ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ

Ὡς θάνατος, ἤ πιό κυριολεκτικά σωματικός θάνατος, θεωρεῖται στήν Ἰατρική ἡ διακοπή τῶν λειτουργιῶν τοῦ σώματος, κυρίως τοῦ ἐγκεφάλου καί τῆς καρδιᾶς. Στήν θεολογική γλώσσα ὀνομάζεται, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό σῶμα του. Ἡ ἔννοια τοῦ σωματικοῦ θανάτου ἀντιδιαστέλλεται πρός τήν ἔννοια τοῦ αἰωνίου θανάτου, πού εἶναι στήν ἴδια γλώσσα, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό.

Ἡ ἔννοια τῆς εὐθανασίας.

Εὐθανασία ἐτυμολογικά σημαίνει, ὁ καλός ἤ εὔκολος (σωματικός) θάνατος. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ὁ καλός, ἀνώδυνος, ἀνεπαίσχυντος καί εἰρηνικός θάνατος εἶναι εὐκταῖος ἀπό τήν Ἐκκλησία (πρβλ. Χριστιανά τά τέλη τῆς ζωῆς  ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί καλήν ἀπολογίαν, τήν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Θεοῦ, παρά τοῦ Κυρίου αἰτησόμεθα ).

Παράλληλα ὅμως, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τιμᾶ καί τόν ἐπώδυνο θάνατο τῶν μαρτύρων, ὅταν γίνεται γιά τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Τόν τιμᾶ ἐπίσης καί ὅταν συνδέεται καί μέ ἀσθένειες, βάσανα ἤ ὀδυνηρές συγκυρίες, πού ὑφίσταται ὁ ἄνθρωπος μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό. Στήν περίπτωση αὐτή ὁ καλός θάνατος, δέν συνίσταται στήν ἀπουσία τοῦ πόνου, ἀλλά στήν ὑπομονετική καί καρτερική ἀντιμετώπισή του, μέ πίστη στόν Χριστό καί ἐλπίδα ἀναστάσεως καί ζωῆς αἰωνίου κοντά στόν Θεό.

 Εὐθανασία καί ποιότητα ζωῆς.

Ἡ ἐφαρμογή τῆς εὐθανασίας, μέ ἐπίσπευση ἤ διευκόλυνση τῆς ἐπελεύσεως τοῦ θανάτου μέ τεχνητά μέσα, ὥστε νά εἶναι σύντομος καί ἀνώδυνος, γίνεται τά τελευταία χρόνια μέ ἐπίκληση τῆς ποιότητας ζωῆς. Ἡ ποιότητα ζωῆς ὅμως στήν ἐποχή μας, ἐκτιμᾶται μόνο μέ ὑλιστικά καί εὐδαιμονιστικά κριτήρια. Ἀπουσιάζει παντελῶς, ἡ θεώρηση τῆς ζωῆς μέ πνευματικά κριτήρια καί ἡ προσδοκία μίας αἰώνιας ζωῆς κοντά στόν Θεό.

Εἶναι προφανές ὅτι, ἡ ἐκτίμηση τῆς ποιότητας ζωῆς, μόνο μέ ὑλιστικά κριτήρια εἶναι ἐλλιπής καί μονοδιάστατη. Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου συνολικά δέν εἶναι μόνο βιολογική ἀλλά καί πνευματική. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι διφυής, ἀποτελούμενος ὄχι μόνον ἀπό σῶμα, ἀλλά καί ψυχή. Ἡ μονοδιάστατη ἀντιμετώπισή του μόνο σάν σῶμα, τόν ἀδικεῖ ἀφάνταστα. Συρρικνώνει ἀπελπιστικά τήν ἀξία του, ἀφοῦ τόν ὑποβιβάζει σχεδόν στήν στάθμη τοῦ ζώου. Ἑνός ζώου πού σκέπτεται μόνο καί συναισθάνεται. Ἑνός ζώου πού δέν  ἐξασκεῖ τήν τρίτη του διάσταση(*), τό «ἄνω θρώσκειν», δηλ. νά κοιτάζει πρός τά πάνω, νά ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, νά θρησκεύει.

Ἐνώπιόν της ἀσθένειας, τοῦ γήρατος, τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου, ἡ πνευματική διάσταση τῆς ζωῆς, γίνεται περισσότερο αἰσθητή καί δίνει στόν ἄνθρωπο ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀξία ἀπό ἐκείνη τοῦ ζώου. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο, πρέπει νά ὑπολογίζεται σφαιρικά Ὄχι μόνο μέ βιολογικά, ἀλλά καί μέ πνευματικά κριτήρια. Μέ  θεώρηση, ὄχι μόνον τῆς προσωρινῆς  συγκυρίας τοῦ πόνου ἤ τῆς

 

(*) Θά  μπορούσαμε σχηματικά νά ἀναφέρουμε ὅτι οἱ τρεῖς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι :

ἡ πρώτη του διάσταση εἶναι ἡ ὕλη, τό σῶμα του, μέ τίς ὑπέροχες καί πολύπλοκες λειτουργίες του,

ἡ δεύτερή του διάσταση εἶναι ἡ διάνοιά του, μέ ὅλες τίς ἐκπληκτικές της δυνατότητες  καί

ἡ τρίτη του διάσταση εἶναι ἡ ψυχή του, τό ἀθάνατο στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ὁποῖο συγγενεύει μέ τόν Θεό

 

ὁποιασδήποτε κακοπάθειας, ἀλλά καί τῆς αἰώνιας καί ἐσχατολογικῆς προοπτικῆς  της ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι, ἡ καλύτερη προστασία τῆς ποιότητας ζωῆς γίνεται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποβοη-θεῖται, ὄχι μόνον νά ἀντιμετωπίσει ἀνώδυνα τήν ἀσθένειά του, ἀλλά ἐνισχύεται καί ψυχικά, νά ἀντιμετωπίσει μέ ὑπομονή καί καρτερία ὅλες τίς δύσκολες καταστάσεις  τῆς ἀσθένειάς του. Ἡ Ἐκκλησία ὑπενθυμίζει σέ ὅλους τους ἀνθρώπους, ὅτι ἡ παροῦσα ζωή, εἶναι πρόσκαιρη καί προσωρινή καί ἀξίζει ὁποιαδήποτε κακοπάθεια στήν ἐδῶ ζωή, γιά νά κερδίσει κανείς τήν αἰώνια χαρά καί μακαριότητα τῆς ἄλλης ζωῆς, κοντά στόν Θεό. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι καί ὁ θάνατος (τοῦ σώματος), μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε μιά προσωρινή καί μεταβατική κατάσταση. Μιά κατάσταση, πού θά δώσει τήν θέση της στήν ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, μέ τό νέο «δοξασμένο» καί «ἄφθαρτο» σῶμα του, στήν ζωή τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος».

Μέ τήν ἐλπίδα λοιπόν τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος καί τῆς αἰώνιας ζωῆς μέ χαρά καί μακαριότητα κοντά στόν Θεό, ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά πολεμήσει ἐνάντια στήν θνητότητά του. Νά κάνει ὑπέρβαση στόν φόβο τοῦ θανάτου καί στά ἀρνητικά συναισθήματα, πού αὐτός δημιουργεῖ. Ἔτσι, ὅταν ὑπάρχει πίστη στόν Θεό καί ἐλπίδα στήν μεταθανάτια μέλλουσα μακαριότητα, ἤ μᾶλλον ὅταν ἐκείνη ἡ ζωή (δηλ. ἡ μετά θάνατον) θεωρεῖται ὡς ἡ ἀληθινή καί ἡ παροῦσα ὡς στάδιον προετοιμασίας γι’αὐτήν, τότε τίποτα δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν ἀπαξίωση καί στόν ἑκούσιο τερματισμό τῆς παρούσης ζωῆς, μέ ὁποιαδήποτε μορφή εὐθανασίας.

Παρά ταῦτα, τά τελευταῖα χρόνια ἡ ἀνθρωπότητα ἔμεινε ἄναυδη μπροστά σέ ὁμαδικές αὐτοκτονίες ὀπαδῶν αἱρετικῶν ὁμάδων, οἱ ὁποῖες μέ διάφορα προσχήματα ἔθεσαν τέρμα στήν ζωή τους. Εἴτε γιά νά πᾶνε γρηγορώτερα στόν Θεό, ἤ στήν ἄλλη τήν δῆθεν «πραγματική ζωή», ἤ σέ ἄλλον πλανήτη, ὅπου δῆθεν θά ὑπῆρχε μακάρια ζωή χωρίς προβλήματα. Ὅλες αὐτές οἱ προφάσεις εἶναι καθαρά δαιμονικές. Οἱ ὀπαδοί τέτοιων αἱρέσεων, οἱ ὀπαδοί τοῦ Πλατωνισμοῦ καί τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, ὅπως καί οἱ ὀπαδοί Ἀνατολικῶν θρησκειῶν (Ἰνδουϊσμοῦ καί Βουδδισμού), πού πιστεύουν στήν Μετενσάρκωση, θεωροῦν τό σῶμα κακό ἤ «φυλακή τῆς ψυχῆς» καί θέλουν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπ’αὐτό. Ὅλοι αὐτοί βρίσκονται σέ φοβερή πλάνη. Διότι, ἐφ’ὅσον τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου  “βγῆκε ἀπό τά χέρια τοῦ Πανάγαθου Θεού” εἶναι «καλόν λίαν». Τό κακό, δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά μπῆκε στόν κόσμο μετά τήν Δημιουργία, ἐξ’ αἰτίας τῆς κακῆς χρήσεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, τό κακό δέν μπορεῖ νά ἐξαλειφθεῖ ἀπό τόν κόσμο μέ καταστροφή τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἤ τῆς ὕλης, ἀλλά μέ ὀρθή διαπαιδαγώγηση τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου. Νά μάθει νά ἀγαπᾶ καί νά κάνει καλή χρήση  «τοῦ αὐτεξουσίου του ».

Ἡ αὐτοκτονία καί ἡ εὐθανασία δέν μποροῦν νά δικαιωθοῦν μέ καμμιά πρόφαση. Κύριος της ζωῆς καί τοῦ θανάτου γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἡ ζωή εἶναι τό ὑπέρτατο θεϊκό δῶρο καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι ἱερή καί ἀπαραβίαστη. Ὁ Θεός πού τήν ἔδωσε, μόνον αὐτός μπορεῖ καί νά τήν ἀφαιρέσει, ὅταν Αὐτός κρίνει σκόπιμο. Ὁ διάβολος, ἐπειδή μισεῖ θανάσιμα τόν ἄνθρωπο, ὡς τό τελειώτερο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Προσπαθεῖ νά τόν καταστρέψει ὁλοσχερῶς ἤ μερικῶς. Ἔτσι ἐμβάλλει, χωρίς νά φαίνεται, σκέψεις αὐτοκτονίας, εἴτε σέ ἀνιάτως πάσχοντες, εἴτε σέ ἐμπερίστατους ἀνθρώπους (π.χ. ὅταν ἔχουν πάθει μία οἰκονομική καταστροφή, ἤ κάποια οἰκογενειακή τραγωδία κ.λ.π), εἴτε σέ ἀνθρώπους πλανημένους, ὅπως τά μέλη κάποιων παραθρησκευτικῶν ὁμάδων.

Ὅμως, ἀντίθετα ἀπό ὅτι πιστεύουν σύγχρονοι ὑλιστές ἤ ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοί, ὁ πόνος καί ἡ κακοπάθεια ἀπό μία ἀνίατη ἀσθένεια, μποροῦν νά ἀποβοῦν εὐεργετικές καί σωτήριες γιά τήν ψυχή ἐκείνου, πού θά ὑποφέρει μέ ὑπομονή καί ἐλπίδα στόν Θεό. Διότι, τόν ἀποσποῦν ἀπό τήν ὕλη καί τίς βιοτικές μέριμνες, τόν προσγειώνουν, τόν κάνουν ταπεινό  καί τόν ἐξαγνίζουν, ὥστε νά φύγει γιά τήν ἄλλη ζωή καθαρός ἑξαγνισμένος καί ἅγιος, ὅπως οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως.

 

  Οἱ βαθύτερες διεργασίες στήν κονωνία καί οἱ αἰτίες τους.
Ἡ τάση γιά νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας, δέν ἀποτελεῖ κάποιο ἐπί μέρους σύμ-πτωμα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἀποτελεῖ ἕνα ἐνδεικτικό στοιχεῖο, πού δείχνει εὔγλωττα μία σημαντική διαφοροποίηση τῆς κοινωνίας, στήν θεώρηση τῆς ζωῆς, ὄχι πιά μέ Χριστιανικά, ἀλλά μέ ὑλιστικά καί ὠφελιμιστικά κριτήρια. Ταυτόχρονα καλλιεργεῖ νέα ἤθη στήν κοινωνία καί κυρίως στούς γιατρούς καί στήν Ἰατρική Ἐπιστήμη.

Ἡ διάδοση τῆς ἐκκοσμικεύσεως (δήλ. τῆς ἀπεξαρτήσεως ἀπό τόν Θεό) σέ μεγάλα στρώματα πληθυσμοῦ, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τίς παραδοσιακές ἠθικές ἀξίες καί ἡ χαλάρωση τῆς θρησκευτικῆς (Χριστιανικῆς) θεωρήσεως τῆς ζωῆς, συνέβαλαν ἀποφασιστικά στήν μεγέθυνση τῆς κοινωνικῆς «ἀνομίας», δήλ. τῆς ἁμαρτίας πού συνιστᾶ τήν πρακτική ἀθεΐα. Τήν ἀπομακρύνση ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ, τήν αὐτονόμηση ἀπό τόν Θεό. Αὐτή ἡ στάση, ἔχει σάν συνέπεια τήν δημιουργία συνθηκῶν, πού συντελοῦν στήν αὔξηση τῶν ἀτομικῶν αὐτοκτονιῶν, καί στήν καταφυγή στήν εὐθανασία. Ὁ ἄνθρωπος καταντᾶ νά ἀπομονώνεται στόν ἑαυτό του καί νά ἐγκλωβίζεται στή ἀτομικότητά του. Χάνει τήν ἐπαφή του μέ τήν ὑπόλοιπη κοινωνία, ἀλλά τό τραγικώτερο εἶναι ὅτι χάνει τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα του στόν Θεό. Τέλος καταλήγει, νά θεωρεῖ τήν διατήρησή του στήν ζωή, ἤ τόν τερματισμό τῆς ζωῆς του, ὡς ἀτομικό του δικαίωμα.

Στό κοινωνικό ἐπίπεδο, τείνει νά ἐπιβληθεῖ μιά ἄλλη ἀντίληψη γιά τήν Ἰατρική καί τόν γιατρό, πέραν ἀπό τήν γνωστή καί παραδεδομένη. Ὁ γιατρός (καί ἡ Ἰατρική), δέν καλεῖται μόνον νά θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς, ἀλλά καί νά τούς θανατώνει. Αὐτό συνιστᾶ, ὅπως εἶναι φανερό, μία μεγάλη καί ἐπικίνδυνη κοινωνική ἁμαρτία (ἀστοχία). Παρακάτω θά ἐξηγήσουμε τούς λόγους.

 

Ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στόν θάνατο καί στήν εὐθανασία.

 

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖ ὡς ἔλλειψη πίστεως στόν Θεό, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στή ἀγάπη Του καί στήν πρόνοιά Του, κάθε θάνατο (αὐτοκτονία ἤ εὐθανασία) πού προκαλεῖται ἤ ἀπό τήν δειλία τοῦ ἀνθρώπου, νά ἀντιμετωπίσει τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἤ κάποιες ἔκτακτες δύσκολες καταστάσεις.

Κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, δέν ἀφοροῦν μόνο τόν κάθε ἄνθρωπο Ἀφοροῦν ὁλόκληρη τήν κοινωνία, ὁλόκληρη τήν ἀνθρωπότητα καί προπαντός τόν ἴδιο τόν Θεό. Ἡ ζωή, ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἱερή καί μόνον ὁ ἴδιος ὁ Θεός  μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει. Δέν ἀποτελεῖ ἀτομικό δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Γι’αὐτό καί κάθε παρέκκλιση, ὅπως ὁ φόνος (ἀφαίρεση τῆς ζωῆς ἄλλου ἀνθρώπου), αὐτοκτονία (ἀφαίρεση τῆς δικῆς του ζωῆς), καί εὐθανασία (ἐπίσπευση θανάτου μέ ἀνθρώπινη παρέμβαση), ἀποτελεῖ μεγάλη «ἀστοχία» στήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν»,  δηλ. μεγάλη  «ἁμαρτία» ὄχι μόνον πρός τόν Θεό, ἀλλά καί πρός τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ Ἐκκλησία, ὡς στοργική μητέρα, δέν μένει ποτέ ἀδιάφορη μπροστά στόν ἀνθρώπινο πόνο, σωματικό ἤ ψυχικό. Τόν ψυχικό πόνο ἀντιμετωπίζει μέ πνευματικά μέσα (διδασκαλία, ἱεροπραξίες, μυστηριακή ζωή). Γιά τόν σωματικό πόνο, συνιστᾶ τήν προσφυγή στήν βοήθεια τῆς Ἰατρικῆς (ἐφ’ὅσον μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ ριζικά ἡ αἰτία τοῦ πόνου ἤ μόνο τό ἀποτέλεσμα) καί ἐπικουρικά χρησιμοποιεῖ τήν προσευχή, εἰδικές εὐχές, εἰδικές ἀκολουθίες (π.χ. εὐχέλαιο).

Ἡ πίστη στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πού ἀποτελεῖ βασική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καλεῖ κάθε Χριστιανό νά ἀντιμετωπίσει θετικά καί μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ὄχι μόνον τήν ὑγεία καί τήν εὐτυχία, ἀλλά καί τήν ἀσθένεια, τόν πόνο καί τήν δυστυχία. Ὁ Θεός δέν ἐπιτρέπει τά κακά, γιά νά τιμωρήσει ἤ νά ταπεινώσει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά κυρίως γιά νά τόν συνετίσει, νά τόν φέρει σέ μετάνοια καί νά τόν ὠφελήσει πνευματικά. Νά τοῦ ὑπενθυμίσει τήν φθαρτότητα, τήν προσωρινότητά του σ’ αὐτή τήν ζωή καί τό αἰώνιο συμφέρον του στήν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἄπ. Παῦλος λέει χαρακτηριστικά γιά τή περίπτωση αὐτή «τοῖς ἀγαπῶσιν τόν Θεόν, πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν» (Ρώμ. η/ 28), δηλ. σ’αὐτούς πού ἀγαποῦν τόν Θεό ὅλες οἱ περιστάσεις (καλές ἤ ἄσχημες) συντελοῦν στό καλό (στήν πνευματική τους ὠφέλεια καί στήν οἰκοδομή τούς κατά Χριστόν).

Εἰδικά γιά τό μικρό διάστημα πού προηγεῖται τοῦ σωματικοῦ θανάτου, ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, ὅτι συντελοῦνται στήν ψυχή κάθε ἀνθρώπου φοβερές διεργασίες. Κερδίζεται ἤ χάνεται ἡ σωτηρία του. Ἄγγελοι καί δαίμονες ἀγωνίζονται νά κερδίσουν τήν ψυχή. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά κάνει καίριες ἐπιλογές γιά τό αἰώνιο μέλλον του. Ἕνα δάκρυ μετανοίας, ἕνα  «Κύριε ἐλέησον», ἕνα «μνήσθητί μου Κύριε», ὅπως αὐτό τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ ἐπί τοῦ Σταυροῦ, μπορεῖ νά εἶναι καθοριστικό γιά τό μέλλον τῆς ψυχῆς. Γι’ αὐτό καί κάθε ἐξωτερική ἐπέμβαση, ἀπό γιατρούς, συγγενεῖς ἤ ἄλλους, πού θά ἔχει συνέπεια τήν συντόμευση τῆς ζωῆς τοῦ μελλοθανάτου, μπορεῖ νά ἀποτελέσει μεγάλη ἀδικία εἰς βάρος του. Διότι μπορεῖ νά τοῦ στερήσει χρόνο καί εὐκαιρία μετανοίας. Μόνο ὁ Θεός ἔχει δικαίωμα νά μακρύνει ἤ νά συντάμει τόν χρόνο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Ἔτσι ἡ εὐθανασία, ἐπειδή ἀποτελεῖ παρέμβαση στό ἔργο τοῦ Θεοῦ καί μπορεῖ νά ἔχει συνέπειες στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν μπορεῖ νά ἔχει καμμία δικαιώση σέ μιά Χριστιανική κοινωνία. Ἐπί πλέον, μέ δεδομένο ὅτι αὐτή τήν στιγμή, ἡ Ἰατρική ἐπιστήμη διαθέτει φαρμακευτικό ὁπλοστάσιο, ἱκανό νά ἀπαλείψει ἤ νά ἀμβλύνει καί τόν ἰσχυρότερο σωματικό πόνο, αἴρεται κάθε δικαιολογία ἐπισπεύσεως τοῦ θανάτου σέ ἀσθενεῖς ἀνιάτως πάσχοντες. ποῦ ὑποφέρουν ἀπό ἰσχυρούς πόνους.

Ἑπομένως ἡ εὐθανασία δέν ἔχει ἐρείσματα στίς Χριστιανικές κοινωνίες. Ἐπί πλέον μπορεῖ νά ἀποβεῖ ἐγκληματικό ὅπλο σέ ἀσυνείδητους γιατρούς, ἐπίδοξους κληρονόμους μεγάλων κληρονομιῶν καί σέ πολλές ἄλλες εἰδικές περιπτώσεις.

 

Χρῆστος Σπ. Χριστοδούλου