ΡΩΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Ἀ­πὸ τὴ γέν­νη­ση τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης

στὴ δι­α­μόρ­φω­ση τῆς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ταυ­τό­τη­τας

Δαπέργολας Νεκτάριος

Δι­δά­κτωρ Βυ­ζαν­τι­νῆς Ἱ­στο­ρί­ας

 

 

    

     Εἶ­ναι προ­φα­νὲς βέ­βαι­α ὅ­τι τὸ θέ­μα ποὺ βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­πὸ τὸν τί­τλο τῆς πα­ρού­σας εἰ­σή­γη­σης εἶ­ναι τε­ρά­στιο καὶ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ κα­λυ­φθῆ μέ­σα σὲ μί­α ἐκ τῶν πραγ­μά­των σύν­το­μη ὁ­μι­λί­α. Θὰ προ­σπα­θή­σω ὅ­μως νὰ σκι­α­γρα­φή­σω κά­ποια­ βα­σι­κά του ση­μεῖ­α καὶ σί­γου­ρα θὰ ἔ­χου­με καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ποῦ­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα, τό­σο γιὰ τὸ ζή­τη­μα καθ᾿ αὐ­τό, ὅ­σο καὶ γιὰ τὴ ση­μα­σί­α ποὺ ἔ­χει ἢ μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη γιὰ ἐ­μᾶς τοὺς ση­με­ρι­νοὺς Ἕλ­λη­νες.

     Μι­λᾶ­με φυ­σι­κὰ γιὰ ἕ­να θε­με­λι­ῶ­δες κε­φά­λαι­ο τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ ἴ­σως μά­λι­στα τὸ πιὸ θε­με­λι­ῶ­δες, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ νε­ό­τε­ρη συλ­λο­γι­κή μας αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α. Μί­α πε­ρί­ο­δος 11 αἰ­ώ­νων, μί­α πε­ρί­ο­δος ὕ­ψι­στης ση­μα­σί­ας, κα­θὼς κα­τὰ τὴ διά­ρκειά της καὶ μέ­σα ἀ­πὸ ἀρ­γὲς δι­α­δι­κα­σί­ες καὶ ζυ­μώ­σεις ὁ πα­ρηκ­μα­σμέ­νος ἀρ­χαῖ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς τῆς Ὕ­στε­ρης Ρω­μαι­ο­κρα­τί­ας ἀ­πο­κτᾶ στα­δια­κὰ νέ­α πνο­ή, ἀ­να­νε­ώ­νε­ται καὶ ἀ­να­δι­α­μορ­φώ­νε­ται, μορ­φο­ποι­ών­τας ἐν τέ­λει αὐ­τὸ ποὺ συ­νο­πτι­κὰ ἀ­πο­κα­λοῦ­με Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα. Ἀ­να­βα­πτι­σμέ­νος μέ­σα στὴν και­νὴ κτί­ση τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­να­βα­πτί­ζει ταυ­τό­χρο­να καὶ ὠ­θεῖ σὲ πρω­τό­γνω­ρα ὕ­ψη καὶ τὴ σο­φί­α τῶν προ­γό­νων του, κα­θὼς τὴν ἀ­να­ψη­λα­φί­ζει μέ­σα ἀ­πὸ τὴ μό­νη οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀ­λή­θεια: Τὴ «μω­ρί­α» τοῦ Σταυ­ροῦ. Ἀ­κό­μη καὶ μὲ κα­θα­ρὰ κο­σμι­κὰ κρι­τή­ρια, ἡ ἐ­ξε­λι­κτι­κὴ πο­ρεί­α τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς σκέ­ψης πρὸς τοὺς Καπ­πα­δό­κες καὶ με­τὰ πρὸς τὸν Φώ­τιο καὶ τὸν Γρη­γό­ριο Πα­λα­μᾶ εἶ­ναι μί­α ἱ­στο­ρία­ ἄ­κρως συ­ναρ­πα­στι­κή. Τὸ ἴ­διο συ­ναρ­πα­στι­κὴ εἶ­ναι βέ­βαι­α καὶ ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς γλώσ­σας, τῆς τέ­χνης, τῆς μου­σι­κῆς, ὅ­λων τῶν ἐκ­φάν­σε­ων τοῦ ὑ­λι­κοῦ καὶ πνευ­μα­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, μέ­σα σὲ μί­α Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ποὺ ξε­κι­νᾶ τὸν 4ο αἰ­ῶνα ὡς ἁ­πλὴ συ­νέ­χεια τῆς Ρώ­μης καὶ πέν­τε αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα εἶ­ναι πιὰ ἕ­να κρά­τος κα­θα­ρὰ ἑλ­λη­νι­κό, ἀ­π᾿ ὅ­λες τὶς ἀ­πό­ψεις.

     Στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ βέ­βαι­α θὰ μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε μί­α ἀ­ναγ­καί­α δι­ευ­κρί­νι­ση. Θὰ πῶ ἐκ τῶν προ­τέ­ρων ὅ­τι θὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω καὶ ἐ­γὼ σή­με­ρα γιὰ λό­γους κα­θα­ρὰ με­θο­δο­λο­γι­κούς τούς ὅ­ρους «Βυ­ζάν­τιο» καὶ «Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α», πα­ρ᾿ ὅ­τι φυ­σι­κά, ὅ­πως φαν­τά­ζο­μαι ὅ­λοι γνω­ρί­ζε­τε, εἶ­ναι ὅροι ποὺ δὲν ἔ­χουν ἀ­πο­λύ­τως καμ­μί­α σχέ­ση μὲ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πρό­κει­ται γιὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ νε­ο­λο­γι­σμό, ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸν 18ο αἰ. στὴ Δύ­ση καὶ κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ἔ­κτο­τε ὡς δι­α­κρι­τι­κός τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ἐ­νῶ βε­βαί­ως στα­δια­κὰ κα­θι­ε­ρώ­θη­κε καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα, σὲ μί­α ἐ­πο­χὴ φυ­σι­κὰ ποὺ ξι­πα­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὰ θαμ­πὰ φῶ­τα τῆς Ἑ­σπε­ρί­ας καὶ ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νι­στό­ρη­τους δι­α­φω­τι­στὲς θι­α­σῶ­τες τῆς Με­τα­κέ­νω­σης, οἱ ὁ­ποῖ­οι θε­ω­ροῦ­σαν τὸ Βυ­ζάν­τιο ὡς σκο­τα­δι­στι­κὴ βαρ­βα­ρό­τη­τα, εἴ­χα­με ἀρ­χί­σει ὡς κομ­πλε­ξι­κοὶ νε­ό­πλου­τοι νὰ πε­τοῦ­με τὰ ἅ­για τοῖς κυ­σὶν καὶ νὰ ἀ­παρ­νι­ό­μα­στε σχι­ζο­φρε­νι­κὰ τὴν ἴ­δια τὴν ταυ­τό­τη­τά μας, ἐ­ξο­βε­λί­ζον­τας εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον τὸ βα­σι­κό­τε­ρο κε­φά­λαι­ο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας μας, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο στὸ κά­τω-κά­τω ἄ­με­σα προ­ήλ­θα­με. Οἱ κά­τοι­κοι λοι­πὸν αὐ­τῆς τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας πο­τὲ δὲν ἀ­πο­κά­λε­σαν τοὺς ἑ­αυ­τοὺς τους Βυ­ζαν­τι­νούς. Μέ­χρι τὸ τέ­λος αὐ­το­α­πο­κα­λοῦν­ταν Ρω­μαῖ­οι –καὶ τε­λι­κὰ ἐ­πὶ τὸ λα­ϊ­κό­τε­ρον Ρω­μη­οὶ– ἐ­νῶ τὸ κρά­τος τους τὸ ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν Βα­σι­λεί­α τῶν Ρω­μαί­ων ἢ Ρω­μα­νί­α. Ὑ­πὸ τὸ πρί­σμα αὐ­τό, ὅ­πως ἀν­τι­λαμ­βά­νε­στε, ὅ­λοι οἱ ὅροι ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με μὲ τὸ πρό­θε­μα «Βυ­ζαν­τι­νός», εἴ­τε μι­λᾶ­με γιὰ βυ­ζαν­τι­νὴ Ἱ­στο­ρί­α, εἴ­τε γιὰ βυ­ζαν­τι­νὴ τέ­χνη ἢ βυ­ζαν­τι­νὴ μου­σι­κή, εἶ­ναι ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας ἐ­σφαλ­μέ­νοι καὶ πο­λὺ σω­στὰ ἔ­χου­με πλέ­ον ἀρ­χί­σει νὰ τοὺς ἀ­πο­σύ­ρου­με ἀ­πὸ τὸ προ­σω­πι­κό μας λε­ξι­λό­γιο. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἔ­χουν πρὸ πολ­λοῦ κα­θι­ε­ρω­θεῖ καὶ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἀ­κό­μη κα­τὰ κό­ρον, θὰ μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε κα­τὰ πα­ρα­χώ­ρη­σιν νὰ τοὺς χρη­σι­μο­ποι­ή­σω καὶ ἐ­γὼ σή­με­ρα σὲ κά­ποι­ες πε­ρι­πτώ­σεις – μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ ἀ­πο­φύ­γου­με κά­ποι­ες ἀ­συ­νεν­νο­η­σί­ες καὶ συγ­χύ­σεις. Μὲ ἁ­πλὰ λό­για, γιὰ νὰ μὴν μπερ­δευ­ό­μα­στε.

     Εἶ­πα προ­η­γου­μέ­νως ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ κρά­τος, τὸ λε­γό­με­νο καὶ Βυ­ζαν­τι­νό, ἀ­πὸ τὸν 8ο αἰ­ῶνα καὶ με­τὰ δεί­χνει νὰ εἶ­ναι πλέ­ον ἕ­να κρά­τος κα­θα­ρὰ ἑλ­λη­νι­κό. Γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­ξουν ὡ­στό­σο πα­ρα­νο­ή­σεις, θὰ πρέ­πη στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ νὰ ποῦ­με καὶ τί ἀ­κρι­βῶς ἐν­νο­οῦ­με ὅ­ταν λέ­με «Ἑλ­λη­νι­κό». Γιὰ νὰ τὸ κα­τα­νο­ή­σου­με, θὰ πρέ­πη νὰ ὑ­περ­βοῦ­με τὰ σύγ­χρο­να ὀμ­φα­λο­σκο­πι­κὰ καὶ ἐ­σω­στρε­φῆ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κὰ σχή­μα­τα καὶ νὰ ἐ­πα­να­προ­σεγ­γί­σου­με τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ ἔν­νοι­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, αὐ­τὸ δη­λα­δὴ ποὺ πάν­τα ὑ­πῆρ­χε ἀ­πὸ τὰ Ἀρ­χαί­α ἀ­κό­μη χρό­νια καὶ βε­βαί­ως δι­ευ­ρύν­θη­κε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­σα στὰ συγ­κλο­νι­στι­κὰ νέ­α δε­δο­μέ­να τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης. Ἡ ἔν­νοι­α αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη φυ­σι­κὰ ἀ­πὸ τὴν ἔν­νοι­α τῆς Οἰ­κου­με­νι­κό­τη­τας. Πολ­λοὶ λέ­νε σή­με­ρα πὼς τὸ Βυ­ζάν­τιο ἦ­ταν Ἑλ­λά­δα, ἐ­νῶ ἄλ­λοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται πὼς ἦ­ταν ἕ­να κρά­τος πο­λυ­ε­θνι­κό. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως, ὅ­λοι ἔ­χουν δί­κηο, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να ἔ­χουν καὶ ἄ­δι­κο.

     Ἀ­πὸ τὴ μί­α, βε­βαί­ως καὶ τὸ Βυ­ζάν­τιο ἦ­ταν ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος – ὑ­πὸ μί­α ἔν­νοι­α ἀ­κό­μη καὶ ἐ­ξ ἀρ­χῆς, θὰ τολ­μοῦ­σα νὰ πῶ. Πο­τὲ δὲν ἦ­ταν μί­α ἑ­τε­ρό­κλη­τη Βα­βυ­λω­νί­α λα­ῶν, ὅ­πως δι­α­τεί­νον­ται κά­ποι­οι ἐμ­πα­θεῖς ἀ­νι­στό­ρη­τοι, για­τί δὲν θὰ πρέ­πη νὰ ξε­χνοῦ­με ὅ­τι ἁ­πλω­νό­ταν σ᾿ ἕ­να γε­ω­γρα­φι­κὸ χῶ­ρο ποὺ ἦ­ταν ἤ­δη σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ πιὰ ὁ­μο­γε­νο­ποι­η­μέ­νος, κα­θὼς οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς Ἐ­θνό­τη­τες ποὺ κα­τοι­κοῦ­σαν σ᾿ αὐ­τὸν εἶ­χαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ ἀ­κό­μη τῶν δι­α­δό­χων τοῦ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρου ὡς βα­σι­κοὺς συ­νε­κτι­κοὺς κρί­κους ἀ­νά­με­σά τους τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα καὶ τὸν ἑλ­λη­νι­κὸ πο­λι­τι­σμό. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α τοῦ γλωσ­σι­κοῦ ἐ­ξελ­λη­νι­σμοῦ γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τῶν δι­α­φό­ρων ἐ­θνο­τή­των τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας ἢ τῶν Θρα­κι­κῶν φυ­λῶν νό­τια του Αἵ­μου βρί­σκε­ται σὲ τό­σο ρα­γδαί­α ἐ­ξέ­λι­ξη κα­τὰ τὴν Ὕ­στε­ρη Ἀρ­χαι­ό­τη­τα καὶ τὴν Πε­ρί­ο­δο τῆς Ρω­μαι­ο­κρα­τί­ας, ὥ­στε ὡς τὸν 5ο αἰ. μ.Χ. οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς γλῶσ­σες αὐ­τῶν τῶν λα­ῶν ἔ­χουν πιὰ πλή­ρως ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Καὶ αὐ­τὴ ἦ­ταν βέ­βαι­α μί­α δι­α­δι­κα­σί­α, ποὺ δὲν ὀ­φει­λό­ταν σὲ κά­ποι­ο ἄ­νω­θεν σχέ­διο (ὅ­πως συμ­βαί­νει λ.χ. σή­με­ρα μὲ τὴ λε­γό­με­νη Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση καὶ τὴ Νε­ο­τα­ξί­τι­κη ἀ­πό­πει­ρα δι­ά­λυ­σης τῶν ἐ­θνι­κῶν, πο­λι­τι­στι­κῶν καὶ θρη­σκευ­τι­κῶν ἰ­δι­αι­τε­ρο­τή­των τῶν λα­ῶν τῆς Γῆς), ἀλ­λὰ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μί­α ὁ­μα­λὴ καὶ πη­γαί­α ἐ­ξέ­λι­ξη, ἐ­ξ αἰτί­ας τῆς πο­λι­τι­σμι­κῆς καὶ συ­χνὰ καὶ ἀ­ριθ­μη­τι­κῆς ὑ­πε­ρο­χῆς τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ στοι­χεί­ου. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ὅ­μως συ­νέ­βη καὶ στὴ συ­νέ­χεια, κα­θὼς ἡ Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α δὲν εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς πο­τὲ κα­νέ­να σχέ­διο ἀ­φο­μοί­ω­σης τῶν ξέ­νων πλη­θυ­σμῶν ποὺ ζοῦ­σαν ἢ κα­τὰ και­ροὺς ἐγ­κα­θί­σταν­το στὰ ἐ­δά­φη της. Τὸ μό­νο ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ τὴν ἐν­δι­έ­φε­ρε ἦ­ταν αὐ­τοὶ οἱ πλη­θυ­σμοὶ νὰ εἶ­ναι ὑ­πο­ταγ­μέ­νοι καὶ νὰ πλη­ρώ­νουν φό­ρους. Πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως βλέ­που­με καὶ στὶς πε­ρι­πτώ­σεις αὐ­τὲς μί­α ἐμ­φα­νῆ δι­α­δι­κα­σί­α ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­σης τῶν πλη­θυ­σμῶν τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, εἰ­δι­κὰ μά­λι­στα ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ Ἀ­ρα­βι­κὴ κα­τά­κτη­ση ἀ­πο­κό­πτει ὁ­ρι­στι­κὰ τὰ ἐ­δά­φη τῆς Αἰ­γύ­πτου καὶ τῆς Μέ­σης Ἀ­να­το­λῆς, ὅ­που κα­τοι­κοῦ­σαν λα­οὶ βα­θειὰ ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι πο­λι­τι­κὰ καὶ θρη­σκευ­τι­κὰ ἀ­πὸ τὴν πρω­τεύ­ου­σα. Πρό­κει­ται δη­λα­δὴ γιὰ μί­α ὁ­μο­γε­νο­ποί­η­ση ποὺ τὴν ἐ­πι­βάλ­λουν οὐ­σι­α­στι­κὰ οἱ ἴ­δι­ες οἱ ἱ­στο­ρι­κὲς συν­θῆ­κες. Ἡ ἀ­πώ­λεια ὅ­λων τῶν Νό­τιο-ἀ­να­το­λι­κῶν ἐ­δα­φῶν της καὶ ἡ συρ­ρί­κνω­ση τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στὴ Μι­κρὰ Ἀ­σί­α καὶ τὰ Βαλ­κά­νια, πε­ρι­ο­χές, ὅ­πως προ­α­να­φέ­ρα­με, ἤ­δη ἑλ­λη­νι­κὲς ἢ ἐν πολ­λοῖς ἐ­ξελ­λη­νι­σμέ­νες, δη­μι­ουρ­γοῦν με­τὰ τὸν 7ο αἰ­ῶνα ἕ­να κρά­τος μι­κρό­τε­ρο ἐ­δα­φι­κά, ἀλ­λὰ πο­λὺ πιὸ συμ­πα­γὲς ἐ­θνο­λο­γι­κά, γλωσ­σι­κά, πο­λι­τι­σμι­κὰ καὶ θρη­σκευ­τι­κά. Ἕ­να κρά­τος μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ὑ­πάρ­χει πλέ­ον ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ ἄλ­λη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πέ­ραν τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ καὶ τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης.

     Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη ὅ­μως, τὸ Βυ­ζάν­τιο ἦ­ταν σί­γου­ρα καὶ πο­λυ­ε­θνι­κό, κα­θὼς πέ­ραν τῶν Ἑλ­λή­νων, ὑ­πῆρ­χαν πάν­τα καὶ ἄλ­λες Ἐ­θνο­τι­κὲς ὁ­μά­δες, μὲ βά­ση τὰ ση­με­ρι­νὰ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κὰ κρι­τή­ρια. Τέ­τοι­ες δι­α­κρί­σεις ὅ­μως θὰ πρέ­πη νὰ κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι δὲν εἶ­χαν κα­νέ­να νό­η­μα σ᾿ ἐ­κεί­νη τὴν ἐ­πο­χὴ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ τε­ρά­στιο σφάλ­μα ἡ με­τα­φο­ρὰ ἐ­θνι­κι­στι­κῶν στε­ρε­ο­τύ­πων τοῦ 19ου καὶ τοῦ 20οῦ αἰ. σὲ μί­α κοι­νω­νί­α, ποὺ πο­λὺ ἁ­πλὰ βί­ω­νε τὴν Ἱ­στο­ρί­α ὡς μί­α ἑ­νια­ία χρι­στι­α­νι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὄ­χι πο­λυ­ε­θνι­κή, ἀλ­λὰ ὑ­πε­ρε­θνι­κή, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε Ἰ­ου­δαῖ­ος, οὔ­τε Ἕλ­λην, ἀλ­λὰ πάν­τες ἐν ἐ­σμὲν ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ λό­γος ποὺ θε­ω­ρῶ ὅ­τι μί­α ἐν­δε­χό­με­νη συ­ζή­τη­ση γιὰ τὸν ἀ­κρι­βῆ ἐν­το­πι­σμὸ τῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, μὲ βά­ση σύγ­χρο­να κρι­τή­ρια, ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ τὶς νε­όδ­μη­τες ἰ­δε­ο­λο­γι­κὲς ἀγ­κυ­λώ­σεις τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ «Ἔθνους-κρά­τους», δὲν θὰ εἶ­χε κα­νέ­να ἀ­πο­λύ­τως νό­η­μα. Ἦ­ταν λοι­πὸν τὸ Βυ­ζάν­τιο, ἡ Ρω­μα­νί­α, κρά­τος ἑλ­λη­νι­κό, ἀλ­λὰ μὲ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ ση­μα­σί­α τοῦ ὅρου, καὶ ὄ­χι Ἐθνι­κό, μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κὴ ση­μα­σί­α του. Ἦ­ταν τὸ πο­λι­τι­κὸ πλαί­σιο, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε καὶ με­γα­λούρ­γη­σε ὁ δι­ευ­ρυ­μέ­νος Ἑλ­λη­νι­σμὸς τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης. Τῆς ἴ­διας Ρω­μη­ο­σύ­νης, ποὺ τε­λι­κὰ ἐ­πέ­ζη­σε γιὰ αἰ­ῶ­νες καὶ με­τὰ τὴν πτώ­ση τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου, ποὺ συ­νέ­χι­σε νὰ με­γα­λουρ­γῆ ὡς τὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20οῦ αἰ. στὴ Μι­κρα­σί­α, τὰ Βαλ­κά­νια καὶ τὴ Ρω­σσί­α, πού κα­τέρ­ρευ­σε μέ­σα στὸ αἷ­μα καὶ  τοὺς κα­πνοὺς τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Ρω­μυ­λί­ας, τῆς Σμύρ­νης καὶ τοῦ Πόν­του, καὶ ποὺ φυ­σι­κὰ καμ­μί­α σχέ­ση δὲν ἔ­χει μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ θλι­βε­ρή, κον­τό­φθαλ­μη καὶ μυ­ω­πι­κὴ μο­να­ξιὰ τῆς ἄ­θλιας, βα­θύ­τα­τα πα­ρακ­μια­κῆς καὶ τρα­γι­κὰ συρ­ρι­κνω­μέ­νης Νε­ο­ελ­λα­δι­κῆς μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

     Οἱ 11 αἰ­ῶ­νες συ­νε­πῶς τοῦ λε­γό­με­νου Βυ­ζαν­τί­ου ἦ­ταν μί­α πε­ρί­ο­δος ὀρ­γα­νι­κὰ ἐν­τε­ταγ­μέ­νη μέ­σα στὴ μα­κραί­ω­νη ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱ­στο­ρί­α. Σὲ πεῖ­σμα ὅ­λων τῶν ὑ­στε­ρι­κῶν ἐ­θνο­μη­δε­νι­στῶν καὶ ἀ­πο­δο­μη­τῶν τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ποὺ ἐ­πι­κα­λύ­πτον­ται στὶς μέ­ρες μας μὲ δῆ­θεν ἐ­πι­στη­μο­νι­κοὺς μαν­δύ­ες γιὰ νὰ «δι­α­πι­στώ­σουν» ὅ­τι τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ Ἔ­θνος ὑ­πῆρ­ξε προ­ϊ­όν τοῦ Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ καὶ ὅ­τι δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τε­χνη­τὰ τὸν 19ο αἰ. ἀ­πὸ ἕ­να συ­νον­θύ­λευ­μα Σλα­βο­αρ­βα­νι­τό­βλα­χων, ἡ μό­νη ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­χει μί­α ἀ­δι­α­τά­ρα­κτη ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νέ­χεια χι­λιά­δων χρό­νων. Σὲ καμ­μί­α πε­ρί­πτω­ση δὲν πα­ρα­τη­ρεῖ­ται κά­ποι­α βί­αι­η το­μὴ στὴ συ­νέ­χεια αὐ­τὴ – καὶ θὰ πρέ­πη φυ­σι­κὰ στὸ ση­μεῖ­ο αὐ­τὸ νὰ ἐ­πι­ση­μά­νω ὅ­τι καὶ οἱ ἀ­πό­ψεις ὅ­σων ἱ­στο­ρι­κῶν δέ­χον­ταν πα­λαι­ό­τε­ρα τὴν ὕ­παρ­ξη μί­ας τέ­τοι­ας το­μῆς μὲ τὴ δῆ­θεν σλα­βι­κὴ εἰ­σβο­λὴ ποὺ πλημ­μύ­ρι­σε τὴν Ἑλ­λά­δα τὸν 7ο αἰ­ῶνα, ἔ­χουν πλέ­ον καὶ αὐ­τὲς κα­ταρ­ρι­φθεῖ. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα, πε­ρι­πέ­τει­ες ὑ­πήρ­ξα­νε πολ­λές, κίν­δυ­νοι πο­λι­τι­κοὶ καὶ πνευ­μα­τι­κοί, με­γά­λες κα­τα­στρο­φὲς καὶ πε­ρί­ο­δοι τε­ρά­στι­ων οἰ­κο­νο­μι­κῶν καὶ κοι­νω­νι­κῶν κρί­σε­ων. Δι­α­κο­πή καὶ ἀ­συ­νέ­χεια ὅ­μως ὄ­χι. Κά­τι τέ­τοι­ο δὲν μπο­ρεῖ ὄ­χι μό­νο νὰ τεκ­μη­ρι­ω­θῆ, ἀλ­λὰ οὔ­τε κἄν νὰ τε­θῆ ὡς ὑ­πό­θε­ση ἐρ­γα­σί­ας. Ὅ­σοι ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται κά­τι τέ­τοι­ο, ἀ­να­πα­ρά­γουν ἁ­πλῶς ὑ­πο­βο­λι­μαί­α ἀ­πο­κυ­ή­μα­τα ψευ­δο­ϊ­στο­ρι­κῆς φαν­τα­σί­ας, τὰ ὁ­ποῖα εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­δύ­να­το νὰ ἀν­τέ­ξουν στὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ κρι­τι­κή.

     Καὶ φυ­σι­κὰ ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α νὰ το­νί­σου­με ἐ­δῶ ὅ­τι στὴ διά­ρκεια ὅ­λων αὐ­τῶν τῶν αἰ­ώ­νων ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­χει πάν­το­τε καὶ συλ­λο­γι­κὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, ὅ­σο καὶ ἂν βε­βαί­ως με­τα­βάλ­λε­ται συ­νε­χῶς καὶ ἀ­να­νε­ώ­νε­ται, προσ­λαμ­βά­νον­τας νέ­α στοι­χεῖ­α, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­φο­μοι­ώ­νει δη­μι­ουρ­γι­κά. Ἤ­δη ἀ­πὸ τοὺς Ὁ­μη­ρι­κοὺς χρό­νους μᾶς εἶ­ναι γνω­στὲς οἱ πε­ποι­θή­σεις γιὰ τὸ ὅμαι­μον, τὸ ὁ­μό­γλωσ­σον, τὸ ὁ­μο­δί­αι­τον ἢ τὸ ὁ­μό­δο­ξον τῶν Ἑλ­λή­νων, ποὺ οὐ­σι­α­στι­κὰ θέ­τουν ἀ­κρι­βῶς τὰ ἴ­δια μὲ τὰ ση­με­ρι­νὰ κρι­τή­ρια γιὰ τὸν προσ­δι­ο­ρι­σμὸ τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Ἔθνους. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὸ μό­νο ποὺ ἦ­ταν ἄ­γνω­στο στὸν ἀρ­χαῖ­ο Ἑλ­λη­νι­σμὸ ἦ­ταν ἡ ἔν­νοι­α τοῦ «Ἔ­θνους-κρά­τους», ἐξ οὗ καὶ ὁ πο­λι­τι­κός του κα­τα­κερ­μα­τι­σμός. Αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α ἔ­χει ὅ­μως καὶ ὁ με­σαι­ω­νι­κὸς Ἑλ­λη­νι­σμὸς τῆς Ρω­μα­νί­ας, ποὺ ἴ­σως εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή, εἶ­ναι ἡ συλ­λο­γι­κὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ νοι­ώ­θει τὸν ἑ­αυ­τό του ὡς μέ­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ ταυ­τό­χρο­να ὡς μέ­λος τῆς μό­νης Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας πά­νω στὴ Γῆ. Ἐ­πὶ τῆς οὐ­σί­ας ὡ­στό­σο εἶ­ναι πάν­τα ὁ ἴ­διος λα­ός. Ὁ ἴ­διος λα­ὸς στὴν ἐ­ξέ­λι­ξή του, ἡ ἴ­δια γλῶσ­σα στὴν ἐ­ξέ­λι­ξή της, ὁ ἴ­διος πο­λι­τι­σμὸς στὴν ἀ­δι­α­τά­ρα­κτή του συ­νέ­χεια. Ἡ Ρω­μα­νί­α εἶ­ναι γιὰ μᾶς τοὺς ση­με­ρι­νοὺς Ἕλ­λη­νες ὁ κεν­τρι­κὸς κρί­κος αὐ­τῆς τῆς συ­νέ­χειας, για­τί εἶ­ναι ὁ τό­πος καὶ ὁ χρό­νος ποὺ ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς συ­ναν­τᾶ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α καὶ με­τα­σχη­μα­τί­ζε­ται σὲ και­νὴ κτί­ση, με­τα­βάλ­λε­ται ἀ­πὸ σύ­να­ξη πο­λι­τῶν σὲ μυ­στι­κή, λα­τρευ­τι­κὴ σύ­να­ξη γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιο Πο­τή­ριο. Καὶ αὐ­τὸ μά­λι­στα τὸ πράτ­τει ὄ­χι μό­νος του, ἀλ­λὰ μα­ζὶ καὶ μὲ ἄλ­λους λα­ούς, ποὺ με­τέ­χουν καὶ αὐ­τοὶ μα­ζί του μέ­σα στὴ δι­ευ­ρυ­μέ­νη Κοι­νό­τη­τα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης. Καὶ αὐ­τοὺς τοὺς λα­οὺς δὲν τοὺς πα­ρα­σύ­ρει βια­ίως ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός, δὲν τοὺς πο­δη­γε­τεῖ, ἀλ­λὰ οὐ­σι­α­στι­κά τούς δι­α­κο­νεῖ, τοὺς δί­νει τὰ φῶ­τα του, τὰ γράμ­μα­τα καὶ τὴν τέ­χνη του, τοὺς προ­σφέ­ρει τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α δί­χως πο­λι­τι­κὲς σκο­πι­μό­τη­τες, ἐ­πι­νο­εῖ μέ­χρι καὶ ἀλ­φά­βη­τα γιὰ χά­ρη τους, θέ­τον­τας δί­χως ὑ­στε­ρο­βου­λί­ες τὶς βά­σεις τοῦ ἰ­δι­αί­τε­ρου πνευ­μα­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ τους. Αὐ­τὸς ὁ με­τα­σχη­μα­τι­σμὸς εἶ­ναι ἡ τε­λεί­ω­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἡ ὁ­λο­κλή­ρω­ση καὶ ἡ τε­λει­ο­ποί­η­σή του.

     Καὶ αὐ­τὸς ἀ­σφα­λῶς εἶ­ναι τε­λι­κὰ καὶ ὁ λό­γος ποὺ τὸ Βυ­ζάν­τιο, ἡ Ρω­μα­νί­α, εἶ­ναι μὲν ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱστο­ρί­α, ταυ­τό­χρο­να ὡ­στό­σο εἶ­ναι καὶ μί­α πε­ρί­ο­δος δι­εύ­ρυν­σης ἢ ἀ­κό­μη καὶ ὑ­πέρ­βα­σης τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας. Εἶ­ναι μί­α γέ­φυ­ρα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α πέ­ρα­σε ὁ ἀρ­χαῖ­ος Ἑλ­λη­νι­σμὸς προ­χω­ρών­τας πρὸς τὸ μέλ­λον, ἱ­στο­ρι­κὰ καὶ ἐ­σχα­το­λο­γι­κά, ἕ­να πε­δί­ο μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο με­τε­ξε­λί­χθη­κε, μί­α κο­λυμ­βή­θρα μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α βα­πτί­στη­κε καὶ ἀ­να­γεν­νή­θη­κε. Τὸ γρά­φει πο­λὺ πα­ρα­στα­τι­κὰ νο­μί­ζω στὴν «Πο­νε­μέ­νη Ρω­μη­ο­σύ­νη» του ὁ με­γά­λος Φώ­της Κόν­το­γλου: «Οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ ζούσα­νε στὸ Βυ­ζάν­τιο, μ᾿ ὅ­λο ποὺ πολ­λοὶ ἀ­π᾿ αὐ­τοὺς βα­στού­σα­νε ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο τὸ ἀρ­χαῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κὸ αἷ­μα κι εἴ­χα­νε τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ παι­δεί­α, ἤ­τα­νε ὅ­μως ὁ­λό­τε­λα ἄλ­λοι, “ἄν­θρω­ποι και­νοί”, “λα­λοῦν­τες γλώσ­σαις και­ναῖς”». Καὶ συ­νε­χί­ζει λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα: «Ἐ­νῶ ἡ Ἀρ­χαί­α τέ­χνη ἤ­τα­νε βα­σι­σμέ­νη ἀ­πά­νω στὸ μέ­τρο καὶ στὶς ἀ­να­λο­γί­ες, ἡ τέ­χνη τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν δὲν γνώ­ρι­ζε τέ­τοι­ο μέ­τρο, για­τί ζη­τοῦ­σε νὰ βρῆ ἔκ­φρα­ση γιὰ πράγ­μα­τα ποὺ δὲν χω­ροῦ­νε στὰ τυ­πι­κὰ ἀν­θρώ­πι­να μέ­τρα. Λοι­πὸν τὸ Βυ­ζάν­τιο εἶ­ναι ἕ­να με­γά­λο πρᾶγ­μα. Εἶ­ναι ὁ και­ρὸς καὶ ὁ τό­πος ποὺ ζού­σα­νε οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ τὸν πό­θο τοῦ ὑ­περ­φυ­σι­κοῦ, τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­χει αὐ­τὴ τὴν πα­ρά­ξε­νη καὶ μυ­στη­ρι­ώ­δη ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­α, ποὺ δὲν τὴ θέ­λου­νε οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ οἱ πό­θοι τους δὲν βγαί­νου­νε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μέ­τρο κι ἀ­πὸ τὸν ὀρ­θὸ λό­γο, δη­λα­δὴ ποὺ εἶ­ναι κολ­λη­μέ­νοι στὴν κοι­νο­το­πί­α τῶν ὑ­λι­κῶν συγ­κι­νή­σε­ων… Ἡ ἀρ­χαι­ό­τη­τα εἶ­ναι ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ λο­γι­κοῦ, ἐ­νῶ τὸ Βυ­ζάν­τιο ἡ βα­σι­λεί­α τῆς πί­στε­ως, τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μέ­θης καὶ τῆς ἀ­θα­να­σί­ας».

     Καὶ ἐ­πει­δὴ ἡ Βυ­ζαν­τι­νὴ κοι­νω­νί­α ζοῦ­σε πράγ­μα­τι μὲ τὸν πό­θο τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τας, εἶ­χε βέ­βαι­α, πα­ρὰ τὰ ἐ­λατ­τώ­μα­τά της, καὶ ἕ­να ἀ­κό­μη κεν­τρι­κὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ποὺ τὸ κλη­ρο­δό­τη­σε καὶ στὸν με­τέ­πει­τα ὑ­πό­δου­λο Ἑλ­λη­νι­σμὸ τῆς Τουρ­κο­κρα­τί­ας καὶ ἦ­ταν ἕ­να βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο, ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ τὸν κρα­τή­ση ὄρ­θιο καὶ ζων­τα­νὸ μέ­σα στὸ βα­θὺ σκο­τά­δι τῆς σκλα­βιᾶς. Ἦ­ταν μί­α κοι­νω­νί­α θε­ο­φο­βού­με­νη, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­χε τὶς ἀν­θρώ­πι­νες πτώ­σεις της, ἀλ­λὰ ταυ­τό­χρο­να εἶ­χε καὶ κά­τι πο­λὺ ση­μαν­τι­κό: Τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς της. Πρό­κει­ται γιὰ τὸ στοι­χεῖ­ο ποὺ τὸ εἴ­χα­με ἐ­πὶ αἰ­ῶ­νες, ἀλ­λὰ πλέ­ον σή­με­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ τὴ βί­αι­η ἐ­πέ­λα­ση τῆς σκο­τό­μαι­νας τῆς δῆ­θεν προ­ό­δου καὶ τοῦ δῆ­θεν ἐκ­συγ­χρο­νι­σμοῦ τῆς Νε­ο­ελ­λα­δι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ἔ­χει σὲ με­γά­λο βαθ­μὸ ἐ­κλεί­ψει. Ὁ Βυ­ζαν­τι­νὸς πο­λί­της, εἴ­τε ἦ­ταν φω­τι­σμέ­νος χρι­στο­κεν­τρι­κὸς ἄν­θρω­πος, εἴ­τε ἦ­ταν ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος τοῦ λα­οῦ μὲ ὅ­λες τὶς προ­λή­ψεις του, εἴ­τε ἦ­ταν ἀ­κό­μη καὶ κά­ποι­ος ποὺ εἶ­χε δι­α­πρά­ξει ἐγ­κλή­μα­τα, εἶ­χε στὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες τῶν πε­ρι­πτώ­σε­ων ἕ­να με­γά­λο δῶ­ρο: Εἶ­χε ἔ­λεγ­χο συ­νεί­δη­σης. Καὶ αὐ­τὸς ὁ ἔ­λεγ­χος ἦ­ταν ποὺ τὸν ὠ­θοῦ­σε νὰ γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρος – ἢ τοὐλά­χι­στον νὰ μὴ γί­νε­ται χει­ρό­τε­ρος. Πού τὸν ὠ­θοῦ­σε νὰ φτά­νη σὲ ὅ­λο καὶ με­γα­λύ­τε­ρα ὕ­ψη πνευ­μα­τι­κὰ ἢ νὰ με­τα­νο­ῆ καὶ νὰ ἀ­γω­νί­ζε­ται ἢ ἔ­στω νὰ μὴ γί­νε­ται ἕ­να ὄν ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πο­κτη­νω­μέ­νο. Προ­σω­πι­κά, μὲ βά­ση τὰ ἐ­λά­χι­στα ἔ­στω πράγ­μα­τα ποὺ μὲ ἀ­φή­νει νὰ κα­τέ­χω ἡ μι­κρὴ καὶ τα­πει­νή μου ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α, εἶ­μαι ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­ος ὅ­τι, ὅ­σα ἐγ­κλή­μα­τα καὶ ἂν δι­ε­πρά­χθη­σαν σ᾿ αὐ­τὸ τὸ τό­σο πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο Βυ­ζάν­τιο, ἡ κοι­νω­νί­α του ἀ­πεῖ­χε ἔ­τη φω­τὸς ἀ­πὸ τὴ ση­με­ρι­νὴ ἀ­πό­λυ­τη ἀ­πο­κτή­νω­ση, ἀ­πὸ τὸν ἀ­πο­λύ­τως ζο­φε­ρὸ με­σαί­ω­να τοῦ 20οῦ καὶ 21ου αἰ­ῶνα. Ἀ­πὸ μί­α κοι­νω­νί­α ποὺ ὑ­πο­τί­θε­ται πὼς ἔ­γι­νε ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κὴ καὶ ἐν ὀ­νό­μα­τι τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἀ­ξί­ας, δι­έ­πρα­ξε τοὺς πιὸ φρι­χτοὺς πο­λέ­μους καὶ τὶς πιὸ ἀ­πο­τρό­παι­ες γε­νο­κτο­νί­ες. Ἀ­πὸ μί­α κοι­νω­νί­α ποὺ ὑ­πο­τί­θε­ται πὼς ἀ­πο­θέ­ω­σε τὴν πρό­ο­δο καὶ τὴ λο­γι­κὴ καὶ πρὶν ἀ­λέ­κτωρ λα­λή­ση, πα­ρα­δό­θη­κε αὐ­το­βού­λως στοὺς ἀ­πο­κρυ­φι­στές, τὶς σέ­χτες, τοὺς ἀ­στρο­λό­γους καὶ τὶς κα­φε­τζοῦ­δες. Ἀ­πὸ μί­α κοι­νω­νί­α ὑ­λι­στι­κῶν ὀ­νει­ρώ­ξε­ων, ποὺ κα­θαί­ρε­σε τὸν Θε­ὸ ὡς σκο­τα­δι­στι­κὴ πλά­νη καὶ στὴ θέ­ση του βε­βαί­ως κα­τα­σκεύ­α­σε ἀ­να­ρίθ­μη­τα χρυ­σὰ μο­σχά­ρια, τὰ ὁ­ποῖ­α προ­σκυ­νά­ει εὐ­λα­βι­κά, λέ­γον­τας: «Αὐ­τοὶ εἶ­ναι οἱ θε­οί σου, ποὺ σὲ ἔ­βγα­λαν ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο»…

     Στὸ πα­ρε­ξη­γη­μέ­νο Βυ­ζάν­τιο δὲν ὑ­πάρ­χει φυ­σι­κὰ τί­πο­τε ἀ­π᾿ ὅ­λα αὐ­τά. Ἐ­κεῖ, ὅ­πως προ­α­νέ­φε­ρα, ὑ­πάρ­χει μί­α κοι­νω­νί­α μὲ τὶς πάμ­πολ­λες ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­δυ­να­μί­ες της, ποὺ ὅ­μως πα­λεύ­ει, ἀ­γω­νί­ζε­ται, ἔ­χει ἐ­πί­γνω­ση τῆς ἀ­νε­πάρ­κειας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τάς της. Μὲ λί­γα λό­για, ἔ­χει τα­πεί­νω­ση. Πάν­τα ἔ­χει τα­πεί­νω­ση, σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­φάν­σεις τῆς ζω­ῆς καὶ τῆς τέ­χνης, ἀ­κό­μη κι ὅ­ταν τὸ κρά­τος βρί­σκε­ται πο­λι­τι­κὰ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὰ στὴ με­γά­λη του ἀκ­μή. Ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη δὲν εἶ­ναι ἀ­λα­ζο­νι­κὸς πο­λι­τι­σμός. Εἶ­ναι πο­λι­τι­σμὸς μέ­γας, ἄ­νω θρώ­σκων, ἀλ­λὰ βα­θειὰ πνευ­μα­τι­κὸς καὶ συ­νε­πῶς τα­πει­νό­φρων. Δεῖ­τε τὶς Βυ­ζαν­τι­νὲς ἐκ­κλη­σι­ὲς σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὴν ἔ­παρ­ση τῶν γοτ­θι­κῶν κα­θε­δρι­κῶν, δεῖ­τε τὴν κα­τὰ συ­νει­δη­τὴ ἐ­πι­λο­γὴ μέ­τρια χρή­ση τῆς ὑ­λι­κῆς τε­χνο­λο­γί­ας, πα­ρὰ τὶς τε­ρά­στι­ες ὑ­πάρ­χου­σες δυ­να­τό­τη­τες, σὲ σύγ­κρι­ση μὲ τὴν ὑ­στε­ρι­κὴ μέ­θη τῆς ἀ­πο­θέ­ω­σης τῆς ἐ­πι­στή­μης με­τὰ τὸν 16ο αἰ­ῶ­να στὴ Δύ­ση. Δεῖ­τε καὶ τοὺς κα­λό­γε­ρους στὰ Μο­να­στή­ρια νὰ ἀν­τι­γρά­φουν τὰ ἀρ­χαι­ό­τε­ρα κεί­με­να γιὰ νὰ τὰ σώ­σουν ἀ­πὸ τὴ λή­θη. Μή­πως νο­μί­ζε­τε δη­λα­δὴ πώς δὲν μπο­ροῦ­σαν ἀντ᾿ αὐ­τοῦ νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σουν νὰ γρά­ψουν δι­κά τους πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να; «Ἡ μα­νί­α ὅ­μως γιὰ πρω­το­τυ­πί­α» εἶ­χε πεῖ  προ­σφυ­ῶς κά­πο­τε ὁ Κώ­στας Ζου­ρά­ρις «εἶ­ναι Δυ­τι­κο­ευ­ρω­πα­ϊ­κὴ νεύ­ρω­ση». Εἶ­ναι ἐ­γω­κεν­τρι­σμὸς καὶ ἀ­λα­ζο­νεί­α, θὰ τολ­μοῦ­σα ἐ­γὼ νὰ προ­σθέ­σω ἐ­πε­ξη­γη­μα­τι­κά. Ὁ δι­κός μας πο­λι­τι­σμὸς ἀν­τί­θε­τα ἀ­να­πα­ρά­γει τὰ ἤ­δη κε­κτη­μέ­να του, για­τί ἁ­πλού­στα­τα ἔ­χει τα­πεί­νω­ση καὶ πι­στεύ­ει πὼς ὅ­λα τὰ σπου­δαῖ­α ἔ­χουν πλέ­ον ἤ­δη εἰ­πω­θεῖ ἀ­πὸ τοὺς προ­γε­νέ­στε­ρους. Καὶ ἐ­πει­δὴ φυ­σι­κὰ πο­τὲ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν πρό­κει­ται γιὰ τυ­φλὴ καὶ στεί­ρα ἀ­να­πα­ρα­γω­γή, πάν­τα ὑ­πει­σέρ­χον­ται νέ­α στοι­χεῖ­α καὶ ἔ­τσι πάν­τα ὁ Ρω­μέ­ϊκος πο­λι­τι­σμὸς προ­χω­ρᾶ σὲ νέ­ες πο­λι­τι­σμι­κὲς συν­θέ­σεις. Εἶ­ναι ἕ­νας με­γα­λει­ώ­δης πο­λι­τι­σμός, ποὺ ὅ­μως τὸν κου­βα­λοῦν στὶς πλά­τες τους τα­πει­νό­φρο­νες ἄν­θρω­ποι.

     Καὶ φυ­σι­κὰ αὐ­τὸς ὁ πο­λι­τι­σμὸς τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης φέ­ρει ἤ­δη ἐξ ἀρ­χῆς μέ­σα του τὰ γε­νε­σι­ουρ­γὰ σπέρ­μα­τα αὐ­τοῦ ποὺ ἀ­πο­κα­λοῦ­με Νε­ο­ελ­λη­νι­κὴ ταυ­τό­τη­τα. Αὐ­τὸ τὸ βλέ­που­με ἀ­πὸ νω­ρὶς καὶ σὲ ἄλ­λα πο­λι­τι­σμι­κὰ στοι­χεῖ­α, τὸ βλέ­που­με ὅ­μως πο­λὺ ἔκ­δη­λα κυ­ρί­ως στὴ γλώσ­σα. Καὶ ἐν­νο­ῶ βε­βαί­ως τὴ δη­μώ­δη γλῶσ­σα τοῦ 9ου καὶ 10ου αἰ­ῶ­να, ποὺ ἐ­λά­χι­στα δι­α­φέ­ρει ἀ­πὸ τὴ νε­ό­τε­ρη δη­μο­τι­κή, τὴ στιγ­μὴ ποὺ οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοὶ καὶ κο­σμι­κοὶ λό­γιοι χρη­σι­μο­ποι­οῦν φυ­σι­κὰ τὴν ἀρ­χα­ΐ­ζου­σα, μέ­σα ἀ­πὸ μί­α στρο­φὴ πρὸς τὸ πα­ρελ­θόν, ποὺ καὶ αὐ­τὴ βέ­βαι­α ἔ­χει τὴ ση­μα­σί­α της. Στὸ κά­τω-κά­τω, δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ τὸ δι­κό τους ἱ­στο­ρι­κὸ πα­ρελ­θόν. Ἡ δι­α­δι­κα­σί­α δι­α­μόρ­φω­σης τοῦ Νε­ό­τε­ρου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ συ­νε­χί­ζε­ται πιὸ ἔκ­δη­λη με­τὰ τὸν 10ο αἰ­ῶ­να, ὅ­ταν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς εἰ­σβο­λῆς τῶν Σελ­τζού­κων Τούρ­κων ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α συρ­ρι­κνώ­νε­ται ἐ­δα­φι­κὰ σὲ πε­ρι­ο­χὲς ὅ­που κα­τοι­κοῦν σχε­δὸν ἀ­μι­γῶς ἑλ­λη­νι­κοὶ πλη­θυ­σμοὶ καὶ τεί­νει ἤ­δη πλέ­ον νὰ με­τα­τρα­πῆ σὲ Ἐθνι­κὸ κρά­τος. Καὶ φυ­σι­κὰ με­τὰ τὸ 1204 καὶ μέ­σα στὴ σκλη­ρὴ πε­ρί­ο­δο τῆς Φραγ­κο­κρα­τί­ας, ἡ ἐν λό­γῳ δι­α­δι­κα­σί­α συ­νε­χί­ζε­ται μὲ ἀ­κό­μη πιὸ ρα­γδαί­ους ρυθ­μούς, κα­θὼς ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὑ­πὸ συν­θῆ­κες αἰχ­μα­λω­σί­ας ἀ­πο­κτᾶ με­γα­λύ­τε­ρη συ­ναί­σθη­ση τῆς ἑ­τε­ρό­τη­τάς του ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς ἀλ­λό­φυ­λους καὶ ἑ­τε­ρό­δο­ξους κα­τα­κτη­τές, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν πε­ραι­τέ­ρω σφυ­ρη­λά­τη­ση τῆς δι­κῆς του ἐ­θνι­κῆς αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας. Ἀλ­λὰ καὶ στὶς πε­ρι­ο­χὲς ποὺ πα­ρα­μέ­νουν ἐ­λεύ­θε­ρες, σχη­μα­τί­ζον­ται τὰ κρά­τη τῆς Τρα­πε­ζούν­τας, τῆς Ἠ­πεί­ρου καὶ τῆς Νί­και­ας, ποὺ εἶ­ναι πλέ­ον κρά­τη κα­τ᾿ οὐ­σί­αν Ἐθνι­κὰ καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν κι­βω­τοὺς δι­ά­σω­σης τοῦ  Ἑλ­λη­νι­σμοῦ καὶ ἀ­πο­λύ­τως συ­νει­δη­τὲς ἑ­στί­ες Ἐθνι­κῆς ἀν­τί­στα­σης. Ἀλ­λὰ τὴν ἴ­δια ἀν­τί­στα­ση θὰ τὴ δοῦ­με καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, στὸ σκο­τά­δι τῆς Τουρ­κι­κῆς σκλα­βιᾶς, μέ­σα στὸ αἷ­μα τῶν Νε­ο­μαρ­τύ­ρων, μέ­σα στὴν ἐ­πι­βί­ω­ση τῶν γραμ­μά­των, μέ­σα στὸ ἀ­δού­λω­το πνεῦ­μα τῆς κλε­φτου­ριᾶς, μέ­σα στὶς 150 πε­ρί­που Ἐπα­να­στά­σεις ποὺ ἔ­γι­ναν καὶ πνί­γη­καν στὸ αἷ­μα ἀ­πὸ τὸν 16ο ὡς καὶ τὸν 18ο αἰ­ῶ­να.

     Ἀν­τί­στα­ση, αἷ­μα καὶ πό­νος λοι­πὸν εἶ­ναι ποὺ γα­λου­χοῦν τὸν νε­ό­τε­ρο Ἑλ­λη­νι­σμό. «Ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ Βυ­ζάν­τιο ἢ μᾶλ­λον τὸ Βυ­ζάν­τιο στά­θη­κε ἡ ἴ­δια ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη» γρά­φει ξα­νὰ ὁ Κόν­το­γλου. «Ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ τοῦ Φω­κᾶ φα­νε­ρώ­νον­ται κα­θα­ρὰ τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, καὶ στὰ χρό­νια τῶν Πα­λαι­ο­λό­γων, ποὺ ψυ­χο­μα­χᾶ τὸ Βα­σί­λει­ο, ἀν­τρει­ώ­νε­ται ἡ βα­σα­νι­σμέ­νη Ρω­μηο­σύ­νη, ἡ και­νούρ­για Ἑλ­λά­δα. Με­γά­λω­σε μέ­σα στὴν ἀ­γω­νί­α, για­τί ὁ πό­νος εἶ­ναι ἡ και­νούρ­για σφρα­γί­δα τοῦ Χρι­στοῦ. Ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη εἶ­ναι ἡ πο­νε­μέ­νη Ἑλ­λά­δα. Καὶ εἶ­ναι πιὸ βα­θειὰ ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα, ἐ­πει­δὴ ὁ πό­νος εἶ­ναι ἕ­να πρᾶγ­μα πιὸ βα­θὺ κι ἀ­πὸ τὴ δό­ξα κι ἀ­πὸ τὴ χα­ρὰ κι ἀ­πὸ κά­θε τί. Οἱ λα­οὶ ποὺ ζοῦ­νε μὲ πό­νο καὶ μὲ πί­στη τυ­πώ­νου­νε πιὸ βα­θειὰ τὸν χα­ρα­κτή­ρα τους στὸν σκλη­ρὸ βρά­χο τῆς ζω­ῆς καὶ σφρα­γί­ζον­ται μὲ μί­α σφρα­γί­δα ποὺ δὲν σβή­νει ἀ­πὸ τὶς συμ­φο­ρές. Μὲ μί­α τέ­τοι­α σφρα­γί­δα εἶ­ναι σφρα­γι­σμέ­νη ἡ Ρω­μηο­σύ­νη. Τὴ σφρα­γί­δα τοῦ πό­νου ποὺ κα­τερ­γά­ζε­ται τοὺς λα­οὺς καὶ τοὺς κα­θα­ρί­ζει, ὅ­πως κα­θα­ρί­ζε­ται τὸ χρυ­σά­φι μὲ φω­τιὰ μέ­σα στὸ χω­νευ­τή­ρι».

     Μέ­σα ἀ­πὸ τὸν πό­νο λοι­πὸν σφυ­ρη­λα­τή­θη­κε κι ἀν­τρει­ώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸν 11ο αἰ­ῶνα κι ἑ­ξῆς ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη. Μέ­σα ἀ­πὸ τὶς εἰ­σβο­λὲς τῶν Νορ­μαν­δῶν καὶ τῶν Σελ­τζού­κων, τὶς σφα­γές, τὶς κα­τα­στρο­φές, τοὺς μα­ζι­κοὺς ἐ­ξισ­λα­μι­σμούς, τὴ σκλη­ρὴ κα­το­χὴ ἀ­πὸ τὴ φράγ­κι­κη τιά­ρα, τὴ νέ­α ἐν τέ­λει τρο­με­ρὴ λαί­λα­πα τῆς Ὀθω­μα­νι­κῆς σκλα­βιᾶς. Καὶ – θὰ ἐ­πα­να­λά­βω – καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀν­τί­στα­ση, μί­α ἀν­τί­στα­ση ἄλ­λω­στε βα­θειὰ συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὸ αἷ­μα καὶ τὸν πό­νο. Ἀν­τί­στα­ση, ὑ­λι­κὴ καὶ πνευ­μα­τι­κή, ἀ­πέ­ναν­τι ἀρ­χι­κὰ στοὺς Φράγ­κους καὶ ἀρ­γό­τε­ρα στοὺς Τούρ­κους, μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πλή­ρη ἄρ­νη­ση τῆς ὑ­πο­τέ­λειας, τοῦ ἐν­δο­τι­σμοῦ καὶ τῆς ἐ­θε­λο­δου­λεί­ας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ πο­λὺ σω­στὰ ἐ­πι­ση­μαί­νει ἕ­νας σπου­δαῖ­ος μας δι­α­νο­ού­με­νος, ὁ Γι­ῶρ­γος ὁ Κα­ραμ­πε­λιᾶς στὸ ἐ­ξαι­ρε­τι­κό του «1204» ὅ­τι ἡ  χρο­νο­λό­γη­ση ἀ­πὸ τὴν ψευ­το­ϊ­στο­ρι­κὴ ἀ­πο­δο­μη­τι­κὴ σχο­λὴ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς Ἐθνο­γέ­νε­σης με­τὰ τὸ 1830 καὶ ἡ πα­ρα­χά­ρα­ξη ὅ­λης τῆς προ­η­γού­με­νης Ἱ­στο­ρί­ας μας εἶ­ναι πο­λὺ βο­λι­κές, για­τί μοι­ραί­α πα­ρα­γρά­φουν ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν κυ­ρί­αρ­χη ἀν­τι­στα­σια­κὴ δι­ά­στα­ση τῆς ταυ­τό­τη­τάς μας. Καὶ ἔ­τσι συν­τη­ροῦν αὐ­το­μά­τως τὴν ἀ­φα­σί­α μας μέ­σα στὴ συ­νε­χι­ζό­με­νη ἕ­ως σή­με­ρα Δυ­τι­κὴ ἀ­ποι­κι­ο­κρα­τί­α, κα­θι­στοῦν τε­λι­κὰ – τολ­μῶ ἐ­γὼ νὰ προ­σθέ­σω – φυ­σι­ο­λο­γι­κὴ καὶ αὐ­το­νό­η­τη τὴ δι­αι­ώ­νι­σή μας ὡς καρ­πα­ζο­ει­σπρα­κτό­ρων σκλά­βων σὲ ξέ­νους ἀ­φεν­τά­δες καὶ φυ­σι­κὰ δι­α­σφα­λί­ζουν τὴν ὕ­παρ­ξή μας ὡς ἀ­πο­λύ­τως ἄ­χρω­μου καὶ ἀ­νώ­δυ­νου ἐ­κτο­πλά­σμα­τος μέ­σα στὸν προ­ω­θού­με­νο παγ­κο­σμι­ο­ποι­η­μέ­νο νε­ο­τα­ξί­τι­κο χυ­λὸ.

     Θὰ μοῦ ἐ­πι­τρέ­ψε­τε νὰ κλεί­σω καὶ πά­λι μὲ Φώ­τη Κόν­το­γλου: «Μέ­σα στὴ βάρ­βα­ρη ἀν­θρω­πό­τη­τα» γρά­φει, «τὸ Βυ­ζάν­τιο ἤ­τα­νε ἡ κι­βω­τὸς ἡ σφρα­γι­σμέ­νη, ποὺ φύ­λα­γε μέ­σα της κά­θε πνευ­μα­τι­κὸ θη­σαυ­ρό. Σὰν χά­λα­σε αὐ­τὴ ἡ κι­βω­τὸς καὶ σκορ­πι­στή­κα­νε οἱ θη­σαυ­ροί της, ὁ κό­σμος τρά­φη­κε πνευ­μα­τι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα ποὺ μα­ζέ­ψα­νε κά­ποι­οι Ἕλ­λη­νες καὶ τὰ πή­γα­νε στὰ Δυ­τι­κὰ ἔ­θνη. Ὡ­στό­σο, μ᾿ ὅ­λο ποὺ κό­πη­κε τὸ με­γά­λο ἐ­κεῖ­νο δέν­τρο τῆς Ρω­μηο­σύ­νης, ἡ φύ­τρα σώ­θη­κε καὶ πέ­τα­ξε και­νούρ­γιους βλα­στούς, ποὺ λου­λου­δί­σα­νε, κι ἂς πλά­κω­νε τὸν ρα­γιὰ ἡ φο­βέ­ρα τοῦ θα­νά­του». Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα φυ­σι­κὰ εἶ­ναι, ἀ­γα­πη­τοὶ φί­λοι, τί ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει ἕ­ως σή­με­ρα ἀ­πὸ τὴ φύ­τρα αὐ­τοῦ τοῦ δέν­τρου; Ζοῦ­με σὲ και­ροὺς βα­θειᾶς κρί­σης, οἰ­κο­νο­μι­κῆς, πο­λι­τι­κῆς καὶ κυ­ρί­ως βέ­βαι­α πνευ­μα­τι­κῆς. Ζοῦ­με στοὺς Κα­το­χι­κοὺς και­ροὺς τοῦ Μνη­μο­νί­ου, τῶν ἑλ­λη­νο­φο­βι­κῶν ἀ­πο­δο­μη­τῶν, τῆς κα­τάρ­ρευ­σης κά­θε ἠ­θι­κῆς ἀ­ξί­ας. Κα­τὰ πό­σον εἴ­μα­στε πιὰ σὲ θέ­ση νὰ ἀ­πο­τι­νά­ξου­με τὶς ἐ­ξαρ­τή­σεις ἢ τοὐ­λά­χι­στον νὰ τὸ προ­σπα­θή­σου­με; Κα­τὰ πό­σον μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­να­πλεύ­σου­με τὸ ρεῦ­μα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας καὶ νὰ ξα­να­βροῦ­με τὴ χα­μέ­νη ἰ­δι­ο­προ­σω­πί­α καὶ τὸ ἱ­στο­ρι­κό μας αὐ­τε­πί­γνω­τον; Νὰ ξα­να­βροῦ­με μὲ ἄλ­λα λό­για τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ ταυ­τό­τη­τά μας, τὴν πά­λαι πο­τὲ συγ­κρο­τη­μέ­νη διὰ τῆς ἀν­τι­στά­σε­ως; Ἡ συ­ζή­τη­ση ποὺ θὰ ἀ­κο­λου­θή­ση, ἐλ­πί­ζω νὰ ρί­ξη λί­γο φῶς σὲ αὐ­τὸ τὸ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­γω­νι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα.

 

*ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ‘ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ’, ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΤΟ ΑΠΘ, ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2010