Ἀπὸ τὴ γέννηση τῆς Ρωμηοσύνης
στὴ διαμόρφωση τῆς Νεοελληνικῆς ταυτότητας
Δαπέργολας Νεκτάριος
Διδάκτωρ Βυζαντινῆς Ἱστορίας
Εἶναι προφανὲς βέβαια ὅτι τὸ θέμα ποὺ βρίσκεται πίσω ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς παρούσας εἰσήγησης εἶναι τεράστιο καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ καλυφθῆ μέσα σὲ μία ἐκ τῶν πραγμάτων σύντομη ὁμιλία. Θὰ προσπαθήσω ὅμως νὰ σκιαγραφήσω κάποια βασικά του σημεῖα καὶ σίγουρα θὰ ἔχουμε καὶ ἀργότερα τὴ δυνατότητα νὰ ποῦμε πολὺ περισσότερα, τόσο γιὰ τὸ ζήτημα καθ᾿ αὐτό, ὅσο καὶ γιὰ τὴ σημασία ποὺ ἔχει ἢ μπορεῖ νὰ ἔχη γιὰ ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες.
Μιλᾶμε φυσικὰ γιὰ ἕνα θεμελιῶδες κεφάλαιο τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας καὶ ἴσως μάλιστα τὸ πιὸ θεμελιῶδες, ὅσον ἀφορᾶ τὴ νεότερη συλλογική μας αὐτοσυνειδησία. Μία περίοδος 11 αἰώνων, μία περίοδος ὕψιστης σημασίας, καθὼς κατὰ τὴ διάρκειά της καὶ μέσα ἀπὸ ἀργὲς διαδικασίες καὶ ζυμώσεις ὁ παρηκμασμένος ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὕστερης Ρωμαιοκρατίας ἀποκτᾶ σταδιακὰ νέα πνοή, ἀνανεώνεται καὶ ἀναδιαμορφώνεται, μορφοποιώντας ἐν τέλει αὐτὸ ποὺ συνοπτικὰ ἀποκαλοῦμε Νεοελληνικὴ ταυτότητα. Ἀναβαπτισμένος μέσα στὴν καινὴ κτίση τῆς Ὀρθόδοξης πραγματικότητας, ἀναβαπτίζει ταυτόχρονα καὶ ὠθεῖ σὲ πρωτόγνωρα ὕψη καὶ τὴ σοφία τῶν προγόνων του, καθὼς τὴν ἀναψηλαφίζει μέσα ἀπὸ τὴ μόνη οὐσιαστικὰ ἀλήθεια: Τὴ «μωρία» τοῦ Σταυροῦ. Ἀκόμη καὶ μὲ καθαρὰ κοσμικὰ κριτήρια, ἡ ἐξελικτικὴ πορεία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης πρὸς τοὺς Καππαδόκες καὶ μετὰ πρὸς τὸν Φώτιο καὶ τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ εἶναι μία ἱστορία ἄκρως συναρπαστική. Τὸ ἴδιο συναρπαστικὴ εἶναι βέβαια καὶ ἡ ἐξέλιξη τῆς γλώσσας, τῆς τέχνης, τῆς μουσικῆς, ὅλων τῶν ἐκφάνσεων τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, μέσα σὲ μία Αὐτοκρατορία, ποὺ ξεκινᾶ τὸν 4ο αἰῶνα ὡς ἁπλὴ συνέχεια τῆς Ρώμης καὶ πέντε αἰῶνες ἀργότερα εἶναι πιὰ ἕνα κράτος καθαρὰ ἑλληνικό, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀπόψεις.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ βέβαια θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε μία ἀναγκαία διευκρίνιση. Θὰ πῶ ἐκ τῶν προτέρων ὅτι θὰ χρησιμοποιήσω καὶ ἐγὼ σήμερα γιὰ λόγους καθαρὰ μεθοδολογικούς τούς ὅρους «Βυζάντιο» καὶ «Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία», παρ᾿ ὅτι φυσικά, ὅπως φαντάζομαι ὅλοι γνωρίζετε, εἶναι ὅροι ποὺ δὲν ἔχουν ἀπολύτως καμμία σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα. Πρόκειται γιὰ ἐπιστημονικὸ νεολογισμό, ποὺ ἐμφανίστηκε τὸν 18ο αἰ. στὴ Δύση καὶ καθιερώθηκε ἔκτοτε ὡς διακριτικός τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἐνῶ βεβαίως σταδιακὰ καθιερώθηκε καὶ στὴν Ἑλλάδα, σὲ μία ἐποχὴ φυσικὰ ποὺ ξιπασμένοι ἀπὸ τὰ θαμπὰ φῶτα τῆς Ἑσπερίας καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνιστόρητους διαφωτιστὲς θιασῶτες τῆς Μετακένωσης, οἱ ὁποῖοι θεωροῦσαν τὸ Βυζάντιο ὡς σκοταδιστικὴ βαρβαρότητα, εἴχαμε ἀρχίσει ὡς κομπλεξικοὶ νεόπλουτοι νὰ πετοῦμε τὰ ἅγια τοῖς κυσὶν καὶ νὰ ἀπαρνιόμαστε σχιζοφρενικὰ τὴν ἴδια τὴν ταυτότητά μας, ἐξοβελίζοντας εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον τὸ βασικότερο κεφάλαιο τῆς Ἱστορίας μας, ἀπὸ τὸ ὁποῖο στὸ κάτω-κάτω ἄμεσα προήλθαμε. Οἱ κάτοικοι λοιπὸν αὐτῆς τῆς Αὐτοκρατορίας ποτὲ δὲν ἀποκάλεσαν τοὺς ἑαυτοὺς τους Βυζαντινούς. Μέχρι τὸ τέλος αὐτοαποκαλοῦνταν Ρωμαῖοι –καὶ τελικὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον Ρωμηοὶ– ἐνῶ τὸ κράτος τους τὸ ἀποκαλοῦσαν Βασιλεία τῶν Ρωμαίων ἢ Ρωμανία. Ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτό, ὅπως ἀντιλαμβάνεστε, ὅλοι οἱ ὅροι ποὺ χρησιμοποιοῦμε μὲ τὸ πρόθεμα «Βυζαντινός», εἴτε μιλᾶμε γιὰ βυζαντινὴ Ἱστορία, εἴτε γιὰ βυζαντινὴ τέχνη ἢ βυζαντινὴ μουσική, εἶναι ἐπὶ τῆς οὐσίας ἐσφαλμένοι καὶ πολὺ σωστὰ ἔχουμε πλέον ἀρχίσει νὰ τοὺς ἀποσύρουμε ἀπὸ τὸ προσωπικό μας λεξιλόγιο. Ἐπειδὴ ὅμως ἔχουν πρὸ πολλοῦ καθιερωθεῖ καὶ χρησιμοποιοῦνται ἀκόμη κατὰ κόρον, θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε κατὰ παραχώρησιν νὰ τοὺς χρησιμοποιήσω καὶ ἐγὼ σήμερα σὲ κάποιες περιπτώσεις – μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἀποφύγουμε κάποιες ἀσυνεννοησίες καὶ συγχύσεις. Μὲ ἁπλὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴν μπερδευόμαστε.
Εἶπα προηγουμένως ὅτι αὐτὸ τὸ κράτος, τὸ λεγόμενο καὶ Βυζαντινό, ἀπὸ τὸν 8ο αἰῶνα καὶ μετὰ δείχνει νὰ εἶναι πλέον ἕνα κράτος καθαρὰ ἑλληνικό. Γιὰ νὰ μὴν ὑπάρξουν ὡστόσο παρανοήσεις, θὰ πρέπη στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ποῦμε καὶ τί ἀκριβῶς ἐννοοῦμε ὅταν λέμε «Ἑλληνικό». Γιὰ νὰ τὸ κατανοήσουμε, θὰ πρέπη νὰ ὑπερβοῦμε τὰ σύγχρονα ὀμφαλοσκοπικὰ καὶ ἐσωστρεφῆ ἐθνοφυλετικὰ σχήματα καὶ νὰ ἐπαναπροσεγγίσουμε τὴν αὐθεντικὴ ἔννοια τοῦ Ἑλληνισμοῦ, αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ πάντα ὑπῆρχε ἀπὸ τὰ Ἀρχαία ἀκόμη χρόνια καὶ βεβαίως διευρύνθηκε ἀκόμη περισσότερο μέσα στὰ συγκλονιστικὰ νέα δεδομένα τῆς Ρωμηοσύνης. Ἡ ἔννοια αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη φυσικὰ ἀπὸ τὴν ἔννοια τῆς Οἰκουμενικότητας. Πολλοὶ λένε σήμερα πὼς τὸ Βυζάντιο ἦταν Ἑλλάδα, ἐνῶ ἄλλοι ἰσχυρίζονται πὼς ἦταν ἕνα κράτος πολυεθνικό. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, ὅλοι ἔχουν δίκηο, ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔχουν καὶ ἄδικο.
Ἀπὸ τὴ μία, βεβαίως καὶ τὸ Βυζάντιο ἦταν ἑλληνικὸ κράτος – ὑπὸ μία ἔννοια ἀκόμη καὶ ἐξ ἀρχῆς, θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ. Ποτὲ δὲν ἦταν μία ἑτερόκλητη Βαβυλωνία λαῶν, ὅπως διατείνονται κάποιοι ἐμπαθεῖς ἀνιστόρητοι, γιατί δὲν θὰ πρέπη νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἁπλωνόταν σ᾿ ἕνα γεωγραφικὸ χῶρο ποὺ ἦταν ἤδη σὲ μεγάλο βαθμὸ πιὰ ὁμογενοποιημένος, καθὼς οἱ διαφορετικὲς Ἐθνότητες ποὺ κατοικοῦσαν σ᾿ αὐτὸν εἶχαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἀκόμη τῶν διαδόχων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ὡς βασικοὺς συνεκτικοὺς κρίκους ἀνάμεσά τους τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό. Ἡ διαδικασία τοῦ γλωσσικοῦ ἐξελληνισμοῦ γιὰ παράδειγμα τῶν διαφόρων ἐθνοτήτων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἢ τῶν Θρακικῶν φυλῶν νότια του Αἵμου βρίσκεται σὲ τόσο ραγδαία ἐξέλιξη κατὰ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα καὶ τὴν Περίοδο τῆς Ρωμαιοκρατίας, ὥστε ὡς τὸν 5ο αἰ. μ.Χ. οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς γλῶσσες αὐτῶν τῶν λαῶν ἔχουν πιὰ πλήρως ἐξαφανιστεῖ. Καὶ αὐτὴ ἦταν βέβαια μία διαδικασία, ποὺ δὲν ὀφειλόταν σὲ κάποιο ἄνωθεν σχέδιο (ὅπως συμβαίνει λ.χ. σήμερα μὲ τὴ λεγόμενη Παγκοσμιοποίηση καὶ τὴ Νεοταξίτικη ἀπόπειρα διάλυσης τῶν ἐθνικῶν, πολιτιστικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἰδιαιτεροτήτων τῶν λαῶν τῆς Γῆς), ἀλλὰ ἀποτελοῦσε μία ὁμαλὴ καὶ πηγαία ἐξέλιξη, ἐξ αἰτίας τῆς πολιτισμικῆς καὶ συχνὰ καὶ ἀριθμητικῆς ὑπεροχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου. Κάτι ἀνάλογο ὅμως συνέβη καὶ στὴ συνέχεια, καθὼς ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία δὲν εἶχε ἀσφαλῶς ποτὲ κανένα σχέδιο ἀφομοίωσης τῶν ξένων πληθυσμῶν ποὺ ζοῦσαν ἢ κατὰ καιροὺς ἐγκαθίσταντο στὰ ἐδάφη της. Τὸ μόνο ποὺ οὐσιαστικὰ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν αὐτοὶ οἱ πληθυσμοὶ νὰ εἶναι ὑποταγμένοι καὶ νὰ πληρώνουν φόρους. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως βλέπουμε καὶ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς μία ἐμφανῆ διαδικασία ὁμογενοποίησης τῶν πληθυσμῶν τῆς Αὐτοκρατορίας, εἰδικὰ μάλιστα ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Ἀραβικὴ κατάκτηση ἀποκόπτει ὁριστικὰ τὰ ἐδάφη τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, ὅπου κατοικοῦσαν λαοὶ βαθειὰ ἀποξενωμένοι πολιτικὰ καὶ θρησκευτικὰ ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μία ὁμογενοποίηση ποὺ τὴν ἐπιβάλλουν οὐσιαστικὰ οἱ ἴδιες οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες. Ἡ ἀπώλεια ὅλων τῶν Νότιο-ἀνατολικῶν ἐδαφῶν της καὶ ἡ συρρίκνωση τῆς Αὐτοκρατορίας στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὰ Βαλκάνια, περιοχές, ὅπως προαναφέραμε, ἤδη ἑλληνικὲς ἢ ἐν πολλοῖς ἐξελληνισμένες, δημιουργοῦν μετὰ τὸν 7ο αἰῶνα ἕνα κράτος μικρότερο ἐδαφικά, ἀλλὰ πολὺ πιὸ συμπαγὲς ἐθνολογικά, γλωσσικά, πολιτισμικὰ καὶ θρησκευτικά. Ἕνα κράτος μέσα στὸ ὁποῖο δὲν ὑπάρχει πλέον ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ἄλλη πραγματικότητα, πέραν τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως, τὸ Βυζάντιο ἦταν σίγουρα καὶ πολυεθνικό, καθὼς πέραν τῶν Ἑλλήνων, ὑπῆρχαν πάντα καὶ ἄλλες Ἐθνοτικὲς ὁμάδες, μὲ βάση τὰ σημερινὰ ἐθνοφυλετικὰ κριτήρια. Τέτοιες διακρίσεις ὅμως θὰ πρέπη νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν εἶχαν κανένα νόημα σ᾿ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ καὶ ἀποτελεῖ τεράστιο σφάλμα ἡ μεταφορὰ ἐθνικιστικῶν στερεοτύπων τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ. σὲ μία κοινωνία, ποὺ πολὺ ἁπλὰ βίωνε τὴν Ἱστορία ὡς μία ἑνιαία χριστιανικὴ πραγματικότητα, ὄχι πολυεθνική, ἀλλὰ ὑπερεθνική, μέσα στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει οὔτε Ἰουδαῖος, οὔτε Ἕλλην, ἀλλὰ πάντες ἐν ἐσμὲν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ θεωρῶ ὅτι μία ἐνδεχόμενη συζήτηση γιὰ τὸν ἀκριβῆ ἐντοπισμὸ τῆς ταυτότητας τοῦ Βυζαντίου, μὲ βάση σύγχρονα κριτήρια, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὶς νεόδμητες ἰδεολογικὲς ἀγκυλώσεις τῆς ἔννοιας τοῦ «Ἔθνους-κράτους», δὲν θὰ εἶχε κανένα ἀπολύτως νόημα. Ἦταν λοιπὸν τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, κράτος ἑλληνικό, ἀλλὰ μὲ τὴν αὐθεντικὴ σημασία τοῦ ὅρου, καὶ ὄχι Ἐθνικό, μὲ τὴ σημερινὴ ἐθνοφυλετικὴ σημασία του. Ἦταν τὸ πολιτικὸ πλαίσιο, μέσα στὸ ὁποῖο ἔζησε καὶ μεγαλούργησε ὁ διευρυμένος Ἑλληνισμὸς τῆς Ὀρθόδοξης Οἰκουμενικῆς Ρωμηοσύνης. Τῆς ἴδιας Ρωμηοσύνης, ποὺ τελικὰ ἐπέζησε γιὰ αἰῶνες καὶ μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου, ποὺ συνέχισε νὰ μεγαλουργῆ ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰ. στὴ Μικρασία, τὰ Βαλκάνια καὶ τὴ Ρωσσία, πού κατέρρευσε μέσα στὸ αἷμα καὶ τοὺς καπνοὺς τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, τῆς Σμύρνης καὶ τοῦ Πόντου, καὶ ποὺ φυσικὰ καμμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴ σημερινὴ θλιβερή, κοντόφθαλμη καὶ μυωπικὴ μοναξιὰ τῆς ἄθλιας, βαθύτατα παρακμιακῆς καὶ τραγικὰ συρρικνωμένης Νεοελλαδικῆς μας πραγματικότητας.
Οἱ 11 αἰῶνες συνεπῶς τοῦ λεγόμενου Βυζαντίου ἦταν μία περίοδος ὀργανικὰ ἐντεταγμένη μέσα στὴ μακραίωνη ἑλληνικὴ Ἱστορία. Σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν ὑστερικῶν ἐθνομηδενιστῶν καὶ ἀποδομητῶν τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας, ποὺ ἐπικαλύπτονται στὶς μέρες μας μὲ δῆθεν ἐπιστημονικοὺς μανδύες γιὰ νὰ «διαπιστώσουν» ὅτι τὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος ὑπῆρξε προϊόν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ ὅτι δημιουργήθηκε τεχνητὰ τὸν 19ο αἰ. ἀπὸ ἕνα συνονθύλευμα Σλαβοαρβανιτόβλαχων, ἡ μόνη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει μία ἀδιατάρακτη ἱστορικὴ συνέχεια χιλιάδων χρόνων. Σὲ καμμία περίπτωση δὲν παρατηρεῖται κάποια βίαιη τομὴ στὴ συνέχεια αὐτὴ – καὶ θὰ πρέπη φυσικὰ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ἐπισημάνω ὅτι καὶ οἱ ἀπόψεις ὅσων ἱστορικῶν δέχονταν παλαιότερα τὴν ὕπαρξη μίας τέτοιας τομῆς μὲ τὴ δῆθεν σλαβικὴ εἰσβολὴ ποὺ πλημμύρισε τὴν Ἑλλάδα τὸν 7ο αἰῶνα, ἔχουν πλέον καὶ αὐτὲς καταρριφθεῖ. Ἀναμφίβολα, περιπέτειες ὑπήρξανε πολλές, κίνδυνοι πολιτικοὶ καὶ πνευματικοί, μεγάλες καταστροφὲς καὶ περίοδοι τεράστιων οἰκονομικῶν καὶ κοινωνικῶν κρίσεων. Διακοπή καὶ ἀσυνέχεια ὅμως ὄχι. Κάτι τέτοιο δὲν μπορεῖ ὄχι μόνο νὰ τεκμηριωθῆ, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ τεθῆ ὡς ὑπόθεση ἐργασίας. Ὅσοι ἰσχυρίζονται κάτι τέτοιο, ἀναπαράγουν ἁπλῶς ὑποβολιμαία ἀποκυήματα ψευδοϊστορικῆς φαντασίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ ἀντέξουν στὴν παραμικρὴ ἐπιστημονικὴ κριτική.
Καὶ φυσικὰ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία νὰ τονίσουμε ἐδῶ ὅτι στὴ διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν αἰώνων ὁ Ἑλληνισμὸς ἔχει πάντοτε καὶ συλλογικὴ αὐτοσυνειδησία, ὅσο καὶ ἂν βεβαίως μεταβάλλεται συνεχῶς καὶ ἀνανεώνεται, προσλαμβάνοντας νέα στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἀφομοιώνει δημιουργικά. Ἤδη ἀπὸ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους μᾶς εἶναι γνωστὲς οἱ πεποιθήσεις γιὰ τὸ ὅμαιμον, τὸ ὁμόγλωσσον, τὸ ὁμοδίαιτον ἢ τὸ ὁμόδοξον τῶν Ἑλλήνων, ποὺ οὐσιαστικὰ θέτουν ἀκριβῶς τὰ ἴδια μὲ τὰ σημερινὰ κριτήρια γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους. Στὴν πραγματικότητα, τὸ μόνο ποὺ ἦταν ἄγνωστο στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμὸ ἦταν ἡ ἔννοια τοῦ «Ἔθνους-κράτους», ἐξ οὗ καὶ ὁ πολιτικός του κατακερματισμός. Αὐτοσυνειδησία ἔχει ὅμως καὶ ὁ μεσαιωνικὸς Ἑλληνισμὸς τῆς Ρωμανίας, ποὺ ἴσως εἶναι διαφορετική, εἶναι ἡ συλλογικὴ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ νοιώθει τὸν ἑαυτό του ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ταυτόχρονα ὡς μέλος τῆς μόνης Αὐτοκρατορίας πάνω στὴ Γῆ. Ἐπὶ τῆς οὐσίας ὡστόσο εἶναι πάντα ὁ ἴδιος λαός. Ὁ ἴδιος λαὸς στὴν ἐξέλιξή του, ἡ ἴδια γλῶσσα στὴν ἐξέλιξή της, ὁ ἴδιος πολιτισμὸς στὴν ἀδιατάρακτή του συνέχεια. Ἡ Ρωμανία εἶναι γιὰ μᾶς τοὺς σημερινοὺς Ἕλληνες ὁ κεντρικὸς κρίκος αὐτῆς τῆς συνέχειας, γιατί εἶναι ὁ τόπος καὶ ὁ χρόνος ποὺ ὁ Ἑλληνισμὸς συναντᾶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μετασχηματίζεται σὲ καινὴ κτίση, μεταβάλλεται ἀπὸ σύναξη πολιτῶν σὲ μυστική, λατρευτικὴ σύναξη γύρω ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Καὶ αὐτὸ μάλιστα τὸ πράττει ὄχι μόνος του, ἀλλὰ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους λαούς, ποὺ μετέχουν καὶ αὐτοὶ μαζί του μέσα στὴ διευρυμένη Κοινότητα τῆς Ρωμηοσύνης. Καὶ αὐτοὺς τοὺς λαοὺς δὲν τοὺς παρασύρει βιαίως ὁ Ἑλληνισμός, δὲν τοὺς ποδηγετεῖ, ἀλλὰ οὐσιαστικά τούς διακονεῖ, τοὺς δίνει τὰ φῶτα του, τὰ γράμματα καὶ τὴν τέχνη του, τοὺς προσφέρει τὴν Ὀρθοδοξία δίχως πολιτικὲς σκοπιμότητες, ἐπινοεῖ μέχρι καὶ ἀλφάβητα γιὰ χάρη τους, θέτοντας δίχως ὑστεροβουλίες τὶς βάσεις τοῦ ἰδιαίτερου πνευματικοῦ πολιτισμοῦ τους. Αὐτὸς ὁ μετασχηματισμὸς εἶναι ἡ τελείωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἡ τελειοποίησή του.
Καὶ αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι τελικὰ καὶ ὁ λόγος ποὺ τὸ Βυζάντιο, ἡ Ρωμανία, εἶναι μὲν ἑλληνικὴ Ἱστορία, ταυτόχρονα ὡστόσο εἶναι καὶ μία περίοδος διεύρυνσης ἢ ἀκόμη καὶ ὑπέρβασης τῆς ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Εἶναι μία γέφυρα ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ὁ ἀρχαῖος Ἑλληνισμὸς προχωρώντας πρὸς τὸ μέλλον, ἱστορικὰ καὶ ἐσχατολογικά, ἕνα πεδίο μέσα στὸ ὁποῖο μετεξελίχθηκε, μία κολυμβήθρα μέσα στὴν ὁποία βαπτίστηκε καὶ ἀναγεννήθηκε. Τὸ γράφει πολὺ παραστατικὰ νομίζω στὴν «Πονεμένη Ρωμηοσύνη» του ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ζούσανε στὸ Βυζάντιο, μ᾿ ὅλο ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βαστούσανε ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἀρχαῖο Ἑλληνικὸ αἷμα κι εἴχανε τὴν Ἑλληνικὴ παιδεία, ἤτανε ὅμως ὁλότελα ἄλλοι, “ἄνθρωποι καινοί”, “λαλοῦντες γλώσσαις καιναῖς”». Καὶ συνεχίζει λίγο ἀργότερα: «Ἐνῶ ἡ Ἀρχαία τέχνη ἤτανε βασισμένη ἀπάνω στὸ μέτρο καὶ στὶς ἀναλογίες, ἡ τέχνη τῶν Βυζαντινῶν δὲν γνώριζε τέτοιο μέτρο, γιατί ζητοῦσε νὰ βρῆ ἔκφραση γιὰ πράγματα ποὺ δὲν χωροῦνε στὰ τυπικὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Λοιπὸν τὸ Βυζάντιο εἶναι ἕνα μεγάλο πρᾶγμα. Εἶναι ὁ καιρὸς καὶ ὁ τόπος ποὺ ζούσανε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸν πόθο τοῦ ὑπερφυσικοῦ, τῆς αἰωνιότητας. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει αὐτὴ τὴν παράξενη καὶ μυστηριώδη ἰδιορρυθμία, ποὺ δὲν τὴ θέλουνε οἱ ἄνθρωποι ποὺ οἱ πόθοι τους δὲν βγαίνουνε ἔξω ἀπὸ τὸ μέτρο κι ἀπὸ τὸν ὀρθὸ λόγο, δηλαδὴ ποὺ εἶναι κολλημένοι στὴν κοινοτοπία τῶν ὑλικῶν συγκινήσεων… Ἡ ἀρχαιότητα εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ λογικοῦ, ἐνῶ τὸ Βυζάντιο ἡ βασιλεία τῆς πίστεως, τῆς πνευματικῆς μέθης καὶ τῆς ἀθανασίας».
Καὶ ἐπειδὴ ἡ Βυζαντινὴ κοινωνία ζοῦσε πράγματι μὲ τὸν πόθο τῆς αἰωνιότητας, εἶχε βέβαια, παρὰ τὰ ἐλαττώματά της, καὶ ἕνα ἀκόμη κεντρικὸ χαρακτηριστικό, ποὺ τὸ κληροδότησε καὶ στὸν μετέπειτα ὑπόδουλο Ἑλληνισμὸ τῆς Τουρκοκρατίας καὶ ἦταν ἕνα βασικὸ στοιχεῖο, ποὺ ἔμελλε νὰ τὸν κρατήση ὄρθιο καὶ ζωντανὸ μέσα στὸ βαθὺ σκοτάδι τῆς σκλαβιᾶς. Ἦταν μία κοινωνία θεοφοβούμενη, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶχε τὶς ἀνθρώπινες πτώσεις της, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε καὶ κάτι πολὺ σημαντικό: Τὴν ἀπόλυτη ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Πρόκειται γιὰ τὸ στοιχεῖο ποὺ τὸ εἴχαμε ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ πλέον σήμερα, μετὰ ἀπὸ τὴ βίαιη ἐπέλαση τῆς σκοτόμαινας τῆς δῆθεν προόδου καὶ τοῦ δῆθεν ἐκσυγχρονισμοῦ τῆς Νεοελλαδικῆς κοινωνίας, ἔχει σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐκλείψει. Ὁ Βυζαντινὸς πολίτης, εἴτε ἦταν φωτισμένος χριστοκεντρικὸς ἄνθρωπος, εἴτε ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ λαοῦ μὲ ὅλες τὶς προλήψεις του, εἴτε ἦταν ἀκόμη καὶ κάποιος ποὺ εἶχε διαπράξει ἐγκλήματα, εἶχε στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων ἕνα μεγάλο δῶρο: Εἶχε ἔλεγχο συνείδησης. Καὶ αὐτὸς ὁ ἔλεγχος ἦταν ποὺ τὸν ὠθοῦσε νὰ γίνεται καλύτερος – ἢ τοὐλάχιστον νὰ μὴ γίνεται χειρότερος. Πού τὸν ὠθοῦσε νὰ φτάνη σὲ ὅλο καὶ μεγαλύτερα ὕψη πνευματικὰ ἢ νὰ μετανοῆ καὶ νὰ ἀγωνίζεται ἢ ἔστω νὰ μὴ γίνεται ἕνα ὄν ἀπολύτως ἀποκτηνωμένο. Προσωπικά, μὲ βάση τὰ ἐλάχιστα ἔστω πράγματα ποὺ μὲ ἀφήνει νὰ κατέχω ἡ μικρὴ καὶ ταπεινή μου ἐπιστημονικὴ ἐμπειρία, εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι, ὅσα ἐγκλήματα καὶ ἂν διεπράχθησαν σ᾿ αὐτὸ τὸ τόσο παρεξηγημένο Βυζάντιο, ἡ κοινωνία του ἀπεῖχε ἔτη φωτὸς ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀπόλυτη ἀποκτήνωση, ἀπὸ τὸν ἀπολύτως ζοφερὸ μεσαίωνα τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰῶνα. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἔγινε ἀνθρωποκεντρικὴ καὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἀνθρώπινης ἀξίας, διέπραξε τοὺς πιὸ φριχτοὺς πολέμους καὶ τὶς πιὸ ἀποτρόπαιες γενοκτονίες. Ἀπὸ μία κοινωνία ποὺ ὑποτίθεται πὼς ἀποθέωσε τὴν πρόοδο καὶ τὴ λογικὴ καὶ πρὶν ἀλέκτωρ λαλήση, παραδόθηκε αὐτοβούλως στοὺς ἀποκρυφιστές, τὶς σέχτες, τοὺς ἀστρολόγους καὶ τὶς καφετζοῦδες. Ἀπὸ μία κοινωνία ὑλιστικῶν ὀνειρώξεων, ποὺ καθαίρεσε τὸν Θεὸ ὡς σκοταδιστικὴ πλάνη καὶ στὴ θέση του βεβαίως κατασκεύασε ἀναρίθμητα χρυσὰ μοσχάρια, τὰ ὁποῖα προσκυνάει εὐλαβικά, λέγοντας: «Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου, ποὺ σὲ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο»…
Στὸ παρεξηγημένο Βυζάντιο δὲν ὑπάρχει φυσικὰ τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Ἐκεῖ, ὅπως προανέφερα, ὑπάρχει μία κοινωνία μὲ τὶς πάμπολλες ἀναμφίβολα ἀνθρώπινες ἀδυναμίες της, ποὺ ὅμως παλεύει, ἀγωνίζεται, ἔχει ἐπίγνωση τῆς ἀνεπάρκειας καὶ τῆς ἁμαρτωλότητάς της. Μὲ λίγα λόγια, ἔχει ταπείνωση. Πάντα ἔχει ταπείνωση, σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς καὶ τῆς τέχνης, ἀκόμη κι ὅταν τὸ κράτος βρίσκεται πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ στὴ μεγάλη του ἀκμή. Ἡ Ρωμηοσύνη δὲν εἶναι ἀλαζονικὸς πολιτισμός. Εἶναι πολιτισμὸς μέγας, ἄνω θρώσκων, ἀλλὰ βαθειὰ πνευματικὸς καὶ συνεπῶς ταπεινόφρων. Δεῖτε τὶς Βυζαντινὲς ἐκκλησιὲς σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔπαρση τῶν γοτθικῶν καθεδρικῶν, δεῖτε τὴν κατὰ συνειδητὴ ἐπιλογὴ μέτρια χρήση τῆς ὑλικῆς τεχνολογίας, παρὰ τὶς τεράστιες ὑπάρχουσες δυνατότητες, σὲ σύγκριση μὲ τὴν ὑστερικὴ μέθη τῆς ἀποθέωσης τῆς ἐπιστήμης μετὰ τὸν 16ο αἰῶνα στὴ Δύση. Δεῖτε καὶ τοὺς καλόγερους στὰ Μοναστήρια νὰ ἀντιγράφουν τὰ ἀρχαιότερα κείμενα γιὰ νὰ τὰ σώσουν ἀπὸ τὴ λήθη. Μήπως νομίζετε δηλαδὴ πώς δὲν μποροῦσαν ἀντ᾿ αὐτοῦ νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν δικά τους πρωτότυπα κείμενα; «Ἡ μανία ὅμως γιὰ πρωτοτυπία» εἶχε πεῖ προσφυῶς κάποτε ὁ Κώστας Ζουράρις «εἶναι Δυτικοευρωπαϊκὴ νεύρωση». Εἶναι ἐγωκεντρισμὸς καὶ ἀλαζονεία, θὰ τολμοῦσα ἐγὼ νὰ προσθέσω ἐπεξηγηματικά. Ὁ δικός μας πολιτισμὸς ἀντίθετα ἀναπαράγει τὰ ἤδη κεκτημένα του, γιατί ἁπλούστατα ἔχει ταπείνωση καὶ πιστεύει πὼς ὅλα τὰ σπουδαῖα ἔχουν πλέον ἤδη εἰπωθεῖ ἀπὸ τοὺς προγενέστερους. Καὶ ἐπειδὴ φυσικὰ ποτὲ στὴν πραγματικότητα δὲν πρόκειται γιὰ τυφλὴ καὶ στείρα ἀναπαραγωγή, πάντα ὑπεισέρχονται νέα στοιχεῖα καὶ ἔτσι πάντα ὁ Ρωμέϊκος πολιτισμὸς προχωρᾶ σὲ νέες πολιτισμικὲς συνθέσεις. Εἶναι ἕνας μεγαλειώδης πολιτισμός, ποὺ ὅμως τὸν κουβαλοῦν στὶς πλάτες τους ταπεινόφρονες ἄνθρωποι.
Καὶ φυσικὰ αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς τῆς Ρωμηοσύνης φέρει ἤδη ἐξ ἀρχῆς μέσα του τὰ γενεσιουργὰ σπέρματα αὐτοῦ ποὺ ἀποκαλοῦμε Νεοελληνικὴ ταυτότητα. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἀπὸ νωρὶς καὶ σὲ ἄλλα πολιτισμικὰ στοιχεῖα, τὸ βλέπουμε ὅμως πολὺ ἔκδηλα κυρίως στὴ γλώσσα. Καὶ ἐννοῶ βεβαίως τὴ δημώδη γλῶσσα τοῦ 9ου καὶ 10ου αἰῶνα, ποὺ ἐλάχιστα διαφέρει ἀπὸ τὴ νεότερη δημοτική, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἐκκλησιαστικοὶ καὶ κοσμικοὶ λόγιοι χρησιμοποιοῦν φυσικὰ τὴν ἀρχαΐζουσα, μέσα ἀπὸ μία στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ποὺ καὶ αὐτὴ βέβαια ἔχει τὴ σημασία της. Στὸ κάτω-κάτω, δὲν εἶναι παρὰ τὸ δικό τους ἱστορικὸ παρελθόν. Ἡ διαδικασία διαμόρφωσης τοῦ Νεότερου Ἑλληνισμοῦ συνεχίζεται πιὸ ἔκδηλη μετὰ τὸν 10ο αἰῶνα, ὅταν ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς τῶν Σελτζούκων Τούρκων ἡ Αὐτοκρατορία συρρικνώνεται ἐδαφικὰ σὲ περιοχὲς ὅπου κατοικοῦν σχεδὸν ἀμιγῶς ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ καὶ τείνει ἤδη πλέον νὰ μετατραπῆ σὲ Ἐθνικὸ κράτος. Καὶ φυσικὰ μετὰ τὸ 1204 καὶ μέσα στὴ σκληρὴ περίοδο τῆς Φραγκοκρατίας, ἡ ἐν λόγῳ διαδικασία συνεχίζεται μὲ ἀκόμη πιὸ ραγδαίους ρυθμούς, καθὼς ὁ Ἑλληνισμὸς ὑπὸ συνθῆκες αἰχμαλωσίας ἀποκτᾶ μεγαλύτερη συναίσθηση τῆς ἑτερότητάς του ἀπέναντι στοὺς ἀλλόφυλους καὶ ἑτερόδοξους κατακτητές, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν περαιτέρω σφυρηλάτηση τῆς δικῆς του ἐθνικῆς αὐτοσυνειδησίας. Ἀλλὰ καὶ στὶς περιοχὲς ποὺ παραμένουν ἐλεύθερες, σχηματίζονται τὰ κράτη τῆς Τραπεζούντας, τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Νίκαιας, ποὺ εἶναι πλέον κράτη κατ᾿ οὐσίαν Ἐθνικὰ καὶ ἀποτελοῦν κιβωτοὺς διάσωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ ἀπολύτως συνειδητὲς ἑστίες Ἐθνικῆς ἀντίστασης. Ἀλλὰ τὴν ἴδια ἀντίσταση θὰ τὴ δοῦμε καὶ ἀργότερα, στὸ σκοτάδι τῆς Τουρκικῆς σκλαβιᾶς, μέσα στὸ αἷμα τῶν Νεομαρτύρων, μέσα στὴν ἐπιβίωση τῶν γραμμάτων, μέσα στὸ ἀδούλωτο πνεῦμα τῆς κλεφτουριᾶς, μέσα στὶς 150 περίπου Ἐπαναστάσεις ποὺ ἔγιναν καὶ πνίγηκαν στὸ αἷμα ἀπὸ τὸν 16ο ὡς καὶ τὸν 18ο αἰῶνα.
Ἀντίσταση, αἷμα καὶ πόνος λοιπὸν εἶναι ποὺ γαλουχοῦν τὸν νεότερο Ἑλληνισμό. «Ἡ Ρωμηοσύνη βγῆκε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο ἢ μᾶλλον τὸ Βυζάντιο στάθηκε ἡ ἴδια ἡ Ρωμηοσύνη» γράφει ξανὰ ὁ Κόντογλου. «Ἀκόμα ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Φωκᾶ φανερώνονται καθαρὰ τὰ χαρακτηριστικά της, καὶ στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων, ποὺ ψυχομαχᾶ τὸ Βασίλειο, ἀντρειώνεται ἡ βασανισμένη Ρωμηοσύνη, ἡ καινούργια Ἑλλάδα. Μεγάλωσε μέσα στὴν ἀγωνία, γιατί ὁ πόνος εἶναι ἡ καινούργια σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι ἡ πονεμένη Ἑλλάδα. Καὶ εἶναι πιὸ βαθειὰ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ἐπειδὴ ὁ πόνος εἶναι ἕνα πρᾶγμα πιὸ βαθὺ κι ἀπὸ τὴ δόξα κι ἀπὸ τὴ χαρὰ κι ἀπὸ κάθε τί. Οἱ λαοὶ ποὺ ζοῦνε μὲ πόνο καὶ μὲ πίστη τυπώνουνε πιὸ βαθειὰ τὸν χαρακτήρα τους στὸν σκληρὸ βράχο τῆς ζωῆς καὶ σφραγίζονται μὲ μία σφραγίδα ποὺ δὲν σβήνει ἀπὸ τὶς συμφορές. Μὲ μία τέτοια σφραγίδα εἶναι σφραγισμένη ἡ Ρωμηοσύνη. Τὴ σφραγίδα τοῦ πόνου ποὺ κατεργάζεται τοὺς λαοὺς καὶ τοὺς καθαρίζει, ὅπως καθαρίζεται τὸ χρυσάφι μὲ φωτιὰ μέσα στὸ χωνευτήρι».
Μέσα ἀπὸ τὸν πόνο λοιπὸν σφυρηλατήθηκε κι ἀντρειώθηκε ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα κι ἑξῆς ἡ Ρωμηοσύνη. Μέσα ἀπὸ τὶς εἰσβολὲς τῶν Νορμανδῶν καὶ τῶν Σελτζούκων, τὶς σφαγές, τὶς καταστροφές, τοὺς μαζικοὺς ἐξισλαμισμούς, τὴ σκληρὴ κατοχὴ ἀπὸ τὴ φράγκικη τιάρα, τὴ νέα ἐν τέλει τρομερὴ λαίλαπα τῆς Ὀθωμανικῆς σκλαβιᾶς. Καὶ – θὰ ἐπαναλάβω – καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀντίσταση, μία ἀντίσταση ἄλλωστε βαθειὰ συνυφασμένη μὲ τὸ αἷμα καὶ τὸν πόνο. Ἀντίσταση, ὑλικὴ καὶ πνευματική, ἀπέναντι ἀρχικὰ στοὺς Φράγκους καὶ ἀργότερα στοὺς Τούρκους, μέσα ἀπὸ τὴν πλήρη ἄρνηση τῆς ὑποτέλειας, τοῦ ἐνδοτισμοῦ καὶ τῆς ἐθελοδουλείας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ἐπισημαίνει ἕνας σπουδαῖος μας διανοούμενος, ὁ Γιῶργος ὁ Καραμπελιᾶς στὸ ἐξαιρετικό του «1204» ὅτι ἡ χρονολόγηση ἀπὸ τὴν ψευτοϊστορικὴ ἀποδομητικὴ σχολὴ τῆς ἑλληνικῆς Ἐθνογένεσης μετὰ τὸ 1830 καὶ ἡ παραχάραξη ὅλης τῆς προηγούμενης Ἱστορίας μας εἶναι πολὺ βολικές, γιατί μοιραία παραγράφουν ὅλη αὐτὴ τὴν κυρίαρχη ἀντιστασιακὴ διάσταση τῆς ταυτότητάς μας. Καὶ ἔτσι συντηροῦν αὐτομάτως τὴν ἀφασία μας μέσα στὴ συνεχιζόμενη ἕως σήμερα Δυτικὴ ἀποικιοκρατία, καθιστοῦν τελικὰ – τολμῶ ἐγὼ νὰ προσθέσω – φυσιολογικὴ καὶ αὐτονόητη τὴ διαιώνισή μας ὡς καρπαζοεισπρακτόρων σκλάβων σὲ ξένους ἀφεντάδες καὶ φυσικὰ διασφαλίζουν τὴν ὕπαρξή μας ὡς ἀπολύτως ἄχρωμου καὶ ἀνώδυνου ἐκτοπλάσματος μέσα στὸν προωθούμενο παγκοσμιοποιημένο νεοταξίτικο χυλὸ.
Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ κλείσω καὶ πάλι μὲ Φώτη Κόντογλου: «Μέσα στὴ βάρβαρη ἀνθρωπότητα» γράφει, «τὸ Βυζάντιο ἤτανε ἡ κιβωτὸς ἡ σφραγισμένη, ποὺ φύλαγε μέσα της κάθε πνευματικὸ θησαυρό. Σὰν χάλασε αὐτὴ ἡ κιβωτὸς καὶ σκορπιστήκανε οἱ θησαυροί της, ὁ κόσμος τράφηκε πνευματικὰ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ μαζέψανε κάποιοι Ἕλληνες καὶ τὰ πήγανε στὰ Δυτικὰ ἔθνη. Ὡστόσο, μ᾿ ὅλο ποὺ κόπηκε τὸ μεγάλο ἐκεῖνο δέντρο τῆς Ρωμηοσύνης, ἡ φύτρα σώθηκε καὶ πέταξε καινούργιους βλαστούς, ποὺ λουλουδίσανε, κι ἂς πλάκωνε τὸν ραγιὰ ἡ φοβέρα τοῦ θανάτου». Τὸ ἐρώτημα φυσικὰ εἶναι, ἀγαπητοὶ φίλοι, τί ἔχει ἀπομείνει ἕως σήμερα ἀπὸ τὴ φύτρα αὐτοῦ τοῦ δέντρου; Ζοῦμε σὲ καιροὺς βαθειᾶς κρίσης, οἰκονομικῆς, πολιτικῆς καὶ κυρίως βέβαια πνευματικῆς. Ζοῦμε στοὺς Κατοχικοὺς καιροὺς τοῦ Μνημονίου, τῶν ἑλληνοφοβικῶν ἀποδομητῶν, τῆς κατάρρευσης κάθε ἠθικῆς ἀξίας. Κατὰ πόσον εἴμαστε πιὰ σὲ θέση νὰ ἀποτινάξουμε τὶς ἐξαρτήσεις ἢ τοὐλάχιστον νὰ τὸ προσπαθήσουμε; Κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ ἀναπλεύσουμε τὸ ρεῦμα τῆς Ἱστορίας καὶ νὰ ξαναβροῦμε τὴ χαμένη ἰδιοπροσωπία καὶ τὸ ἱστορικό μας αὐτεπίγνωτον; Νὰ ξαναβροῦμε μὲ ἄλλα λόγια τὴν αὐθεντικὴ ταυτότητά μας, τὴν πάλαι ποτὲ συγκροτημένη διὰ τῆς ἀντιστάσεως; Ἡ συζήτηση ποὺ θὰ ἀκολουθήση, ἐλπίζω νὰ ρίξη λίγο φῶς σὲ αὐτὸ τὸ πραγματικὰ ἀγωνιῶδες ἐρώτημα.
*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ‘ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ’, ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΤΟ ΑΠΘ, ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2010