Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός: Οι άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού

Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 174.

Κάποιο πρωινό, ο όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός (9ος-10ος αι.), καθισμένος σε μια γωνιά, άκουγε το πνευματικό του παιδί, τον Επιφάνιο, που διάβαζε ένα λόγο του μεγάλου Βασιλείου.

Όσην ώρα διαρκούσε η ανάγνωση, ξεχυνόταν μια ευωδία σαν από πολύτιμα αρώματα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, χάθηκε και η ευωδία. Έκπληκτος ο Επιφάνιος στράφηκε προς τον όσιο:

– Εξήγησέ μου σε παρακαλώ, τι ευωδία ήταν αυτή;

Κι ο όσιος, επειδή είχε δει αυτόν που σκορπούσε την ευωδία, αποκρίθηκε:

– Άγγελοι Κυρίου είχαν συγκεντρωθεί εδώ, παιδί μου. Ένας μάλιστα, θέλοντας να τιμήσει τα λόγια του Αγίου Πνεύματος, θύμιαζε γύρω μας χαρούμενος.

Η έκπληξη και η απορία του Επιφανίου κορυφώθηκαν. Ο όσιος λοιπόν συνέχισε πιο αναλυτικά:

– Σε τρεις περιπτώσεις οι άγγελοι θυμιάζουν και μυρώνουν τους εκλεκτούς του Θεού: Πρώτον, όταν διαβάζουν τα ιερά βιβλία, οπότε τους κυκλώνουν για ν’ ακούσουν κι αυτοί. Δεύτερον, όταν προσεύχονται και συνομιλούν με το Θεό, οπότε συμπροσεύχονται κι εκείνοι με πόθο. Τρίτον, όταν υπομένουν για την αγάπη του Θεού κόπο, πόνο και τιμωρίες, οπότε τους μυρώνουν και τους παρακινούν στον αγώνα της ευσέβειας. Για την τελευταία περίπτωση θα σου πω την ακόλουθη ιστορία:

Κάποτε ο παραβάτης Ιουλιανός, ξεκινώντας να πολεμήσει τους Πέρσες, κατέβηκε στη Δάφνη (προάστιο της Αντιόχειας) για να θυσιάσει στο θεό Απόλλωνα. Ήθελε να πάρει χρησμό για την έκβαση του πολέμου. Ο δαίμονας όμως, που κατοικούσε στο άγαλμα, δεν μπορούσε να δώσει χρησμό, γιατί βρίσκονταν εκεί τα λείψανα του αγίου ιερομάρτυρος Βαβύλα και των τριών νηπίων.

Ο παραβάτης διέταξε τους Αντιοχείς να τα μετακομίσουν άφοβα. Τότε εκείνοι σήκωσαν τη σορό των αγίων και βάδιζαν ψάλλοντας: «Αισχυνθήτωσαν πάντες οι προσκυνούντες τοις γλυπτοίς, οι εγκαυχώμενοι εν τοις ειδώλοις αυτών».

Όταν τ’ άκουσε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε οργισμένος να συλλάβουν όσους ακολουθούσαν τη λιτανεία. Ανάμεσά τους συνέλαβαν κι έναν έφηβο δεκαπέντε χρονών, που λεγόταν Θεόδωρος. Τον παρουσίασαν στον βασιλιά, κι εκείνος πρόσταξε να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο και να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Έτσι κρεμασμένος υπέφερε πολλά βασανιστήρια. Όταν βράδιασε, τον κατέβασαν και τον έριξαν στη φυλακή.

Έμεινε εκεί μερικές μέρες, μέχρι που έλαβαν την είδηση πως ο βασιλιάς σκοτώθηκε στον πόλεμο. Τότε ελευθερώθηκε ο Θεόδωρος και γύρισε στο σπίτι του. «Αγαπημένε μας Θεόδωρε», τον ρωτούσαν εκεί συγγενείς και φίλοι, «τι ένιωθες όταν σε ξέσχιζαν κρεμασμένο στο ξύλο;»

Εκείνος τους αποκρίθηκε: «Στην αρχή υπέφερα με δυσκολία τον πόνο. Ύστερα όμως παρουσιάστηκαν μπροστά μου τέσσερις νέοι με όμορφα πρόσωπα και κατάλευκες στολές. Ο ένας κρατούσε μια λεκάνη αστραφτερή. Ο άλλος χρυσό μυροδοχείο με μύρο σαν ροδέλαιο. Οι άλλοι δύο κρατούσαν λευκά σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα. Ο ένας άδειασε το μύρο στη λεκάνη και, καθώς εκείνο εξατμιζόταν, ένιωθα σε κάθε εισπνοή να σκορπίζεται η ευωδία του σ’ όλα μου τα μέλη και να εξουδετερώνει τους φρικτούς πόνους. Ύστερα, ο ένας έβρεχε το πανί στη λεκάνη και το ‘βαζε στο πρόσωπό μου πολλή ώρα, ώστε με την ηδονή εκείνη να ξεχνάω τους πόνους. Όταν το έπαιρνε ο πρώτος, ήταν ο άλλος έτοιμος κι έβαζε το δικό του. Αυτό συνεχιζόταν μέχρι που με κατέβασαν οι δήμιοι από το ξύλο. Τότε όμως έφυγαν οι άγγελοι από κοντά μου και λυπήθηκα, γιατί στερήθηκα εκείνη τη γλυκύτατη ηδονή. Ήθελα να βασανιζόμουν ακόμη…»