«Το γεγονός ότι ένα άτομο αντιμετώπισε ιατρικό πρόβλημα ή απεβίωσε μετά από εμβολιασμό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι η αιτία ήταν το εμβόλιο» (5). Συμπερασματικά, η επιθεώρηση «Prescrire» κατέληγε ότι το ισοζύγιο οφέλους-κινδύνου αυτών των εμβολίων κυμαίνεται «ανάλογα με την ευαλωτότητα κάθε ατόμου απέναντι στις σοβαρές μορφές της Covid-19 και ανάλογα με τις παραλλαγές του [ιού] SARS-CoV-2 που κυκλοφορούν».
Στην εξόχως σοβαρή επιθεώρηση «Vaccine», επτά ερευνητές εντόπισαν αισθητά αυξημένο κίνδυνο παρενεργειών στις ομάδες που λάμβαναν τα εμβόλια mRNA συγκριτικά με την ομάδα που εμβολιάστηκε με εικονικό φάρμακο (placebo) (6) και κυρίως εμφάνιση σοβαρών παρενεργειών σε 800 περιπτώσεις εμβολιασμού. Όπως και ο Ιωαννίδης, καλούν σε μια επαναξιολόγηση των αναλύσεων οφέλους-κινδύνου, ενσωματώνοντας μια «διαστρωμάτωση» που θα διακρίνει τους ασθενείς ανάλογα με τον κίνδυνο εκδήλωσης σοβαρής μορφής της νόσου. Δεν παραλείπουν επίσης να υπενθυμίσουν ότι, προκειμένου να προβούν σε παρόμοιες αναλύσεις, οι κατασκευαστές των εμβολίων θα έπρεπε να ανακοινώνουν τα πλήρη αποτελέσματα των τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών (RCT). Επιπλέον, όπως μας διευκρινίζει ο καθηγητής Πίτερ Ντόσι, αρχισυντάκτης του «British Medical Journal» (BMJ): «Η επαναανάλυσή μας στηρίζεται στα δεδομένα που διαβίβασαν οι κατασκευαστές των εμβολίων στις υγειονομικές αρχές και συνεπώς δεν λαμβάνει υπόψη περιπτώσεις παρόμοιες με εκείνες της Μπριάν Ντρέσεν και της Μάντυ ντε Γκαρέυ».
Τα δύο ονόματα που αναφέρει ο ερευνητής προσωποποιούν τα ερωτήματα γύρω από την αγνόηση, σε ορισμένες μελέτες πραγματοποιημένες από τις φαρμακευτικές εταιρείες, υγιών εθελοντών που έπεσαν θύματα σοβαρών παρενεργειών κατά τη συμμετοχή τους στις δοκιμές των εμβολίων. Η δασκάλα Μπριάν Ντρέσεν, 39 χρόνων εκείνη την εποχή, έμεινε ανάπηρη μετά την πρώτη δόση του εμβολίου AstraZeneca, στις 4 Νοεμβρίου 2020. Δημοσιευμένο τον Σεπτέμβριο 2021 στο «New England Journal of Medicine» (NEJM), το κείμενο με τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν σε περισσότερους από 32.000 συμμετέχοντες συμπέραινε ότι το εμβόλιο «είναι ασφαλές και αποτελεσματικό για την πρόληψη των σοβαρών και συμπτωματικών λοιμώξεων της Covid-19» (7). Δεν καταγράφηκε καμία από τις σοβαρές παρενέργειες που υπέστη η Μπριάν Ντρέσεν. Η ιατρική παρακολούθησή της από την AstraZeneca, η οποία σύμφωνα με το πρωτόκολλο της κλινικής δοκιμής προβλεπόταν να διαρκέσει 790 ημέρες, διακόπηκε μετά από μόλις 60 ημέρες. Παρά την επίσημη αναγνώριση από τα αμερικανικά Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (National Institutes of Health, ΝΙΗ) της σχέσης του εμβολίου με την υπόθεσή της, ο καθηγητής Έρικ Ρούμπιν, αρχισυντάκτης του NEJM, αρνήθηκε να δημοσιεύσει ένα διορθωτικό σημείωμα, προσθέτοντας ότι προώθησε στον κατασκευαστή του εμβολίου («τον μόνο αρμόδιο για τη διαχείριση των πηγαίων δεδομένων της κλινικής έρευνας») το ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο η Ντρέσεν τού γνωστοποιούσε την ιστορία της.
Μια δεκατριάχρονη έφηβη, η Μάντυ ντε Γκαρέυ, η οποία έχαιρε απόλυτης υγείας όταν εντάχθηκε στο πρόγραμμα δοκιμών της Pfizer, βρίσκεται σήμερα καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι και λαμβάνει τροφή μέσω ρινογαστρικού σωλήνα. Η κατάστασή της αποδόθηκε από τους υπεύθυνους των κλινικών δοκιμών σε ψυχολογικούς παράγοντες και συνεπώς δεν καταχωρίσθηκε σωστά ούτε στη δοκιμή ούτε στο άρθρο που δημοσιεύτηκε τον Μάιο του 2021 στο NEJM (8). Ο Ντέιβιντ Χήλυ, ο φαρμακολόγος και ψυχίατρος που ανέλαβε την πραγματογνωμοσύνη για την περίπτωσή της, θεωρεί ότι η διάγνωση περί υστερίας «είναι παράλογη». Ο συγκεκριμένος καθηγητής θεωρεί ότι «κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, οι γιατροί χάνουν όλο και περισσότερο την ικανότητά τους να διαγνώσκουν τις τοξικές παρενέργειες των φαρμάκων και των εμβολίων. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ολοένα εντεινόμενη εξειδίκευσή τους, που τους εμποδίζει να διακρίνουν τα πολυσυστημικά συμπτώματα, συχνά παρατηρούμενα στις περιπτώσεις τοξικότητας».
«Εδώ και τριάντα-σαράντα χρόνια, η βιομηχανία έχει την κακή συνήθεια να εξαφανίζει ορισμένες ενοχλητικές παρενέργειες από τις στατιστικές που προκύπτουν από τις κλινικές δοκιμές της και οι νέοι “εικονικοί” τρόποι οργάνωσης αυτών των δοκιμών διευκολύνουν την προσπάθειά της», καταγγέλλει ο Χήλυ, ένας από τους συγγραφείς μιας αξιοπρόσεκτης μελέτης του 2015 που συγκεκριμένα αποκάλυπτε την απόκρυψη, σε μια κλινική μελέτη του 2001 (9), του διπλασιασμού, έως και τριπλασιασμού, του κινδύνου αυτοκτονίας των εφήβων όταν λαμβάνουν την αντικαταθλιπτική ουσία παροξετίνη. Στις κλινικές δοκιμές για τα εμβόλια κατά της Covid-19, οι εθελοντές παρακολουθούνταν μέσω μιας εφαρμογής που όφειλε να καταγράφει τις ανεπιθύμητες ενέργειες. Στην πράξη όμως, μπορούσαν να επιλέξουν μόνο από έναν κατάλογο με ήπιες παρενέργειες (πυρετός, πόνος στο σημείο της ένεσης, πονοκέφαλος κ.λπ.). Για να αναφέρει κάποιος μια παρενέργεια που δεν περιεχόταν στον κατάλογο, έπρεπε να δοκιμάσει να επικοινωνήσει με το κέντρο. Η Ντρέσεν, που είχε καταγραφεί ως αποχωρήσασα από τη δοκιμή, ουσιαστικά είχε αποκλειστεί από αυτή τη δυνατότητα, καθώς η εφαρμογή της είχε απενεργοποιηθεί εξ αποστάσεως.
Παρατυπίες σε υπεργολάβο της Pfizer
Εξάλλου, οι συγκεκριμένες δοκιμές είχαν διασπαρεί σε πολλά κέντρα διάφορων χωρών. Οι «πολυκεντρικές» κλινικές δοκιμές αυτού του τύπου καταφεύγουν συνήθως σε ένα αλυσιδωτό σύστημα υπεργολάβων, το οποίο βλάπτει τη διαφάνεια ολόκληρης της διαδικασίας. Έτσι, ο αριθμός των κέντρων που εμπλέκονταν στις δοκιμές της Pfizer σε αμερικανικό έδαφος ανερχόταν σύμφωνα με τις πηγές μεταξύ 135 και 153. Ούτε οι υπεύθυνοι των κέντρων για την παρακολούθηση των συμμετεχόντων ούτε οι διευθυντές κέντρου διαθέτουν συνολική εικόνα, κάτι που επιτρέπει στον παραγγελιοδότη της δοκιμής να επιλέγει τα δεδομένα που επιθυμεί να γνωστοποιήσει. Ολοένα συχνότερα, δεν ανακοινώνεται κανένα αποτέλεσμα, κατά παραβίαση των νομικών υποχρεώσεων των κατασκευαστών. Έτσι, ένας έλεγχος της Γενικής Επιθεώρησης του αμερικανικού υπουργείου Υγείας αποκάλυψε ότι, από τις πρόσφατες τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές που είχαν χρηματοδοτηθεί από το ΝΙΗ (τον μεγαλύτερο χρηματοδότη παγκοσμίως σε αυτόν τον τομέα), περισσότερες από τις μισές δεν είχαν δημοσιεύσει αποτελέσματα μέσα στο έτος που ακολούθησε την αποπεράτωσή τους, αδιαφορώντας για τις νόμιμες υποχρεώσεις τους (The-scientist.com, 18 Αυγούστου 2022).
Στις 25 Σεπτεμβρίου 2020, η Μπρουκ Τζάκσον, τότε περιφερειακή διευθύντρια της Ventavia, υπεργολάβου της τεξανικής εταιρείας Icon, η οποία με τη σειρά της ήταν υπεργολάβος της Pfizer και επιφορτισμένη με τη διεξαγωγή ενός μέρους των κλινικών δοκιμών του εμβολίου mRNA, κάλεσε τον αμερικανικό Ομοσπονδιακό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για να καταγγείλει μια σειρά σοβαρών παρατυπιών που είχε διαπράξει ο εργοδότης της: πλαστογραφήσεις δεδομένων, παραλείψεις στην ψύξη των εμβολίων, άρση του τυφλού χαρακτήρα της κλινικής δοκιμής. Το τελευταίο σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες ή το προσωπικό γνώριζαν ποιος είχε λάβει το φαρμακευτικό προϊόν και ποιος το εικονικό φάρμακο –κάτι που ακυρώνει την ίδια την αρχή του «διπλά τυφλού» χαρακτήρα της κλινικής δοκιμής. Την ίδια την ημέρα που η Τζάκσον σήμανε τον συναγερμό, απολύθηκε από τη Ventavia. Στις 8 Ιανουαρίου 2021, προσέφυγε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο του Μπώμοντ του Τέξας μέσω μιας ειδικής διαδικασίας που επιτρέπει σε ιδιώτες να ασκούν αγωγές σε επιχειρήσεις στο όνομα του αμερικανικού κράτους. Μας εξομολογήθηκε ότι η υπόθεσή της δεν περιμένει να εκδικαστεί πριν από την άνοιξη του 2024. Έκτοτε, η Pfizer έχει αναθέσει υπεργολαβικά στη Ventavia άλλες τέσσερις κλινικές δοκιμές για εμβόλια.
Για όλα αυτά τα ζητήματα, ζητήσαμε την άποψη των ρυθμιστικών αρχών και φορέων που έχουν αρμοδιότητα στη γαλλική επικράτεια. Ούτε ο Εθνικός Οργανισμός Ασφάλειας των Φαρμάκων και των Προϊόντων Υγείας (ANSM) ούτε o ευρωπαϊκός EMA μας απάντησαν. Η Ντομινίκ Λε Γκυλυντέκ, πρόεδρος της Ανώτατης Αρχής Υγείας (HAS), υπογράμμισε ότι η συγκεκριμένη ανεξάρτητη αρχή είχε προχωρήσει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στη διαφοροποίηση των συστάσεών της υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων. Όσον αφορά τις ανεπιθύμητες ενέργειες, αναγνωρίζει «την ύπαρξή τους και τα μειωμένα επίπεδα δήλωσής τους στη Γαλλία, τα οποία συνδέονται με μια τιμωρητική και αποσταθεροποιητική κουλτούρα που λειτουργεί στους γιατρούς ως αντικίνητρο για την αναφορά τους». Και προσθέτει: «Ανεξαρτήτως φαρμάκου, η HAS ενθαρρύνει εμφατικά τους επαγγελματίες της υγείας να δηλώνουν τέτοια περιστατικά. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, αφιερώσαμε εξαιρετικά πολύ χρόνο στην επικοινωνία σχετικά με τα τεστ, τα εμβόλια και τις θεραπείες, μέσω συνεντεύξεων Τύπου και “σύντομων απαντήσεων” που δημοσιεύονταν στην ιστοσελίδα μας και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Για τη Λε Γκυλυντέκ, «είναι φυσιολογικό να αναλαμβάνει η βιομηχανία την έρευνα, αφού εκείνη αντλεί τα οφέλη από την πώληση των προϊόντων της. Ωστόσο, το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις κλινικές δοκιμές και τους ελέγχους στους οποίους υπόκεινται είναι ρητό και πολύ ακριβές».
Όμως, μια έρευνα που δημοσιεύτηκε στις 16 Νοεμβρίου 2022 στο «British Medical Journal» αποκαλύπτει την ύπαρξη σημαντικών κενών στους ελέγχους των κλινικών δοκιμών στις ΗΠΑ, που συνοδεύονται από έλλειμμα διαφάνειας (10). Η ίδια επιθεώρηση είχε ενδιαφερθεί, τον Ιούνιο του 2022, για το μερίδιο του προϋπολογισμού των υγειονομικών οργανισμών που εξαρτάται από τη χρηματοδότηση της φαρμακευτικής βιομηχανίας (89% για τον ΕΜΑ, 65% για τον FDA), προκειμένου να υπογραμμίσει τους κινδύνους που αυτός ο παράγοντας εγκυμονεί για την ανεξαρτησία τους.
Διαφάνεια για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης
Όλες οι προσπάθειες με στόχο να υποχρεωθούν οι φαρμακευτικές εταιρείες να δώσουν στη δημοσιότητα το σύνολο των δεδομένων που προέκυψαν από τις κλινικές δοκιμές έχουν αποτύχει. Τον Αύγουστο του 2021, μια διεθνής ομάδα ερευνητών ζήτησε, επικαλούμενη τον αμερικανικό νόμο περί πρόσβασης στην πληροφόρηση, να λάβει γνώση των δεδομένων βάσει των οποίων ο FDA είχε αδειοδοτήσει το εμβόλιο της Pfizer. Ο Οργανισμός, που είχε χρειαστεί 108 ημέρες για να εξετάσει αυτά τα δεδομένα, ζήτησε από τον Τεξανό ομοσπονδιακό δικαστή να ορίσει προθεσμία… 75 ετών πριν κοινοποιηθούν. Ο δικαστής έδωσε προθεσμία οκτώ μηνών. Τα έγγραφα, που έχουν αρχίσει να αναλύονται, δείχνουν ιδίως ότι ο Λευκός Οίκος άσκησε πιέσεις προκειμένου να επισπευστεί η κατεπείγουσα αδειοδότηση, παρά το γεγονός ότι αποτελούσε ήδη αντικείμενο μιας εξαιρετικά ταχείας διαδικασίας. «Μπορούμε να είμαστε και υπέρ των εμβολίων για την Covid-19 και υπέρ της διαφάνειας: η κατάργηση όλων των περιορισμών και η πρόσβαση στα πηγαία δεδομένα είναι σήμερα απαραίτητη προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη», επιχειρηματολογούσε τον περασμένο Αύγουστο ο Βρετανός καρδιολόγος Ασίμ Μαλχότρα, ειδικός σε ζητήματα δημόσιας υγείας (11).
«Στις ΗΠΑ, ο FDA ενέκρινε τον Ιούνιο την επείγουσα αδειοδότηση του εμβολιασμού των παιδιών από την ηλικία των 6 μηνών, με βάση κλινικές δοκιμές όπου τίποτα δεν είναι εντάξει», εκφράζει τη λύπη της η Μισάλ-Τεϊτελμπώμ. «Οι προδιαγραφές αποτελεσματικότητας είχαν αναθεωρηθεί αισθητά προς τα κάτω. Θα ήταν πιο λογικό να ενισχυθούν, δεδομένου ότι αυτή η ηλικιακή ομάδα κινδυνεύει λιγότερο από την Covid. Επιπλέον, το κυριότερο κριτήριο αξιολόγησης στηρίζεται στην “ισοδύναμη ανοσογονικότητα”, μια έννοια που έκανε την εμφάνισή της τον Ιούνιο του 2021 σε μια διεθνή συνάντηση των υγειονομικών ρυθμιστικών αρχών και που ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιηθεί για να επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου. Αυτό σημαίνει ότι υποθέτουμε πως ένα επίπεδο αντισωμάτων που εξασφαλίζει προστασία απέναντι σε λοιμώξεις ή σε σοβαρές μορφές της νόσου, σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα και απέναντι σε μια συγκεκριμένη παραλλαγή του ιού, θα προσφέρει την ίδια προστασία σε μια άλλη ηλικιακή ομάδα απέναντι σε μια άλλη παραλλαγή του ιού. Είναι παράλογο, πρόκειται για το σημείο μηδέν της επιστήμης και των κανονιστικών ρυθμίσεων.»
Κατά τη γνώμη της, τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες με καλή υγεία έχουν δυσμενή σχέση ατομικού οφέλους-κινδύνου όσον αφορά τα συγκεκριμένα εμβόλια, κάτι που καθιστά τη χορήγησή τους αντιδεοντολογική. Ενάντια στη γνώμη πολλών συναδέλφων του, ο καθηγητής Ερίκ Κωμ, περιζήτητος στα γαλλικά μέσα ενημέρωσης την περίοδο κορύφωσης της πανδημίας, προχωράει ακόμα περισσότερο: «Σε ατομικό επίπεδο και με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα, θα έλεγα ότι η ηλικία κατά την οποία η σχέση οφέλους-κινδύνου είναι θετική υπέρ αυτών των εμβολίων αρχίζει μετά τα 60-65 έτη, εάν βεβαίως δεν υπάρχει συννοσηρότητα [άλλα υποκείμενα νοσήματα]». Ο πρώην διευθυντής του τμήματος λοιμωδών νοσημάτων του παρισινού νοσοκομείου Πιτιέ-Σαλπετριέρ, ο οποίος σήμερα ασκεί τα καθήκοντά του στο νοσοκομείο Οτέλ-Ντιέ, αφιέρωσε ένα βιβλίο στα σφάλματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας (12). Διαπιστώνει ότι «οι αποκλίνουσες φωνές γρήγορα εκδιώχθηκαν από τα όργανα λήψης αποφάσεων. Μεταξύ άλλων, θα έπρεπε να είχαμε αρνηθεί το υγειονομικό διαβατήριο».
Ο καθηγητής Ντόσι υπενθυμίζει ότι εισηγήθηκε τα εμβόλια να κυκλοφορήσουν «με πλήρη διαφάνεια όσον αφορά την επιστημονική γνώση»: «Δεν διαθέταμε καμία εγγύηση ασφάλειας ούτε και αποτελεσματικότητας, ενώ συνέχιζαν να υπάρχουν αρκετές αβεβαιότητες γύρω από αυτά. Οι κυβερνήσεις [καθώς και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ΠΟΥ] τα είχαν χαρακτηρίσει “ασφαλή και αποτελεσματικά”, τη συνήθη διατύπωση για την κυκλοφορία φαρμάκων στην αγορά με τη συμβατική διαδικασία. Από εκείνη τη στιγμή, ο μαζικός εμβολιασμός μετατράπηκε σε μία από εκείνες τις πολιτικές που η ίδια τους η έκταση αποκλείει την εξέταση του ενδεχομένου αποτυχίας». Από την πλευρά της, η διαδικτυακή επιθεώρηση «European Scientist» απευθύνει έκκληση ώστε να γίνει διάκριση μεταξύ της υπεράσπισης των εμβολίων κατά της Covid-19 και του υποχρεωτικού εμβολιασμού. Ζητά επίσης την πλήρη δημοσιοποίηση των ανεπεξέργαστων δεδομένων, κατ’ αυτήν το μοναδικό μέσο για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στις υγειονομικές αρχές.
Στις 25 Οκτωβρίου 2022, η «British Medical Journal» θεωρούσε λυπηρό το γεγονός ότι ο FDA χρειάστηκε περισσότερο από έναν χρόνο για να μελετήσει τέσσερις ενδείξεις σοβαρών παρενεργειών που παρατηρήθηκαν σε ηλικιωμένα άτομα όταν τους χορηγήθηκε το εμβόλιο της Pfizer: έμφραγμα του μυοκαρδίου, διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη, άνοση θρομβοπενία και πνευμονική εμβολή. Η επιθεώρηση επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια όλου αυτού του χρονικού διαστήματος, ο FDA δεν εξέδωσε καμία προειδοποίηση, ούτε προς τους γιατρούς ούτε προς το ευρύ κοινό. Σε ιστοσελίδες όπως η Realnotrare.com βρίσκουμε δεκάδες μαρτυρίες ατόμων που δηλώνουν ότι υποφέρουν από παρενέργειες μετά τον εμβολιασμό τους, μερικές φορές σοβαρότατες –ανάμεσά τους και οι περιπτώσεις των Ντρέσεν και ντε Γκαρέυ. Οι περισσότεροι διηγούνται ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν τοίχο ιατρικής άρνησης και συχνά με μια «ψυχιατρικοποίηση»: τα συμπτώματά τους αποδίδονται στο άγχος, στην κατάθλιψη κ.λπ.
Ένας δικηγόρος από τη Μασσαλία, ο Ερίκ Λανζαρόν, που διαβεβαιώνει ότι εκπροσωπεί 300 θύματα παρενεργειών των εμβολίων mRNA, έχει ασκήσει αρκετές αγωγές για λογαριασμό τους. Όπως αναφέρει, «τα θύματα καταφεύγουν συχνά σε εμένα αφού προηγουμένως έχουν απευθυνθεί στον Εθνικό Οργανισμό Αποζημίωσης Ιατρικών Ατυχημάτων, Ιατρογενών Παθήσεων και Ενδονοσοκομειακών Λοιμώξεων (Oniam), είτε επειδή δεν τους απαντάει είτε επειδή αρνείται να τα αποζημιώσει επικαλούμενος ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη επιχειρηματολογία, συνήθως μετά την αξιολόγηση του φακέλου τους από εμπειρογνώμονες με σύγκρουση συμφερόντων. Απορρίπτει επίσης συστηματικά τις παρενέργειες που δεν συμπεριλαμβάνονται στην επιστημονική βιβλιογραφία, τη στιγμή που δεν διαθέτουμε αρκετή χρονική απόσταση από αυτά τα εμβόλια για να είμαστε σε θέση να αποκλείσουμε οποιαδήποτε αιτιότητα». Όταν απευθυνθήκαμε στον Oniam, δεν λάβαμε απάντηση στις ερωτήσεις μας. Η έκθεσή του για το 2021 αναφέρει τρεις αποζημιώσεις σε σύνολο 243 αιτημάτων.
Μετά από ένα κείμενο συλλογής υπογραφών, το γαλλικό Γραφείο του Κοινοβουλίου για την Αξιολόγηση των Επιστημονικών και των Τεχνικών Επιλογών (Opecst) ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2022 μια διαβούλευση για τις ανεπιθύμητες ενέργειες των εμβολίων. Μεγάλο μέρος των ακροάσεων πραγματοποιήθηκε κεκλεισμένων των θυρών, χωρίς να συνταχθεί απολογισμός τους. Στην «έκθεση προόδου», δημοσιευμένη τον Ιούνιο, δίνεται πολύς χώρος στην έκφραση ικανοποίησης για τη λειτουργία του γαλλικού συστήματος φαρμακοεπαγρύπνησης, ενώ γίνεται σύντομη αναφορά σε μαρτυρίες ασθενών για γιατρούς που αρνήθηκαν να αναφέρουν σε αυτό το σύστημα καταγραφής τις αντιδράσεις τους στο εμβόλιο. Αναγνωρίζει ωστόσο ότι η επικοινωνία των δημόσιων αρχών για τις παρενέργειες υπήρξε «πιο διακριτική» από εκείνη για την αναγκαιότητα εμβολιασμού.
«Ενθαρρύναμε τις αναφορές των ανεπιθύμητων ενεργειών», εξισορροπεί τις εντυπώσεις η Αννί-Πιερ Ζονβίλ-Μπερά, πρόεδρος του Γαλλικού Δικτύου Περιφερειακών Κέντρων Φαρμακοεπαγρύπνησης (CRPV), «κυρίως έχοντας βάλει στο κάτω μέρος της σελίδας του εγγράφου που χορηγούσαμε στους εμβολιασμένους τον σύνδεσμο στον οποίο έπρεπε να αναφέρουν τις παρενέργειες. Τα CRPV πραγματοποίησαν μέσα σε έναν χρόνο δραστηριότητα αντίστοιχη με εκείνη μιας πενταετίας. Η δουλειά μας είναι να εντοπίζουμε νέες παρενέργειες, η ποσοτικοποίηση του κινδύνου επέλευσής τους εμπίπτει στην αρμοδιότητα της φαρμακοεπιδημιολογίας».
Σύμφωνα με τις «κριτικές φωνές» που επίσης κατέθεσαν στον Opecst, ένα μέρος του προϋπολογισμού για τις εκστρατείες υπέρ του εμβολιασμού θα έπρεπε να είχε διατεθεί για τις παρενέργειες και για το σύστημα αναφοράς τους. Η ιολόγος Ορ Σωνιέ εισηγείται ένα σύστημα «ενεργού καταγραφής», αντίστοιχου με την αμερικανική εφαρμογή V-safe. Ο Opecst παραλείπει να αναφέρει το γεγονός ότι τα συστήματα παθητικής φαρμακοεπαγρύπνησης δεν «πιάνουν» το 82% έως το 98% των παρενεργειών, σύμφωνα με την Ιατρική Ακαδημία.
«Εφόσον στις μαζικές εκστρατείες επικοινωνίας, όπως και στα ηλεκτρονικά μηνύματα με τα οποία η Γενική Διεύθυνση Υγείας κατακλύζει τους επαγγελματίες της υγείας, δεν αναφέρονταν οι ανεπιθύμητες ενέργειες και ο τρόπος αναφοράς τους, οι δημόσιες αρχές δεν ενημέρωσαν με έντιμο τρόπο», καταγγέλλει ο καθηγητής Φρανσουά Αλά. «Για παράδειγμα, υποβαθμίστηκε η σημασία των μυοκαρδίτιδων, καθώς χαρακτηρίζονταν συστηματικά ως “ελαφράς μορφής”, τη στιγμή που μπορούσαν να απαιτήσουν νοσηλεία και αλλαγή στον τρόπο ζωής του ασθενούς για διάστημα αρκετών εβδομάδων. Το σύνθημα “Όλοι εμβολιασμένοι, όλοι προστατευμένοι” αποτελεί ψευδή είδηση με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Το εμβόλιο δεν προστατεύει από την μετάδοση του ιού σε άλλους. Η γενίκευση του εμβολιασμού στον ενήλικο πληθυσμό και στη συνέχεια στους εφήβους, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση αυστηρών μέτρων περιορισμού των ατομικών ελευθεριών, δεν στηριζόταν στις συνήθεις επιστημονικές βάσεις». Ο γιατρός εκφράζει τη λύπη του για το γεγονός ότι επικράτησε «μια βούληση να ενισχυθεί το αίσθημα ότι είμαστε ευάλωτοι» και ότι προτάθηκε «μια επιλογή βασισμένη στον φόβο», σε συνδυασμό με την απουσία διαλόγου. Σε ένα πρόσφατο τομίδιο που συνυπογράφει με την φιλόσοφο Μπάρμπαρα Στίγκλερ, καταγγέλλει την ύπαρξη κλειστών κύκλων συγκεκριμένων ατόμων και την ευνοιοκρατία στο εσωτερικό θεσμών που συμβουλεύουν, επικυρώνουν και στη συνέχεια αυτοαξιολογούνται (13).
«Η γαλλική κυβέρνηση επέλεξε να χρησιμοποιήσει τις πλέον κινδυνολογικές προβλέψεις, έφτασε ακόμα και στο σημείο να τις επιδεινώσει όταν αυτό την συνέφερε, κυρίως τη στιγμή της υιοθέτησης του υγειονομικού διαβατηρίου», βεβαιώνουν οι Μαξίμ Λανζεβέν και Τομά Σταρκ, δημιουργοί της κριτικής ιστοσελίδας Covid Scenarios, που επικεντρώνεται στη χρήση των μοντελοποιήσεων δεδομένων. «Οι μοντελοποιήσεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα εξαρτώνταν από το μήνυμα που ήθελαν να περάσουν, κάτι που δημιουργεί προβλήματα όσον αφορά την πνευματική εντιμότητα. Στον λόγο του τον Νοέμβριο του 2020 για την αναγγελία της δεύτερης δέσμης περιοριστικών μέτρων, ο Εμμανουέλ Μακρόν δήλωνε πως “ό,τι και να κάνουμε”, θα έχουμε 9.000 άτομα στην εντατική στα μέσα Νοεμβρίου. Όμως, η έκθεση του Ινστιτούτου Παστέρ διόλου δεν ανέφερε κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, αυτός ο αριθμός ήταν δύο φορές χαμηλότερος» (14).
«Οι αυταρχικές πολιτικές έβλαψαν σημαντικά την αποδοχή του εμβολιασμού γενικότερα, αλλά και την ψυχική υγεία του πληθυσμού: πλέον, το ένα τρίτο του γαλλικού πληθυσμού δηλώνει “κυριευμένο από άγχος” ή “σε κατάθλιψη”, σύμφωνα με το Santé publique en France», προσθέτει η Αλά. Η συνταγογράφηση ψυχοτρόπων φαρμάκων αυξήθηκε με ραγδαίους ρυθμούς, σύμφωνα με την ένωση επιστημονικού συμφέροντος Epi-Phare: συγκεκριμένα, την περίοδο Μαρτίου 2020-Απριλίου 2021, παρατηρήθηκε μια αύξηση της κατανάλωσης αγχολυτικών κατά 3,4 εκατομμύρια δόσεις. Η Συνήγορος του Πολίτη ζήτησε δύο φορές την εκπόνηση ενός επείγοντος σχεδίου δράσης για την ψυχική υγεία των νέων.
Αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων
Παράλληλα, αυξήθηκε το ειδικό βάρος των φαρμακευτικών εταιρειών σε όλα τα πεδία της δημόσιας υγείας. Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα: τα στελέχη που ενσωματώθηκαν στις νέες γενιές εμβολίων κατά της Covid δεν επιλέχθηκαν από τον ΠΟΥ, αλλά από τους κατασκευαστές των εμβολίων. Και, στα τέλη Αυγούστου, η «Wall Street Journal» αποκάλυψε ότι ο FDA θα αρκεστεί στις μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί σε ποντίκια προκειμένου να αδειοδοτήσει τις «επικαιροποιημένες» εκδοχές της αναμνηστικής δόσης του εμβολίου mRNA. Ακόμα και αυτά τα δεδομένα από τις δοκιμές σε ζώα δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα, σύμφωνα με την επιθεώρηση «Science» (15), η οποία διευκρίνιζε ότι η Pfizer είχε αρκεστεί να παρουσιάσει στον FDA τον περασμένο Ιούνιο τα «προκαταρκτικά αποτελέσματα» για οκτώ τριπλά εμβολιασμένα ποντίκια. Οι κλινικές μελέτες ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο και θα χρησιμεύσουν για την εξασφάλιση πλήρους άδειας διάθεσης των εμβολίων στην αγορά, καθώς ο FDA έχει για την ώρα παράσχει μονάχα μια άδεια κατεπείγουσας χρήσης.
«Τα μέσα ενημέρωσης λειτούργησαν κινδυνολογικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα επιδίωξαν με κάθε τίμημα να καθησυχάσουν τον πληθυσμό σε σχέση με τα εμβόλια», εκτιμά η Μισάλ-Τεϊτελμπώμ. «Μέσα στη γενική αίσθηση παγώματος από την πανδημία, οι επιστημονικές βάσεις των αποφάσεων των υγειονομικών αρχών αμφισβητήθηκαν ελάχιστα και οι δημοσιογράφοι αυτολογοκρίθηκαν σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζοντας τα εμβόλια σαν κάτι ιερό, υπεράνω κριτικής. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι σφοδρότερες κριτικές, και όχι πάντα τεκμηριωμένες, προέρχονταν από την άκρα Δεξιά, κάτι που είχε παραλυτική επίδραση: έτσι, κάθε κριτική κατέληξε να θεωρείται αναξιόπιστη.»
Η υπόθεση Ventavia, που αποκαλύφθηκε από το «British Medical Journal», ελαχιστοποιήθηκε. Το Facebook χαρακτήρισε το άρθρο ως «παραπληροφόρηση», αναγκάζοντας τον αρχισυντάκτη της επιθεώρησης να απευθύνει στον ιδρυτή του κοινωνικού δικτύου Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανοιχτή επιστολή όπου κατήγγελλε τον «ανακριβή, ανεπαρκή και ανεύθυνο» τρόπο επαλήθευσης των πληροφοριών (16). Αναμφίβολα, το αποκορύφωμα ήταν όταν το Twitter απέκλεισε την Άλεξ Γκούτενταγκ, τη δημοσιογράφο από την Καλιφόρνια που είχε δημοσιεύσει πληροφορίες για τις δοκιμές των εμβολίων mRNA σε παιδιά. Ο λογαριασμός της αποκαταστάθηκε όταν η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης συνειδητοποίησε ότι αυτά τα δεδομένα προέρχονταν… από ένα δελτίο Τύπου της Pfizer.