«Αρχαίοι ανθρώποι της Ανατολής» ξαναζούνε στα χρόνια τα δικά μας…
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ
– Γιατρέ μου, πόσο κοστίζουν τα φάρμακα που μου γράφεις;
– Φτηνά είναι μπάρμπα-Γιώργη…
– Αχ! Νάσαι καλά, γιατί έμεινα με ένα εικοσάρικο όλο κι όλο.
– Γιατί βρε μπάρμπα-Γιώργη; Εγώ βλέπω ότι είσαι συνταξιούχος του ΙΚΑ. Πόση σύνταξη παίρνεις;
– Έπαιρνα πολύ καλή σύνταξη. Γύρω στα 800 ευρώ. Όπως ξέρεις όμως μας έχουνε κόψει αρκετά, και τώρα μου δίνουνε περίπου 650.
– Καλά, και δεν σου φτάνουνε 650 ευρώ; Το σπίτι στο χωριό είναι δικό σας, ο μπαξές μπροστά σας πάντα γεμάτος, κι απ’ ότι γνωρίζω εσύ και η κυρά Δέσποινα είστε μονάχα.
– Έτσι όπως τα λες είναι γιατρέ μου, αλλά…
– Τί αλλά χρυσέ μου άνθρωπε; Τί σας συμβαίνει;
– Άκουσε γιατρέ: Εδώ και ενάμισι χρόνο ο γιός μου είναι άνεργος. Η γυναίκα του το ίδιο . Μου λένε: ”Πατέρα δεν αντέχουμε άλλο αυτή την κατάσταση. Έχουμε μείνει άφραγκοι. Τα παιδιά μας τα κόψαμε από τα Αγγλικά. Τα ρούχα τους μικραίνουνε και δεν μπορούμε να τους πάρουμε καινούργια. Στο σχολείο δεν έχουμε να τους δώσουμε ούτε πεντάρα! Αποφασίσαμε λοιπόν να φύγουμε για δουλειά στη Γερμανία”.
Από τότε, καλέ μου γιατρέ, κάθε μήνα η σύνταξή μου ολόκληρη πάει κατευθείαν για τις ανάγκες των παιδιών. Να αφήσω τα παιδιά μου να πεινάνε; Και να τα δω να φεύγουνε για τα ξένα; Αδύνατον!
Εγώ και η γριά όπως-όπως θα τα καταφέρουμε. Να είναι καλά ο μπαξές μας, οι τραχανάδες και τα χρυσά χεράκια της κυρα-Δέσποινας. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί αραίωσαν οι επισκέψεις μας σε σένα, γιατί σε ρωτάω με αγωνία για το κόστος των φαρμάκων, γιατί εξαφανίστηκα από το καφενείο του χωριού; Καταλαβαίνεις τώρα γιατί το ζάχαρό μου τρελάθηκε τελευταία, και η βουβωνοκήλη, που μου είπες να την χειρουργήσω, έχει γίνει διπλάσια ; Με ζυμαρικά και πατάτες, γιατρέ μου, ρεγουλάρεται το ζάχαρο; Και με τί λεφτά να ξεκινήσω για το νοσοκομείο;
Τα παιδιά μου όμως να είναι καλά και τα εγγόνια μου. Εμείς το ψωμί μας το φάγαμε. Χαλάλι τους η σύνταξή μου ολόκληρη.
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
[ Η κλινική εξέταση έχει ολοκληρωθεί. Ασθενής και γιατρός κάθονται ο ένας απέναντι στον άλλον, και ανάμεσά τους ένα γραφείο γεμάτο από αναρίθμητα κουτιά φαρμάκων και σκορπισμένες παλιές εξετάσεις μέσα σε ξεσκισμένους και βρώμικους από την πολυχρησία φακέλους ].
– Παράσχο , έχω την εντύπωση ότι δεν παίρνεις τα φάρμακά σου κανονικά . Εσύ κιλά δεν έβαλες, και αλμυρά απ’ όσο ξέρω δεν τρως. Η δύσπνοια, που διαμαρτύρεσαι ότι σε βασανίζει τους τελευταίους δυο μήνες, δεν ερμηνεύεται αλλιώτικα παρά μονάχα με την παραμέληση της θεραπείας.
Με τόσες αρρώστιες που κουβαλάς δεν καταλαβαίνεις ότι πετώντας στην άκρη τα φάρμακα βάζεις σε κίνδυνο την ζωή σου; Ξεχνάς τι πέρασες με την καρδιά σου; Ή μήπως δεν είσαι εσύ με το δύσκολο ζάχαρο, με την ινσουλίνη, με το παλιό εγκεφαλικό, με το μπάϊ πας, με τα δυο πνευμονικά οιδήματα!
Παράσχο, σε παρακαλώ σύνελθε. Τα φάρμακά σου είναι πράγματι πολλά. Τα έχεις βαρεθεί τόσα χρόνια. Δεν είναι όμως αυτός λόγος για να τα παρατήσεις.
Ο Παράσχος, με σκυμμένο το κεφάλι, φέρνει τις δυο του παλάμες στο πρόσωπο και βάζει αμέσως τα κλάματα! Τα δάκρυά του ξεχειλίζουν από τα δάχτυλα των χεριών του, μουσκεύουν τα μάγουλα και στάζουνε πάνω στα γόνατά του. Κλάμα με αναφιλητά. Κάποια στιγμή συμμαζεύοντας όλο του το κουράγιο, σκουπίζει τα μάτια του, καθαρίζει το βλέμμα το , και με φωνή σταθερή λέει στον γιατρό.
– Γιατρέ μου, όπως ξέρεις, ως πρώην πυροσβέστης παίρνω σύνταξη καλή. 1050 ευρώ τον μήνα. Για μένα και την γυναίκα μου, μέχρι τώρα, μας έφταναν και μας περίσσευαν. Ας όψεται όμως η κρίσις: Όπως σου έχω πει, έχω μια κόρη και έναν γιό. Η κόρη μου είναι χωρισμένη, εδώ και δυο χρόνια, με ένα παιδί και χωρίς δουλειά. Και ο γιος μου άνεργος κι αυτός επί ενάμισι χρόνο, και η γυναίκα του το ίδιο, και με δυο παιδιά στην πλάτη τους!
Άντε πες μου εσύ τώρα γιατρέ μου, τι να κάνω; Τις αρρώστιες μου να δω ή τα παιδιά μου; Τα φάρμακά μου να αγοράσω πρώτα ή το ψωμί των εγγονών μου; Να αφήσω τα παιδιά μου να παγώνουνε μέσα στον χειμώνα, και να προτιμήσω την δική μου ζεστασιά; Να μην έχουνε να φάνε ούτε ένα φρούτο τα εγγονάκια μου, και εγώ να έχω το στομάχι μου γεμάτο;
Αυτό δεν γίνεται γιατρέ μου. Δεν γίνεται! Η καρδιά μου δεν το βαστάει. Έτσι η γυναίκα μου η κυρά Δάφνη και εγώ πήραμε την απόφαση, εδώ και δυο χρόνια περίπου, και μοιραζόμαστε την σύνταξη με τα παιδιά μας. Κάθε τέλος του μηνός χωρίζουμε την σύνταξη στα τρία. Πόσο κάνει 1050 ευρώ δια του τρία; 350! Έ, λοιπόν παίρνουμε τρεις οικογένειες από 350 ευρώ η κάθε μια και ξεκινάμε να περάσουμε τον μήνα μας.
Τι να πρωτοπληρώσω γιατρέ μου με 350 ευρώ; Τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ ή τα πάμπερς της κυρα-Δάφνης; Το σούπερ μάρκετ ή κανα-χαρτζιλίκι για τα μικρά; Ευτυχώς που μένουμε στο χωριό, και σε σπίτι δικό μας, και μπορώ ακόμα και τα καταφέρνω με το μπαξεδάκι μας.
Τα φάρμακα, όπως καταλαβαίνεις, αναγκαστικά έρχονται τελευταία. Κι ας είναι από τα απαραίτητα για την υγεία μας. Πάνω απ’ όλα τα παιδιά μας γιατρέ μου. Έτσι μάθαμε από τους γονείς μας, έτσι κάνουμε. Κι ο Θεός ας βάλλει το χέρι Του.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με τέτοιους γονείς αυτό το Γένος δεν ξεριζώνεται με καμιά ανθρώπινη δύναμη.
Με τέτοια ζωντανά παραδείγματα θυσίας και αυταπάρνησης δεν πρόκειται να χαθεί ούτε στάλα από την αργόσυρτη πορεία της ιστορικής μας συνέχειας! Και ας λένε οι ”εταίροι” μας ότι στην Ελλάδα θα χαθούνε δύο με τρεις γενιές. Μπορεί ίσως να χαθούνε τα πορτοφόλια μας τα χοντρά. Οι καρδιές μας όμως όχι!
Οι Φράγκοι τα έχουνε χαμένα μαζί μας. Απορούν και εξίστανται πώς αυτή η ράτσα με τόσα δεινά, με τόσα βάσανα, με τόση φτώχια, με τόσα αδιέξοδα εξακολουθεί και στέκεται ακόμα στα πόδια της!
Απορούν οι άνθρωποι γιατί απλώς μας μετράνε με τα μέτρα τα δικά τους. Η επαφή τους με τον δικό μας πολιτισμό ήτανε πάντοτε καθαρά ακαδημαϊκή. Ποτέ δεν προχώρησαν σε βιωματική, εμπειρική γνωριμία μαζί του.
Μας λένε ότι είμαστε απρόβλεπτοι εμείς οι Έλληνες.
Έχουνε δίκαιο, αλλά ξέρουνε γιατί;
Εάν η Δύση επιθυμεί πράγματι να μάθει και να διδαχθεί το μεγάλο μας μυστικό, ας ρωτήσει στην Ελληνική ύπαιθρο τις ηρωϊκές γιαγιάδες και τους υπέροχους παππούδες μας! Τους σύγχρονους εκφραστές και διδασκάλους της Ελληνορθόδοξης Ασκητικής. Αυτής που σώζει.