Ἄννα Κωστάκου – Μαρίνη
Λογοτέχνις
Μέλος τοῦ Κύκλου Παιδικοῦ Βιβλίου καὶ τῆς Γυναικείας Λογοτεχνικῆς
Συντροφιᾶς
Διάβαση καὶ πρῶτο ψάξιμο. Πολὺ ἀραιὲς ἀναφορὲς στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μ᾿ ἕνα τυπικὸ τρόπο ἢ μὲ φράσεις ἐκκλησιαστικές. Π.χ. ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὸ παιδίον νέον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ, ὁ Κύριος. Παρατηρῶ ὅτι πολὺ λίγο μιλάει ἄμεσα γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἄμεσα μιλάει μόνο γιὰ τὰ ἀντικείμενα, γιὰ τὰ φαινόμενα καὶ τὰ γεγονότα, ὅπως καὶ γιὰ τὰ πρόσωπα. Ὅσο γιὰ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπινων προσώπων, περιορίζεται σὲ περιγραφὴ λεπτομερειῶν καὶ σὲ ἀσήμαντα συμβάντα. Μοιάζει νὰ μὴν ἔχει προκαθορισμένο σχέδιο γι᾿ αὐτὸ ποὺ πάει νὰ γράψει. Εἶναι ἕρμαιο… τοῦ θανάτου, τῆς ροῆς δηλαδὴ τῆς ζωῆς. Καὶ προσπαθεῖ μὲ ἐπιμονὴ νὰ γίνει φράγμα σ᾿ αὐτὴ τὴν ροή, ὄχι μὲ ἑλιξήρια νεότητας ἀλλὰ ἀντίθετα μὲ ἐργαλεῖο τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Ποιὰ πράγματα εἶναι τοῦ νοῦ καὶ ποιὰ τοῦ φωτός; Αὐτὸ ἐξετάζει ἀδιάκοπα. Λέει γιὰ τὸν ἥρωά του στὶς Σημειώσεις τῶν 100 ἡμερῶν: Τὸν βασανίζει τὸ ἀνολοκλήρωτο. Τὸν κάνει νὰ αἰσθάνεται μίσος… Νοιώθει μόνο νοῦς καὶ καθόλου φῶς, γι᾿ αὐτὸ ἔχει συνεχῶς καὶ τὸ ὁμολογεῖ, τὸ αἴσθημα τῆς δίψας.
Διατρέχω τὶς σελίδες τῶν βιβλίων του σὰν νὰ περπατῶ σ᾿ ἕνα δύσκολο μονοπάτι γιὰ νὰ βρῶ στὸ τέρμα του τὸ ξωκκλήσι, ὅπου θὰ γίνει ἀποκαλυπτικὴ ἀγρυπνία. Διαβάζω ὀνόματα ἀνθρώπων στὰ Ὁμιλήματα ἢ στὸ Ἀρχεῖο. Στὸ τέλος νοιώθω ὅτι μελέτησα δίπτυχα, ὅπως κάνει ὁ ἱερέας μπρὸς στὴν ἁγία Πρόθεση. Ἐνῶ διστάζω, γιατί δὲν ξέρω τίποτα, κι ἀγνοῶ καὶ ξεχνῶ καὶ ἀστοχῶ τὸν πλησίον, τὸ χέρι ποὺ κατ᾿ ἐντολὴν ἄλλου γράφει, συντάσσει ἕνα μακρὺ κατάλογο ὀνομάτων, ποὺ ἡ λογική μου θἄθελε νὰ μὴν ὑπάρχει καθόλου ἢ νὰ περιοριστεῖ στὸ ἐλάχιστο[1]. Γιατί τὸ κάνει τάχα; Ἀναρωτιέμαι. Τὸ ἔχει βάλει σὰν κανόνα του;
Συνεχίζω καὶ πατῶ πάνω στὰ ἀγωνιώδη ἀχνάρια τῆς πορείας του. «Κι ἐνῶ κατ᾿ ἀρχὴν εἶχα δηλώσει… ὅτι γράφω καθ᾿ ὑπαγόρευση, ὅτι μὲ τὸ χέρι μου γράφει ὁ Σύντροφος καὶ Κύριός μου… Ἰδοὺ ὅμως ὅτι ἡ ἐπιθυμία μου νὰ ἐπιβάλλω τὸ θνητὸ πρόσωπό μου… ἀνοίγει τὶς πόρτες στὴν λογικὴ καὶ τὴν ἀκολουθία τῶν ἀποκτημένων γνώσεων, ποὺ ὑποκαθιστοῦν τὸ τίποτα. Παίρνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀπρόσωπου Κυρίου ποὺ δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ αἰσθήσεις, μία καὶ δὲν εἶναι κανένα χειροπιαστὸ ἄγαλμα κάλλους ὥστε νὰ ὑπερηφανευτοῦν μὲ ἄνεση καὶ χαμόγελα».
Καὶ βέβαια δὲ θέλει νὰ πεθάνει, ἀλλά, ἀντίθετα, θέλει νὰ ξεχάσει τὸν θάνατο, ποὺ παραστέκει τὴν ζωή, «ἐν ὀνόματι τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς σαγήνης τῶν ἐγκοσμίων». Κι ὅμως, προχωρεῖ σὲ μία συστηματικὴ ἀποδόμηση τῆς προσωπικότητάς του μὲ τὴν ἐξομολόγηση: «Ὄχι, δὲ θέλω νὰ φανῶ ἀδύναμος, νικημένος στὴν ζωή. Πάντα σ᾿ ὅσα λέγω ὑπάρχει ἡ ἐπιθυμία νὰ κερδίσω. Ἡ καρδιά μου εἶναι βαρειὰ ἀπὸ ὑλικοὺς πόθους…». Αὐτὴ ἡ ἀποδόμηση ὅμως δὲν εἶναι αὐτοπαρατήρηση ψυχολογικῆς φύσεως. Δὲν κάνει ψυχανάλυση, δὲν περιγράφει κἄν τὰ συναισθήματά του, ὥστε νὰ καλυφθεῖ μὲ τὸ εὐπρεπὲς ἔνδυμα τῆς μοντέρνας, ὠμῆς μυθιστορηματικῆς αὐτογνωσίας καὶ τὸ ἄλλοθι τῆς ἑρμηνείας. Δὲν προβάλλει ἔμμεσες δικαιολογίες. Εἶναι εἰλικρινής, ἀπόλυτα εἰλικρινής. Κι ἔτσι τὸ τυχαῖο εἰσβάλλει στὸ γραπτό του. Ποιὸ εἶναι τὸ τυχαῖο; Ἀναρωτιέμαι κι ἀνοίγω τὸ Ἀρχεῖο.
Ἐκεῖ κάθε ἑρμάριο καὶ κάθε φάκελλος, γεμᾶτα ἀπὸ σημειώσεις, ἀφήνουν μπρὸς μας τὸ ἀσήμαντο περιεχόμενο τῆς καθημερινότητας. Ἔχεις τὴν τάση νὰ κλείσεις τὸ βιβλίο. Ὁ ἐρευνητὴς σχολιάζει πότε-πότε τὶς σημειώσεις. Καὶ κάθε τόσο πάνω στὰ μπάζα τῶν βέβηλων ὑλικῶν τῆς ζωῆς, πέφτει ἕνα φῶς καὶ τὰ μεταμορφώνει. Κάτι πολύτιμο μπαίνει στὸ σεντούκι τῆς μνήμης. Τὰ φυσικὰ πρόσωπα τοῦ Ἀντώνη καὶ τῆς Ἄννας, πρόσωπα τῆς ἀφήγησης, διαλύονται ὅπως καὶ τὸ φυσικὸ πρόσωπο τοῦ ἀφηγητή. Ὁ Ἀντώνης, χαμένος στὸν βυθὸ τῆς ἁμαρτίας ἢ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀργεῖ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὴν Ἄννα ν᾿ ἀναδυθεῖ μεταμορφωμένος σὲ εἰκονίδιο. Τὸ τετράπλευρο τῆς ἄρρενος ὕπαρξής του δέχεται τὴν Ἄννα ὡς ἀγάπη καὶ γίνεται πέντε, ἄρρην ἀριθμὸς τῆς μνήμης καὶ τοῦ σύμπαντος, ποὺ συναντᾶ τὸν πολυφώστηρο ἅγιο Οὐρανὸ τῶν Συναξαριῶν τοῦ Ἰουλίου.
Προχωρῶ στὸν Πεντζικικὸ κόσμο τὸν φτιαγμένο μὲ γράμματα ἢ χρώματα, ἀργά. Δὲν γίνεται ἀλλοιῶς. Ὅποιος τρέχει καὶ ζητάει ἔνταση ὑπόθεσης, μυθιστορηματικῆς ἐξέλιξης, ἀγωνία καὶ σπάνιες ἀφύσικες καταστάσεις, ἂς ἀνοίξει τὴν τηλεόραση ἢ ἂν θέλει νὰ γίνει συγγραφέας καλὰ καὶ σώνει, ἂς ἀντιγράψει ἔντεχνα ἰατρικὰ συγγράμματα ψυχοπαθολογίας.
Λόγος καὶ εἰκόνα εἶναι στενὰ δεμένα στὸν Πεντζίκη. Οἱ πίνακές του βγῆκαν μὲ «ἀρίθμηση» Συναξαριῶν ἢ Ὁμηρικῶν στίχων. Τὰ κείμενά του πλούσια ἀποφόρια πλουσίων εἰκόνων ἀπὸ παραδόσεις, παραμύθια, Ἱστορία. Τοῦ ἀρέσει, λέει, νὰ σκεπάζει τὴν γυμνότητά του μὲ τὰ πλούσια αὐτὰ ἀποφόρια καὶ δὲν ντρέπεται γι᾿ αὐτό. Δὲν ντρέπεται ὅμως καὶ νὰ τὴν δείχνει. Ντρέπεται, ἀντίθετα, νὰ σκεπάζει τὴν ἀσχήμια του. Μὲ ζωγραφικὴ καὶ γράψιμο ἀντιμετώπιζε ὅσο ζοῦσε τὸν πονηρὸ ἐχθρό, τὸν χρόνο. Διέτρεχε τεράστιες ἐκτάσεις καὶ ἑκατομμύρια ἔτη φωτὸς σιγά-σιγὰ σὰν τὸ μυρμήγκι. Μέσα σὲ τέτοια μεγέθη καὶ μὲ τόσο ἀργή κίνηση ἐτελειοῦτο τὸ ἔργο: Ἡ διάλυση τῆς ἀτομικότητας. «Ἕνα εἶναι γεγονός: Ὁ στενός μου σύνδεσμος μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ τίποτα».
Τὸ τυχαῖο, τὸ τίποτα, τὸ ἀπρόβλεπτο, λέξεις ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Αὐτὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος προσπαθεῖ ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ ἀλλὰ ἐκεῖνο τὸν κυνηγάει. Καὶ αὐτοῦ ἀκριβῶς τὴν παρέμβαση στὴν ζωή του δὲν μπορεῖ εὔκολα νὰ ἀποδεχθεῖ. Δὲν ἀντέχει τὸ ἄγνωστο. Θέλει νὰ μάθει ἂν ταυτίζεται μὲ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ, μὲ ὅ,τι λαχταράει νὰ ζήσει καὶ νὰ δημιουργήσει: «Πόθος μου νὰ ἐξομοιώσω τὸ ἀπρόβλεπτο καὶ τυχαῖο τῆς κάθε μέρας, μὲ τὴν γυναίκα, τὴν περίφημη ἐμορφιά, ποὺ περιμένω νὰ γνωρίσω καὶ τὴν βλέπω μόνο στὸν ὕπνο μου».
Πεινάει καὶ κάθεται νὰ φάει. Ἀλλὰ ἀμέσως ἀποστρέφεται τὸ ὡραία σερβιρισμένο κρέας του καὶ σπρώχνει τὸ πιάτο του πέρα. Αἰσθάνεται ὅτι πάει νὰ τραφεῖ μὲ τὴν φθορὰ τῶν ἄρρωστων, ἀνάπηρων καὶ σάπιων συνανθρώπων του καὶ νεκρῶν προγόνων του. «Δὲν μπορῶ νὰ χορτασθῶ μὲ τέτοια μαγειρεύματα ἀνούσια». Τί θὰ γίνει ὅμως μὲ τὴν πείνα του;
Νὰ ἀρνηθεῖ ὅλα αὐτὰ τὰ συγκεκριμένα, τὶς παραδεκτὲς ἀπὸ ὅλους ἰδέες πού ὡστόσο δὲν τὸν χορταίνουν; Ἢ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὸ ἄγνωστο ἀπρόβλεπτο; Εἶναι δυνατὸν νὰ συμπιέσει αὐτὸ μὲ ὅ,τι διακαῶς ποθεῖ; Μάταια σκέπτεται καὶ μάταια ποθεῖ. Τὸ τυχαῖο ἢ ἀπρόβλεπτο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ξένο πρὸς τὶς πράξεις μας. Ἔτσι, στὴν συνέχεια μὲ τὴν εἰρωνεία ὡς μαστίγιο δέρνει τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν αὐταρέσκεια ποὺ κρύβει μέσα του καὶ στὰ λεγόμενά του. Κι αὐτὸ τὸν κάνει, ὅπως λέει, μὲ περισσότερο πεῖσμα νὰ θέλει νὰ ξεχωρίσει τὸ φαινομενικό του πρόσωπο ἀπὸ τὸν βαθύτερο ἑαυτό του, δηλαδὴ νὰ ξεχωρίσει τὴν ἁπλὴ περίπτωση ἀπὸ τὸ γενικό, τὸ μεμονωμένο ἀπὸ τὸ καθολικό. Προτιμᾶ νὰ ἀποφλοιώσει τὸν ἑαυτὸ του ἕως νὰ μείνει «ὁλοθούριον» μὲ ἐλάχιστη ἀτομικὴ πτυχή. «Ὅσο ἐλάχιστη κι ἂν εἶναι», σκέφτομαι, «μπορεῖ νὰ χορτάσει μὲ τὸ γενικὸ καὶ τὸ καθολικό; Ἐκτὸς ἂν σ᾿ αὐτὸ τὸ γενικὸ καὶ καθολικὸ ἐλπίζει νὰ βρεῖ τὸν βαθύτερο ἑαυτό του. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο τί θὰ πεῖ γιὰ τὸν Πεντζίκη; Ἀφοῦ καὶ τὶς καλύτερες στιγμὲς τῆς ἔμπνευσής του τὶς παρομοιάζει ἔμμεσα μὲ ὑστερία κοριτσιοῦ;».
Μά, ἂς ἐπιστρέψω, γιὰ νὰ μὴ χαθῶ ὁλότελα, ἂν καὶ τὸ θέλω, στὸν ἄξονα τοῦ γραπτοῦ μου, πού εἶναι τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὸ ἔργο τοῦ Πεντζίκη. Ὅταν προβληματίζομαι καὶ προχωρῶ σ᾿ αὐτὸ συστηματικά, δρέπω ἀμφιβολίες, δισταγμούς, διαψεύσεις τῶν εὑρέσεών μου, ματαίωση ἀσφαλῶν συμπερασμάτων. Ἂς ἀφεθῶ λοιπὸν στὴν ξένοιαστη διάβαση σελίδων του. Ἂς ἀκολουθήσω τὸν τρόπο του γιὰ νὰ βρῶ τὸν κόσμο του. Ἂς κάνω ὅ,τι κάνει. Ἂς ἀρχίσω νὰ μαζεύω στὰ ἑρμάρια καὶ τοὺς φακέλλους τῆς συνείδησής μου ὀνόματα, γεγονότα, ἀντικείμενα, πρόσωπα, συναντήσεις ἀπὸ τὶς σελίδες του. Ξαφνικά, ὅσο καὶ ἀραιά, φθάνει σὲ ἐκστάσεις, φῶς, ἔρωτα κι ἀγάπη. Τὸ τυχαῖο καὶ ἀπρόβλεπτο ποὺ τὸν βασανίζει. Γράφει καὶ παίζει πεντόβολα ἐνῶ τὸν παραστέκουν Ἅγιοι, πρόσωπα μυθικὰ ἢ μεταμορφωμένα σὲ πέτρες, φυτὰ ἢ μπουκαλάκια. Στὴν ἱστορία τοῦ Ἀντώνη καὶ τῆς Ἄννας ἡ μὲ λαχτάρα ἀναμενόμενη ἐρωτική τους συνάντηση μεταμορφώνεται σὲ ἐκστατικὸ θαυμασμὸ τῆς ἀνεύρεσης τοῦ ἑαυτοῦ των στὸν ἀπέναντι. Ἔνοιωσαν καὶ οἱ δύο σὰν μέσα σὲ νερὸ διαλυμένοι καὶ παραδόθηκαν ἐντελῶς στὸν χορὸ τοῦ νεροῦ ποὺ τοὺς περιεῖχε ξεχνώντας τὰ πάντα. Ὁ ἀρουραῖος τῆς πείνας κατανάλωσε ἀνενόχλητος τὰ φαγητὰ πάνω στὸ τραπέζι ἀνάμεσά τους. Ὅλη αὐτὴ ἡ μεταβολή, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν περιορισμένη χρονικὴ ἐρωτικὴ συνάντηση στὴν χωρὶς ὅρια ἕνωσή τους συντελεῖται διὰ τῆς ἐκστάσεως ποὺ προκάλεσαν δύο τυχαῖα γεγονότα. Τὸ πέρασμα τῆς Ἄννας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου διάβασε στὸ ἀνοιγμένο βιβλίο ἕνα ψαλμὸ ποὺ φανέρωνε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν κτίση καὶ τὴν δοξολόγησή Του ἀπὸ αὐτήν, εἶναι τὸ ἕνα. Ἡ πολύωρη ἀναμονὴ τῆς ἀγαπημένης ἀπὸ τὸν Ἀντώνη ποὺ τὸν κάνει νὰ χάσει κάθε συναίσθηση φυσικοῦ ὁρίου τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων, εἶναι τὸ δεύτερο. Καὶ τὸ πρόσωπό μας ποὺ ἀναγνωρίζουμε, λέει, στὰ μάτια τοῦ ἄλλου δὲν μᾶς διδάσκει τὴν θνητότητά μας ἀλλὰ τὴν ταυτότητα τῶν οὐρανίων σωμάτων μὲ τὸ σχῆμα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ὡς μάθημα αὐτογνωσίας ἀποστηθίζει γεωγραφικοὺς τόπους καὶ ὅρους. Καὶ ἔτσι αἰσθητοποιεῖ τὸ ἀληθινό του σχῆμα σὰν συνεχῆ συμβίωση μὲ τὶς χιλιάδες ὁμοίους του ποὺ βλέπουν τὸ ἴδιο φῶς μαζί του γιὰ μερικὰ χρόνια. Θυμᾶμαι, θὰ πεῖ βλέπω ὅ,τι εἶμαι, ταυτόχρονα μὲ ὅ,τι προϋπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξει μετά.
Ὁδοιπορώντας στὰ κείμενα τοῦ Πεντζίκη συναντῶ καταγραμμένους τόπους, γεγονότα τῆς καθημερινότητάς του καὶ τῆς μνήμης του. Καταγράφοντας ἐξομολογεῖται. Περίεργη ἐξομολόγηση πολὺ φτωχὴ σὲ ψυχολογία. Συνεχίζεται μὲ τὸν ἄλλο ἐκστατικά. Βγαίνει δηλαδὴ ἀπὸ τὴν στάση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ χωρεῖ στὸν ἄλλον. Μεταμφιέζεται στὸν ἄλλο διὰ μέσου τῆς ἀγάπης κι ἔτσι μπορεῖ ἐν ὀνόματι τοῦ δώρου της νὰ γίνει ἥρωας καὶ ν᾿ ἀντιπαλαίσει τὴν ἀτομική του μοίρα. Τὸ τυχαῖο ἢ ἀπρόβλεπτο, στὰ γεγονότα ποὺ διηγεῖται, θέλει νὰ τὸ ἀντιπαρέλθει. Ὅμως δὲν καταφέρνει ἄλλο παρὰ νὰ ὁδηγεῖται πρὸς αὐτὸ ἀπὸ ὀδυνηρὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν ἐσωτερικὴ ἀνάγκη του νὰ ὁλοκληρωθεῖ. Νὰ πάει ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ νοῦ καὶ τῆς φαντασίας στὰ πράγματα τοῦ φωτός. Καὶ καθὼς ἡ γραφὴ του εἶναι ὅμοια μὲ τὴν ζωή του, βλέπω ὅτι δὲν ἡσυχάζει. Φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ζήσει. Θέλει τὴν αἰωνιότητα ἀντὶ τοῦ χρόνου, τὸ ἄπειρο ἀντὶ τοῦ περιορισμένου. Ἡ φθορὰ παραμονεύει τὶς στιγμὲς εὐτυχίας κι ἐκεῖνος τὴν ξορκίζει ντύνοντάς τις μὲ τὸν ἀσήκωτο θησαυρὸ τῆς μνήμης του.
Ὁ μοναχὸς Ἀντώνιος καταπιάνεται ν᾿ ἀντιγράψει κάπου ἀλλοῦ καλλιγραφικὰ τὸ κεφάλαιο περὶ ἀγάπης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Κι οἱ λέξεις καὶ τὰ γράμματα «γέμιζαν τὸ νοῦ του πανύψηλα βουνὰ οὐσιαστικῶν, ρήματα ποὺ χάραζαν δρόμους, ποὺ θὰ ᾿πρεπε νὰ διατρέξει, καρποφόρα, ὠφέλιμη καὶ καλλωπιστικὴ βλάστηση ἐπιθέτων, ποὺ κάλυπταν τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις τῆς ἀγάπης, ὅπου χωροῦσε ὅλος ὁ πληθυσμὸς τῆς γῆς…». Κι ἐπειδὴ τὸ φτωχὸ μυαλὸ τοῦ μοναχοῦ δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὸ ἀριθμητικὸ πλῆθος τῶν θεόπνευστων γραμμάτων, ἀντιγράφει μόνο τὸ ἐδάφιο 1-8 τοῦ 13ου κεφαλαίου καὶ καταφεύγει στὸ ναό, ὅπου τελεῖται ἡ θεία μυσταγωγία. Ἐκεῖ αἰσθάνεται καὶ σκέπτεται ὅτι «ἡ θεία ἐνσάρκωση εἶναι ἡ κλείδα τῆς ἑρμηνείας πάντων τῶν φαινομένων». Καὶ μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Ἐκκλησίας νοιώθει σὲ πλήρη ἐπικοινωνία καὶ κοινότητα, μὲ ὅλους τούς ἀνθρώπους: «Μήτρα τοῦ κόσμου ὅλου ἡ Ἐκκλησία, ὅπου καθημερινὰ παρίσταται, ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, ὡς τέλειος ἄνθρωπος». Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ποὺ τὸ πρόσωπό Του ἀνακεφαλαιώνει τὴν Δημιουργία καὶ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ παρελθὸν ὡς τὸ μέλλον. Γι᾿ αὐτό, ὁ κὺρ Νίκος Πεντζίκης μποροῦσε νὰ ψηφαριθμεῖ χιλιάδες λέξεις γιὰ νὰ ζωγραφίζει τοὺς πίνακές του χωρὶς ν᾿ ἀδημονεῖ ἢ νὰ φοβᾶται τὸν χρόνο ποὺ ἔφευγε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ μποροῦσε ἀκόμα νὰ καταγράφει ἀσήμαντα γεγονότα τῆς καθημερινότητας ἐξομολογούμενος μὲ σκοπὸ τὴν «καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ του προσώπου σὲ μία προσπάθεια πρὸς ἀπόκτηση προσώπου ἐν ἑτέρᾳ μορφή».
Καθὼς ἔγραφα καὶ πότε-πότε διάβαζα, εἶχα ἔντονη τὴν ἐντύπωση ὅτι τὸ θαμμένο σῶμα του δὲν τὸν ἐμποδίζει νὰ συνεχίζει νὰ κάνει τὴν πιὸ πάνω ἐργασία στὸ πρόσωπο τοῦ καθενός μας. Καὶ βεβαιώνομαι γι᾿ αὐτὸ καθὼς τὸν ἀκούω νὰ λέει μὲ τὸ ἀστεῖα κεφᾶτο χαμόγελό του: «Ὅταν δὲ θὰ αἰσθάνομαι τίποτα θὰ αἰσθάνεσαι ἐσύ». Τὸ τίποτα ὅμως γιὰ κεῖνον ἦταν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.