Τη 19η του αυτού μηνός μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Μακρίνης.

ΑΒΡΑΑΜ  Ε. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ

Η οσιότατη μητέρα ημών Μακρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου. Γεννήθηκε το 324 μ.Χ. στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Η Καππαδοκία ήταν μια επαρχία με πλούσια και μεγάλη εκκλησιαστική παράδοση, πατρίδα πολλών Αγίων και με­γάλων Ιεραρχών. Η οικογένεια της Οσίας Μακρίνας ήταν από τις πιο ξεχωριστές οικογένειες της Καππαδοκίας, με προγόνους αγίους μάρτυρες στα χρόνια των διωγμών και με διδάσκαλο τον Άγιο Γρηγόριο το θαυματουργό.

Η Μακρίνα ήταν η πρωτότοκη κόρη του ρήτορα Βασιλείου και της Αγίας Εμμέλειας, οι οποίοι έκαναν ακόμη άλλα οκτώ παιδιά. Η οικογένεια αυτή έδωσε στην Εκκλησία τρεις επισκόπους. Ανάμεσά τους αναδείχθηκαν οι Άγιοι Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης και Πέτρος Σεβαστείας. Ο παππούς της, από την πλευρά της μητέρας της, είχε μαρτυρήσει κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού και η γιαγιά της, κι αυτή Μακρίνα, ήταν μαθήτρια του Αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας του Θαυματουργού, αλλά και δασκάλα των Αγίων Πέντε Μαρτύρων.

Η Μακρίνα, φανερώνει από μικρό παιδί μεγάλη ικανότητα μάθησης. Η μητέρα της, Εμμέλεια, προτιμά να σπουδάσει η κόρη της τη Θεία Σοφία, αλλά όλη η μετέπειτα διαγωγή και δράση της Μακρίνας φανερώνει τη δυνατότητά της να επιχειρηματολογεί και να πείθει τους μορφωμένους και ικανούς αδελφούς της. Διαθέτει και εξαιρετική ομορφιά, που την καθιστά περιζήτητη για νύφη. Ο πατέρας της επιλέγει τον εκλεκτό νέο που θεωρεί αντάξιό της. Αρραβωνιάστηκε η Μακρίνα, αλλά πριν παντρευτεί αναπάντεχα, ο νέος αρραβωνιαστικός της πεθαίνει. Η Μακρίνα θεωρεί ότι η ίδια στον Χριστό πλέον μόνο ανήκει. Προτίμησε την χηρεία και τα της χηρείας δεινά, παρά να δοκιμάσει του γάμου τις τέρψεις και ηδονές. Ύστερα αφού αποσπάστηκε από κάθε κοσμική συναναστροφή γίνεται στήριγμα της μητέρας της και καθοδηγός των αδελφών της. Καταγινόταν στην ανάγνωση και μελέτη των Θείων Γραφών. Ως πρωτότοκη που ήταν και έχοντας την θέση της δεύτερης μητέρας ανέτρεφε και εκπαίδευε τα άλλα αδέλφια της.

Μετά την ενηλικίωση των αδελφών της πείθει τη μητέρα της να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και αποσύρονται σε ένα κτήμα τους στον Πόντο, κοντά στον Ίρι ποταμό, όπου ιδρύουν κοινόβιο μοναστήρι. Μαζί τους εγκαθίσταται και ο αδελφός της Πέτρος, μέχρι τον θάνατο της μητέρας τους. Μετά αυτός χειροτονείται κληρικός και αναλαμβάνει ποιμαντικό έργο δίπλα στον Βασίλειο που είχε ήδη εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Η Μακρίνα μένει μόνη ως ηγουμένη της Μονής, στην οποία μόναζαν γυναίκες και άνδρες σε χωριστές συνοδείες (“ανδρώνα” και “παρθενώνα”). Στη Μονή πέρασε τη ζωή της με τη μελέτη των Γραφών, την προσευχή και προπάντων με αγαθοεργίες. Διότι πάντα είχε στο μυαλό της το λόγο του Θεού, που προτρέπει στους ανθρώπους, να αγαθοεργούν, να γίνονται πλούσιοι σε καλά έργα, να δίνουν πρόθυμα και σε άλλους τα αγαθά τους, να είναι απλοί και καταδεκτικοί, και έτσι να αποταμιεύουν για τον εαυτό τους στέρεο θεμέλιο στο μέλλον, για να αποκτήσουν την αιώνια ζωή, «αγαθοεργείν, πλουτείν εν έργοις καλοίς, ευμεταδότους είναι, κοινωνικούς, αποθησαυρίζοντας εαυτούς θεμέλιον καλόν εις το μέλλον, ίνα επιλάβωνται της αιωνίου ζωής» (Α’ Τιμόθ., στ΄, 18-19).

Πριν κλείσει χρόνος από τον θάνατο του αδερφού της, Αγίου Βασιλείου, η Μακρίνα ασθενεί. Ο αδελφός της Γρηγόριος αποφασίζει εκείνες τις ημέρες να την επισκεφθεί. Η Μακρίνα, αν και βαριά άρρωστη, ανασηκώνεται και δοξολογεί Τον Θεό που της έκανε τη χάρη και έφερε τον υπηρέτη Του κοντά της. Η συνομιλία μαζί του, όπως ο ίδιος την έχει καταγράψει, κινείται σε υψηλό πνευματικό επίπεδο και στρέφεται γύρω από την Ψυχή και την Ανάσταση. Τελικά αφήνει την τελευταία της πνοή στα χέρια του ειρηνικά, στον τόπο της μετανοίας της, αποκτώντας μεγάλη παρρησία στο θρόνο του Θεού. Ο Γρηγόριος την κηδεύει με όλες τις απαραίτητες τιμές. Ήταν τότε η 19η Ιουλίου του έτους 379 μ.Χ. και η Οσία είχε την ηλικία των 55 ετών.

Στα γραπτά του ο Γρηγόριος Νύσσης, που συνέγραψε τον βίο της,  την ονομάζει “Μεγάλη”, “φιλόσοφο” και “δασκάλα”, παρουσιάζοντας “με λεπτά και ευγενικά χρώματα το πορτραίτο της, που έζησε ζωή ασκητική και υποδειγματική”. Την θεωρεί ως σημαντικότατο παράγοντα για την εξέλιξη των αδελφών της και λέει ότι έγινε για αυτούς “πατέρας, δάσκαλος, παιδαγωγός, μητέρα, σύμβουλος για κάθε αγαθό”.

Ο Άγιος Γρηγόριος, που βρέθηκε παρών στο θάνατό της και της έκλεισε τα μάτια, μας περιγράφει συγκινητι­κά τις τελευταίες στιγμές της. Μας απομνημονεύει και την προσευχή της Οσίας πριν παραδώσει το πνεύμα, μια προσευχή γεμάτη πίστη και ελπίδα, που αρχίζει με αυτά τα λόγια: «Συ έλυσες ημάς, Κύριε, από τον φόβο του θανάτου· συ αρχή της αληθινής ζωής  σε εμάς έκανες το τέλος της ενταύθα ζωής». Η Οσία Μακρίνα, με την προσδο­κία της Αναστάσεως, έκανε το πέρασμα «εκ του θανά­του εις την ζωήν». Προσευχόταν με πολύ σιγανή φωνή κι έκανε το σταυρό της· «έβαζε την σφραγίδα του Σταυρού στους οφθαλμούς της και στο στόμα και στην καρδιά της»

Ο βίος της Αγίας Μακρίνας είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι η οικογένεια, όταν πορεύεται στο δρόμο του Χριστού, είναι όντως «κατ’ οίκον εκκλησία» και ότι τα μέλη της, μέσω της προσευχής, της αμοιβαίας αγάπης και αλληλοϋποστήριξης, οδηγούνται αρμονικά στην αγιότητα και στη Βασιλεία του Θεού.

Ταις πρεσβείαις της Οσίας Μητρός ημών Μακρίνης, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς, Αμήν.