ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗ
Τοῦ Ἀναστασίου Σταυρογιαννόπουλου
Δασκάλου
1. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς Θρησκείας γιά τή ζωή μας.
Μέ τόν ὅρο Θρησκεία γενικά δηλώνουμε τή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Ἱερό. Στήν ἱστορική πορεία τοῦ ἀνθρώπου τό Ἱερό κατανοήθηκε εἴτε ὡς κάποιος θεός, εἴτε ὡς κάποια ὑπερφυσική δύναμη, εἴτε τέλος ὡς γέννημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς, πού καταξιώθηκε μέ τό Ἱερό. Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Ἱερό ἐκφράστηκε μέ διάφορους τρόπους, ὅπως εἶναι ἡ λατρεία, ἡ μορφή τοῦ θρησκευτικοῦ βίου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μορφή ἑνός ἠθικοῦ κώδικα, ἡ Τέχνη καί ἡ Θρησκευτική Παράδοση.
Στήν καθομιλουμένη συχνά μέ τόν ὅρο Θρησκεία ἀναφερόμαστε στό σύνολο τῶν δοξασιῶν, πού ἔχουν σχέση μέ τήν πίστη στό Θεό ἤ στούς Θεούς ἤ ἀκόμη στό σύνολο τῶν τύπων τῆς λατρείας, πού ἐκδηλώνονται μ᾿ αὐτήν τήν πίστη. Ἡ ἔννοια Θρησκεία ἐμπεριέχει τή σημασία τοῦ σεβασμοῦ, ὄχι ὅμως τῆς δουλικότητας ἀλλά τῆς ἐλεύθερης καί οἰκειοθελοῦς προσφορᾶς. Ὁ Χριστιανισμός ἰδιαίτερα ἀποτελεῖ σχέση συγγένειας καί φιλίας ἀνθρώπου καί Θεανθρώπου[1] εἶναι ἡ ὑπέροχη ἀμεσότητα θεανθρώπινη διαπροσωπική σχέση καί κοινωνία ἀνθρώπου καί Θεοῦ-Ποιητή καί Πατέρα[2].
Ἀπό τήν ἀνάγνωση τῆς ἱστορίας τῶν θρησκευμάτων προκύπτει, πώς ἡ Θρησκεία χρονολογεῖται ἀπό τήν ἐποχή κατά τήν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος. Τό φαινόμενο τῆς Θρησκείας εἶναι ἰδιαίτερα σύνθετο καί χρειάζεται προσέγγιση μιᾶς ἐκτεταμένης περιοχῆς θεμάτων, ἐμπειριῶν καί καταστάσεων, προκειμένου νά κατανοήσουμε ἐπαρκῶς τή σημασιολογία της. Μία ὅμως ἁπλή προσέγγισή της, σάν αὐτή πού ἔγινε σ᾿ αὐτήν τήν παράγραφο, θά μᾶς βοηθήσει νά ἀναπτύξουμε καί νά παρακολουθήσουμε τό θέμα τῆς παρούσης μελέτης μας.
2. Ἡ Χριστιανική Λατρεία καί ἡ ἀντικειμενική ἀξία τῆς προσευχῆς.
Ἡ Θρησκεία πού ἐπικράτησε στόν Ρωμαϊκό κόσμο ἦταν ἡ Χριστιανική, ἡ ὁποία συνδύαζε τά στοιχεῖα τῆς καθολικῆς ἀγάπης καί τῆς ἀξίωσης γιά μία εἰλικρινῆ προσπάθεια πίστης στή διπλή, ἀνθρώπινη Θεία ὑπόσταση, τοῦ Ἰησοῦ[3]. Ἡ Χριστιανική θρησκεία καταξιώνει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τή συνύπαρξη τῶν ἀνθρώπων, προσδίδοντας στή ζωή νόημα καί σκοπό καί στή συνδιαβίωση ἀμοιβαία ἀγάπη καί ἀγαθή προσφορά[4].
Ἡ λατρεία εἶναι ἐξωτερίκευση τῆς πίστης τοῦ ἀνθρώπου μέ τελετές, ὕμνους καί συμβολικές πράξεις. Ἡ Χριστιανική λατρεία εἶναι διαφορετική ἀπό τή λατρεία ἄλλων Θρησκειῶν. Οἱ ὀπαδοί τοῦ πολυθεϊσμοῦ γιά παράδειγμα, λάτρεψαν ὡς θεούς τά κτίσματα τῆς φύσης καί ὄχι τό δημιουργό αὐτῶν τῶν κτισμάτων. Γι᾿ αὐτό καί κατά τά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά καί σήμερα, ὁ τόπος λατρείας εἶναι ἡ ὕπαιθρος, στήν ὁποία προβαίνουν σέ ὅλα τά εἴδη τῶν τελετουργικῶν τους πράξεων. Ἡ Χριστιανική λατρεία ὅμως, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στόν ἀληθινό Θεό τῆς ἀγάπης καί ἔχοντας χαρακτῆρα πανανθρώπινο καί σκοπό τόν ἐσωτερικό ἐξαγνισμό τοῦ ἀνθρώπου, ὑπερέχει ἀπό κάθε ἄλλη Θρησκεία, ἀκόμη καί ἀπό πλευρᾶς μεγαλοπρέπειας. Μία τέτοια Χριστιανική λατρεία καλεῖται νά καλύψει μία νέα μορφή Ναοῦ, πού θά ἀναπτυχθεῖ στό Χριστιανικό κόσμο μετά τόν 4ο αἰ. μ.Χ. ὅταν τελειώνουν οἱ διωγμοί καί ὁ Χριστιανισμός εἰσέρχεται στό στάδιο τοῦ θριάμβου του. Μετά τήν ἀνακήρυξη τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημη Θρησκεία τοῦ κράτους ἀπ᾿ τό Μέγα Κωνσταντῖνο τό 313 μ.Χ., οἱ Χριστιανοί ἐγκαταλείπουν τά καταφύγια κι ἐπιδίδονται στήν ἵδρυση μεγαλοπρεπῶν Ναῶν. Τόσο ἡ μητέρα του Ἑλένη, ὅσο καί ὁ ἴδιος διέθεσαν πολλά χρήματα ἀπ᾿ τό Δημόσιο Ταμεῖο γιά τήν ἵδρυση Ναῶν κι ἔτσι μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε πώς σ᾿ αὐτήν τήν περίοδο θεμελιώνεται ἡ Ἑλληνική Χριστιανική ναοδομία, φέρνοντας μάλιστα στό προσκήνιο τόν πρῶτο ρυθμό Χριστιανικού ναοῦ, τό ρυθμό τῆς Βασιλικῆς.
3. Ὁ Ναός ὡς τόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ.
Τό οἰκοδόμημα, πού κατασκευάστηκε γιά νά χρησιμεύσει ὡς τόπος Θρησκευτικῆς λατρείας ἤ γιά τήν τέλεση κάποιας ἄλλης Ἱερῆς λειτουργίας ὀνομάστηκε Ναός. Τούς χώρους λατρείας στή Χριστιανοσύνη περισσότερο τούς ὀνομάζουμε Ἐκκλησίες, παρά Ναούς.
Ὁ Ναός στήν Ἐγγύς Ἀνατολή δέν ὑπῆρξε ποτέ χῶρος συγκέντρωσης τῶν πιστῶν, ἀλλά θεϊκή κατοικία. Ἀντίθετα στή Μεσσοποταμία, στίς ἀρχές τῆς 3ης π.Χ. χιλιετίας ἐμφανίστηκαν τά πρῶτα οἰκοδομήματα, πού προορίζονταν γιά τή λατρεία τῶν πιστῶν. Ὁ Αἰγυπτιακός ναός ἦταν ὁ τόπος, πού κατοικοῦσε ἡ θεότητα καί ἦταν περιφραγμένος ἀπό περίβολο, γιά νά ἐμποδίζεται ἡ εἴσοδος τοῦ λαοῦ σ᾿ αὐτόν. Στήν Ἑλλάδα ὁ Ναός διαδέχτηκε τά Ἀνακτορικά ἱερά τῶν Κρητῶν καί τῶν Μυκηναίων ἡγεμόνων γύρω στά 1250-1200 π.Χ. εἴτε πρόκειται γιά ἱερό πάνω σέ Ἀκρόπολη (π.χ. Ἀκρόπολη Ἀθηνῶν), εἴτε γιά οἰκοδόμημα κοντά στό κέντρο τῆς πόλης (π.χ. Θησεῖο), εἴτε γιά Ναό μακριά ἀπό τήν πόλη (π.χ. Ἄργους, Αἴγινας), εἴτε γιά Πανελλήνιο ἱερό (π.χ. Δελφῶν). Ναοί ὑπῆρξαν καί στήν Ἰνδία, στήν Κίνα, στό Βιετνάμ, στήν Ἰαπωνία, στούς Ἴνκας καί στούς Μάγια καθώς καί στίς Ἰσραηλιτικές φυλές. Στήν Ἀρχαιότητα ὁ Ναός ἀποτελοῦσε τήν κατοικία τοῦ Θεοῦ, στόν ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένος. Ὁ Θεός ὅμως τοῦ Ἰσραήλ δέν μποροῦσε, ὡς δημιουργός τοῦ κόσμου, νά κλειστεῖ σέ μία ἐπίγεια κατοικία. Ἀργότερα ὅμως ἀνοικοδομήθηκε ἕνας καί μοναδικός Ναός, ὁ περίφημος Ναός τοῦ Σολομῶντα, ἀφοῦ ὁ λαός ἤθελε τό Θεό ἀνάμεσά του καί δίπλα του. Ἡ Χριστιανική λατρεία συνδέθηκε ἀπό τά πρῶτα Ἀποστολικά χρόνια μέ συγκεκριμένους λατρευτικούς χώρους στούς ὁποίους οἱ Χριστιανοί τελοῦσαν τίς λατρευτικές τους συνάξεις καί κυρίως τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Οἱ διωγμοί δέν εὐνοοῦσαν ἀρχικά τήν ἵδρυση Ναῶν καί ἔτσι οἱ Χριστιανοί κατέφευγαν σέ σπίτια, κυρίως εὐπόρων, γιά νά τελέσουν τίς λατρευτικές τους πράξεις. Ἡ ἵδρυση Ναῶν εὐνοήθηκε ἀργότερα ἀπό τή διεύρυνση τοῦ κύκλου τῶν Χριστιανῶν, τή λήξη τῶν διωγμῶν καί τήν ἀνακήρυξη τῆς Χριστιανικῆς θρησκείας ὡς ἐπίσημης Θρησκείας τῆς Αὐτοκρατορίας.
4. Ἡ ἔννοια τοῦ Ναοῦ.
Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τί εἶναι ὁ Ναός παραθέτουμε ἕνα ἄρθρο τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας: «Τί εἶναι Ναός;».
Α) Σύμβολο Θεϊκῆς παρουσίας.
Ὁ Χριστιανικός ναός ἀποτελεῖ ἔκφραση καί αἰσθητοποίηση μέ ὑλικά στοιχεῖα καί σύμβολα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ὑλικό κόσμο. Καί αὐτό, ὄχι βέβαια μέ τήν ἔννοια τῶν εἰδωλολατρῶν πού θεωροῦσαν τούς ναούς τους κατοικητήρια τῶν θεῶν τους. Ὁ Χριστιανικός ναός εἶναι «Οἶκος Κυρίου», γιατί εἶναι ὁ χῶρος ὅπου τελεῖται ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀναγγέλλεται μέ τό κήρυγμα ὁ Θεῖος του Λόγος καί τελεῖται τό κατ᾿ ἐξοχήν μυστήριο τῆς Θεϊκῆς Παρουσίας, ἡ Θεία Εὐχαριστία. Γιατί ἐκεῖ γίνεται ἡ Λειτουργική σύναξη τῶν πιστῶν πού ἀποτελεῖ τήν ὁρατή ἔκφραση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας κεφαλή εἶναι ὁ Χριστός. Γι᾿ αὐτό καί τό χαρακτηριστικότερο ὄνομα πού χρησιμοποιήθηκε γιά τόν ὀνομασία του, εἶναι τό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας, ὀνομάστηκε ὁ ἴδιος Ἐκκλησία.
Β) Ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας.
Τό μυστήριο αὐτό τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράστηκε κατά ἕνα ἐντελῶς ξεχωριστό τρόπο μέ τήν Ἀρχιτεκτονική καί τήν ἐσωτερική εἰκονογράφηση τῶν Βυζαντινῶν ναῶν, ἀπό τούς ὁποίους εἶναι γεμάτη ἡ Πατρίδα μας. Ὁ τρούλλος τῶν Σταυρόσχημων αὐτῶν κτιρίων συμβολίζει τόν οὐρανό, ἀπ᾿ ὅπου ὁ Παντοκράτωρ Κύριος ἐποπτεύει καί κυβερνᾶ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Καί ὁ Σταυρός πού σκεπάζει κι ἀγκαλιάζει προστατευτικά ὁλόκληρο τόν χῶρο τους ὑπενθυμίζει ὅτι σωζόμαστε χάρη στό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ οἱ εἰκονογραφικές παραστάσεις τῶν δοξασμένων Ἁγίων (Θριαμβεύουσα Ἐκκλησία), μαζί μέ τούς πιστούς πού βρίσκονται κάτω στό δάπεδο, στή γῆ συνεχίζουν τόν καλό ἀγῶνα τῆς πίστεως (Στρατευομένη Ἐκκλησία), ὁλοκληρώνουν τήν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μίας ἐπίγειας καί οὐράνιας πραγματικότητας».
5. Ἡ σημασία τῶν συμβολισμῶν στή Χριστιανική Τέχνη.
Ἡ γνώση τοῦ συμβολισμοῦ μᾶς ἐπιτρέπει νά κατανοήσουμε βαθύτερα τούς πολιτισμούς, τούς λαούς, τίς Θρησκεῖες, τά κείμενα, τά ἔργα Τέχνης καί τά οἰκοδομήματα, πού οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν. Κάθε σύμβολο ἔχει κάποια σημασία, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀντίληψη τοῦ νοήματος τοῦ περιεχομένου του. Ἀποτελεῖ τή βάση καί τό φορέα κάθε ἐπικοινωνίας, μιᾶς καί ἡ γραπτή γλῶσσα στή γέννησή της ἦταν συμβολική. Μπορεῖ νά μᾶς ὑπενθυμίσει μ᾿ ἕναν σύντομο καί σαφῆ τρόπο, ἕνα σύνολο ἰδεῶν κι ἐννοιῶν. Τά θεμελιώδη σύμβολα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ οὐρανός (οὐράνιος θόλος, ἔναστρο στερέωμα), ὁ πολικός (τό κέντρο τῆς κυκλικῆς κίνησης τοῦ Σύμπαντος), τά τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα, τά σύμβολα τοῦ κέντρου (ὁ κύκλος, ὁ Σταυρός, τό τετράγωνο).
Τά κτίρια ἀπό τούς Ἀρχαίους πολιτισμούς ἀκόμη εἶχαν συμβολική καί σημαντική λειτουργία. Ἕνα σπίτι, ἕνας Ναός, ἕνας τάφος κατασκευάζονταν σάν ἕνα ὁμοίωμα τοῦ κόσμου. «Εἶναι βέβαιο, ὅτι ἀπό τόν Ἀρχαῖο κόσμο, ὁ ἴδιος θεωρητικός καί θρησκευτικός προσανατολισμός μπῆκε στό Χριστιανισμό καί στό σύστημα τῆς Χριστιανικῆς Θεολογίας τοῦ Μεσαίωνα» γράφει ὁ Erns Cassiner. Μάλιστα ἡ ἐπικράτηση καί τελικά ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστιανισμοῦ συνδέεται καί μέ τήν ἱκανότητα τοῦ νά ἀναπλάθει τίς βασικές ἀντιλήψεις τῶν Ἀρχαίων θρησκειῶν γιά τόν Ἥλιο καί τό Φῶς[5]. Ἡ βασική δομή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Μεσαίωνα ἐμφανίζει τά χαρακτηριστικά σύμβολα τῶν τεσσάρων σημείων. Μελέτες ἔχουν δείξει τή χρήση συμβολισμῶν στήν περίφημη Βασιλική τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε ἕνα ἀπό τά ἀριστουργήματα τῆς πρώϊμης Χριστιανικῆς Τέχνης. Ὁ τρούλλος, ὡς σύμβολο τοῦ ὁμοιώματος τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ θόλου, τοῦ Σύμπαντος, μιᾶς οὐράνιας καλύπτρας πέρασε στήν Χριστιανική Ἀρχιτεκτονική. Τό κτίριο τοῦ Ναοῦ εἶναι ὄχι μόνο ἡ εἰκόνα τοῦ κόσμου, ἀλλά καί τό σύμβολο τοῦ οὐράνιου κόσμου. Ὡς κατοικία τοῦ Θεοῦ, οἱ Ναοί στρέφονται στήν Ἀνατολή ὅπου βγαίνει ὁ ἥλιος, γιατί μέσα σ᾿ αὐτούς λατρεύεται ὁ Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης, ὁ οἶκος πατᾶ σέ θεμέλιο ἀπό λίθο καί ἡ Ἐκκλησία θεμελιώνεται ἐπάνω στό σταθερό βράχο τοῦ Χριστοῦ, τό κτίριο ὑψώνεται σέ ὕψος ἀρετῶν μέ τά τέσσερα Εὐαγγέλια. Ὁ Χριστός ἐμφανίζεται ὡς Ἥλιος, στό κέντρο τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου ἤ ὡς «ἡμέρα» ἀνάμεσα στούς δώδεκα Ἀποστόλους[6]. Στό μυστήριο τῆς Βάπτισης ὁ βαπτιζόμενος στρέφεται πρός τή Δύση γιά νά ἀποτάξει τό Σατανᾶ καί πρός τήν Ἀνατολή γιά νά ὁμολογήσει τήν πίστη του στό Χριστό. Ὁ Σταυρός εἶναι ἀπό τά σύμβολα τά πιό Ἀρχαία καί τά πιό παγκόσμια, κέντρο τοῦ συμβολισμοῦ τῶν περισσότερων πολιτισμῶν. Στό Χριστιανισμό ἑνώνει τή γῆ μέ τόν οὐρανό, εἶναι τό ἔργο τῆς λυτρωτικῆς ἀγάπης ἑνός ἐνσαρκωμένου Θεοῦ, ἡ σπονδυλική στήλη τῆς συνεχοῦς μυστηριακής ζωῆς ἀπ᾿ τή Γέννηση ὡς τήν Ἀποκάλυψη. Τά τέσσερα ἄκρα του συμβολίζουν τά τέσσερα σημεῖα. Ἡ Χριστιανική παράδοση χάρισε πλούσιες ἑρμηνείες στό συμβολισμό τοῦ Σταυροῦ. Συμβολίζει τό Χριστό, τό Μεσσία, τό Σωτῆρα, τό Λόγο[7].
Ἡ μίμηση οὐράνιων ἀρχέτυπων πηγάζει ἀπό τά Ἀρχαῖα χρόνια. Μία ἐπιγραφή τοῦ Γκουντέα γιά τό Ναό, πού ἔχτισε, φανερώνει τήν ὕπαρξη τῆς θεότητας στόν ὕπνο του, ἡ ὁποία τοῦ ἔδειξε τό σχέδιο τοῦ Ναοῦ. Στήν Κιβωτό τοῦ Νῶε ὁ Μωϋσῆς παίρνει Θεῖες ὁδηγίες γιά τήν κατασκευή της καί ὁ Σολομών μέσῳ τοῦ Δαβίδ ἐπίσης τό ἴδιο. Ἀπ᾿ τήν Πρωτοχριστιανική ἐποχή εἶναι ὁρατή ἡ προσπάθεια ἐξομοίωσης τῶν ἀνθρώπινων ἔργων μέ κοσμικά καί οὐράνια πρότυπα. Ἡ ἐπιλογή τῆς Πόλης ἀπό τόν Μ. Κωνσταντῖνο ἀποδίδεται σέ Θεία παρέμβαση, καθώς καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς Ἁγίας Σοφίας ἀπό τόν Ἰουστινιανό. Στή Βυζαντινή Ἀρχιτεκτονική ὁ συμβολισμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς μικρόκοσμου ἐπικράτησε ὁριστικά μιᾶς καί οἱ Χριστιανοί ἔβλεπαν ἐσωτερικό νόημα στά στοιχεῖα τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς. Ταυτόχρονα δέ μέ τό συμβολισμό τοῦ οἰκοδομήματος, ἡ εἰκονογραφία ἀποτελεῖ μία ἑρμηνεία τῆς λειτουργίας καί τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Κάθε Ναός, πέρα ἀπό ἕνα κοσμικό οἰκοδόμημα ἀποτελεῖ καί μία κοσμογονία, γίνεται δηλαδή μίμηση τοῦ δημιουργοῦντος Θεοῦ, ἄρα εἶναι μία ἱερή δημιουργία[8].
6. Ἡ Τέχνη ὡς ἐκφραστικό μέσο τῆς Θρησκείας.
Ἄν καί ὁ ὅρος Τέχνη ἐμπεριέχει πολλές σημασίες, ὡς Τέχνη πού ἀφορᾶ τή Θρησκεία θά ἐννοήσουμε τήν ἀνθρώπινη ἐκείνη δημιουργία ἡ ὁποία ἐκφράζει τό ἰδεῶδες τοῦ καλοῦ. Ἡ Θρησκεία ἀνέκαθεν ζήτησε τή συνδρομή τῆς Τέχνης γιά τήν ἔκφραση τῶν θρησκευτικῶν συναισθημάτων. Ἡ ἀνταπόκριση τῆς Τέχνης ὑπῆρξε σημαντική, μιᾶς καί ὁ Καλλιτέχνης μέσῳ τῶν συμβολικῶν μορφῶν πού συνθέτει, βοηθᾶ σέ μεγάλη ἔκταση στήν ἀνάπτυξη τῶν θρησκευτικῶν καί πνευματικῶν ἰδεῶν. Κατά αὐτόν τόν τρόπο ἡ Θρησκευτική συνείδηση τῶν Ἑλλήνων ἱκανοποιήθηκε καί ἱκανοποιεῖται μέσῳ τῆς παρατήρησης τοῦ τέλειου ἀνθρωπίνου σώματος, ἐπειδή τό κάλλος γι᾿ αὐτούς ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση τοῦ καλοῦ καί τοῦ ἀγαθοῦ. Ἡ Χριστιανική Τέχνη ἀνύψωσε τό κάλλος, συνδέοντάς το ἄμεσα μέ τή Θεία προέλευσή του. Ἔτσι ὁ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένος ἄνθρωπος θά ἔπρεπε πλέον νά ὁμοιωθεῖ μέ τόν «ὡραῖο κάλλει» Χριστό. Ἀντίθετα σέ ἄλλες Θρησκεῖες καμμία σχέση δέν ἔχει μέ τόν κόσμο τῆς φύσης ἡ Θρησκευτική συνείδηση. Γι᾿ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο χρησιμοποιοῦν ἀφηρημένες μορφές καί σύμβολα, γιά νά ἐκφράσουν τό «ἐπιβλητικό Θεῖο». Σέ ἄλλες Θρησκεῖες ἀπαγορεύτηκε ἐντελῶς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ Θείου σέ ἀνθρώπινη μορφή.
Ἡ σύνθεση λοιπόν τῶν παλιότερων αἰσθητικῶν προτύπων μέ τίς ἠθικές -ὀντολογικές ἀρχές τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι οἱ ρίζες παραγωγῆς ἑνός θαυμάσιου προϊόντος, πού εἶναι ὁ μνημειακός πλοῦτος τῆς Βυζαντινῆς καί εὐρύτερα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας κληρονομιᾶς, πού μπορεῖ ὅμως νά κατανοηθεῖ ἐπαρκῶς μέσῳ τῶν βιωμάτων, πού ἐκφράζουν τά Πατερικά κείμενα καί ἡ ζῶσα Ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Ἡ Χριστιανική Τέχνη ἀποκαλύπτει τόν κόσμο ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, διδάσκει στόν ἄνθρωπο τήν ἀγάπη τῆς ὀμορφιᾶς καί προσφέρει στόν πιστό ἀγωγή μέσῳ τῶν ἐμπειριῶν ζωῆς ἑνός ποιοτικοῦ ἱστορικοῦ χρόνου.
7. Οἱ περίοδοι τῆς Χριστιανικῆς Τέχνης.
Σύμφωνα μέ τά Ἀρχαιολογικά δεδομένα οἱ περίοδοι τῆς Χριστιανικῆς Τέχνης εἶναι οἱ ἑξῆς:
i. Παλαιοχριστιανική περίοδος
Παλαιοχριστιανική Τέχνη εἶναι αὐτή πού ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Χριστιανικούς ἀρχικά στό Ρωμαϊκό κράτος καί μετέπειτα στό Βυζαντινό. Ἡ περίοδος αὐτή ἀρχίζει ἀπό τήν ἐμφάνιση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί καταλήγει εἴτε τό 565 μ.Χ. μέ τό θάνατο τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἤ κατ᾿ ἄλλους τό 610 μ.Χ. ὁπότε μέ τό θάνατο τοῦ Φωκᾶ τελειώνει ἡ Δυναστεία τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Σ᾿ αὐτήν τήν περίοδο ὑπάγονται ὅλα τά Μνημεῖα καί τά Ἐκκλησιαστικά ἔργα Ἀνατολῆς καί Δύσης.
Ὑποδιαιρεῖται:
Α) Στήν περίοδο τῶν διωγμῶν, πού κλείνει μέ τήν ἵδρυση τῆς Κων/πολης τό 330 μ.Χ. Σ᾿ αὐτό τό διάστημα ἡ νέα Θρησκεία καταδιώκεται συχνά καί οἱ Χριστιανικές Κοινότητες γνωρίζουν σκληρούς διωγμούς. Μέ τό διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (313 μ.Χ.) καί ἀργότερα μέ τήν ὁριστική ἐπικράτηση τοῦ Κωνσταντίνου καί τελικά μέ τή μεταφορά τῆς πρωτεύουσας στό Βυζάντιο (330 μ.Χ. ) τά πράγματα βελτιώνονται σημαντικά γιά τούς Χριστιανούς.
Β) Στήν περίοδο διαμόρφωσης καί θριάμβου τοῦ Χριστιανισμοῦ (330-610 μ.Χ.) ὁπότε καί ὁμιλοῦσε γιά τήν κυρίως παλαιοχριστιανική Τέχνη. Ὁ Χριστιανισμός γίνεται ἐπίσημη Θρησκεία τοῦ Κράτους καί μία νέα ἐποχή ἀκμῆς τῆς Χριστιανικῆς Τέχνης προδιαγράφεται στόν ὁρίζοντα. Στήν Τέχνη αὐτῆς τῆς ἐποχῆς ἀναμιγνύονται ἀλληλεπιδραστικά διάφορα ρεύματα, πού τελικά θά διαμορφώσουν ἀργότερα τή λεγόμενη Βυζαντινή Τέχνη. Ἀρκετοί μελετητές ἔχουν ὑποστηρίξει τόν καθοριστικό ρόλο, πού ἔπαιξαν διάφοροι παράγοντες στή διαμόρφωση τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης. Αὐτούς τούς παράγοντες τούς προσδιορίζουν κυρίως στήν ἐπίδραση τῆς Ἑλληνιστικῆς Τέχνης, μιᾶς καί τό 330 ἀκόμη ἤκμαζαν ἡ Ἀντιόχεια καί ἡ Ἀλεξάνδρεια, στήν ἐπίδραση τῆς Τέχνης τῆς Ἀνατολῆς, μιᾶς καί οἱ περιοχές αὐτές ὅταν γίνονταν Βυζαντινές κτήσεις πρόσφεραν ἀρκετά καί οὐσιαστικά στοιχεῖα στούς Βυζαντινούς, στήν ἐπίδραση τῆς Τέχνης τῆς Ρώμης μέχρι κυρίως τό θάνατο τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Α΄ (395 μ.Χ.) καί στήν ἐπίδραση τῶν Ἰθαγενῶν Κοπτῶν, πού ζοῦσαν στό ἐσωτερικό τῆς Αἰγύπτου. Παρά τό ὅτι ὅλοι οἱ παράγοντες ἐνδεχομένως νά ἐπηρέασαν σέ κάποιο βαθμό τή διαμόρφωση τῆς Τέχνης αὐτῆς τῆς περιόδου, μποροῦμε νά ἰσχυριστοῦμε μελετώντας αὐτήν τήν περίοδο, πώς ἡ Βυζαντινή Τέχνη πρόκειται γιά πρωτότυπη Τέχνη, πού προῆλθε κυρίως ἀπό τήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων πού τή δημιούργησαν, ἀφοῦ πρῶτα φιλτράρισαν μέ περίσσια ὑπομονή ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα τῶν ἑτερόκλητων ρευμάτων πού ἔφτασαν στό Βυζάντιο.
ii. Βυζαντινή-Μεσαιωνική περίοδος
Ἡ περίοδος αὐτή ὁριοθετεῖται μέ τό τέλος τῆς Δυναστείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ (610 μ.Χ.) καί τήν ἅλωση τῆς Πόλης (1453 μ.Χ.).
Ὑποδιαιρεῖται:
Α) Στήν Πρωτοβυζαντινή ἐποχή (ἐποχή ἀναμνήσεως καί παγιώσεως), ἡ ὁποία φτάνει μέχρι τό τέλος τῆς Εἰκονομαχίας (843 μ.Χ.). Σ᾿ αὐτήν τήν πρώτη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης μποροῦμε νά διακρίνουμε δύο ἐπιμέρους περιόδους:
Ἡ πρώτη περίοδος ἀφορᾶ τήν ἐποχή, πού μεσολαβεῖ ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἰουστινιανοῦ (565 μ.Χ.) μέχρι τήν ἀρχή τῆς Εἰκονομαχίας (726 μ.Χ.). Πρόκειται γιά μία νεκρή οὐσιαστικά περίοδο, ὅσον ἀφορᾶ τήν Τέχνη, καί αὐτό ὀφείλεται ἀφ᾿ ἑνός στήν οἰκονομική παρακμή τοῦ Κράτους καί ἀφ᾿ ἑτέρου στίς ἐπιδρομές καί τίς συνεπακόλουθες λεηλασίες ἀπό τούς Πέρσες, τούς Ἄβαρους, τούς Σλάβους καί ἄλλους λαούς. Αὐτές οἱ συνθῆκες λοιπόν δέν εὐνοοῦσαν τήν οἰκοδόμηση νέων Ναῶν καί γενικότερα τήν ἄνθιση τῆς Τέχνης. Πρόκειται γιά μία πραγματικά μεταβατική ἐποχή. Τά πιό σημαντικά ψηφιδωτά τῆς ἐποχῆς σώζονται στόν Ἅγιο Δημήτριο τῆς Θεσσαλονίκης καί οἱ πιό ἀξιόλογες τοιχογραφίες στό Ναό τῆς Santa Maria Antiqua τῆς Ρώμης.
Ἡ δεύτερη περίοδος ἀφορᾶ τήν ἐποχή τῆς Εἰκονομαχίας (726 μ.Χ.-843 μ.Χ.), ὅπου τό Βυζάντιο διχάστηκε σέ Εἰκονομάχους καί Εἰκονολάτρες μέ κύριο χαρακτηριστικό τήν ἔντονη διαμάχη καί σύγκρουση μεταξύ τους. Αὐτή ἡ ἔντονη ἀναστάτωση μέ τό θέμα τῶν εἰκόνων, καθώς καί οἱ πόλεμοι κατά τῶν Ἀράβων καί τῶν Βουλγάρων, λειτούργησαν ἀρνητικά στήν κατασκευή σημαντικῶν Ναῶν αὐτή τήν περίοδο. Ὁ Ἀρχιτεκτονικός τύπος, πού συνηθίζεται αὐτήν τήν περίοδο, εἶναι μία ἐνδιάμεση μορφή ἀνάμεσα στή Βασιλική μέ τρούλλο καί στό Σταυροειδῆ μέ τρούλλο, ἡ διακόσμηση γίνεται μέ νέα θεματολογία καί τέλος φαίνεται, πώς ἡ Εἰκονομαχία ἐπηρέασε καί τήν εἰκονογράφηση τῶν χειρόγραφων.
Β) Στήν κυρίως Βυζαντινή, ὅπου βασίλεψαν οἱ Δυναστεῖες τῶν Μακεδόνων, τῶν Κομνηνῶν καί τῶν Ἀγγέλων. Ἀπό τά 843 μ.Χ. μέχρι τό 1204 μ.Χ. τό Βυζάντιο ζεῖ μία περίοδο ἀκμῆς, ἀφοῦ ἡ δύναμή του μεγιστοποιεῖται καί ἡ εὐημερία τοῦ λαοῦ πολλαπλασιάζεται. Μία σειρά ἐπιτυχημένων ἐκστρατειῶν δίνει τή δυνατότητα στήν ἀνάκτηση χαμένων ἐδαφῶν. Ἐπίσης ὁ ἐκχριστιανισμός τῶν Σλάβων ἀπό τόν Κύριλλο καί τό Μεθόδιο καθώς καί τῶν Ρώσων, ἐξυψώνει αἰσθητά τό κύρος τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καί τίς δίνει τεράστια αἴγλη. Ἡ ἐποχή δέ ἀπό τό 867-1057 μ.Χ. ἀποτελεῖ τό δεύτερο χρυσό αἰῶνα τῆς Βυζαντινῆς Τέχνης. Τήν ἐποχή αὐτή ἡ Τέχνη, ἀφοῦ ἀφομοίωσε ὅλες ἐκεῖνες τίς ἑτερόκλητες ἐπιδράσεις, πού ἀναφέραμε προηγουμένως πῆρε τήν ὁριστική της μορφή, τή Βυζαντινή πλέον μορφή. Στήν Ἀρχιτεκτονική δημιουργοῦνται νέοι τύποι Ναῶν, στή ζωγραφική ἐφαρμόζονται νέες τεχνικές καί εὐρεῖα πλέον χρήση τοῦ σμάλτου καί τοῦ ἐλαφαντόδοντου δείχνει τήν τάση γιά πολυτέλεια καί χλιδή, πού χαρακτηρίζει πιά τήν Αὐτοκρατορία. Ἀκολουθεῖ ἡ ἐποχή τῆς παρακμῆς μέ τούς Λατίνους Αὐτοκράτορες (1204-1261 μ.Χ.) καί τό μοίρασμα τῆς Αὐτοκρατορίας σέ ἐπιμέρους Κρατίδια.
Γ) Στή Δυναστεία τῶν Παλαιολόγων (1261-1453 μ.Χ.), ἡ ὕστερη Βυζαντινή Τέχνη, ὁ τρίτος χρυσός αἰῶνας. Μετά τήν ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης τό 1261 μ.Χ. παρατηρεῖται ἄνθιση τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας καί ἰδιαίτερα στή ζωγραφική, παρά τό ὅτι ἡ Αυτοκρατορία ἔδινε τόν ὕστατο ἀγῶνα γιά νά ὀρθοποδήσει. Αὐτή ἡ ἀντίφαση ἀπασχόλησε πολλούς μελετητές, πού ὁ καθένας ἔδωσε καί διαφορετική ἔρευνα. Σ᾿ αὐτούς τούς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας διαπιστώνουμε, πώς ἡ Τέχνη μπόρεσε νά ξεπεράσει τίς δυσκολίες τῶν προηγουμένων ἐτῶν, νά ἀνανεώσει τά ἐκφραστικά της μέσα, χωρίς νά ἀποκοπεῖ ἀπό τίς βασικές ἀρχές τῆς κυρίως Βυζαντινῆς Τέχνης, νά δημιουργήσει νέους τύπους κυρίως στή ζωγραφική καί νέες ὄψεις στά κτίρια. Μετά τό 1261 μ.Χ. ἐπανέρχεται ἡ Τέχνη στήν ἐκλεπτυσμένη μορφή της (συντηρητισμός, κλασικισμός), αὐτή τή μορφή πού ὅμως τή διατήρησε ἀναλλοίωτη, ὄχι μόνο ὡς τό τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας, ἀλλά καί πέρα ἀπ᾿ αὐτό στά βάθη τῶν ἑπόμενων αἰώνων.
Στήν ἀνάταση τῆς καλλιτεχνικῆς δημιουργίας πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν αὐτή τήν ἐποχή δύο Πόλεις: Ἡ Κωνσταντινούπολη καί ἡ Θεσσαλονίκη, χωρίς νά παραγνωρίζεται καί ἡ προσφορά τοῦ Μυστρᾶ, τῆς Τραπεζοῦντας καί τῆς Ἄρτας. Ἐπίσης ἡ Βυζαντινή Τέχνη ἁπλώνεται στίς Βαλκανικές χῶρες καί γι᾿ αὐτό ἔχουμε σπουδαία οἰκοδομήματα καί τοιχογραφίες σ᾿ αὐτές.
Ἡ Βυζαντινή περίοδος ἐξετάζει μόνο ἔργα τῆς Ἀνατολῆς, μιᾶς καί οἱ Δυτικοί ἀρχίζουν νά διαμορφώνουν δική τους τεχνοτροπία. Στήν Ἀνατολή βέβαια ὑπάγονται καί τά Κράτη, πού ἐκχριστιανίστηκαν ἀπό τό Βυζάντιο καί κυρίως ἀπό τή Ρωσία.
iii. Μεταβυζαντινή-Νεοβυζαντινή περίοδος
Ἡ περίοδος αὐτή ἀρχίζει ἀπό τά μέσα τοῦ 15ου αἰῶνα καί καταλήγει μέχρι καί σήμερα. Ἐξετάζει ἔργα τοῦ Βυζαντίου, τῶν χωρῶν τοῦ Αἴμου, τῶν Ἑλληνικῶν παροικιῶν τοῦ ἐξωτερικοῦ καί τῶν ὑπό Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων ἐπιρροῆς Κράτη. Θεωρεῖται ἑνιαία περίοδος. Ἔχουμε ἀξιόλογα ἔργα στόν Ἑλλαδικό χῶρο καί στίς Ἑλληνικές παροικίες τῆς ὁμογένειας. Τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα Ἀλεξάνδρειας, Κωνσταντινούπολης, Ἀντιόχειας, Ἱεροσολύμων ἀσκοῦν μεγάλη ἐπίδραση στήν Τέχνη, μέ βάση πάντα τή Βυζαντινή Τέχνη. Ὡστόσο κι ἡ Ρωσία καί οἱ Βαλκανικές χῶρες, πού ἔχουν πολύ νωρίτερα τίς τεχνοτροπικές τους θέσεις, ἐξακολουθοῦν νά δέχονται ἔντονα τήν ἐπίδραση τῆς Μεταβυζαντινῆς Τέχνης. Γενικά ἡ Μεταβυζαντινή Τέχνη ἀκολουθεῖ τήν Βυζαντινή, ἔχουν ὅμως εἰσχωρήσει Δυτικά στοιχεῖα καί τεχνοτροπίες.
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
3. Πάπυρος Larousse Britannica, τόμος 52, σ. 390.