Αρχιμ. Κυρίλλου
Ο Ἅγιος Κύριλλος υπήρξε πολυγραφότατος. Συνέγραψε έργα ερμηνευτικά σε βιβλία της Αγίας Γραφής, δογματικά, απολογητικά, χριστολογικά και τριαδολογικά. Το ενδιαφέρον και το συγγραφικό του έργο καθορίστηκαν από τις ποιμαντικές υποχρεώσεις και απαιτήσεις της εποχής του,και σφραγίσθηκαν από την αντιαιρετική του δράση πρώτα εναντίον των τελευταίων ερεισμάτων του Αρείου και κατόπιν της αιρέσεως του Νεστορίου. Έγραψε ερμηνευτικά υπομνήματα στα βιβλία της Γενέσεως, του Ησαϊα, των ελασσόνων προφητών της Π.Δ., στους Ψαλμούς, στα Ευαγγέλια και τις επιστολές του Παύλου. Από τα δογματικά του έργα ξεχωρίζουν τα ακόλουθα: Βίβλος τῶν Θησαυρών.Περί τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος, Περί τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς, Περί τῶν μὴ βουλομένων ὁμολογεῖν Θεοτόκον τὴν ἁγίαν Παρθένον, Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν, και άλλα έργα απολογητικά, επιστολές, επίκαιρες και εόρτιες ομιλίες.
Τα κείμενά του, διακρινόμενα όχι τόσο από καλλιέπεια και γλωσσική αρμονία, εντούτοις βαθιά θεολογικά, από νωρίς γνώρισαν ευρύτατη εξάπλωση και μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες(λατινική, συριακή, αρμενική, γεωργιανή, κοπτική, αιθιοπική, αραβική) και σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες. Σε σύγχρονη ελληνική έκδοση εκδίδονται στην Ελλάδα στην σειρά Κυρίλλου Αλεξανδρείας άπαντα τα έργα, ΕΠΕ Το Βυζάντιον, πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς, Θεσσαλονίκη.
Το μεγάλο θεολογικό ζήτημα που απασχολούσε την Εκκλησία τον 5ο αι. αφορούσε το πρόσωπο του Χριστού και τον τρόπο της ενώσεως των δύο φύσεων(θείας και ανθρωπίνης) σε ένα πρόσωπο, σε μία υπόσταση. Το θέμα αυτό οδήγησε στην διατύπωση αιρετικών θέσεων που υπερτόνιζαν είτε την θεϊκή φύση του Χριστού υποτιμώντας ή αρνούμενοι την δυνατότητα του Θεού να προσλάβει την ανθρώπινη φύση(γέννηση, ενσάρκωση, ενανθρώπηση) είτε υποβίβαζαν τον Χριστό σε ένα απλό κτίσμα του Θεού, όργανο της θείας βουλήσεως και οικονομίας. Τέτοιες θεωρίες όπως ήταν φυσικό, δημιουργούσαν σύγχυση και έθεταν υπό αμφισβήτησιν τον απολυτρωτικό χαρακτήρα της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, και συνεκδοχικώς αμφισβητούσαν τον ρόλο της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου και Θεομήτορος. Η αρχή των κακοδοξιών έγινε με τον Άρειο, και πολλοί άλλοι τον ακολούθησαν, ώσπου φθάνουμε στο 428 όταν ο Νεστόριος χαρακτήριζε την Παναγία ως χριστοτόκον και ανθρωποτόκον και όχι ως Θεοτόκον, αναθεματίζοντας όσους χρησιμοποιούσαν τον όρο Θεοτόκος. Ο Νεστόριος δεν μπορούσε να δεχθεί ότι από την άνθρωπο Μαρία μπορούσε να γεννηθεί Θεός Κύριος.
Με το δύσκολο αυτό θεολογικό πρόβλημα καταπιάστηκε ο Κύριλλος και με την χάρη του Αγίου Πνεύματος αξιώθηκε να συλλάβει την θεολογική αλήθεια, να την διατυπώσει και να θέσει τα θεμέλια του χριστολογικού και σωτηριολογικού δόγματος της Εκκλησίας. Γι’αυτό κατέστη και μέγας οικουμενικός διδάσκαλος της Εκκλησίας.
Ο Κύριλλος αμέσως κατενόησε τις επιπτώσεις της κακοδοξίας του Νεστορίου και την καταπολέμησε, επιμένοντας στην ονομασία Θεοτόκος, όρο που ήδη ήταν σε χρήση από την Εκκλησία, από τον Ωριγένη για πρώτη φορά μαρτυρούμενος(3ος αι.), από τον Μέγα Αθανάσιο, από την Σύνοδο της Αντιοχείας το 324 και έκτοτε. Ο Κύριλλος με επιστολές και πραγματείες ανέλαβε να εξηγήσει στους άλλους επισκόπους των τοπικών εκκλησιών,σε μοναχούς και λαϊκούς πως ήταν δυνατόν και ορθοδόξως σωστό να λέγεται ότι στο πρόσωπο του ενανθρωπήσαντος Χριστού ενώθησαν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως η θεϊκή και η ανθρώπινη φύση σε μία υπόσταση (”καθ’υπόστασιν”‘) στο θεανδρικό πρόσωπο του Ιησού. ΄΄Δύο μἐν φύσεις ἠνώσθαι φαμέν,μετά δὲ γε τὴν ἕνωσιν, μίαν πιστεύομεν τὴν τοῦ Υἱοῦ φύσιν, ὡς ἑνός, πλὴν ἐνανθρωπήσαντος καὶ σεσαρκωμένου …διερρίφθω που μακράν τροπῆς (μεμένηκε γὰρ ὅπερἦν), ὁμολογείσθω δὲ πρὸς ἡμῶν καὶ ἀσύγχυτος παντελῶς ἡ ἕνωσις”(Επιστολή 40,PG 77,192D-193A). Αυτό συνέβη την στιγμή του Ευαγγελισμού, όταν η Θεοτόκος συνέλαβε τον Θεάνθρωπον. ”Τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν”(Επιστολή 49,PG 77,177A).
Ο Κύριλλος έστειλε επιστολές στον Νεστόριο για να του εξηγήσει την ορθόδοξη θεολογική αλήθεια,και αργότερα,το 430,εξέδωσε ειδική πραγματεία ”Κατά τῶν Νεστορίου δυσφημιῶν”(=κακοδοξιών), όπου εξηγεί την πολυσυζητημένη φράση ”ὑποστάσει μιᾷ τῇ τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη” που έγινε αιτία να παρεξηγηθούν οι θέσεις του Κυρίλλου ως μονοφυσίζουσες, εξηγεί λοιπόν ότι ”εἷς νοεῖταιὁ Χριστός…καὶ ὡς ἑνός προσώπου…μία γὰρ νοεῖται φύσις μετά τὴν ἕνωσιν, ἡ αὐτοῦ τοῦ Λόγου σεσαρκωμένη…”(PG 76,60D).Τις θέσεις του Κυρίλλου επεκύρωσε η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, όπου το τελικό κείμενο (”Εκθεσις πίστεως τῶν Διαλλαγῶν”) απηχεί την κυρίλλειο θεολογία και ορολογία: ”Δύο γὰρ φύσεων ἕνωσις γέγονεν, διό ἕνα Χριστόν, ἕνα Κύριον ὁμολογοῦμεν .Κατά ταύτην τὴν τῆς ἀσυγχύτου ἑνώσεως ἔννοιαν, ὁμολογοῦμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον Θεοτόκον, διὰ τὸν Θεὸν Λόγον σαρκωθῆναι καὶ ἐνανθρωπῆσαι καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως ἑνῶσαι Ἑαυτῷ τὸν ἐξ αὐτῆς ληφθέντα ναόν”. Ο Κύριλλος συνέβαλε επίσης αποφασιστικά στην οικουμενικής αποδοχής ονομασία της Παρθένου Μαρίας ως Θεοτόκου, εφ’όσον αυτό αποτελούσε θεμέλιο και προϋπόθεση των θέσεών του: ”Έδει γὰρ σαφῶς ἐννοεῖν, ὅτι σχεδόν ἅπας ἡμῖν ὁ περὶ τῆς πίστεως ἀγών συγκεκρότηται, διαβεβαιούμενοι ὅτι Θεοτόκος ἐστίν ἡ ἁγία Παρθένος”(Επιστολή 39,PG 77,177C).
Ο ἅγιος Κύριλλος διακρίθηκε επίσης και ως ερμηνευτής των Γραφών, καθώς μας κατέλιπε υπομνήματα σε αρκετά βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε τον τρόπο που προσεγγίζει ερμηνευτικά την Αγία Γραφή. Εφ’όσον αυτή αποτελεί θεόπνευστο κείμενο και σκοπό έχει να μας αποκαλύψει τις απόρρητες βουλές του Θεού και ΄΄τὸ ἀπ’αἰώνων ἀπόκρυφον καὶ κεκρυμμένον μυστήριον΄΄ της Θείας Οικονομίας για την λύτρωση του ανθρώπου, όποιος επιχειρήσει να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τις Γραφές, μας λέγει ο Κύριλλος, δεν μπορεί να το κατορθώσει παρά μόνον με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος. Η κατανόηση της αλήθειας και των δογμάτων που περιέχονται στις Γραφές προϋποθέτει την εκ μέρους του πιστού την βιωματική εμπειρία της αλήθειας, όπως την ζει κανείς στην καθημερινή του χριστιανική και εκκλησιαστική ζωή, και τον φωτισμό της διανοίας του που επιτυγχάνεται με την θεία έλλαμψη του Αγίου Πνεύματος:
”Οὐδέ γὰρ ἄν δίχα τοῦ διὰ Πνεύματος φωτισμοῦ πρὸς ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας ἴοι τις ἄν, οὐδ’αν ὅλως ἀκριβή τῶν θείων δογμάτων ἄν ἑαυτῷ τὴν κατάληψιν,κατά γε τὸ ἀνθρώποις φαμέν ἐφικτόν.Ὑπέρ γὰρ νοῦν τὸν ἡμέτερον τὰ ἐν τῇ θεοπνεύστῳ Γραφῇ μυστήρια”(Εις Ιωάννην ΧΙ,PG 74,537B). Στο σημείο αυτό ο Κύριλλος επαναλαμβάνει και διερμηνεύει τα λόγια του Ιησού που υποσχέθηκε στους μαθητές Του ότι ο Παράκλητος,το Άγιο Πνεύμα θα μας διδάξει τα πάντα και θα μας οδηγήσει στην αλήθεια (Ιωάν.14,26 και 16,13).
Παράλληλα με την βοήθεια του Αγίου Πνεύματος ο Κύριλλος αξιοποιεί για την κατανόηση των Γραφών στοιχεία ιστορικά, φιλολογικά, γλωσσικά, κοινωνικά και γεωγραφικά, ενώ επίσης βασίζεται και στην πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας για να τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει σωστά την Γραφή:”Ταύτην ἡμᾶς τὴν τῶν δογμάτων ὀρθότητα καὶ ἀλήθειαν ἐδίδαξεν ἡ τῶν ἁγίων πατέρων σύνεσις. οὕτω πεπαιδεύμεθα λαλεῖν τε κὶι φρονεῖν καὶ δι’αὐτῶν τῶν ἱερῶν γραμμάτων”(Εις Ιωάν.ΙΧ, PG 74,216C). Αυτά λοιπόν τα στοιχεία, φωτισμός του Αγίου Πνεύματος, εμπειρία εκκλησιαστικής ζωής, βοήθεια από τις διάφορες επιστήμες(ιστορία, φιλολοφία, γεωγραφία κλπ.), και η εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως επισημαίνει ο Κύριλλος, αποτελούν και για εμάς σήμερα τους πιστούς τις προϋποθέσεις κλειδιά για να κατανοήσουμε ορθά την Αγία Γραφή και να μην πέσουμε σε αυθαίρετες ερμηνείες και πλάνες,όπως συμβαίνει με κάθε λογής αυτόκλητους προτεστάντες κήρυκες.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο για το οποίο ομιλεί ο ‘Αγιος Κύριλλος είναι οι αγιοπνευματικές νηπτικές θα λέγαμε εμπειρίες που είχαν οι Πατέρες, μιλάει για κάθαρση του νου, θεωρία του φωτός και φωταγωγική έλλαμψη της διανοίας που γίνεται από το Άγιο Πνεύμα και οδηγεί στην θέαση του Θεού:”Καθαροί γὰρ παρὰ τοῖς καθαροῖς οἱ περὶ τῆς θεοπτίας ἔσονται λόγοι. Διαλάμπει γὰρ ὁ Χριστός ὲν αὐτοῖς διά τοῦ ἰδίου δηλονότι Πνεύματος εἰς ἕκαστα τῶν δεόντων φωταγωγῶν καὶ ἀρρήτοις τισί δαδουχίαις ταῖς κατά τὸν νοῦν ἑαυτόν ἐκκαλύπτων καὶ ἐμφανή καθιστάς”(Εις Ιωάν.Χ,PG 74,285C).
Στο έργο και την θεολογία του Αγίου Κυρίλλου,και για λόγους δογματικής αντιαιρετικής εκκλησιαστικής επικαιρότητας της εποχής του, γίνεται εκτενής αναφορά στα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τις μεταξύ τους σχέσεις, τα ιδιώματά τους, και τον ρόλο του Αγίου Πνεύματος. Κάποιες όμως φράσεις που χρησιμοποίησε ο Κύριλλος,πολλούς αιώνες μετά από αυτόν, έτυχαν παρερμηνειών και θεωρήθηκαν ως αξιοποιήσιμες και υποστηρικτικές αιρετικών θέσεων. Για παράδειγμα, Λατίνοι θεολόγοι της Ρωμαϊκής Εκλησίας πίστευσαν ότι στα κείμενα του Κυρίλλου μπορούν να βρουν φράσεις που να στηρίζουν την αίρεση του filioque, δηλ.της εκ Πατρός και του Υιού εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, παρά την ρητή αναφορά της ΚΔ περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος μόνον εκ του Πατρός(Ιω.15,26). Φράσεις όπως ότι το Πνεύμα”πρόεισι δὲ ἐκ Πατρός καὶ Υἱοῦ,πρόδηλον ὅτι τῆς θείας ἐστίν οὐσίας, οὐσιωδῶς ἐν αὐτῇ καὶ ἐξ αὐτῆς προϊόν”(Βίβλος των Θησαυρών ΛΔ’,PG 75,585A)και ως η ακόλουθη ‘‘εἴπερ ἐστί τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός καὶ μην καὶ τοῦ Υἱοῦ,τὸ οὐσιώδες ἐξ ἀμφοῖν,ἤγουν ἐκ Πατρός καὶ δι’Υἱοῦ προχεόμενον Πνεύμα”(Περί της αληθούς λατρείας Α’,PG 68,148A), αν και εν πρώτοις φαίνεται να συνηγορούν υπέρ του FILIOQUE, εν τούτοις ο Κύριλλος τις έγραψε με άλλο νόημα, θέλοντας να τονίσει την κοινή θεϊκή ουσία που ενώνει τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, και έτσι να πολεμήσει τις αιρέσεις που αρνούνταν την Θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι σε άλλα κείμενά του ο Κύριλλος δεν συγχέει τα ιδιώματα και τους ρόλους των προσώπων της Αγίας Τριάδος, αναγνωρίζει ως μόνη πηγή της Θεότητος τον Πατέρα και αναφέρεται στην διά του Υιού αποστολή του Αγίου Πνεύματος στον χώρο και τον χρόνο, μέσα στην κτίση,θέση που σαφώς είναι ορθόδοξη και σύμφωνη και με τους Πατέρες της Εκκλησίας:”Ὁμοούσιον γὰρ ἐστιν αὐτοῖς(=τῷ Πατρί καὶ τῷ Υἱῷ).Και προχεῖται μεν, ἤγουν ἐκπορεύεται, καθάπερ ἀπὸ πηγῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, χορηγεῖται δὲ τῇ κτίσει διά τοῦ Υἱοῦ”(Επιστολή 35,PG 7,316D).
Σε ένα άλλο σημείο που οι ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι θέλησαν να παρερμηνεύσουν τις θέσεις του Κυρίλλου ήταν ως την πρωτοκαθεδρία του Απ.Πέτρου έναντι των άλλων αποστόλων και κατά συνέπειαν να θεμελιώσουν έτσι το πρωτείο του Πάπα Ρώμης. Όπως όμως φαίνεται από την συμπεριφορά του Κυρίλλου, ο ίδιος δεν αναγνωρίζει κάποιο πρωτείο του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία. Ενημερώνει τον Πάπα Ρώμης Κελεστίνο για τις κακοδοξίες του Νεστορίου, και το ίδιο έπραξε και με τους άλλους επισκόπους των τοπικών εκκλησιών,όπως είχε ποιμαντική και εκκλησιολογική υποχρέωση, και άλλωστε στην Γ’ Οικουμενιική Σύνοδο ο ίδιος ο Κύριλλος προήδρευε, και σε όλον τον θεολογικόν αγώνα ο Κύριλλος πρωταγωνιστούσε, όχι ο επίσκοπος Ρώμης, όπως θα συνέβαινε αν ο Κύριλλος του αναγνώριζε κάποιο ειδικό πρωτείο στην Εκκλησία.
Όσον αφορά τα λόγια του Ιησού που αποκαλεί τον Πέτρο πέτρα της εκκλησίας και του δίνει τα κλειδιά του ουρανού(Ματθ.16,18-19), τα κλασικά αγιογραφικά χωρία που χρησιμοποιούν οι ρωμαιοκαθολικοί για να στηρίξουν υποτιθέμενη πρωτοκαθεδρία του Πέτρου και το παπικό πρωτείο, ο Κύριλλος τα ερμηνεύει ως ακολούθως:πέτρα και θεμέλιο της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Χριστός, και ο Κύριος δεν προσέδωσε κάποια ιδιαίτερη εξουσία στον Πέτρο, αλλά σε όλους τους αποστόλους.Οι Εκκλησίες ”τεθεμελίωνται ἐπὶ πέτραν καὶ ἔστιν ἐν αὐτῇ(=πέτρα)Χριστός΄΄ (PG 70,729C),-”καὶ γοῦν ὁμολογήσαντι μεν τὴν πίστιν ὀρθῶς τῷ θεσπεσίῳ Πέτρῳ, δώσω σοι, φησί,τὰς κλείδας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν…ἐχαρίζετο δὲ καὶ συλλήβδην ἅπασι τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις κατά πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐξουσίαν(Εις Ης.5,5,PG 70,1380C).
Παρ’ όλες τις προσπάθειες διαφόρων να παρερμηνεύσουν τον Άγιο Κύριλλο ούτως ώστε να προσδώσουν στις αιρετικές τους θέσεις το κύρος της ορθοδοξίας ενός μεγάλου πατρός της Εκκλησίας και οικουμενικού διδασκάλου της πίστεως, όπως πράγματι ήταν ο Κύριλλος, η προσφορά του παραμένει σημαντική και ανεκτίμητη για την διατύπωση του ορθοδόξου δόγματος και για τους αγώνες του κατά των αιρέσεων και των παραχαράξεων της αληθινής πίστεως.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε κὶι σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, ἀρχιερέων ἐγκαλλώπισμα, Κύριλλε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν(ἀπολυτίκιον,ἦχος πλ.δ΄).