Κάπου στο λιμάνι του Πειραιά έμενε μια γριά χήρα με τον μονάκριβο γιό της. Ο γιός της αγάπησε στα είκοσι δυο του μια εικοσάχρονη και την παντρεύτηκε. Την πρώτη νύχτα του γάμου την βρήκε μη παρθένα. Ήταν το 1946 μετά την κατοχή. Μανιάτης αυτός το πήρε βαριά προσβολή και πρότεινε στη Μάνα του, την χήρα, να χωρίσει την γυναίκα του. Η καλή του η μανούλα του είπε να δει με έλεος την γυναίκα του και να την συγχωρέσει σαν αδελφή του πεπλανημένη. Το παλληκάρι άκουσε τη μητρική γνώμη, ανέχθηκε την γυναίκα του και δεν την πρόσβαλε ή την υποτίμησε δεικτικά ποτέ, ούτε την ρεζίλεψε σε συγγενείς και φίλους. Η μάνα, η χήρα, το 1948 πέθανε και την θάψανε στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά.
Τότε παρατηρήθηκε το θαύμα στο καντηλάκι της, να είναι πάντοτε αναμμένο και τίγκα στο λάδι και με ανάλλακτο φυτιλάκι τρία χρόνια, μέχρι την εκταφή της.
Οι συγγενείς πληρώσανε κανά-δυο φύλακες να παραφυλάξουνε μέρα-νύχτα μήπως κάποιος ανάβει και λαδώνει το καντήλι. Τίποτα, κανείς. Το αποδώσανε σε θαύμα. Κάποιος φωτίσθηκε, σίγουρα από τον Χριστό μας, και το απέδωσε στην καλοσύνη της να ‘’σκεπάσει’’ τη νύφη της και να σώσει τον γάμο της με τον γιό της. Ολοφάνερα είχε αγιάσει.
Απόσπασμα του βιβλίου “Η ζωή διδάσκει τον Χριστό” υπό μοναχού Ι. Αθήναι, 2017.