Η συνείδηση της ελληνικότητας στο Βυζάντιο

Βασιλείου Ἀ. Σαρρῆ

δρος Μεσαιωνικῆς Ἑλληνικῆς Φιλολογίας Α.Π.Θ.

Τὸ ζήτημα τῆς ἑλληνικότητας τοῦ Βυζαντινοῦ κόσμου ἢ ἀλλιῶς τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἕνα ζήτημα τὸ ὁποῖο τίθεται ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς καὶ ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ διάφορες καὶ διαφορετικὲς κάθε φορὰ ὀπτικὲς γωνίες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μία αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία ἐκτείνεται σὲ εὐρύτατο γεωγραφικὸ χῶρο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι πολυεθνική, πολυπολιτισμική, πολυφυλετική, πολυγλωσσική. Τὸ Βυζάντιο δὲν ξέφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κανόνα. Μέσα στὰ στενότερα γεωγραφικὰ καὶ τὰ εὐρύτερα πολιτισμικά του ὅρια ζοῦσαν καὶ ἀνέπνεαν ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ οἱ πολιτισμοὶ τῶν ἀκτῶν τῆς Μεσογείου, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ λαοὶ τῶν Βαλκανίων καὶ τῶν χωρῶν πέρα ἀπὸ τὸν Δούναβη. Μοιραῖα, μία τέτοια αὐτοκρατορία θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστῆ καὶ «κοινοπολιτεία» μὲ τὴν ἔννοια μίας σύνθεσης, ἑνὸς κράματος λαῶν, φυλῶν, πολιτισμῶν, γλωσσῶν. Σίγουρα, τὸ κράτος τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μὲ τὴν κτίση τῆς Νέας Ρώμης στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου ἦταν ρωμαϊκό.

Νόμοι, θεσμοί, διοίκηση, πολίτευμα συνέχιζαν τὴν αὐτοκρατορικὴ ρωμαϊκὴ παράδοση, μέχρι ἀκόμη καὶ τὴν ὕστατη πνοὴ τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορα τοῦ κράτους τῶν Ρωμαίων στὴν πύλη τοῦ Ρωμανοῦ τῆς Βασιλεύουσας τὸ 1453. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα, ὅμως, ἡ μεγάλη ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ βυζαντινὸς πολιτισμός, ἡ βυζαντινὴ κουλτούρα, ἐλάχιστη σχέση εἶχε μὲ τὴ ρωμαϊκὴ πολιτισμικὴ καὶ γλωσσικὴ παρακαταθήκη καὶ μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἡ σχέση αὐτὴ ἀπομειώθηκε παντελῶς, ὥσπου ἔσβησε. Ἐπὶ τῆς οὐσίας τὸ Βυζάντιο συνεχίζει τὴν παράδοση τοῦ ἑλληνιστικοῦ κόσμου. Στὴ διάρκεια τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς οἱ Ἕλληνες ἁπλώθηκαν στὴν Ἀνατολὴ καὶ ἐξάπλωσαν τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀσιατικοὺς λαούς. Ὡστόσο, δὲν σημειώθηκε σύνθεση πολιτισμῶν, παρὰ σὲ ἐλάχιστα ἐπουσιώδη σημεῖα. Οἱ ἀσιατικοὶ λαοὶ βρίσκονταν πάντα σὲ ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες, κρατῶντας τὴ φυσιογνωμία τους.

Ἐκ τῶν πραγμάτων, ὅμως, ἀποδέχονταν τὸν ἀνώτερο καὶ ἐπικυρίαρχο ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ μὲ αὐτὸν διαμόρφωναν τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τους. Ἡ ἴδια κατάσταση συνεχίστηκε καὶ στὸν βυζαντινὸ κόσμο, μὲ ἐπικυρίαρχο πάντοτε τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμό. Ἡ διαφορὰ μὲ τὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ εἶναι ὅτι στὸ Βυζάντιο ἔχουμε μία κοσμοϊστορικὴ σύνθεση, ἡ ὁποία σφράγισε καὶ διαμόρφωσε καθοριστικὰ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας. Αὐτὴ εἶναι ἡ συνάντηση τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμὸ καὶ ἡ σύνθεσή τους σὲ ἕνα ἀξεχώριστο κράμα. Αὐτὴ ἡ σύνθεση εἶναι ποὺ χαρακτηρίζει αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε ἑλληνοβυζαντινὸ πολιτισμό. Τὰ ἄλλα πολιτισμικὰ στοιχεῖα στὸ διάβα τῶν αἰώνων περιορίζονταν καὶ συρρικνώνονταν, ἀκολουθῶντας μοιραῖα τὴν προϊοῦσα γεωγραφικὴ συρρίκνωση τοῦ βυζαντινοῦ κράτους στὶς παραδοσιακὲς περιοχὲς τοῦ παλιοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου.

Οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ ἢ Ἑλληνορωμηοὶ εἶχαν συνείδηση τῶν ἱστορικῶν τους καταβολῶν καὶ τῆς ἐθνικῆς τους ἰδιαιτερότητας. Οἱ ἱστοριογράφοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μνημονεύουν ὅτι οἱ πόλεμοί τους γίνονταν «κατὰ βαρβάρων», κατὰ τὰ ἀρχαιοελληνικὰ πρότυπα ἐθνολογικῆς διάκρισης καὶ πολιτισμικῆς αὐτοσυνειδησίας. Μάλιστα, οἱ ἱστοριογράφοι στὴ γραφή τους ἀκολουθοῦσαν τὰ ἴχνη τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων ἱστοριογράφων, στὰ πλαίσια τῆς μίμησης τῶν ἀρχαίων προτύπων, καὶ αὐτὸ σηματοδοτεῖ ἀπὸ μέρους τους τὴ συνείδηση τῆς καταγραφῆς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἔτσι, στὰ ἱστορικὰ ποιήματα τοῦ Γεωργίου Πισίδη ὁ Χοσρόης εἶναι ὁ νέος Ξέρξης καὶ ὑπαινικτικὰ οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ οἱ συνεχιστὲς τῶν Μαραθωνομάχων καὶ τῶν Σαλαμινομάχων.

Πῶς νὰ μὴν ἔχουν ἐπίγνωση αὐτῆς τῆς ἱστορικῆς συνέχειας, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Μέγας Θεοδόσιος μετέφερε καὶ ὄρθωσε στὸ μέσον του Ἱπποδρόμου τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸν Τρίποδα, τὸν ὁποῖο ἀφιέρωσαν οἱ Πανέλληνες ὡς ἀνάθημα γιὰ τὴ νίκη τους ἐνάντια στὴν περσικὴ ἐπιδρομὴ στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, μετὰ τὴν μάχη τῶν Πλαταιῶν; Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι σὲ ἱστοριογράφους τῆς μέσης καὶ τῆς ὕστερης βυζαντινῆς περιόδου οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Τοῦρκοι ἐμφανίζονται ὡς «Πέρσαι», μὲ σαφῆ ἀναφορὰ στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῶν Ἑλλήνων, προκειμένου νὰ δηλωθῆ ἡ συνείδηση τῆς ἑλληνικότητας καὶ νὰ σφυρηλατηθῆ ἡ ἐθνικὴ ἑνότητα τῶν Ἑλληνοβυζαντινῶν. Ἡ «ρωμαϊκότητα», τελικά, χωνεύτηκε μέσα στὸ ἑλληνοχριστιανικὸ κράμα τοῦ Βυζαντίου καὶ αὐτὸ ποὺ ἀπέμεινε γιὰ νὰ θυμίζη τὶς ρωμαϊκὲς καταβολὲς τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἡ χρήση τῶν ὅρων Ρωμηὸς καὶ Ρωμηοσύνη. Οἱ ὅροι αὐτοὶ ἐπιβίωσαν καὶ ἐμπεδώθηκαν γιὰ νὰ αὐτοπροσδιορίζωνται οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ ἢ Ἑλληνορρωμιοί, ὄχι μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀναφορας στοὺς εἰδωλολάτρες Ρωμαίους αὐτοκράτορες ποὺ ἦταν οἱ δήμιοι τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ ὡς ἔνδειξη παντοτινῆς εὐγνωμοσύνης τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ κόσμου στὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, τὸν αὐτοκράτορα ἐκεῖνο ὁ ὁποῖος παραθεώρησε τὴν παλαιὰ Ρώμη γιὰ νὰ ἐγκαινιάση τὴ Νέα Ρώμη, ὡς πρωτεύουσα τοῦ νέου κόσμου. Ἀλλὰ καὶ τὰ ὀνόματα ἔχουν τὴν ἱστορία τους.

Ἡ λατινικὴ ὀνομασία «Νέα Ρώμη», σταδιακὰ, ἐπικαλύφθηκε ἀπὸ τὴν ἑλληνολατινικὴ ὀνομασία «Κωνσταντίνου πόλις» γιὰ νὰ ἐπικρατήση, τελικά, ἡ ἀμιγῶς ἑλληνικὴ ὀνομασία «Ἡ Πόλις». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν εἶναι χωρὶς σημασία. Ὁ κόσμος τοῦ Βυζαντίου πίσω ἀπὸ τὸ ἐπίσημο ρωμαϊκὸ κάλυμμα κρύβει ἕναν ζωντανὸ καὶ δυναμικὸ ἑλληνισμό. Μπορεῖ οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ νὰ μὴν χρησιμοποιοῦσαν τὸ ὄνομα «Ἕλλην» γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισμό τους, καθὼς αὐτὸ ἀπὸ τὰ πρῶτα χριστιανικὰ χρόνια ἦταν συνώνυμο τῆς εἰδωλολατρίας, αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι ἀγνοοῦσαν ὅτι ἦταν «παῖδες  Ἑλλήνων» μὲ τὴν ἐθνολογικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου. Σὲ ὅλη τὴ χιλιόχρονη ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, στὰ σχολεῖα τὸ πρῶτο ἀνάγνωσμα μετὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἦταν τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, τὰ ἐθνικὰ ποιήματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ ἡ πηγὴ ἔμπνευσης τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ δόξα τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ὁ σεβασμὸς γιὰ τὸν Ὅμηρο ἦταν ἀπεριόριστος, σὲ βαθμὸ νὰ ἀναφέρεται συνεκδοχικὰ ὡς «ὁ ποιητής». Ὅμοια μεγάλος σεβασμὸς ὑπῆρχε γιὰ τὸν Πίνδαρο, τὸν ἄλλο μεγάλο «ἐθνικὸ ποιητὴ» τῶν ἀρχαίων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν ρήτορα Δημοσθένη, τὸν διαπρύσιο κήρυκα τοῦ ἀθηναϊκοῦ πατριωτισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατίας!

Ὅλα αὐτὰ διαπότιζαν καὶ διαμόρφωναν τὴ νοοτροπία καὶ τὴ στάση ζωῆς τῶν Ἑλληνοβυζαντινῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀνέχονταν τὸν δεσποτισμὸ ἀνατολικοῦ ἢ ρωμαϊκοῦ τύπου οὔτε στὴν πολιτική, οὔτε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καί, συχνά, ἐξεγείρονταν ἐνάντια στὶς αὐθαιρεσίες τῆς κάθε λογῆς ἐξουσίας. Οἱ ὅποιες καταδικαστικὲς ἀναφορὲς ἐναντίον τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων ἀπὸ τὸν Ρωμανὸ τὸν Μελωδὸ ἢ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν σημαίνουν ἄρνηση τῆς ἀξίας τους, ἀλλὰ προστασία τῶν πιστῶν ἀπὸ ὑπερβολὲς καὶ ἀνατροπὴ τῆς ἱεράρχησης τῶν ἀξιῶν. Πρῶτα ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ μετὰ ἡ σοφία τοῦ κόσμου, πρῶτα ὁ Χριστὸς καὶ μετὰ ἡ πατρίδα καὶ ἡ καταγωγή. Οἱ παρανοήσεις πάντα ὁδηγοῦσαν σὲ ἀνατροπὴ τῶν ἰδιαίτερα εὔθραυστων ἰσορροπιῶν στὴ σχέση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ καὶ ὑπονόμευαν τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ πολιτιστικοῦ οἰκοδομήματος. Αὐτὸ ἴσχυε τόσο γιὰ τὸν ὑπερτονισμὸ τοῦ ἑλληνισμοῦ, ὅσο καὶ γιὰ τὴν παραθεώρησή του.

Στὴν πρώτη περίπτωση ὁ κίνδυνος ἦταν ἡ ροπὴ πρὸς τὴν ἀπολυτοποίηση τῆς κοσμικῆς λογικῆς καὶ τὴν ὑποτίμηση τοῦ χριστιανικοῦ μυστικισμοῦ καὶ στὴ δεύτερη, ἡ ροπὴ πρὸς τὸν μονοφυσιτισμὸ καὶ τὸν ἰουδαϊσμό. Στὴ δεύτερη αὐτὴ περίπτωση, στὰ πλαίσια τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ εἰκονόφιλοι δὲν ἀντιπροσώπευαν παρὰ τὴν ἑλληνικὴ στάση ἀπέναντι στὸν χριστιανισμὸ καὶ εἶναι γενικὰ παραδεκτὸ ὅτι ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία προσέφερε τὶς θεωρητικὲς βάσεις πάνω στὶς ὁποῖες στηρίχθηκε ἡ θεολογία περὶ τῶν εἰκόνων. Ὅπως σοφὰ παρατηρεῖ ὁ ἐπιφανὴς Γάλλος βυζαντινολόγος P. Lemerle, ἡ τελικὴ ἐπικράτηση τῆς εἰκονόφιλης παράταξης μαρτυρεῖ ὅτι τὸ νάμα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδείας δὲν εἶχε στερέψει στὸ Βυζάντιο. Ἡ ὀρθολογικὴ συμπλοκὴ μὲ τὸν ἑλληνισμὸ ἐξασφάλιζε γιὰ τὸν χριστιανισμὸ δύο πολύτιμα στοιχεῖα. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἰσορροπίας, ἡ ὀρθοτόμηση τῆς ἀληθείας, καὶ τὸ ἄλλο ἡ διασφάλιση τῆς οἰκουμενικότητας, χάρη στὴν ὁποία ὁ χριστιανισμὸς διακρίνεται καὶ διαχωρίζεται, κύρια, ἀπὸ τὸν ἰουδαϊσμό.

Χωρὶς τὴ σύνδεση μὲ τὸν ἑλληνισμό, ὁ χριστιανισμὸς θὰ ἦταν εὔκολο νὰ θεωρηθῆ ὡς μία ἑβραϊκὴ παραφυάδα ἢ μία ἑβραϊκὴ αἵρεση. Αὐτὸ οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ τὸ εἶχαν κατανοήσει καὶ ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ τόσο μεγάλη προσήλωση καὶ ἐμμονή τους στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ πρότυπα καὶ στὴ μίμησή τους. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ἡ Ὀρθοδοξία ἔγινε ἡ κιβωτὸς τοῦ ἑλληνισμοῦ, εὐνοῶντας τὴν ἀντιγραφὴ καὶ τὴ διάσωση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν κειμένων καὶ ἐπιμένοντας στὴν ἀρχαιοπρεπῆ μορφὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας ἀκόμη καὶ σὲ λαϊκὰ ἀναγνώσματα, ὅπως τὰ συναξάρια. Οἱ Ἑλληνοβυζαντινοὶ τὸ κατανόησαν καὶ διαφύλαξαν αὐτὴν τὴν παράδοση ἐπὶ αἰῶνες. Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ τὸ κατανοήσουμε καὶ ἐμεῖς, σὲ μία ἐποχὴ ὅπου τονίζεται ἀπὸ κύκλους Εὐρωπαίων ἱστορικῶν καὶ θεολόγων ὅτι ἡ παράδοση τῆς Εὐρώπης εἶναι «ἰουδαιοχριστιανικῆ», μὲ προφανῆ στόχο νὰ τοποθετηθεῖ ὁ χριστιανισμὸς ὡς «θρησκεία τοῦ Ἀβραὰμ» στὰ πλαίσια τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ νὰ ἀποσυνδεθῆ ἀπὸ τὸν ἑλληνισμό. Ἡ συνεχὴς ἀναστροφή μας μὲ τὸν ἑλληνοβυζαντινὸ πολιτισμὸ καὶ τὴν ἑλληνορθοδοξία εἶναι ἀπὸ μόνη της μία πράξη μαρτυρίας τῆς ἀληθείας στὴν ἀνθρωπότητα.

Ἀναδημοσίευση ἀπό 19-3-2017