Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ἔξω, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ βορείου ὑψηλοῦ χωρίου, ὀλίγον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι, ἐμαίνετο ὁ βορρᾶς. Ὁ Νταραδῆμος εἶχεν ἀνάψει τὸ φαναράκι του, ὁ καπετὰν Κονόμος τὸν ἠκολούθει μακρόθεν.
-Καρτέρει κ’ έμένα, Δῆμο, νὰ μ’ φέξῃς λιγάκι.
Ὄπισθεν τοῦ γερο-Κονόμου ἤρχετο ἡ Χρήσταινα ἡ Ντελησυφέρω μὲ τὸν ἔγγονόν της.
-Καλὴ χρονιὰ γείτονα, βοήθειά μας ὁ Χριστός!
-Καλὴ ψυχή, γειτόνισσα!
Ἐπροχώρησαν ὁμοῦ ὀλίγα βήματα. Ἔφθασαν εἰς τὴν αὐλήν τῆς οἰκίας τοῦ γερο-Κονόμου.
-Ἔρχεσαι νὰ κάμουμε μιὰ δουλειά, Δῆμο; λέγει οὗτος. Ἐσένα ἡ γριὰ σ’ βαριέται, δὲν θὰ σὂχῃ ζεστασιά. Ἐμένα ἡ Κονόμισσα θὰ μὂχῃ κάτι τι. Ἀνεβαίνεις; Ἐγὼ δὲν ἔχω ὕπνο.
-Καλά, θὰ σᾶς στείλω κ’ ἐγὼ τηγανίτες ἀλειψές, εἶπεν ἡ Ντελησυφέρω.
-Μετὰ χαρᾶς θὰ τὶς δεχτοῦμε, γειτόνισσα.
Ἀνέβησαν οἱ δύο εἰς τὸ ἀρχοντικὸν τοῦ γερο-Κονόμου. Ἐστρώθησαν εἰς τὰ πλούσια μεντέρια, σιμὰ εἰς τὸ παφλάζον πῦρ τῆς ἑστίας- τὰ φουσκάκια (ἢ τοὺς λοκμάδες) τὰ εἶχε ἕτοιμα ἡ γερόντισσα. Τὸ φαγὶ τὸ εἶχε κατεβασμένο, καὶ δὲν εἶχε ρίψει τὸ ρύζι διὰ τὴν σούπαν, πρὶν ἔλθῃ ὁ γέρος νὰ τῆς πῇ. Μετὰ δέκα λεπτὰ ἔφθασεν ἡ Ντελησυφέρω, φέρουσα καὶ τηγανίτες. Φαίνεται θὰ τὶς εἶχεν ἕτοιμες ἡ χήρα, ἡ νύφη της. Μετ’ ὀλίγον ἦλθε κι ὁ παπα-Μανώλης, ὅστις τώρα μόλις ἐτελείωσεν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν υἱὸν του Ἀλέκον, τὸν ὁποῖον συνώδευε καὶ ὁ ἄλλος Ἀλέκος.
Ἐρρίφθησαν εἰς τὰ φουσκάκια. Ὁ Ἀλέκος τοῦ παπᾶ ἐδάγκανεν ἕν, ἐκαίετο καὶ τὸ ἐφύσα. Ὁ ἄλλος ὁ συνονόματός του, ἔτρωγεν ἀνὰ δύο-δύο, χωρὶς νὰ καίεται. Ἡ φιάλη μὲ τὴν μαστίχαν ἔκαμε δύο-τρεῖς γύρους. Τέλος ὁ γερο-Κονόμος λέγει εἰς τὸν Νταραδῆμον:
-Θὰ μᾶς πῇς τώρα καὶ κανένα τροπαράκι γιὰ τὴν καλὴ χρονιά; Μὴν ἔξεχασαν κανένα οἱ ψάλτηδες καὶ δὲν τὸ εἶπαν;
– Ἀληθινά, εἶπεν ὁ Νταραδῆμος, ἀπαράτησαν ἕνα μεγαλυνάριο, δὲν ξέρω πῶς τοὺς ἦρθε.
«Μεγάλυνον, ψυχή μου, τὴν ἁγνὴν Παρθένον, τὴν γεννησαμένην Χριστὸν τὸν Βασιλέα».
Μυστήριον ξένον…
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ
Χριστουγεννιάτικο διήγημα