Κυριακὴ πρὸ τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως καὶ στὶς Ἐκκλησίες μας ἀναγιγνώσκεται ἡ περικοπὴ τοῦ Ματθαίου, ποὺ παρουσιάζει τὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί; Μήπως ἐνδιαφέρει κάποιον ἡ γενιά του;
Στὴν πραγματικότητα, ὁ Ματθαῖος, Ἰουδαῖος ὁ ἴδιος, τονίζει, μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὴν ἱστορικότητα τοῦ Ἰησοῦ: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ…», ὅπου γένεσις, ἐδῶ, σημαίνει τὴν ἐξιστόρηση τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἐξ οὗ καὶ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ποὺ ἀφηγεῖται τὴν ἱστορία τῆς δημιουργίας. Τονίζεται, ὅμως, παράλληλα, καὶ ἡ ἰουδαϊκὴ καταγωγὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ μάλιστα ἡ βασιλική Του γενιά: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαβίδ… (Ματθ., α’ 1). Στὸ τεράστιο αὐτὸ γενεαλογικὸ δέντρο, μέσα στὴν χορεία τῶν ἀνδρῶν προγόνων τοῦ Ἰησοῦ ἀναφέρονται καὶ τέσσερις γυναῖκες, ἡ Θάμαρ, ἡ Ραχάβ, ἡ Ρούθ καὶ ἡ Μαρία, ἡ μετέπειτα Παναγία. Εἶναι, ἐπίσης, ἀξιοσημείωτο ὅτι δὲν εἶναι ὅλοι οἱ πρόγονοι τοῦ Ἰησοῦ, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ἀνεπίληπτοι, ἠθικὰ δηλαδὴ ἀκέραιοι. Καὶ αὐτό, γιὰ νὰ δειχθῆ ὅτι οἱ πρόγονοί Του ὑπῆρξαν ἄνθρωποι καὶ φορεῖς τοῦ λεγομένου προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ποὺ βάρυνε ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ σημεῖο ποὺ συνδέει τὸ πρῶτο μέρος τῆς διηγήσεως τοῦ Εὐαγγελίου τῆς ἡμέρας μὲ τὸ δεύτερο, στὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴν γενεαλογικὴ ἁλυσίδα περνᾶμε στὸν τρόπο γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ (ὄχι γενέσεως, δηλ. δημιουργίας, διότι ὁ Χριστός μας εἶναι Δημιουργός!) Ἀφοῦ λοιπὸν γίνεται ἀναφορὰ στὸ θαυμαστό «ὄναρ» τοῦ Ἰωσὴφ καὶ στὴν ἀποκάλυψη σὲ αὐτὸν τοῦ Ἀγγέλου ὅτι «τὸ ἐν αὐτῇ (τῇ Παρθένῳ) γεννηθὲν ἐκ Πνεύματος ἐστὶν Ἁγίου» (ὅ.π., 20), ἀναφέρεται στὴν συνέχεια ἡ θεϊκή Του ἀποστολή: «αὐτός (ὁ Ἰησοῦς, τὸ ὄνομα τοῦ γεννηθέντος) σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ.» (ὅ.π., 21).
Θὰ ἀναρωτηθῆ εὐλόγως κάποιος: Πῶς σχετίζεται ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ πρῶτο μέρος, τῆς ἰουδαϊκῆς γενεαλογίας τοῦ Ἰησοῦ; Μὰ αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ θαυμαστό: Μπορεῖ ὁ Χριστός μας νὰ κατάγεται ἀπὸ ἑβραϊκὴ γενιά, ἀλλὰ ἡ ἀποστολή του δὲν περιορίζεται μόνον στὴν σωτηρία τῶν Ἰουδαίων -ὅπως ἤθελαν νὰ ἐμφανίζουν οἱ «προφῆτες» τῆς ἐποχῆς Του- ἀλλὰ ἐκτείνεται στὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δηλώνει ἡ φράση «τὸν λαὸν αὐτοῦ», ποὺ ἑρμηνεύεται «τοὺς ἀνθρώπους Του» καὶ ὄχι τὸν συγκεκριμένο λαό. Ἐξ ἄλλου, οἱ ἴδιες οἱ προφητεῖες τοῦ Ἰσραὴλ μιλοῦν γιὰ τὸν Ἰησοῦ ὡς «προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γέν., 49, 10), ἄρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀνεξαρτήτως γενεᾶς, καὶ διακηρύσσουν ὅτι αὐτὸς θὰ ἀποτελέσῃ τὴν ἐλπίδα ὅλων τῶν ἀνθρώπων: «ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσιν.» (Ἡσ., 42, 4).
Ἔτσι, λοιπόν, ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ (πατέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπως τὸν μετωνόμασε ὁ Θεὸς ἀπὸ Ἄβραμ, Γέν., κεφ. ιζ΄), ζοῦμε καὶ πορευόμαστε μὲ τὸ ἐλπιδοφόρο μήνυμα ὅτι ὁ γεννηθεὶς Ἰησοῦς θὰ σώσῃ τὸν λαό Του, ὅλους μας, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες (ὅ.π., Ματθ., α’ 21). Ἐξ ἄλλου, σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω χωρίο, Ἰησοῦς σημαίνει Σωτήρας.
Συνεπῶς, εἶναι πλέον στὸ χέρι μας, στὸ χέρι τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νὰ συν-ευδοκήσῃ μὲ τὸ θεῖο θέλημα, ποὺ εἶναι ἡ σωτηρία του, ἢ νὰ τὴν ἀπαρνηθῇ ἐλευθέρως, ὑφιστάμενος, βεβαίως, καὶ τὶς ἀνάλογες συνέπειες.
Εἴμαστε, πράγματι, ἐλεύθεροι νὰ ἀνοίξουμε τοὺς σωματικοὺς καὶ κυρίως τοὺς νοητοὺς ὀφθαλμούς καὶ τὰ ὦτα μας καὶ νὰ ἀφουγκραστοῦμε καὶ μεῖς, μέσα στὴν ἡσυχία τῆς νυχτός, ὅπως οἱ ποιμένες τὸ βράδυ τῆς θείας Γεννήσεως, τὸ εὐφρόσυνο ἄγγελμα «παντὶ τῷ λαῷ», γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι «ἐτέχθη ὑ(ἡ)μῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός» (Λουκ., β’ 11). Εἴμαστε, ἐπίσης, ἐλεύθεροι νὰ βαδίσουμε, ὅπως οἱ μεγάλοι (οἱ μάγοι) καὶ οἱ σοφοί, μὲ ἐμπιστοσύνη ὄχι μόνον καὶ τόσο στὶς κοσμικές μας γνώσεις ἀλλὰ ἀπολύτως στὸν φωτεινὸ ἀστέρα τοῦ οὐρανοῦ γιὰ τὴν ὀρθή μας καθοδήγηση καὶ τὴν ἀσφαλῆ μας πορεία. Ἀλλὰ εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ νὰ μὴν ἐμπιστευώμαστε τὸν Κύριο γιὰ τὴν σωτηρία μας ἀλλὰ νὰ τρέφουμε ἐμπιστοσύνη στοὺς κάθε λογῆς ἄρχοντες καὶ μάλιστα Ἡρῶδες, ποὺ ὑποπτεύονται βεβαίως, μέσα στὴν γενική των ἀνασφάλεια, ὅτι ὁ Κύριος θὰ καταλύσῃ τὴν ἐξουσία των, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν διστάζουν νὰ τὸν ἐξοντώσουν καὶ μαζί Του καὶ ἄλλα ἀθῶα θύματα, ὅπως κάνουν οἱ Ἡρῶδες ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ μάλιστα οἱ σύγχρονοι.
Γιὰ ὅλα εἴμαστε ἐλεύθεροι, «αἰτία δὲ ἑλομένου», ἡ εὐθύνη, ὅμως, δικιά μας, ὅπως θά ‘λεγε καὶ ὁ θεῖος Πλάτων. Ἐὰν ὅμως ἔχουμε λίγο φιλότιμο καὶ μᾶς ἔχει ἀπομείνει ἀκόμη λίγη αὐτοεκτίμηση, τότε, καθὼς ἀντικρύζουμε τὸν Χριστό μας νὰ γίνεται καὶ πάλι, τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες, ἄνθρωπος στὴν ταπεινή Του φάτνη, «διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν», δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀναπτερώνεται ἡ ἐλπίδα μέσα μας, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν θέλουμε νὰ ἀναγεννηθοῦμε καὶ μεῖς, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν θέλουμε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν τόσο πόνο, τὰ τόσα δεινὰ καὶ τὶς τόσες ἁμαρτίες μας.
Ἂς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη ὅτι Αὐτός -καὶ μόνον Αὐτός- καὶ τώρα καὶ πάντοτε εἶναι ἡ μόνη μας ἐλπίδα, Αὐτὸς καὶ μόνον αὐτὸς θὰ σώσῃ καὶ πάλι, διὰ τῆς Γεννήσεώς Του καὶ τῆς δικῆς μας θεληματικῆς ἀναγεννήσεως, τὸν λαό Του, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους μακάρι, ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες (Ματθ., α’ 21), τὴν φθορὰ καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο. Ἀμήν! Γένοιτο! Καλὰ Χριστούγεννα, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μας θέληση!
Σοφία Μπεκρῆ, φιλόλογος-θεολόγος