Ἰωάννη Ζόζουλακ
Ὀρθόδοξη Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Πρέσοβ, Σλοβακία
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶχε ἀντιμετωπίσει διάφορα προβλήματα στὴν ἱστορία, ὅπως τοὺς διωγμοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν, τὶς ἐσωτερικὲς αἱρέσεις, τὶς ὀρδὲς τῶν βαρβάρων λαῶν ποὺ πολεμοῦσαν ἐναντίον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, καὶ τὸ σχίσμα ποὺ μεθόδευσαν μὲ δόλο οἱ Φράγκοι. Ὅταν γεννήθηκε ὁ Προτεσταντισμός, ἡ Ἐκκλησία ἀγωνιοῦσε κάτω ἀπὸ τοὺς παπικοὺς διωγμοὺς στὴ Δύση, καὶ τὸν ἐπεκτατισμὸ τῶν Μουσουλμάνων στὴν Ἀνατολή. Οἱ Ὀρθόδοξοι λαοὶ ἀγωνίζονταν νὰ κρατήσουν ζωντανὴ τὴν πίστη στὴν ἐπικράτεια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.
Στὴν ἀρχὴ οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν γνώριζαν ἐπακριβῶς τὶς ἰδέες τῶν Προτεσταντῶν γι᾿ αὐτὸ ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάσαφ Β΄ ἔστειλε στὴν Βιττεμβέργη (Wittenberg) τὸν διάκονό του Δημήτριο Μυσὸν γιὰ νὰ φέρει ἀκριβέστερες πληροφορίες. Αὐτὸς ἐπέστρεψε καὶ ἔφερε στὸν Πατριάρχη ἐπιστολὴ τοῦ Μελάγχθονος (1559). Ὅτι ἔφερε καὶ ἑλληνικὴ μετάφραση τῆς Αὐγουσταίας Ὁμολογίας εἶναι ἁπλὴ εἰκασία[1].
Στὴν ἐπιστολὴ του ὁ Μελάγχθον κατεχόμενος ἀπὸ θλίψη γιὰ τὴ δύσκολη θέση τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὴν χαρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔσωσε τὴν Ἐκκλησία του ἀπὸ τοὺς σκληροὺς ἐχθρούς τοῦ χριστιανισμοῦ[2]. Μετὰ βεβαιώνει πὼς οἱ Προτεστάντες τήρησαν τὴν Ἁγία Γραφή, τὶς συνόδους καὶ τὴν διδασκαλία τὴν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ τέλος παρακαλεῖ τὸν Πατριάρχη νὰ μὴ πιστεύει τὶς συκοφαντίες ἐναντίων τῶν Προτεσταντῶν. Ὁ Πατριάρχης δὲν ἀπάντησε στὴν ἐπιστολή τοῦ Μελάγχθονος[3].
Καλύτερη γνώση τῶν Προτεσταντῶν ἔλαβαν οἱ Ὀρθόδοξοι στὴν Ἀνατολὴ ἐπὶ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίου Β΄, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχαν τὴν ἀλληλογραφία οἱ θεολόγοι ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο στὴ Τυβίγγη (Tübingen)[4].
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἱερεμία Β΄ χειρίστηκε τὸ θέμα ἑνὸς εἴδους Διαλόγου μὲ τὴν καινοφανῆ τότε Ἐκκλησία τῶν Προτεσταντῶν (Λουθηρανῶν). Οἱ Λουθηρανοὶ θεολόγοι τῆς Τυβίγγης, τοῦ κρατιδίου σήμερα τῆς Βάδης – Βυρτεμβέργης τῆς Γερμανίας, ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν Αὐγουσταία Ὁμολογία στὴν ὁποία ἐξέθεταν σὲ 2 Μέρη καὶ 28 Κεφάλαια τὴν πίστη τους. Σ᾿ αὐτὰ ὁ Ἱερεμίας Β΄ καὶ οἱ περὶ αὐτὸν θεολόγοι ἀπάντησαν ἀναλυτικὰ στὴν Α΄ ἀπόκριση πρὸς Λουθηρανοὺς θεολόγους, σὲ τί συμφωνεῖ καὶ σὲ τί ὄχι ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ[5].
Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας ἀσχολήθηκε ἐν ἐκτάσει μὲ ἕξι θέματα στὰ ὁποῖα οἱ Λουθηρανοὶ θεολόγοι τῆς Τυβίγγης ἐξέφρασαν διαφωνία. Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ – Filioque, γιὰ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, τὴ δικαίωση (ἐκ πίστεως καὶ ἔργων), τὰ Μυστήρια, τὴν ἐπίκληση καὶ προσκύνηση τῶν Ἁγίων καί, τέλος τὸ μοναχικὸ βίο. Ἡ τρίτη Ἀπόκριση τοῦ Ἱερεμίου Β΄ κατὰ βάση περιέχει διασαφήσεις σὲ αὐτὰ τὰ θέματα[6].
Στὶς στενότερες σχέσεις μὲ τοὺς Προτεστάντες ἦρθαν οἱ Ὀρθόδοξοι θεολόγοι ἐπὶ τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Λούκαρη, ὁ ὁποῖος διέξαγε σφοδρὸ ἀγῶνα ἐναντίων τῶν παπικῶν.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ στὴν Τσεχία ὑπῆρχαν προσπάθειες τῶν Προτεσταντῶν (Οὐσιτῶν) νὰ βροῦν καλὲς σχέσεις μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ ἀντίδραση τῶν Τσέχων χριστιανῶν στὶς καινοτομίες τῆς Ρώμης στὸ τέλος τοῦ 14ου καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ 15ου αἰῶνα ἦταν ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ κινήματος τῶν Οὐσιτῶν μὲ ἐπικεφαλῆς τῶν Ἰωάννη Χοὺς[7] (Ján Hus) καὶ τὸν ἐκ Πράγας Ἱερώνυμο (Jeroným Pražský). Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ κινήματος τῶν Οὐσιτῶν ὁ τσεχικὸς λαὸς εἶχε στερεὰ τὴν συνείδηση ὅτι οἱ ἀρχὲς τοῦ ὀργανωμένου χριστιανισμοῦ στὴ χώρα του εἶχαν ἀνατολική, ἑλληνικὴ προέλευση.
Στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πράγας, ὅπου ἐργαζόταν ὁ Ἰωάννης Χούς, δέχονταν τὶς ἀπόψεις τοῦ Ἄγγλου J. Wiklef, τὸν ὁποῖο ἡ Ρώμη κατεδίκασε ὡς αἱρετικό, μὲ κριτική. Ὁ Ἰωάννης Χοὺς καὶ οἱ πιὸ κοντινοὶ μαθητὲς του συμφωνοῦσαν μὲ τὸν Wiklef μόνο στὴν κριτικὴ τῆς ἠθικῆς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀπέριψαν τὶς δογματικές του θέσεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ γιὰ τὸν πνευματικὸ προσανατολισμὸ τοῦ κινήματος τῶν Οὐσιτῶν εἶναι σπουδαῖο τὸ γεγονός, ὅταν ὁ Ἰωάννης Χοὺς στὰ συγγράματά του γράφει γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν βρῆκε τίποτα ποὺ θὰ ἦταν ἄξιο τῆς κριτικῆς[8].
Οἱ ὁμιλίες τοῦ Ἰωάννη Χοὺς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Πράγας, καθὼς καὶ στὸ μεγάλο παρεκκλήσι, λεγόμενο τῆς Βηθλεὲμ εἰπώθηκαν ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τὴν καθαρὴ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ ἀντιδροῦσε στὴν ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία στὰ συγχωροχάρτια ὡς σιμωνία καὶ ἰσχυριζόταν πὼς κάθε χριστιανὸς εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὰ ἔργα του. Ἐπίσης ἔκανε τὴν κριτκὴ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας τοῦ κλήρου καὶ εἰδικά τοῦ πάπα τῆς Ρώμης. Τὸ αἴτημά του νὰ ἀναγνωρισθεῖ τὸ ὅτι ἡ Ρώμη ἔφυγε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ δεχθοῦν οἱ παπικοὶ γι᾿ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ σταματήσει ἡ φωνή του μὲ τὸν βίαιο τρόπο στὶς 6 Ἰουλίου 1415 ὅταν πέθανε στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς στὴν Κωνσταντίαν τῆς Ἑλβετίας.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πλέον ἐξέχοντες στοχαστὲς καὶ λογίους τοῦ πρώτου κύματος τῆς τσέχικης μεταρρύθμισης καὶ ὁ πιὸ πιστὸς φίλος τοῦ Ἰωάννη Χοὺς ἦταν ὁ ἐκ Πράγας Ἱερώνυμος, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε διπλώματα μαγίστρου στὰ Πανεπιστήμια Παρισίων, Κολωνίας, Ὀξφόρδης καὶ Πράγας. Ὁ Ἱερώνυμος ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὴ Λιθουανία καὶ τὴ Ρωσία τὸ 1412, ὅπου τὸν κάλεσε ὁ ἡγεμόνας τῆς Λιθουανίας Βιτολντ. Τότε γνώρισε προσωπικὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδε τὴν γνήσια Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Ἱερώνυμος ἦταν παρὼν στὶς ὀρθόδοξες ἀκολουθίες, λειτανίες, δημόσια προσκύνησε τὶς Ἁγίες εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα τῶν Ἁγίων. Μεταξὺ ἄλλων κατηγοριῶν καὶ αὐτὴ ἡ πράξη του χρησιμοποιήθηκε στὸ νὰ καταδικασθεῖ σὲ θάνατον διὰ πυρὸς στὶς 30 Μαΐου τὸ 1416. Πέθανε δηλαδὴ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως καὶ ὁ Ἰωάνης Χούς. Μερικοὶ ἱστορικοὶ ἔχουν τὴν γνώμη ὅτι ὁ Ἱερώνυμος ὄχι μόνο ἀσπάσθηκε τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ὀρθόδοξος μοναχός.
Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἱερωνύμου καὶ οἱ ἰδέες τοῦ Ἰωάνη Χοὺς ὁδήγησαν ἀργότερα τοὺς Οὐσίτες στὴν ἀπόπειρα νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπειδὴ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Τσεχία ἦρθε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ στὴν κατανοητὴ σλαβονικὴ γλῶσσα μέσῳ τῶν ἰσαποστόλων τῶν Σλάβων τῶν Κύριλλο καὶ Μεθόδιο καὶ τῶν μαθητῶν τους. Τὸ βασικὸ ντοκουμέντο τῶν διαπραγματεύσεων τῶν Οὐσιτῶν στὴν Κωνσταντινούπολη εἶναι ἡ ἐπιστολὴ ποὺ στάλθηκε στὴν Τσεχία στὶς 18 Ἰουλίου 1452. Τὸ Οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο μὲ αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ἐπιβεβαιώνει τὴν σωστὴ οὐσιτικὴ ὁμολογία πίστης καὶ καλεῖ τοὺς Οὐσίτες στὴν ἕνωση ἐλεύθερα μὲ τὴν ὁμολογία τῆς γνήσιας χριστιανικῆς πίστης. Ἀπὸ τὸ 1451 ἕως τὸ 1453, πρὶν ἀκόμη οἱ Οὐσίτες διαπραγματευτοῦν μὲ ἐπιτυχία τὴν ἕνωσή τους μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἶχαν ἐπίγνωση τῆς ἑλληνικῆς καταγωγῆς τοῦ ἀποστολικοῦ Χριστιανισμοῦ στὴ χώρα τους. Οἱ Οὐσίτες στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1452 ἔστειλαν στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ἐπιστολὴ μὲ τὴν ὁποία εὐχαρίστησαν γιὰ τὴν ἀγάπη, διευκρίνησαν τὴν ὁμολογία πίστης καὶ ἐξήγησαν τὴν ἀρνητική τους στάση πρὸς τὴν ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία καὶ εἰδικὰ στὸν πάπα. Οἱ Οὐσίτες δὲν ἔλαβαν τὴν ἀπάντηση καὶ τὰ σχέδια αὐτὰ διακόπηκαν ἐξαιτίας τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1453.
Ἄλλες διαπραγματεύεις γιὰ τὴν ἕνωση τῶν Οὐσιτῶν μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ἦταν δυνατές. Οἱ Τσέχοι στὴ συνέχεια δὲν μποροῦσαν νὰ ἔχουν τὴν ἄμεση σχέση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὸ κίνημα τῶν Οὐσιτῶν ἐπιρεάσθηκε ἀπὸ τὴν γερμανικὴ μεταρύθμηση, μὲ τὴν ὁποία στὸ τέλος ἑνώθηκαν. Οἱ Οὐσίτες, δηλαδὴ ὁλόκληρος ὁ τσεχικὸς λαός, ἀπεχωρίσθηκαν τοῦ πάπα Ρώμης. Κατόπιν τῆς ἥττας τῶν τσεχικῶν στρατευμάτων στὸ Λευκὸ Ὅρος τὸ 1620 ἄρχισε ὁ βίαιος καὶ συστηματικὸς ἐκλατινισμὸς τῆς χώρας ποὺ διαρκοῦσε μὲ σφοδρὰ ὀξύτητα μέχρι τέλος τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνα. Ὁ βασιλιάς τῆς Τσεχίας ἀπαγόρεψε ὅλες τὶς ἐκκλησίες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ ρωμαιοκαθολική, καὶ ὅλους τούς πλουσίους μὴ ρωμαιοκαθολικοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὴ χώρα του. Τὶς περιουσίες τους ἔδωσε στοὺς καθολικοὺς ὑποστηρικτές του. Ἡ Ρώμη κατώρθωσε νὰ ἐπανακτήσει τὴν κυρίαρχη θέση της καὶ νὰ τὴν διατηρήσει μέχρι τὸ 1918.
1. Βλ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Β.: Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι σήμερον. Ἀθῆναι 1959, σελ. 703.
2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μάϊος, σελ. 39 – 40.
2. Βλ. Osinin: Popytki protestantov k sojedineniju s pravoslavnoju vostočnoju cerkovju v XVI veke. In: Christianskoje čtenie, Saktpeterburg 1865, Μάϊος, σελ. 39 – 40.
3. Βλ. Basile (Krivochéine): Symbolické texty v pravoslavné církvi. In: Orthodox revue, ἀριθ. 4-5, Praha 2001, σελ. 164.
4. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Α΄ ἀπόκρισις πρὸς Λουθηρανοὺς θεολόγους. Ἐκδ. Λύχνος, μεταφραστής Λέκκος Εὐάγγελος Π. Ἡ Ἀπόκριση αὐτὴ παρουσιάζει ἐνδιαφέρον, ἀφοῦ ἐκθέτει τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ: Θεοῦ, προπατορικῆς ἁμαρτίας, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, δικαιώσεως, κηρύγματος, πίστεως καὶ ἔργων, Ἐκκλησίας, Μυστηρίων, Βαπτίσματος, θείας Εὐχαριστίας, ἐξομολογήσεως, μετανοίας, ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν, πολιτικῶν ἐξουσιῶν, ἐσχάτης κρίσεως, αὐτεξουσίου, αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν, τιμῆς τῶν ἁγίων, θείας Κοινωνίας, γάμου ἱερέων, παραδόσεως, μοναχικοῦ βίου καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας.
5. Βλ. Ἱερεμίας Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Β΄ καὶ Γ΄ ἀπόκρισις πρὸς Λουθηρανοὺς θεολόγους. Ἐκδ. Λύχνος, μεταφραστής Λέκκος Εὐάγγελος Π.
6. Ὁ Ἰωάννης Χοὺς γεννήθηκε περὶ τὸ 1370 στὸ Husinec τῆς Ν. Τσεχίας καὶ ἦταν προικισμένος μὲ ἔξοχες ἱκανότητες. Ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ πλέον ἐπιβλητικὰ πρόσωπα τοῦ τσεχικοῦ ἔθνους.
7. Βλ. KRYŠTOF, arcibiskup: Vím, komu jsem uvěřil. Εκδ. Pravoslavná akademie 2003, σελ. 162 – 163.