Ἀπόσπασμα από τον βίο τῶν ὁσίων Πατέρων Παύλου καί Ἰωάννου
Κάποια μέρα ὁ μακαριστός Παῦλος ἔφυγε γιά νά προσευχηθεῖ κατ᾽ ἰδίαν στό βουνό. Ὁ μακαριστός Ἰωάννης κρύφτηκε καί τόν ἀκολουθοῦσε γιά νά ἰδεῖ τί θά κάνει. Τόν εἶδε τότε ν᾽ ἀνεβαίνει σ᾽ ἕνα λόφο πού ὑψωνόταν στά νότια τῆς πόλης. Μπῆκε σ᾽ ἕνα ἀπομονωμένο καλύβι πού βρισκόταν ἐκεῖ καί γονάτισε, γιά νά προσευχηθεῖ.
Ὁ Ἰωάννης στεκόταν ἔξω καί ἔκλαιγε βλέποντας πώς ὁ Θεός δίνει τέτοια καθαρότητα στόν συγκάτοικό του. Καθώς ὁ Παῦλος ἔμεινε ἀρκετή ὥρα στήν προσευχή, ἕνα μεγάλο φίδι σύρθηκε καί στάθηκε ἀπέναντι ἀπό ἕνα ἄνοιγμα πού βρισκόταν στό καλύβι.
Ὅταν ὁ Ἰωάννης τό εἶδε ἀπ᾽ ἔξω, ἄρχισε νά φωνάζει καί νά λέει: «Κύριε, Κύριε, δές τόν ἐχθρό σου πού ἔρχεται ἐναντίον σου, γιά νά σοῦ κάνει κακό».
Ὁ Παῦλος δέν ἔδωσε καμμιά σημασία καί δέν σηκώθηκε προτοῦ τελειώσει τήν προσευχή του.
Συγχρόνως ὁ Ἰωάννης εἶδε μία ἀστραπή πού βγῆκε ἀπό τόν οὐρανό καί μπῆκε στό καλύβι, χτύπησε τό φίδι καί τό ἔσχισε.
Τότε ὁ Παῦλος σταμάτησε τήν προσευχή καί εἶπε στόν Ἰωάννη: «Γιατί, ἀδελφέ, φώναξες, ὅταν εἶδες τό φίδι πού εἶναι κοινός ἐχθρός τοῦ γένους μας; Καί γιατί ἦρθες ἐδῶ; Εἶσαι ἀληθινός μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Καί σοῦ λέγω ὅτι, τήν ὥρα πού ἡ φωνή σου ἦρθε στά αὐτιά μου, εἶδα δύο ἄνδρες ντυμένους στά λευκά καί ἐσένα ἀνάμεσά τους, πού σοῦ ἔλεγαν: Πάρε δύναμη, Ἰωάννη, καί μή φοβᾶσαι, γιατί μέ τή δύναμη τοῦ Κυρίου σου θά πατήσεις πάνω σέ φίδια καί σκορπιούς καί θά νικήσεις κάθε δύναμη τοῦ ἐχθροῦ. Καί τώρα, ἔλα ἀδελφέ, ἄς ἀπολαύσουμε τήν παρουσία τοῦ Κυρίου καί ἄς ἀνοίξουμε τό στόμα μας».
Καί ἐνῶ αὐτοί προσεύχονταν καί παρέτειναν τήν εὐχή γιά πολλή ὥρα, τούς περικύκλωσε φαντασία διαφόρων ἑρπετῶν, θηρίων, φιδιῶν καί ἀσπίδων, καί, ἀκόμη, φαντασία λεονταριῶν καί λεοπαρδάλεων, πού ὁρμοῦσαν καί πηδοῦσαν ἐπάνω στά πρόσωπά τους. Τότε οἱ δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ στράφηκαν στόν οὐρανό καί ἐπικαλοῦνταν τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Καί ὕψωσε ὁ θεοφόρος Παῦλος τή φωνή του καί προσευχήθηκε μέ αὐτά τά λόγια: «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν, πού προστάτευσες τούς ἁγίους προφῆτες καί δικαίους, πού καθυπέταξες στούς ἁγίους σου ἀποστόλους ὅλη τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, σύ καί τώρα, Κύριε, κατάργησε αὐτή τή δαιμονική φαντασία καί ἀποδίωξε ἀπό ἐμᾶς τούς δούλους σου κάθε ἐπιβουλή τοῦ ἐχθροῦ». Καί τήν ἴδια στιγμή τά ἑρπετά ἐξαφανίσθηκαν, ἔμειναν ὅμως τά θηρία ὄρθια στήν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, γιά νά ἐνεργήσει σέ αὐτά ἡ εὐχή τοῦ μακαρίου Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τήν ἀναίδεια καί τήν ἐπιμονή τους, ὕψωσε τό βλέμμα του στούς οὐρανούς καί εἶπε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός ἡμῶν, πού εἶσαι τό καύχημα τῶν Χριστιανῶν· σύ πού περιβάλλεις τόν οὐρανό μέ σύννεφα· σύ πού ἔχεις φορέσει τό φῶς ὡς ἱμάτιο, πού καταδέχθηκες νά προσηλωθεῖς γυμνός στόν σταυρό, πού καθυπέταξες στόν προπάτορά μας Ἀδάμ ὅλα τά αἰσθητά κτίσματα· σύ, καί στήν παροῦσα περίσταση, Κύριε, καθυπόταξε στούς δούλους σου αὐτά τά θηρία, εἴτε ἔχουν σώματα ἀληθινά εἴτε φανταστικά».
Καί τότε ἄκουσε μιά φωνή πού τοῦ ἔλεγε: «Δέν διαβάσατε στή Γραφή ὅτι “Δέν θά πάρω τό ἔλεός μου ἀπό ἐσένα;” καί πάλι· “Θά περικυκλώσει ὁ ἄγγελος Κυρίου τούς φοβουμένους αὐτόν καί θά τούς γλιτώσει;”. Ἀπό τώρα λοιπόν καί στό ἑξῆς μή φοβηθεῖτε τόν πονηρό, γιατί ἐγώ εἶμαι μαζί σας». Καί τήν ἴδια στιγμή ἐξαφανίσθηκαν τά θηρία.