Η Shelagh McCall KC είπε ότι η «καθολική απαγόρευση» των επισκέψεων στους οίκους φροντίδας κατέστησε αδύνατο για τις οικογένειες να ελέγξουν την ευημερία των αγαπημένων τους και τα τηλεφωνήματά τους «έμεναν αναπάντητα για μέρες και μερικές φορές εβδομάδες». Σε μία καταραμένη εναρκτήρια δήλωση στην έρευνα, είπε ότι μερικοί από αυτούς αντιμετωπίστηκαν «με περιφρόνηση» όταν κατάφεραν να επικοινωνήσουν με το προσωπικό των οίκων φροντίδας και οι ερωτήσεις τους «εξαπατήθηκαν».
Είπε ότι οικογένειες μάθαιναν ότι ένας φιλοξενούμενος ήταν καλά μόνο για να λάβουν ένα ξαφνικό βιαστικό τηλεφώνημα ότι πέθαιναν», με μερικούς να μην βλέπουν τους αγαπημένους τους μετά την έναρξη της απαγόρευσης μετακινήσεων.
Άλλοι συγγενείς ανέφεραν «σημαντική αλλοίωση στη σωματική και ψυχική υγεία των αγαπημένων τους» που «δεν είχε καμία σχέση με τον κορωνοϊό», είπε.
Η κ. McCall είπε ότι «ορισμένοι υποψιάζονται ότι τα αγαπημένα τους πρόσωπα υπέφεραν από παραμέληση, αφυδάτωση και ασιτία», και τα ιατρικά αρχεία βρέθηκαν να «λείπουν ή να είναι ελλειπή» για εκείνους που πέθαναν.
Επίσης προέβλεψε ότι η έρευνα θα έβρισκε ότι οι φιλοξενούμενοι αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν να μην γίνουν σχέδια ανάνηψης και ότι τα στοιχεία θα «δείχνουν λάθος στο σύστημα του μοντέλου περίθαλψης».
Μια άλλη ομάδα που εκπροσωπούσε τεθλιμμένους συγγενείς είπε ότι η πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση της Nicola Sturgeon στην αρχή της πανδημίας, να εκκενώνουν ασθενείς νοσοκομείων που δεν είχαν ελεγθεί σε οίκους φιλοξενείας, ήταν «τελικά μια θανατική ποινή για τους ηλικιωμένους».
Στην εναρκτήρια δήλωσή του, το Scottish Covid Bereaved -μια ομάδα υποστήριξης για οικογένειες όσων πέθαναν κατά τη διάρκεια της πανδημίας – αναρωτήθηκε εάν οι υπουργοί του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP) εξέτασαν την επιστήμη πριν πάρουν τις αποφάσεις τους ή «βάδισαν μερικά βήματα πίσω από τον Boris Johnson στο θανατηφόρο φρενοκομείο που κατηγορείται για τον χειρισμό της πανδημίας».
Τα αποδεικτικά στοιχεία ακούστηκαν τη δεύτερη μέρα της Έρευνας για τον κορωνοϊό της Σκωτίας, υπό την προεδρία του Λόρδου Brailsford στο Εδιμβούργο, εξετάζοντας την απάντηση στην πανδημία.
Μία επίσημη έρευνα έδειξε ότι 113 ασθενείς κορωνοϊού σε νοσοκομεία της Σκωτίας που είχαν βρεθεί θετικοί στον κορωνοϊό, χωρίς αργότερα να βγουν αρνητικοί, μεταφέρθηκαν σε οίκους φροντίδας τον Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο του 2020.
Άλλοι 3.061 στάλθηκαν από νοσοκομεία σε οίκους φροντίδας κατά την περίοδο χωρίς να έχουν εξεταστεί. Η Jeane Freeman, γραμματέας υγείας της κας Sturgeon εκείνη την εποχή, είχε παραδεχτεί παλαιότερα ότι «δεν λάβαμε τις σωστές προφυλάξεις». Η κα. McCall εκπροσωπούσε το Bereaved Relatives Group Skye, μία ομάδα από τεθλιμμένους συγγενείς και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας από το Skye και άλλες πέντε περιοχές του υγειονομικού συμβουλίου της Σκωτίας.
Είπε στην έρευνα ότι οι οικογένειες ήθελαν να γνωρίζουν γιατί επετράπη στον κορωνοϊό να εισέλθει σε οίκους φροντίδας και να «εξαπλωθεί σαν πυρκαγιά».
«Αναμένουμε ότι η έρευνα θα ακούσει ότι οι άνθρωποι πιέστηκαν να συμφωνήσουν να υπογράψουν ειδοποιήσεις μη ανάνηψης και ότι στους ανθρώπους δεν έγινε ανάνηψη παρόλο που δεν υπήρχε τέτοια ειδοποίηση», είπε.
«Ότι οι φιλοξενούμενοι μπορεί να είχαν παραμεληθεί και να λιμοκτονούν, ότι οι οικογένειες δεν είναι σίγουρες ότι τους είπαν την αλήθεια για την αιτία θανάτου του συγγενή τους, ότι η συνήθης διαδικασία για την πιστοποίηση του θανάτου αποκλείστηκε». Η κα McCall είπε ότι η έρευνα πρέπει να διενεργήσει πιθανές παραβιάσεις του Άρθρου 3 του νόμου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που απαγορεύει «τα βασανιστήρια, την απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση».
«Οι συγγενείς θα μιλήσουν για τα αγαπημένα τους πρόσωπα που στερούνται φαγητό, νερό και υγιεινή. Ότι υπήρξε ακατάλληλη, ανεπαρκής, ανύπαρκτη ή καθυστερημένη ιατρική φροντίδα», πρόσθεσε.
Οι οικογένειες δεν έλαβαν όλα τα υπάρχοντα των φιλοξενούμενων σε οίκους φροντίδας όταν πέθαναν, με κάποιους να υποπτεύονται ότι τα αντικείμενα που λείπουν κάηκαν ως κίνδυνος κορωνοϊού.
Μερικοί συγγενείς ήταν τόσο ανήσυχοι από «αυτό που είχε συμβεί» ώστε αναφέρθηκαν οι θάνατοι στην αστυνομία και ισχυρίστηκαν ότι υπήρχε πολύ λίγο προσωπικό σε ορισμένους οίκους, με αποτέλεσμα να υποφέρουν άσκοπα.
Προτρέποντας την έρευνα να εξετάσει τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν από τους υπουργούς, του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP), είπε: «Θέλουμε να ρωτήσετε, ‘αυτοί οι άνθρωποι ακολούθησαν μία προσέγγιση βασισμένη στα ανθρώπινα δικαιώματα;’».
Ο David McKie, εκπροσωπόντας την Independent Care Homes Scotland (ICHS), η οποία περιλαμβάνει 11 εταιρίες που λειτουργούν 156 οίκους με περίπου 13.000 προσωπικό. Είπε ότι «το βάρος ήταν παράδοξο και μερικές φορές αφόρητο για το προσωπικό».
Είπε ότι μέλη του ICHS είχαν «βαθιές ανησυχίες για μια σειρά από αποφάσεις που ελήφθησαν από την κυβέρνηση», αναφέροντας μια καθυστέρηση έξι ημερών πριν η Σκωτία ακολουθήσει την Αγγλία, σταματώντας τη μετακίνηση ασθενών νοσοκομείων που δεν είχαν ελεγχθεί στους οίκους.
Ο κ. McKie επίσης επισήμανε την «αποτυχία να άρουν τους περιορισμούς επισκέψεων» των υπουργών του Εθνικού Κόμματος της Σκωτίας (SNP) το καλοκαίρι του 2020 και «τις προσπάθειες της κυβένρησης της Σκωτίας να μεταθέσει την ευθύνη στον τομέα της ανεξάρτητης φροντίδας».
Ο Alastair Gray, που εκπροσωπεί την Central Scotland Care Homes – μια ομάδα 21 μικρού και μεσαίου μεγέθους ανεξάρτητων οίκων φροντίδας – είπε ότι τα μέλη της «εργάστηκαν υπό εξαιρετική πίεση σε ασυνήθιστες συνθήκες».
Είπε: Οι οδηγίες που εκδόθηκαν άλλαζαν συχνά και τα μηνύματα που περνούσαν ήταν συχνά αντιφατικά».
Ο κ. Gray είπε ότι υπήρχε «μη ρεαλιστική προσδοκία για τον ρυθμό υλοποίησης» και ότι η «ταχέως μεταβαλλόμενη φύση των συμβουλών σήμαινε ότι υπήρχε ανησυχία μεταξύ του προσωπικού ότι έκαναν κάτι λάθος με τις προηγούμενες οδηγίες».
Εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Σκωτίας δήλωσε: «Η πρόσφατη ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού του δημοσίου τομέα μπορεί να αποδοθεί σε μια σειρά θεμάτων όπως η πανδημία του κορωνοϊού, σημαντικές νέες δυνάμεις – όπως στην κοινωνική ασφάλιση – και η κρίση στην Ουκρανία.