοπνευματική ζωή, ώστε κάθε μέρα που περνάει να μεταμορφώνεται ολόκληρος, να διαπλάθεται ο χαρακτήρας, η διάνοια, οι πράξεις σύμφωνα με το πρότυπο του Χριστού, να ανακαλύπτει την χαμένη ”κατ’ εικόνα” διάσταση της αρχικής δημιουργίας των πρωτοπλάστων στον Παράδεισο.

Η πορεία του ανθρώπου να πλησιάσει και να μιμηθεί τον Χριστό σε όλες τις εκδηλώσεις του βίου του σημαίνει την πνευματική προσπάθεια να αναγεννηθεί ριζικά ο άνθρωπος ώστε να φθάσει σε πλήρη επίγνωση του θελήματος του Θεού, να ζει καθημερινά την ζωή του ευαγγελίου, σε αντίθεση με τον παλαιό άνθρωπο, που μην έχοντας γνωρίσει τον Χριστό ζούσε στην πλάνη και το σκοτάδι της αμαρτίας ( ”μηκέτι υμάς περιπατείν καθώς και τα έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτισμένοι τη διανοία..διά την άγνοιαν την ούσαν εν αυτοίς”– Εφες. 4,17-18).

Μέσα στην νέα πραγματικότητα της χριστιανικής πίστεως καταργούνται κάθε είδους κοσμικές, εθνικές, κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις. Διότι υπάρχει ένας ισχυρός σύνδεσμος που ενώνει όλους τους ανθρώπους, ανώτερος από κάθε άλλο ανθρώπινο ενοποιητικό παράγοντα, και αυτός είναι ο Χριστός. Μέσα στην Εκκλησία δεν διακρίνονται ελεύθεροι ή δούλοι, Έλληνες ή Ιουδαίοι, πολιτισμένοι ή βάρβαροι. Οι κοινωνικές διακρίσεις είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της  αδικίας , ενώ η χάρη του Θεού δίνει νέο νόημα και αξία στις ανθρώπινες σχέσεις, καταργώντας τις διακρίσεις. Η κοινή και καινή-νέα πίστη ενώνει όλους τους χριστιανούς που ζουν απελευθερωμένοι εσωτερικά και πνευματικά από τις διακρίσεις που επιβάλλουν οι κοινωνικοί κανόνες. ”ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού” (Γαλ. 5,27-28).  Η παρουσία του Χριστού στην ζωή των πιστών είναι κυρίαρχη και καταλυτική, ώστε η ιδιότητα του χριστιανού να υπερβαίνει κάθε κοσμική ή κοινωνική προέλευση.

   Η συμπεριφορά του αναγεννημένου  εν Χριστώ ανθρώπου ( 3,12-17).

   ”Ενδύσασθε ουν, ως εκλεκτοί του Θεού άγιοι και ηγαπημένοι, σπλάγχνα οικτιρμού χρηστότητα ταπεινοφροσύνην πραϋτητα μακροθυμίαν, ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς εάν τις προς τινα έχη μομφήν, καθώς και ο Κύριος εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς. Επί πάσιν δε τούτοις την αγάπην, ό εστιν σύνδεσμος της τελειότητος. Και η ειρήνη του Χριστού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ήν και εκλήθητε εν ενί σώματι, και ευχάριστοι γίνεσθε. Ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως, εν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς, ψαλμοίς ύμνοις ωδαίς πνευματικαίς εν χάριτι άδοντες εν ταις καρδίαις υμών τω Θεώ. Και παν ό,τι εάν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ Πατρί δι’ Αυτού”.

Σε αυτούς τους στίχους ο Παύλος περιγράφει τις εκδηλώσεις στην συμπεριφορά του αναγεννημένου πιστού. Οι χριστιανοί αποτελούν τον νέο Ισραήλ, τον νέο εκλεκτό λαό του Θεού, που ζουν με αγιότητα χωρισμένοι από την διαφθορά του κόσμου και είναι ιδιαιτέρως αγαπητοί και προσφιλείς στον Κύριο. Έχουν καταστεί εκλεκτοί του Θεού από θεία αγάπη με σκοπό να καθαγιασθούν και να εξαγνισθούν. Έχοντας ενδυθεί τον Χριστό, έχουν αποβάλλει τις εκδηλώσεις του παλαιού ανθρώπου της αμαρτίας και διακρίνονται από τις εξής αρετές, σπλάγχνα οικτιρμού, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία.

Στην Κ.Δ. με τις λέξεις  σπλάγχνα οικτιρμών και χρηστότητα χαρακτηρίζεται η στάση του Θεού προς τον άνθρωπο, η άπειρη ευσπλαχνία και η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Έτσι με τις αρετές αυτές που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζουν τον Θεό, ο Παύλος προτρέπει τους χριστιανούς να ομοιάσουν στον Κύριο και να αναπτύξουν θεοφιλείς αρετές και συμπεριφορές. Ως προς τις αρετές της ταπεινοφροσύνης, της πραότητος και της μακροθυμίας, αυτές προσιδιάζουν στον Χριστό απόλυτα. Ο Χριστός αποτελεί το πρότυπο της άκρας ταπεινοφροσύνης, που ”εκκένωσε” τον εαυτό Του λαμβάνοντας ανθρώπινη μορφή, όπως περιγράφεται στην Φιλιπ. 2,6 κ.ε. , ο Οποίος σε όλη Του την επίγεια ζωή υπήρξε πράος, ήπιος στην συμπεριφορά, και μακρόθυμος, υπομονετικός δηλ. και χωρίς εκρήξεις θυμού ή οργής σε κάθε ενοχλητική ή εχθρική ενέργεια του πλησίον μας. Όσον αφορά την ταπεινοφροσύνη, ο Παύλος μας δίνει μία ωραία περιγραφή που ταυτοχρόνως συνιστά αναίρεση κάθε εγωισμού: ”τη ταπεινοφροσύνη αλλήλους ηγούμενοι υπερέχοντες εαυτών, μη τα εαυτών έκαστος σκοπούντες, αλλά τα ετέρων έκαστοι” (Φιλιπ. 2,3-4). Είναι φανερό για τον Παύλο ότι ο χριστιανός οφείλει να καλλιεργήσει αρετές και συμπεριφορές που να φανερώνουν ότι ζει για τον Χριστό, το παράδειγμα του Οποίου ακολουθεί καθημερινά ως γνήσιος μαθητής του Κυρίου.

Ο Απ. Παύλος σε συνέχεια της πραότητος και της μακροθυμίας που πρέπει να διακρίνει την ζωή του αναγεννημένου πιστού, τις συνδυάζει με την ανοχή και την συγχωρητικότητα, λέγοντας ότι ”ανεχόμενοι αλλήλων και χαριζόμενοι εαυτοίς εάν τις προς τινα έχη μομφήν. Καθώς και ο Κύριος εχαρίσατο υμίν, ούτω και υμείς” (στιχ. 13).  Η συγχωρητικότητα και η ανεκτικότητα αποτελούν εκδηλώσεις αγάπης των χριστιανών που αγκαλιάζουν όλους τους ανθρώπους κατά το πρότυπο συγχωρητικότητας του Χριστού. Μάλιστα το μέτρο των αρετών αυτών συνδυάζεται με το τον βαθμό της αγάπης και της συγχώρησης που επιδεικνύει ο Κύριος προς εμάς: ”εν ώ …έχομεν την άφεσιν των αμαρτιών”, Κολ. 1,4). Για να υπάρχουν ειρηνικές και ομαλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, και πρωτίστως μεταξύ των πιστών μελών της Εκκλησίας, οι πνευματικοί χριστιανοί οφείλουν να συγχωρούν τα παραπτώματα και τα σφάλματα των άλλων για να βρουν και οι ίδιοι χάρη και συγχώρηση από τον Χριστό.

Το κορυφαίο γνώρισμα του νέου ανθρώπου είναι να εκδηλώνει αγάπη: ”επί πάσιν δε τούτοις  την αγάπην, ό εστίν σύνδεσμος της τελειότητος”, στιχ. 14). Η αγάπη αποτελεί γνώρισμα πνευματικής τελειότητας και ολοκληρωμένης προσωπικότητας των αναγεννημένων εν Χριστώ πιστών. Όλες τις αρετές τις ενοποιεί μεταξύ και τις συνδέει η αρετή η αγάπης, η οποία αποτελεί και σημείο ενότητας της Εκκλησίας, που συνενώνει τους πιστούς και υπερβαίνει διαιρέσεις και διχογνωμίες. Η αγάπη έχει την δύναμη να ξεπερνά εμπόδια και δυσκολίες μεγάλες.

Όποιος απέκτησε την χριστιανική αγάπη, έχει προχωρήσει πνευματικά, και αισθάνεται την θεία χάρη να τον επισκιάζει και να τον πλημμυρίζει. Η ειρήνη του Χριστού αποτελεί κάλεσμα- κλήση προσωπική για κάθε πιστό, αλλά και προσωπική επιβράβευση για τον πνευματικό αγώνα που καταβάλλει κάθε πιστός ώστε να μπορέσει να διαμορφώσει τον χαρακτήρα του ”κατά το μέτρον της ηλικίας Χριστού”. Το αποτέλεσμα της πίστεως είναι η ειρήνευση της καρδιάς και η αίσθηση της πνευματικής γαλήνης που νοιώθει ο πιστός όταν ζει μαζί με τον Χριστό, μακριά από τα πάθη και τις κακίες που αποτελούν αιτίες αναστατώσεως και ψυχικής ταραχής. ”Και η ειρήνη του Χριστού βραβευέτω εν ταις καρδίαις υμών, εις ήν και εκλήθητε εν ενί σώματι, και ευχάριστοι γίνεσθε”(στιχ. 15). Ας προσέξουμε τον λόγο του Παύλου, η ειρήνη έρχεται όχι μόνον στον καθένα ατομικά, αλλά επιτυγχάνεται μέσα στο ενωμένο σώμα της Εκκλησίας του Χριστού, με την βοήθεια της θείας χάριτος, και δεν προέρχεται από τις δικές μας ατελείς προσπάθειες, αλλά χαρίζεται ως βραβείο πνευματικό από τον Κύριο της ειρήνης (Β’ Θες. 3,16), που με το αίμα Του στον Σταυρό συμφιλίωσε και αποκατέστησε σχέσεις ειρηνικές του ανθρώπου με τον Θεό. Ας το προσέξουμε, η όποια πνευματική πρόοδος στην καλλιέργεια των αρετών προϋποθέτει συμμετοχή στα μυστήρια και την ζωή της Εκκλησίας, και η εκδήλωση της νέας αναγεννημένης προσωπικότητας φανερώνεται στις σχέσεις μας με τον πλησίον, με τους άλλους πιστούς και με τον κόσμον όλον.

Με τα παραπάνω σχετίζεται και ο ακόλουθος στίχος 16: ”ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως, εν πάση σοφία διδάσκοντες και νουθετούντες εαυτούς, ψαλμοίς ύμνοις ωδαίς πνευματικαίς εν χάριτι άδοντες εν ταις καρδίαιις υμών τω Θεώ”. Ο λόγος του Θεού, το Ευαγγέλιο, πρέπει για κάθε χριστιανό να κατέχει σημαντική θέση στην καρδιά και την ζωή του, να αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής του και σταθερό διδάσκαλο  στα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής συμπεριφοράς, οδηγό σοφίας που κατευθύνει τον άνθρωπο στην χριστιανική του ολοκλήρωση και τελείωση ( πρβλ. 1,28 ” διδάσκοντες πάντα άνθρωπον εν πάση σοφία ίνα παραστήσωμεν πάντα άνθρωπον τέλειον εν Χριστώ”).

Η ζωή του αναγεννημένου πιστού ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη και χαρά για τις μεγάλες πνευματικές δωρεές του Χριστού, ώστε να αισθάνεται μία διαρκή επιθυμία να υμνεί τον Κύριο με ψαλμούς και ύμνους εκκλησιαστικούς αλλά και με την εσωτερική πνευματική προσευχή. Όλη η χριστιανική ζωή οφείλει να είναι διαρκής ευχαριστία και προσευχή στον Κύριο, σύμφωνα με την προτροπή του Παύλου: ”και παν ό,τι εάν ποιήτε εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι Κυρίου Ιησού, ευχαριστούντες τω Θεώ Πατρί δι’ Αυτού” -στιχ. 17).

Πως δίνει νέο πνευματικό νόημα στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή ο  αναγεννημένος πιστός (3,18-4,1).

”Αι γυναίκες, υποτάσσεσθε τοις ανδράσιν ως ανήκεν εν Κυρίω. Οι άνδρες, αγαπάτε τας γυναίκας και μη πικραίνεσθε προς αυτάς. Τα τέκνα, υπακούετε τοις γονεύσιν κατά πάντα, τούτο γαρ ευάρεστον εστιν εν Κυρίω. Οι γονείς, μη ερεθίζετε τα τέκνα υμών, ίνα μη αθυμώσιν.

Οι δούλοι, υπακούετε κατά πάντα τοις κατά σάρκα κυρίοις, μη εν οφθαλμοδουλία ως ανθρωπάρεσκοι, αλλ’ εν απλότητι καρδίας φοβούμενοι τον κύριον. Ό εάν ποιήτε, εκ ψυχής εργάζεσθε ως τω Κυρίω και ουκ ανθρώποις, ειδότες ότι από Κυρίου απολήμψεσθε την ανταπόδοσιν της κληρονομίας, τω Κυρίω Χριστώ δουλεύετε. Ο γαρ αδικών κομίσεται ό ηδίκησεν, και ουκ έστιν προσωπολημψία. Οι κύριοι, το δίκαιον και την ισότητα τοις δούλοις παρέχεσθε, ειδότες ότι και υμείς έχετε Κύριον εν ουρανώ”.

Η σχέση του πιστού με τον Χριστό αντανακλάται στο πεδίο των οικογενειακών και κοινωνικών σχέσεων, όχι όπως τις εννοεί ο κόσμος, αλλά μέσα στην νέα αναγεννημένη πραγματικότητα που ζει ο πιστός. Οι σχέσεις των χριστιανών μέσα στην κοινωνία θεμελιώνονται στο θέλημα του Χριστού και αποτελούν μία ευκαιρία να επιδείξουν έμπρακτα την πίστη στον Κύριο και την χριστιανική αγάπη. Το πρότυπο κάθε διαπροσωπικής σχέσης είναι η πίστη στον Κύριο. Με βάση το σκεπτικό αυτό ο Παύλος προτρέπει τους πιστούς να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα υπακοής και αγάπης. Με αυτό το πνεύμα ορίζει οι γυναίκες να υποτάσσονται στους άνδρες, όχι όπως το ορίζουν οι κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής του που θεωρούσαν την γυναίκα κατώτερη του άνδρα, αλλά ως δείγμα υπακοής στον Κύριο, όπως δηλ. αρμόζει στο θέλημα του Κυρίου που δημιούργησε ως ”κεφαλή γυναικός ο ανήρ…γυνή δε δόξα ανδρός εστίν. Ου γαρ εστιν ανήρ εκ γυναικός, αλλά γυνή εξ ανδρός” (Α’ Κορ. 11,3-9). Να σημειώσουμε ότι η υποταγή της γυναίκας στον άνδρα δεν είναι αυθαίρετη, αλλά προϋποθέτει και ανάλογη συμπεριφορά του άνδρα, που οφείλει να εκλαμβάνει την στάση της γυναίκας όχι ως τυφλή υποταγή στην ανδρική αυθαιρεσία, αλλά ως συμπεριφορά που απορρέει από την χριστιανική της πίστη. Όπως ο Χριστός είναι κεφαλή της Εκκλησίας και φροντίζει αυτήν, έτσι και στην μικρή κατ’ οίκον εκκλησία, την οικογένεια, ο άνδρας ως κεφαλή της οφείλει να διευθετεί τα πράγματα με πνεύμα αγάπης και ειρήνης, να μην πικραίνει με λόγια ή εκδηλώσεις θυμού την γυναίκα.

Αλλά και οι σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τίθενται στο νέο πλαίσιο ζωής εν Κυρίω. Η υπακοή των παιδιών οφείλει να έχει ως πρότυπο της τέλεια υπακοή που επέδειξε ο Κύριος στο θέλημα του Θεού Πατρός. Με την σειρά τους οι  γονείς με πνεύμα αγάπης να διαπαιδαγωγούν τα παιδιά χωρίς να τα εξοργίζουν ή να τα απογοητεύουν.

Ο Απ. Παύλος βλέπει συνολικά το πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων να καθορίζεται από την χριστιανική αγάπη που εξασφαλίζει την οικογενειακή γαλήνη  και την συναισθηματική ηρεμία των μελών της. Στην νέα πνευματική κατάσταση που ζει ο πιστός όλη του η ζωή και οι διαπροσωπικές του σχέσεις αναμορφώνονται εν Κυρίω και γίνονται νέα κτίση, νέα κοινωνία. Μέσα στην χριστιανική ζωή οι υπάρχουσες κοινωνικές δομές και διακρίσεις  δεν αναπαράγονται, αλλά ανα-μορφώνονται και συμμορφώνονται με τελικό κριτήριο την σχέση κάθε πιστού με τον Χριστό, ”ως εν Κυρίω”.

            Στην συνέχεια ο Παύλος δίνει οδηγίες για τις εργασιακές σχέσεις. Αναφέρεται βέβαια σε δούλους αναγνωρίζοντας μία κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Σήμερα θα λέγαμε ότι οι συμβουλές του Παύλου απευθύνονται σε εργαζομένους με εξαρτημένη μορφή εργασίας, μισθωτούς ή υπαλλήλους. Η παρεχόμενη εργασία πρέπει να είναι ειλικρινής και ανυπόκριτη, δηλ. χωρίς ψεύτικη προσφορά ή όπως την χαρακτηρίζει ο Παύλος ως ”οφθαλμοδουλεία”, δηλ. να φαίνεται ότι ο εργάτης δουλεύει όχι πραγματικά αλλά ”για τα μάτια”, ίσα για να τον βλέπει το αφεντικό και να φαίνονται καλοί (ανθρωπάρεσκοι). Όπως η πίστη στον Χριστό προϋποθέτει μία σχέση γνήσια και αληθινή, έτσι και οι εργαζόμενοι οφείλουν να δουλεύουν στους κυρίους τους με ειλικρίνεια χωρίς να τους εξαπατούν και να τους ζημιώνουν. Και αν το αφεντικό τους αδικεί, ο Κύριος που όλα τα βλέπει θα του καταλογίσει την άδικη αυτή συμπεριφορά και θα του ανταποδώσει ό,τι αξίζει σε κάθε εργοδότη άδικο και εκμεταλλευτή. [ βεβαίως, ο Απ. Παύλος όταν γράφει έχει υπ’ όψιν του το θεσμό της δουλείας και κατά κανένα τρόπο δεν θέλει να παρερμηνευθεί η διδασκαλία του ως κοινωνικά ανατρεπτική, ίσως διότι κάποιοι από τους δούλους που είχαν πιστεύσει παρεξηγούσαν την έννοια της εν Χριστώ ελευθερίας που ο Παύλος εννοούσε με την πνευματική έννοια, δηλ. την ελευθερία από τα πάθη και τις κακίες, και νόμιζαν ότι μιλούσε για άμεση απελευθέρωση των δούλων. Ίσως κάποιοι δούλοι να είχαν  δραπετεύσει από τους κυρίους τους, όπως λ.χ. ο Ονήσιμος. ].

            Αλλά και για τους κυρίους, τους εργοδότες , ο Παύλος έχει μία προτροπή, να συμπεριφέρονται στους εργάτες τους δίκαια και ισότιμα. Αυτό σημαίνει να σέβονται τα εργασιακά τους δικαιώματα, και να μην κάνουν άδικες διακρίσεις σε θέματα αμοιβών.

            Ένα γενικότερο σχόλιο που θα μπορούσαμε να κάνουμε να κάνουμε είναι ότι ο Παύλος θέλει να δείξει στους χριστιανούς ότι στις διαπροσωπικές και κοινωνικές τους σχέσεις πρέπει να επικρατεί πνεύμα αμοιβαιότητας και αγάπης,, καθώς όλοι έχουν υποχρεώσεις και αντίστοιχα δικαιώματα. Οι κάθε είδους σχέσεις των ανθρώπων  θεωρούνται υπό την οπτική της εν Κυρίω πίστεως και ζωής. Οι χριστιανοί, ως μέλη της Εκκλησίας, του σώματος του Χριστού, οφείλουν οι μεταξύ τους σχέσεις να καθορίζονται από το θέλημα του Θεού, όπως αυτό φανερώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού.

Τελικές παραινέσεις για την προσευχή και την προσεκτική συμπεριφορά των χριστιανών προς τους εκτός εκκλησίας κοσμικούς ανθρώπους (4,2-6).

            ”Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία, προσευχόμενοι άμα και περί ημών, ίνα ο Θεός ανοίξη ημίν θύραν του λόγου λαλήσαι το μυστήριον του Χριστού, δι’ ό και δέδεμαι, ίνα φανερώσω αυτό ως δει με λαλήσαι. Εν σοφία περιπατείτε προς τους έξω τον καιρόν εξαγοραζόμενοι. Ο λόγος υμών πάντοτε εν χάριτι, άλατι ηρτυμένος, ειδέναι πως δει υμάς ενί εκάστω αποκρίνεσθαι”.

            Τελειώνοντας την επιστολή προς τους Κολοσσαείς ο Παύλος θέλει να επισημάνει στους αναγνώστες του την σπουδαιότητα της προσευχής στην πνευματική ζωή κάθε χριστιανού, που οφείλει να επιμένει, να προσκαρτερεί στην προσευχή για να είναι πάντοτε σε ετοιμότητα, σε εγρήγορση, να αντιμετωπίσει κάθε πειρασμό και δοκιμασία. Η προσευχή πρέπει να συνοδεύεται από ευχαριστία στον Θεό με διάθεση ευγνωμοσύνης για την μεγάλη δωρεά του Θεού στην ζωή μας, την  σταυρική θυσία του Υιού Του που μας χαρίζει την άφεση των αμαρτιών και μας ανοίγει μία νέα ζωή απολυτρώσεως και συμφιλιώσεως με τον Θεό.

            Ο Απ. Παύλος επισημαίνει και μία άλλη διάσταση της προσευχής που πολλοί χριστιανοί δυστυχώς ξεχνούν ή παραλείπουν. Ο Παύλος ζητάει τις προσευχές των άλλων χριστιανών ώστε ο Κύριος να ανοίξει δρόμους για την διάδοση της αλήθειας του Ευαγγελίου. Η προσευχή μας πρέπει να είναι ιεραποστολική. Να προσευχόμαστε ώστε η χριστιανική πίστη να διαδοθεί και σε άλλους λαούς και άλλες χώρες, να παρακαλούμε τον Θεό να στηρίζει τις προσπάθειες και το έργο των ορθοδόξων ιεραποστολών σε όλες τις ηπείρους και να ενδυναμώνει τους εργάτες του Κυρίου στον αγρό της ιεραποστολής. Οφείλουμε επίσης να προσευχόμαστε ώστε ο Κύριος να αναδεικνύει πολλούς κήρυκες του Ευαγγελίου, χριστιανούς με ιεραποστολικό πνεύμα που να βοηθήσουν στην διάδοση του ευαγγελικού μηνύματος όχι μόνον σε μακρινές χώρες, αλλά και στην ίδια την πατρίδα μας, όπου υπάρχει μεγάλη ανάγκη επανευαγγελισμού των κατ’ όνομα χριστιανών, που ζουν τυπικά, αδιάφορα, ή ακόμη χειρότερα μακριά από τον Χριστό και την Εκκλησία.

            Κάθε χριστιανός έχει υποχρέωση να δίνει μαρτυρία της πίστης του στους συνανθρώπους του, που δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν πνευματικά ενδιαφέροντα και αναζητήσεις. Η ζωή μας οφείλει να είναι προσεκτική και υποδειγματική, να περπατούμε με σοφία και προσοχή ώστε οι εκτός εκκλησίας, οι κοσμικοί άνθρωποι να μην σκανδαλίζονται από την συμπεριφορά μας. Αντιθέτως, με την χριστιανική μας διαγωγή θα έχουμε την δυνατότητα να αξιοποιήσουμε κάθε ευκαιρία που θα μας δοθεί στον χώρο του σχολείου, του πανεπιστημίου, της εργασίας, στο λεωφορείο, στον δρόμο, να μιλήσουμε για την πίστη μας , για τον Χριστό, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτά τα οποία θα λέμε να υποστηρίζονται από το έμπρακτο παράδειγμα της καθημερινής μας ζωής. Δεν μπορούμε λ.χ. να μιλάμε για αγάπη και καλοσύνη και εμείς  οι ίδιοι να είμαστε γεμάτοι κακία και εχθρικότητα προς τους άλλους. Η μαρτυρία μας τότε δεν είναι αληθινή, γνήσια, αυθεντική.

            Ένα άλλο σημείο που πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως, και το επισημαίνει ο Παύλος, είναι ο τρόπος που θα μιλήσουμε στους άλλους για τον Χριστό ή θα απαντήσουμε στις ερωτήσεις τους. Πολλοί από ζήλο και ενθουσιασμό μιλούν απόλυτα, με ύφος πνευματικής υπεροψίας, κατηγορώντας ή απογοητεύοντας τους άλλους ανθρώπους (τους άθεους, τους ακούς, τους αμαρτωλούς κ.ο.κ.) που πιθανώς δεν έχουν την δική μας τύχη να ζούν μέσα στην Εκκλησία ή να έχουν μεγαλώσει σε κατάλληλο οικογενειακό, χριστιανικό και πνευματικό περιβάλλον. Ο Απ. Παύλος μας συμβουλεύει σε αυτές τις περιπτώσεις ο λόγος μας να είναι ευχάριστος ( εν χάριτι) νόστιμος (άλατι ηρτυμένος) και απαλλαγμένος από κάθε ασχήμια , και οι συμπεριφορές και οι απαντήσεις που δίνουμε να είναι φρόνιμες, συνετές, και στην κατάλληλη ευκαιρία(”καιρόν”).

            Οφείλουμε λοιπόν να γνωρίζουμε βαθιά την πίστη μας, να την βιώνουμε ως εμπειρία καθημερινή μέσα από τα μυστήρια και την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και προ παντός, να ζούμε ως συνειδητοί και γνήσιοι χριστιανοί, πνευματικά αναγεννημένοι ώστε η χριστιανική μας μαρτυρία στους άλλους να είναι αληθινή, αυθεντική. Έτσι, θα είμαστε ”έτοιμοι δε αεί προς απολογίαν παντί τω αιτούντι υμάς λόγον περί της εν υμίν ελπίδος μετά πραϋτητος και φόβου” (‘Α΄ Πετρ. 3,15). Και που ξέρουμε, ίσως ο Κύριος μας δώσει έτσι την ευκαιρία να κερδίσουμε κάποια ψυχή για τον Χριστό. ‘‘γινωσκέτω ότι ο επιστρέψας αμαρτωλόν εκ πλάνης οδού αυτού σώσει ψυχήν εκ θανάτου και καλύψει πλήθος αμαρτιών” (Ιακ. 5,20). 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα