Μαρτυρία Δ. Σ.: «Συνάντησα τόν γέροντα Παΐσιο γιά πρώτη φορά πρίν ἀπό περίπου 35 χρόνια, μαζί μέ τό φίλο μου Κ. Κ. Ἦταν μετά τίς ἐξετάσεις γιά τό Πανεπιστήμιο. Εἴπαμε νά ξεκουραστοῦμε μέ μιά ἐπίσκεψη στό Ἅγιον Ὄρος. Ἕνα ἀπόγευμα, ξεκινήσαμε ἀπό τό Κουτλουμούσι γιά τό Κελλί τοῦ Γέροντα μέσα στήν καταπράσινη φύση. Ὁ πορτάρης τοῦ Μοναστηριοῦ μᾶς εἶπε ὅτι δύσκολα θά τόν δοῦμε, γιατί τέτοια ὥρα ὁ Γέροντας ἀναπαύεται. Συναντήσαμε καί κάποιον ἀκόμη στό δρόμο κι αὐτός εἶχε τήν ἴδια ἄποψη, ὅτι ἡ ὥρα πού διαλέξαμε δέν ἦταν καί ἡ καλύτερη γιά νά δοῦμε τόν γέροντα Παΐσιο. Φτάσαμε στό Κελλί του καί πράγματι δέν ὑπῆρχε ψυχή καί ἡ πόρτα τῆς αὐλῆς κλειστή. Τραβήξαμε τό σχοινί πού χτυποῦσε ἕνα καμπανάκι–κουδούνι στό Κελλί καί ὤ! μέ ἔκπληξη φάνηκε ὁ Γέροντας ἀπό πάνω, μέ τό γλυκό χαμόγελο καί μᾶς ἄνοιξε.
»Καθήσαμε στήν αὐλή στά κούτσουρα καί ὁ Γέροντας ἔφερε ἕνα κουτί μέ λουκούμια καί μᾶς κέρασε. Μᾶς μίλησε γιά λίγο, ἀστειεύτηκε μαζί μας κι ἐμεῖς τόν ρωτήσαμε κάτι, ἀπό αὐτά τά πολλά πού
ἀκούγονταν γι᾽ αὐτόν.
― Γέροντα, εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔρχεται ἕνα φίδι καί σοῦ κάνει παρέα;
― Μιά ψωρόγατα ἔρχεται πεινασμένη, γιατί θέλει φαΐ, εἶπε ὁ Γέροντας μέ πολύ χαμόγελο.
»Κι ἀφοῦ εἶδε πώς δέν εἴχαμε σκοπό νά φύγουμε, μᾶς πρόσφερε ἕνα–δύο λουκούμια ἀκόμη, λέγοντας πώς δέν ἔχουμε ζάχαρο, καί στή συνέχεια μᾶς λέει:
― Ἄντε τώρα. Καί καταλάβαμε πώς ἦρθε ἡ ὥρα νά τόν ἀφήσουμε, μιά καί εἶχε σίγουρα πολύ πιό σοβαρά πράγματα νά κάνη.
Ξανασυνάντησα τόν Γέροντα μετά ἀπό μερικά χρόνια πάλι στό Κελλί του, μέ ἄλλους τρεῖς φίλους καί μιά φορά στή Δάφνη, ἐνῶ περίμενε νά πάρη τό καραβάκι γιά τήν Οὐρανούπολη.
»Τά χρόνια πέρασαν, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄφθονη πάντα, ἔστω κι ἄν δέν τό καταλάβαινα, γνώρισα τήν Ζ. Τ., κάναμε οἰκογένεια καί ἔχουμε δύο κόρες.
«Ἤξερα ὅτι ὁ γέροντας Παΐσιος ἔμενε στό Μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς ὅταν ἔβγαινε καί τελικά ἐκεῖ κοιμήθηκε καί ἐκεῖ εἶναι ὁ τάφος του. Δέν πήγαμε ποτέ ὅλα αὐτά τά χρόνια στήν Σουρωτή, ἄν καί ἀπέχει εἴκοσι λεπτά ἀπό τό σπίτι μας.
»Μετά τό Φλεβάρη τοῦ 2012, ἡ Ζ. ἄρχισε νά ἔχη κάποια περίεργα συμπτώματα πού τήν ἀνησύχησαν. Βγῆκαν καί δύο–τρία ἐξογκώματα στό δέρμα. Ἐξετάσεις, γιατροί κι ἄλλες ἐξετάσεις κι ἄλλοι γιατροί. Ὅλα φυσιολογικά. Τελικά πήγαμε στόν χειρουργό, γιά νά βγοῦν τά περίεργα ἐξογκώματα. Ὁ χειρουργός εἶναι καθησυχαστικός, “99% δέν εἶναι τίποτα”, ἀλλά μετά τήν μικροεπέμβαση, μᾶλλον ἄλλαξε γνώμη καί εἶπε “θά δοῦμε τήν βιοψία”.
»Περιμένοντας τά ἀποτελέσματα τῆς βιοψίας, χρειάστηκε νά κάνη καί ἡ μικρή μας Α., δέκα χρονῶν τότε, ἐγχείρηση σκωληκοειδίτιδος, ὁπότε χρειάστηκε καί ἡ Ζ. νά μείνη δύο βράδια μαζί της στήν Κλινική. Δυστυχῶς, τά συμπτώματα ἦταν ὅλο καί πιό ἔντονα καί καταλάβαινε ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Ἐγώ, ἤρεμος καί σίγουρος μέ τίς μέχρι τότε διαβεβαιώσεις καί γιατί τό κακό εἶναι μακρυά ἀπό μᾶς καί δέν μπορεῖ νά μᾶς πλησιάση.
»Ζητώντας πληροφορίες γιά τά ἀποτελέσματα τῆς βιοψίας ἀπό τό τηλέφωνο, τό ἐργαστήριο μέ παρέπεμπε στόν χειρουργό καί ὁ χειρουργός δέν μοῦ ἔλεγε. Ἐδῶ, ἄρχισα νά καταλαβαίνω πώς κάτι γίνεται, ἀλλά πάντα αἰσιόδοξος. Μέ τά πολλά, ἀφοῦ παρακάλεσα τόν χειρουργό νά μοῦ πῆ ἀπό τό τηλέφωνο τί γίνεται, μοῦ εἶπε, ἀφοῦ τόν διαβεβαίωσα ὅτι δέν θά πῶ τίποτα στή Ζ. καί θά τῆς τό πῆ ὁ ἴδιος, ἀφοῦ τῆς ἐξηγήση τήν περίπτωση. Λέμφωμα– Β κύτταρα, ἦταν ἡ διάγνωση.
»Τό βράδυ, ὡς σύγχρονος ἄνθρωπος, καί ἐνῶ ἡ Ζ. ἦταν στήν Κλινική μέ τήν μικρή, κατέφυγα στόν σύγχρονο παντογνώστη τό Internet – Google. Βλέποντας τί εἶναι αὐτή ἡ μορφή καρκίνου, Λέμφωμα – Β κύτταρα, ἄρχισε νά φεύγη ἡ γῆ κάτω ἀπό τά πόδια μου. Ξαφνικά, ὅλα μοιάζουν νά καταρρέουν, τό αὔριο δέν ἔχει πιά νόημα ἤ καλύτερα τίποτα δέν ἔχει πιά νόημα.
»Στίς ἑπόμενες δύο–τρεῖς μέρες πού ἦταν Σαββατοκύριακο, προσπάθησα νά βρῶ τί πρέπει νά κάνουμε, ρωτώντας φίλους πού εἶχαν περάσει κάποια ἀντίστοιχη ψυχρολουσία. Δείξαμε τά ἀποτελέσματα σέ φίλο, καλό ὀγκολόγο, καί μέ ἠρεμία μᾶς παρέπεμψε στήν εἰδική αἱματολογική Κλινική στό νοσοκομεῖο “Παπανικολάου”.
»Ἔστειλα ἐπίσης τά ἀποτελέσματα σέ φίλη γιατρό στήν Ἀμερική, καί ἡ ἀπάντηση ἦταν ὅτι εἶναι πολύ ἐπιθετική μορφή, πρέπει νά ἀρχίση χημειοθεραπεῖες χτές, ὄχι αὔριο, καί αὐτή ἡ ἐπιθετικότητα μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Τελικά, κλείστηκε ἕνα ραντεβοῦ σέ ἐξειδικευμένη Κλινική τοῦ νοσοκομείου “Παπανικολάου” γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα.
»Τώρα πιά ἡ Ζ. ἤξερε τί εἶχε καί ὅτι ἔπρεπε νά ἀκολουθήση χημειοθεραπεία. Μοῦ ζήτησε τήν Κυριακή τό ἀπόγευμα νά πᾶμε στό Μοναστήρι τῆς Σουρωτῆς νά προσκυνήση τόν γέροντα Παΐσιο. Ὅλα αὐτά τά χρόνια δέν εἴχαμε πάει ποτέ. Ὅπως πάντα, ὑπῆρχε οὐρά τῶν ἀνθρώπων πού περίμεναν νά προσκυνήσουν στόν τάφο τοῦ Γέροντα. Μπήκαμε στήν σειρά μέ εὐλάβεια καί ἡ Ζ. ἔσκυψε καί προσκύνησε κι ἔμεινε γιά λίγο ἀκουμπώντας τό κεφάλι της στό μάρμαρο μέ τό ποίημα.
»Σηκώθηκε καί μέ δάκρυα στά μάτια μοῦ λέει: “Ἀνασαίνει, ἀκούγεται, ὁ τάφος ἔχει ζωή· πήγαινε νά δῆς κι ἐσύ”. Πῆγα καί προσκύνησα κι ἐγώ, φυσικά καί δέν ἄκουσα τίποτα ἀπό τόν τάφο.
»Πήγαμε πρός τόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, καί ἀφοῦ ἠρέμησε ἡ Ζ., τήν ρώτησα τί ἔγινε. “Ἦταν σάν μιά γλυκιά ζεστή πνοή, πού πῆρε ἀπό τά σωθικά μου τόν τρόμο, ἕνα χέρι πῆρε ἀπό τό στῆθος μου ὅλη τήν ἀναταραχή, ἠρέμησα καί μιά φωνή, μοῦ εἶπε: ‘Ἄντε τώρα, πήγαινε’. Ἀμέσως ἦρθε στό μυαλό μου ἡ εἰκόνα, ὅπως τότε πού μᾶς “ἔδιωξε” μέ τό πιό γλυκό τρόπο ἀπό τήν αὐλή του λέγοντας: “Ἄντε τώρα”…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΥΡΙΟ
ΑΠΟΣΜΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ: Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ: https://www.enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/νέο-βιβλίο-της-ενωμένης-ρωμηοσύνης-όσ/