ΖΗΤΙΑΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Δέ­σποι­νας Δα­μι­α­νί­δου

δα­σκά­λας

Εἰσαγωγικά

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἐ­πι­φα­νῆ οἰ­κο­γέ­νεια ποὺ εἶ­χε με­τοι­κή­σει στὴν Κέρ­κυ­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἴ­στρια τῆς Δαλ­μα­τί­ας τὸ 1375. Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὸ ἐ­πώ­νυ­μο τῆς Victorio Victori, μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τῆς δαλ­μα­τι­κῆς πό­λης ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α κα­τα­γό­ταν, Capo d’ Istria.

Ἂν καὶ ἔνιω­θε ἔμ­φυ­τη κλί­ση πρὸς τὶς πο­λι­τι­κὲς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες καὶ τὴ φι­λο­σο­φία­, ὡ­στό­σο ἐ­πέ­λε­ξε ν᾿ ἀ­φι­ε­ρω­θεῖ στὴν Ἰα­τρι­κή. Ὅ­πως ἔ­λε­γε: «ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε δι­α­κα­ῶς ν᾿ ἀ­φι­ε­ρώ­σει τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὴν ἐ­πι­στή­μη του στὴν ἀ­να­κού­φι­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­νου».

Μιὰ «τρι­κυ­μί­α» στὶς πο­λι­τι­κὲς ἐ­ξε­λί­ξεις στὰ Ἰ­ό­νια νη­σιὰ θὰ ἀλ­λά­ξει τὴ ρό­τα στὰ σχέ­δια καρ­διᾶς τοῦ Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρια καὶ θὰ ὁ­δη­γή­σει τὸ γε­ρὸ νε­α­νι­κὸ σκα­ρί του σ᾿ ἕ­να ἀ­πρό­σμε­νο καὶ θελ­κτι­κὸ λι­μά­νι. Ἦ­ταν ἡ ἀρ­χὴ τῆς δι­κῆς του Ὀ­δύσ­σειας ποὺ θὰ ση­μά­δευ­ε γιὰ πάν­τα τὴ ζω­ή του καὶ θὰ τοῦ ἔ­δι­νε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ λι­ώ­σει στὸ κα­θῆ­κον του· νὰ βο­η­θή­σει τὸν λα­ὸ τῆς Ἑ­πτα­νή­σου νὰ ξε­πε­ρά­σει τὰ δει­νὰ στὰ ὁ­ποῖ­α τὸν κα­τα­δί­κα­σαν οἱ δι­α­δο­χι­κοὶ ξέ­νοι δυ­νά­στες.

21 Μαρ­τί­ου 1800. Ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται ἡ Ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α τῆς Ἑ­πτα­νη­σια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α τῆς Ρω­σί­ας καὶ τῆς Τουρ­κί­ας. Τὸ 1803 τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε νὰ ἀ­να­λά­βει τὰ κα­θή­κον­τα τοῦ Γε­νι­κοῦ Γραμ­μα­τέ­α τῆς Ἐ­πι­κρά­τειας καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὴν Κυ­βέρ­νη­ση τοῦ Ἰ­ο­νί­ου κρά­τους. Ἦ­ταν μό­λις 27 ἐ­τῶν.

Δι­οί­κη­σε τὰ Ἑ­πτά­νη­σα μὲ εὐ­φυ­ῆ τρό­πο, χω­ρὶς νὰ προ­κα­λέ­σει κοι­νω­νι­κὲς ἀ­να­τα­ρα­χὲς καὶ δη­μι­ούρ­γη­σε τὶς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ὥ­στε νὰ συμ­με­τέ­χουν στὰ κοι­νὰ ὄ­χι μό­νο οἱ εὐ­γε­νεῖς, ὅ­πως ὑ­πῆρ­χε συ­νή­θεια, ἀλ­λὰ καὶ οἱ μὴ εὐ­γε­νεῖς.

Τὸ 1807 τὰ Ἑ­πτά­νη­σα πα­ρα­χω­ρή­θη­καν ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α, στὴ Γαλ­λί­α.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀ­πο­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴ θέ­ση ποὺ κα­τεῖ­χε μ᾿ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ κε­φά­λαι­ο πο­λι­τι­κῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν καὶ δὲν ἀ­πο­δέ­χθη­κε τὶς δη­μό­σι­ες θέ­σεις ποὺ τοῦ πρό­σφε­ραν οἱ Γάλ­λοι.

Ἡ δι­πλω­μα­τι­κὴ καὶ πο­λι­τι­κή του ἰ­δι­ο­φυΐα ποὺ ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς πο­λι­τι­κῆς του στα­δι­ο­δρο­μί­ας θὰ προ­κα­λέ­σει τὸν θαυ­μα­σμὸ τοῦ πλη­ρε­ξού­σιου τοῦ Τσά­ρου Ζα­κύν­θιου κό­μη Γ. Μο­τσε­νί­γου καὶ θὰ τοῦ ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο γιὰ τὸν Σταυ­ρὸ καὶ τὴ Δό­ξα.

Κέρ­κυ­ρα Ἰ­ού­λιος 1808. Ὁ τα­χυ­δρό­μος κο­μί­ζει στὸν Κα­ππο­δί­στρια ἕ­να ἐ­πί­ση­μο γράμ­μα. Ἀ­πο­στο­λέ­ας ὁ Ὑ­πουρ­γὸς Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τῆς Ρωσ­ί­ας κό­μης Ρο­μαν­τζόφ. Στὸ ἔγ­γρα­φό του ἀ­ναγ­γέλ­λει, ὅ­τι ἡ Α.Μ. ὁ αὐ­το­κρά­τωρ Ἀ­λέ­ξαν­δρος, τὸν ὀ­νό­μα­σε Ἱπ­πό­τη τοῦ πα­ρα­σή­μου τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης Β΄ Τά­ξε­ως καὶ ὅ­τι τὸν δι­α­τάσ­σει, ν᾿ ἀ­να­χω­ρή­σει στὴ Ρω­σί­α καὶ νὰ δι­ο­ρι­στεῖ στὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τῆς Ρω­σί­ας.

Ὁ κό­μης Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας, ὅ­πως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Ἕλ­λη­νες, ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα εἶ­χε στραμ­μέ­να τὰ μά­τια του στὴν ὁ­μό­δο­ξη Ρωσί­α, σὰν νὰ ἦ­ταν ἡ σω­τή­ρια ὑ­περ­δύ­να­μη ποὺ θὰ τοὺς βο­η­θοῦ­σε στὸν ἱ­ε­ρό, ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό τους ἀ­γῶ­να. Ἔ­τσι ἀ­πο­δέ­χθη­κε τού­τη τὴν πρό­τα­ση, λέ­γον­τας τὸ με­γά­λο του «ΝΑΙ» στὸ ἀ­να­πάν­τε­χο προ­σκλη­τή­ριο.

Τοῦ­το τὸ «ΝΑΙ» θὰ κα­θο­ρί­σει τὴν πο­ρεί­α τῆς ζω­ῆς του, τῆς Πα­τρί­δας του καὶ τῆς Εὐ­ρώ­πης.

Ἡ πολιτική του σταδιοδρομία στὴ Ρωσία

Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στὴν Πε­τρού­πο­λη μιὰ ἐ­πι­θυ­μί­α τὸν δι­α­κα­τεῖ­χε. Νὰ τοῦ δο­θεῖ μί­α θέ­ση κα­τάλ­λη­λη γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σει ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρο τὰ συμ­φέ­ρον­τα τῶν Ἑλ­λή­νων καὶ τῆς Ἑλ­λά­δας. Γι᾿ αὐ­τὸ πε­ρί­με­νε ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ καὶ ἀν­τι­στε­κό­ταν «στὶς πιὸ με­γά­λες καὶ γο­η­τευ­τι­κὲς προ­τά­σεις».

Τὸ 1813 ἀ­φοῦ ἐ­ξε­τέ­λε­σε τὴν ἀ­πο­στο­λὴ ποὺ τοῦ ἀ­νε­τέ­θει ἀ­πὸ τὸν Τσά­ρο σχε­τι­κὰ μὲ τὸ πε­ρί­πλο­κο πρό­βλη­μα τῆς Ἑλ­βε­τί­ας κλή­θη­κε σὰν ἔ­ξο­χο μέ­λος τῆς ρω­σι­κῆς δι­πλω­μα­τί­ας νὰ συμ­με­τά­σχει στὸ Συ­νέ­δριο τῆς Βι­έν­νης ποὺ ἔ­γι­νε τὸ 1814.

Στὰ δι­α­λείμ­μα­τα τῶν συ­νε­δρι­ά­σε­ων ἢ κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῶν δε­ξι­ώ­σε­ων φρόν­τι­ζε ν᾿ ἀ­νοί­γει συ­ζη­τή­σεις γιὰ τὴν τρα­γι­κὴ κα­τά­στα­ση τῆς Πα­τρί­δας του. Ἀ­κό­μα φρόν­τι­σε νὰ ἱ­δρυ­θεῖ ἡ φι­λό­μου­σος Ἑ­ται­ρεί­α ποὺ κύ­ριο στό­χο της εἶ­χε νὰ δι­ε­θνο­ποι­ή­σει τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ ὑ­πό­θε­ση καὶ νὰ δι­α­τη­ρεῖ στὸ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ προ­σκή­νιο τὸ θέ­μα τῆς ὑ­πό­δου­λης Ἑλ­λά­δας.

Τέ­λος ἡ εὐ­νο­ϊ­κὴ γιὰ τὴ Ρωσ­ί­α ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τοῦ ζη­τή­μα­τος τῆς Γαλ­λί­ας ὤ­θη­σε τὸν Τσά­ρο νὰ τὸν ὀ­νο­μά­σει συ­νυ­πουρ­γὸ τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν μὲ ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα στὰ θέ­μα­τα τῆς Ἀ­να­το­λῆς. Ὁ Καπ­πο­δί­στριας δί­στα­σε ν᾿ ἀ­πο­δε­χθεῖ τὸν δι­ο­ρι­σμό του. Φο­βό­ταν πὼς αὐ­τὴ ἡ τό­σο ἐ­πί­ζη­λη θέ­ση σή­μαι­νε γιὰ τὸν Αὐ­το­κρά­το­ρα πα­ρά­βα­ση τοῦ χρέ­ους ποὺ ἀ­νέ­λα­βε ὁ Ἰ­ω­άν­νης ἔ­ναν­τι ὅ­λων τῶν Ἑλ­λή­νων. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη κα­τα­λά­βαι­νε πὼς ἡ θέ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ πλέ­ον κα­τάλ­λη­λη γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὸ ἀ­κρι­βὸ ὄ­νει­ρό του.

Καπποδίστριας – Metternich

Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ Κα­ππο­δί­στρια συμ­πί­πτει μὲ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Να­πο­λέ­ον­τα καὶ τὴν ἀρ­χὴ τῆς «ἔ­νο­πλης ἐ­πέμ­βα­σης». Ἀ­δι­ά­κο­ποι πό­λε­μοι ἀ­πο­δε­κά­τι­ζαν καὶ κού­ρα­ζαν τοὺς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοὺς λα­ούς. Με­γά­λες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κὲς ἀλ­λα­γές, ὁ­δη­γοῦ­σαν τὴν τρί­τη καὶ πο­λυ­πλη­θῆ τά­ξη, τὸν λα­ό, σὲ ἐ­πα­να­στα­τι­κὲς ἐ­κρή­ξεις, κα­θὼς ζη­τοῦ­σε ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ δι­και­ο­σύ­νη.

Τὸ 1815 ἱ­δρύ­θη­κε ἡ Ἱ­ε­ρὰ Συμ­μα­χί­α μὲ πρω­το­βου­λί­α τοῦ Τσά­ρου Ἀ­λε­ξάν­δρου Α΄, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­βλε­πε στὴ συ­νερ­γα­σί­α τῶν ἡ­γε­μό­νων γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση κά­θε φι­λε­λεύ­θε­ρου κι­νή­μα­τος. Γιὰ ν᾿ ἀ­πο­φύ­γουν νέ­ες ἐ­πα­να­στά­σεις οἱ σύμ­μα­χοι θέ­σπι­σαν τὴν «ἀρ­χὴ τῆς ἔ­νο­πλης ἐ­πέμ­βα­σης». Δη­λα­δή, ἂν σὲ κά­ποι­α χώ­ρα ἐκ­δη­λω­νό­ταν κά­ποι­α ἀν­ταρ­σί­α καὶ ὁ Βα­σι­λιᾶς της ζη­τοῦ­σε τὴ βο­ή­θειά τους, οἱ σύμ­μα­χοι θὰ ἔ­στελ­ναν στρα­τὸ γιὰ νὰ τὴν κα­τα­πνί­ξουν. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὶς ἀρ­χὲς τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συμ­μα­χί­ας ἡ σκλα­βιὰ κά­τω ἀ­πὸ ξέ­νο δυ­νά­στη – στὴν πε­ρί­πτω­ση τῶν Ἑλ­λή­νων τὸ Σουλ­τᾶ­νο – ἦ­ταν εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ κι ὁ ἀ­γῶ­νας γιὰ τὴν Ἐ­λευ­θε­ρί­α ἔρ­γο τοῦ σα­τα­νᾶ.

Ἡ πο­λι­τι­κὴ αὐ­τὴ ποὺ ὀ­νο­μά­στη­κε «ἀν­τί­δρα­ση» ἐ­ξε­λί­χτη­κε σὲ αὐ­στρια­κὴ πο­λι­τι­κὴ μὲ θι­α­σι­ώ­τη τῆς τὸν αὐ­στρια­κὸ Καγ­κελ­λά­ριο Metternich. Ὁ Μέτ­τερ­νιχ δι­α­τύ­πω­νε μὲ ὠ­μό­τη­τα τὴ δι­κή του φι­λο­σο­φί­α: «Μό­νο οἱ μο­νάρ­χες ἔ­χουν δι­καί­ω­μα νὰ κα­θο­ρί­ζουν τὶς τύ­χες τῶν λα­ῶν, οἱ ἡ­γε­μό­νες εὐ­θύ­νον­ται γιὰ τὶς πρά­ξεις τους μό­νο ἀ­πέ­ναν­τι στὸν Θε­ό».

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀν­τί­θε­τος σ᾿ αὐ­τὴ τὴν ἰ­δε­ο­λο­γί­α ὕ­ψω­νε θαρ­ρα­λέ­α τὴ φω­νή του στὶς αἴ­θου­σες τῶν Συ­νε­δρί­ων ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νος τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῶν μι­κρῶν λα­ῶν.

Ἦ­ταν με­γά­λη ἀ­τυ­χί­α γιὰ τὸν Metternich, για­τί μὲ ὁ­μο­τρά­πε­ζο τὸν Κα­ππο­δί­στρια στὰ Συ­νέ­δρια δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μο­νο­πω­λεῖ τὴ δό­ξα καὶ ν᾿ ἀ­πο­χω­ρεῖ στὶς δι­πλω­μα­τι­κὲς ἀ­να­με­τρή­σεις πάν­τα νι­κη­τὴς καὶ δαφ­νο­φό­ρος.

Οἱ δύ­ο ἄν­δρες ἀν­τι­προ­σώ­πευ­αν δυ­ὸ ἀν­τί­θε­τα ἰ­δε­ο­λο­γι­κὰ κό­σμους. Ὁ κό­σμος τοῦ αὐ­ταρ­χι­σμοῦ καὶ τοῦ δε­σπο­τι­σμοῦ τοῦ Metternich καὶ ὁ δη­μο­κρα­τι­κὸς καὶ φι­λε­λεύ­θε­ρος τοῦ Κα­ππο­δί­στρια.

Συνέδριο Troppau – Laibach (820-1821)

   Τὸ 1820 στὸ Troppau καὶ στὸ Laibach συ­νε­δρί­α­σαν οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τῶν ἡ­γε­τῶν τῆς Εὐ­ρώ­πης μὲ θέ­μα τὴν ἀν­τι­με­τώ­πι­ση τῶν ἀ­πε­λευ­θε­ρω­τι­κῶν καὶ ρι­ζο­σπα­στι­κῶν κι­νη­μά­των στὴν Εὐ­ρώ­πη.

Στὸ πο­λύ­μη­νο αὐ­τὸ Συ­νέ­δριο ἔ­δω­σαν τὴν πιὸ σφο­δρὴ μο­νο­μα­χί­α καὶ συγ­κρού­στη­καν ὅ­σο πο­τὲ οἱ δυ­ὸ αὐ­τοὶ ἀν­τί­θε­τοι ἰ­δε­ο­λο­γι­κοὶ κό­σμοι.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας δι­α­φω­νοῦ­σε ρι­ζι­κὰ ὡς πρὸς τοὺς τρό­πους καὶ τὰ μέ­σα τῆς ἐ­πεμ­βά­σε­ως τῶν με­γά­λων κρα­τῶν στὰ ἐ­πα­να­στα­τι­κὰ κι­νή­μα­τα τῶν κα­τα­πι­ε­ζο­μέ­νων λα­ῶν.

Ὁ Metternich ὑ­πο­στή­ρι­ζε μὲ πά­θος τὴν κα­τα­στο­λὴ τῶν ἐ­πα­να­στά­σε­ων αὐ­τῶν ποὺ τά­ρασ­σαν τὴν ἡ­συ­χί­α τῆς Εὐ­ρώ­πης μὲ αὐ­στη­ρὰ καὶ βί­αι­α μέ­σα.

Ὁ αὐ­στρια­κὸς δι­πλω­μά­της ἐ­πει­δὴ δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ ἀλ­λά­ξει γνώ­μη, προ­σπά­θη­σε μὲ μη­χα­νορ­ρα­φί­ες ν᾿ αὐ­ξή­σει τὴν ἐ­πιρ­ρο­ή του στὸν Τσά­ρο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν εὐ­με­τά­βο­λος χα­ρα­κτῆ­ρας καὶ τε­λι­κὰ κα­τά­φε­ρε νὰ τὸν ἐ­πη­ρε­ά­σει.

Κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τοῦ Συ­νε­δρί­ου ξέ­σπα­σε ἡ Ἐ­πα­νά­στα­ση στὶς πα­ρα­δου­νά­βι­ες Ἡ­γε­μο­νί­ες καὶ ξε­κί­νη­σε ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐ­πα­νά­στα­ση.

Οἱ ἀ­γῶ­νες του γιὰ θε­τι­κὴ βο­ή­θεια τῶν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν δυ­νά­με­ων στὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ ἀ­γῶ­να δὲν καρ­πο­φό­ρη­σαν. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἄλ­λω­στε δὲν εἶ­χαν πο­τὲ φί­λους τὰ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὰ κρά­τη. Τὰ ἀ­να­κτο­βού­λιά τους καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Αὐ­στρί­ας καὶ Ἀγ­γλί­ας φο­βό­ταν μή­πως ἡ Ρω­σί­α βγεῖ ἡ κερ­δι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν ὑ­πό­θε­ση τῆς Ἀ­να­το­λί­ας. Αὐ­τὸ τοὺς ἔ­κα­νε ν᾿ ἀ­κο­λου­θοῦν φι­λο­τουρ­κι­κὴ πο­λι­τι­κή. Δὲν τοὺς ἐν­δι­έ­φε­ραν οἱ βαρ­βα­ρό­τη­τες τῶν Τούρ­κων, οὔ­τε ὅ­τι τό­σοι χρι­στι­α­νι­κοὶ λα­οὶ στε­ροῦν­ταν τὰ πιὸ ἁ­πλὰ ἀ­γα­θὰ καὶ μά­λι­στα τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Τὴν πο­λι­τι­κὴ τους τὴν κα­θό­ρι­ζαν τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους.

Οἱ εὔ­στο­χοι δι­πλω­μα­τι­κοὶ χει­ρι­σμοὶ ὅ­μως τοῦ με­γά­λου μας εὐ­πα­τρί­δη τό­τε, ἔ­σω­σαν τὴν ἐ­πα­νά­στα­ση ἀ­πὸ τὴν ἔ­νο­πλη ἐ­πέμ­βα­σή τους. Στὸ ὑ­πό­μνη­μα ποὺ κα­τέ­θε­σε στὸ Συ­νέ­δριο ἔ­κα­νε σα­φῆ τὸν δι­α­χω­ρι­σμὸ τῶν κι­νη­μά­των τῆς Ἰ­τα­λί­ας καὶ Ἱ­σπα­νί­ας ἀ­πὸ τὴν Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἐπα­νά­στα­ση. Τὰ Ἑλ­λη­νι­κὰ Κι­νή­μα­τα ἦ­ταν ἐ­θνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κὰ, ἐ­νῷ τὰ ἄλ­λα ἀν­τι­κα­θε­στω­τι­κά.

Ἔ­τσι ὁ Κα­ππο­δί­στριας πέ­τυ­χε νὰ μὴν ἐ­πέμ­βουν οἱ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς στρα­τι­ὲς στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ κί­νη­μα, ἐ­νῷ πα­ράλ­λη­λα τὰ αὐ­στρια­κὰ στρα­τεύ­μα­τα πῆ­ραν τὴν ἄ­δεια νὰ κα­τα­πνί­ξουν τὶς κοι­νω­νι­κὲς ἐ­ξε­γέρ­σεις στὴν Ἰ­τα­λί­α.

Οἱ ἀ­γῶ­νες ἐ­νὸς μεγάλου γιὰ τοὺς μικρούς

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ὑ­πο­στή­ρι­ζε μὲ σθέ­νος τὸ δι­καί­ω­μα τῶν μι­κρῶν κρα­τῶν νὰ συμ­με­τέ­χουν ἰ­σό­τι­μα στὰ Συ­νέ­δρια μὲ τὰ με­γά­λα κρά­τη γιὰ νὰ συ­ζη­τοῦν τὰ προ­βλή­μα­τά τους καὶ νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τὰ ἐ­θνι­κά τους συμ­φέ­ρον­τα. Ἀ­κό­μα πρό­τει­νε νὰ πα­ρα­χω­ρη­θοῦν Συν­τάγ­μα­τα καὶ συν­ταγ­μα­τι­κὲς ἐ­λευ­θε­ρί­ες σὲ ὅ­λους τοὺς λα­ούς.

Ἔ­τσι μὲ τοὺς εὐ­φυ­εῖς δι­πλω­μα­τι­κοὺς χει­ρι­σμούς του ἔ­σω­σε τὴ Γερ­μα­νί­α ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­τα­γή της στὴν Αὐ­στρί­α καὶ Πρω­σί­α.

Ὀρ­γά­νω­σε τὸ κρά­τος τῆς Βεσ­σα­ρα­βί­ας καὶ κα­τά­φε­ρε νὰ πα­ρα­χω­ρη­θεῖ Σύν­ταγ­μα καὶ δι­οι­κη­τι­κὴ αὐ­το­νο­μί­α στὴν πο­λυ­δι­α­με­λι­σμέ­νη Πο­λω­νί­α.

Με­γά­λη ἦ­ταν ἡ προ­σφο­ρά του καὶ στὴ Γαλ­λί­α, για­τί ὅ­ταν ἡτ­τή­θη­κε ὁ Βο­να­πάρ­της στὸ Waterloo οἱ νι­κή­τρι­ες δυ­νά­μεις – Ἀγ­γλί­α, Αὐ­στρί­α, Πρω­σί­α – ἐ­πε­δί­ω­καν τὸν δι­α­με­λι­σμὸ τῆς Γαλ­λί­ας καὶ τὴν οἰ­κο­νο­μι­κή της κα­τάρ­ρευ­ση. Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ὅ­μως ὑ­πο­στή­ρι­ζε ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ πα­ρα­μεί­νει ἰ­σχυ­ρὴ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὴ δύ­να­μη καὶ τε­λι­κὰ τὰ κα­τά­φε­ρε.

Με­τὰ ἀ­π᾿ αὐ­τὸ ὁ Τσά­ρος τοῦ ἀ­νέ­θε­σε μ᾿ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τὴ δι­ευ­θέ­τη­ση τοῦ θέ­μα­τος τῆς Ἑλ­βε­τί­ας κα­τὰ τὸν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο. Ἡ δι­πλω­μα­τι­κή του ἐ­πι­τυ­χί­α ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ με­γά­λη, δι­ό­τι κα­τόρ­θω­σε νὰ θε­με­λι­ώ­σει τὸ ὁ­μο­σπον­δια­κὸ σύ­στη­μα τῆς χώ­ρας καὶ νὰ κα­το­χυ­ρώ­σει τὴν οὐ­δε­τε­ρό­τη­τά της.

Ὁ βου­λευ­τὴς τῆς Γε­νεύ­ης καὶ στε­νὸς φί­λος καὶ συ­νερ­γά­της τοῦ Κα­ππο­δί­στρια, ὁ Charles Pictet de Rochemont θὰ γρά­ψει: «ὅ­σες φο­ρὲς θὰ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τὴ χώ­ρα μας ὁ με­γά­λος Ἕλ­λη­νας καὶ Εὐ­ρω­παῖ­ος δι­πλω­μά­της, ὁ κό­μης Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας, πρέ­πει νὰ κρού­ον­ται ὅ­λες οἱ καμ­πά­νες τῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν μας καὶ νὰ ἠ­χοῦν ὅ­λα τὰ κα­νό­νια μας σὲ ἔν­δει­ξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης στὸν με­γά­λο εὐ­ερ­γέ­τη τῆς πα­τρί­δας μας… Ἀ­πὸ ὅ­λους ὅ­σοι ἐν­δι­α­φέρ­θη­καν γιὰ τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α τῆς ἑνο­ποι­ή­σε­ως τῆς χώ­ρας μας, οὐ­δεὶς τὸ ἔ­πρα­ξε μὲ πε­ρισ­σό­τε­ρη συ­νέ­πεια, εὔ­νοι­α, εὐ­φυΐα καὶ ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα ἀ­πὸ τὸν κό­μη­τα Καπ­πο­δί­στρια».

Ἡ τε­ρά­στια δι­πλω­μα­τι­κὴ ἐ­πι­τυ­χί­α στὸ θέ­μα τῆς Ἑλ­βε­τί­ας τὸν κα­θι­έ­ρω­σε στὸν εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ πο­λι­τι­κὸ χῶ­ρο ὡς ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ ἱ­κα­νὸ δι­πλω­μά­τη καὶ τὸν ἀ­νέ­βα­σε στὸν ἐ­πί­ζη­λο ὑ­πουρ­γι­κὸ θῶ­κο τῆς ἰ­σχυ­ρῆς Ρω­σί­ας.

«Ὁ Κα­ππο­δί­στριας εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος Εὐ­ρω­παῖ­ος δι­πλω­μά­της ποὺ συ­νέ­λα­βε σὲ βά­θος καὶ δι­α­κή­ρυ­ξε μὲ ὅ­λους τοὺς τρό­πους τὴν ἀ­νάγ­κη γιὰ «συ­σπεί­ρω­ση ὅ­λων τῶν κρα­τῶν γύ­ρω ἀ­πὸ μιὰ κοι­νὴ πα­τρί­δα, τὴν Εὐ­ρώ­πη», ὁ πρῶ­τος ποὺ σκόρ­πι­σε τὸ μή­νυ­μα τῆς Ἑ­νω­μέ­νης Εὐ­ρώ­πης».

Ἕ­να ἄλ­λο θέ­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­γω­νί­στη­κε πολ­λὰ χρό­νια ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἦ­ταν καὶ τὸ θέ­μα τοῦ δου­λεμ­πο­ρί­ου τῶν μαύ­ρων τῆς Ἀ­φρι­κῆς.

Ἂν καὶ οἱ προ­σπά­θει­ές του γιὰ μιὰ «νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των» στὴν Εὐ­ρώ­πη φαι­νό­ταν νὰ πέ­φτουν στὸ κε­νό, τὰ ὁ­ρά­μα­τά του ἐν­στερ­νί­στη­καν οἱ ἑ­πό­με­νες γε­νι­ὲς καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς θέ­σεις του ἔ­χουν σή­με­ρα δι­και­ω­θεῖ.

Γε­νι­κὰ ὅ­μως ἔ­χτι­ζε ὄ­χι μό­νο γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λὰ ὅ­πως γρά­φει ἕ­νας Γερ­μα­νὸς ἱ­στο­ρι­κός, «ὁ Καπ­πο­δί­στριας εἶ­ναι ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας τῆς εἰ­ρή­νης στὴν Εὐ­ρώ­πη τῶν 99 ἐ­τῶν 1815-1914».

   Ἡ κατάσταση στὴν Ἑλ­λά­δα στὰ χρόνια τῆς Ἐπανάστασης

   «Δὲν εἶ­ναι τό­σον δύ­σκο­λο ν᾿ ἀ­πο­κτή­σει κα­νεὶς τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­αν, ὅ­σο νὰ τὴν δι­α­φυ­λά­ξει» θὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν οἱ ἀ­γω­νι­στὲς στὴν ἐ­πι­στο­λὴ ποὺ ἀ­πευ­θύ­νουν στὸν Κα­ππο­δί­στρια καὶ μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­πει­γόν­τως τὸν προ­σκα­λοῦν νὰ ἀ­να­λά­βει τὴ δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τοῦ χά­ους.

Ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ροῦν οἱ ἱ­στο­ρι­κοὶ καὶ πο­λι­τι­κοί τῆς ἐ­πο­χῆς, ἡ κα­τά­στα­ση τῆς Ἑλ­λά­δας ἦ­ταν δρα­μα­τι­κή. Ἐ­ξαν­τλη­μέ­νη καὶ ἀ­πο­δε­κα­τι­σμέ­νη ἡ χώ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἑ­πτα­ε­τῆ Ἐπα­νά­στα­ση ἔ­φτα­σε σὲ ὁ­ρια­κὴ κα­τά­στα­ση. Οἱ τρο­μα­κτι­κὲς ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­πώ­λει­ες, οἱ ἀ­νυ­πο­λό­γι­στες ὑ­λι­κὲς κα­τα­στρο­φές, τὸ ἐμ­φύ­λιο μῖ­σος, τὰ «κον­τα­ρο­χτυ­πή­μα­τα» στρα­τι­ω­τι­κῶν καὶ πο­λι­τι­κῶν ὁ­δη­γοῦ­σαν τὴν Ἑλ­λά­δα στὴν ὁ­ρι­στι­κή της ἐ­ξο­λό­θρευ­ση.

Ἡ κοι­νω­νι­κὴ λοι­πὸν δο­μὴ ἦ­ταν ἄ­δι­κη. Τὸν λα­ὸ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν οἱ ἀ­κτή­μο­νες καὶ οἱ πρό­κρι­τοι, «οἱ ἀ­ρι­στο­κρά­τες», δη­λα­δὴ ἡ τά­ξη τῶν οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἰ­σχυ­ρῶν. Ἦ­ταν ἡ τά­ξη ποὺ εἶ­χε τὴν ἀ­πό­λυ­τη ἐκ­προ­σώ­πη­ση στὴν πο­λι­τεια­κὴ ζω­ή. Τὴν ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν οἱ πλοι­ο­κτῆ­τες τῶν νη­σι­ῶν καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα τῆς Ὕ­δρας καὶ οἱ γαι­ο­κτή­μο­νες τῆς Πε­λο­πον­νή­σου. Αὐ­τὲς οἱ δυ­ὸ κυ­ρι­αρ­χι­κὲς ὁ­μά­δες ὑ­πε­ρα­σπι­ζό­με­νες τὰ κε­κτη­μέ­να προ­νό­μια ποὺ ἀ­πέ­κτη­σαν ἐ­πὶ Τουρ­κο­κρα­τί­ας δη­μι­ούρ­γη­σαν ὀ­ξύ­τα­το πρό­βλη­μα. Οἱ φι­λο­δο­ξί­ες τους θὰ ὁ­δη­γή­σουν σὲ ἐμ­φύ­λιο σπα­ραγ­μὸ καὶ θὰ προ­κα­λέ­σουν με­γά­λες συμ­φο­ρὲς στὸν Ἀ­γῶ­να.

   Αὐ­τὸς ὁ ἡ­ρω­ϊκὸς Μι­α­ού­λης, ποὺ τό­σο ἐ­κτι­μοῦ­σε ὁ Κα­ππο­δί­στριας, σὲ στιγ­μὲς ἔ­ξαρ­σης τοῦ ἀν­τι­κυ­βερ­νη­τι­κοῦ του πά­θους, ἔ­κα­ψε τὸν ἐ­θνι­κὸ στό­λο τῆς Ἑλ­λά­δας. Δυ­ὸ ἀ­π᾿ τὰ πο­λύ­τι­μα κα­ρά­βια τοῦ Ἔ­θνους πυρ­πο­λή­θη­καν στὸ βω­μὸ τοῦ προ­σω­πι­κοῦ συμ­φέ­ρον­τος. Μ᾿ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο ἐκ­δι­κοῦν­ταν τὸν ἀ­φι­λο­χρή­μα­το Κυ­βερ­νή­τη, για­τί δὲν ὑ­πο­χω­ροῦ­σε στὶς ἀ­παι­τή­σεις τους.

Ἡ πο­λι­τι­κὴ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν φα­τρι­α­στι­κή. Ὑ­πῆρ­χαν σχη­μα­τι­σμέ­να κόμ­μα­τα: τὸ ἀγ­γλι­κό, τὸ γαλ­λι­κό, τὸ ρω­σσι­κό. Οἱ τρεῖς Μ. Δυ­νά­μεις ἔ­παι­ξαν ἀρ­νη­τι­κὸ ρό­λο στὴν δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­λεύ­θε­ρου Ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους καὶ αὐ­τὴ ἡ δου­λι­κὴ ἐ­ξάρ­τη­σή μας ἀ­πὸ ξέ­νους πα­ρά­γον­τες ἔ­φε­ρε πολ­λὰ δει­νὰ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἡ στρα­τι­ω­τι­κὴ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν ζο­φε­ρή. Ὁ Κι­ου­τα­χὴς κα­τεῖ­χε ὁ­λό­κλη­ρη σχε­δὸν τὴ Στε­ρε­ὰ Ἑλ­λά­δα. Ὁ Ἰμ­πρα­ὴμ τὰ φρού­ρια τῶν δυ­τι­κῶν ἀ­κτῶν τῆς Πε­λο­πον­νή­σου καὶ γε­νι­κὰ εἶ­χε ὑ­πὸ τὸν ἔ­λεγ­χό του τὸ με­γα­λύ­τε­ρο τμῆ­μα της.

Ἑλ­λά­δα σή­μαι­νε: Αἴ­γι­να, Πό­ρος, Ὕ­δρα, Σπέ­τσες, Σα­λα­μῖνα, Ἐ­λευ­σῖ­να, Μέ­γα­ρα καὶ σκόρ­πια ἄλ­λες μι­κρὲς πε­ρι­ο­χές.

Ἡ δη­μό­σια καὶ ἰ­δι­ω­τι­κὴ γῆ ἐ­ρει­πω­μέ­νη. Παν­τοῦ συν­τρίμ­μια καὶ ἀ­πέ­ραν­τα χέρ­σα χω­ρά­φια.

Οἱ προ­σω­ρι­νὲς Κυ­βερ­νή­σεις εἶ­χαν ἐ­πι­συ­νά­ψει δύ­ο ὑ­ψη­λὰ δά­νεια (λη­στρι­κὰ δά­νεια) μὲ ἀ­πα­ρά­δε­κτους ὅ­ρους. Τὸ φο­βε­ρό­τε­ρο ἦ­ταν ὅ­τι εἶ­χαν ὑ­πο­θη­κεύ­σει στὴν Ἀγ­γλί­α Ἐ­θνι­κὴ Γῆ.

Στὸ Δη­μό­σιο Τα­μεῖ­ο δὲν ὑ­πῆρ­χαν χρή­μα­τα. Ἡ ἐκ­παί­δευ­ση ὑ­πο­τυ­πώ­δης, ἂν καὶ ὑ­πῆρ­χε τε­λευ­ταῖα μιὰ ἔ­ξαρ­ση ὡς ἀ­να­φο­ρὰ τὴ μόρ­φω­ση τῶν παι­δι­ῶν. Δὲν ὑ­πῆρ­χε ὅ­μως ὑ­λι­κο­τε­χνι­κὴ ὑ­πο­δο­μή, οὔ­τε χρή­μα­τα γιὰ βι­βλί­α, γιὰ ἐ­πο­πτι­κὰ μέ­σα καὶ γιὰ τοὺς μι­σθοὺς τῶν δα­σκά­λων.

Ἕ­να ἄλ­λο με­γά­λο πρό­βλη­μα ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­τι­με­τω­πι­στεῖ ἦ­ταν τὸ θέ­μα τῶν προ­σφύ­γων, τῶν αἰχ­μα­λώ­των καὶ τῶν ὀρ­φα­νῶν παι­δι­ῶν στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ καὶ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό.

Ἀ­κό­μα τὸ ἐμ­πό­ριο δὲ μπο­ροῦ­σε νὰ εὐ­δο­κι­μή­σει καὶ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ὁ φό­βος καὶ ὁ τρό­μος, κα­θὼς πει­ρα­τι­κὰ κα­ρά­βια λυ­μαί­νον­ταν τὸ Αἰ­γαῖ­ο, ἐ­νῷ στὴ στε­ριὰ ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοὶ λη­στές. Ἐ­πι­πλέ­ον ἄκ­μα­ζε τὸ λα­θρεμ­πό­ριο καὶ ἡ κι­βδη­λεί­α. Ἦ­ταν ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ βρε­θεῖ πο­λι­τι­κὴ λύ­ση.

 

 

27 Μαρτίου 1827, Τροιζήνα, Γ΄ Ἐθνική Συνέλευση

Τὸ 1827 ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μα­κρὲς καὶ ἀλ­λε­πάλ­λη­λες συ­σκέ­ψεις, μὲ πρό­τα­ση τοῦ ἀ­ξι­ο­σέ­βα­στου καὶ ἁ­γνοῦ πα­τρι­ώ­τη Θε­ο­δώ­ρου Κο­λο­κο­τρώ­νη ψη­φί­στη­κε ὁ­μό­φω­να γιὰ 7 χρό­νια ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας ὡς Κυ­βερ­νή­της τοῦ οὐ­σι­α­στι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτου ἀ­κό­μα ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἦ­ταν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα πο­λι­τι­κὸς δι­ε­θνοῦς ἀ­κτι­νο­βο­λί­ας, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαῖ­ο ποὺ ἐ­κλέ­χτη­κε ὡς Κυ­βερ­νή­της τῆς Ἑλ­λά­δας.

Οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­γω­νι­στὲς ἤ­δη εἶ­χαν συ­ναν­τη­θεῖ μα­ζί του στὴν Κέρ­κυ­ρα καὶ θαύ­μα­σαν τὴ γεν­ναι­ό­τη­τα, τὸν πα­τρι­ω­τι­σμὸ καὶ τὶς ἀ­ρε­τές του. Ἐ­πι­πλέ­ον ἡ παν­θο­μο­λο­γού­με­νη γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα ἀ­γά­πη του καὶ ἡ λαμ­πρὴ φή­μη του δι­έ­σχι­ζαν βου­νὰ καὶ θά­λασ­σες. Ἔ­φτα­ναν στὴν πιὸ μι­κρὴ κα­λύ­βα καὶ ἀ­νά­δευ­αν τὶς ἐλ­πί­δες τοῦ Γέ­νους.

«Ἡ­μεῖς ἄλ­λον Ἕλ­λη­να ἀ­ξι­ώ­τε­ρον δὲν ἔ­χο­μεν, μό­νον νὰ ἐ­κλέ­ξω­μεν τὸν Κα­ππο­δί­στριαν», θὰ πεῖ στὸν Ἄγ­γλο πλοί­αρ­χο Hamilton ὁ φλο­γε­ρὸς πα­τρι­ώ­της Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης.

Ἡ ἐκλογή τοῦ Κυβερνήτη

«Πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα ἀ­νή­κω στὴν Πα­τρί­δα μου, στὴν Ἑλ­λά­δα» – Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας βέ­βαι­α δὲν ἔ­τρε­φε αὐ­τα­πά­τες. Πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε κι ἂς ἦ­ταν τό­σο μα­κριά, τὰ γε­γο­νό­τα ποὺ συ­νέ­βαι­ναν στὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του Πα­τρί­δα. Ἤ­ξε­ρε λοι­πὸν ὅ­τι τὸν πε­ρι­μέ­νει βα­ρὺς σταυ­ρός, ὅ­πως θὰ ἐκ­μυ­στη­ρευ­τεῖ στὸν ἐ­κλε­κτό του φί­λο καὶ με­γά­λο εὐ­ερ­γέ­τη τῆς Ἑλ­λά­δας Ἑλ­βε­τὸ Eynard: «Ἀ­γω­νι­ῶ νὰ προ­γνω­ρί­σω τί θέ­λω ἀ­πο­γί­νει καὶ ἂν μοὶ εἶ­ναι προ­ω­ρι­σμέ­νον νὰ ἄ­ρω τὸν οὐ­ρα­νό­θεν ἐ­πι­κα­τα­βαί­νον­τά μοι σταυ­ρὸν ψή­φῳ τῆς ἐν Τροι­ζή­νι Συ­νε­λεύ­σε­ως».

Σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ πο­τὲ δὲν ἀ­πέ­κρυ­πτε σὲ κα­νέ­να τὴ με­γά­λη του ἀ­γά­πη. Ὅ­λοι οἱ σύγ­χρο­νοι γνώ­ρι­ζαν πὼς ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας ἦ­ταν πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα πρῶ­τα Ἕλ­λη­νας.

Ζή­τη­σε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν νέ­ο Τσά­ρο Νι­κό­λα­ο (ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος εἶ­χε πε­θά­νει), νὰ δε­χτεῖ τὴν πα­ραί­τη­σή του ποὺ δὲν τοῦ τὴν ἔ­δι­δε ὁ προ­κά­το­χός του.

Ὁ Νι­κό­λα­ος τὸν ὑ­πο­δέ­χτη­κε μὲ ἐγ­καρ­δι­ό­τη­τα καὶ ἐ­κτι­μῶν­τας τὸν ἄν­δρα τὸν πα­ρα­κά­λε­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει στὴ θέ­ση του ὡς Ὑ­πουρ­γὸς τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν καὶ νὰ μὴ δε­χθεῖ τὴν ἐ­κλο­γή του. Με­τα­χει­ρί­στη­κε ἀ­κό­μα καὶ τὴν αὐ­το­κρά­τει­ρα μη­τέ­ρα του γιὰ ν᾿ ἀ­σκή­σει ἐ­πά­νω του ὅ­λη τὴ στορ­γι­κὴ καὶ μη­τρι­κὴ ἐ­πιρ­ρο­ή της.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τος. «Ἐ­ὰν δὲν δε­χθῶ τὴν ἐ­κλο­γή μου, τῆς εἶ­πε, καὶ ἡ Ἑλ­λὰς γο­να­τί­σει ἀ­πὸ τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη καὶ τὶς τουρ­κι­κὲς βι­αι­ό­τη­τες, τί θὰ εἰ­ποῦν δι­καί­ως γιὰ μέ­να; Νὰ ἕ­νας ἄν­θρω­πος, ποὺ θὰ ἠμ­πο­ροῦ­σε νὰ τὴ βο­η­θή­σει νὰ σω­θεῖ, καὶ ὅ­μως προ­τί­μη­σε μιὰ λαμ­πρὴ θέ­ση στὴ Ρω­σί­α ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α τῆς Πα­τρί­δος του καὶ τὴν ἄ­φη­σε νὰ χα­θεῖ. Με­γα­λει­ο­τά­τη, ἀ­φι­έ­ρω­σα μέ­ρος τῆς νε­ό­τη­τός μου στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ἀ­ει­μνή­στου με­γα­λο­ψύ­χου υἱ­οῦ σας, κα­τὰ κύ­ριο λό­γο. Ἔ­τσι ἠμ­πο­ρῶ νὰ προ­σφέ­ρω στὴν Πα­τρί­δα μου, τὴν Ἑλ­λά­δα, τὴν θυ­σί­α τῶν γη­ρα­τει­ῶν μου!…».

Στὴν ἐ­πι­μο­νὴ τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Νι­κο­λά­ου νὰ τὸν ἀ­πο­τρέ­ψει ἀ­πὸ τὴν δι­α­κυ­βέρ­νη­ση τῆς Ἑλ­λά­δος, προ­ε­τοι­μά­ζον­τάς τον γιὰ τὶς δυ­σκο­λί­ες ποὺ τὸν πε­ρί­με­ναν εἶ­πε: «Ἡ ἀ­πό­φα­σή μου εἶ­ναι ὁ­ρι­στι­κὴ καὶ ἀ­με­τά­κλη­τη. Ἐ­πά­νω ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς δε­λε­α­στι­κὲς προ­τά­σεις καὶ λαμ­πρὲς θέ­σεις εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας καὶ ἀ­νή­κω στὴν Πα­τρί­δα μου. Δὲν ἔ­χω ψευ­δαι­σθή­σεις, μὲ τὸ νὰ πι­στεύ­ω ὅ­τι ἐ­γὼ μο­νά­χος ἠμ­πο­ρῶ νὰ τὴ σώ­σω ἀ­πὸ τὴν τρα­γι­κὴ θέ­ση στὴν ὁ­ποί­α τὴν κα­τήν­τη­σε ἡ τουρ­κι­κὴ μα­κραί­ω­νη δου­λεί­α καὶ ὁ ἑ­πτά­χρο­νος πό­λε­μος… Πι­στεύ­ε­τε, Με­γα­λει­ό­τα­τε, ὅ­τι θὰ ἐγ­κα­τέ­λει­πα μιὰ τό­σο λαμ­πρὴ θέ­ση, μιὰ τό­σο ἔν­δο­ξη δι­πλω­μα­τι­κὴ ὑ­πη­ρε­σί­α καὶ μιὰ τέ­λεια ἐ­ξα­σφά­λι­ση στὴ Ρω­σί­α, ἂν δὲν ἔνιω­θα ὅ­τι μὲ προ­στά­ζει τὸ κα­θῆ­κον καὶ ἡ τρα­γι­κὴ ἀ­νάγ­κη τῆς κα­τα­στά­σε­ως τῆς Πα­τρί­δας μου καὶ ἡ ἔλ­λει­ψη τῶν ἀν­θρώ­πων;».

Ὁ Τσά­ρος συγ­κι­νη­μέ­νος συμ­φώ­νη­σε πὼς ἔ­πρε­πε νὰ κά­νει τὸ χρέ­ος του. Καὶ ὁ ὑ­πε­ρή­φα­νος καὶ ἀ­λη­θι­νὸς πα­τρι­ώ­της συ­νέ­χι­σε μὲ θαρ­ρα­λέ­α εἰ­λι­κρί­νεια: «Με­γα­λει­ό­τα­τε! Μὴν πι­στέ­ψε­τε πο­τὲ καὶ μὴν ἐλ­πί­ζε­τε ὅ­τι πη­γαί­νω στὴν Ἑλ­λά­δα, προ­κει­μέ­νου νὰ τὴ βο­η­θή­σω στὴν ἀ­να­συγ­κρό­τη­σή της, μὲ τὴ ρω­σι­κὴ λι­βρέ­α στοὺς ὤ­μους μου. Δὲν εἶ­μαι ἐ­γὼ ἐ­κεῖ­νος ποὺ θὰ σᾶς βο­η­θοῦ­σε νὰ στή­σε­τε ἐ­κεῖ στὸ μα­τω­μέ­νο ἔ­δα­φός της, τὶς δι­κές σας ση­μαῖ­ες…».

Ὁ Νι­κό­λα­ος γιὰ νὰ τὸν εὐ­χα­ρι­στή­σει γιὰ τὴν ἀ­φο­σί­ω­σή του στὸν ἀ­δελ­φό του τοῦ πρό­σφε­ρε μιὰ ἐ­ξο­χι­κὴ ἔ­παυ­λη καὶ μιὰ ἰ­σό­βια σύν­τα­ξη ἀ­πὸ 60.000 φράγ­κα, μὰ ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀρ­νή­θη­κε εὐ­γε­νι­κά. Ἂν καὶ θὰ τοῦ ἦ­ταν πο­λύ­τι­μο γιὰ τὰ φτω­χὰ παι­διὰ τῆς Ἑλ­λά­δας δὲν τὸ δέ­χθη­κε, δι­ό­τι θὰ ἔ­δι­νε ἀ­φορ­μὴ στοὺς ἀν­τι­πά­λους του νὰ τὸν κα­τη­γο­ροῦν πὼς ἐ­ξαρ­τᾶ­ται οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἀ­πὸ τὴ Ρω­σί­α.

Τού­τη τὴ φο­ρὰ δὲν ἀρ­νή­θη­κε τὸ προ­σκλη­τή­ριο. Ἔ­νι­ω­σε πὼς εἶ­ναι ἡ κα­τάλ­λη­λη στιγ­μὴ νὰ δε­χθεῖ τού­τη τὴ θυ­σί­α.

Ὅ­σο καὶ ἂν τοῦ στοί­χι­ζε, ναί, θὰ δε­χό­ταν καρ­τε­ρι­κὰ τὸ σταυ­ρὸ τοῦ Χρέ­ους.

«Με­τὰ χα­ρᾶς ἀ­πο­δέ­χο­μαι τὸν οὐ­ρα­νό­θέν μοι ἐ­πι­κα­τα­βαί­νον­τά μοι Σταυ­ρόν, ψή­φῳ τῆς Τρί­της τῶν Ἑλ­λή­νων Ἐ­θνι­κῆς Συ­νε­λεύ­σε­ως… Εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ προ­σφέ­ρω καὶ τὴν τε­λευ­ταί­α ρα­νί­δα τοῦ αἵ­μα­τός μου, ἀρ­κεῖ αὐ­τὴ νὰ συν­τε­λέ­σει εἰς τὴν πραγ­μά­τω­σιν τῶν δύ­ο με­γά­λων σκο­πῶν τῆς ζω­ῆς μου: τὴν μόρ­φω­σιν τῶν Ἑλ­λη­νο­παί­δων καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σιν τῆς Ἑλ­λά­δος…». Ἦ­ταν γι᾿ αὐ­τὸν ἡ ἀρ­χὴ τοῦ τέ­λους. Ἦ­ταν γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα φί­λη­μα ζω­ῆς.

Ἔφτασε ὁ Κυβερνήτης

Θε­ο­φά­νεια τοῦ 1828. Τὸ Warspite, ἡ ἀγ­γλι­κὴ πο­λε­μι­κὴ φρε­γά­δα, προ­σορ­μί­ζε­ται στὸ λι­μά­νι τοῦ Ναυ­πλί­ου. Ἔρ­χε­ται ν᾿ ἀ­πο­βι­βά­σει στὴν αἱ­μα­το­βαμ­μέ­νη ἑλ­λη­νι­κὴ γῆ τὸν πρῶ­το της Κυ­βερ­νή­τη, τὸν Ἰ­ω­άν­νη Κα­ππο­δί­στρια».

Καὶ νά, ἔ­φτα­σε ἡ μέ­ρα ποὺ, 375 χρό­νια με­τὰ ἀ­πὸ τὴν Ἅ­λω­ση, ὁ Ἕλ­λη­νας χαι­ρε­τί­ζει θερ­μὰ τὸν πρῶ­το του Πρό­ε­δρο. Τὸν ὑ­πο­δέ­χε­ται μὲ 15 κα­νο­νι­ο­βο­λι­σμοὺς ποὺ ἠ­χοῦν ἀ­πὸ τὸ φρού­ριο τοῦ Ναυ­πλί­ου, μὲ μυρ­σί­νες, μὲ δάφ­νες καὶ μὲ ὑ­ψω­μέ­νες τὶς γα­λα­νό­λευ­κες. Μέ­σα σὲ ἐ­πευ­φη­μί­ες τοῦ προ­σφέ­ρει στε­φά­νι ἐ­λιᾶς. Ἀ­πέ­ριτ­το τὸ κα­λω­σό­ρι­σμα, μὰ ζε­στὸ καὶ εἰ­λι­κρι­νές. Τέ­τοι­α ὑ­πο­δο­χὴ ἱ­κα­νο­ποι­εῖ τὸν Κυ­βερ­νή­τη. Κά­θε ἄλ­λη, δα­πα­νη­ρὴ καὶ πο­λυ­έ­ξο­δη, θὰ τὸν στε­νο­χω­ροῦ­σε. «Πομ­πὴ ποὺ θέ­λει χρή­μα­τα, εἶ­ναι ἀ­συμ­βί­βα­στη πρὸς τὴ δύ­σκο­λη κα­τά­στα­ση τῆς Πα­τρί­δος. Ἂν μπο­ροῦ­με», τό­νι­ζε, «νὰ δι­α­θέ­σω­με λί­γα χρή­μα­τα, ἔ­χο­με πλη­γὲς νὰ ἐ­που­λώ­σω­με».

Ἕ­να ἔργο σχεδόν μυθικό

«Γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα εἶ­μαι ἕ­τοι­μος ὅ­λα νὰ τὰ δώ­σω, κό­πους, κα­τά­στα­ση, ζω­ὴ», Ἰω. Καπποδίστριας                                                    

     Ὁ ἐ­πι­φα­νὴς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κός μας Κων/νος Τσά­τσος εἶ­πε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ:

«Θε­ω­ρῶν­τας ἀ­πὸ μιὰν ὑ­ψη­λό­τε­ρη σκο­πιὰ τὰ πράγ­μα­τα τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης καὶ χω­ρὶς κα­θό­λου νὰ ὑ­πο­τι­μοῦ­με τὴ συμ­βο­λὴ ὅ­λων τῶν ἀ­γω­νι­στῶν, τῶν στρα­τι­ω­τι­κῶν καὶ τῶν πο­λι­τι­κῶν, νο­μί­ζω ὅ­τι μπο­ροῦ­με νὰ ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με μὴ ἀ­δι­κών­τας κα­νέ­να, πὼς χω­ρὶς τὴν πα­ρου­σί­α καὶ τὴ δρά­ση τοῦ Καπ­πο­δί­στρια δὲν θὰ κα­τορ­θω­νό­ταν ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση τῆς Πα­τρί­δας μας».

Ἀ­κό­μα χρω­στοῦ­με στὴ δι­πλω­μα­τι­κή του εὐ­ε­λι­ξί­α τὴν ἐ­πέ­κτα­ση τῶν συ­νό­ρων τοῦ πρώ­του ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους. Δι­ό­τι οἱ Μ. Δυ­νά­μεις ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν γιὰ τὸν ἀ­νυ­πο­χώ­ρη­το ἀν­τί­πα­λό τους, ποὺ ἐ­πέ­με­νε νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ αὐ­τό­νο­μο ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος, οὐ­δέ­τε­ρο, χω­ρὶς τὴν κη­δε­μο­νί­α κα­μμιᾶς ξέ­νης δύ­να­μης καὶ μὲ συγ­κε­κρι­μέ­να σύ­νο­ρα ποὺ τὰ ἔ­θε­τε αὐ­τός. Οἱ Μ. Δυ­νά­μεις ἐ­πεί­γον­ταν νὰ ὑ­πο­νο­μεύ­σουν τὴν ἐ­θνι­κὴ πο­λι­τι­κὴ τοῦ Κυ­βε­νή­τη καὶ τοῦ πα­ρεῖ­χαν πολ­λὰ προ­βλή­μα­τα γιὰ νὰ μα­ται­ώ­σουν τὰ σχέ­διά του.

Πα­ρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά ὁ Κα­ππο­δί­στριας ὄ­χι μό­νο ὑ­περ­δι­πλα­σί­α­σε τὴν Ἑλ­λά­δα, ἀλ­λὰ τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο τὴν ἀ­νέ­δει­ξε ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἑλ­λη­νι­κὸ κρά­τος (3 Φε­βρου­α­ρί­ου 1830).

Τὰ προ­βλή­μα­τα, ἐ­σω­τε­ρι­κὰ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κά, ἦ­ταν πολ­λὲς φο­ρὲς τό­σο ἀ­καν­θώ­δη καὶ δι­σε­πί­λυ­τα ποὺ κά­ποι­ες στιγ­μὲς γο­νά­τι­σε κά­τω ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τοῦ σταυ­ροῦ του. Σὲ μιὰ ἐ­πι­στο­λὴ στὸν ἀ­δελ­φό του Βιά­ρο στὴν Κέρ­κυ­ρα ἔ­γρα­φε: «… καὶ ἂν ἔ­χῃς δι­ά­θε­σιν νὰ ἀλ­λά­ξῃς τὴν εἰ­ρη­ναί­αν ζω­ήν σου μὲ τὸν ἄ­δην καὶ θέ­λῃς νὰ τὸν δο­κι­μά­σῃς ὀ­λί­γας τι­νὰς ἡ­μέ­ρας, ἠμ­πο­ρεῖς με­τὰ τοῦ πλοιά­ρχου Γι­αν­νί­τση νὰ κά­μῃς καὶ μί­αν ἔ­ξο­δον μέ­χρι τῆς Ἑλ­λά­δος».

Μέ­σα σὲ 3 χρό­νια καὶ 8 μῆ­νες ποὺ κυ­βέρ­νη­σε ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει τό­σα ἔρ­γα, ποὺ κα­νέ­νας με­τέ­πει­τα πο­λι­τι­κὸς δὲν ἔ­χει νὰ πα­ρου­σιά­σει.

  • Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πρῶ­τα μέ­τρα τοῦ Κυ­βερ­νή­τη ἦ­ταν ἡ ἀ­να­συγ­κρό­τη­ση τοῦ στρα­τοῦ καὶ τοῦ στό­λου. Ὀρ­γά­νω­σε τα­κτι­κὸ στρα­τὸ καὶ αὔ­ξη­σε τὶς πο­λε­μι­κὲς ἐ­πι­χει­ρή­σεις στὴ Στε­ρε­ά, τὴν ἀ­να­κα­τέ­λα­βε καὶ στα­θε­ρο­ποί­η­σε τὰ βό­ρεια σύ­νο­ρά της.

  • Ἄλ­λος πρω­ταρ­χι­κός του στό­χος ἦ­ταν ἡ ρι­ζι­κὴ ἀ­να­δι­άρ­θρω­ση τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α με­σαί­ας τά­ξης. Ἡ ἀ­πό­κτη­ση ἔ­στω μι­κρῆς ἰ­δι­ο­κτη­σί­ας θὰ ἔ­δι­νε κί­νη­τρα στὸν λα­ὸ γιὰ ἐρ­γα­σί­α καὶ ἀ­να­βάθ­μι­ση τῆς ζω­ῆς του. Θὰ τὸν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξα­θλί­ω­ση καὶ τὸν ρα­γι­α­δι­σμό. Θὰ τοῦ ἔ­δι­νε πο­λι­τι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα. Δὲ θὰ ἴ­σχυ­ε ὅ­πως τό­τε τὸ δί­και­ο τοῦ ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρου. Γι᾿ αὐ­τὸ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς στό­χους του ἦ­ταν ἡ δι­α­νο­μὴ γῆς σὲ ἀ­κτή­μο­νες. Ἔ­τσι μὲ τὴν αὔ­ξη­ση τῆς δύ­να­μης τοῦ λα­οῦ θὰ μει­ω­νό­ταν ἡ δύ­να­μη τῶν ἀ­ρι­στο­κρα­τῶν τῆς γῆς καὶ τοῦ χρή­μα­τος, ποὺ ἦ­ταν ἡ ἰ­σχυ­ρὴ ἀν­τι­πο­λι­τευ­τι­κὴ τρο­χο­πέ­δη στὶς βα­θει­ὲς με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κὲς το­μές.

  • Ἰ­δι­αί­τε­ρα τί­μη­σε τὸ ἐ­πάγ­γελ­μα τοῦ γε­ωρ­γοῦ, τοῦ γε­ω­πό­νου, τοῦ ἀ­γρο­νό­μου. Πί­στευ­ε πὼς ἡ γε­ωρ­γί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἀ­πο­τε­λέ­σει τὴ σπον­δυ­λι­κὴ στή­λη τῆς ἐθνι­κῆς οἰ­κο­νο­μί­ας, ὥ­στε νὰ στη­ρί­ζε­ται ἡ χώ­ρα στοὺς δι­κούς της πό­ρους. Ἔ­λε­γε: «ἡ εὐ­η­με­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας δὲν βρί­σκε­ται στὸ σπα­θί, ἀλ­λὰ στὸ ἀ­λέ­τρι».

  • Γιὰ τὴν ἐκ­μά­θη­ση νέ­ων με­θό­δων καλ­λι­ερ­γει­ῶν ἵ­δρυ­σε πρό­τυ­πη Γε­ωρ­γι­κὴ Σχο­λὴ στὴν Τί­ρυν­θα καὶ ἀ­γρο­κή­πιο μὲ δω­ρε­ὰ τοῦ Eynard. Ἔ­φε­ρε στὴν Ἑλ­λά­δα τὸ γε­ώ­μη­λο (τὴν πα­τά­τα) καὶ μὲ εὐ­φυ­έ­στα­το τρό­πο κα­τόρ­θω­σε νὰ πεί­σει τοὺς ἐ­πι­φυ­λα­κτι­κοὺς Ἕλ­λη­νες νὰ τὴ δο­κι­μά­σουν, νὰ τὴν καλ­λι­ερ­γή­σουν, γιὰ νὰ κα­λυ­τε­ρεύ­σει ὁ σι­τι­σμός τους.

  • Ἐ­φάρ­μο­σε φο­ρο­λο­γι­κὲς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὲς δι­ευ­κο­λύν­σεις στοὺς γε­ωρ­γούς.

  • Ἔ­δω­σε κί­νη­τρα γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐμ­πο­ρι­κῆς ναυ­τι­λί­ας. Κα­τόρ­θω­σε μὲ δρα­στι­κὰ μέ­τρα νὰ πα­τά­ξει σύν­το­μα τὴν πει­ρα­τεί­α καὶ τὴ λη­στεί­α.

  • Κα­θα­ρί­στη­καν οἱ δρό­μοι ἀρ­κε­τῶν πό­λε­ων ἀ­πὸ τὰ συν­τρίμ­μια ποὺ ἄ­φη­σε ὁ πό­λε­μος. Δη­μι­ουρ­γή­θη­καν και­νού­ργιοι δρό­μοι καὶ βελ­τι­ώ­θη­κε ἡ συγ­κοι­νω­νί­α.

  • Στὸν Πό­ρο ἵ­δρυ­σε Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ Σχο­λὴ γιὰ τὴ μόρ­φω­ση τοῦ κλή­ρου.

  • Ἔ­χτι­σε φυ­λα­κές. Ἵ­δρυ­σε τὰ πρῶ­τα δι­κα­στή­ρια καὶ ὀρ­γά­νω­σε τὴ Δι­και­ο­σύ­νη. Θέ­σπι­σε και­νούρ­γιους δι­και­ό­τε­ρους νό­μους.

  • Ἵ­δρυ­σε τὴν Ἐ­θνι­κὴ Χρη­μα­τι­στι­κὴ Τρά­πε­ζα στὴν Αἴ­γι­να.

  • Λει­τούρ­γη­σε Ἐ­θνι­κὸ Τυ­πο­γρα­φεῖ­ο.

  • Ἵ­δρυ­σε Νο­μι­σμα­το­κο­πεῖ­ο καὶ τὸ 1828 κό­πη­κε τὸ πρῶ­το Ἑλ­λη­νι­κὸ νό­μι­σμα, ὁ φοί­νι­κας.

  • Ἵ­δρυ­σε τὸ πρῶ­το Ἐ­θνι­κὸ Ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κὸ Μου­σεῖ­ο στὴν Αἴ­γι­να καὶ πρό­τει­νε τὴν ψή­φι­ση εἰ­δι­κῆς αὐ­στη­ρῆς νο­μο­θε­σί­ας γιὰ τὴ δι­α­φύ­λα­ξη τῶν ἀρ­χαι­ο­τή­των.

  • Ὀρ­γά­νω­σε νο­σο­κο­μεῖ­α πο­λι­τι­κὰ καὶ στρα­τι­ω­τι­κὰ καὶ ὑ­γει­ο­νο­μεῖ­α σὲ ὅ­λα τὰ λι­μά­νια.

  • Ἀ­ξι­ο­ποί­η­σε τὸν ὀ­ρυ­κτὸ πλοῦ­το καὶ ἄλ­λες πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κὲς πη­γὲς τῆς χώ­ρας.

  • Πῆ­ρε μέ­τρα γιὰ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς βι­ο­τε­χνί­ας.

Μὲ δω­ρε­ὰ τοῦ φι­λέλ­λη­να Eynard ἵ­δρυ­σε τὸ Κεν­τρι­κὸ Σχο­λεῖ­ο, καὶ τὸ Πρό­τυ­πο Σχο­λεῖ­ο στὴν Αἴ­γι­να.

Ὀρ­γά­νω­σε τὰ Ἀλ­λη­λο­δι­δα­κτι­κὰ Σχο­λεῖ­α μὲ πα­ρο­χὴ ἴ­σων εὐ­και­ρι­ῶν μόρ­φω­σης, σὲ ὅ­λους ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως τοὺς πο­λί­τες, ἐ­νῶ ἡ στοι­χει­ώ­δης ἐκ­παί­δευ­ση ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή. Ἡ Αἴ­γι­να εἶ­χε γί­νει «σχο­λει­ού­πο­λη».

Ἵ­δρυ­σε τὸ ὀρ­φα­νο­τρο­φεῖ­ο τῆς Αἴ­γι­νας, ποὺ πρό­σφε­ρε στὰ ὀρ­φα­νὰ παι­διὰ μόρ­φω­ση καὶ ἐ­φό­δια γιὰ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση.

Κι ὅ­λα αὐ­τὰ πρὶν ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ἔρ­γο του, μέ­σα σὲ 45 μῆ­νες, μὲ ἔλ­λει­ψη οἰ­κο­νο­μι­κῶν πό­ρων καὶ σο­βα­ρῶν ἀν­τι­κυ­βερ­νη­τι­κῶν ἐ­νερ­γει­ῶν ἐκ μέ­ρους τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης καὶ ἀν­τι­πε­ρι­σπα­σμῶν καὶ μη­χα­νορ­ρα­φι­ῶν τῶν Τρι­ῶν «Προ­στά­τι­δων Δυ­νά­με­ων».

Ὅ­σο γιὰ μᾶς ἁ­πλὰ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νου­με σὰν κα­τα­κλεῖ­δα στὸ μνη­μει­ῶ­δες ἔρ­γο του τὰ προ­φη­τι­κά του λό­για: «Δὲ ζεῖ ὁ ἄν­θρω­πος, ζεῖ τὸ ἔρ­γο του».

«Τὸ ροδόχρουν ὄ­νει­ρον τῆς Ἑλ­λά­δος»

«Πα­ρη­γο­ροῦν τὶς πι­κρί­ες καὶ τοὺς πό­νους τοῦ βί­ου μου τὰ παι­διά μας… Τὸ ρο­δό­χρουν τοῦ­το ὄ­νει­ρον τῆς Πα­τρί­δας μας, τῆς Ἑλ­λά­δος… Ἡ μό­νη μου ἀ­να­κού­φι­ση καὶ χα­ρὰ εἶ­ναι τὸ ν᾿ ἀ­πα­σχο­λοῦ­μαι μὲ τὰ παι­διὰ καὶ τὰ Σχο­λεῖ­α τους γιὰ τὴ μόρ­φω­σή τους!», Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας.

Τὰ παι­διὰ τῆς Ἑλ­λά­δας ἦ­ταν σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή, ἡ με­γά­λη του ἔν­νοι­α, ἡ ἀ­σί­γα­στη ἀ­γω­νί­α, ὅ­πως ἦ­ταν καὶ ἡ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της.

Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ θέ­μα «Παι­δεί­α» τὸν ἀ­πα­σχο­λεῖ δρα­στή­ρια ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πρω­το­ξε­κί­νη­σε τὴν πο­λι­τι­κὴ του στα­δι­ο­δρο­μί­α στὸ νη­σί του.

Τὸ ἀ­νε­ξάν­τλη­το ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιὰ τὰ παι­διὰ πή­γα­ζε ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη του στὸ Ἔ­θνος. «Σῶ­στε τὸ Ἔ­θνος!» φώ­να­ζε, κα­λῶν­τας τοὺς Ἕλ­λη­νες τῆς δι­α­σπο­ρᾶς νὰ σώ­σουν τὰ ἑλ­λη­νό­που­λα τῆς προ­σφυ­γιᾶς ποὺ κιν­δύ­νευ­αν ν᾿ ἀ­φο­μοι­ω­θοῦν στὶς ξέ­νες πα­τρί­δες. Προ­σπά­θη­σε λοι­πὸν νὰ εὐ­αι­σθη­το­ποι­ή­σει καὶ νὰ κι­νη­το­ποι­ή­σει τοὺς πλού­σιους Ἕλ­λη­νες με­τα­νά­στες, ὥ­στε νὰ ἐ­νι­σχύ­σουν οἰ­κο­νο­μι­κὰ τὸν ἀ­γῶ­να. Μὲ τὰ χρή­μα­τα ποὺ συγ­κέν­τρω­νε ἵ­δρυ­ε Ἑλ­λη­νι­κὰ Σχο­λεῖ­α κι ἔ­χτι­ζε Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες. Ἤ­θε­λε νὰ φυ­λά­ξει τοὺς Ἑλ­λη­νό­παι­δες ἀ­πὸ τοὺς βο­ριά­δες τῆς ξε­νι­τιᾶς, τῆς ἀ­νέ­χειας, τῆς ἐκ­με­τάλ­λευ­σης, τῆς δι­α­φθο­ρᾶς, τοῦ ὑ­λι­σμοῦ καὶ τῆς ἀ­θε­ΐ­ας. Πί­στευ­ε ἀ­κρά­δαν­τα ὅ­τι αὐ­τὰ εἶ­ναι τὸ μέλ­λον τοῦ Ἔ­θνους.

Γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­πε­δί­ω­ξε νὰ ἔ­χουν τὰ Ἑλ­λη­νό­που­λα Ἕλ­λη­νες δα­σκά­λους, ποὺ πα­ράλ­λη­λα μὲ τὴ μόρ­φω­ση θὰ ἔ­πρε­πε νὰ προ­σφέ­ρουν Ἑλ­λη­νι­κὴ Παι­δεί­α καὶ νὰ τὰ ἐμ­πνέ­ουν τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ στὴν Πα­τρί­δα. «Χω­ρὶς πί­στιν εἰς τὸν Θε­όν, ἀ­γά­πη πρὸς τὴν Πα­τρί­δα των καὶ δι­α­τή­ρη­σιν τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Γλώσ­σης χά­νον­ται ἐν τῇ ξέ­νῃ οἱ Ἑλ­λη­νό­παι­δες» ἔ­λε­γε.

Για­τί ποι­οὶ θὰ κα­τοι­κοῦ­σαν, ποι­οὶ θὰ δι­οι­κοῦ­σαν, ποι­οὶ θὰ ἐκ­προ­σω­ποῦ­σαν δι­πλω­μα­τι­κὰ τὸ κρά­τος ποὺ θὰ ὀ­νο­μα­ζό­ταν σὲ λί­γο Ἑλ­λά­δα, ὅ­ταν ὁ ἀν­θὸς της ὁ ἀ­κρι­βὸς χα­νό­ταν γιὰ πάν­τα;

Φρόν­τι­σε ἀ­κό­μα τὰ παι­διὰ τῶν Ἀ­γω­νι­στῶν νὰ σπου­δά­σουν σὲ Σχο­λεῖ­α τῆς Εὐ­ρώ­πης, σὰν ἔν­δει­ξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης γι᾿ αὐ­τοὺς ποὺ τὰ ᾿δω­σαν ὅ­λα γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας.

Ὁ ἴ­διος σπού­δα­σε πολ­λὰ ὀρ­φα­νὰ μὲ τὰ δι­κά του χρή­μα­τα καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε προ­σω­πι­κὰ τὴν πρό­ο­δό τους, ὅ­πως τὸ γυι­ὸ τοῦ ἐν­δό­ξου ἀ­γω­νι­στῆ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη, Δη­μή­τρη.

Ὁ Ἰ­ω­άν­νης Κα­ππο­δί­στριας ἐ­πει­δὴ γνώ­ρι­ζε ὅ­τι ἀ­σφα­λί­ζον­τας τὰ παι­διά, ἐ­ξα­σφά­λι­ζε τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ συ­νέ­χεια τοῦ Ἔθνους, ἔ­κα­νε ὅ,τι μπο­ροῦ­σε πρὸς αὐ­τὴ τὴν κα­τεύ­θυν­ση.

Ἡ λιτότης καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυβερνήτη

Ὁ­μό­φω­να οἱ σύγ­χρο­νοί του, οἱ συ­νερ­γά­τες καὶ οἱ φί­λοι του, μι­λοῦν γιὰ τὴν ἔ­ξαρ­ση τῆς ψυ­χῆς καὶ τοῦ πνεύ­μα­τός του, γιὰ τὴν ἁ­πλό­τη­τα, γιὰ τὴν ἀ­κε­ραι­ό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­φι­λο­κέρ­δειά του, ποὺ ἔ­φτα­νε ὡς τὴν ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, κα­θὼς καὶ γιὰ τὴ γο­η­τεί­α τοῦ προ­σώ­που του, τῶν τρό­πων καὶ τοῦ τό­νου τῆς φω­νῆς του.

Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ δι­έ­θε­τε τό­σα θαυ­μά­σια καὶ ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τα χα­ρί­σμα­τα, ποὺ με­γά­λω­σε μέ­σα σὲ πλού­σιο καὶ ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κὸ πε­ρι­βάλ­λον καὶ πῆ­ρε τὴν κα­λύ­τε­ρη μόρ­φω­ση τῆς ἐ­πο­χῆς του, ποὺ κα­τεῖ­χε μιὰ λαμ­πρὴ θέ­ση καὶ πα­ρα­ση­μο­φο­ρή­θη­κε πολ­λὲς φο­ρές, ἔ­με­νε πάν­το­τε ἁ­πλὸς καὶ τα­πει­νός.

Στὸν πι­στὸ φί­λο του Δη­μή­τριο Ἀρ­λι­ώ­τη, στὸν τε­λευ­ταῖ­ο τους πε­ρί­πα­το στὴν Κέρ­κυ­ρα θὰ ἐκ­μυ­στη­ρευ­ό­ταν πὼς τὸ τα­πει­νὸ ἀ­γρι­ο­λού­λου­δο τῆς Πα­τρί­δας του εἶ­χε γι᾿ αὐ­τὸν «ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­ξί­α ἀ­πὸ ὅ­λα τὰ με­γα­λο­πρε­πῆ πα­ρά­ση­μα καὶ τὶς ὑ­ψη­λὲς τι­μη­τι­κὲς δι­α­κρί­σεις, ποὺ τοῦ εἶ­χαν προ­σφέ­ρει οἱ εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς χῶ­ρες. Ἡ ἁ­πλό­τη­τα, ἡ ἁ­γνό­τη­τα τῆς ζω­ῆς, ἡ κα­λω­σύ­νη εἶ­ναι γιὰ μέ­να, ἔ­λε­γε, οἱ κα­λύ­τε­ρες πα­ρα­ση­μο­φο­ρί­ες καὶ οἱ μό­νες ἀ­λη­θι­νὲς τι­μὲς γιὰ τὴ ζω­ή μου…».

   Ἦ­ταν γεν­ναι­ό­δω­ρος πρὸς τοὺς ἄλ­λους, ἀλ­λὰ πο­λὺ λι­τὸς στὶς προ­σω­πι­κές του ἀ­νάγ­κες.

Ἔ­τσι με­τὰ τὴν πα­ραί­τη­σή του ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του ὡς Ὑπουρ­γοῦ τῶν Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τῆς Ρω­σί­ας (1822) ἀ­να­χώ­ρη­σε ἀ­πὸ τὴν Πε­τρού­πο­λη κι ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴ Γε­νεύ­η. Ἐ­κεῖ κα­τοι­κοῦ­σε σ᾿ ἕ­να μέ­τριο σπί­τι, στὴν ὁ­δὸ Δη­μαρ­χεί­ου 10, κον­τὰ στὴν πλα­τεί­α Taconnerie, ὅ­που νοίκια­σε δυ­ὸ φτω­χι­κὰ δω­μά­τια μὲ 30 φράγ­κα τὸ μῆ­να. Κα­νό­νι­σε νὰ μὴν ξο­δεύ­ει πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ 180 φράγ­κα τὸ μῆνα, ὅ­ταν τὰ ἐ­τή­σια εἰ­σο­δή­μα­τά του ἔ­φτα­ναν τὶς 32.000 χρυ­σὰ φράγ­κα.

Μὲ τὸ πο­σὸ ποὺ πε­ρίσ­σευ­ε ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε τὴν «ἱ­ε­ρὴ ἑλ­λη­νι­κὴ ὑ­πό­θε­ση», ὅ­πως ὀ­νό­μα­ζε τὸν ἀ­γῶ­να τῆς Πα­τρί­δας του. Ὅ­λα τὰ ἔ­σο­δά του με­τα­τρέ­πον­ταν σὲ τρό­φι­μα, πο­λε­μο­φό­δια γιὰ τοὺς ἀ­γω­νι­στὲς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ τρο­φεῖ­α γιὰ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση «τῶν Ἑλ­λη­νο­παί­δων» του.

Ἀ­πὸ τὰ ἀ­νά­κτο­ρα τῆς Πε­τρού­πο­λης βρέ­θη­κε σ᾿ ἕ­να φτω­χι­κὸ δω­μά­τιο, ποὺ τοῦ πα­ρα­χώ­ρη­σε ἡ φτω­χή του Πα­τρί­δα.

Ὁ μό­νος στο­λι­σμὸς τοῦ Κυ­βερ­νη­τι­κοῦ με­γά­ρου ἦ­ταν ὁ λαμ­πρός τῆς Ἑλ­λά­δας ἥ­λιος καὶ ἡ λα­τρεί­α τῶν Ἑλ­λή­νων», θὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὁ ἀν­τι­κα­ππο­δι­στρια­κὸς Γερ­μα­νὸς ἱ­στο­ρι­κὸς Κ. Μendelssohn-Βartholdy.

Ὅ­ταν ἦρ­θε στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ ἀν­τί­κρυσε τὸν ρα­κέν­δυ­το λα­ό, τὰ σκε­λε­τω­μέ­να κορ­μιὰ τῶν παι­δι­ῶν, τὰ δα­κρυ­σμέ­να τους μά­τια, ἔνοιω­σε ἕ­να βα­θὺ σπα­ραγ­μό. Εἶ­χε πά­ρει ἀ­μέ­σως τὴν ἀ­πό­φα­σή του: πο­τὲ πιὰ δὲ θὰ φο­ροῦ­σε τὶς ὄ­μορ­φες ἐ­πί­ση­μες στο­λές του.

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας εἶ­χε φέ­ρει μα­ζί του τε­ρά­στι­ες πο­σό­τη­τες τρο­φί­μων καὶ ὀρ­γά­νω­σε συσ­σί­τια γιὰ νὰ θρέ­ψει ὅ­σους πέ­θαι­ναν ἀ­πὸ τὴν πεῖνα.

Δού­λευ­ε σκλη­ρὰ κι ἔ­τρω­γε λί­γο. «Ὁ Κυ­βερ­νή­της ἔ­τρω­γε 4 ἡ­μέ­ρες μί­α κό­τα», θὰ γρά­ψει ὁ Μα­κρυ­γιά­ννης, ἐ­νῶ σὲ ἐ­πι­στο­λὴ στὸ φί­λο του Ν. Στούρ­τζα δι­α­βά­ζου­με πὼς οὔ­τε και­ρό, οὔ­τε δυ­νά­μεις εἶ­χε νὰ τοῦ γρά­ψει κα­θὼς μο­νώ­τα­τος καὶ κα­τά­κο­πος πά­λευ­ε ἀ­πὸ τὶς 5 τὸ πρω­ΐ ὡς τὶς 10 τὸ βρά­δυ στὸ πο­λι­τι­κό του γρα­φεῖ­ο στὸ Ναύ­πλιο.

Στὸν για­τρό του ποὺ τὸν συμ­βού­λευ­ε νὰ βελ­τι­ώ­σει τὴν τρο­φὴ του ἔ­λε­γε: «Τό­τε μό­νο θὰ βελ­τι­ώ­σω τὴν τρο­φή μου, ὅ­ταν θὰ εἶ­μαι βέ­βαι­ος ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει οὔ­τε ἕ­να Ἑλ­λη­νό­που­λο ποὺ νὰ πει­νά­ει…».

Δύ­ο φο­ρὲς τοῦ ἐ­πρό­τει­νε ἡ Συ­νέ­λευ­ση νὰ τοῦ δί­δει μι­σθό, ἀλ­λὰ ἀρ­νή­θη­κε νὰ δε­χθεῖ μι­σθὸ ἀ­πὸ τὸ Δη­μό­σιο Τα­μεῖ­ο. Καὶ ἦ­ταν τό­σο δε­λε­α­στι­κὸ τὸ πο­σό! 12.000 δί­στη­λα ἢ 50.000 φοί­νι­κες ἐ­τη­σί­ως καὶ τὴν δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τοῦ τὸ αὔ­ξη­σαν σὲ 180.000 φοί­νι­κες… Ἀν­τί­θε­τα ὁ ἴ­διος πρό­σφε­ρε στὸ Δη­μό­σιο Τα­μεῖ­ο. Ὑ­πο­θή­κευ­σε μά­λι­στα ὅ­λη τὴ με­γά­λη ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α του στὸ Ν. Λά­ζα­ρο Κουν­του­ρι­ώ­τη, ἀν­τὶ 10.000 τα­λί­ρων, γιὰ νὰ φέ­ρει τρό­φι­μα ἀ­πὸ τὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ νὰ σώ­σει τὸν λα­ὸ τοῦ Ναυ­πλί­ου ἀ­πὸ τὴν πεί­να.

   Πῶς νὰ μὴν κα­τα­κτή­σει τὶς καρ­δι­ὲς τῶν Ἑλ­λή­νων!

Μέ­σα στὴν ἁ­πλό­τη­τα καὶ τὴ με­γα­λο­πρέ­πεια, στὴν ἀρ­χον­τιά, στὴν εὐ­λά­βειά του, στὴν ἀ­γα­θό­τη­τα ποὺ ἀν­τι­φέγ­γι­ζε στὸ κα­θά­ριο του βλέμ­μα, ὁ πο­νε­μέ­νος λα­ὸς ἔνοιω­σε σι­γου­ριὰ κι ἀ­σφά­λεια. Ἦ­ταν «ὁ πα­τέ­ρας, ὁ φύ­λα­κας ἄγ­γε­λος, ὁ προ­στά­της, ὁ σω­τή­ρας τους», ἔ­γρα­φαν. Ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὰ ἕ­να θε­ό­σταλ­το δῶ­ρο γιὰ τὴν Ἑλ­λά­δα στὸ γλυ­κο­χά­ρα­μα τῆς λευ­τε­ριᾶς της.

Ἀ­νάμεσα σὲ δὺο πυρά

Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀ­πὸ τὶς πρῶ­τες ἡ­μέ­ρες κα­τά­λα­βε ὅ­τι προ­κα­λοῦ­σε τὴ με­λαγ­χο­λί­α «με­ρι­κῶν προ­κρί­των ἀ­ρι­στο­κρα­τῶν». Ἦ­ταν ὅ­μως ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ βά­λει ἰ­σχυ­ρὰ θε­μέ­λια στὸ ἔρ­γο ποὺ τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε, ὅ­σο κι ἂν θὰ τοῦ στοί­χι­ζε αὐ­τὴ ἡ ἀ­πό­φα­ση.

Οἱ πρῶ­τοι ποὺ προ­κά­λε­σαν τὰ προ­βλή­μα­τα ἦ­ταν οἱ πλοι­ο­κτῆ­τες τῆς Ὕ­δρας μὲ ὑ­πο­κι­νη­τὲς τὸν Ἀν­δρέ­α Μι­α­ού­λη καὶ τὸν ἀγ­γλό­φι­λο πο­λι­τι­κὸ Ἀ­λέ­ξαν­δρο Μαυ­ρο­κορ­δᾶτο.

Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, οἱ γαι­ο­κτή­μο­νες τῆς Πε­λο­πον­νή­σου μὲ ὑ­πο­κι­νη­τὲς τοὺς Μαυ­ρο­μι­χά­λη­δες.

Ὁ Πε­τρόμ­πεης Μαυ­ρο­μι­χά­λης, ἔν­δο­ξος καὶ γεν­ναῖ­ος ἥ­ρω­ας, ἀρ­χι­κὰ συμ­πα­θοῦ­σε τὸν Κα­ππο­δί­στρια. Δυ­σα­ρε­στή­θη­κε ὅ­μως κι αὐ­τὸς ὅ­πως καὶ οἱ με­γα­λο­κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες, γιὰ τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ μέ­τρα τοῦ Κυ­βερ­νή­τη. Ἔ­τσι ὁ Κα­ππο­δί­στριας βρέ­θη­κε ἀ­νά­με­σα σὲ δυ­ὸ πυ­ρά.

Αὐ­τὸ ποὺ ἄ­να­ψε τὴ θρυ­αλ­λί­δα καὶ προ­κά­λε­σε τὴν ἔ­κρη­ξη, ἦ­ταν ἡ ἀ­πό­φα­ση τοῦ Κυ­βερ­νή­τη νὰ μει­ώ­σει τὰ κε­κτη­μέ­να τους δι­και­ώ­μα­τα. Ὄ­χι μό­νο δὲν ἤ­θε­λαν νὰ συμ­με­τέ­χουν στὴ φο­ρο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ ἀρ­νοῦν­ταν νὰ δί­νουν φό­ρους. Ἤ­θε­λαν μά­λι­στα νὰ νέ­μον­ται τοὺς φό­ρους ἀ­πὸ τὸν λα­ό, σὰν νὰ ἦ­ταν «κρά­τος ἐν κρά­τει».

Εἶ­ναι δὲ πο­λὺ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ ἡ ἰ­τα­μό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α ἀ­παι­τοῦ­σαν οἱ με­γα­λο­ε­φο­πλι­στὲς Ὑ­δραῖ­οι πο­λε­μι­κὴ ἀ­πο­ζη­μί­ω­ση, ὅ­ταν τὸ κρά­τος «δὲν εἶ­χε κἄν τα­μεῖ­ο».

Πα­ρὰ τὴ με­γά­λη οἰ­κο­νο­μι­κὴ πε­νί­α τοῦ κρά­τους κι ἐ­νῷ εἶ­χε ἐ­πεί­γου­σες προ­τε­ραι­ό­τη­τες, ὁ Κυ­βερ­νή­της τοὺς ὑ­πο­σχέ­θη­κε πὼς θὰ τοὺς δώ­σει ὅ,τι ζη­τοῦν, ἀρ­κεῖ νὰ ἔ­παιρ­νε τὸ δά­νει­ο ποὺ ζη­τοῦ­σε ἐ­πί­μο­να καὶ ἀ­πὸ τὶς τρεῖς Ἐγ­γυ­ή­τρι­ες Δυ­νά­μεις.

Πα­ράλ­λη­λα ἡ Ἀγ­γλί­α κι ἡ Γαλ­λί­α σὲ συ­νερ­γα­σί­α μὲ τοὺς δυ­σα­ρε­στη­μέ­νους Ἕλ­λη­νες καὶ δρῶν­τας πα­ρα­σκη­νια­κὰ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἀλ­λὰ καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, προ­ε­τοί­μα­ζαν τὴν πτώ­ση τοῦ Κα­ππο­δί­στρια. Ἐ­φαρ­μό­ζον­τας τὴ στρα­τη­γι­κὴ «δια­ίρει καὶ βα­σί­λευ­ε» πλη­σί­α­σαν τοὺς δυ­σα­ρε­στη­μέ­νους καὶ ὅ­πλι­σαν ἀ­δελ­φι­κὰ χέ­ρια γιὰ νὰ ἐ­ξον­τώ­σουν τὸν ἀν­τί­πα­λό τους μιὰ γιὰ πάν­τα.

Τὸ τέλος

   Ἡ φυ­λά­κι­ση τοῦ Πε­τρόμ­πε­η Μαυ­ρο­μι­χά­λη ἦ­ταν τὸ λά­δι στὴ φω­τιὰ καὶ ἦ­ταν μα­νι­ά­τι­κο.

Ὁ Κυ­βερ­νή­της ἔ­φτα­σε νὰ εἶ­ναι πο­λὺ μό­νος. Ὁ λα­ὸς ποὺ τὸν ὑ­πε­ρα­γα­ποῦ­σε ἔνιω­θε τὴν τρα­γω­δί­α τοῦ Κυ­βερ­νή­τη, μὰ δὲν εἶ­χε πο­λι­τι­κὴ ἀν­τι­προ­σώ­πι­ση. Ἔ­τσι στά­θη­κε δί­πλα του βου­βὸς μάρ­τυ­ρας ὡς τὸ τέ­λος του. Σ᾿ αὐ­τὲς τὶς δύ­σκο­λες στιγ­μὲς τὸν συμ­πα­ρα­στά­θη­καν τὸ δι­α­μάν­τι τῆς Πε­λο­πον­νή­σου, ὁ Θε­ό­δω­ρος Κο­λο­κο­τρώ­νης, ὁ ἀ­φι­λο­κερ­δὴς καὶ γεν­ναῖ­ος Νι­κη­τα­ρᾶς καὶ ὁ ἔν­δο­ξος πυρ­πο­λη­τὴς Κων/νος Κα­νά­ρης.

Οἱ ἐ­χθροί του τὸν συ­κο­φαν­τοῦ­σαν γιὰ αὐ­θαι­ρε­σί­α, ὅ­ταν αὐ­τοὶ μὲ τὶς αὐ­θαι­ρε­σί­ες τους ἐ­πέ­φε­ραν τὸ πο­λι­τι­κὸ καὶ οἰ­κο­νο­μι­κὸ χά­ος. Τὸν κα­τη­γο­ροῦ­σαν πὼς ἀ­να­θέ­τει στὰ ἀ­δέλ­φια του Βιά­ρο καὶ Αὐ­γου­στῖνο ση­μαν­τι­κὲς θέ­σεις, ὅ­ταν αὐ­τοὶ τὸν πρό­δι­δαν καὶ ἀρ­νι­ό­ταν νὰ τοῦ προ­σφέ­ρουν τὴν πα­ρα­μι­κρὴ βο­ή­θεια.

Ὁ Κυ­βερ­νή­της ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πὼς δὲ θὰ ζή­σει γιὰ πο­λύ, γι᾿ αὐ­τὸ βι­ά­ζε­ται νὰ πε­τύ­χει τοὺς στό­χους του. Ἔ­χει ταυ­τί­σει τὴν ὕ­παρ­ξή του μὲ τὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸν λα­ό της καὶ δὲν κα­τα­δέ­χε­ται νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν ἀ­γῶνα.

Φῆ­μες κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν στὸ Ναύ­πλιο γιὰ τὴν ἐ­πι­κεί­με­νη δο­λο­φο­νί­α του. Τοῦ φα­νέ­ρω­σαν καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τα: Γε­ώρ­γιος Μαυ­ρο­μι­χά­λης (γυιὸς τοῦ Πε­τρόμ­πεη), Κων/νος Μαυ­ρο­μι­χά­λης (ἀ­δελ­φός τοῦ Πε­τρόμ­πε­η).

Τὸν συμ­βού­λευ­αν νὰ παίρ­νει προ­φυ­λά­ξεις, νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ σω­μα­το­φύ­λα­κες. Ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀρ­νεῖ­ται: «Οἱ Ἕλ­λη­νες δὲ θὰ φθά­σουν πο­τὲ μέ­χρι τοῦ ση­μεί­ου νὰ μὲ δο­λο­φο­νή­σουν, θὰ σε­βα­στοῦν τὴ λευ­κὴ κε­φα­λή μου», ἀ­παν­τοῦ­σε.

Πε­ρα­σμέ­να με­σά­νυ­χτα. Μιὰ Ἑλ­λη­νί­δα τρέ­χει ἐ­να­γώ­νια στὸ Κυ­βερ­νεῖ­ο. Συ­ναν­τᾶ τὸν Κυ­βερ­νή­τη ξά­γρυ­πνο, σκυμ­μέ­νο πά­νω σὲ κά­ποι­α ἔγ­γρα­φα. Τα­ραγ­μέ­νη τοῦ με­τα­φέ­ρει μιὰ τρο­με­ρὴ εἴ­δη­ση, ποὺ τὴν ἄ­κου­σε ἀ­πὸ ἕ­ναν Γάλ­λο ἀ­ξι­ω­μα­τι­κό. «Δὲν θὰ τολ­μή­σουν νὰ τὸ κά­νουν αὐ­τὸ τὸ ἔγ­κλη­μα οἱ Μαυ­ρο­μι­χά­λες…», τῆς το­νί­ζει ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ καὶ προ­σπα­θεῖ νὰ τὴ γα­λη­νεύ­σει.

   Χά­ρα­μα τῆς μοι­ραί­ας ἐ­κεί­νης Κυ­ρια­κῆς. 27η Σε­πτεμ­βρί­ου 1831.

Φεύ­γει ὁ Κα­ππο­δί­στριας ἀ­πὸ τὸ «τα­πει­νὸν Κυ­βερ­νεῖ­ον ὄρ­θρου βα­θέ­ος», στὶς 6.00 τὸ πρω­ΐ, καὶ κα­τευ­θύ­νε­ται στὸν να­ὸ τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος στὸ Ναύ­πλιο, γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει τὴ Θεί­α Λει­τουρ­γία­. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἀ­νέ­λα­βε τὸ τι­μό­νι τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ κρά­τους, ἐ­κτε­λεῖ πάν­τα τὴν ἴ­δια εὐ­λο­γη­μέ­νη συ­νή­θεια. Δὲν προ­λα­βαί­νει ὅ­μως νὰ μπεῖ στὴν ἐκ­κλη­σί­α κι οἱ σφαῖ­ρες καὶ τὸ μα­χαί­ρι τοῦ Γε­ωρ­γί­ου καὶ τοῦ Κων­σταν­τί­νου Μαυ­ρο­μι­χά­λη τὸν ρί­χνουν κά­τω νε­κρό.

   «Θρη­νεῖ ἡ Ἑλ­λάς, δι­ό­τι βλέ­πει ἑ­αυ­τὴν χή­ραν, τὰ τέ­κνα ὀρ­φα­νά… θρη­νεῖ δι­ό­τι ἔ­χα­σε τὸ πᾶν».

«Τὰ τε­λευ­ταῖ­α βλέμ­μα­τα τῆς ζω­ῆς του δὲν ἔ­σβη­σαν εἰ­ρη­νι­κὰ ἐ­πά­νω στὶς πρά­σι­νες φυλ­λω­σι­ὲς τῆς Πα­τρί­δας του τῆς Κέρ­κυ­ρας. Ἔ­σβη­σαν μα­τω­μέ­να ἐ­πά­νω στὴ σπα­σμέ­νη πα­ρα­στά­δα τῆς πύ­λης τοῦ Ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος, στὸ Ναύ­πλιο…», ση­μει­ώ­νει γλα­φυ­ρὰ ἡ ἱ­στο­ρι­κὸς Ἑ­λέ­νη Κούκ­κου.

Ὁ Κο­λο­κο­τρώ­νης ὅ­ταν ἔ­μα­θε τὴν ἀ­πί­στευ­τη εἴ­δη­ση βρι­σκό­ταν στὴν Τρι­πο­λι­τσὰ καὶ δι­η­γεῖ­ται: «τὴν αὐ­γὴν ὅ­που τὸ ἔ­μα­θαν οἱ πο­λί­τες τῆς Τρι­πο­λι­τσᾶς, ἔ­μει­ναν νε­κροί. Ἄ­φη­σαν τὰ ἐρ­γα­στή­ριά τους, τὶς δου­λει­ές τους καὶ ἐ­περ­πα­τοῦ­σαν στοὺς δρό­μους σὰν τρελ­οί…».

Σύσ­σω­μος ὁ λα­ὸς θρη­νεῖ γο­ε­ρὰ τὸν στυ­λο­βά­τη καὶ ἀ­να­μορ­φω­τὴ τῆς νέ­ας Ἑλ­λά­δας, τὸν πα­τέ­ρα καὶ προ­στά­τη τῶν ὀρ­φα­νῶν καὶ κα­τα­τρεγ­μέ­νων.

Δα­κρύ­βρε­χτα τὰ πο­λυ­πλη­θῆ γράμ­μα­τα, ποὺ κα­τα­φθά­νουν ἀ­πὸ πό­λεις καὶ χω­ριὰ στὴ Δι­οι­κη­τι­κὴ Ἐ­πι­τρο­πὴ τῆς Ἑλ­λά­δας. Ὅ­λα ἀν­τα­να­κλοῦν τὸν σπα­ραγ­μὸ ψυ­χῆς τοῦ λα­οῦ γιὰ τὴν ἀ­να­πάν­τε­χη ὀρ­φά­νια του. Ἐ­κεῖ­να ὅ­μως ποὺ πι­ό­τε­ρο μα­τώ­νουν τὴν καρ­διὰ καὶ τὴ συγ­κλο­νί­ζουν εἶ­ναι τὰ γράμ­μα­τα τό­σων παι­δι­ῶν, μα­θη­τῶν, ποὺ ζε­στά­θη­καν ἀ­πὸ τὸ χά­δι καὶ τὴ στορ­γὴ τοῦ Κυ­βερ­νή­τη. Νὰ, πῶς ἐκ­φρά­ζον­ταν αὐ­τὰ τὰ χα­ρι­τω­μέ­να πλά­σμα­τα: «Ἀ­γα­πη­μέ­νε μας, τρυ­φε­ρὲ Πα­τέ­ρα! Μὲ τὸν θά­να­τό σου σκο­τεί­νια­σαν ὅ­λα γύ­ρω μας. Τὰ λου­λού­δια μα­ρά­θη­καν. Τὰ που­λιὰ σώ­πα­σαν. Ὅ­λα βου­βά­θη­καν ἀ­πὸ τὶς δι­κές μας παι­δι­κὲς καὶ νε­α­νι­κὲς κραυ­γές, ποὺ τὶς στέλ­νου­με στὸν οὐ­ρα­νὸ μα­ζὶ μὲ τοὺς λυγ­μούς μας… Ἐ­κεῖ­νοι ποὺ σὲ σκό­τω­σαν θὰ εἶ­ναι γιὰ πάν­τα κα­τα­ρα­μέ­νοι. Για­τί σκό­τω­σαν τὴν ἐλ­πί­δα μας. Σκό­τω­σαν τὴν πα­ρη­γο­ριά μας. Τὴ δύ­να­μη. Τὸ φῶς γιὰ ἕ­να κα­λύ­τε­ρο αὔ­ριο. Για­τί σκό­τω­σαν ἐ­σέ­να, ἀ­γα­πη­μέ­νε μας Κυ­βερ­νή­τη – Πα­τέ­ρα».

Ὁ με­γά­λος εὐ­ερ­γέ­της καὶ πι­στός του φί­λος καὶ με­τὰ τὸ θά­να­τό του Eynard ἔ­λε­γε: «οἱ Ἕλ­λη­νες ἀρ­γό­τε­ρα θὰ κα­τα­λά­βουν ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος ἱ­κα­νὸς ν᾿ ἀ­να­πλη­ρώ­σῃ τὴν ἔλ­λει­ψιν τοῦ Κό­μη­τος Κα­ππο­δί­στρια. Ὁ θά­να­τος τοῦ Κυ­βερ­νή­του εἶ­ναι συμ­φο­ρὰ διὰ τὴν Ἑλ­λά­δα. Εἶ­ναι δυ­στύ­χη­μα Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸν. Ὁ κα­κοῦρ­γος ποὺ δο­λο­φό­νη­σε τὸν Κα­ππο­δί­στριαν, δο­λο­φό­νη­σε τὴν Πα­τρί­δα του».

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα