Καί ξαφνικά ένα πρωί, βρεθήκαμε νά επιλέγουν άλλοι γιά μας… Ξαφνικά διαπιστώσαμε δη είμαστε ύπό κατοχή- κοιτάς καί λες που είναι ή Ελλάδα; Που είναι οι Έλληνες; Ποιοί μάς πούλησαν; Ποιοί μάς αγόρασαν; Βιώνοντας ένα σκληρό παιχνίδι πίσω από τήν πλάτη μας καί πάντα εις βάρος μας… Βλέπουμε πώς δέν είμαστε άμοιροι της τύχης μας…
Φταίμε όλοι… (διότι) καταργήσαμε τόν Θεό… Στήν θέση τής ’Εκκλησίας βάλαμε τίς στοές, αντικαταστήσαμε τό Γάμο μέ συμβολαιογραφική πράξι… Τήν Μάνα μέ τήν τηλεόραση… τά παιδιά μέ τά σκυλιά… τόν πνευματικό μέ τά μέντιουμ (καί τόν ψυχολόγο), τήν Λειτουργία μέ κολυμβητήρια, φροντιστήρια, τήν προσευχή μέ γιόγκα, τήν Νηστεία μέ δίαιτες καί τον Χριστόν μέ τον χρυσό…
(Ετσι) άδειασε ή ψυχή μας… Αδελφοί μου ομοιοπαθείς καί συμπένητες ή κρίση ή μεγάλη δέν είναι πού δέν ευημερούμε, είναι πού δέν μετανοούμε… Δέν είναι ή οφειλή των δανείων, είναι ή οφειλή των δακρύων… Πάμε ολοταχώς πρός τά πίσω… πού μυρίζει λιβάνι, πρόσφορο… καντήλι… σαρανταλείτουργα… προσκομιδή··· νερά άγιασμένα… πόρτες άσφαλισμένες μέ τό σημείο του Σταυρού άπό τήν λαμπάδα τής Άνάστασης. Εσύ άπελπισμένε αδελφέ… πίστεψε με… δέν υπάρχει άβυσσος, γιατί υπάρχει Παναγία… Καμμιά άβυσσος δέν θά ρυθμίζει τή ζωή μας… Σήκω έχεις μάνα… Η Παναγιά θά ’ρθεί καί τήν άβυσσο Παράδεισο θά κάνει καί σέ έξοδο τό αδιέξοδο θά αναδείξει… Πίστεψέ με έχει χιλιάδες φορές ξαναγίνει…».