Λάμπρος Κ. Σκόντζος
Θεολόγος–Καθηγητής
Ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἀποτελεῖ κορυφαῖο θεσμὸ στὸν Ἑλληνισμὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐνσαρκώνει ὅλες τὶς ὑψηλὲς ἀξίες τοῦ παγκοσμίου κώδικα ἀξιῶν. Ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τὴν κύρια μήτρα, ὅπου κυοφορεῖται μὲ ἀσφάλεια ὁ μελλοντικὸς «καλὸς καὶ ἀγαθὸς πολίτης». Μέσα σὲ αὐτὴ ἔρχονται στὸν κόσμο νέα ἀνθρώπινα πρόσωπα καὶ παίρνουν τὰ πρῶτα ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ ἐφόδια, τὰ ὁποῖα θὰ φέρουν ἐσαεί, ὠφελώντας τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸ κοινωνικὸ σύνολο.
Τὸ θεμέλιο τῆς οἰκογενειακῆς ὑπόστασης εἶναι ἡ ἀγάπη ἀνάμεσα στὸ ἀνδρόγυνο. Αὐτὴ εἶναι ὁ ἰσχυρότατος δεσμός, ὁ ὁποῖος ἑνώνει καὶ συντηρεῖ τὴ γαμικὴ ἕνωση ὡς τὰ ἔσχατα τῆς ζωῆς τοῦ ζευγαριοῦ. Γνήσια ἀγάπη ἐννοοῦμε τὴν ἀγάπη ἐκείνη ἡ ὁποία περιθωριοποιεῖ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου. Οἱ ἀρχαῖοι μας πρόγονοι, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἔτρεφαν γιὰ τὴ γυναίκα, κατὰ κανόνα, τιμοῦσαν τὸ γάμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς εἶχαν ἀναθέσει τὴ φύλαξη τῆς συζυγικῆς πίστης στὴ σύζυγο τοῦ ὑπάτου τῶν θεῶν, τὴν Ἥρα. Ἡ ἑλληνικὴ μυθολογία καὶ ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει δώσει ἄπειρα παραδείγματα–πρότυπα ὑπέροχων ἀνδρογύνων. Ἀναφέρουμε τὸν Ὀρφέα ὁ ὁποῖος ἔφτασε ὡς τὸν Ἅδη προκειμένου νὰ συναντήση τὴν ἀγαπημένη του νεκρὴ σύζυγο Εὐρυδίκη καὶ μὲ τὸ πάθος τῆς ἀγάπης του νὰ τὴν ἀναστήση. Τὴ Φαίδρα ἡ ὁποία ἀκολούθησε τὸ σύζυγό της Ἱππόλυτο στὸ θάνατο. Τὴν ἀγάπη τῆς Ἄλκιστης γιὰ τὸ σύζυγό της Ἄδμητο, ἡ ὁποία ἔφτασε νὰ πεθάνη ἐκείνη στὴ θέση του, ὅπως ὅριζαν οἱ θεοί. Τὴν παντοτινὴ πίστη τῆς Ἀνδρομάχης στὸν σκοτωμένο σύζυγό της Ἕκτορα καὶ τὴ θαρραλέα ἀπόκρουση ἀπὸ μέρους της τοῦ ἔρωτα τοῦ Πύρρου. Τὴν ἀφοσίωση καὶ τὴν πίστη τῆς ὑπέροχης Πηνελόπης, ἡ ὁποία γιὰ εἴκοσι χρόνια περίμενε μὲ ὑπεράνθρωπη καρτερία τὸν ἀγαπημένο της σύζυγο Ὀδυσσέα. Ὅλες αὐτὲς οἱ διηγήσεις ἦταν πρότυπα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς οἰκογένειας, ἡ ὁποία παρ᾿ ὅλες τὶς εἰσαγόμενες ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ διαλυτικὲς θρησκευτικὲς πρακτικές, ὅπως ἦταν ἡ λεγόμενη «ἱερὴ πορνεία» καὶ ἡ ἐνθάρρυνση τῆς μοιχείας, παρέμεινε σὲ μεγάλο βαθμὸ στυλοβάτης τῆς οἰκογενειακῆς σταθερότητας καὶ γαλήνης.
Ἀργότερα μὲ τὸ μήνυμα τοῦ Χριστοῦ ὁ θεσμὸς τοῦ γάμου θὰ πάρη ἄλλες διαστάσεις. Ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως κιόλας ἡ ἔννοια τοῦ ἀνθρώπου εἶναι συνυφασμένη μὲ τὴν ἕνωση ἄρρενος καὶ θήλεος. Ἡ ἐναλλαγὴ ἑνικοῦ πληθυντικοῦ στὸ ἱερὸ κείμενο γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου θέλει νὰ φανερώση αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ θέση: «Ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς» (Γεν. 1,27). Σύμφωνα μὲ τὴ βιβλικὴ διήγηση, ὁ ἄνθρωπος λογίζεται ὡς ἡ ἀλληλοσυμπλήρωση ἄνδρα καὶ γυναίκας. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὄχι μόνο τίμησε τὸ γάμο, μὲ τὴν εὐλογία Του στὴν Κανὰ καὶ δίδαξε τὸ ἀκατάλυτο τῆς γαμικῆς ἕνωσης, λέγοντας: «Ὁ ποιήσας ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ…ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκαν μίαν» καὶ συνεχίζει ὁ Χριστός: «Ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία, ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19, 4-6), παρ᾿ ἐκτὸς λόγου μοιχείας, «διὰ τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν» (αὐτόθι). Τὴν ὀργανικὴ ἕνωση τῶν συζύγων θὰ ἐπαναλάβη ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος θὰ ἀναγάγη τὸ γάμο εἰς «μέγα μυστήριον εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν» (Ἐφ. 5,32), εἰς τύπο καὶ εἰκόνα τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴ γαμικὴ ἕνωση ἁγιάζονται οἱ σύζυγοι, καὶ ὁ γάμος δὲν ὑστερεῖ ἔναντι τῆς παρθενίας, «οἱ ἔχοντες γυναίκας ὡς μὴ ἔχοντες» (Α΄Κορ. 7,29).
Καρπὸς τῆς συζυγικῆς ἀγάπης εἶναι τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι «ἅγια εἰσίν» (Α΄Κορ. 7,14). Χαρακτηρίζονται ὡς «νεόφυτα ἐλαιῶν, κύκλῳ τῆς τραπέζης» (Ψαλ. 117,3). Ἡ παρουσία τους στὸν κόσμο εἶναι εὐλογία Θεοῦ, διότι Αὐτὸς καταρτίζει ἀκόμα καὶ αἶνο «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων» (Ψαλ. 8,2). Τὴν πρώτιστη ἀξία ποὺ θὰ βιώση τὸ βρέφος, τὸ παιδί, ὁ ἔφηβος, θὰ εἶναι ἡ ἄδολη ἀγάπη τῶν γονιῶν του καὶ τῶν ἄλλων μελῶν τῆς οἰκογένειας. Εἰδικὰ ἡ ἀγάπη ποὺ ξεπηδᾶ ἀπὸ τὰ μητρικὰ στήθη εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ μελλοντικοῦ πολίτη. Ἡ χριστιανὴ μητέρα εἶναι ὁ πρῶτος παιδαγωγὸς τοῦ παιδιοῦ της. Μὲ τὸ γλυκὸ της λόγο καὶ τὸ παράδειγμά της σταλάζει στὴν ψυχὴ τοῦ σταγόνα–σταγόνα τὴν ὑποχρέωση τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ νὰ τὰ ἔχη ἐφόδια στὴ ζωή του, τὰ ὁποῖα θὰ χαρακτηρίζουν τὸν ἀνθρωπισμό του. Ὁ Στάρετς Ζωσιμᾶς στοὺς ἀδελφοὺς Καραμαζὼφ τοῦ Ντοστογιέφσκι τόνισε πὼς «ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχη καλὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, εἶναι σωσμένος σὲ ὅλη του τὴ ζωή».
Ἀγάπη καὶ ἀλληλεγγύη θὰ ἀπολάμβαναν μέσα στὴν οἰκογένεια καὶ τὰ ὑπόλοιπα πρόσωπα, ὅπως εἶναι τὰ γηραιὰ ἄτομα. Σὲ καιροὺς ποὺ δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ κοινωνικὴ πρόνοια γιὰ τοὺς ἀπόμαχους τῆς ζωῆς, αὐτοὶ βίωναν τὴν προστασία καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν νεοτέρων μελῶν. Ἀξίζει νὰ θυμηθοῦμε τὴν περίπτωση τοῦ Αἰνεία, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἅλωση τῆς Τροίας, παράτησε ὅλα τὰ πολύτιμα ὑπάρχοντά του, μαζὶ καὶ τὰ σακκιὰ μὲ τὸ χρυσάφι καὶ φορτώθηκε στὴν πλάτη του τὸν γέρο πατέρα του Ἀγχίση γιὰ νὰ τὸν σώση ἀπὸ τὴν καταστροφὴ καὶ τὸ βέβαιο θάνατο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀργότερα θὰ στηλιτεύση τὰ φαινόμενα ἄρνησης κάποιων νὰ παραμελοῦν τὴν οἰκογένειά τους ὡς ἑξῆς: «Εἰ τὶς τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστίν ἀπίστου χείρων» (Α΄Τιμ. 5,8). Ἡ ὑπηρεσία μας σὲ κάθε ἄνθρωπο, πολλῷ δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς οἰκείους μας καὶ μάλιστα πρὸς τοὺς ἔχοντας ἀνάγκη ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ὑποχρέωσή μας ὡς χριστιανοὶ νὰ ὑπηρετοῦμε τὸν πλησίον μας ὡς τὸ Χριστό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τόνισε σχετικὰ πὼς «ἔστι καιρός, Χριστὸν ἐπισκεψώμεθα, Χριστὸν θεραπεύσωμεν, Χριστὸν θρέψωμεν, Χριστὸν ἐνδύσωμεν, Χριστὸν συναγάγωμεν, Χριστὸν τιμήσωμεν» (Περὶ φιλοπτωχείας 40, P.G.35,909B).
Ἡ ἑλληνικὴ οἰκογένεια ἦταν καὶ εἶναι ἀνοικτὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαία χρόνια πρὸς τὴν κοινωνία, διότι θεωροῦσε ὡς φυσικό της καθῆκον νὰ προσφέρη τῆς ὑπηρεσίες της στὸ κοινωνικὸ σύνολο. Οἱ ἀρχαῖοι εἶχαν ἀναγάγει τὴ φιλοξενία ὡς ὕψιστο καθῆκον, τὸ ὁποῖο ὑπαγόρευε αὐτὸς ὁ Ξένιος Ζεὺς. Θεωροῦσαν ὡς ἔσχατη ἀσέβεια πρὸς τὸν ὕπατο τῶν θεῶν, τὴν ἄρνηση τῆς φιλοξενίας, ἡ ὁποία ἐπέσειε θεϊκὴ τιμωρία. Στὴ χριστιανικὴ οἰκογένεια τὴ θεϊκὴ προσταγὴ τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς θὰ πάρη ἡ ὑποχρέωση, ὡς προσφορὰ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ὡς ἀδελφὸ καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Στὶς «κατ᾿ οἶκον Ἐκκλησίες» τῆς παλαιοχριστιανικῆς ἐποχῆς, ὅπως ὀνομάζονταν οἱ χριστιανικὲς οἰκογένειες, ἔβρισκαν καταφύγιο, ἀγάπη, συμπόνια καὶ περιποίηση πλῆθος ἀναξιοπαθούντων ἀνθρώπων, ἀπόβλητα τοῦ ἀπάνθρωπου ἐθνισμοῦ. Ἡ τραγικὴ τάξη τῶν δούλων θὰ πάρη τὴ θέση ἰσότιμων μελῶν στὴν οἰκογένεια. Ὁ πρώην δοῦλος Ὀνήσιμος θὰ πάρη θέση ἀδελφοῦ στὴν οἰκογένεια τοῦ πρώην κυρίου του Φιλήμονα. Ὁ ἅγιος Ζηνᾶς πρώην δοῦλος τοῦ ἁγίου Ζήννωνα, ὄχι μόνο ἔγινε ἀδελφός του, ἀλλὰ ἀκολούθησε στὸ μαρτύριο τὸν πρώην κύριό του, ἀφοῦ πιὰ «οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος…πάντες γὰρ ὑμεῖς εἰς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. 3,28). Ἡ χριστιανικὴ οἰκογένεια, ὅπως ἔγραψε σημαντικὸς ἱστορικός τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, «ἦτο κέντρον τῆς πολυειδοῦς ἀγάπης, ἄσυλον τῶν πονεμένων, τῶν ἀστέγων, τῶν ταξιδευόντων. Ἐκεῖ ἐκαλλιεργεῖτο ἡ παροιμιώδης ἀρχαία φιλοξενία. Ἐκεῖ κατὰ τὰ μαῦρα χρόνια τῶν διωγμῶν κατέφευγαν, διὰ νὰ εὕρουν τροφὴν καὶ ἀνάπαυσιν τὰ ὀρφανὰ καὶ αἱ χῆραι τῶν ἡρώων τῆς πίστεως. Τέτοια ἦσαν τὰ σπίτια τοῦ Στεφανᾶ εἰς τὴν Κόρινθον, τῆς Ταβίας εἰς τὴν Σμύρνην, τοῦ Πούδεντος καὶ τῆς Κλαυδίας εἰς τὴν Ρώμην, τοῦ Νυμφᾶ εἰς τὴν Λαοδίκειαν, τοῦ Φιλήμονος εἰς τὰς Κολοσσάς καὶ τόσα ἄλλα». (Ἡ Ἐκκλησία τῶν Μαρτύρων, Ἀθῆναι, σελ. 114).
Οἱ χριστιανικὲς οἰκογένειες θὰ ἀκολουθοῦν στὸ ἑξῆς αὐτὴ τὴν παρακαταθήκη τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς. Ἄλλωστε ὅπως τονίζει ὁ γέρων Αἰμιλιανὸς ὁ Σιμωνοπετρίτης «ἂν θέλουμε νὰ φτάσουμε στὸ Θεό, πρέπει νὰ ὁλοκληρωθοῦμε κοινωνικὰ». Ὑπάρχουν ἄπειρα παραδείγματα στὴν ἱστορία ἀσύλληπτης κοινωνικῆς προσφορᾶς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας. Ἀναφέρουμε μερικά. Τὸν 3ο αἰῶνα, ὅταν οἱ χριστιανοὶ βίωναν τὸν πρῶτο μεγάλο διωγμὸ ἀπὸ τὸν Δέκιο (249-251) ξέσπασε ἕνας ἀπὸ τοὺς χειρότερους λοιμοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία καὶ οἱ θάνατοι θὰ ἀνέρχονταν σὲ πολλὰ ἑκατομμύρια. Τότε θὰ ἀνοίξουν τὰ χριστιανικὰ σπίτια γιὰ νὰ περιθάλψουν τοὺς χιλιάδες ἀρρώστους, τοὺς ὁποίους ἐγκατέλειπαν ἄσπλαχνα οἱ εἰδωλολάτρες, ἀκόμα καὶ τοὺς οἰκείους τους. Ἡ περίφημη «Βασιλειάδα» τοῦ Μεγάλου Βασιλείου στὴν Καππαδοκία τὸν 4ο αἰῶνα θὰ εἶναι συλλογικὸ ἔργο τῶν χριστιανικῶν οἰκογενειῶν τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι προσέφεραν ὑλικὰ μέσα καὶ ἐργάζονταν ὡς ἐθελοντὲς στὸ τιτάνιο κοινωνικὸ ἔργο τοῦ μεγάλου ἱεράρχη. Χιλιάδες ἀκόμα χριστιανικὲς οἰκογένειες, λίγα χρόνια ἀργότερα, στὴν Κωνσταντινούπολη, θὰ προσφέρουν ἀπὸ τὸ ὑστέρημά τους στὸ θαυμαστὸ κοινωνικὸ ἔργο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὥστε νὰ τρέφεται καὶ νὰ περιθάλπεται ὁλόκληρος ὁ φτωχὸς πληθυσμὸς τῆς Βασιλεύουσας. Ἀλλὰ καὶ στοὺς μαύρους χρόνους τῆς τουρκοκρατίας τὰ σπίτια τῶν χριστιανῶν Ρωμηῶν ἦταν ἑστίες κοινωνικῆς προσφορᾶς πρὸς τοὺς κατατρεγμένους ραγιάδες, ἀκόμη καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς τυράννους Ὀθωμανούς, ἡ ὁποία εἶχε θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Ἀναφέρουμε γιὰ παράδειγμα τὴ μεταστροφὴ τοῦ δερβίση τοῦ Βραχωρίου (Ἀγρινίου) Χασάν, στὰ 1814, στὸ Χριστιανισμό, χάρη στὴ φιλόξενη ἀγάπη ταπεινοῦ ἱερέα τῆς πόλεως. Ὁ ἰσχυρὸς δερβίσης τῆς περιοχῆς Χασάν, θαυμάζοντας τὸ μεγαλεῖο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης καὶ ἀνεξικακίας, ὄχι μόνο ἔγινε χριστιανός, ἀλλὰ ἀξιώθηκε νὰ στεφθῆ μὲ τὸ μαρτύριο, εἶναι ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἀγαρηνῶν! Ἐπίσης ὁ Νεομάρτυς Μιχαήλ ὁ ἀρτοποιός, ποὺ μαρτύρησε ἐδῶ στὴ Θεσσαλονίκη τὸ 1542, μοίραζε ψωμὶ σὲ πεινασμένους τῆς πόλεως, χριστιανούς, μουσουλμάνους καὶ ἰουδαίους. Ἀλλὰ καὶ ἡ πρόσφατη ἱστορία μᾶς μαρτυρεῖ τὴν ἄσκηση τῆς ἀγάπης, τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ καὶ τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς τῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας. Στὰ χρόνια τῆς Κατοχῆς χιλιάδες ἑλληνικὲς οἰκογένειες προσέφεραν ἀνεκτίμητες ὑπηρεσίες πρὸς τὸν δοκιμαζόμενο λαό. Τὸ λιγοστὸ ψωμὶ τὸ μοιράζονταν οἱ οἰκογένειες τῆς ἴδιας αὐλῆς γιὰ νὰ ἐπιζήσουν ὅλοι μαζὶ καὶ νὰ μὴ χαθῆ κανείς. Δὲ δίσταζαν νὰ κρύβουν διωκόμενους καὶ νὰ περιθάλπουν τραυματισμένους. Δὲ εἶχαν κανένα ἐνδοιασμὸ νὰ κρύψουν καταζητούμενους ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς κατακτητές, Ἕλληνες Ἰουδαίους τὸ θρήσκευμα, διακινδυνεύοντες νὰ ὁδηγηθοῦν αὐτοὶ καὶ τὰ παιδιά τους στὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Ἀλλὰ καὶ ὅταν κατέρρευσε ὁ ἄξονας καὶ οἱ ἀπάνθρωποι Ναζὶ ἔσφαζαν ἀνηλεῶς τοὺς πρώην συμμάχους τους Ἰταλούς, οἱ ἑλληνικὲς οἰκογένειες ἄνοιξαν τὰ σπίτια τους καὶ μὲ θαυμαστὴ ἀνεξικακία ἔκρυψαν, περιέθαλψαν καὶ ἔσωσαν χιλιάδες ἀπὸ αὐτούς!
Παλιὲς μνῆμες μᾶς φέρνουν μερικὲς δεκαετίες πίσω, ὅταν ἡ οἰκογένεια δὲν εἶχε χάσει τὴν ἐδῶ καὶ αἰῶνες ἑλληνορθόδοξη μορφή της. Μερικοὶ ἀναρωτιοῦνται γιατί πρὶν ἀπὸ σαράντα–πενήντα χρόνια, σὲ ἐποχὴ μεγάλων προβλημάτων, ἦταν σχεδὸν ἄγνωστο τὸ ἄγχος καὶ ἡ σημερινὴ πρωτοφανής ἀγωνιώδης προσπάθεια γιὰ ἐπιβίωση. Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι λειτουργοῦσε ἀκόμη ἡ χριστιανικὴ ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ἡ ὁποία ἀποτελοῦσε ἀληθινὸ καταφύγιο γιὰ τὰ μέλη της. Τὸ ὁποιοδήποτε πρόβλημα τοῦ ἑνός, ἦταν πρόβλημα γιὰ ὅλους!
*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΄΄ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ΄΄ ΣΤΟ ΑΠΘ, ΣΕΠΤ. 2010