Ένα στα 5 βιοϊατρικά άρθρα μπορεί να περιέχει ψευδή δεδομένα, με την κινέζικη βιομηχανία δημιουργίας εργασιών/ερευνών (paper mills) να βρίσκεται στην κορυφή.
Ένα στα πέντε άρθρα που δημοσιεύονται σε περιοδικά μπορεί να περιέχει ψευδή δεδομένα που παράγονται από μη εξουσιοδοτημένους οργανισμούς παραγωγής ψευδεπίγραφων μελετών (“paper mills”) που πληρώνονται για να κατασκευάζουν επιστημονικές μελέτες, σύμφωνα με μελέτη Γερμανών ερευνητών οι οποίοι χρησιμοποίησαν νέες τεχνικές ώστε να «εντοπίσουν» προβληματικά επιστημονικά άρθρα (papers). Η μελέτη προσθέτει στις αυξανόμενες αποδείξεις ότι οι ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις αντιμετωπίζουν μια επιζήμια αύξηση στην κατασκευασμένη έρευνα που πωλείται από οργανισμούς παραγωγής «μελετών» (paper mills) σε ερευνητές απελπισμένους για δημοσιευμένη εργασία ώστε να ενισχύσουν την καριέρα τους.
Επίσης, ενισχύει πρόσφατες ενδείξεις ότι η πλειοψηφία των ψευδών ερευνών προέρχεται από την Κίνα. Η ομάδα, με επικεφαλής τον Καθηγητή Bernhard Sabel, ο οποίος ηγείται του Ινστιτούτου Ιατρικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Otto von Guericke του Μαγδεβούργου, διαπίστωσε ότι ο αριθμός των ψεύτικων επιστημονικών άρθρων είχε αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Η πίεση για δημοσίευση ήταν ιδιαίτερα έντονη στην Κίνα, είπαν. Για παράδειγμα, κάποια κινέζικα νοσοκομεία και υγειονομικές αρχές απαιτούν οι γιατροί να είναι πρώτα συγγραφείς ενός αριθμού επιστημονικών άρθρων.
Οι σχολιασμοί των κλινικών στοιχείων χάνουν την αξιοπιστία τους όταν περιλαμβάνονται δόλιες μελέτες, υπονομεύοντας τη δημόσια εμπιστοσύνη στην επιστήμη και την ιατρική. Ο επιστημονικός κλάδος της Κίνας επίσης υποφέρει από τη δυτική αντίληψη ότι οι ερευνητές της χώρας έχουν αλαζονική στάση για την ακεραιότητα επιστημονικών άρθρων που δημοσιεύονται. «Η ψευδής επιστημονική δημοσίευση είναι πιθανώς η μεγαλύτερη επιστημονική απάτη όλων των εποχών, ξοδεύοντας οικονομικούς πόρους, επιβραδύνοντας την ιατρική πρόοδο και πιθανώς θέτοντας σε κίνδυνο ζωές», είπε ο Sabel.
Οι περισσότεροι από την αυξανόμενη ομάδα ανεξάρτητων ερευνητών που ανιχνεύουν επιστημονικές απάτες αναλύουν το περιεχόμενο των επιστημονικών άρθρων και αναζητούν , για παράδειγμα, παραποιημένες εικόνες και απίθανες γενετικές αλληλουχίες. Οι ακαδημαϊκοί εκδότες αρχίζουν επίσης να υιοθετούν πιο εξελιγμένα εργαλεία ανίχνευσης απάτης. Οι Γερμανοί ερευνητές ακολούθησαν διαφορετική προσέγγιση, βρίσκοντας απλούς δείκτες «εντοπισμού» που δεν απαιτούν λεπτομερή εξέταση του ίδιου του επιστημονικού άρθρου, όπως τη χρήση προσωπικών αντί ιδρυματικών διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τη σύνδεση με κάποιο νοσοκομείο και όχι με πανεπιστήμιο και την έλλειψη συνεργασίας με συγγραφείς διεθνώς. Αυτά επικυρώθηκαν μέσω της σύγκρισης ενός δείγματος γνωστών ψευδών επιστημονικών άρθρων με άλλα που θεωρούνται αληθή. Το επιστημονικό άρθρο, το οποίο αναρτήθηκε σαν προεκτύπωση στο MedRxiv αλλά δεν έχει αξιολογηθεί από ομότιμους, τονίζει ότι ο εντοπισμός δεν αποτελεί οριστική ένδειξη απάτης, καθώς μπορεί να προσδιορίσει λανθασμένα έναν σημαντικό αριθμό γνήσιων εργασιών.
Ο αριθμός των δημοσιεύσεων «με κόκκινη σημαία» στη βιοϊατρική αυξήθηκε από 16 τοις εκατό το 2010 σε 28 τοις εκατό το 2020, με μεγαλύτερη αύξηση στην επιστήμη της νευρολογίας από ό,τι στην κλινική ιατρική. Λαμβάνοντας υπόψη τα επιστημονικά άρθρα που έχουν επισημανθεί ως ψευδή ενώ είναι γνήσια, ο Sabel υπολόγισε ότι το πραγματικό ποσοστό τώρα ήταν περίπου 20 τοις εκατό, που ισοδυναμεί με 300,000 επιστημονικά άρθρα τον χρόνο.
Επικαλούμενοι τη «μαζική παραγωγή» ψευδών ερευνών από οργανισμούς παραγωγής «μελετών» (paper mills) οι ερευνητές εξέτασαν επίσης τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν από έναν τομέα του οποίου τα ετήσια έσοδα υπολογίστηκαν σε 3-4 δισεκατομμύρια δολάρια. «Τυπικά φαίνεται πως χρησιμοποιούν εξελιγμένες τεχνολογίες δημιουργίας κειμένου που υποστηρίζεται από την τεχνητή νοημοσύνη, τεχνολογίες χειρισμού και κατασκευής δεδομένων και στατιστικών, πειρατεία εικόνων και κειμένων,» είπαν. Ο καθηγητής Gerd Gigerenzer του Πανεπιστημίου του Πότσνταμ, ψυχολόγος και συν-συγγραφέας της εργασίας, είπε: «Θα είναι ένας αγώνας μεταξύ των οργανισμών παραγωγής “μελετών” (paper mills) και αυτών που προσπαθούμε να τους εντοπίσουμε, με τις δύο πλευρές να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη.»
Αλλά η τελική λύση, πρόσθεσε ο Gigerenzer, ήταν να μειωθεί η πίεση για δημοσιεύσεις , ιδιαίτερα στην Κίνα. Άλλοι , πρότεινε, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Γερμανικού Ιδρύματος Ερευνών, το οποίο λέει στους αιτούντες χρηματοδότηση ότι θα πρέπει να περιορίσουν τον αριθμό των επιστημονικών άρθρων που παραθέτουν σε πέντε. Η Jennifer Byrne, καθηγήτρια Ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Νότιας Ουαλίας και κορυφαία ερευνήτρια, που δεν συμμετείχε στην έρευνα, είπε: «Είναι μια σημαντική μελέτη καθώς πολύ λίγες μελέτες έχουν δημοσιευτεί σε αυτή τη μεγάλη κλίμακα. Υποδεικνύει ένα τεράστιο πρόβλημα.»