Ο ΨΗΦΙΔΩΤΟΣ ΚΑΗΜΟΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

Ἡ εἴ­σο­δος τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης στά ποι­η­τι­κά καί ἄλ­λα το­πί­α μας τά ἀλ­λοι­ώ­νει, τά με­τα­ποι­εῖ καί τά με­τα­μορ­φώ­νει. Καί συγ­χρό­νως με­τα­μορ­φώ­νει καί με­τα­στοι­χει­ώ­νει καί με­τα­ποι­εῖ καί ἀλ­λοι­ώ­νει τούς ἀν­θρώ­πους, γιά νά τούς κα­τα­στή­σει καί ἀ­να­δεί­ξει σέ μάρ­τυ­ρες τοῦ ἔ­θνους καί νά τούς ἁ­γι­ά­σει. Ὅ­πως συ­νέ­βη στίς 9 Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1821 στήν Κύ­προ, γιά νά προ­κύ­ψει με­τά ποι­η­τι­κῶς καί τό ὁ­μώ­νυ­μο ποί­η­μα τοῦ Βα­σί­λη Μι­χα­η­λί­δη, τό ποί­η­μα ἐ­κεῖ­νο τοῦ ἀ­λυ­τρω­τι­σμοῦ, μέ τή Ρω­μη­ο­σύ­νη, πού εἶ­ναι «φυ­λή συ­νό­και­ρη τοῦ κό­σμου». Ὅ­πως πα­λαι­ό­τε­ρα στό Τρα­πε­ζούν­τι­ο ποί­η­μα «Πᾶρ­θεν», μέ τήν εἴ­σο­δο τῆς Ρω­μα­νί­ας, τήν εἴ­σο­δο, δη­λα­δή, τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης, πού μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τόν κα­η­μό καί τό σπα­ραγ­μό τοῦ Γέ­νους, μέ­σα ἀ­πό τά λυ­πη­τε­ρά μας ἄ­σμα­τα, πού ἐκ­φρά­ζουν τό δι­α­χρο­νι­κό κα­η­μό καί τό πα­ρά­πο­νό μας στήν ἱ­στο­ρί­α.

   Αὐ­τή ἡ εἴ­σο­δος τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης καί δι’ αὐ­τῆς τοῦ ἱ­ε­ροῦ Βυ­ζαν­τί­ου ὁ­δη­γεῖ εὐ­θέ­ως στόν δι­α­χρο­νι­κό μας πό­νο καί στόν «ψη­φι­δω­τό κα­η­μό μας», γιά νά θυ­μη­θοῦ­με τόν Σε­φέ­ρη καί μα­ζί του τήν Κύ­προ. «Τόν ψη­φι­δω­τό κα­η­μό τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης», ὅ­πως τή συ­ναν­τοῦ­με στό ποί­η­μα «Νε­ό­φυ­τος ὁ ἔγ­κλει­στος μι­λᾶ». Ὅ­πως μι­λᾶ, δη­λα­δή, ἕ­νας ἅ­γι­ος τοῦ ὕ­στε­ρου Βυ­ζαν­τί­ου στήν Κύ­προ. Πού, ὅ­μως, βί­ω­σε ἐ­πω­δύ­νως καί κα­τέ­γρα­ψε καί θρή­νη­σε, γιά ὅ­σα κα­κά μᾶς προ­έ­κυ­ψαν ἀ­πό τόν Βορ­ρά, στό σύν­το­μο ἱ­στο­ρι­κό καί σπα­ρα­κτι­κό ἤ θρη­νη­τι­κό κεί­με­νό του «Πε­ρί τῶν κα­τά τήν χώ­ραν Κύ­προν σκαι­ῶν». Εἴ­μα­στε στά 1192 καί τήν κα­τά­λη­ψη τῆς Κύ­πρου ἀ­πό τόν Ρι­χάρ­δο τόν Λε­ον­τό­καρ­δο, κι ὕ­στε­ρά τούς Να­ΐ­τες καί τούς Λου­ζι­νι­ᾶν. Τούς Φράγ­κους.  Ἀλ­λά καί ὅ­πως μι­λᾶ, ψη­λα­φών­τας τό δρά­μα τῆς Κύ­πρου καί τό δρά­μα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ὁ ποι­η­τής Γιῶ­ργος Σε­φέ­ρης, τό 1953, τήν πρώ­τη φο­ρά πού ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τήν Κύ­προ:

 

«Ὑ­πέ­ρογ­κες ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κές· Λα­ρί­ων Φα­μαγ­κού­στα Μπου­φα­βέν­το· σχε­δόν σκη­νι­κά.

Ἤ­μα­σταν συ­νη­θι­σμέ­νοι νά τό στο­χα­ζό­μα­στε ἀλ­λι­ῶς τό ‘Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός Νι­κᾶ’,

Πού εἴ­δα­με κά­πο­τε στά τεί­χη τῆς Βα­σι­λεύ­ου­σας, τά φα­γω­μέ­να ἀ­πό τά γυ­φτο­τσάν­τι­ρα καί στε­γνά χορ­τά­ρια,

Μέ τούς με­γά­λους πύρ­γους κα­τά­χα­μα σάν ἑ­νός δυ­να­τοῦ πού ἔ­χα­σε, τά ριγ­μέ­να ζά­ρια.

Γιά μᾶς ἦ­ταν ἄλ­λο πράγ­μα ὁ πό­λε­μος γιά τήν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ

Καί γιά τήν ψυ­χή τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θι­σμέ­νη στά γό­να­τα τῆς Ὑ­περ­μά­χου Στρα­τη­γοῦ,

πού εἶ­χε στά μά­τια ψη­φι­δω­τό τόν κα­η­μό τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης,

ἐ­κεί­νου τοῦ πε­λά­γου τόν κα­η­μό σάν ἦ­βρε τό ζύ­για­σμα τῆς κα­λο­σύ­νης.»

 

 

Ἀλ­λά, πῶς μί­λη­σε ὁ Νε­ό­φυ­τος ὁ ἔγ­κλει­στος;

 

«Τού­των δέ οὕ­τως ἐ­χόν­των, ἰ­δού Ἰγ­κλτί­τερ προ­σβάλ­λει τῇ Κύ­πρω καί θᾶτ­τον πρός αὐ­τόν ἔ­δρα­μον πάν­τες. Τό­τε βα­σι­λεύς ἔ­ρη­μος ἐ­να­πο­μεί­νας λα­οῦ, πρό­δω­κε καί αὐ­τός χερ­σί τοῦ Ἰγ­κλι­τέρ­ρων· ὄν καί δή­σας καί τούς αὐ­τοῦ θη­σαυ­ρούς δι­αρ­πά­σας σφό­δρα πολ­λούς καί τήν χώ­ραν σκυ­λεύ­σας δει­νῶς, ἀ­πο­πλεῖ πρός Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, πλοῖ­α κα­τα­λεί­ψας τοῦ σχι­δεύ­ειν τήν χώ­ραν καί στέλ­λει ὄ­πι­σθεν αὐ­τοῦ· τῷ δέ βα­σι­λεῖ Κύ­πρου Ἰ­σα­α­κί­ω κα­τα­κλεί­ει σι­δη­ρο­δε­σμί­ω ἐν κα­στελ­λί­ω κα­λου­μέ­νω Μαρ­κάπ­πω. Κα­τά δέ τοῦ ὁ­μοί­ου αὐ­τῶ Σα­λα­χαν­τί­νου ἀ­νύ­σας μη­δέν ὁ ἀ­λι­τή­ρι­ος, ἤ­νυ­σε τοῦ­το καί μό­νον δι­α­πρά­σας τήν χώ­ραν Λα­τί­νοις, χρυ­σί­ου χι­λιά­δων λί­τρων δι­α­κο­σί­ων. Δι­ό καί πο­λύς ὁ ὀ­λο­λυγ­μός καί ἀ­φό­ρη­τος ὁ κα­πνός ὡς προ­εί­ρη­ται, ὁ ἐλ­θών ἐκ τοῦ βορ­ρᾶ·»(«Νε­ό­φυ­τος ὁ ἔγ­κλει­στος μι­λᾶ»).

 

Ἔ­χου­με ἕ­ναν λό­γο ἐ­πώ­δυ­νο καί σπα­ρα­κτι­κό. Ἕ­ναν λό­γο πού ἀ­πο­δε­σμεύ­ει τό δι­α­χρο­νι­κό πα­ρά­πο­νο, ἀλ­λά καί τή βα­θύ­τα­τη πί­κρα, γιά τήν ἱ­στο­ρι­κή μοί­ρα τῆς Κύ­πρου. Πού βυ­θί­ζε­ται στόν λυγ­μό καί τόν κα­πνό, πού μᾶς ἦλ­θε ἀ­πό τόν Βορ­ρά. Ἀ­πό τούς Ἄγ­γλους Σταυ­ρο­φό­ρους, ἀλ­λά καί τούς Λα­τί­νους, πού ἀ­κο­λου­θοῦν, ἑ­ξα­γο­ρά­σαν­τες τήν τα­λαί­πω­ρη Κύ­προ. Ὁ ἑλ­λη­νι­κός λό­γος τοῦ ἁ­γί­ου Νε­ο­φύ­του τοῦ ἐγ­

κλεί­στου, ὁ λό­γος αὐ­τός τοῦ ἁ­γί­ου τοῦ ὕ­στε­ρου Βυ­ζαν­τί­ου, ἠ­χεῖ, ἀ­κό­μα καί σή­με­ρα, σπα­ρα­κτι­κός, μέ ἕ­ναν τρό­πο ὀ­δυ­νη­ρό καί πα­ρά­δο­ξο, ὅ­πως ὁ πα­ρά­ξε­νος λό­γος καί ὁ θρῆ­νος τῶν σκλά­βων Ἑλ­λή­νων τῆς Κύ­πρου.

 

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΟΡΦΑΝΙΔΗ*

 

 

*Μέ­λος τῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς Ὑ­πη­ρε­σί­ας, τέ­ως Δι­ευ­θυν­τής τοῦ Παι­δα­γω­γι­κοῦ Ἰν­στι­τού­του