ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Ἐπιδιώκοντας νὰ προσδιορίσουμε τὸν ὄρο «νεανικὴ βία καὶ παραβατικό-τητα» θὰ λέγαμε ὅτι πρόκειται γιὰ συμπεριφορὲς ποὺ παραβιάζουν ἄτυπους καὶ τυπικοὺς κανόνες καὶ διαπράττονται ἀπὸ παιδιὰ, ἔφηβους καὶ νέους, ξεκινώντας ἀπὸ τροχαῖες παραβάσεις καὶ  μικροκλοπὲς καὶ φθάνουν μέχρι τὸ ἔγκλημα.

Τὸ φαινόμενο τῆς νεανικῆς βίας καὶ παραβατικότητας τὰ τελευταία χρόνια παρουσιάζει αὐξητικὴ τάση, χωρὶς βέβαια νὰ ἀκουμπᾶ τὰ μεγέθη καὶ τὴ συχνότητα μὲ τὴν ὁποία ἐμφανίζεται στὸν Δυτικὸ κόσμο. Οἱ πιὸ συχνὲς παραβάσεις ποὺ ἀφοροῦσαν ἀνήλικους σημειώνονταν σὲ παραβιάσεις τοῦ Κ.Ο.Κ, κλοπὲς, κατοχὴ καὶ χρήση οὐσιῶν, ἐπαιτεία κ.λ.π  Τὴν τελευταία πενταετία ὅμως ἡ κοινὴ γνώμη τῆς χώρας μας σοκαρίστηκε ἀπὸ πράξεις βίας καὶ παραβατικότητας ποὺ διαπράχθηκαν ἀπὸ ἀνήλικους. Θυμίζουμε τὸ περιστατικὸ τῆς Ἁμαρύνθου, τὴν ὑπόθεση τοῦ μικροῦ Ἄλεξ, τὶς συγκρούσεις νεανικῶν συμμοριῶν στὴν Ἀθήνα καὶ ἄλλες πόλεις, τὰ φαινόμενα γηπεδικῆς βίας ποὺ καταλήγουν ἐνίοτε καὶ στὸ ἔγκλημα. Καὶ εἶναι ἀνησυχητικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καταγράφεται αὐξητικὴ τάση στὶς ἡλικίες ἀπὸ 7 ἕως 16 ἐτῶν ποὺ ἐμπλέκονται σὲ σοβαρὲς ὑποθέσεις καὶ λιγότερο σὲ μικροπαραβάσεις.

Ποιοὶ παράγοντες ὅμως ὁδηγοῦν σήμερα ἀνηλίκους ἢ ἐφήβους, μαθητὲς ἢ ἐργαζόμενους νέους σ’ αὐτὲς τὶς συμπεριφορές;… Γιατί ἕνα νέο παιδὶ σήμερα νὰ συμπεριφέρεται ἀντικοινωνικά, νὰ γίνεται βίαιο, νὰ συμμετέχει σὲ μία τυφλὴ σύγκρουση  καὶ ἐν τέλει νὰ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια, φθάνοντας ἀκόμα καὶ στὸ ἔγκλημα;

Οἱ ψυχολόγοι ἑστιάζουν στὴ φύση τοῦ ἀτόμου καὶ ἀποδίδουν τὴ βίαιη συμπεριφορὰ σὲ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τοῦ δράστη (ἀνάγκες, προσδοκίες, ἱκανότητες) συνδεδεμένα μὲ τὸ κοινωνικὸ περιβάλλον ποὺ ζεῖ. Έτσι λοιπὸν ἀπὸ τὴ μία ἕνας νέος ποὺ αἰσθάνεται ἄγχος, ἀπογοήτευση, φόβο ἢ ἀπειλὴ νοιώθει εὐάλωτος καὶ μέσα ἀπὸ τὴ σύγκρουση ἀποκτᾶ «θετικὴ» ἐμπειρία, γίνεται μέλος μίας κουλτούρας «ἀλλαγῆς καὶ ἀμφισβήτησης», ὅπως αὐτὸς τὴν καταλαβαίνει. Ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐκπλήρωσης μιᾶς  ἐπιθυμίας ἢ ἐπιδίωξης προκαλεῖ ἐπιθετικότητα, ἡ ὁποία δυνητικὰ ὁδηγεῖ στὴ βία. Ἔτσι ἀτομικὰ ἢ συλλογικὰ ἡ ἐκδήλωση μιᾶς τέτοιας συμπεριφοράς  λειτουργεῖ ὡς μέσο ἐκτόνωσης ἢ ἀκόμα ὡς μέσο ἀνόδου τῆς αὐτοεκτίμησης.

Ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει ἕνας νέος σήμερα, ὅτι «τίποτα δὲ γίνεται», ἡ βίωση ἑνὸς ὅλο καὶ αὐξανόμενου ἀποκλεισμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ, ἡ περιθωριοποίηση, ἡ ἔνταση τοῦ ἀνταγωνισμοῦ στὸ ἐπαγγελματικὸ ἢ κοινωνικὸ περιβάλλον δημιουργοῦν συνθῆκες ἀνασφάλειας καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὴν ἐπιθετικότητα μέσω τῆς ὁποίας ὑποδηλώνεται ἡ προσπάθειά του νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ παραπάνω συναισθήματα.

Ἄλλοι ἐπιστήμονες προσεγγίζουν τὸ θέμα περισσότερο κοινωνιολογικά, ἑστιάζοντας περισσότερο στὶς κοινωνικὲς αἰτίες τοῦ φαινομένου, στὸ πῶς δηλαδὴ ἡ ὀργανωμένη κοινωνία μὲ τὶς δομὲς της εὐνοεῖ τὴν ἀνάπτυξη τέτοιων φαινομένων. Ἐδῶ λοιπὸν τὸ κυρίαρχο ρόλο παίζουν οἱ τρεῖς βασικοὶ φορεῖς κοινωνικοποίησης στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἡ οἰκογένεια, τὸ σχολεῖο καὶ ἡ παρέα συνομηλίκων.

Ἀρχικὰ ἡ οἰκογένεια, ἡ ὁποία παίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ παιδιοῦ. Θὰ ἦταν λάθος νὰ πιστέψουμε ὅτι μόνο μία οἰκογένεια ποὺ οἱ δεσμοὶ μεταξὺ τῶν μελῶν της εἶναι χαλαροὶ, ὅπου ἡ ἄσκηση τοῦ ἐλέγχου ἢ εἶναι ἀνύπαρκτη ἢ ἐξαντλεῖται μὲ ἀκραῖα ἀντιπαιδαγωγικὸ τρόπο (σωματικὴ βία), θὰ δημιουργήσει μεγαλώνοντας ἕνα παραπτωματικὸ καὶ ἀντικοινωνικὸ παιδί. Ἀκριβῶς ἀνάλογο χαρακτήρα μπορεῖ νὰ δημιουργήσει καὶ ἡ ὑπερβολικὰ αὐστηρὴ οἰκογένεια. Ὅταν ἐπιβάλλονται μὲ ὑπερβολικὴ αὐστηρότητα τιμωρίες, ὅταν οἱ γονεῖς ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸ παιδὶ πράγματα πέρα κὰ πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του καὶ τὰ ἐνδιαφέροντά του, ὅταν ἀπορρίπτουν τὶς ἐπιδόσεις του, κρίνουν, ἐπικρίνουν, ἀπαξιώνουν.  Τα παραπάνω βέβαια δὲν ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτὴ καθαυτὴ ἡ οἰκογένεια ἐνοχοποιεῖται γιὰ τὴν ἐκδήλωση μιᾶς ἀντικοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, ἀφοῦ δὲν εἶναι ξεκομμένη ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς διεργασίες. Ἔτσι ἡ ἄσχημη οἰκονομικὴ κατάσταση, τὸ χαμηλὸ μορφωτικὸ ἐπίπεδο καὶ ἄλλες παθογενεῖς καταστάσεις συμβάλλουν στὴ δημιουργία τῶν παραπάνω συμπεριφορῶν.  Στη συνέχεια στὸ σχολεῖο, τὰ τυχὸν μαθησιακὰ προβλήματα, ἡ μειωμένη ἐπίδοση ἑνὸς παιδιοῦ, δημιουργεῖ αἰσθήματα χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης, ἀφοῦ ὁ στιγματισμός τοῦ παιδιοῦ ὡς «κακοῦ μαθητὴ» τὸ συνοδεύει μέσα καὶ ἔξω ἀπὸ τὸ σχολεῖο. Τὸ παιδὶ στιγματίζεται κοινωνικὰ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔρχεται ἀντιμέτωπο μὲ μία ψυχολογικὴ ἐπιβάρυνση.Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ὁδηγεῖται στὸ νὰ υἱοθετήσει μία ἀρνητικὴ συμπεριφορὰ μέσα στὸ σχολεῖο, νὰ τοποθετεῖται «ἀπέναντι» στοὺς πολλοὺς, νὰ συμμετέχει σὲ ὁμάδες ποὺ κάνουν αἰσθητὴ τὴν παρουσία τοὺς μέσα ἀπὸ μία ἰδιαίτερη συμπεριφορά.

Τέλος ἡ παρέα τῶν συνομηλίκων, ἡ ὁποία συχνὰ ἐνοχοποιεῖται ἀπὸ τοὺς γονεῖς ὡς ἡ αἰτία τῶν κακῶν. Ὁ χαρακτηρισμὸς «κακὲς παρέες», ἂν καὶ ὑπερβολικὸς βρίσκεται στὰ στόματα πολλῶν ὡς παράγοντας ἐπίδρασης σ’ ἕνα παιδί. Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅμως ὅτι τὰ παιδιὰ σ’ αὐτὴ τὴ φάση τῆς κοινωνικοποίησής τους, ἀναζητοῦν στοὺς συνομηλίκους τους τὴν ἀναγνώριση, μέσα ἀπὸ τὴν ἔνταξή τους σὲ παρέες. Ὁ κοινὸς τρόπος σκέψης, ἡ κατανόηση στὸν τρόπο ντυσίματος  καὶ διασκέδασης, ποὺ  πολλὲς φορὲς δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται μέσα στὴν οἰκογένεια ἀποτελοῦν συνεκτικὸ κρίκο στὴ δημιουργία ὁμάδας. Ἂν τὰ παραπάνω συνδυαστοῦν μὲ ἔλλειμμα παρουσίας ἀπὸ τὴν πλευρά τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ σχολείου, ὁ κίνδυνος γιὰ παραβατικὲς συμπεριφορὲς εἶναι ὑπαρκτός.

Μπροστὰ λοιπὸν στὴν πραγματικότητα ποὺ διαμορφώνεται, ὀφείλουμε μὲ ψυχραιμία καὶ νηφαλιότητα νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὰ πράγματα. Ἡ λύση δὲ μπορεῖ νὰ ἔχει κατασταλτικὸ χαρακτήρα. Ὁ σωφρονισμὸς μέσα ἀπὸ ποινικὲς κυρώσεις νομοτελειακὰ θὰ ἔχει ἀντίθετα ἀποτελέσματα. Τὸ στίγμα τῆς ἐγκληματικῆς συμπεριφορᾶς ποὺ θὰ ἀποδοθεῖ σ’ ἕναν μικροπαραβάτη θὰ τὸν ἀκολουθεῖ σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ δυνητικὰ μπορεῖ νὰ συμβάλλει στὴ διαμόρφωση μίας ἐγκληματικῆς πορείας. Ἄρα μόνο ἡ πρόληψη μέσα ἀπὸ τὴ συνεργασία οἰκογένειας καὶ σχολείου καὶ ἡ συντονισμένη δράση τῆς Πολιτείας γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος στὴν πηγὴ του μποροῦν νὰ συμβάλλουν στὸν περιορισμὸ αὐτὸ τοῦ φαινομένου.

 Ἀπὸ τὸ 41ο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ “5+1”