Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΡΩΜΗΩΝ

Μαρ­τυ­ρί­ες γιά τήν Ταυ­τό­τη­τα τν Βυ­ζαν­τι­νν καί τν Ρω­μην,

σέ λ­λη­νι­κές Πη­γέ­ς

Δη­μή­τρι­ος Κων­σταν­τέ­λο­ς

Ἡ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ καί ἡ ἀν­τί­λη­ψη πού ἔ­χει ἕ­να ἔ­θνος γιά τόν ἑ­αυ­τό του καί τίς ἀ­ξί­ες του εἶ­ναι προ­ϊ­όν­τα τῆς μνή­μης πού δι­α­τη­ρεῖ ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρί­α του καί τήν πο­λι­τι­στι­κή ἐμ­πει­ρί­α πού κα­τέ­χει καί ζεῖ.  

     Ἡ μνή­μη τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἑλ­λη­νι­σμοῦ ἀ­πό τή Μυ­κη­να­ϊ­κή ἐ­πο­χή καί τούς μυ­θι­κούς χρό­νους ὡς τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑλ­λη­νι­στι­κῶν χρό­νων καί τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας ἦ­ταν ζων­τα­νή καθ’ ὅ­λη τή βυ­ζαν­τι­νή χι­λι­ε­τί­α.Οἱ Βυ­ζαν­τι­νοί δέν γνώ­ρι­σαν πο­τέ δι­α­κο­πή στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες θε­ω­ροῦν­ταν εἰ­δω­λο­λά­τρες μέν, πλήν ὅ­μως πρό­γο­νοι. Ἡ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν εἶ­χε δι­α­μορ­φω­θεῖ ἀ­πό τή με­λέ­τη τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν -τοῦ Ἡ­ρο­δό­του, τοῦ Θου­κυ­δί­δη, τοῦ Ξε­νο­φών­τα, τοῦ Πο­λυ­βί­ου, τοῦ Πλου­τάρ­χου, – τῶν ποι­η­τῶν καί φι­λο­σό­φων – του Ὁ­μή­ρου, τοῦ Σο­φο­κλῆ, τοῦ Σω­κρά­τη, τοῦ Πλά­τω­να, τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, τῶν ἰ­α­τρῶν καί ἐ­πι­στη­μό­νων -Ἱπ­πο­κρά­τη, Γα­λη­νού, Ἀ­ρί­σταρ­χου, Ἤ­ρω­να, Στρά­βω­να, Πτο­λε­μαί­ου καί ἄλ­λων, τῶν κλασ­σι­κῶν καί με­τα­γε­νε­στέ­ρων χρό­νων.  

     Ἡ εἰ­κό­να πού εἶ­χαν ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τοι­κοῦ­σαν στό ἑλ­λη­νό­φω­νο ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας γιά τόν ἑ­αυ­τό τούς ἦ­ταν μί­α σύν­θε­ση ἀ­πο­τε­λού­με­νη ἀ­πό τή γλώσ­σα πού μι­λοῦ­σαν, τή γραμ­μα­τεί­α πού με­λε­τοῦ­σαν, τήν παι­δεί­α πού δι­δά­σκον­ταν καί τήν ἑλ­λη­νι­κή χρι­στια­νι­κή θρη­σκεί­α πού λά­τρευ­αν, στοι­χεῖ­α πού τούς συ­νέ­δε­αν ἀ­δι­ά­κο­πα μέ τούς ἀρ­χαί­ους προ­γό­νους τους.  

Γν­μες γ­κρι­των ­στο­ρι­κ­ν

     Ὑ­πό αὐ­τές τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις ὁ δι­ά­ση­μος Οὖγ­γρος Ἑλ­λη­νι­στής Ἰ­ού­λι­ος Μο­ράβ­σικ γρά­φει ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νά μι­λᾶ­με γιά Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α πα­ρά γιά Βυ­ζαν­τι­νο­λο­γί­α. Τό οὐ­σι­α­στι­κό «Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α» πι­ό πε­ρι­ε­κτι­κά καί ἱ­στο­ρι­κῶς μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη ἀ­κρι­βο­λο­γί­α ἐκ­φρά­ζει τόν χα­ρα­κτή­ρα καί τό ἦ­θος τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ κρά­τους καί πο­λι­τι­σμοῦ.[1]  

     Ἀλ­λά ὁ Μο­ράβ­σικ δέν ἦ­ταν ὁ μό­νος πού συ­νι­στοῦ­σε τήν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τος «Βυ­ζαν­τι­νο­λο­γί­α» μέ τό «Ἑλ­λη­νο­λο­γί­α» καί «Ἑλ­λη­νι­σμός τῶν μέ­σων αἰ­ώ­νων». Ὁ Γε­ώρ­γι­ος Ὀ­στρογ­κόρ­σκι, ἕ­νας ἀ­πό τούς ση­μαν­τι­κό­τε­ρους με­λε­τη­τές τῆς ὑ­πό συ­ζή­τη­ση πε­ρι­ό­δου, στό τέ­λος τοῦ πρώ­του μέ­ρους τῆς Ἱ­στο­ρί­ας του γρά­φει ὅ­τι τώ­ρα μπο­ροῦ­με νά ὁ­μι­λοῦ­με γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Με­σαι­ω­νι­κῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Καί ὁ Ρῶσ­σος Ἀ­λέ­ξαν­δρος Καζ­ντᾶν σέ μί­α πο­λύ ση­μαν­τι­κή με­λέ­τη του μέ θέ­μα «Συ­νέ­χει­α καί Ἀ­συ­νέ­χει­α στή Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α» το­νί­ζει ὅ­τι ἡ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α ἦ­ταν ἑλ­λη­νι­κή, ἄν καί πε­ρι­εῖ­χε με­ρι­κές μει­ο­νό­τη­τες, Ἀρ­με­νί­ους, Ἰ­τα­λούς, Σλά­βους. Πε­ρι­ο­ρί­ζο­μαι σέ τρεῖς μαρ­τυ­ρί­ες μή Ἑλ­λή­νων ἱ­στο­ρι­κῶν καί φι­λο­λό­γων,[2] οἱ ὁ­ποῖ­οι δέν νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­πα­σχαν ἀ­πό ἑλ­λη­νι­κό πα­τρι­ω­τι­κό ἐ­θνι­κι­σμό, ὅ­πως θά χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ταν με­ρι­κοί ἀ­πό μᾶς ἄν θά λέ­γα­με τό ἴ­διο πράγ­μα.  

Ο ­ροι Ρω­μα­ος-Γραι­κό­ς

     Εἶ­ναι γνω­στό, βέ­βαι­α, ὅ­τι αὐ­τοί πού σέ σχο­λι­κά ἐγ­χει­ρί­δι­α ἄ­κρι­τα ὀ­νο­μά­ζον­ται «Βυ­ζαν­τι­νοί» αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ταν ὡς Ρω­μαῖ­οι, δη­λα­δή πο­λί­τες τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας. Καί τοῦ­το για­τί γι’ αὐ­τούς ἡΡω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α δέν κα­τα­στρά­φη­κε μέ τήν πτώ­ση τῆς Ρώ­μης. Τό δι­ά­ταγ­μα τοῦ Κα­ρα­κάλ­λου τό 212, δι­ά τοῦ ὁ­ποί­ου ὅ­λοι οἱ ἐ­λεύ­θε­ροι κά­τοι­κοι τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν ὡς Ρω­μαῖ­οι πο­λί­τες, εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κή ση­μα­σί­α γιά τή «ρω­μα­νο­ποί­η­ση» τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ.  

     Ἀλ­λά, ἐ­νῶ οἱ πο­λί­τες τῆς νέ­ας αὐ­το­κρα­το­ρί­ας θε­ω­ροῦ­σαν τούς ἑ­αυ­τούς τους Ρω­μαί­ους, γι’ αὐ­τό καί Ρω­μηοί καί Ρω­μηο­σύ­νη, ἐ­πει­δή τό κρά­τος τους ἦ­ταν μί­α συ­νέ­χει­α τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, οἱ γει­το­νι­κοί καί ἄλ­λοι λα­οί [Λα­τί­νοι, Φράγ­κοι, Ρῶ­σοι, Ἀρ­μέ­νι­οι, Γε­ωρ­γι­α­νοί, Χά­ζα­ροι, Ἑ­βραῖ­οι] τούς ὀ­νό­μα­ζαν Γραι­κούς [Ἕλ­λη­νες] καί Γι­ου­νά­νι, Γι­α­βά­νι [Ἴ­ω­νες]. Ἐ­νῶ οἱ «Βυ­ζαν­τι­νοί» κα­λοῦ­σαν τό κρά­τος τους «Βα­σί­λει­ον τῶν Ρω­μαί­ων» οἱ ξέ­νοι λα­οί τό ὀ­νό­μα­ζαν Γραι­κί­α ἤ Γι­ου­νανι­στᾶν ἤ Γι­ο­βᾶν [Ἰ­ω­νί­α].  

     Τό ὄ­νο­μα «Γραι­κός», τό ὁ­ποῖ­ο κα­τά τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, τόν Ἀ­πολ­λό­δω­ρο, τό Χρο­νι­κό της Πά­ρου καί ἄλ­λες ἀρ­χαῖ­ες πη­γές εἶ­ναι ἀρ­χαι­ό­τε­ρο τοῦ «Ἕλ­λη­νας»,[3] χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν πε­ρι­στα­σι­α­κά καί ἀ­πό τούςΒυ­ζαν­τι­νούς γιά λό­γους αὐ­το­γνω­σί­ας. Τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες ὅ­μως φο­ρές χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν γιά νά δη­λω­θεῖ ἡπαι­δεί­α, ἡ γλώσ­σα, ἡ πο­λι­τι­σμέ­νη πα­ρά­δο­ση. Μέ με­ρι­κέ­ς μό­νο ἐ­ξαι­ρέ­σεις, ὅ­λοι οἱ ξέ­νοι λα­οί χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τίς λέ­ξεις «Γραι­κοί» καί «Γραι­κί­α» γιά νά δη­λώ­σουν τόν Ἕλ­λη­να καί τήν Ἑλ­λά­δα, ἡ ὁ­ποί­α κατ’ αὐ­τούς ταυ­τι­ζό­ταν μέ τή Βαλ­κα­νι­κή χερ­σό­νη­σο καί τή Μι­κρα­σί­α.

     Κα­τά κα­νό­να, οἱ μή ἑλ­λη­νι­κές πη­γές ἀ­να­φε­ρό­με­νες στόν ἐ­θνι­κό ἑλ­λη­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα δέν κά­νουν δι­ά­κρι­ση με­τα­ξύ ἀρ­χαί­ων, μή χρι­στια­νῶν, καί χρι­στια­νῶν Ἑλ­λή­νων.  

     Ἡ μέ­γι­στη πλει­ο­νό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν ἴ­διων τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς ἀ­δι­ά­σπα­στης ἑ­νό­τη­τάς τους μέ τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες, εἰ­δω­λο­λά­τρες μέν, ὅ­πως προ­εί­πα­με, πλήν ὅ­μως προ­γό­νους.

     Ἄν καί με­τά τόν τέ­ταρ­το αἰ­ῶ­να τό ἐ­θνι­κό ὄ­νο­μα «Ἕλ­λην» εἶ­χε χά­σει τό ἀρ­χι­κό νό­η­μά του καί ταυ­τί­στη­κε μέ τό «εἰ­δω­λο­λά­τρες», τό «Γραι­κός» καί τό «Ἴ­ω­νας» ἐ­πε­βί­ω­σαν ὡς ἐ­θνι­κά καί συ­νώ­νυ­μα ὀ­νό­μα­τα καί χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τούς γει­το­νι­κούς λα­ούς, τῆς Δύ­σε­ως καί τῆς Ἀ­να­το­λῆς, τοῦ Βορ­ρᾶ καί τοῦΝό­του.

     Ὁ Πρί­σκος, ἱ­στο­ρι­κός τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ­ώ­να, γρά­φει ὅ­τι, καθ’ ὄν χρό­νον ἦ­το ἀ­πε­σταλ­μέ­νος πρέ­σβυς στήν Αὐ­λή τοῦ Ἀτ­τί­λα συ­νήν­τη­σε κά­ποιον ἐν­δε­δυ­μέ­νον Σκυ­θι­κά πού μι­λοῦ­σε Ἑλ­λη­νι­κά. Ὅ­ταν ὁ Πρί­σκος τόν ρώ­τη­σε ποῦ εἶ­χε μά­θει τήν ἑλ­λη­νι­κή, ἐ­κεῖ­νος χα­μο­γέ­λα­σε καί εἶ­πε: «Εἶ­μαι Γραι­κός ἐκ γε­νε­τῆς».[4]  

 Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­τη­ς

     Δέν ἦ­ταν ἀ­σύ­νη­θες στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους Βυ­ζαν­τι­νούς συγ­γρα­φεῖς νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό «Γραι­κός»ἤ «Γραι­κοί» ἤ καί τό «Ἕλ­λη­νας» ἀ­κό­μη γιά νά ἀ­να­φερ­θοῦν στούς γη­γε­νεῖς της Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας.

     Ὀ­λί­γα μό­νο πα­ρα­δείγ­μα­τα. Σέ γράμ­μα του στό πνευ­μα­τι­κό του παι­δί Ναυ­κρά­τι­ο, ὁ Θε­ό­δω­ρος Στου­δί­της [759-826] ἐκ­φρά­ζει τή λύ­πη του γιά κά­ποιο μο­να­χό ὀ­νό­μα­τι Ὀ­ρέ­στη πού λι­πο­τά­κτη­σε στούς εἰ­κο­νο­μά­χους καί τόν ἐν­θαρ­ρύ­νει νά μεί­νει πι­στός στίς ἀρ­χές του «χά­ριν τῆς δό­ξης τοῦ Χριστοῦ ὑ­πέρ οὗ δο­νεῖ­ται ἡ τα­πει­νή Γραι­κί­α μά­λα».Ἡ Γραι­κί­α ἐ­δῶ, ἡ ὁ­ποί­α συν­τα­ράσ­σε­ται πο­λύ ἀ­πό τήν εἰ­κο­νο­μα­χί­α, εἶ­ναι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, ὅ­πως τήν πε­ρι­γρά­φουν καί μή ἑλ­λη­νι­κές πη­γές τῆς ἰ­δί­ας ἐ­πο­χῆς.  

     Σέ πα­ρη­γο­ρη­τι­κή του ἐ­πι­στο­λή στήν ἡ­γου­μέ­νη Εὐ­φρο­σύ­νη τῆς Μο­νῆς Κλου­βί­ου, ὁ Θε­ό­δω­ρος ὁ­μι­λεῖγιά στρα­τη­γί­ες καί δη­μα­γω­γί­ες «καί ἐν Ἀρ­με­νί­α καί ἐν Γραι­κί­α». Ἡ δυ­τι­κά τῆς «ἀφ’ ἡ­λί­ου ἀ­να­το­λῶν»Ἀρ­με­νί­ας, Γραι­κί­α, δέν εἶ­ναι ἄλ­λη εἰ ­μή ἡ Βυ­ζαν­τι­νή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Οἱ γη­γε­νεῖς ἤ ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆςΑὐ­το­κρα­το­ρί­ας ὀ­νο­μά­ζον­ται Γραι­κοί ἀ­πό τόν δι­ά­ση­μο ἡ­γού­με­νο τῆς Μο­νῆς Στου­δί­ου. Σέ ἐ­πι­στο­λή του στόν ἀ­ση­κρή­τη Στέ­φα­νο, ὁ Θε­ό­δω­ρος θρη­νεῖ τήν εἰ­κο­νο­μα­χι­κή πο­λι­τι­κή τοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τα τοῦ Δ’ [775-780] καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τίς δι­ώ­ξεις ἐ­ναν­τί­ον τῶν εἰ­κο­νο­φί­λων, ποῦ ἐ­ξα­πέ­λυ­σε τό 780.  

     Ἀ­πο­κα­λεῖ τόν αὐ­το­κρά­το­ρα ἀν­τί­χρι­στο πρό τοῦ Ἀν­τι­χρί­στου καί ἐκ­φω­νεῖ: «Ἀ­κού­σα­τε πάν­τα τά ἔ­θνη,ἐ­νω­τί­σα­σθε πάν­τες οἱ κα­τοι­κοῦν­τες τήν οἰ­κου­μέ­νην τί γέ­γο­νεν ἐν Γραι­κοῖς».[5] 

     Κα­τά τόν δέ­κα­το αἰ­ώ­να στήν πε­ρι­γρα­φή τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας καί ἀ­να­τα­ρα­χῆς πού προ­κά­λε­σε ἡ Σλα­βι­κήὁ­μά­δα ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Πα­τρῶν, ὁ Κων­σταν­τῖ­νος Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος γρά­φει ὅ­τι οἱ Σλά­βοι κατ’ ἀρ­χήν λε­η­λά­τη­σαν τίς κα­τοι­κί­ες τῶν γει­τό­νων τους Γραι­κῶν καί κα­τό­πιν πῆ­γαν ἐ­ναν­τί­ον τῆς πό­λε­ως τῶν Πα­τρών.[6] 

 ν­να Κο­μνη­νή

     Τό «Ἕλ­λην» ὡς ἐ­θνι­κό ὄ­νο­μα καί ὄ­χι συ­νώ­νυ­μο τοῦ «εἰ­δω­λο­λά­τρης» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τήν Ἄν­να τήν Κο­μνη­νή [1083-1154] καί ἄλ­λους με­τα­γε­νέ­στε­ρους συγ­γρα­φεῖς. Ὅ­ταν γρά­φει γιά τό τό­ξο τσάγ­γρα ἡἌν­να το­νί­ζει ὅ­τι τό τό­ξο αὐ­τό εἶ­ναι ἄ­γνω­στο στούς Ἕλ­λη­νες καί ἀ­να­φέ­ρε­ται στούς συγ­χρό­νους της Ἕλ­λη­νες κι ὄ­χι τούς ἀρ­χαί­ους. Ὅ­ταν ἡ Ἄν­να Κο­μνη­νή καυ­χᾶ­ται γιά τήν ἀρ­χαῖ­α κλασ­σι­κή της παι­δεί­α ὁ­μι­λεῖ ὡς γνή­σι­α ἀ­πό­γο­νος τῶν Ἑλ­λή­νων καί ὄ­χι ὡς ἀλ­λο­δα­πή πού δι­δά­χθη­κε τήν ἑλ­λη­νι­κή ὡς ξέ­νη γλώσ­σα. Γρά­φει γιά τήν πα­τρί­δα της. Ἐ­παι­νεῖ τήν ἑλ­λη­νι­κό­τα­τη προ­φο­ρά πού εἶ­χε ὁ Ἰ­ω­άν­νης Ἰ­τα­λός σάν νάεἶ­χε ἔλ­θει στήν «πα­τρί­δα μας» καί νά εἶ­χε ἐκ­μά­θει τήν ἑλ­λη­νι­κή ἀ­πό παι­δι­κῆς ἡ­λι­κί­ας.[7]  

 Μι­χα­ήλ Ψελ­λό­ς

     Ὁ Μι­χα­ήλ Ψελ­λός, ὁ «ὕ­πα­τος τῶν φι­λο­σό­φων», κα­τά τόν ἑν­δέ­κα­το αἰ­ώ­να [1018-1081] εἶ­χε ἑλ­λη­νι­κό­τα­τη συ­νεί­δη­ση. Ὅ­ταν κα­τα­κρί­νει τόν ἱ­στο­ρι­κό Ἡ­ρό­δο­το, δι­ό­τι ἔ­γρα­φε κο­λα­κευ­τι­κά λό­γι­α γιά τούς Πέρ­σες καί προ­σβλη­τι­κά γιά τούς Ἕλ­λη­νες, ὁ Ψελ­λός γρά­φει σάν νά προ­σε­βλή­θη ὁ ἴ­διος, ἀ­φοῦ ὁ Ἡ­ρό­δο­τος προ­σέ­βα­λε τούς προ­γό­νους του.[8] 

     Ὀ­λί­γες ἀ­κό­μη μαρ­τυ­ρί­ες ἀ­πό ἑλ­λη­νι­κές πη­γές ἐ­παρ­κοῦν γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σουν τό ἔγ­κυ­ρο τῶν ἀ­πό­ψε­ών μας ὅ­τι τό «Γραι­κός» καί τό «Ἕλ­λην» ὡς ἐ­θνι­κά ὀ­νό­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τούς Βυ­ζαν­τι­νούς συγ­γρα­φεῖς ὅ­σες φο­ρές τό κα­λοῦ­σαν οἱ πε­ρι­στά­σεις.  

 Θε­ο­φά­νης  ­μο­λο­γη­τή­ς

     Ὁ Θε­ο­φά­νης ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής καί ὁ Πλή­θων ὁ Γε­μι­στός, ὁ πρῶ­τος τοῦ 8ου καί 9ου αἰ­ώ­να καί ὁ δεύ­τε­ρος τοῦ 14ου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο συγ­κε­κρι­μέ­νοι στόν προσ­δι­ο­ρι­σμό τοῦ ὄ­ρου «Γραι­κός» καί «Ἕλ­λη­νας». Ὁ Θε­ο­φά­νης, πού ἔ­γρα­ψε στίς ἀρ­χές τοῦ 9ου αἰ­ώ­να, δι­η­γεῖ­ται ὅ­τι ὅ­ταν πρε­σβεί­α ἀ­πό τήν Κων­σταν­τι­νού­πο­λημε­τέ­βη στήν Αὐ­λή τοῦ Καρ­λο­μά­γνου γιά νά ζη­τή­σει τήν κό­ρη του Ἐ­ρυ­θρῶ ὡς σύ­ζυ­γο τοῦ Κων­σταν­τί­νου τοῦ 6ου ἄ­φη­σε πί­σω τόν δι­δά­σκα­λο καί μο­να­χό Ἐ­λισ­σαῖ­ο γιά νά δι­δά­ξει στήν Ἐ­ρυ­θρῶ τή γλώσ­σα καί τήν παι­δεί­α τῶν Γραι­κῶν καί τούς νό­μους τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Πο­λι­τεί­ας. Γιά τόν Θε­ο­φά­νη ὁ λα­ός, ἡ γλώσ­σα,ἡ παι­δεί­α εἶ­ναι Γραι­κοί καί Γραι­κι­κοί.[9] 

     Κα­τά τόν 12ο αἰ­ῶ­να οἱ ἀ­δελ­φοί Μι­χα­ήλ καί Νι­κή­τας Χω­νι­ᾶ­ται ἤ Ἀ­κο­μι­νά­τοι κά­μνουν εὐ­ρεί­α χρή­ση τῶν ὀ­νο­μά­των «Ἕλ­λη­νες» καί «Ἑλ­λάς», ἐ­νί­ο­τε δέ καί «Γραι­κοί», ὡς ἐ­θνι­κά ὀ­νό­μα­τα, ὄ­χι μό­νο μέ ἀ­να­φο­ρά στήν κλασ­σι­κή ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ἀλ­λά ὡς ὀ­νό­μα­τα τῆς σύγ­χρο­νης ἐ­πο­χῆς τους. Ὁ Νι­κή­τας γρά­φει γιά «Ἕλ­λη­νες ἄν­δρες» καί ὀ­νο­μά­ζει τίς πό­λεις πού κα­τα­κτή­θη­καν ἀ­πό τούς ἐ­χθρούς «ὡς πό­λεις ὄ­λας ἑλ­λη­νί­δας». Ὁ δέ πρε­σβύ­τε­ρος ἀ­δελ­φός του Μι­χα­ήλ, πού ἔ­γι­νε καί ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Ἀ­θη­νῶν, θρη­νεῖ τήν πα­ρακ­μή τῶν Ἑλ­λή­νων λό­γω τῶν Λα­τι­νι­κῶν κα­τα­κτή­σε­ων μέ τίς Σταυ­ρο­φο­ρί­ες.[10] 

     Κα­τά τόν 13ο αἰ­ώ­να μέ­χρι τό τέ­λος τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας οἱ ὄ­ροι «Ἕλ­λη­νες» καί «Ἑλ­λάς» γί­νον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο κοι­νό­χρη­στοι. Ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ω­άν­νης Γ’ Βα­τά­τζης σέ ἐ­πι­στο­λή του στόν Πά­πα Γρη­γό­ρι­ο τόν ἑν­δέ­κα­το βλέ­πει τόν ἑ­αυ­τό του νά βα­σι­λεύ­ει σέ γέ­νος τῶν Ἑλ­λή­νων καί ὅ­τι «ἐν τῷγέ­νει τῶν Ἑλ­λή­νων ἠ­μῶν ἡ σο­φί­α βα­σι­λεύ­ει καί ὡς ἐκ πη­γῆς ἐκ ταύ­της παν­τα­χοῦ ρα­νί­δες ἀ­νέ­βλυ­σαν».[11] 

     Εἶ­ναι γνω­στό ὅ­τι, μέ βά­ση τή γλώσ­σα καί τήν παι­δεί­α, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ση­μαν­τι­κός φι­λό­σο­φος του Βυ­ζαν­τί­ου Γε­ώρ­γι­ος Πλή­θων Γε­μι­στός χα­ρα­κτη­ρί­ζει τούς κα­τοί­κους τῆς φθι­νού­σης αὐ­το­κρα­το­ρί­ας «Ἕλ­λη­νες».[12] Μέ βά­ση λοι­πόν τή γλώσ­σα πού μι­λοῦ­σαν, τά γράμ­μα­τα πού δι­δά­σκον­ταν, τήν ἱ­στο­ρι­κή μνή­μη πού καλ­λι­ερ­γοῦ­σαν καί τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α πού κα­τεῖ­χαν οἱ γνή­σι­οι Βυ­ζαν­τι­νοί ἦσαν Γραι­κοί, Ἕλ­λη­νες καί Ρω­μη­οί, ὄ­ροι συ­νώ­νυ­μοι. 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]. – Byzantion, τόμ.25 (1965), σσ. 291-301. 

[2]. – George Ostrogorsky, History of the Byzantine State με­τά­φρ. στά Ἀγ­γλι­κά Joan Hussey (New Brunswick, N. J. 1969), σ. 86. Alexander Kazhdan and Antony Cutler, “Continuity and Discontinuity in Byzantine History”, Byzantion τόμ. 32 (1982), σ. 465.  

[3]. – Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, Με­τε­ω­ρο­λο­γί­α 1:14. Ἀ­πολ­λό­δω­ρος, Βι­βλι­ο­θή­κη 1:49. Χρο­νι­κόν Πά­ρου Ἅ 6, 10-12, ἔπ. Felix Jacoby, Das Marbor Parium (Berlin, 1904), 4, βλ. ἰ­δι­α­τέ­ρως σσ. 36-38,138.  

[4]. – Πρί­σκος Πα­νί­της, Fragments, ἔπ. C. Muller, Fragmenta Historicum Graecorum, 4 (Paris 1868), σσ. 69-110, κυ­ρί­ως σ. 86.  

[5]. – Θε­ο­δώ­ρου Στου­δί­του, Ἐ­πι­στο­λές 145, 458, 419, ἔκ­δο­σις Georgios Fatouros, Theodori Studitae Epistulae 2, τό­μοι (Walter de Gruyter: Berolini 1991) σσ. 261, 652,587.  

[6]. – Κων­σταν­τῖ­νος Πορ­φυ­ρο­γέν­νη­τος, Πρός τόν ἴ­διον υἱ­όν Ρω­μα­νόν, κεφ. 49. Ἔπ. Gy. Moravcsik καί με­τά­φρ. Β. J. Η. Jenkins, Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio (Budapest, 1949), σσ. 228-232.  

[7]. – Ἄν­να Κο­μνη­νή, Ἀ­λε­ξι­ά­δα, Βι­βλ. 10, κεφ. 8, Πρό­λο­γος 4-5, Βι­βλ. 5, κεφ. 5, Βι­βλ. 10, κεφ. 9.  

[8]. – Μι­χα­ήλ Ψελ­λός, Χρο­νο­γρα­φί­α, Κων­σταν­τῖ­νος IX. 24.  

[9]. – Θε­ο­φά­νης, Χρο­νο­γρα­φί­α AM 6274, ἔπ. C. de Boor, Theophanis Chronographia (Lipsiae, 1883) τόμ. Ι, σ. 455.  

[10]. – Νι­κή­τας Χω­νι­ά­της, Βα­σι­λεί­α Ἀν­δρο­νί­κου τοῦ Κο­μνη­νοῦ, ἔκδ. loanness Α.. Van Dreien (Berlin 1975), σσ. 301, 496, 502, 401, 477 et all. Μι­χα­ήλ Ἀ­κο­μι­νά­τος Χω­νι­ά­της, Τά Σω­ζό­με­να, ἔκδ. Σπυ­ρί­δω­νος Π. Λάμ­πρου, 2 τόμ. (Ἀ­θή­ναις 1880), 1:100, 183,2:292.

[Ἀ­πό τό περ. ‘Πεμ­πτου­σί­α’ τεῦχ. 7, 8, 9 Δε­κέμ­βρι­ος 2001 – Νο­έμ­βρι­ος 2002]