Ντοστογιέφσκι: «Ο μικρός ζητιάνος στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού»

Μετάφραση: ΔΗΜΗΤΡΑ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ

Είμαι μυθιστοριογράφος και υποθέτω ότι έχω επινοήσει αυτή την ιστορία. Γράφω «υποθέτω» γιατί παρά το γεγονός ότι την έχω επινοήσει, εξακολουθώ να φαντάζομαι ότι πρέπει να συνέβη κάπου, κάποτε, παραμονές Χριστουγέννων, σε μια μεγάλη πόλη σε εποχή τρομερής παγωνιάς.

Βλέπω μπροστά μου, σαν οπτασία, την εικόνα ενός αγοριού, μικρού, έξι χρονών ή και μικρότερου.

Εκείνο το πρωί το αγοράκι ξύπνησε σ’ ένα παγωμένο, υγρό υπόγειο. Φορούσε μια ρομπίτσα και έτρεμε απ’ το κρύο. Λευκός αχνός έβγαινε από την ανάσα του κι εκείνο, καθισμένο σε μια κούτα στη γωνιά, φυσούσε από το στόμα και διασκέδαζε την πλήξη του βλέποντάς τον αχνό να αιωρείται. Όμως, πεινούσε τρομερά.

Εκείνο το πρωί πήγε αρκετές φορές στο σανιδένιο κρεβάτι όπου ήταν ξαπλωμένη η άρρωστη μητέρα του, πάνω σ’ ένα στρώμα λεπτό σαν τηγανίτα κι έχοντας κάποιο είδος μπόγου για μαξιλάρι. Πώς είχε φτάσει εδώ; Θα πρέπει να είχε έρθει με το γιο της από κάποια άλλη πόλη και να αρρώστησε αιφνιδίως. Τη σπιτονοικοκυρά την είχαν συλλάβει δυο μέρες νωρίτερα, οι ένοικοι είχαν βγει στη γύρα καθώς οι γιορτές ήταν πια τόσο κοντά, και ο τελευταίος άνθρωπος που είχε απομείνει στο κτίριο βρισκόταν τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες λιπόθυμος από το μεθύσι, δίχως να περιμένει τα Χριστούγεννα.

Σε μια άλλη γωνιά του δωματίου, μια αξιοθρήνητη γριά ογδόντα χρονών, που κάποτε ήταν γκουβερνάντα αλλά τώρα είχε αφεθεί να πεθάνει ολομόναχη, βογκούσε και στέναζε από τους ρευματισμούς, επιπλήττοντας και γκρινιάζοντας στο αγόρι, τόσο, που αυτό φοβόταν να πλησιάσει στη γωνιά της. Είχε πάρει ένα ποτήρι νερό από την εξωτερική σάλα, αλλά δεν μπορούσε να βρει πουθενά ούτε ένα ξεροκόμματο, κι ετοιμαζόταν να ξυπνήσει τη μαμά του για δέκατη φορά. Επιπλέον, φοβόταν το σκοτάδι. Είχε σκοτεινιάσει από ώρα, αλλά κανένα φως δεν άναβε. Αγγίζοντας το πρόσωπό της μαμάς του, του φάνηκε περίεργο που έμενε εντελώς ακίνητο και παγωμένο όσο κι ο τοίχος.

«Κάνει πολύ κρύο εδώ μέσα», σκέφτηκε. Στάθηκε για λίγο με τα χεράκια του πάνω στους ώμους της νεκρής γυναίκας. Φύσηξε τα δάχτυλά του για να τα ζεστάνει, έψαξε ψηλαφητά για το σκούφο του στο κρεβάτι, και βγήκε απ’ το κελάρι. Θα είχε βγει νωρίτερα αλλά φοβόταν το μεγάλο σκυλί που ούρλιαζε όλη την ημέρα στην πόρτα του γείτονα, στην κορυφή της σκάλας. Αλλά ο σκύλος δεν ήταν εκεί τώρα κι έτσι το αγόρι βγήκε στο δρόμο.

Θεέ μου, τι πόλη ήταν αυτή! Ποτέ δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Στην πόλη από όπου είχε έρθει, είχε πάντα πηχτό σκοτάδι το βράδυ. Ένας μόνο φανοστάτης φώτιζε ολόκληρο τον δρόμο και στα μικρά, χαμηλά, ξύλινα σπίτια έκλειναν τα παντζούρια. Κανένας δεν κυκλοφορούσε μετά το σούρουπο, όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους και όλη τη νύχτα δεν ακουγόταν τίποτα άλλο εκτός από ουρλιαχτά σκυλιών. Ωστόσο εκεί ήταν ζεστά και του έδιναν φαγητό ενώ εδώ, – ω Θεέ μου, ας είχε κάτι να φάει! Και τι θόρυβος και φασαρία ήταν αυτή, τι φως και τι άνθρωποι, άλογα και άμαξες, και τι παγωνιά! Ο παγωμένος αέρας σχημάτιζε σύννεφα πάνω απ’ τα άλογα, πάνω από τη ζεστή ανάσα  των στομάτων τους. Οι οπλές τους χτυπούσαν δυνατά πάνω στις πέτρες μέσα από το λεπτόκοκκο χιόνι και όλοι σπρώχνονταν και – ω, Θεέ μου, πως λαχταρούσε να φάει μια μπουκιά, και πόσο δυστυχισμένος ένιωσε ξαφνικά. Ένας αστυνομικός τον προσπέρασε και απομακρύνθηκε βιαστικά για να αποφύγει να τον κοιτάξει.

Υπήρχε κι ένας άλλος δρόμος – μα, τι φαρδύς δρόμος-, εδώ θα τον ποδοπατούσαν οπωσδήποτε. Πώς φώναζαν όλοι, τρέχοντας και οδηγώντας, και το φως, ω, το φως! Και τι ήταν αυτό; Μία τεράστια βιτρίνα και πίσω από αυτήν ένα δέντρο που έφτανε μέχρι το ταβάνι. Ήταν ένα έλατο και πάνω του υπήρχαν πάρα πολλά φωτάκια, χρυσόχαρτα και μήλα. Και υπήρχαν και παιδιά ντυμένα με τα καλά τους που έτρεχαν πάνω – κάτω γελώντας και παίζοντας και τρώγοντας και πίνοντας. Και τότε ένα κοριτσάκι άρχισε να χορεύει με ένα από τ’ αγόρια, τι όμορφο κοριτσάκι! Και μπορούσε να ακούσει τη μουσική πίσω από τη βιτρίνα. Το αγόρι κοίταξε, παραξενεύτηκε και γέλασε, αν και τα δάχτυλα των ποδιών του πονούσαν από το κρύο και τα δάχτυλα των χεριών του ήταν κόκκινα και κοκαλωμένα. Και εντελώς ξαφνικά το αγόρι θυμήθηκε πώς τα δάχτυλα των ποδιών και των χεριών το πονούσαν, κι άρχισε να κλαίει και το έβαλε στα πόδια. Και ξανά, πίσω από μία άλλη βιτρίνα είδε ένα άλλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και σ’ ένα τραπέζι είδε γλυκίσματα όλων των ειδών – αμυγδαλωτά, γλυκά κόκκινα και κίτρινα και τρεις αριστοκρατικές νεαρές κυρίες κάθονταν εκεί και έδιναν τα γλυκίσματα σε όποιον τις πλησίαζε και η πόρτα όλο άνοιγε και ξανάνοιγε και πολλοί άντρες και γυναίκες έμπαιναν από τον δρόμο. Το αγόρι μπερδεύτηκε με τον κόσμο, άνοιξε την πόρτα ξαφνικά και μπήκε μέσα. Ω, πώς του φώναξαν και του έκαναν σινιάλο με το χέρι τους να φύγει! Μια κυρία τον πλησίασε βιαστικά, έβαλε στην παλάμη του ένα καπίκι και με τα ίδια της τα χέρια τού άνοιξε την πόρτα για να βγει! Ήταν τόσο τρομαγμένος που το καπίκι του γλίστρησε και κύλησε στα σκαλοπάτια. Δεν μπορούσε να λυγίσει τα κόκκινα δαχτυλάκια του και να το κρατήσει σφιχτά. Το αγόρι το έβαλε στα πόδια, χωρίς να ξέρει για πού. Ήταν έτοιμος να ξαναβάλει τα κλάματα, αλλά φοβόταν κι έτσι συνέχισε να τρέχει χουχουλιάζοντας τα δάχτυλά του. Και ήταν δυστυχισμένος επειδή ένιωθε ξαφνικά τόσο μόνος και τρομοκρατημένος.

Και, εντελώς απρόσμενα, Θεέ και Κύριε! Τι ήταν αυτό πάλι;

Ένα πλήθος ανθρώπων στεκόταν και θαύμαζε. Πίσω από μια βιτρίνα υπήρχαν τρεις μικρές κούκλες ντυμένες με κόκκινα και πράσινα φορέματα, και έμοιαζαν, πραγματικά έμοιαζαν, σαν αληθινές. Ένας μικροκαμωμένος γέρος έπαιζε καθιστός ένα μεγάλο βιολί και άλλοι δύο στέκονταν παραδίπλα και έπαιζαν μικρά βιολιά. Έγνεφαν και κοιτούσαν ο ένας τον άλλο, τα χείλη τους κινούνταν και μιλούσαν, πραγματικά μιλούσαν, μόνο που δεν ακουγόταν αυτό που έλεγαν πίσω από τη βιτρίνα. Στη αρχή το αγόρι νόμιζε ότι ήταν ζωντανοί και όταν κατάλαβε ότι ήταν κούκλες έβαλε τα γέλια. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιες κούκλες, δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν τέτοιες κούκλες! Ξαφνικά ένιωσε κάποιον να τον τραβάει από πίσω: ένα κακό, μεγάλο αγόρι στεκόταν δίπλα του, και του ‘δωσε μια καρπαζιά βγάζοντάς του τον σκούφο. Ο μικρός έπεσε στο έδαφος και αμέσως ακούστηκαν φωνές. Μουδιασμένος από τον φόβο, πήδηξε πάνω βάζοντάς το στα πόδια. Έτρεχε, μη ξέροντας πού πήγαινε, έτρεξε μέχρι κάποια αυλόπορτα και μπήκε κι έκατσε πίσω από μια στοίβα ξύλα: «Εδώ δεν θα με βρουν, εκτός αυτού, έχει σκοτεινιάσει!» σκέφτηκε. Κουλουριάστηκε με κομμένη την ανάσα από τον φόβο και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο ευχάριστα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του σταμάτησαν να πονούν και ζεστάθηκαν τόσο λες και βρισκόταν μπροστά σε κάποια σόμπα. Άρχισε τότε να τρέμει σύγκορμος, και μετά τινάχτηκε απότομα καθώς θα πρέπει να τον είχε πάρει ο ύπνος. Τι ωραία θα ήταν να έπαιρνε έναν υπνάκο εδώ! «Θα κάτσω εδώ και μετά θα πάω να ξαναδώ τις κούκλες» σκέφτηκε χαμογελώντας το μικρό αγόρι. «Έμοιαζαν πραγματικά ολοζώντανες!…». Και ξαφνικά, άκουσε τη μητέρα του να του τραγουδά. «Μανούλα, κοιμάμαι, αχ, τι ωραία που κοιμάμαι εδώ!»

«Έλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, μικρούλη» ψιθύρισε τότε μια απαλή φωνή πάνω απ’ το κεφάλι του.

Σκέφτηκε ότι μιλούσε η μητέρα του, αλλά όχι, δεν ήταν αυτή. Δεν μπορούσε να δει ποιος τον καλούσε, αλλά κάποιος έσκυψε από πάνω του και … εντελώς ξαφνικά – ω, τι λαμπρό φως! Ω, τι χριστουγεννιάτικο δέντρο! Όμως δεν ήταν έλατο, δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τέτοιο δέντρο! Πού να βρισκόταν τώρα; Τα πάντα ήταν φωτεινά και λαμπερά, και τριγύρω όλο κούκλες… Αλλά όχι, δεν ήταν κούκλες, ήταν μικρά αγόρια και κορίτσια, μόνο που ήταν τόσο φωτεινά και λαμπερά… Τον πλησίασαν πετώντας, τον φίλησαν, τον πήραν μακριά μαζί τους, πετούσε κι ο ίδιος τώρα και είδε ότι η μητέρα του τον κοιτούσε και γελούσε χαρούμενα. “Μαμά, μαμά, αχ, τι ωραία είναι εδώ, μαμά!» είπε και φίλησε πάλι τα παιδιά, και ήθελε να τους μιλήσει αμέσως για εκείνες τις κούκλες στις βιτρίνες των καταστημάτων.

«Ποιοι είστε εσείς, αγοράκια; Ποιες είστε εσείς, κοριτσάκια;» ρώτησε όλο γέλια και θαυμασμό.

«Αυτό είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού» του απάντησαν. «Ο Χριστός έχει πάντα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο αυτήν την ημέρα για τα μικρά παιδιά που δεν έχουν δικό τους …» του είπαν. Τότε κατάλαβε ότι όλα αυτά τα μικρά αγόρια και κορίτσια ήταν παιδιά σαν κι αυτόν. Κάποια είχαν ξεπαγιάσει μέσα στα καλάθια όπου τα εγκατέλειψαν μωρά στα κατώφλια εύπορων οικογενειών της Αγίας Πετρούπολης· άλλα τα είχαν φορτώσει σε Φινλανδές στο Βρεφοκομείο και είχαν πεθάνει από ασφυξία· άλλα είχαν ξεψυχήσει στα λιπόσαρκα στήθη των μητέρων τους την εποχή του λοιμού της Σαμάρας· άλλα είχαν πνιγεί από τις αναθυμιάσεις σε σιδηροδρομικά βαγόνια τρίτης κατηγορίας. Και όμως ήταν όλα εδώ, ήταν όλα τους σαν άγγελοι των Χριστουγέννων και Εκείνος βρισκόταν ανάμεσά τους και έτεινε τα χέρια Του και ευλογούσε τα παιδιά και τις αμαρτωλές μητέρες τους… Και οι μητέρες αυτών των παιδιών στέκονταν παράμερα κλαίγοντας. Η κάθε μία αναγνώριζε το αγοράκι της ή το κοριτσάκι της – και τα παιδιά έτρεξαν κοντά τους και τις φίλησαν και σκούπισαν τα δάκρυά τους με τα χεράκια τους, και τις παρακάλεσαν να μην κλαίνε καθώς ήταν πια τόσο χαρούμενα…

Και αργότερα το πρωί ο θυρωρός βρήκε το άψυχο κορμάκι του ξεπαγιασμένου παιδιού πίσω από τη στοίβα των ξύλων. Αναζήτησαν επίσης τη μητέρα του. Είχε πεθάνει πριν από αυτό. Συναντήθηκαν ενώπιον Κυρίου στα Ουράνια.

Για ποιο λόγο επινόησα μια τέτοια ιστορία, τόσο αταίριαστη σε ένα συνηθισμένο ημερολόγιο, και μάλιστα ημερολόγιο συγγραφέα; Κι ενώ είχα υποσχεθεί δύο ιστορίες που ασχολούνται με πραγματικά γεγονότα! Όμως, αυτό ακριβώς είναι το θέμα: εξακολουθώ να φαντάζομαι ότι όλα αυτά μπορεί να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια – δηλαδή, όσα έγιναν στο υπόγειο και στη στοίβα των ξύλων. Όμως, όσο αφορά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Χριστού, δεν μπορώ να σας πω αν αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί στ’ αλήθεια ή όχι.

Fyodor Dostoyevsky, 1876