Μαρίας Χρόνη
Δρ. Βυζαντινῆς Φιλολογίας
Ἡ βυζαντινὴ ἰατρικὴ ἀποτελεῖ τὴ σημαντικὴ γέφυρα γιὰ τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἰατρικὴ στὴ λαϊκὴ ἰατρικὴ μέχρι τὸν 18ο αἰῶνα. Ἡ ἰατρικὴ στὸ Βυζάντιο πέρασε ἀπὸ διάφορες φάσεις καὶ ἐξελίχθηκε σταδιακὰ ἀπὸ τέχνη σὲ ἐπιστήμη. Ὁ Ἀλέξανδρος Τραλλιανὸς τὸν 6ο αἰῶνα εἶναι ὁ πρῶτος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ ὀνομάζει τὸν ἰατρὸ «ἐπιστήμονα»: «(…) καὶ δεῖ πανταχόθεν βοηθεῖν τὸν ἐπιστήμονα καὶ φυσικοῖς χρώμενον ἐπιστημονικῷ λόγῳ καὶ μεθόδῳ τεχνικῇ».
Ἡ ἐπισήμανση βέβαια αὐτὴ γίνεται προκειμένου ὁ συντάκτης νὰ δικαιολογήσει στὸ ἔργο του τὴν παράλληλη καταγραφὴ ἰατρικῶν συνταγῶν καὶ ἀντίστοιχων ἀλχημικῶν ἢ μαγικῶν συνταγῶν, στὰ πλαίσια πάντα τῆς λευκῆς ἀποτροπαϊκῆς μαγείας. Σταθμὸ στὴ διαμόρφωση τῆς ἰατρικῆς στὸ Βυζάντιο ὡς ἐπιστήμης ἀποτελεῖ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἡ στροφὴ τοῦ ἐνδιαφέροντος τῶν ἰατρῶν στὴ μελέτη τῆς ἀνατομίας τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Ἡ τάση αὐτὴ γιὰ μελέτη καὶ ἀναλυτικὴ περιγραφὴ τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, καθὼς καὶ οἱ διατροφικὲς ἀντιλήψεις ποὺ διαμορφώνονται μὲ βάση τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, σηματοδοτοῦν νέες μεθόδους στὴ συγγραφὴ τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ μετά. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος τοῦ ἰατροσοφιστοῦ βασίζεται ἀρχικὰ στὴν ἐπεξεργασία τοῦ ἔργου τοῦ μοναχοῦ Μελετίου (9ος αἰ.), τοῦ ἐπονομαζόμενου ἐπίσης ἰατροσοφιστοῦ, καθὼς τὸ «Περὶ τῆς τοῦ ἀνθρώπου κατασκευῆς» κείμενο τοῦ Μελετίου ἀποτελεῖ τὴν πρώτη ἰατρικὴ ἀνατομικὴ πραγματεία. Ὡστόσο τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ Hunger, δὲν ἔχει σαφῶς ἰατρικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ περισσότερο «τελεολογικὸ προσανατολισμό». Ἔτσι ἡ συμβολή του στὴ διαμόρφωση τῶν ἰατρικῶν ἀντιλήψεων τῆς ἐποχῆς του εἶχε ἄμεση σχέση μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῶν παρεχομένων στοιχείων ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ὀπτικὴ γωνία τοῦ Λέοντος ἰατροσοφιστοῦ. Τὸ ἔργο τοῦ Μελετίου χρησιμεύει ὡς βάση γιὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἰατρικοῦ ἔργου τοῦ Λέοντος Κωνσταντινοπολίτου, τοῦ ἐπίσης ἐπωνομαζομένου ἰατροσοφιστοῦ, μὲ τίτλο «Σύνοψις εἰς τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρώπου». Ὁ συγγραφέας, ἐφαρμόζοντας μία ὀρθολογιστικὴ μέθοδο, ἀξιοποιεῖ ὅλες τὶς ἰατρικὲς πληροφορίες ποὺ ἀναφέρει ὁ Μελέτιος, προσθέτει ἐπιλεκτικὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν Ἱπποκράτειο ἰατρικὴ καὶ συμπληρώνει μὲ πολλὰ νέα στοιχεῖα προερχόμενα ἀπὸ τὴν προσωπική του ἐμπειρία ὡς ἰατροῦ. Ὅπως δηλώνει στὸν ἐπίτιτλο τοῦ ἔργου του, ἐπιχειρεῖ νὰ προσδιορίσει καὶ νὰ περιγράψει τὶς ποικίλες ἐκφάνσεις τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, τὶς δυνάμεις ποὺ τὴν ἀπαρτίζουν καὶ τὴν ἐνεργοποιοῦν, τὶς ἡλικιακὲς φάσεις, τὶς φυσικὲς ἀνάγκες καὶ τὶς αἰτιάσεις τους, τὶς ἀνθρώπινες δραστηριότητες καὶ κλίσεις.
Τὸ κείμενο τοῦ Λέοντος ἀρχίζει μὲ μία ἐνδιαφέρουσα ἐτυμολογικὴ προσέγγιση τῶν βασικῶν στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης ὀντότητας. Ἀναφέρω τὸ πρῶτο χαρακτηριστικὸ χωρίο: «Τί ἐστι ψυχή; οὐσία ἀσώματος, λογική, νοερὰ καὶ ἀθάνατος. τί ἐστιν ἄνθρωπος; ζῷον λογικόν, θνητόν, νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικόν». Ὁ συσχετισμὸς τῶν φυσικῶν συστατικῶν τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ μὲ τὴν ἡλικία τοῦ ἀτόμου, τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐνδιαφέρουσες θεωρίες στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος, στὴν ὁποία βασίζονται οἱ διατροφικὲς ἀπόψεις, ποὺ διαμορφώνονται προϊόντος τοῦ χρόνου καὶ μετὰ τὸν 10ο αἰῶνα στὴ σκέψη τῶν βυζαντινῶν ἰατρῶν. Τὸ νέο στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ ἄμεση σύνδεση τῶν διατροφικῶν ἀναγκῶν τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ φυσικὴ κατάσταση καὶ τὴν ἡλικία του, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες. Ὁ συσχετισμὸς αὐτὸς μπορεῖ νὰ διατυπωθεῖ διαγραμματικὰ ὡς ἑξῆς:
Πῦρ-θέρος-θερμότητα-ξανθὴ χολή=Παιδικὴ ἡλικία,
Ἀὴρ-ἔαρ-ὑγρότητα-αἷμα=Ἐφηβεία/Νεανικὴ ἡλικία,
Ὕδωρ-χειμὼν-ψυχρότητα- φλέγμα=Ὥριμη ἡλικία,
Γῆ-φθινόπωρο-ξηρότητα-μέλαινα χολή=Γῆρας.
Πολὺ σημαντικὸ ἐπίσης ἔργο τοῦ Λέοντος εἶναι ἡ «Σύνοψις Ἰατρικῆς», ἡ ὁποία θεσμοθετεῖ νέα μέθοδο σύνταξης τῶν ἰατρικῶν ἐγχειριδίων καὶ συμβάλλει στὴν ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν στὸ Βυζάντιο ἀπὸ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ ὕστερα. Ὁ Λέων στὸ ἔργο αὐτὸ κωδικοποιεῖ τὶς ἀσθένειες σὲ κατηγορίες, μὲ κριτήρια ἀφενὸς τὴν ἀνατομία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος καὶ ἀφετέρου τὴν ἡλικία, τὴν ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ τὶς κλιματικὲς συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκδηλώνεται κάθε νόσος. Στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς» περιλαμβάνονται ἑκατὸν ὀγδόντα ἑνότητες ὀργανωμένες σὲ ἑπτὰ λόγους, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστος ἀναφέρεται σὲ ἕνα τμῆμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος. Οἱ ἐπιμέρους ἑνότητες κάθε λόγου φέρουν ὡς τίτλους ὀνομασίες νοσημάτων ποὺ ἐμφανίζονται στὸ συγκεκριμένο τμῆμα τοῦ σώματος. Ὁ συγγραφέας περιγράφει τὰ συμπτώματα κάθε νοσήματος, τὶς αἰτιάσεις του καὶ συγχρόνως προτείνει θεραπεῖες γιὰ κάθε νόσημα μέσῳ διατροφῆς καὶ βοτάνων. Ὁ βυζαντινὸς ἰατρὸς βασίζεται περισσότερο στὴν πρόληψη καὶ λιγότερο στὴ θεραπεία τῶν νοσημάτων. Τὸ ἔργο τοῦ Λέοντος σηματοδοτεῖ, ὅπως ἀναφέρθηκε, μία νέα περίοδο γιὰ τὰ βυζαντινὰ ἰατρικὰ συγγράμματα καὶ ἀποτελεῖ τὴ βάση γιὰ τὴ διαμόρφωση δύο νέων μεθόδων συγγραφῆς ἰατρικῶν κειμένων. Ἡ πρώτη εἶναι αὐτὴ ποὺ ἐφαρμόζει ὁ ἴδιος ὁ Λέων στὴ «Σύνοψι Ἰατρικῆς», δηλαδὴ ἡ κατηγοριοποίηση καὶ περιγραφὴ τῶν νοσημάτων μὲ τὰ ἀναφερθέντα κριτήρια καὶ τὶς θεραπεῖες τους. Ἡ δεύτερη ἀναπτύσσεται ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν Συμεῶνα Σήθ, τὸν 11ο αἰῶνα, καὶ διαμορφώνει τὰ ὀνομαζόμενα διατροφικὰ ἐγχειρίδια. Θεωρῶ ὅτι οἱ ἀντιλήψεις περὶ διατροφικῶν θεραπειῶν στὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι» τοῦ Λέοντος ὑπῆρξαν καθοριστικὲς γιὰ τὴ συγκρότηση τοῦ Συντάγματος «περὶ τροφῶν δυνάμεως» τοῦ Σήθ, καὶ αὐτὸ στὴ συνέχεια θὰ ἀποτελέσει πρότυπο γιὰ τὰ ἀλφαβητικὰ καὶ κατὰ μῆνα διατροφικὰ ἐγχειρίδια τοῦ Ἱερόφιλου καὶ ἄλλων ἰατρῶν ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα καὶ ὕστερα.
Ἡ «Ἰατρικὴ Σύνοψις» τοῦ Λέοντος ἐνδεχομένως ἀπετέλεσε πρότυπο γιὰ τὸν Παῦλο Νικαίας, ὁ ὁποῖος πιθανότατα ζεῖ πρὸς τὰ τέλη τοῦ 9ου, ἀρχὲς 10ου αἰῶνα. Ὁ Παῦλος συντάσσει τὸ ὑπὸ τὸν ἐκτενέστατο τίτλο ἔργο: «Περὶ πολλῶν καὶ ποικίλων γενομένων νοσημάτων ἀναριθμήτων τε συμπτωμάτων περὶ τὰ ἀνθρώπινα σώματα, ποτὲ μὲν ἀπό διαφόρων ἀέρων, ποτὲ δὲ καὶ ἀπ’ αὐτῶν. τῆς φύσεως τῆς συνεχούσης τὸ ζῷον πανταχόθεν ἀναλυομένης, ἔτι δὲ καὶ διαίτης καὶ τῶν ποιοτήτων ὧν γε προσφερομένων». Ὁ Παῦλος συγκροτεῖ μία εὐρύτατη ἰατρικὴ ἐγκυκλοπαίδεια ποὺ περιλαμβάνει ἑκατὸν τριάντα τρία κεφάλαια, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον διαιρεῖται σὲ δύο ἑνότητες: ἡ πρώτη φέρει τὸν τίτλο τοῦ κεφαλαίου καὶ ἡ δεύτερη ἑνότητα φέρει τὸν ὑπότιτλο «Πῶς οὖν θεραπεύσῃς», ὅπου ὁ Παῦλος προσφέρει θεραπευτικὲς ὁδηγίες μέσῳ βοτάνων καὶ ζωικῶν προϊόντων.
Ὁ Παῦλος εἶναι ἀναλυτικότερος τοῦ Λέοντος στὴν περιγραφὴ τῶν νοσημάτων καὶ τῶν ὁδηγιῶν θεραπείας. Ὁμαδοποιεῖ κάποια νοσήματα, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὶς ποικίλες μορφὲς ἀρθρίτιδας ἢ τὶς ἐντερικὲς παθήσεις σὲ ἕνα κεφάλαιο καὶ προτείνει κοινὲς θεραπεῖες. Ἡ μέθοδος αὐτὴ δηλώνει προφανῶς μία ἐξέλιξη τῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὶς παθήσεις καὶ τὴν ἀντιμετώπισή τους. Ἀντίθετα μὲ τὸν Λέοντα ὁ Παῦλος ἐπικεντρώνεται στὴ θεραπεία τῶν ἀσθενειῶν καὶ δὲν ἀναφέρεται σὲ πρόληψη. Θεωρῶ ὅτι τὸ πιὸ σημαντικὸ στοιχεῖο στὸ ἔργο τοῦ Παύλου εἶναι ὁ μεγάλος ἀριθμὸς πρώτων ὑλῶν ἀπὸ φυτὰ καὶ ζῶα ποὺ περιλαμβάνονται στὰ προτεινόμενα φαρμακευτικὰ σκευάσματα. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν ὁ πίνακας περιεχομένων ποὺ προτάσσεται τοῦ κειμένου καὶ τὸ «Προοίμιον» τοῦ Παύλου. Στὸν πίνακα περιεχομένων ἀναφέρονται οἱ τίτλοι τῶν 133 κεφαλαίων τοῦ ἔργου, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν τὶς ὀνομασίες τῶν ἀσθενειῶν καὶ τὴν ἀνατομικὴ καταχώρησή τους μέσα στὸ κείμενο. Ἀποτελεῖ ἕνα εὔχρηστο εὑρετήριο γιὰ κάθε γνωστὸ κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα νόσημα καὶ τὶς θεραπεῖες του. Στὸ Προοίμιον ὁ Παῦλος ἐμφανίζεται ὡς αὐτόβουλος συγγραφεύς, καθὼς δὲν ἀναφέρει, ὅπως ἄλλοι βυζαντινοὶ ἰατροί, ὅτι γράφει τὸ πόνημά του ὕστερα ἀπὸ παραγγελία κάποιου ἐνδιαφερομένου φίλου ἢ μαθητῆ του ἢ προκειμένου νὰ τὸ ἀφιερώσει στὸν αὐτοκράτορα ἢ σὲ κάποιον ἀξιωματοῦχο. Ἰδιαίτερη πρωτοτυπία τοῦ Παύλου ἀποτελεῖ ὁ ἐπιστημονικὸς προσανατολισμὸς τοῦ Προοιμίου, καθὼς παρουσιάζει ὡς βασικὰ αἴτια τῶν νοσημάτων τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ κλίματος ποὺ ἐπηρεάζουν τὶς ἀνθρώπινες κράσεις.
Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος γράφει ἕνα σαφῶς ἐπιστημονικὸ γιὰ τὴν ἐποχή του κείμενο, ἀποκαλεῖ τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὄχι ἐπιστήμη, ὅπως ὁ προγενέστερός του Ἀλέξανδρος Τραλλιανός. Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ ὅτι ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, ὁ Ἀριστοτέλης περιλαμβάνει τὴν ἰατρικὴ μεταξὺ τῶν ἐπιστημῶν καὶ στὰ βυζαντινὰ λεξικὰ ὁ ὅρος ἀναφέρεται μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ σημασία, ἐνῷ ὡς τέχνη προσδιορίζεται ὁ δόλος. Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Παύλου δικαιολογεῖται ἐνδεχομένως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἀντίληψή του ὁ ὅρος τέχνη ἀποδίδει αὐτὸ ποὺ σήμερα ὀνομάζουμε τεχνογνωσία, δηλαδὴ σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν ἰατρική, τὴ γνώση καὶ χρήση τῶν φυσικῶν πρώτων ὑλῶν, φυτικῶν καὶ ζωικῶν, καὶ κυρίως τὴν παρασκευὴ φαρμάκων ἀπὸ αὐτὰ γιὰ τὶς διάφορες θεραπεῖες: «ὅθεν τὰ μέγιστα ἡ τέχνη τῆς ἰατρικῆς, διὰ τὸ τὴν ὕλην προϊσταμένην καὶ τὰς δυνάμεις τῶν βοηθημάτων ἀκριβῶς ἐπίστασθαι, οἷά τε τοῦ κάμνοντος ἤτοι παρόντων ἑτέρων ἰατρῶν, ἔχει τι ἀποκρίνασθαι τά τε δυνάμενα βοηθεῖν ἐπὶ τῶν καμνόντων».
Ὅλο τὸ κείμενο τοῦ Παύλου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴ συστηματικὴ προσπάθεια ἐφαρμογῆς σωστῶν θεραπειῶν, καθὼς περιγράφει μὲ λεπτομέρειες τὰ συμπτώματα κάθε ἀσθενείας καὶ καταγράφει σὲ κάθε περίπτωση μία εὐρύτατη λίστα ἰαματικῶν πρώτων ὑλῶν, ποὺ μὲ τὴν κατάλληλη μείξη καὶ σύνθεση ἀποτελοῦν θεραπευτικὰ φάρμακα γιὰ κάθε νόσημα. Τὰ ἰατρικὰ συγγράμματα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου φαίνεται ὅτι ἐπηρέασαν καθοριστικὰ τοὺς μεταγενέστερους ἰατροὺς στὸ Βυζάντιο. Ἡ ἀποπομπὴ κάθε στοιχείου λευκῆς- ἀποτροπαϊκῆς μαγείας ἢ ἀλχημείας εἶναι ἐμφανὴς στὰ ἔργα τους καὶ ἀκολουθεῖται ἀπὸ ὅλους σχεδὸν τοὺς σημαντικοὺς ἰατροὺς τῆς μέσης καὶ ὕστερης περιόδου, ὅπως τὸν Συμεῶνα Σήθ (11ος αἰ.), τὸν Νικόλαο Μυρεψό (12ος αἰ.) καὶ τὸν Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουάριο (14ος αἰ.). Ἐξαίρεση ἀποτελεῖ ὁ Θεοφάνης Νόννος (10ος αἰ.), ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ τελευταῖος βυζαντινὸς ἰατρὸς ποὺ στὸ ἔργο του, τὴν «Ἰατρικὴ Σύνοψι», περιλαμβάνει καὶ ὁδηγίες λευκῆς μαγείας, ὡστόσο οἱ ἰατρικές του συνταγὲς εἶναι σαφῶς ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου Νικαίας, ἐνῷ στὴ διάταξη τῶν νοσημάτων ἀκολουθεῖ τὴ μέθοδο τοῦ Λέοντος.
Ὁ μεταγενέστερος βυζαντινὸς φαρμακοποιὸς Νικόλαος Μυρεψός, τοῦ ὁποίου τὸ περίφημο «Δυναμερὸν ἤτοι περὶ συνθέσεως φαρμάκων» παραμένει ἀνέκδοτο, χρησιμοποιεῖ ὡς βασικὴ πηγὴ τὰ συνταγολόγια τοῦ Παύλου γιὰ τὴ σύνταξη αὐτοῦ τοῦ ἀποκλειστικοῦ χαρακτῆρα φαρμακευτικοῦ ἐγχειριδίου. Τέλος, ἡ ἐπιστημονικὴ θεώρηση τῶν νοσημάτων, ἡ ἐπισήμανση τῆς σημασίας ποὺ ἔχει ἡ ψυχοσωματικὴ ἰσορροπία γιὰ τὴ βελτίωση τῆς ἀνθρώπινης ὑγείας καὶ ἡ ἐφαρμογὴ σωστῆς θεραπευτικῆς μεθόδου, στοιχεῖα ποὺ διατρέχουν τὰ ἔργα τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου, εἶναι ἐμφανέστατα στὰ ἰατρικὰ κείμενα τοῦ Ἰωάννη Ζαχαρία Ἀκτουαρίου κατὰ τὴν ὕστερη περίοδο. Ἡ συμβολὴ τοῦ Λέοντος καὶ τοῦ Παύλου στὴ διαμόρφωση τῶν ἀντιλήψεων περὶ ἀσθενειῶν καὶ θεραπειῶν ὑπῆρξε καθοριστικὴ στὸ Βυζάντιο. Ἀπὸ τὰ ἔργα αὐτά, γιὰ πρώτη φορὰ στὴ βυζαντινὴ περίοδο, ἀπουσιάζουν παντελῶς ὁδηγίες καὶ συνταγὲς λευκῆς μαγείας καὶ περιάπτων, γεγονὸς ποὺ σηματοδοτεῖ ἐπίσης μία σημαντικὴ ἐξέλιξη γιὰ τὴν ἰατρική, ὄχι μόνο στὸ Βυζάντιο ἀλλὰ γενικότερα στὸν Μεσαίωνα. Τὰ ἰατρικὰ βυζαντινὰ συγγράμματα μετὰ τὸν 9ο αἰῶνα ἀκολουθοῦν τὰ πρότυπα τοῦ Λέοντα καὶ τοῦ Παύλου. Εἶναι εὐσύνοπτα, περιεκτικὰ καὶ στὴν πλειονότητά τους ἀπαλλαγμένα ἀπὸ στοιχεῖα δεισιδαιμονιῶν.