Η Κυριακή Προσευχή – Ερμηνευτική Προσέγγιση

Βιβλίο ὑπό ἔκδοση

Η

ΚΥΡΙΑΚΗ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

 

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

 

ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ  2

Ἱερέως Γεωργίου Θανάσουλα

τοῦ καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου

 

Η

ΚΥΡΙΑΚΗ

ΠΡΟΣΕΥΧΗ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ

 

Περιεχόμενα

 

Περιεχόμενα. 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. 10

«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». 23

«Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου». 53

«Ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου». 67

«Γενηθήτω τὸ θέλημά σου,

ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». 85

«Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». 114

«Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,

ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». 141

«Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». 182

«Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις

καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.». 232

Ἀντὶ ἐπιλόγου. 245

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. 248

 

  • Ὅ­ταν σὺ δι­α­βά­ζης τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, ὁ Θε­ὸς μι­λά­ει σὲ σέ­να. Ὅ­ταν σὺ προ­σεύ­χε­σαι, σὺ μι­λᾶς στὸν Θε­ό. Ὅ­ταν σὺ λὲς τὸ «Πά­τερ ­μῶν», σὺ μι­λᾶς στὸν Θε­ὸ καὶ ὁ Θε­ὸς μι­λά­ει σὲ σέ­να.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Κά­θε στιγ­μὴ ποὺ περ­νά­ει, χω­ρὶς ὑ­περ­βο­λή, κά­που στὴν γῆ, σὲ ὅ­λα τὰ πλά­τη καὶ μή­κη αὐ­τῆς, λέ­γε­ται ἀ­δι­ά­κο­πα μί­α προ­σευ­χὴ μὲ τὰ ἴ­δι­α ἀ­κρι­βῶς λό­γι­α, εἴ­τε Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στι­α­νοὶ εἶ­ναι οἱ προ­σευ­χό­με­νοι, εἴ­τε σχι­σμα­τι­κοί, δη­λα­δὴ ὅ­σοι ἀ­νή­κουν στὶς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς ὁ­μο­λο­γί­ες, Κα­θο­λι­κοὶ-Δι­α­μαρ­τυ­ρό­με­νοι-Προ­τε­στάν­τες ἢ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς λέ­γον­ται. Καὶ ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ τὸ γνω­στὸ σὲ ὅ­λους μας, μι­κροὺς καὶ με­γά­λους, μορ­φω­μέ­νους καὶ ἀ­γράμ­μα­τους, μαύ­ρους καὶ λευ­κούς, πλού­σι­ους καὶ πτω­χούς, ἄρ­χον­τες καὶ ἀρ­χο­μέ­νους, τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν», ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι θε­ο­δί­δα­κτος καὶ ὠ­νο­μά­σθη­κε «Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χή», δι­ό­τι τὴν ἐ­δί­δα­ξε ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός.

«Ὁ Κύ­ρι­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός», λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Νε­κτά­ρι­ος, «ἀ­φοῦ δί­δα­ξε τὸν τρό­πο τοῦ πῶς νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε, δί­νει καὶ τὸν τύ­πον αὐ­τῆς».1

Γι­ὰ πρώ­τη φο­ρά τὴν δί­δα­ξε, κα­τὰ τὸν Εὐ­αγ­γε­λι­στὴ Ματ­θαῖ­ο, κα­τὰ τὴν πε­ρί­φη­μον ἐ­πὶ τοῦ Ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α του. Νο­μο­θε­τῶν πε­ρὶ τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς προ­σευ­χῆς τῶν πι­στῶν, δὲν πε­ρι­ω­ρί­σθη νὰ μᾶς δι­δά­ξη τοὺς κα­νό­νες τῆς εἰ­λι­κρι­νοῦς προ­σευ­χῆς, ἀλ­λ’ εὐ­δό­κη­σε νὰ μᾶς δώ­ση καὶ τὸν ἄ­ρι­στον τύ­πον, νὰ μᾶς δι­δά­ξη πῶς πρέ­πει νὰ προ­σευ­χώ­με­θα: «Οὕ­τως οὖν προ­σεύ­χε­σθε ὑ­μεῖς» (Ματθ. 6, 9-13). Τὴν ἔ­δω­κε, δη­λα­δή, ὄ­χι δι­ὰ νὰ εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὰς πολ­λάς προ­σευ­χάς, τὰς ὁ­ποί­ας χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ ἀ­νὰ τοὺς αἰ­ῶ­νας πι­στοί, προ­σευ­χό­με­νοι κα­τ’ ἰ­δί­αν, ἀλ­λὰ δι­ὰ νὰ εἶ­ναι ἡ κο­ρω­νὶς καὶ τὸ τέ­λει­ον ὑ­πό­δειγ­μα αὐ­τῶν.2

Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ κατὰ τὴν ἐκδοχὴν τοῦ Ματθαίου ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς·

ἁ­γι­α­σθή­τω τὸ ὄ­νο­μά σου·

ἐλ­θέ­τω ἡ βα­σι­λεί­α σου·

γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου, ὡς ἐν οὐ­ρα­νῷ καὶ ἐ­πὶ τῆς γῆς·

τὸν ἄρ­τον ἡ­μῶν τὸν ἐ­πι­ού­σι­ον δὸς ἡ­μῖν σή­με­ρον·

καὶ ἄ­φες ἡ­μῖν τὰ ὀ­φει­λή­μα­τα ἡ­μῶν, ὡς καὶ ἡ­μεῖς ἀ­φί­ε­μεν τοῖς ὀ­φει­λέ­ταις ἡ­μῶν·

καὶ μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς ἡ­μᾶς εἰς πει­ρα­σμόν. ἀλ­λὰ ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τοῦ πο­νη­ροῦ.

Ὅ­τι σοῦ ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α καὶ ἡ δύ­να­μις καὶ ἡ δό­ξα εἰ τοὺς αἰ­ῶ­νας· ἀ­μήν».

Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς το­πο­θε­τεῖ τὴν πα­ρά­δο­ση τῆς προ­σευ­χῆς κα­τὰ τὴν τε­λευ­ταί­α πο­ρεί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ πρὸς τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα καὶ λί­γο πρὸ τοῦ Πά­θους, ὅ­που θὰ προ­σέ­φε­ρε ἑ­κου­σί­ως τὴν θυ­σί­α τῆς Ἁ­γί­ας του ζω­ῆς. Ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς προ­σευ­χῆς, λέ­γει ὁ Λου­κᾶς στὸ κεφ. 11, 1-4, ἔ­γι­νε κα­τό­πιν αἰ­τή­μα­τος ἑ­νὸς ἐκ τῶν Μα­θη­τῶν του:

«Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ εἶ­ναι αὐ­τὸν ἐν τό­πῳ τι­νὶ προ­σευ­χό­με­νον, ὡς ἐ­παύ­σα­το, εἶ­πέ τις τῶν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ πρὸς αὐ­τόν· Κύ­ρι­ε, δί­δα­ξον ἡ­μᾶς προ­σεύ­χε­σθαι, κα­θὼς καὶ Ἰ­ω­άν­νης ἐ­δί­δα­ξε τοὺς μα­θη­τάς αὐ­τοῦ. Εἶ­πε δὲ αὐ­τοῖς· ὅ­ταν προ­σεύ­χη­σθε, λέ­γε­τε:

Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς·

ἁ­γι­α­σθή­τω τὸ ὄ­νο­μά σου·

ἐλ­θέ­τω ἡ βα­σι­λεί­α σου·

γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου, ὡς ἐν οὐ­ρα­νῷ καὶ ἐ­πὶ τῆς γῆς·

τὸν ἄρ­τον ἡ­μῶν τὸν ἐ­πι­ού­σι­ον δί­δου ἡ­μῖν τὸ κα­θ’ ἡ­μέ­ραν·

καὶ ἄ­φες ἡ­μῖν τὰς ἁ­μαρ­τί­ας ἡ­μῶν·

καὶ γὰρ αὐ­τοὶ ἀ­φί­ε­μεν παν­τὶ τῷ ὀ­φεί­λον­τι ἡ­μῖν·

καὶ μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς ἡ­μᾶς εἰς πει­ρα­σμόν, ἀλ­λὰ ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τοῦ πο­νη­ροῦ».

Ὑ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρὲς στὸ κεί­με­νο τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς με­τα­ξύ τοῦ Ματ­θαί­ου καὶ τοῦ Λου­κᾶ. Ἀ­πὸ αὐ­τὸ φαί­νε­ται, ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς δὲν ἀ­πο­σκο­ποῦ­σε νὰ προσ­δέ­ση τοὺς μα­θη­τές του σὲ μό­νο τὶς λέ­ξεις, τὶς ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε στὸν τύ­πο τῆς προ­σευ­χῆς, δι­ό­τι σ’ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­πτω­ση δὲν ὑ­πῆρ­χαν οἱ δι­α­φο­ρὲς με­τα­ξύ τοῦ Ματ­θαί­ου καὶ τοῦ Λου­κᾶ. Ὁ Κύ­ρι­ος θέ­λη­σε γε­νι­κῶς καὶ κα­τὰ τὶς κύ­ρι­ες αὐ­τοῦ γραμ­μὲς νὰ μᾶς δώ­ση ἐ­κεῖ­νο τὸν τύ­πο τῆς προ­σευ­χῆς, ποὺ θὰ εἶ­ναι ἀ­ρε­στὴ στὸν Θε­ό, καὶ μᾶς ἀ­φή­νει ἐ­λευ­θέ­ρους νὰ δι­α­μορ­φώ­νω­με ἐ­μεῖς τὸ πνεῦ­μα τῆς προ­σευ­χῆς μας.3

Ὁ Κύ­ρι­ος μὲ τὴν Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ δί­νει ἐ­δῶ πε­ρί­λη­ψη ὅ­λων τῶν προ­σευ­χῶν, ἡ ὁ­ποί­α ὅ­μως κα­λύ­πτει ὅ­λες τὶς ἐ­πί­γει­ες καὶ πνευ­μα­τι­κὲς ἀ­νάγ­κες τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ ἐ­πὶ πλέ­ον ἐκ­φρά­ζει ὅ­λους τοὺς οὐ­ρα­νί­ους πό­θους κά­θε φι­λό­θε­ης ψυ­χῆς, χω­ρὶς νὰ θέ­τη σὲ ἀ­χρη­στί­α κά­θε ἄλ­λη προ­σευ­χή. Δί­νει ὅ­μως ὑ­πό­δειγ­μα καὶ πρό­τυ­πο γι­ὰ ὅ­λες τὶς προ­σευ­χές, δει­κνύ­ον­τας ποι­ὲς προ­σευ­χὲς καὶ μὲ ποι­ὸ πνεῦ­μα πρέ­πει νὰ ἀ­πευ­θύ­νων­ται πρὸς τὸν Θε­όν.

Μὲ τὴν προ­σευ­χὴ αὐ­τὴν ὁ Μεσ­σί­ας ἀ­πο­δί­δει μὲ ἀν­θρώ­πι­νη γλῶσ­σα «τοὺς ἀ­λα­λή­τους στε­ναγ­μοὺς» μὲ τοὺς ὁ­ποί­ους τὸ «Πνεῦ­μα ὑ­πε­ρεν­τυγ­χά­νει ὑ­πὲρ ἡ­μῶν». Καὶ ἄν ἦ­ταν ἀ­λή­θει­α, ὅ­τι γι­ὰ κά­θε ἕ­να ἀ­πὸ τὰ αἰ­τή­μα­τα δύ­ναν­ται νὰ εὑ­ρε­θοῦν πα­ράλ­λη­λα αἰ­τή­μα­τα στὶς Ἰ­ου­δα­ϊ­κὲς προ­σευ­χές, ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ σὰν σύ­νο­λο θὰ πα­ρέ­με­νε καὶ πά­λι ἀ­πα­ρά­μιλ­λος. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι ἀ­λη­θές. Πα­ράλ­λη­λα αἰ­τή­μα­τα τοῦ «Γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου» καὶ τοῦ «Τὸν ἄρ­τον ἡ­μῶν τὸν ἐ­πι­ού­σι­ον δὸς ἡ­μῖν σή­με­ρον» ἀ­να­ζη­τοῦν­ται ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα. Κά­ποι­α δὲ ἀ­πὸ τὰ πα­ράλ­λη­λα αἰ­τή­μα­τα ποὺ προ­σή­χθη­σαν δι­ὰ τὰ ἄλ­λα αἰ­τή­μα­τα εἶ­ναι ἴ­σως με­τα­γε­νέ­στε­ρα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς καὶ εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἐ­λή­φθη­σαν ἀ­πὸ αὐ­τήν. Θὰ ἦ­το πράγ­μα­τι ἐκ­πλη­κτι­κόν, ἐ­ὰν ὅ­λα τὰ αἰ­τή­μα­τα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς ἦ­σαν νέ­α καὶ ἐ­ὰν στὶς προ­σευ­χές, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἐ­χρη­σι­μο­ποι­οῦν­το ἀ­πὸ τὸν λα­ὸν τοῦ Θε­οῦ, δὲν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τε τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ νὰ μὴ μπο­ρῆ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­ση καὶ γι­ὰ τὴν οἰ­κο­δο­μὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας του.

Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ εἶ­ναι καρ­πὸς τῆς Θρη­σκευ­τι­κῆς πεί­ρας τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, τὴν ὁ­ποί­α ἀ­νύ­ψω­σε στὸ ἀ­πό­γει­όν της μὲ τὴν πεῖ­ραν του ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Ἀν­θρώ­που. Αὐ­τὴ λοι­πὸν ἡ Προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἑ­πό­με­νον νὰ πε­ρι­έ­χη και­νού­ρι­α καὶ πα­λαι­ὰ στοι­χεῖ­α.

Ὡς πρὸς τὸν ἀ­ριθ­μὸ δὲ τῶν αἰ­τη­μά­των της δὲν ἔ­χει ἐ­πι­τευ­χθῆ συμ­φω­νί­α ἀ­πὸ τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ ἑρ­μη­νευ­τές, ὅ­πως συ­νέ­βη καὶ μὲ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν Μα­κα­ρι­σμῶν. Ἔτ­σι, ἄλ­λοι μὲν κα­θο­ρί­ζουν αὐ­τὰ τὰ αἰ­τή­μα­τα σὲ πέν­τε, ἄλ­λοι σὲ ἕ­ξι καὶ ἄλ­λοι σὲ ἑ­πτά. Ὁ ἀ­ριθ­μὸς ἑ­πτὰ εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κὸς ἀ­ριθ­μὸς καὶ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται δι­ὰ τοῦ ὑ­πο­λο­γι­σμοῦ τοῦ αἰ­τή­μα­τος «καὶ μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς ἡ­μᾶς εἰς πει­ρα­σμόν», «ἀλ­λὰ ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ» σὰν δύ­ο αἰ­τή­μα­τα. Τὰ ἕ­ξι αἰ­τή­μα­τα μει­ώ­νον­ται σὲ πέν­τε, ἐ­ὰν θε­ω­ρή­σω­με τὸ αἴ­τη­μα «ἁ­γι­α­σθή­τω τὸ ὄ­νο­μά σου» σὰν ἔκ­φρα­ση ὕ­μνου μᾶλ­λον πα­ρὰ σὰν αἴ­τη­μα, κα­τὰ τὸν ὕ­μνον: «Εὐ­λο­γη­τὸς ὁ Θε­ὸς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ». Ἀλ­λὰ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ δύ­ο ἴ­σα μέ­ρη, κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α πε­ρι­λαμ­βά­νει τρί­α αἰ­τή­μα­τα.4

Ὁ ἅ­γι­ος Νε­κτά­ρι­ος γρά­φει ὅ­τι ὁ τύ­πος αὐ­τῆς τῆς προ­σευ­χῆς δι­αι­ρεῖ­ται σὲ τρί­α μέ­ρη: εἰς τὸν πρό­λο­γον, εἰς τὴν ὑ­πό­θε­σιν καὶ εἰς τὸν ἐ­πί­λο­γον. Καὶ πρό­λο­γος μὲν εἶ­ναι τό: «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ἐ­πί­λο­γος δὲ τό: «Ὅ­τι σοῦ ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α καὶ ἡ δύ­να­μις καὶ ἡ δό­ξα εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας· ἀ­μήν». Τὸ δὲ μέ­σον εἶ­ναι ἡ ὑ­πό­θε­σις.5

Ὅ­πως στὶς δέ­κα ἐν­το­λὲς τὸ πρῶ­το μέ­ρος ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸν Θε­ὸ καὶ τὸ δεύ­τε­ρο στὸν ἄν­θρω­πο, ἔτ­σι καὶ στὴν Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ μὲ τὰ τρί­α πρῶ­τα αἰ­τή­μα­τα ζη­τᾶ­με τὴν δό­ξα τοῦ οὐ­ρα­νί­ου Πα­τέ­ρα μας, καὶ μὲ τὰ τρί­α τε­λευ­ταῖ­α ζη­τᾶ­με αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι ὠ­φέ­λι­μα γι­ά μᾶς καὶ τὸν πλη­σί­ον μας.

Σὲ κά­θε τρι­ά­δα ὑ­πάρ­χει πρό­ο­δος. Στὴν πρώ­τη Τρι­ά­δα ὁ ἁ­γι­α­σμὸς τοῦ θεί­ου ὀ­νό­μα­τος ὁ­δη­γεῖ στὴν ἔ­λευ­ση τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τὴ δὲ πά­λι ὁ­δη­γεῖ στὴν τέ­λει­α ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ Θεί­ου θε­λή­μα­τος. Στὴν δεύ­τε­ρη τρι­ά­δα αἰ­τη­μά­των ἡ ἐ­πί­τευ­ξη τῶν ἀ­γα­θῶν πα­ρα­κο­λου­θεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση τοῦ κα­κοῦ, τοῦ πα­ρελ­θόν­τος καὶ τοῦ μέλ­λον­τος. Ἡ θαυ­μά­σι­α αὐ­τὴ ἀ­να­λο­γί­α καὶ ἀ­νά­πτυ­ξη τῶν αἰ­τη­μά­των δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ εἶ­ναι τυ­χαί­α· καὶ σὲ ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἔ­κτα­ση καὶ ἄν χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε πα­λαι­ὸ ὑ­λι­κὸ σ’ αὐ­τὴν τὴν προ­σευ­χή, αὐ­τὴ συ­νε­τέ­θη μὲ τὸ πνεῦ­μα Ἐ­κεί­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε: «ἰ­δοὺ και­νὰ πάν­τα ποι­ῶ» (Ἀ­ποκ. 21, 5).6

Ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της γρά­φει: Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ δι­αι­ρεῖ­ται, ἀ­πὸ τὴν μί­α πλευ­ρά, σὲ ἐν­νέ­α τμή­μα­τα, σύμ­φω­να μὲ τὰ ἐν­νέ­α τάγ­μα­τα τῶν οὐ­ρα­νί­ων ἀγ­γέ­λων. Αὐ­τὸ ὀ­φεί­λε­ται στὸ ὅ­τι ἀ­να­βι­βά­ζει τὸν ἄν­θρω­πο στὸ ἐ­πί­πε­δο τῆς ἐρ­γα­σί­ας καὶ τῆς ἀ­ξί­ας τῶν ἀγ­γε­λι­κῶν δυ­νά­με­ων. Ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ χω­ρί­ζε­ται σὲ τρί­α μέ­ρη: στὸ προ­οί­μι­ο ἢ πρό­λο­γο, στὰ ἑ­πτὰ αἰ­τή­μα­τα καὶ στὸν ἐ­πί­λο­γο. Καὶ αὐ­τό, γι­α­τί τρί­α εἶ­ναι τὰ πρό­σω­πα τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ὁ Θε­ός, ὁ Υἱ­ὸς καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Ἐ­πί­σης τρί­α εἶ­ναι τὰ τάγ­μα­τα τῶν δι­καί­ων σύμ­φω­να μὲ τὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ σπό­ρου. Ἄλ­λοι ποὺ καρ­πο­φο­ροῦν ὡς τὰ ἑ­κα­τὸ, ἄλ­λοι ὡς τὰ ἑ­ξῆν­τα καὶ ἄλ­λοι ὡς τὰ τρι­άν­τα. Τρεῖς εἶ­ναι κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ οἱ θε­ω­ρί­ες: Ἡ θε­ω­ρί­α τῶν αἰ­σθη­τῶν κτι­σμά­των, τῶν νο­η­τῶν καὶ τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Τρί­α ἦ­ταν καὶ τὰ εἴ­δη τοῦ ξύ­λου στὸν Πα­ρά­δει­σο: Τὸ ἕ­να ἁ­πλὰ γι­ὰ νὰ ζῆ ὁ ἄν­θρω­πος, τὸ ἄλ­λο γι­ὰ νὰ ζῆ εὐ­χά­ρι­στα καὶ τὸ τρί­το γι­ὰ νὰ ζῆ καὶ εὐ­χά­ρι­στα καὶ αἰ­ώ­νι­α.

 Ἀ­γα­πη­τέ μου, δὲς τὴν θαυ­μα­στὴ σο­φί­α τοῦ Κυ­ρί­ου μας ποὺ γνω­ρί­ζει ὅ­τι τρί­α εἶ­ναι τὰ πράγ­μα­τα ποὺ σώ­ζουν τὸν ἄν­θρω­πο: ἡ πί­στη, ἡ πρά­ξη καὶ ἡ θε­ω­ρί­α. Πρῶ­τον, κά­ποι­ος ἀ­κού­ον­τας πι­στεύ­ει. Δεύ­τε­ρον, μὲ τὶς πρά­ξεις του ἐρ­γά­ζε­ται τὶς ἐν­το­λές. Καὶ τρί­τον, ἀ­ξι­ώ­νε­ται νὰ ἑ­νω­θῆ μὲ τὸν Θε­ὸν μὲ νο­ε­ρὴ αἴ­σθη­ση καὶ πλη­ρο­φο­ρί­α μέ­σῳ τῆς θε­ω­ρί­ας. Δη­λα­δὴ μὲ τὴν θε­ω­ρη­τι­κὴ πί­στη ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἐ­κεῖ­να ποὺ πί­στε­ψε μὲ τὴν ἐξ ἀ­κο­ῆς πί­στη. Ἐ­πει­δὴ ὁ Κύ­ρι­ος τὰ γνω­ρί­ζει αὐ­τά, συ­νέ­τα­ξε μὲ θαυ­μα­στὴ σο­φί­α τὴν Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χή. Ἄρ­χι­σε τὸ προ­οί­μι­ο ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λαι­ο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ τὸ θε­με­λί­ω­σε στὴν πί­στη. Ὕ­στε­ρα πρό­σθε­σε τὰ αἰ­τή­μα­τα ποὺ ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ ἐ­φαρ­μο­γὴ τῶν ἐν­το­λῶν. Ἐ­πι­σφρα­γί­ζει τὸν ἐ­πί­λο­γο μὲ τὸ ἴ­δι­ο κε­φά­λαι­ο τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ πί­στης, ἐ­πει­δὴ Αὐ­τὸς εἶ­ναι τὸ Ἄλ­φα καὶ τὸ Ὠ­μέ­γα, ἡ ἀρ­χὴ καὶ τὸ τέ­λος τῶν σω­ζο­μέ­νων πι­στῶν.

Ὁ Κύ­ρι­ος ἐ­νέ­τα­ξε αὐ­τὴν τὴν δι­δα­σκα­λί­α στὴν προ­σευ­χὴ καὶ ὄ­χι σὲ ἄλ­λη ἀ­ρε­τή, ἀ­φ’ ἑ­νὸς ἐ­πει­δὴ ἐ­κεί­νη ἡ στιγ­μὴ ἦ­ταν κα­τάλ­λη­λη, δι­ό­τι οἱ Ἀ­πό­στο­λοι Τὸν πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τοὺς δι­δά­ξη πῶς νὰ προ­σεύ­χων­ται, ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου δι­ό­τι κά­θε ἀ­ρε­τὴ ἀ­πο­κτᾶ­ται μὲ τὴν προ­σευ­χή. Ἄν κά­ποι­ος ἐ­ρευ­νή­ση μὲ προ­σο­χή, θὰ βρῆ καὶ τὴν ἀ­γά­πη, ποὺ εἶ­ναι τὸ κε­φά­λαι­ο ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται πάν­τα ἀ­πὸ τὴν προ­σευ­χή. Ἡ προ­σευ­χὴ μὲ τὴν ἀ­γά­πη ἀρ­χί­ζει καὶ μὲ τὴν ἀ­γά­πη γί­νε­ται τέ­λει­α. Καὶ ἡ ἀ­γά­πη μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ἐν­δυ­να­μώ­νε­ται καὶ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ γί­νε­ται καὶ αὐ­τὴ τέ­λει­α.7

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­δε πάν­το­τε τὴν Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ ὡς τὴν κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν Χρι­στι­α­νι­κὴ προ­σευ­χὴ καὶ ὡς τὸ προ­σφι­λέ­στε­ρο θέ­μα, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­σχο­λή­θη­καν οἱ Πα­τέ­ρες ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Τερ­τυλ­λι­α­νὸς θε­ω­ροῦ­σε τὴν προ­σευ­χὴ σὰν μί­α ἐ­πι­το­μὴ καὶ σύν­δε­ση τό­σο τῆς Πα­λαι­ᾶς ὅ­σο καὶ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης. «Σὲ λί­γες μό­νο λέ­ξεις, συ­νο­ψί­ζει τὰ ρη­τὰ τῶν Προ­φη­τῶν, τὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α, τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, τὶς ὁ­μι­λί­ες, τὶς πα­ρα­βο­λές, τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα καὶ τὰ ἐν­τάλ­μα­τα τοῦ Κυ­ρί­ου καί, συγ­χρό­νως, ἐκ­πλη­ρώ­νον­ται τό­σο πολ­λὲς ἀ­πὸ τὶς ἀ­νάγ­κες μας. Στὴν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ Πα­τέ­ρα, τι­μᾶ­με τὸν Θε­ό· στὸ ὄ­νο­μα ὑ­πάρ­χει ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στης· στὸ θέ­λη­μά του εἶ­ναι ἡ προ­σφο­ρὰ τῆς ὑ­πα­κο­ῆς· στὴν βα­σι­λεί­α κα­τα­γρά­φε­ται ἡ ἐλ­πί­δα· στὸ ψω­μὶ βρί­σκε­ται τὸ αἴ­τη­μα γι­ὰ ζω­ή· στὸ αἴ­τη­μα γι­ὰ συγ­χώ­ρη­ση εἶ­ναι ἡ ὁ­μο­λο­γί­α τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν· στὸ αἴ­τη­μα γι­ὰ προ­στα­σί­α εἶ­ναι ὁ φό­βος τοῦ πει­ρα­σμοῦ. Γι­α­τί ἀ­πο­ροῦ­με; Μό­νο ὁ Θε­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μᾶς δι­δά­ξη πῶς θὰ ἤθε­λε νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε» (De O­r­a­t­i­o­ne 9, 1- 3).8

Πο­λὺ εὔ­στο­χα λοι­πὸν ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ «σύ­νο­ψη ὁ­λο­κλή­ρου τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου» (Κυ­πρι­α­νὸς Καρ­χη­δό­νος, R­a­t­r­o­l­o­g­ia L­a­t­i­na I. 1255). Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς ἐ­ρή­μου ρώ­τη­σαν τὸν Μέ­γα Γέ­ρον­τα, τὸν ἀβ­βᾶ Βαρ­σα­νού­φι­ο, τί εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο, νὰ προ­σεύ­χων­ται μὲ τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» ἢ μὲ τὸ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὲ, ἐ­λέ­η­σόν με». Ἐ­πί­σης τὸν ρώ­τη­σαν ἄν τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» εἶ­ναι προ­σευ­χὴ ποὺ μπο­ροῦν νὰ τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦν μό­νο οἱ τέ­λει­οι, καὶ ἔ­δω­κε τὴν ἑ­ξῆς ἀ­πάν­τη­ση:

Τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» δό­θη­κε καὶ γι­ὰ τοὺς τέ­λει­ους καὶ γι­ὰ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, ὥ­στε οἱ τέ­λει­οι, γνω­ρί­ζον­τας τί­νος εἶ­ναι Υἱ­οί, νὰ φρον­τί­σουν νὰ μὴ χά­σουν τὴν υἱ­ό­τη­τα. Καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἀ­πο­κα­λῶν­τας ἀ­να­ξί­ως Πα­τέ­ρα Ἐ­κεῖ­νον ποὺ πολ­λὲς φο­ρὲς ἔ­χουν λυ­πή­σει, νὰ ντρα­ποῦν καὶ νὰ ἔλ­θουν σὲ με­τά­νοι­α. Ἀλ­λ’ ὅ­μως, νο­μί­ζω, μᾶλ­λον πε­ρισ­σό­τε­ρο ἁρ­μό­ζει στοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν». Δι­ό­τι, τὸ νὰ πῆ κα­νεὶς «συγ­χώ­ρη­σέ μας τὰ ὀ­φει­λή­μα­τα», εἶ­ναι τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν· γι­α­τί ποι­ὰ ὀ­φει­λή­μα­τα ἔ­χουν οἱ τέ­λει­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­χουν γί­νει υἱ­οὶ τοῦ Ἐ­που­ρά­νι­ου Πα­τέ­ρα; Ἀλ­λὰ καὶ πά­λι, τὸ νὰ πῆς «μὴ μᾶς ἀ­φή­σης νὰ πέ­σω­με σὲ πει­ρα­σμό, ἀλ­λὰ γλύ­τω­σέ μας ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρό», εἶ­ναι ἰ­σο­δύ­να­μο μὲ τὸ «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στὲ, ἐ­λέ­η­σέ με καὶ βο­ή­θη­σέ με».9

Ὁ ἅ­γι­ος Μά­ξι­μος ὁ ὁ­μο­λο­γη­τής, μὲ τὸν πε­ρι­ε­κτι­κό του λό­γο, μᾶς συμ­βου­λεύ­ει: Συμ­φέ­ρει νὰ γνω­ρί­σω­με τὴν δύ­να­μιν τῆς Προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ νὰ τὴν κά­νω­με πρά­ξη. Γι­α­τί ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ μὲ τρό­πο συ­νο­πτι­κὸ πε­ρι­έ­χει κρυμ­μέ­νο μυ­στι­κὰ ὅ­λο τὸν σκο­πὸ ὅ­σων ἀ­νε­φέρ­θη­καν, ἤ, γι­ὰ νὰ κυ­ρι­ο­λε­κτή­σω, τὸν κη­ρύτ­τει κα­θα­ρὰ σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χουν δε­κτι­κὸ νοῦ. Ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ πε­ρι­έ­χει αἴ­τη­ση ὅ­λων ὅ­σων προ­ξέ­νη­σε μὲ τὴν κέ­νω­σή του κα­τὰ τὴν σάρ­κω­ση ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ καὶ δι­δά­σκει νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κω­με ἐ­κεῖ­να τὰ ἀ­γα­θά, τὰ ὁ­ποῖ­α μό­νο ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τέ­ρας, μέ­σῳ τῆς φυ­σι­κῆς με­σι­τεί­ας τοῦ Υἱ­οῦ, χο­ρη­γεῖ ἀ­λη­θι­νὰ μὲ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Ἐ­πει­δὴ με­σί­της Θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­πων- κα­τὰ τὸν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο- εἶ­ναι ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς (Α΄ Τιμ. 2, 5), κα­θὼς μὲ τὴν σάρ­κω­σή του φα­νε­ρώ­νει στοὺς ἀν­θρώ­πους τὸν Πα­τέ­ρα ποὺ ἀ­γνο­οῦ­σαν, καὶ στὸν Πα­τέ­ρα φέρ­νει μέ­σῳ τοῦ Πνεύ­μα­τος τοὺς ἀν­θρώ­πους συμ­φι­λι­ω­μέ­νους μὲ Αὐ­τὸν (Ἐ­φεσ. 2, 18), γι­ὰ χά­ρη τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ὁ­ποί­ων ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­στῆ με­τα­βο­λή. Καὶ ἔ­γι­νε δι­δά­σκα­λος καὶ αὐ­τουρ­γὸς πολ­λῶν νέ­ων μυ­στη­ρί­ων τό­σον ὥ­στε δὲν μπο­ρεῖ πο­τὲ ὁ λό­γος νὰ τὰ συλ­λά­βη στὸ πλῆ­θος καὶ τὸ μέ­γε­θός τους.

Ἀ­πὸ αὐ­τά, φαί­νε­ται πὼς δώ­ρι­σε μὲ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ με­γα­λο­δω­ρί­α στοὺς ἀν­θρώ­πους ἑ­πτά, γε­νι­κώ­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα, καὶ αὐ­τῶν τὴν δύ­να­μη, κα­θὼς εἶ­πα, πε­ρι­έ­χει μυ­στι­κὰ ὁ σκο­πὸς τῆς προ­σευ­χῆς. Αὐ­τὰ εἶ­ναι: Θε­ο­λο­γί­α, υἱ­ο­θε­σί­α μὲ τὴν χά­ρι, ἰ­σο­τι­μί­α πρὸς τοὺς ἀγ­γέ­λους, με­το­χὴ στὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή, ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς φύ­σε­ως ποὺ στρέ­φε­ται ἀ­πα­θῶς στὸν ἑ­αυ­τό της, κα­τά­λυ­ση τοῦ νό­μου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ κα­τάρ­γη­ση τῆς τυ­ραν­νί­ας τοῦ πο­νη­ροῦ ποὺ κυ­ρι­άρ­χη­σε πά­νω μας μὲ ἀ­πά­τη.

Ἄς ἐ­ξε­τά­σου­με λοι­πὸν τὴν ἀ­λή­θει­α τῶν λε­γο­μέ­νων:

  1. Θε­ο­λο­γί­α δι­δά­σκει ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ μὲ τὴν σάρ­κω­σή του, κα­θὼς φα­νε­ρώ­νει στὸν ἑ­αυ­τὸ του τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Γι­α­τί ὅ­λος ὁ Πα­τέ­ρας καὶ ὅ­λον τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα ἦ­ταν κα­τὰ τὴν οὐ­σί­α σὲ ὅ­λον τε­λεί­ως τὸν Υἱ­ὸν κα­τὰ τὴν σάρ­κω­σή του, χω­ρὶς Αὐ­τοὶ νὰ σαρ­κω­θοῦν, ἀλ­λὰ ὁ μὲν Πα­τέ­ρας εὐ­δο­κοῦ­σε, τὸ δὲ Πνεῦ­μα συ­νερ­γοῦ­σε μὲ τὸν Υἱ­ὸν ποὺ δε­χό­ταν ὁ ἴ­δι­ος τὴν σάρ­κω­ση, ἀ­φοῦ βέ­βαι­α ὁ Λό­γος ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νὰ ἔ­χη Νοῦ καὶ Ζω­ή, μὴ χω­ρῶν­τας σὲ ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τε ἄλ­λο κα­τὰ τὴν οὐ­σί­α του, πα­ρὰ μό­νο στὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ Πνεῦ­μα πραγ­μα­το­ποι­ῶν­τας τὴν ὑ­πο­στα­τι­κή του ἕ­νω­ση μὲ τὴν σάρ­κα ἀ­πὸ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο.
  2. Υἱ­ο­θε­σί­α πα­ρέ­χει, χα­ρί­ζον­τας τὴν ὑ­πὲρ φύ­ση οὐ­ρά­νι­α γέν­νη­ση καὶ συν­θέ­ω­ση μὲ τὴν χά­ρι τοῦ Πνεύ­μα­τος. Αὐ­τὸ ποὺ φυ­λά­γει κα­τὰ Θε­ὸν καὶ δι­α­τη­ρεῖ τὴν υἱ­ο­θε­σί­α, εἶ­ναι ἡ προ­αί­ρε­ση ἐ­κεί­νων ποὺ ἔ­λα­βαν αὐ­τὴν τὴν γέν­νη­ση, ἡ προ­αί­ρε­ση ποὺ δέ­χε­ται μὲ εἰ­λι­κρι­νῆ δι­ά­θε­ση τὴν χά­ρι ποὺ δό­θη­κε καὶ ποὺ ὀ­μορ­φαί­νει πι­ὸ πο­λὺ μὲ τὴν ἐρ­γα­σί­α τῶν ἐν­το­λῶν τὸ κάλ­λος ποὺ δό­θη­κε κα­τὰ χά­ρι. Αὐ­τὴ μὲ τὴν ἀ­πο­βο­λὴ τῶν πα­θῶν οἰ­κει­ο­ποι­εῖ­ται τό­σο πο­λὺ τὴν Θε­ό­τη­τα, ὅ­σο ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ μὲ τὴν ἑ­κού­σι­α κέ­νω­σή του ἀ­πὸ τὴν ὑ­ψη­λὴ δό­ξα του κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­αν ἔ­γι­νε ἀ­λη­θι­νὰ ἄν­θρω­πος.
  3. Ἰ­σο­τι­μί­α: Ἔ­κα­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους ἰ­σό­τι­μους μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους, ὄ­χι μό­νον ἐ­πει­δὴ μὲ τὸ αἷ­μα τοῦ Σταυ­ροῦ του εἰ­ρη­νο­ποί­η­σε τὰ ἐ­πί­γει­α καὶ τὰ ἐ­που­ρά­νι­α (Κο­ριν. 1, 20) καὶ κα­ταρ­γῶν­τας τὶς ἐ­χθρι­κὲς δυ­νά­μεις ποὺ βρί­σκον­ται στὴν πε­ρι­ο­χὴ με­τα­ξὺ οὐ­ρα­νοῦ καὶ γῆς ἔ­δει­ξε πὼς ὑ­πάρ­χει μί­α σύ­να­ξη τῶν ἐ­πι­γεί­ων καὶ τῶν οὐ­ρα­νί­ων δυ­νά­με­ων γι­ὰ τὴν δι­α­νο­μὴ τῶν θεί­ων δώ­ρων, κα­θὼς ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση γε­μά­τη ἀ­γαλ­λί­α­ση μὲ μί­α κοι­νὴ θέ­λη­ση συμ­ψάλ­λει μὲ τὶς οὐ­ρά­νι­ες δυ­νά­μεις τὴν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ κι ἐ­πει­δή, με­τὰ τὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς γι­ὰ χά­ρη μας οἰ­κο­νο­μί­ας, κα­θὼς ἀ­να­λή­φθη­κε στοὺς οὐ­ρα­νοὺς μα­ζὶ μὲ τὸ σῶ­μα ποὺ εἶ­χε προσ­λά­βει, ἕ­νω­σε μέ­σῳ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του τὴν γῆ μὲ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ σύ­να­ψε τὰ αἰ­σθη­τὰ μὲ τὰ νο­η­τὰ καὶ ἔ­δει­ξε μί­α κτι­στὴ φύ­ση, ποὺ, πα­ρὰ τὶς ἀ­κρό­τη­τες τῶν με­ρῶν της, εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­νη μὲ τὸν ἑ­αυ­τόν της μὲ τὴν ἀ­ρε­τὴ καὶ τὴν ἐ­πί­γνω­ση τῆς πρώ­της Αἰ­τί­ας. Ἔ­δει­χνε, νο­μί­ζω, μὲ ὅ­σα κα­τὰ μυ­στι­κὸ τρό­πο ἐ­πι­τε­λοῦ­σε, ὅ­τι ὁ λό­γος εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση τῶν δι­ῃ­ρη­μέ­νων, ἐ­νῷ ἡ ἀ­λο­γί­α δι­αί­ρε­ση τῶν ἑ­νω­μέ­νων. Ἄς μά­θω­με, ἑ­πο­μέ­νως, νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κω­με τὴν λο­γο­ποί­η­ση μὲ τὴν πρα­κτι­κὴ ἀ­ρε­τή, γι­ὰ νὰ μὴ ἑ­νω­θοῦ­με μό­νο μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους μέ­σῳ τῆς ἀ­ρε­τῆς, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὸν Θε­ὸ μέ­σῳ τῆς γνώ­σε­ως, κα­τὰ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­σή μας ἀ­πὸ τὰ ὄν­τα.
  4. Με­το­χὴ στὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή: Με­τα­δί­δει θεί­α ζω­ὴ κά­νον­τας τὸν Ἑ­αυ­τὸ του τρο­φή μας, ὅ­πως γνω­ρί­ζει Αὐ­τὸς καὶ ὅ­σα ἔ­λα­βαν ἀ­πὸ Αὐ­τὸν αὐ­τὴν τὴν νο­ε­ρὴ αἴ­σθη­ση, ὥ­στε μὲ τὴν γεύ­ση αὐ­τῆς τῆς τρο­φῆς νὰ μά­θουν ἀ­λη­θι­νὰ μὲ ἐ­πί­γνω­ση, ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι ἀ­γα­θὸς (Ψαλμ. 33, 9) καὶ με­τα­δί­δει θεί­α ποι­ό­τη­τα πρὸς θέ­ω­ση σ’ ὅ­σους Τὸν τρῶ­νε, ἀ­φοῦ εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο καὶ εἶ­ναι καὶ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἄρ­τος ζω­ῆς καὶ δυ­νά­με­ως (Ἰ­ω­άν. 6, 33&35).
  5. Ἀ­πο­κα­θι­στᾶ τὴν φύ­ση στὸν ἑ­αυ­τό της, ὄ­χι μό­νο γι­α­τί ὅ­ταν ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος κρά­τη­σε τὴν δι­ά­θε­σή του ἀ­πα­θῆ καὶ εἰ­ρη­νι­κὴ ἀ­πέ­ναν­τι στὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, χω­ρὶς οὔ­τε ἀ­πέ­ναν­τι τῶν σταυ­ρω­τῶν του νὰ σα­λευ­θῆ στὸ ἐ­λά­χι­στο, ἀλ­λὰ ἀν­τί­θε­τα μᾶλ­λον προ­τί­μη­σε τὸν θά­να­το γι­ὰ χά­ρη τους ἀν­τὶ τῆς ζω­ῆς, πρᾶγ­μα ποὺ δεί­χνει ὅ­τι τὸ πά­θος ἦ­ταν ἑ­κού­σι­ο, γι­α­τί ἐ­πι­κυ­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν φι­λάν­θρω­πη δι­ά­θε­ση τοῦ πά­σχον­τος. Ἀλ­λὰ καὶ γι­α­τί κα­τήρ­γη­σε τὴν ἔ­χθρα καρ­φώ­νον­τας πά­νω στὸν Σταυ­ρὸ τὸ χει­ρό­γρα­φο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας (Κολ. 2, 14), γι­ὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ φύ­ση εἶ­χε ἀ­δι­άλ­λα­κτο πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἑ­αυ­τοῦ της, καὶ ἀ­φοῦ κά­λε­σε κι ἐ­κεί­νους ποὺ ἦ­ταν μα­κρι­ὰ καὶ ἐ­κεί­νους ποὺ ἦ­ταν κον­τά, δη­λα­δὴ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ποὺ εἶ­χαν τὸν νό­μο καὶ τοὺς ἐ­θνι­κούς, γκρέ­μι­σε τὸν με­σό­τοι­χο ποὺ τοὺς χώ­ρι­ζε, δη­λα­δὴ ἀ­πο­σα­φή­νι­σε τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ νό­μου μὲ τὴν δι­δα­σκα­λί­α του, καὶ ἔ­κτι­σε ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο ἕ­ναν και­νού­ρι­ο ἄν­θρω­πο, φέρ­νον­τας ει­ρή­νη και συμ­φι­λι­ώ­νον­τάς μας μέ­σῳ τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του μέ τον Πα­τέ­ρα καὶ με­τα­ξύ μας, ὥ­στε νὰ μὴν ἔ­χω­με πλέ­ον προ­αί­ρε­ση ποὺ νὰ ἀν­τι­στέ­κε­ται στὴν λο­γι­κή μας φύ­ση, ἀλ­λά, ὅ­πως στὴν φύ­ση, ἔτ­σι καὶ στὴν προ­αί­ρε­ση νὰ εἴ­μα­στε ἀ­με­τά­βλη­τοι.
  6. Κα­τά­λυ­ση τοῦ νό­μου τῆς ἁ­μαρ­τί­ας (ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν). Κα­θα­ρί­ζει τὴν φύ­ση ἀ­πὸ τὸν νό­μο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, γι­α­τί δὲν ἐ­πέ­τρε­ψε νὰ προ­η­γη­θῆ ἡ­δο­νὴ στὴν γέν­νη­σή του, ποὺ ἔ­γι­νε γι­ὰ χά­ρη μας. Γι­α­τί ἡ σύλ­λη­ψή του ἔ­γι­νε πα­ρα­δό­ξως χω­ρὶς σπο­ρά, καὶ ἡ γέν­νη­σή του, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ τὴν φύ­ση, χω­ρὶς φθο­ρὰ τῆς παρ­θε­νί­ας. Στε­ρέ­ω­σε δη­λα­δὴ ὁ γεν­νη­θεὶς Θε­ὸς στὴν μη­τέ­ρα του, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ τὴν φύ­ση, τὰ δε­σμὰ τῆς Παρ­θε­νί­ας μὲ τὴν γέν­νη­σή του, καὶ ἐ­λευ­θέ­ρω­σε ὅ­λη τὴν φύ­ση ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξου­σί­α τοῦ νό­μου ποὺ κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε πά­νω της· αὐ­τὸ βέ­βαι­α ἰ­σχύ­ει γι­ὰ ὅ­σους θέ­λουν νὰ μι­μοῦν­ται μὲ τὴν νέ­κρω­ση τῶν γή­ϊ­νων με­λῶν τους τὸν ἑ­κού­σι­ο θά­να­τό του. Γι­α­τί τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς σω­τη­ρί­ας εἶ­ναι γι­ὰ κεί­νους ποὺ τὸ θέ­λουν, καὶ δὲν ἐ­πι­βάλ­λε­ται τυ­ραν­νι­κά.
  7. Κα­ταρ­γεῖ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ πο­νη­ροῦ ποὺ κυ­ρι­άρ­χη­σε πά­νω μας μὲ ἀ­πά­τη, προ­βάλ­λον­τας τὴν σάρ­κα ποὺ εἶ­χε νι­κη­θῆ στὸν Ἀ­δὰμ σὰν ὅ­πλο ἐ­ναν­τί­ον του καὶ νι­κῶν­τας τον. Ἔτ­σι ἔ­κα­νε τὴν σάρ­κα, ποὺ πρὶν εἶ­χε συλ­λη­φθῆ καὶ θα­να­τω­θῆ, νὰ συλ­λά­βη αὐ­τὸν ποὺ τὴν εἶ­χε συλ­λά­βει καὶ νὰ ἀ­φα­νί­ση μὲ τὸν φυ­σι­κὸ θά­να­τό της τὴν ζω­ή του· σ’ αὐ­τὸν μὲν ἔ­γι­νε δη­λη­τή­ρι­ο, γι­ὰ νὰ ἐ­μέ­ση ὅ­λους ὅ­σους κα­τά­πι­ε ἔ­χον­τας ἐ­πι­κρα­τή­σει μὲ τὴν δύ­να­μη τοῦ θα­νά­του ποὺ δι­έ­θε­σε (Ἡσ. 25, 8 & Ἑ­βρ. 2, 14), στὸ δὲ γέ­νος τῶν ἀν­θρώ­πων ἔ­γι­νε ζω­ή, ποὺ ὠ­θεῖ σὰν προ­ζύ­μι πρὸς ἀ­νά­στα­ση ζω­ῆς ὅ­λη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γι­ὰ χά­ρη τῆς ὁ­ποί­ας κυ­ρί­ως ὁ Λό­γος ὄν­τας Θε­ὸς (Ἰ­ω­άν. 1, 1) ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος -πρᾶγ­μα καὶ ἄ­κου­σμα ὄν­τως πα­ρά­δο­ξο- καὶ κα­τα­δέ­χθη­κε θε­λη­μα­τι­κὰ τὸν θά­να­το τῆς σάρ­κας του.

Ὅ­λων αὐ­τῶν, ὅ­πως εἶ­πα, πε­ρι­έ­χει αἴ­τη­ση ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χή. Γι­α­τί ἀ­να­φέ­ρει τὸν Πα­τέ­ρα καὶ τὸ ὄ­νο­μά του καὶ τὴν βα­σι­λεί­α του. Καὶ πά­λι πα­ρου­σι­ά­ζει τὸν προ­σευ­χό­με­νο ὅ­τι εἶ­ναι κα­τὰ χά­ριν υἱ­ὸς αὐ­τοῦ τοῦ Πα­τέ­ρα. Ζη­τεῖ νὰ ἀ­πο­κτή­σουν ἕ­να θέ­λη­μα ὅ­σοι εἶ­ναι στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴν γῆ. Προ­στά­ζει νὰ ζη­τοῦ­με τὸν ἐ­πι­ού­σι­ο ἄρ­το. Νο­μο­θε­τεῖ στοὺς ἀν­θρώ­πους τὴν συμ­φι­λί­ω­ση καί, μὲ τὴν πα­ρο­χὴ καὶ αἴ­τη­ση συγ­χω­ρή­σε­ως με­τα­ξύ τους, συν­δέ­ει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μὲ τὸν ἑ­αυ­τό της, ὥ­στε νὰ μὴ χω­ρί­ζε­ται μὲ τὴν δι­α­φο­ρὰ γνώ­μης. Ἐ­πί­σης δι­δά­σκει νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε νὰ μὴ μποῦ­με σὲ πει­ρα­σμό, ἐ­πει­δὴ αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ νό­μος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Καὶ μᾶς συμ­βου­λεύ­ει νὰ λυ­τρω­θοῦ­με ἀ­πὸ τὸν πο­νη­ρό. Ἔ­πρε­πε Αὐ­τός, ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καὶ δω­ρη­τὴς τῶν ἀ­γα­θῶν, νὰ εἶ­ναι δά­σκα­λος σὲ μα­θη­τὲς ποὺ πι­στεύ­ουν σ’ Αὐ­τὸν καὶ μι­μοῦν­ται τὴν κα­τὰ σάρ­κα ζω­ήν του, δί­νον­τάς τους ὡς ὑ­πο­θῆ­κες ζω­ῆς τὰ λό­γι­α τῆς προ­σευ­χῆς, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α φα­νέ­ρω­σε σ’ αὐ­τοὺς τοὺς ἀ­πό­κρυ­φους θη­σαυ­ροὺς τῆς γνώ­σε­ως καὶ τῆς σο­φί­ας ποὺ ὑ­πάρ­χουν κα­τ’ εἶ­δος σ’ Αὐ­τὸν (Κολ. 2, 3) δι­ε­γεί­ρον­τας πρὸς τὴν ἀ­πό­λαυ­σή τους τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν προ­σευ­χο­μέ­νων. Γι’ αὐ­τό, νο­μί­ζω, ὠ­νό­μα­σε προ­σευ­χὴ αὐ­τὴν τὴν δι­δα­σκα­λί­α ὁ Λό­γος, ἐ­πει­δὴ πε­ρι­έ­χει αἴ­τη­ση τῶν δώ­ρων ποὺ δί­νον­ται κα­τὰ χά­ριν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ στοὺς ἀν­θρώ­πους. Οἱ θε­ό­πνευ­στοι Πα­τέ­ρες μας ὥ­ρι­σαν τὴν προ­σευ­χή, ὅ­τι εἶ­ναι αἴ­τη­ση ἐ­κεί­νων, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ Θε­ὸς ἐκ φύ­σε­ως δω­ρί­ζει στοὺς ἀν­θρώ­πους ὅ­πως ται­ρι­ά­ζει στὴν θε­ό­τη­τά του. Ὅ­πως καὶ εὐ­χὴ εἶ­παν τὸ τά­ξι­μο αὐ­τῶν ποὺ προ­σφέ­ρουν στὸν Θε­ὸ οἱ ἄν­θρω­ποι ποὺ τὸν λα­τρεύ­ουν μὲ γνη­σι­ό­τη­τα. Τὸ λέ­ει σὲ πολ­λὰ ση­μεῖ­α καὶ ἡ Γρα­φή: «Ἄν κά­νε­τε εὐ­χὴ (τά­ξι­μο), νὰ τὴν ἐκ­πλη­ρώ­σε­τε στὸν Κύ­ρι­ο καὶ Θε­ὸ μας» (Ψαλ. 75, 12), καί: «Ὅ­σα σοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κα μὲ εὐ­χή, Κύ­ρι­ε, θὰ σοῦ τὰ ἀ­πο­δώ­σω» (Ἰ­ων. 2, 10). Καὶ πά­λι, πε­ρὶ προ­σευ­χῆς λέ­ει: «Καὶ προ­σευ­χή­θη­κε ἡ Ἄν­να στὸν Κύ­ρι­ο λέ­γον­τας· Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε, Θε­ὲ Σα­βα­ώθ, εἰ­σά­κου­σε τὴν δού­λη σου καὶ χά­ρι­σέ μου παι­δί…» (Α΄ Βασ. 1, 11), καὶ «Προ­σευ­χή­θη­κε στὸν Κύ­ρι­ο ὁ Ἐ­ζε­κί­ας, ὁ βα­σι­λι­ὰς Ἰ­ού­δα, καὶ ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας, ὁ γυι­ὸς τοῦ Ἀ­μὼς» (Β΄ Πα­ραλ. 32, 20), καί: «Ὅ­ταν ἐ­σεῖς προ­σεύ­χε­σθε νὰ λέ­τε: Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς…» (Ματθ. 6, 9), ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ρι­ος στοὺς Μα­θη­τές του. Ὥ­στε μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ εὐ­χὴ εἶ­ναι ὑ­πό­σχε­ση τη­ρή­σε­ως τῶν ἐν­το­λῶν, ποὺ βε­βαι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴν προ­αί­ρε­ση αὐ­τοῦ ποὺ ἔ­κα­νε τὴν εὐ­χή, ἐ­νῷ προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἡ αἴ­τη­ση ἐ­κεί­νου ποὺ τή­ρη­σε τὶς ἐν­το­λές, νὰ με­τα­βλη­θῆ σύμ­φω­να μὲ τὶς ἐν­το­λὲς ποὺ τή­ρη­σε. Ἤ μᾶλ­λον, ἡ εὐ­χὴ εἶ­ναι ἀ­γώ­νας ἀ­ρε­τῆς, τὸν ὁ­ποῖ­ο πο­λὺ εὐ­ά­ρε­στα δέ­χε­ται ὁ Θε­ὸς ὅ­ταν τοῦ προ­σφέ­ρε­ται, ἐ­νῷ ἡ προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἔ­πα­θλο τῆς ἀ­ρε­τῆς, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Θε­ὸς ἀν­τα­πο­δί­δει μὲ πολ­λὴ χα­ρά.10

Ἡ Προ­σευ­χὴ αὐ­τή, ἐ­πει­δὴ πα­ρα­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο, ἀ­πο­τε­λεῖ, μὲ τὴν δι­ά­τα­ξή της, τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο καὶ τὸ πνεῦ­μα της, τὸ ὑ­πό­δειγ­μα τῆς προ­σευ­χῆς γι­ὰ κά­θε Χρι­στι­α­νό. Γι’ αὐ­τὸ εἶ­ναι καὶ πο­λὺ συ­χνὴ ἡ ἐμ­φά­νι­σή της στὴν λα­τρεί­α καὶ ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ πα­ρου­σί­α της στὶς κα­τ’ ἰ­δί­αν προ­σευ­χές. Ἡ μο­να­δι­κό­τη­τα τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς δὲν ὀ­φεί­λε­ται μό­νο (οὔ­τε κυ­ρί­ως) στὸ βι­βλι­κό της κῦ­ρος. Ὑ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν «χα­ρα­κτῆ­ρα τῶν αἰ­τη­μά­των» ποὺ συγ­κεν­τρώ­νει. Αἰ­τή­μα­τα και­νο­φα­νῆ γι­ὰ τὸν ἱ­στο­ρι­κὸ χρό­νο ποὺ δι­α­τυ­πώ­θη­καν, τὰ ὁ­ποῖ­α προ­δί­δουν ἕ­ναν ρη­ξι­κέ­λευ­θο (με­τα­μον­τέρ­νο μὲ τὴν σύγ­χρο­νη ὁ­ρο­λο­γί­α) τρό­πο θέ­α­σης τό­σο τοῦ κό­σμου ὅ­σο καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἀ­σφα­λῶς μέ­σῳ τῆς προ­σευ­χῆς αὐ­τῆς ἀ­πη­χεῖ­ται καὶ δι­α­πλά­θε­ται ἕ­να ἠ­θι­κὸ μον­τέλ­λο. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὡ­στό­σο, δὲν κα­λεῖ­ται νὰ συ­σχη­μα­τι­σθῆ ἐκ­βι­α­στι­κὰ μὲ αὐ­τό, νὰ ὑ­πα­χθῆ καὶ νὰ ὑ­πο­τα­χθῆ στοὺς κα­νό­νες του. Ἡ ἠ­θι­κὴ πο­ρεί­α τοῦ Ὀρ­θό­δο­ξου Χρι­στι­α­νοῦ εἶ­ναι μᾶλ­λον ἀν­τί­στρο­φη: ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ συ­νι­στᾶ ὁ­μο­λο­γί­α ἑ­νὸς προ­σω­πι­κοῦ βι­ώ­μα­τος ποὺ προ­έ­κυ­ψε ὀρ­γα­νι­κὰ ἀ­πὸ τὸ συλ­λο­γι­κὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ βί­ω­μα, δη­λα­δὴ τὸ δόγ­μα. Γι’ αὐ­τὸ ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ ἀ­πε­τέ­λε­σε ἤ­δη ἀ­πὸ τὰ πρω­το­χρι­στι­α­νι­κὰ χρό­νι­α μέ­ρος τῆς λα­τρευ­τι­κῆς πρά­ξης τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ τὸ δόγ­μα «ὑ­λο­ποι­εῖ­ται» στὰ πλαί­σι­α τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς τε­λε­τουρ­γί­ας.11

«Στὴν λει­τουρ­γι­κὴ χρή­ση ἐ­πι­κρά­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἀρ­χα­ϊ­κοὺς χρό­νους (δι­δα­χή, 8). Στὴν κα­τή­χη­ση τῆς ἀρ­χαί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας γι­νό­ταν εἰ­δι­κὴ ἑρ­μη­νεί­α τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς στοὺς κα­τη­χου­μέ­νους καὶ κα­τὰ τὸ βά­πτι­σμα τὴν ἀ­πήγ­γει­λε ὁ νε­ο­φώ­τι­στος».12

«Εἶ­ναι ἡ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν προ­σευ­χὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στὶς ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ ἡ­με­ρο­νυ­κτί­ου ἀ­παγ­γέλ­λε­ται 16 φο­ρές, κα­τὰ δὲ τὴν Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στὴ 22 φο­ρές. Εἶ­ναι ἀ­κό­μη τρό­πον τι­νὰ καὶ μί­α σύ­νο­ψις τῆς Θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας».13

Καὶ ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της λέ­γει: Βλέ­πον­τας ὅ­τι ἡ ἱ­ε­ρὴ προ­σευ­χὴ ποὺ πα­ρέ­δω­σε ὁ Κύ­ρι­ός μας, τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» δη­λα­δή, πε­ρι­έ­χει τό­σα λό­γι­α καὶ κα­τα­νυ­κτι­κὰ νο­ή­μα­τα κα­τάλ­λη­λα γι’ αὐ­τοὺς ποὺ πρό­κει­ται νὰ με­τα­λά­βουν, κρί­να­με εὔ­λο­γο νὰ πα­ρα­θέ­σου­με στὴν ἀρ­χὴ αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου τὴν ἑρ­μη­νεί­α της. Ὁ στό­χος μας ἦ­ταν νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ αὐ­τὴ σὰν προ­ε­τοι­μα­σί­α ἀ­νά­με­σα στὶς ἄλ­λες, πά­ρα πο­λὺ κα­τάλ­λη­λη γι­ὰ ὅ­σους θέ­λουν νὰ κοι­νω­νή­σουν, γι­ὰ ποι­κί­λους λό­γους, κυ­ρί­ως ὅ­μως γι­ὰ τρεῖς βα­σι­κὲς αἰ­τί­ες.

Πρῶ­τον, δι­ό­τι μὲ αὐ­τὴν ζη­τοῦν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ Πα­τέ­ρα νὰ τοὺς δώ­ση τὸν Ἄρ­το τὸν ἐ­πι­ού­σι­ο, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι τὸ Σῶ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

Δεύ­τε­ρον, δι­ό­τι μὲ αὐ­τὴ συγ­χω­ροῦν ὅ­λα τὰ ὀ­φει­λή­μα­τα καὶ τὰ σφάλ­μα­τα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ τους, ἀ­πο­μα­κρύ­νον­τας ἀ­πὸ τὴν καρ­δι­ὰ τους κά­θε μνη­σι­κα­κί­α. Αὐ­τὸ εἶ­ναι μί­α προ­ε­τοι­μα­σί­α γι­ὰ τὴν με­τά­λη­ψη, σύμ­φω­να μὲ τὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει: «Ἐ­ὰν λοι­πὸν προ­σφέ­ρης τὸ δῶ­ρο σου εἰς τὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο καὶ ἐ­κεῖ θυ­μη­θῆς ὅ­τι ὁ ἀ­δελ­φός σου ἔ­χει κά­τι ἐ­ναν­τί­ον σου ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­δί­κου καὶ ἀ­πρε­ποῦς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς σου, ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ τὸ δῶ­ρο σου ἐμ­πρὸς εἰς τὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο καὶ πή­γαι­νε πρῶ­τον συμ­φι­λι­ώ­σου μὲ τὸν ἀ­δελ­φό σου καὶ ἔ­πει­τα ἔ­λα νὰ προ­σφέ­ρης τὸ δῶ­ρο σου εἰς τὸν Θε­ὸν» (Ματθ. 5, 23-24).

Τρί­τη καὶ τε­λευ­ταί­α αἰ­τί­α εἶ­ναι τὸ ὅ­τι ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη προ­σευ­χὴ ἁρ­μό­ζει σ’ αὐ­τοὺς ποὺ πρό­κει­ται νὰ κοι­νω­νή­σουν, ἐ­πει­δὴ σύμ­φω­να μὲ τὴν τυ­πι­κὴ δι­ά­τα­ξη τῆς Λει­τουρ­γί­ας συ­νη­θί­ζε­ται νὰ λέ­γε­ται με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­ση τῶν κα­τη­χου­μέ­νων, ὅ­ταν μέ­νουν μό­νο οἱ πι­στοί, καὶ με­τὰ τὴν με­του­σί­ω­ση (με­τα­βο­λὴ) τῶν Τι­μί­ων Δώ­ρων, πρὶν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α βρον­το­φω­νά­ξη «Με­τὰ φό­βου Θε­οῦ, πί­στε­ως καὶ ἀ­γά­πης προ­σέλ­θε­τε» προ­σκα­λῶν­τας τοὺς προ­ε­τοι­μα­σμέ­νους πι­στοὺς νὰ με­τα­λά­βουν. Δη­λα­δή, «ἑ­τοι­μα­σθῆ­τε καὶ πλη­σι­ά­στε, ἀ­δελ­φοί, γι­ὰ νὰ λά­βε­τε τὸν ἐ­πι­ού­σι­ο ἄρ­το, τὸ Σῶ­μα καὶ τὸ Αἷ­μα τοῦ Υἱ­οῦ του, ποὺ θέ­λει νὰ σᾶς δώ­ση σή­με­ρα ὁ οὐ­ρά­νι­ος Πα­τέ­ρας».14

Καὶ ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σι­α­νὸς συμ­πλη­ρώ­νει λέ­γον­τας ὅ­τι: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ σύν­το­μος τύ­πος προ­σευ­χῆς ποὺ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κρι­τὴς μᾶς ἔ­δω­σε γι­ὰ νὰ ἑλ­κύ­σου­με τὸ ἔ­λε­ός του. Δὲν τοῦ ζη­τᾶ­με πλού­τη καὶ τι­μές. Δὲν τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­με νὰ μᾶς δώ­ση δύ­να­μη καὶ ἐ­ξου­σί­α. Δὲν τοῦ κά­νου­με καμ­μί­α νύ­ξη γι­ὰ τὴν ὑ­γεί­α ἢ γι­ὰ τὰ ἀ­γα­θὰ τῆς προ­σκαί­ρου ζω­ῆς. Αὐ­τὸς ὁ ὁ­ποῖ­ος δη­μι­ούρ­γη­σε τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, δὲν θέ­λει νὰ τὸν ἐ­πι­κα­λού­μα­στε γι­ὰ τί­πο­τα τὸ φθαρ­τὸ καὶ φαῦ­λο ἢ γι­ὰ κά­τι πρό­σκαι­ρο. Θὰ ἦ­ταν σο­βα­ρὴ βλα­σφη­μί­α πρὸς τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴν εὐ­σπλαγ­χνί­α του τὸ νὰ ἀ­φή­να­με αὐ­τὲς τὶς ἱ­κε­σί­ες, ὅ­που ὅ­λα μι­λοῦν γι­ὰ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα, καὶ νὰ ἀρ­χί­ζα­με νὰ Τοῦ ζη­τᾶ­με κά­τι προ­σω­ρι­νὸ καὶ φθαρ­τό. Μί­α τέ­τοι­α χυ­δαι­ό­τη­τα τῆς ψυ­χῆς μέ­σα στὴν προ­σευ­χή θὰ ἀ­πω­θοῦ­σε μᾶλ­λον πα­ρὰ θὰ ἕλ­κυ­ε τὴν Χά­ρι του.

Φαί­νε­ται κα­θα­ρὰ ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ προ­σευ­χή, τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν», πε­ρι­κλεί­ει μέ­σα της τὸ πλή­ρω­μα τῆς τε­λει­ό­τη­τος. Γι­α­τί ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς ἔ­δω­σε μὲ τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» ταυ­τό­χρο­να καὶ τὸ ὑ­πό­δειγ­μα ἀλ­λὰ καὶ τὸν τύ­πο τῆς προ­σευ­χῆς. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­νυ­ψώ­νει ὅ­σους ἀ­πευ­θύ­νον­ται σ’ Αὐ­τὸν μὲ τὴν προ­σευ­χὴ σὲ πο­λὺ ὑ­ψη­λὰ πνευ­μα­τι­κὰ ἐ­πί­πε­δα. Τοὺς ὁ­δη­γεῖ, δη­λα­δή, σ’ αὐ­τὴν τὴν πύ­ρι­νη προ­σευ­χή, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­λά­χι­στοι γνω­ρί­ζουν ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α καὶ ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ πε­ρι­γρα­φῆ μὲ λό­γι­α. Αὐ­τὴ ξε­περ­νά­ει κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο συ­ναί­σθη­μα. Ὅ­ταν λει­τουρ­γῆ­ται αὐ­τὴ ἡ προ­σευ­χή, τό­τε οὔ­τε ἦ­χοι ἀ­κού­γον­ται, οὔ­τε καμ­μί­α κί­νη­ση τῆς γλώσ­σας γί­νε­ται, οὔ­τε ἀρ­θρώ­νε­ται κα­νέ­νας λό­γος. Ἡ ψυ­χὴ πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ ἐ­ξαί­σι­ο φῶς, δὲν χρη­σι­μο­ποι­εῖ πι­ὰ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη γλῶσ­σα, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­νί­κα­νη νὰ ἐκ­φρά­ση ἐ­κεῖ­νο ποὺ ζεῖ ἐ­κεί­νη τὴν στιγ­μή. Ἀλ­λὰ μέ­σα της ἀ­νε­βαί­νουν σὰν κῦ­μα καὶ τὴν γε­μί­ζουν ὅ­λες μα­ζὶ οἱ ἱ­ε­ρὲς κα­τα­στά­σεις ἀ­γά­πης καὶ στορ­γῆς. Εἶ­ναι σὰν μί­α πλού­σι­α πη­γή, ἀ­π’ ὅ­που ἡ προ­σευ­χὴ ἀ­να­βλύ­ζει ἀ­νεμ­πό­δι­στα καὶ ἐκ­χύ­νε­ται πρὸς τὸν Θε­ὸ μ’ ἕ­ναν τρό­πο ἀ­πε­ρί­γρα­πτο. Λέ­ει κα­νεὶς τό­σα πολ­λὰ πράγ­μα­τα σ’ αὐ­τὴν τὴν τό­σο σύν­το­μη στιγ­μή, ποὺ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε ὄ­χι μό­νο νὰ ἐκ­φρά­ση μὲ λό­γι­α, ἀλ­λὰ οὔ­τε καὶ νὰ τὰ θυ­μη­θῆ, ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­ψη με­τὰ στὸν ἑ­αυ­τό του.

Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς ἀ­πο­κά­λυ­ψε μὲ τὴν δι­κή του προ­σευ­χὴ τὴν μορ­φὴ αὐ­τῆς τῆς κα­τά­στα­σης, τό­τε ποὺ ἀ­πε­σύρ­θη­κε στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ Ὄ­ρους (Λουκ. 5, 16 ) καὶ ὅ­ταν ἀρ­γό­τε­ρα, μέ­σα στὴν σι­ω­πη­λὴ προ­σευ­χὴ τῆς ἀ­γω­νί­ας του, «ὁ ἱ­δρώ­τας του γι­νό­ταν σὰν στα­γό­νες αἵ­μα­τος καὶ ἔ­στα­ζε στὴν γῆ» (Λουκ. 22, 24). Μᾶς χά­ρι­σε ἔτ­σι ἕ­να τό­σο ζων­τα­νὸ πα­ρά­δειγ­μα δι­ά­πυ­ρης ἔν­τα­σης τῆς προ­σευ­χῆς, ποὺ ὅ­μοι­ό του δὲν ὑ­πάρ­χει.15

Ὁ Κύ­ρι­ός μᾶς δί­δα­ξε τὴν προ­σευ­χὴ ποὺ ἐ­κεῖ­νος ἔ­κα­νε, μᾶς ἔ­δω­σε τὴν ζω­ή, ποὺ Ἐ­κεῖ­νος ἔ­ζη­σε, καὶ μᾶς δί­δα­ξε τὸν ἴ­δι­ο τὸν ἑ­αυ­τό του, καὶ αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θει­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ ὅ­πως μᾶς εἶ­πε ἄλ­λη φο­ρά: «Ἐ­γὼ εἰ­μὶ ἡ ἄμ­πε­λος, ὑ­μεῖς τὰ κλή­μα­τα» (Ἰ­ω­άν. 15, 5). Ὅ­πως ἡ σχέ­ση τοῦ κλή­μα­τος καὶ τῆς ἀμ­πέ­λου εἶ­ναι μί­α σχέ­ση ὀρ­γα­νι­κὴ καὶ ἀ­θό­ρυ­βα προ­χω­ρᾶ ὁ χυ­μὸς τῆς ἀμ­πέ­λου πρὸς τὰ κλή­μα­τα, ἔτ­σι καὶ ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς ἔ­δω­σε ὅ­λη τὴν ὕ­παρ­ξή του, ὁ­πό­τε μέ­σα στὴν προ­σευ­χὴ αὐ­τὴν – ἄν τὴν κά­νου­με συ­νει­δη­τὰ καὶ ἄν τὴν ζοῦ­με – νο­μί­ζω ὅ­τι ζοῦ­με ἐν Χρι­στῷ Ἰ­η­σοῦ.16

Γι’ αὐ­τὸ ὁ Ἀ­λε­ξάν­τερ Σμέ­μαν το­νί­ζει: Δὲν ὑ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρο μο­νο­πά­τι ποὺ νὰ ὁ­δη­γῆ στὴν καρ­δι­ὰ τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν σύν­το­μη καὶ ἐκ πρώ­της ὄ­ψε­ως ἁ­πλῆ προ­σευ­χή. Ἐν τού­τοις φαί­νε­ται ὅ­τι ἡ προ­σευ­χὴ αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι τό­σο ἁ­πλῆ. Τὸ νό­η­μά της εἶ­ναι ἀ­νε­ξάν­τλη­το. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ δώ­ση κα­νεὶς σ’ αὐ­τὴν τὴν προ­σευ­χὴ τὴν τε­λι­κὴ καὶ πλή­ρη ἐ­ξή­γη­ση.17

Ὅ­πως συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α, ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ πάν­το­τε ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν κα­θέ­να ἀ­πὸ μᾶς κά­θε φο­ρά ἐκ νέ­ου καὶ μὲ τρό­πο ποὺ φαί­νε­ται νὰ ἔ­χη συν­τε­θῆ εἰ­δι­κὰ γι­ὰ μέ­να, γι­ὰ τὶς ἀ­νάγ­κες μου, γι­ὰ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τά μου, γι­ὰ τὴν προ­σκυ­νη­μα­τι­κή μου πο­ρεί­α. Ταυ­τό­χρο­να πά­λι, πα­ρα­μέ­νει αἰ­ώ­νι­α καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτη στὴν οὐ­σί­α της καὶ πάν­το­τε μᾶς κα­λεῖ σὲ αὐ­τὸ τὸ ση­μαν­τι­κό, τὸ ὕ­στα­το, τὸ ὑ­ψη­λό­τε­ρο.

Γι­ὰ νὰ ἀ­κού­σου­με πραγ­μα­τι­κὰ τὴν Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ καὶ γι­ὰ νὰ συμ­με­τά­σχου­με σ’ αὐ­τήν, εἶ­ναι πρῶ­τα ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­σου­με τὸν ἑ­αυ­τό μας ἀ­πὸ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ σύγ­χυ­ση, τὴν δι­ά­σπα­ση τῆς προ­σευ­χῆς μας, τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­κα­τα­στα­σί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α δι­αρ­κῶς ζοῦ­με. Ἴ­σως, τὸ φο­βε­ρώ­τε­ρο ἰ­δί­ω­μά μας νὰ εἶ­ναι ὅ­τι συ­στη­μα­τι­κὰ ἀ­πο­φεύ­γου­με κα­θε­τὶ ποὺ φαν­τά­ζει πο­λὺ ὑ­ψη­λὸ καὶ πλῆ­ρες πνευ­μα­τι­κοῦ νο­ή­μα­τος. Φαί­νε­ται σὰν νὰ ἐ­πι­λέ­γου­με ὑ­πο­συ­νεί­δη­τα νὰ εἴ­μα­στε μι­κρο­πρε­πεῖς καὶ νὰ ἀ­σχο­λού­μα­στε μὲ ἀ­ση­μαν­τό­τη­τες, ἐ­πι­λο­γὴ μὲ τὴν ὁ­ποί­α ζεῖ κα­νεὶς εὐ­κο­λώ­τε­ρα.

Πί­σω ἀ­πὸ κά­θε λέ­ξη, πί­σω ἀ­πὸ κά­θε αἴ­τη­μα, βρί­σκε­ται ἕ­νας κό­σμος ἀ­πὸ πνευ­μα­τι­κὲς συν­δέ­σεις, ποὺ συ­νή­θως δι­α­φεύ­γουν τῆς προ­σο­χῆς μας, ποὺ ἔ­χουν ἐ­ξα­φα­νι­σθῆ στὴν δί­νη τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς μας ζω­ῆς. Ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν σκο­πι­ά, ἡ προ­σευ­χὴ «Πά­τερ ἡ­μῶν» εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ προ­σευ­χή· εἶ­ναι μί­α ἐ­πι­φά­νει­α καὶ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἐ­κεί­νου τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ κό­σμου γι­ὰ τὸν ὁ­ποῖ­ον εἴ­μα­στε πλα­σμέ­νοι, ἐ­κεί­νη ἡ ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν ἀ­ξι­ῶν ποὺ μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ τα­κτο­ποι­οῦ­με κα­θε­τὶ στὴν θέ­ση του μέ­σα στὴν ζω­ή μας. Τὸ κά­θε αἴ­τη­μα ἀ­νοί­γει ἕ­να ὁ­λό­κλη­ρο πε­δί­ο προ­σω­πι­κῆς συ­νεί­δη­σης, μί­α ὁ­λό­κλη­ρη ἀ­πο­κά­λυ­ψη γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ μας.18

Ὅ­λοι οἱ δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου στέ­κον­ται ἀ­πο­ρη­μέ­νοι καὶ ἀ­μή­χα­νοι μπρο­στὰ στὸ με­γα­λεῖ­ο της Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς. Ἀ­πὸ τὰ χέ­ρι­α τοῦ Θε­οῦ ξε­χύ­νον­ται ἀ­φει­δώ­λευ­τα δῶ­ρα. Ἀ­κό­μη καὶ ὁ πι­ὸ δί­και­ος ἄν­θρω­πος ἀ­να­γνω­ρί­ζει πὼς εἶ­ναι ἀ­νά­ξι­ος γι­ὰ αὐ­τὰ τὰ θεῖ­α δῶ­ρα καὶ πὼς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὰ ζη­τή­ση. Πι­ὸ πο­λὺ ἀ­πο­ρη­μέ­νος εἶ­ναι ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, ποὺ πι­στεύ­ει πὼς δὲν ἀ­ξί­ζει πα­ρὰ μό­νο τι­μω­ρί­ες.

Ἡ ἀ­πο­ρί­α ὅ­λων, ὅ­μως, θὰ λυ­θῆ μὲ τὴν ἑρ­μη­νεί­α τῆς προ­σευ­χῆς, ποὺ γεν­νᾶ τὴν μί­α ἀ­πο­ρί­α με­τὰ τὴν ἄλ­λη. Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ δω­ρί­στη­κε στοὺς ἀν­θρώ­πους πρὶν συν­τε­λε­στῆ πλή­ρως ἡ λύ­τρω­σή τους. Ὀ­νο­μά­στη­καν υἱ­οὶ καὶ κλή­θη­καν στὴν κτή­ση τῶν δι­και­ω­μά­των τῶν υἱ­ῶν πρὶν ἀ­πὸ τὴν υἱ­ο­θε­σί­α, πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­γέν­νη­σή τους μὲ τὸ Βά­πτι­σμα, πρὶν ἀ­πὸ τὴν με­το­χή τους στὸ Θεῖ­ο Δεῖ­πνο, πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­καί­νι­σή τους ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ δω­ρί­στη­κε στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ὅ­που ἐ­νερ­γεῖ ὁ Θε­ός, ὅ­λα εἶ­ναι δυ­να­τὰ καὶ ὅ­λα εἶ­ναι ἀ­κα­τά­λη­πτα.19

Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἕ­να νο­η­τὸ κα­ρά­βι. Τὸ σκά­φος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ βί­ου. Ἡ πλώ­ρη αὐ­τοῦ τοῦ κα­ρα­βι­οῦ εἶ­ναι οἱ δύ­ο πρῶ­τες λέ­ξεις: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἔ­μα­θε νὰ λέ­με καὶ νὰ νοι­ώ­θου­με Πα­τέ­ρα μας τὸν Θε­ό. Ἡ πλώ­ρη τοῦ βί­ου μας εἶ­ναι στραμ­μέ­νη πάν­τα πρὸς τὰ ἐ­κεῖ, πρὸς τὴν ἀγ­κα­λι­ὰ τοῦ Πα­τέ­ρα μας.

Ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ εἶ­ναι ἕ­να νο­η­τὸ κα­ρά­βι. Τὸ σκά­φος τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ βί­ου. Ἡ πλώ­ρη αὐ­τοῦ τοῦ κα­ρα­βι­οῦ εἶ­ναι οἱ δύ­ο πρῶ­τες λέ­ξεις: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἔ­μα­θε νὰ λέ­με καὶ νὰ νοι­ώ­θου­με Πα­τέ­ρα μας τὸν Θε­ό. Ἡ πλώ­ρη τοῦ βί­ου μας εἶ­ναι στραμ­μέ­νη πάν­τα πρὸς τὰ ἐ­κεῖ, πρὸς τὴν ἀγ­κα­λι­ὰ τοῦ Πα­τέ­ρα μας.

Στὸ πλά­ϊ τῆς πλώ­ρης, κρέ­με­ται ἕ­τοι­μη ἡ ἄγ­κυ­ρα τῆς ἐλ­πί­δας, ἡ φρά­σις: «ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Δὲν ἔ­χου­με ἐ­δῶ κά­τω «μέ­νου­σαν πό­λιν». Τὸ μα­κά­ρι­ο ἀ­ρα­ξο­βό­λι βρί­σκε­ται πέ­ρα ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἐ­δῶ τὸν κό­σμο, στὴν ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ὅ­που, κα­θὼς λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης στὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, θὰ κα­τοι­κή­σουν τὰ ἔ­θνη τῶν σω­σμέ­νων καὶ ποὺ τὸ δά­πε­δό της εἶ­ναι ἀ­πὸ μά­λα­μα δι­ά­φα­νο. Σ’ αὐ­τὸ τὸ λι­μά­νι, ποὺ ἔ­χει νε­ρὰ ἀ­πὸ φῶς τῆς θεί­ας δό­ξας, θὰ ἀγ­κυ­ρο­βο­λή­σου­με.

«Ἁ­γι­α­σθή­τω τὸ ὄ­νο­μά σου, ἐλ­θέ­τω ἡ βα­σι­λεί­α σου, γε­νη­θή­τω τὸ θέ­λη­μά σου ὡς ἐν οὐ­ρα­νῷ καὶ ἐ­πὶ τῆς γῆς». Νὰ καὶ τὰ τρί­α με­γά­λα πα­νι­ά, ποὺ σπρώ­χνουν τὸ σκά­φος τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ βί­ου. Τὰ κολ­πώ­νει τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γι­ον, ποὺ φυ­σᾶ δυ­να­τὰ καὶ βί­αι­α κι ἐμ­πνέ­ει τοὺς τρεῖς αὐ­τοὺς πό­θους: νὰ δο­ξα­σθῆ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ, νὰ ἁ­γι­α­σθῆ στὰ χεί­λη καὶ τὶς καρ­δι­ὲς μας. Νὰ ἔλ­θη ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ Χρι­στοῦ. Καὶ νὰ ἐγ­κα­τα­στα­θῆ κι ἐ­δῶ κά­τω τὸ κα­θε­στὼς τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ὅ­που ἕ­νας νό­μος ὑ­πάρ­χει καὶ μί­α ἀ­γαλ­λί­α­σις, τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ.

Ἰ­δοὺ τώ­ρα καὶ τὸ σκα­ρὶ τοῦ πλοί­ου: «Τὸν ἄρ­τον ἡ­μῶν τὸν ἐ­πι­ού­σι­ον δὸς ἡ­μῖν σή­με­ρον». Δη­λα­δὴ ὁ βί­ος τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ εἶ­ναι ὀ­λι­γαρ­κὴς σὲ ὑ­λι­κὰ ἀ­γα­θά. Μοι­ά­ζει μ’ ἕ­να σκά­φος πα­νά­λα­φρο κι ἀ­μέ­ρι­μνο.

Ἀλ­λὰ ὅ­σο ἐ­λα­φρὸ κι ἄν εἶ­ναι τὸ σκά­φος αὐ­τό, θὰ βυ­θι­ζό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ φο­βε­ρὸ φορ­τί­ο τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ποὺ ὁ Θε­ὸς τὸ ση­κώ­νει, ἀ­κού­ον­τας τὴν θερ­μὴ, πα­ρὰ κά­τω, αἴ­τη­ση: «Καὶ ἄ­φες ἡ­μῖν τὰ ὀ­φει­λή­μα­τα ἡ­μῶν, ὡς καὶ ἡ­μεῖς ἀ­φί­ε­μεν τοῖς ὀ­φει­λέ­ταις ἡ­μῶν». Ζη­τῶν­τας ἀ­πὸ τὸν Κύ­ρι­ο νὰ μᾶς συγ­χω­ρή­ση καὶ συγ­χω­ρῶν­τας πρῶ­τα οἱ ἴ­δι­οι τοὺς ἐ­χθρούς μας, ἀ­δει­ά­ζου­με ἔτ­σι μὲ τὴν με­τά­νοι­α καὶ μὲ τὴν ἀ­γά­πη τὸ πλοῖ­ο τοῦ βί­ου μας ἀ­πὸ τὸ θα­νά­σι­μο αὐ­τὸ βά­ρος.

Χρει­ά­ζε­ται ὅ­μως καὶ κά­τι ἄλ­λο, τὸ καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρο: ἡ ἐγ­κα­τά­λει­ψις στὸν Θε­ό, γι­α­τί αὐ­τὸς μο­νά­χα μπο­ρεῖ νὰ κυ­βερ­νή­ση ἕ­να τέ­τοι­ο πλοῖ­ο. Αὐ­τὸς πρέ­πει νὰ ἔ­χη στὰ χέ­ρι­α του τὸ δοι­ά­κι, γι­α­τί ἀλ­λι­ῶς, ἄν ὁ Χρι­στι­α­νὸς βα­σι­σθῆ στὸν ἑ­αυ­τό του, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ξε­φύ­γη ἀ­πὸ τὶς ξέ­ρες, ποὺ ἔ­σπει­ρε ὁ Δι­ά­βο­λος, καὶ θὰ τσα­κι­στῆ πά­νω σ’ αὐ­τές. Αὐ­τὴν τὴν ση­μα­σί­α ἔ­χουν τὰ λό­γι­α: «Καὶ μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς ἡ­μᾶς εἰς πει­ρα­σμόν, ἀλ­λὰ ῥῦ­σαι ἡ­μᾶς ἀ­πὸ τοῦ πο­νη­ροῦ».

Τὰ πα­λι­ὰ κα­ρά­βι­α εἶ­χαν στὴν πρύ­μνη τους ἐν­τυ­πω­σι­α­κὰ στο­λί­δι­α. Ἔτ­σι ὡ­ρι­ο­πλού­μι­στη εἶ­ναι κι ἡ πρύ­μνη τοῦ νο­η­τοῦ αὐ­τοῦ πλοί­ου, κα­μω­μέ­νη μὲ τὴν δο­ξο­λο­γί­α μὲ τὴν ὁ­ποί­α τε­λει­ώ­νει ἡ Κυ­ρι­α­κὴ Προ­σευ­χὴ καὶ κα­τα­λή­γει ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ή: «Ὅ­τι σοῦ ἐ­στιν ἡ βα­σι­λεί­α καὶ ἡ δύ­να­μις καὶ ἡ δό­ξα».20

 

«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»

Οἱ πρῶ­τες λέ­ξεις εἶ­ναι τὸ προ­οί­μι­ο τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν προ­σφώ­νη­ση τοῦ προ­σευ­χο­μέ­νου πι­στοῦ πρὸς αὐ­τὸν ποὺ ἀ­πευ­θύ­νε­ται, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἔ­ναρ­ξη τῆς συ­νο­μι­λί­ας τοῦ ἐ­πὶ γῆς εὑ­ρι­σκο­μέ­νου μὲ τὸν ἐξ οὐ­ρα­νῶν πλά­στην, τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸν Θε­όν, τοῦ τέ­κνου πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα.1

«Εἶ­ναι δῶ­ρο τοῦ Κυ­ρί­ου, δῶ­ρο ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας, δῶ­ρο λυ­τρω­τῆ στοὺς λυ­τρω­μέ­νους, τοῦ Σω­τή­ρα στοὺς σω­σμέ­νους».2

«Ποι­ὸς θὰ μοῦ δώ­ση φτε­ρὰ πε­ρι­στε­ρι­οῦ; (ψαλ. 54, 7) λέ­ει σὲ ἕ­ναν ψαλ­μὸ ὁ Δαυ­ΐδ. Θὰ τολ­μή­σω, λέ­ει ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος Νύσ­σης, νὰ πῶ καὶ ἐ­γὼ τὸν ἴ­δι­ο λό­γο: Ποι­ὸς θὰ μοῦ δώ­ση ἐ­κεῖ­να τὰ φτε­ρά, γι­ὰ νὰ πε­τά­ξω μὲ τὸν νοῦ μου στὸ ὕ­ψος τῶν με­γα­λε­πή­βο­λων λό­γων, ὥ­στε νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω ὁ­λό­κλη­ρη τὴν γῆ, νὰ δι­α­σχί­σω ὅ­λο τὸν ἐν­δι­ά­με­σα ἁ­πλω­μέ­νο ἀ­έ­ρα, νὰ ἐν­νο­ή­σω τὴν ὀ­μορ­φι­ὰ τοῦ αἰ­θέ­ρα, νὰ φθά­σω στ’ ἄ­στρα καὶ νὰ ἀν­τι­κρύ­σω ὅ­λη τὴν τά­ξη ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ σ’ αὐ­τά, νὰ μὴ στα­θῶ ὅ­μως οὔ­τε σ’ αὐ­τά, ἀλ­λὰ νὰ πε­ρά­σω κι’ ἀ­νά­με­σά τους καὶ νὰ βγῶ ἔ­ξω ἀ­πὸ ὅ­λα ὅ­σα κι­νοῦν­ται καὶ με­τα­βάλ­λον­ται καὶ νὰ βρε­θῶ στὴν ἀ­κί­νη­τη φύ­ση, τὴν ἀ­με­τα­κί­νη­τη δύ­να­μη, τὴν ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τόν της, αὐ­τὴ ποὺ κυ­βερ­νᾶ τὰ πάν­τα ὅ­πως θέ­λει, ὅ­σα βρί­σκον­ται μέ­σα στὸ εἶ­ναι καὶ ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ τὸ ἄ­φρα­στο θέ­λη­μα τῆς θεί­ας σο­φί­ας, ὥ­στε, φεύ­γον­τας νο­ε­ρὰ μα­κρι­ὰ ἀ­πὸ ὅ­σα ἀλ­λοι­ώ­νον­ται καὶ με­τα­βάλ­λον­ται, μὲ ἀ­με­τά­βλη­τη καὶ στα­θε­ρὴ ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση νὰ οἰ­κει­ω­θῶ μὲ τὴν θέ­λη­σή μου πρω­τύ­τε­ρα τὸν ἀ­με­τά­βλη­το καὶ ἀ­ναλ­λοί­ω­το, κι ἔτ­σι ἔ­πει­τα νὰ τὸν ἐ­πι­κα­λε­στῶ μὲ τὸ πο­λὺ οἰ­κεῖ­ο ὄ­νο­μα καὶ νὰ τοῦ πῶ «Πα­τέ­ρα». Τί λο­γῆς ψυ­χὴ χρει­ά­ζε­ται αὐ­τὸς ποὺ μι­λά­ει! Πό­ση παρ­ρη­σί­α! Πό­ση συ­ναί­σθη­ση, ὥ­στε, ἀ­φοῦ ἐν­νο­ή­ση, ὅ­σο γί­νε­ται, τὸν Θε­ὸ ἀ­πὸ τὶς ὀ­νο­μα­σί­ες ποὺ ἐ­πι­νο­οῦν­ται γι’ αὐ­τόν, ὁ­δη­γού­με­νος στὴν συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τῆς ἄ­φρα­στης δό­ξας του καὶ μα­θαί­νον­τας ὅ­τι ἡ θεί­α φύ­ση, ὅ,τι κι ἄν εἶ­ναι κα­θ’ ἑ­αυ­τή, εἶ­ναι ἀ­γα­θό­της, ἁ­γι­α­σμός, ἀ­γαλ­λί­α­ση, δύ­να­μη, δό­ξα, κα­θα­ρό­τη­τα, ἀ­ϊ­δι­ό­τη­τα, πάν­το­τε ἡ ἴ­δι­α σ’ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὸν ἴ­δι­ο τρό­πο, καὶ ὅ­σα ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α νο­οῦ­με γι­ὰ τὴν θεί­α φύ­ση, καί, ἀ­φοῦ κα­τα­νο­ή­ση αὐ­τὰ μέ­σῳ τῆς ἁ­γί­ας Γρα­φῆς κι ἀ­πὸ τοὺς δι­κούς του συλ­λο­γι­σμούς, νὰ τολ­μή­ση ἔ­πει­τα νὰ βγά­λη τὴν φω­νὴ αὐ­τὴν καὶ νὰ τὸν ὀ­νο­μά­ση αὐ­τὸν Πα­τέ­ρα του; Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς, ἄν ἔ­χη κά­ποι­ο μυ­α­λό, δὲν θὰ τολ­μή­ση νὰ ἀ­πευ­θύ­νη στὸν Θε­ὸ αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα καὶ νὰ πῆ «Πά­τερ», ἄν δὲν βλέ­πη τὰ ἴ­δι­α καὶ στὸν ἑ­αυ­τό του. Γι­α­τί πα­τέ­ρας τῆς πο­νη­ρῆς πρά­ξης δὲν εἶ­ναι φυ­σι­κὸ νὰ γί­νη αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι στὴν οὐ­σί­α του ἀ­γα­θός, οὔ­τε ὁ ἅ­γι­ος ἐ­κεί­νου ποὺ ἔ­χει βε­βη­λώ­σει τὴν ζω­ή του· οὔ­τε ὁ ἀ­ναλ­λοί­ω­τος ἐ­κεί­νου ποὺ με­τα­βάλ­λε­ται· οὔ­τε ἐ­κεί­νου ποὺ κυ­ρι­εύ­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α ὁ Πα­τέ­ρας τῆς ζω­ῆς· οὔ­τε ὁ κα­θα­ρὸς καὶ ἄ­σπι­λος ἐ­κεί­νων ποὺ ἀ­σχη­μο­νοῦν μέ­σα στὰ πά­θη τῆς ἀ­τι­μί­ας· οὔ­τε τοῦ πλε­ο­νέ­κτη ὁ εὐ­ερ­γέ­της οὔ­τε ὅ­ποι­ων γε­νι­κὰ βρί­σκον­ται σ’ ἕ­να κα­κὸ ἐ­κεῖ­νος ποὺ τὸν σκε­πτό­μα­στε μέ­σα σὲ κά­θε ἀ­γα­θό.

Πράγ­μα­τι, ἄν κά­ποι­ος, βλέ­πον­τας τὸν ἑ­αυ­τό του ὅ­τι ἔ­χει ἀ­κό­μη ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ κα­θαρ­μὸ κι ἔ­χει συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι ἡ συ­νεί­δη­σή του εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λή, γε­μά­τη κη­λῖ­δες καὶ πο­νη­ρὰ ἐγ­καύ­μα­τα, εἰ­σέρ­χε­ται αὐ­τός, πρὶν κα­θα­ρι­στῆ ἀ­πὸ τέ­τοι­α καὶ τό­σα κα­κά, στὴν συγ­γέ­νει­α τοῦ Θε­οῦ καὶ λέ­ει αὐ­τὸς ὁ ἄ­δι­κος «Πα­τέ­ρα» τὸν δί­και­ο, ὁ ἀ­κά­θαρ­τος τὸν κα­θα­ρό, τὰ λό­γι­α εἶ­ναι πέ­ρα πέ­ρα ὕ­βρη καὶ χλευ­α­σμός, ἄν ὀ­νο­μά­ζη τὸν Θε­ὸ πα­τέ­ρα τῆς ἴ­δι­ας του τῆς κα­κί­ας. Γι­α­τί ἡ λέ­ξη Πα­τέ­ρας ση­μαί­νει τὴν αἰ­τί­α ἐ­κεί­νου ποὺ ἔ­λα­βε τὴν ὕ­παρ­ξη ἀ­πὸ αὐ­τόν. Ὅ­ποι­ος λοι­πὸν ἔ­χει ἔ­νο­χη συ­νεί­δη­ση, ἄν λέ­η Πα­τέ­ρα του τὸν Θε­ό, δὲν κά­νει τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρὰ τὸν κα­τη­γο­ρῆ ὅ­τι εἶ­ναι τῶν δι­κῶν του ἁ­μαρ­τι­ῶν ἀρ­χη­γὸς καὶ αἴ­τι­ος. Ὅ­μως «δὲν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση τὸ φῶς μὲ τὸ σκό­τος» (Ματθ. 7, 18) λέ­ει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, ἀλ­λὰ τὸ φῶς προ­σοι­κει­ώ­νε­ται στὸ φῶς καὶ τὸ δί­και­ο στὸ δί­κι­ο καὶ τὸ κα­λὸ στὸ κα­λό, τὸ ἄ­φθαρ­το στὸ ἄ­φθαρ­το, ἐ­νῷ τὰ ἀν­τί­θε­τα συγ­γε­νεύ­ουν μὲ τὰ συγ­γε­νῆ τους. Γι­α­τί «δὲν μπο­ρεῖ τὸ χρή­σι­μο δέν­δρο νὰ πα­ρά­γη ἄ­χρη­στους καρ­ποὺς» (Ἰ­ω­άν. 6, 44). Ἄν λοι­πὸν κά­ποι­ος ποὺ ἔ­χει σκλη­ρὴ καρ­δι­ά, ὅ­πως λέ­ει ἡ Γρα­φή, κι ἐ­πι­ζη­τεῖ τὸ ψέ­μα, ἔ­χη τὸ θρά­σος νὰ πῆ τὰ λό­γι­α τῆς προ­σευ­χῆς, ἄς ξέ­ρη ὅ­τι δὲν κα­λεῖ πα­τέ­ρα του τὸν ἐ­που­ρά­νι­ο, ἀλ­λὰ τὸν κα­τα­χθό­νι­ο, ποὺ καὶ ὁ ἴ­δι­ος εἶ­ναι ψεύ­της καὶ πα­τέ­ρας γί­νε­ται τοῦ ψεύ­δους ποὺ ὑ­πάρ­χει στὸν κα­θέ­να, ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α καὶ πα­τέ­ρας τῆς ἁ­μαρ­τί­ας (Ἰ­ω­άν. 6, 44). Γι’ αὐ­τὸ ὅ­σους ἔ­χουν ἐμ­πα­θῆ ψυ­χὴ ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοὺς ἀ­πο­κα­λεῖ «τέ­κνα ὀρ­γῆς» (Ἐ­φεσ. 11, 3)· κι ὅ­ποι­ος ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ζω­ὴ ὀ­νο­μά­ζε­ται «υἱ­ὸς ἀ­πω­λεί­ας» (Ἰ­ω­άν. 17, 12). Καὶ ἀν­τί­θε­τα ἐ­πί­σης ὅ­ποι­οι ἔ­χουν λαμ­πρὴ συ­νεί­δη­ση, ὀ­νο­μά­ζον­ται « υἱ­οὶ φω­τὸς καὶ ἡ­μέ­ρας» (Ἐ­φεσ. 5, 8) καὶ ἄλ­λοι «υἱ­οὶ δυ­νά­με­ως» ὅ­σοι τό­νω­σαν τὸν ἑ­αυ­τό τους μὲ τὴν θεί­αν ἰ­σχύν.

Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς δι­δά­σκη νὰ λέ­με τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα», ἔ­χω τὴν γνώ­μη ὅ­τι δὲν κά­νει τί­πο­τε ἄλ­λο ἀ­πὸ τὸ νὰ νο­μο­θε­τῆ τὸν ὑ­ψη­λὸ καὶ ἀ­νώ­τε­ρο βί­ο. Δὲν μᾶς δι­δά­σκει βέ­βαι­α ἡ ἀ­λή­θει­α νὰ λέ­με ψέ­μα­τα, ὥ­στε νὰ λέ­με αὐ­τὸ ποὺ δὲν εἴ­μα­στε καὶ νὰ ὀ­νο­μά­ζω­με τὸν ἑ­αυ­τὸ μας ὅ,τι δὲν εἴ­μα­στε ἀ­πὸ τὴν φύ­ση μας. Ἀλ­λὰ ὅ­ταν λέ­με Πα­τέ­ρα μας τὸν ἄ­φθαρ­το καὶ δί­και­ο καὶ ἀ­γα­θό, νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­ω­με τὴν συγ­γέ­νει­ά μας μὲ τὸν βί­ο μας. Βλέ­πεις πό­ση προ­ε­τοι­μα­σί­α ἔ­χο­με ἀ­νάγ­κη, τὶ εἴ­δους ζω­ή, πό­ση καὶ ποι­ὰ προ­θυ­μί­α θέ­λει, ὥ­στε, ἀ­φοῦ ὑ­ψω­θῆ ἡ συ­νεί­δη­σή μας σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ παρ­ρη­σί­ας, νὰ τολ­μή­ση νὰ πῆ τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα». Ἄν ὅ­μως κυ­νη­γᾶς τὰ χρή­μα­τα, ἄν εἶ­σαι βου­τηγ­μέ­νος στὴν βι­ο­τι­κὴ ἀ­πά­τη ἢ ἐ­πι­ζη­τῆς τὴν δό­ξα τῶν ἀν­θρώ­πων, ἄν εἶ­σαι σκλά­βος στὶς ἐμ­πα­θέ­στε­ρες ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ πά­ρης στὸ στό­μα σου αὐ­τὸν τὸν λό­γο τῆς προ­σευ­χῆς, τί νο­μί­ζεις ὅ­τι θὰ πῆ αὐ­τὸς ποὺ βλέ­πει τὴν ζω­ή σου καὶ γνω­ρί­ζει τὴν προ­σευ­χή; Ἐ­γὼ νο­μί­ζω πὼς ἀ­κού­ω κά­τι τέ­τοι­ους λό­γους, σὰν νὰ λέ­η ὁ Θε­ὸς σ’ αὐ­τόν. Ἀ­πο­κα­λεῖς «Πα­τέ­ρα» ἐ­σὺ μὲ τὴν δι­ε­φθαρ­μέ­νη ζω­ὴ τὸν Πα­τέ­ρα τῆς ἀ­φθαρ­σί­ας; Γι­α­τί μο­λύ­νεις μὲ τὴν ρυ­πα­ρὴ φω­νή σου τὸ ἄ­χραν­το ὄ­νο­μα; Γι­α­τί ἀ­πο­δί­δεις ψευ­δῶς τὴν λέ­ξη; Γι­α­τί πε­ρι­βάλ­λεις μὲ ὕ­βρεις τὴν ἀ­μό­λυν­τη φύ­ση; Ἄν ἤ­σουν δι­κό μου παι­δί, τὰ δι­κά μου ἀ­γα­θὰ ἔ­πρε­πε νὰ χα­ρα­κτή­ρι­ζαν καὶ τὴν δι­κή σου ζω­ή. Δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζω σ’ ἐ­σέ­να τὴν εἰ­κό­να τῆς φύ­σης μου. Τὰ γνω­ρί­σμα­τά μας προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­θε­τα. Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὸ φῶς καὶ τὸ σκο­τά­δι; Ποι­ὰ συγ­γέ­νει­α ἀ­νά­με­σα στὴν ζω­ὴ καὶ στὸν θά­να­το; … Ἄλ­λος εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τῶν κα­κι­ῶν σου· γι­α­τί τὰ δι­κά μου γεν­νή­μα­τα τὰ στο­λί­ζουν τ’ ἀ­γα­θὰ τοῦ Πα­τέ­ρα μου· παι­δὶ τοῦ εὔ­σπλαγ­χνου εἶ­ναι ὁ εὔ­σπλαγ­χνος καὶ τοῦ κα­θα­ροῦ ὁ κα­θα­ρός· ἡ φθο­ρὰ εἶ­ναι ξέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἄ­φθαρ­το, καὶ γε­νι­κά, ἐκ τοῦ ἀ­γα­θοῦ προ­έρ­χε­ται ὁ ἀ­γα­θὸς καὶ ἐκ τοῦ δι­καί­ου ὁ δί­και­ος. Ἐ­σεῖς ὅ­μως δὲν ξέ­ρω ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­σθε. Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νο, πρὶν κα­θα­ρί­σης κα­λὰ τὴν ζω­ή σου, νὰ τολ­μή­σης νὰ κά­νης αὐ­τὴν τὴν προ­σευ­χή, νὰ ὀ­νο­μά­σης τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα σου»3.

Ὅ­ταν ση­κώ­νω τὰ μά­τι­α μου πρὸς τὸν θρό­νο σου, ἀ­να­φω­νεῖ πλημ­μυ­ρι­σμέ­νος ἀ­πὸ ποι­η­τι­κὴ δι­ά­θε­ση ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος ὁ Βε­λι­μί­ρο­βιτς, σοῦ ψι­θυ­ρί­ζω: «Πά­τερ ἡ­μῶν».

Ὑ­πῆρ­χε μί­α ἐ­πο­χή, μί­α μα­κρὰ καὶ φο­βε­ρὴ ἐ­πο­χή, ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος σὲ φώ­να­ζε Κύ­ρι­ο, Δη­μι­ουρ­γό, Δε­σπό­τη! Μά­λι­στα. Τό­τε ποὺ ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­νοι­ω­θε πὼς εἶ­ναι ἁ­πλὰ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­νά­με­σα στὰ ἄλ­λα. Τώ­ρα ὅ­μως, μὲ τὴν χά­ρι τοῦ Μο­νο­γε­νοῦς σου Υἱ­οῦ μά­θα­με τὸ πραγ­μα­τι­κό σου ὄ­νο­μα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἐ­γὼ τολ­μῶ, μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό, νὰ σὲ ὀ­νο­μά­σω «Πα­τέ­ρα».

Ἄν σὲ ὁ­μο­λο­γή­σω «Κύ­ρι­ο» ὑ­πο­κλί­νο­μαι μπρο­στά σου ἔν­τρο­μος, σὰν ἕ­νας ἀ­πὸ μί­α ἀ­μέ­τρη­τη στρα­τι­ὰ σκλά­βων.

Ἄν σὲ κα­λέ­σω «Δη­μι­ουρ­γὸ» χω­ρί­ζο­μαι ἀ­πὸ Σέ­να, ὅ­πως ἡ νύ­κτα χω­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν μέ­ρα, καὶ τὸ φύλ­λο ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο.

Ἄν Σὲ κοι­τά­ξω καὶ σὲ ὀ­νο­μά­σω «Δέ­σπο­τα» θὰ εἶ­μαι σὰν μί­α πέ­τρα ἀ­νά­με­σα σὲ πέ­τρες, σὰν μί­α κα­μή­λα ἀ­νά­με­σα σὲ κα­μῆ­λες.

Ἄν ὅ­μως ἀ­νοί­ξω τὸ στό­μα μου καὶ ψι­θυ­ρί­σω «Πα­τέ­ρα», ἡ ἀ­γά­πη παίρ­νει τὸ μέ­ρος τοῦ φό­βου, ἡ γῆ μοι­ά­ζει ν’ ἀ­νε­βαί­νη καὶ νὰ ἐγ­γί­ζη τὸν οὐ­ρα­νό. Κι ἐ­γὼ περ­πα­τῶ μα­ζί σου, Σὲ νοι­ώ­θω σὰν σύν­τρο­φο στὶς ὀ­μορ­φι­ὲς αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου καὶ μοι­ρά­ζο­μαι τὴν δό­ξα σου, τὴν δύ­να­μή σου.4

Ποι­ὸς ἀ­πὸ τοὺς Ἁ­γί­ους ἀν­θρώ­πους ποὺ συ­νέ­τα­ξαν προ­σευ­χές, ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­γνά­τι­ος Μπρι­αν­τσι­α­νί­νωφ, θὰ ἐ­πέ­τρε­πε στὸν ἑ­αυ­τό του καὶ στοὺς ἀ­δελ­φούς του, τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, τοὺς πε­σμέ­νους, τοὺς αἰχ­μα­λώ­τους τοῦ δι­α­βό­λου καὶ τοῦ αἰ­ω­νί­ου θα­νά­του, νὰ ἀ­πο­κα­λέ­σουν τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα»; Προ­φα­νῶς κα­νείς! Μό­νο ὁ ἴ­δι­ος ὁ Θε­ὸς μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ ἐ­πι­τρέ­ψη. Καὶ τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε. Πῶς; Ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, μὲ τὸ νὰ γί­νη ἄν­θρω­πος, ἔ­κα­νε τοὺς ἀν­θρώ­πους υἱ­οὺς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀ­δελ­φοὺς δι­κούς του. Ὁ ἴ­δι­ος ἀ­πευ­θύ­νε­ται δι­και­ω­μα­τι­κὰ στὸν ὁ­μο­ού­σι­ό του Θε­ὸ – Πα­τέ­ρα λέ­γον­τάς του: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Χα­ρί­ζει, λοι­πόν, καὶ σὲ ἐ­μᾶς τὸ εὐ­ερ­γε­τι­κὸ δι­καί­ω­μα νὰ πλη­σι­ά­σου­με τὸν Θε­ὸ ὡς Πα­τέ­ρα καὶ νὰ ἀρ­χί­ζου­με τὴν προ­σευ­χὴ μας σ’ Αὐ­τὸν μὲ τὴν θαυ­μα­στή, τὴν ὑ­πέ­ρο­χη ἐ­πί­κλη­ση, ποὺ κα­νέ­νας ἄν­θρω­πος δὲν θὰ ἀ­πο­τολ­μοῦ­σε νὰ τὴν βά­λη μὲ τὸν νοῦ του: «Πά­τερ ἡ­μῶν».5

Γρά­φει ὁ ἅ­γι­ος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής: Πρε­πόν­τως ὁ Κύ­ρι­ος δι­δά­σκει ἀ­μέ­σως νὰ ἀρ­χί­σουν οἱ προ­σευ­χό­με­νοι ἀ­πὸ τὴν θε­ο­λο­γί­α· ἐ­πί­σης εἰ­σά­γει τὸ μυ­στή­ρι­ο τοῦ τρό­που ποὺ ὑ­πάρ­χει ἡ αἰ­τί­α ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε τὰ ὄν­τα, Αὐ­τὸς ποὺ εἶ­ναι κα­τὰ τὴν οὐ­σί­α αἴ­τι­ος τῶν ὄν­των. Γι­α­τί τὰ λό­γι­α τῆς προ­σευ­χῆς πε­ρι­έ­χουν φα­νέ­ρω­ση τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Πα­τέ­ρα, καὶ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Πα­τέ­ρα, γι­ὰ νὰ μά­θω­με εὐ­θὺς ἐξ ἀρ­χῆς νὰ σε­βώ­μα­στε τὴν ἐν μο­νά­δι Τρι­ά­δα καὶ νὰ τὸν ἐ­πι­κα­λού­μα­στε καὶ νὰ τὴν προ­σκυ­νοῦ­με. Ἐ­πει­δὴ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ καὶ Πα­τέ­ρα, μὲ οὐ­σι­ώ­δη ὑ­πό­στα­ση, εἶ­ναι ὁ Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ός. Καὶ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ Πα­τέ­ρα, μὲ οὐ­σι­ώ­δη ὑ­πό­στα­ση, εἶ­ναι τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Γι­α­τί ἐ­κεῖ­νο ποὺ λέ­ει ὁ Ματ­θαῖ­ος βα­σι­λεί­α, ἀλ­λοῦ ἄλ­λος Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς τὸ ὀ­νο­μά­ζει Πνεῦ­μα Ἅ­γι­ον, λέ­γον­τας: «Ἄς ἔλ­θη τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅ­γι­ον καὶ ἄς κα­θα­ρί­ση*» (*Ἔτ­σι ἔ­χουν τὸ χω­ρί­ο Λου­κᾶ 11,2 ὁ­ρι­σμέ­να χει­ρό­γρα­φα τῆς Κ. Δι­α­θή­κης (βλ. στὴν κρι­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῆς Κ. Δι­α­θή­κης ὑ­πὸ N­e­s­t­le-A­l­a­nd, 26η ἔκ­δο­ση, σελ. 195).

Γι­α­τί ὁ Πα­τέ­ρας δὲν ἀ­πό­κτη­σε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων τὸ ὄ­νο­μα, οὔ­τε ὡς ἀ­ξί­ω­μα ποὺ ἔ­λα­βε ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων νο­οῦ­με τὴν βα­σι­λεί­α· δὲν ἔ­χει ἀρ­χὴ τὸ εἶ­ναι του, γι­ὰ νὰ ἀρ­χί­ση νὰ εἶ­ναι Πα­τέ­ρας καὶ Βα­σι­λεύς, ἄ­ρα πάν­το­τε καὶ ὁ Υἱ­ὸς καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα συ­νυ­πάρ­χουν κα­τὰ τὴν οὐ­σί­α ὡς ὑ­πο­στά­σεις μὲ τὸν Πα­τέ­ρα. Ἀ­πὸ Αὐ­τὸν παίρ­νουν τὴν ὕ­παρ­ξη καὶ εἶ­ναι μέ­σα σ’ Αὐ­τὸν φυ­σι­κῶς πά­νω ἀ­πὸ αἰ­τί­α καὶ λό­γο, ὄ­χι ὅ­μως ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ Αὐ­τόν, οὔ­τε καὶ ἔ­γι­ναν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πὸ κά­ποι­α αἰ­τί­α. Γι­α­τί ἡ σχέ­ση με­τα­ξὺ τῶν τρι­ῶν Προ­σώ­πων ὑ­πο­δη­λώ­νει τὴν συ­νύ­παρ­ξή τους καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πει αὐ­τά, τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι καὶ λέ­γε­ται σχέ­ση, νὰ θε­ω­ροῦν­ται με­τα­γε­νέ­στε­ρα τὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὸ ἄλ­λο.

 Ἀ­φοῦ λοι­πὸν ἀρ­χί­σα­με αὐ­τὴν τὴν προ­σευ­χή, βι­α­ζό­μα­στε νὰ τι­μή­σου­με τὴν ὁ­μο­ού­σι­α καὶ ὑ­πε­ρού­σι­α τρι­ά­δα ὡς δη­μι­ουρ­γι­κὴ αἰ­τί­α τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας. Ἐ­πί­σης δι­δα­σκό­μα­στε νὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με τὴν χά­ρι τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας, μὲ τὸ νὰ ἀ­ξι­ω­νώ­μα­στε νὰ ὀ­νο­μά­ζω­με Πα­τέ­ρα κα­τὰ χά­ριν τὸν ἐκ φύ­σε­ως Δη­μι­ουρ­γὸ.6

Ὁ δὲ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της το­νί­ζει: Ὁ Θε­ὸς μὲ τὴν ἄ­πει­ρή του ἀ­γα­θό­τη­τα, ὄ­χι μό­νο μᾶς ἀ­νέ­στη­σε ἐ­νῷ εἴ­χα­με πέ­σει στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἀλ­λὰ μᾶς πα­ρέ­δω­σε καὶ νό­μους γι­ὰ τὴν προ­σευ­χὴ ποὺ καὶ στὸν Θε­ὸ ὁ­δη­γοῦν καὶ τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος συμ­φέ­ρουν, γι­ὰ νὰ μὴ πέ­σου­με ἐξ αἰ­τί­ας τῆς ἀ­φρο­σύ­νης μας στὰ ἴ­δι­α ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Γι’ αὐ­τὸν τὸν λό­γο, ὅ­πως ἔ­πρε­πε, ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ ἤ­δη τῆς προ­σευ­χῆς ἀ­να­βι­βά­ζει τὸν νοῦ μας στὸ ὑ­ψη­λό­τα­το κε­φά­λαι­ο τῆς θε­ο­λο­γί­ας, ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας τὸν κα­τὰ φύ­σιν Πα­τέ­ρα του ὡς δη­μι­ουρ­γὸ ὅ­λης τῆς ὁ­ρα­τῆς καὶ ἀ­ό­ρα­της κτί­σης, καὶ τὴν υἱ­ο­θε­σί­α ποὺ οἱ Χρι­στι­α­νοὶ ἀ­ξι­ω­θή­κα­με ἀ­πο­κα­λῶν­τας κα­τὰ χά­ριν Αὐ­τὸν Πα­τέ­ρα.

Δι­ό­τι, ἀ­φοῦ ὁ Κύ­ρι­ός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς σαρ­κώ­θη­κε, δό­θη­κε ἐ­ξου­σί­α σὲ ὅ­λους ὅ­σους Τὸν πί­στε­ψαν νὰ γί­νουν μέ­σῳ τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος τέ­κνα καὶ υἱ­οὶ Θε­οῦ. Ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος καὶ ὅ­πως γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: «ἔ­δω­κε σ’ αὐ­τοὺς ποὺ πι­στεύ­ουν στὸ ὄ­νο­μά του τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ γί­νουν τέ­κνα Θε­οῦ» (Ἰ­ω­άν. 1, 12), «ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ καὶ ὀρ­θό­δο­ξοι μέ­σῳ τῆς πί­στης, μὲ τὴν χά­ρι τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, εἶ­στε τέ­κνα Θε­οῦ» (Γαλ. 4, 26). «Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν εἶ­στε τέ­κνα Θε­οῦ, ἔ­στει­λε ὁ Θε­ὸς καὶ κα­τὰ χά­ριν Πα­τέ­ρας σας τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα τοῦ Υἱ­οῦ του στὶς καρ­δι­ές σας, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­κεῖ μέ­σα φω­νά­ζει μυ­στι­κά, Πα­τέ­ρα, Πα­τέ­ρα μας» (Γαλ. 4, 6).

Γι’ αὐ­τὸ ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς λέ­ει πῶς νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε στὸν κα­τὰ χά­ριν Πα­τέ­ρα μας, γι­ὰ νὰ μεί­νου­με πάν­το­τε, ἕ­ως τέ­λους, ὑ­πὸ τὴν χά­ρι τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας. Δη­λα­δή, γι­ὰ νὰ εἴ­μα­στε τέ­κνα Θε­οῦ ὄ­χι μό­νο κα­τὰ τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση καὶ τὸ Βά­πτι­σμα, ἀλ­λὰ καὶ κα­τὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α καὶ τὴν πρά­ξη. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο ἐ­πει­δὴ ὁ κα­θέ­νας ποὺ δὲν πράτ­τει πνευ­μα­τι­κὰ ἔρ­γα ἄ­ξι­α τῆς ἄ­νω­θεν ἀ­να­γεν­νή­σε­ως, ἀλ­λὰ σα­τα­νι­κά, δὲν εἶ­ναι ἄ­ξι­ος νὰ ἀ­πο­κα­λῆ τὸν Θε­ὸ ὡς Πα­τέ­ρα, ἀλ­λὰ τὸν δι­ά­βο­λο, σύμ­φω­να μὲ τὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας: «Ἐ­σεῖς εἶ­σθε γεν­νη­μέ­νοι, κα­τὰ τὴν κα­κί­α ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα σας τὸν δι­ά­βο­λο καὶ ἀ­γα­πᾶ­τε νὰ ἱ­κα­νο­ποι­ῆ­τε τὶς κα­κὲς ἐ­πι­θυ­μί­ες τοῦ πα­τέ­ρα σας» (Ἰ­ω­άν. 8, 44).

Ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς προ­στά­ζει νὰ τὸν ὀ­νο­μά­ζου­με Πα­τέ­ρα γι­ὰ νὰ μᾶς πλη­ρο­φο­ρή­ση ἀ­φ’ ἑ­νὸς ὅ­τι μὲ τὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ Θεί­ου Βα­πτί­σμα­τος γεν­νη­θή­κα­με ἀ­λη­θι­νὰ ὡς τέ­κνα Θε­οῦ καὶ ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου ὅ­τι πρέ­πει νὰ δι­α­φυ­λάτ­του­με καὶ τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες, δη­λα­δὴ τὶς ἀ­ρε­τὲς τοῦ Πα­τέ­ρα μας. Αὐ­τὸ θὰ τὸ ἐ­πι­τύ­χου­με νοι­ώ­θον­τας κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο συ­στο­λὴ γι­ὰ τὴν συγ­γέ­νει­α ποὺ ἔ­χου­με μα­ζί του, ὅ­πως ὁ ἴ­δι­ος λέ­ει: «Νὰ γί­νε­τε σπλαγ­χνι­κοὶ μὲ ὅ­λους σὰν τὸν Πα­τέ­ρα σας ποὺ εἶ­ναι σπλαγ­χνι­κὸς μὲ ὅ­λους» (Λουκ. 6, 36), ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος λέ­ει: «Ζω­στῆ­τε κα­λὰ τὴν ζώ­νη τῆς δι­α­νοί­ας σας καὶ ὄν­τας προ­σε­κτι­κοὶ νὰ ἐλ­πί­σε­τε τε­λεί­ως καὶ ἀ­πό­λυ­τα στὴν χά­ρι ποὺ ἔρ­χε­ται σὲ σᾶς σὰν σὲ παι­δι­ὰ ὑ­πά­κου­α μὲ τὴν ἀ­πο­κά­λυ­ψη καὶ τὴν φα­νέ­ρω­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Νὰ μὴ δι­α­μορ­φώ­νε­τε τὸν ἑ­αυ­τὸ σας βά­σει τῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν ποὺ εἴ­χα­τε πα­λι­ό­τε­ρα, ὅ­ταν βρι­σκό­σα­σταν στὸ σκό­τος τῆς πλά­νης. Ἀν­τι­θέ­τως, νὰ γί­νε­τε ἅ­γι­οι σὲ κά­θε ἐ­νέρ­γει­ά σας, σὰν τὸν Θε­ὸ ποὺ σᾶς κά­λε­σε στὴν χά­ρι του. Καὶ αὐ­τό, γι­α­τί ἔτ­σι εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στὸν νό­μο. Νὰ γί­νε­τε ἅ­γι­οι, ἐ­πει­δὴ καὶ ἐ­γὼ ὁ Θε­ὸς σας εἶ­μαι ἅ­γι­ος. Καὶ ἄν ὀ­νο­μά­ζε­ται Πα­τέ­ρα τὸν Θε­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος χω­ρὶς φι­λο­προ­σω­πί­α κρί­νει τὸν κα­θέ­να κα­τὰ τὰ ἔρ­γα του, πρέ­πει νὰ ζή­σε­τε τὸν χρό­νο τῆς ζω­ῆς σας μὲ πο­λὺ φό­βο, γι­ὰ νὰ μὴ κα­τα­κρι­θῆ­τε ἀ­πὸ Αὐ­τὸν» (Πέ­τρ. 1, 13-17).

Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος λέ­ει: «γνώ­ρι­σμα ἐ­κεί­νου ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα εἶ­ναι τὸ νὰ γί­νη ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μοι­ος μὲ τὸ Πνεῦ­μα ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο καὶ γεν­νή­θη­κε. Ὅ­πως εἶ­ναι γραμ­μέ­νο, ἐ­κεῖ­νος ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ σαρ­κι­κὸ πα­τέ­ρα εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς σαρ­κι­κός, ἐ­νῷ ἐ­κεῖ­νος ποὺ γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸς Πνεῦ­μα, δη­λα­δὴ ἄν­θρω­πος πνευ­μα­τι­κός».

 Ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, δι­ό­τι ἐ­μεῖς προ­η­γου­μέ­νως ἤ­μα­σταν ἐ­χθροί του καὶ παι­δι­ὰ τῆς ὀρ­γῆς, συμ­φι­λι­ω­θή­κα­με μ’ Αὐ­τόν, τὸν οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα μας, πι­στέ­ψα­με στὸν Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό του.7

Στὴν δὲ ἑρ­μη­νεί­α τοῦ χω­ρί­ου 1, 17 τῆς Α’ Κα­θο­λι­κῆς ἐ­πι­στο­λῆς τοῦ ἀ­πο­στό­λου Πέ­τρου ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ση­μει­ώ­νει: Πα­τὴρ ἐ­δῶ μπο­ρεῖ νὰ ἐν­νο­η­θῆ καὶ ὁ Υἱ­ός. Δι­ό­τι Πα­τέ­ρας καὶ Υἱ­ὸς ἔ­γι­νε, ἐ­φ’ ὅ­σον ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἔ­χει γρα­φθῆ· «Πα­τὴρ τοῦ μέλ­λον­τος αἰ­ῶ­νος» (Ἡσ. 9, 6). Καὶ τὴν πα­τρι­κὴ αὐ­τὴ σχέ­ση φα­νε­ρώ­νον­τας, τὴν ὁ­ποί­αν ἔ­λα­βε πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἔ­λε­γε πρὸς τὸν πα­ρα­λυ­τι­κό: «τέ­κνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου» (Μάρκ., 2, 5) καὶ πρὸς τοὺς Ἀ­πο­στό­λους: «τε­κνί­α, ἔ­τι μι­κρόν με­θ’ ὑ­μῶν εἰ­μί» (Ἰ­ω­άν. 13, 33). Τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» δὲν λέ­γε­ται ἀ­πὸ τοὺς Χρι­στι­α­νοὺς μό­νον πρὸς τὸν ἄ­ναρ­χον Πα­τέ­ρα, ἀλ­λὰ καὶ πρὸς τὸν Υἱ­ὸν καὶ πρὸς τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα, σὰν νὰ λέ­με πρὸς ὅ­λη τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα, τὸν ἕ­ναν Θε­ό, ἐ­πει­δὴ πρὸς ὅ­λα τὰ ἔ­ξω «κοι­νῶς καὶ ἰ­σο­σθε­νῶς» ἐ­νερ­γοῦν τὰ τρί­α θε­αρ­χι­κὰ πρό­σω­πα τῆς μα­κα­ρί­ας καὶ ὁ­μο­ου­σί­ου Τρι­ά­δος.8

Ὅ­ταν λέ­με «Πά­τερ ἡ­μῶν», ἄς θυ­μώ­μα­στε συγ­χρό­νως καὶ τὸν Σταυ­ρὸν τοῦ Κυ­ρί­ου. Τὸ δι­καί­ω­μά μας αὐ­τό, τὸ νὰ λέ­με τὸν Θε­ὸν Πα­τέ­ρα μας, ἐ­ξη­γο­ρά­σθη καὶ ἐ­πλη­ρώ­θη­κε μὲ τί­μη­μα ἀ­νυ­πο­λό­γι­στης ἀ­ξί­ας, μὲ τὸ πο­λύ­τι­μο αἷ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Μέ­σῳ τοῦ Χρι­στοῦ κα­λοῦ­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα. Μὴ ξε­χνᾶ­με ἀ­κό­μη, ὅ­τι κά­θε προ­νό­μι­ο, κά­θε δι­καί­ω­μα εἶ­ναι συν­δε­δε­μέ­νο καὶ μὲ ἀν­τί­στοι­χο κα­θῆ­κον. Ἐ­ὰν ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τέ­ρας μας, εἶ­ναι θε­με­λι­ῶ­δες κα­θῆ­κον μας νὰ συμ­πε­ρι­φε­ρώ­μα­στε σὰν παι­δι­ὰ ἀν­τά­ξι­α τέ­τοι­ου Πα­τέ­ρα. Πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με, γι­ὰ νὰ μὴ βλα­σφη­μῆ­ται καὶ κα­κο­λο­γῆ­ται τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Πα­τέ­ρα ἀ­πὸ τὸν ἄ­τα­κτο καὶ σκαν­δα­λώ­δη βί­ο μας.9

«Πά­τερ ἡ­μῶν»: Πό­σο με­γά­λη ἀ­φθο­νί­α, ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ὁ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Πό­σο ἀ­σύγ­κρι­τη γα­λη­νό­τη­τα ποὺ πρέ­πει μό­νο σ’ αὐ­τόν! Μᾶς χα­ρί­ζει τὴν δό­ξα του, ἀ­νε­βά­ζει τὸν δοῦ­λο σὲ ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­ξί­ω­μα. Μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει νὰ ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ἐ­πει­δὴ ἔ­χο­με κα­τα­τα­γῆ στὴν τά­ξη τῶν υἱ­ῶν. Καὶ μα­ζὶ μὲ τὰ ἄλ­λα, ἀ­πὸ αὐ­τὸν ἀ­πο­κτή­σα­με καὶ αὐ­τό, καὶ θὰ τὸ βε­βαι­ώ­ση ὁ σο­φὸς Ἰ­ω­άν­νης, ὁ ὁ­ποῖ­ος λέ­γει γι’ αὐ­τόν: «Ὅ­σοι δέ­χθη­καν αὐ­τόν, τοὺς ἔ­δω­σε τὸ δι­καί­ω­μα νὰ γί­νουν τέ­κνα Θε­οῦ» (Ἰ­ω­άν. 1, 12). Γι­α­τί με­τα­μορ­φω­νό­μα­στε σὲ υἱ­οὺς μὲ πνευ­μα­τι­κὴ γέν­νη­ση, ἡ ὁ­ποί­α τε­λεῖ­ται μέ­σα μας, ὄ­χι ἀ­πὸ σπο­ρὰ φθαρ­τή, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον μὲ τὸν λό­γο τοῦ ζων­τα­νοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ­νει, ὅ­πως ἔ­χει γρα­φθῆ: «ἐ­πει­δὴ θέ­λη­σε μᾶς γέν­νη­σε μὲ τὸν λό­γο τῆς ἀ­λή­θει­ας, γι­ὰ νὰ εἴ­μα­στε κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο ἀρ­χὴ τῶν κτι­σμά­των του» (Ἰ­ακ. 1, 18). Γι­α­τί ἔτ­σι εἶ­πε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους. Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας ὁ­λο­φά­νε­ρα τὴν ὁ­δὸ τῆς γέν­νη­σης αὐ­τῆς λέ­γει: «Ἐ­ὰν κά­ποι­ος δὲν γεν­νη­θῆ ἀ­πὸ νε­ρὸ καὶ πνεῦ­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἰ­σέλ­θη στὴν βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ» (Ἰ­ω­άν. 3, 5). Ἤ κα­λύ­τε­ρα, γι­α­τί πρέ­πει νὰ πῶ σὲ σᾶς καὶ κά­τι ἀ­πὸ τὰ ἀ­πόρ­ρη­τα, αὐ­τὸς ἔ­γι­νε σ’ ἐ­μᾶς ἡ ὁ­δὸς τῆς τό­σο λαμ­πρῆς καὶ ἄ­ξι­ας νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­ση κα­νεὶς χά­ρι­τος, καὶ θύ­ρα καὶ ἀ­φορ­μή, μὲ τὸ νὰ γί­νη ὅ­μοι­ος μὲ ἐ­μᾶς· γι­α­τί ἔ­λα­βε μορ­φὴ δού­λου, ἄν καὶ κα­τὰ τὸ ὅ­τι νο­εῖ­ται καὶ εἶ­ναι Θε­ός ἦ­ταν ἐ­λεύ­θε­ρος, γι­ὰ νὰ μᾶς χα­ρί­ση αὐ­τὰ ποὺ εἶ­ναι δι­κά του. Γι­α­τί μό­νος ἀ­πὸ τὴν φύ­ση του εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος, γι­α­τί καὶ μό­νος εἶ­ναι Υἱ­ὸς ἐ­κεί­νου, ποὺ βρί­σκε­ται πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα καὶ κα­τε­ξου­σι­ά­ζει τὰ πάν­τα, τοῦ ἀ­πὸ τὴν φύ­ση του καὶ πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­λεύ­θε­ρου Πα­τέ­ρα. Γι­α­τί κα­θε­τὶ ποὺ ἦρ­θε στὴν ὕ­παρ­ξη σκύ­βει δου­λι­κὰ τὸν αὐ­χέ­να σ’ ἐ­κεῖ­νον ποὺ τὸν ἔ­κτι­σε. Πράγ­μα­τι ψάλ­λει ὁ Με­λω­δὸς καὶ λέ­γει πρὸς αὐ­τόν: «ὅ­τι τὰ σύμ­παν­τα δοῦ­λα σά» (Ψαλμ. 118, 91).

Ὅ­τι ὅ­μως με­τα­θέ­τον­τας τὰ δι­κά μας σ’ αὐ­τόν, κα­τ’ οἰ­κο­νο­μί­α μᾶς ἔ­δω­σε τὰ δι­κά του, θὰ τὸ βε­βαι­ώ­ση γρά­φον­τας ὁ ἱ­ε­ρουρ­γὸς τῶν μυ­στη­ρί­ων του, ὁ πάν­σο­φος Παῦ­λος: «Γι­α­τί ἐ­νῷ ἦ­ταν πλού­σι­ος, ἐ­πτώ­χευ­σε, γι­ὰ νὰ γί­νου­με ἐ­μεῖς πλού­σι­οι μὲ τὴν δι­κή του πτω­χεί­α» (Β΄ Κο­ριν. 8, 9). Γι­α­τί βέ­βαι­α γι­ὰ τὸν Θε­ὸν Λό­γον τὰ δι­κά μας, δη­λα­δὴ τὰ ἀν­θρώ­πι­να, εἶ­ναι πτω­χεί­α, ἐ­νῷ γι­ὰ τὴν φύ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που εἶ­ναι πλοῦ­τος τὸ ὅ­τι ἔ­λα­βε τὰ δι­κά του, ἕ­να ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι τὸ ἐ­λεύ­θε­ρο ἀ­ξί­ω­μα, ποὺ ται­ρι­ά­ζει κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν σ’ αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν κλη­θῆ νὰ γί­νουν υἱ­οί του. Αὐ­τοῦ ὅ­μως εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ τὸ δῶ­ρο, ὅ­πως εἶ­πα. Γι­α­τί εἶ­πε πρὸς ἐ­μᾶς: «Καὶ μὴ ἀ­πο­κα­λέ­σε­τε κα­νέ­ναν πα­τέ­ρα πά­νω στὴν γῆ, γι­α­τί ἕ­νας εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας σας, ὁ οὐ­ρά­νι­ος, καὶ ὅ­λοι ἐ­σεῖς εἶ­στε ἀ­δελ­φοὶ» (Ματθ. 23, 8-9 ). Ἐ­πει­δὴ δη­λα­δὴ ἔ­γι­νε σὰν ἐ­μᾶς, γι’ αὐ­τὸ ἀ­πο­κτή­σα­με καὶ ἐ­μεῖς τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἀ­δελ­φοῦ πρὸς αὐ­τόν. Πα­ραγ­γέλ­λει λοι­πὸν νὰ ἔ­χου­με θάρ­ρος καὶ νὰ τὸν ὀ­νο­μά­ζω­με στὶς προ­σευ­χὲς μας Πα­τέ­ρα. Καὶ μὲ πά­ρα πο­λὺ πρό­νοι­α δί­νει σ’ αὐ­τοὺς ποὺ προ­σεύ­χον­ται νὰ ἐν­νο­οῦν καὶ τοῦ­το· ἐ­φ’ ὅ­σον δη­λα­δὴ ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα καὶ γί­να­με ἄ­ξι­οι τῆς τό­σο με­γά­λης τι­μῆς, γι­α­τί νὰ μὴ πο­λι­τευ­ώ­μα­στε ὅ­πως ἀ­ξί­ζει σ’ αὐ­τὸν ποὺ μᾶς ἔ­χει τι­μή­σει; Αὐ­τὸ εἶ­πε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους: «Ἐ­φό­σον ἐ­πι­κα­λεῖ­σθε Πα­τέ­ρα αὐ­τὸν ποὺ κρί­νει ἀ­με­ρό­λη­πτα τὸ ἔρ­γον τοῦ κα­θε­νός, νὰ συ­να­να­στρέ­φε­σθε μὲ φό­βο τὸν χρό­νο τῆς προ­σω­ρι­νῆς κα­τοί­κη­σής σας στὴν γῆ» (Α΄ Πε­τρ. 1, 17).10

Σὲ ἀ­πό­λυ­τη συμ­φω­νί­α μὲ τὸν ἅ­γι­ο Κύ­ριλ­λο Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας καὶ ὁ ἅ­γι­ος Ἀμ­βρό­σι­ος Με­δι­ο­λά­νων ἀ­να­φω­νεῖ: Πό­σο γλυ­κει­ὰ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη λέ­ξη «Πά­τερ ἡ­μῶν». Μέ­χρι τό­τε δὲν εἴ­χα­με τὸ θάρ­ρος οὔ­τε τολ­μού­σα­με νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα μας στὸν οὐ­ρα­νό. Χα­μη­λώ­να­με τὰ μά­τι­α μας. Ἀλ­λὰ ξαφ­νι­κὰ δε­χθή­κα­με τὴν χά­ρι τοῦ Χρι­στοῦ καὶ ὅ­λα τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας συγ­χω­ρή­θη­καν. Ἀ­πὸ πο­νη­ροὶ δοῦ­λοι ποὺ ἤ­μα­σταν, γί­να­με κα­λοὶ υἱ­οί.

Ἄς μὴ ὑ­πε­ρη­φα­νευ­ώ­μα­στε ὅ­μως καὶ ἄς μὴ θε­ω­ροῦ­με ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ δι­κοῦ μας ἀ­γώ­να, ἀλ­λὰ τῆς χά­ρης τοῦ Χρι­στοῦ. «Εἶ­στε σω­σμέ­νοι ἀ­πὸ τὴν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ» (Ἐφ. 2, 5) λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Τὸ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω­με ὅ­τι ἡ χά­ρι μᾶς ἔ­χει σώ­σει, δὲν εἶ­ναι οἴ­η­ση, δὲν εἶ­ναι ἔ­παρ­ση, ἀλ­λὰ πί­στη ἀ­λη­θι­νή. Τὸ νὰ πα­ρα­δε­χθοῦ­με καὶ νὰ δι­α­κη­ρύ­ξου­με αὐ­τὸ ποὺ λά­βα­με, δὲν εἶ­ναι ὑ­πε­ρη­φά­νει­α, ἀλ­λὰ εὐ­γνω­μο­σύ­νη καὶ ἀ­φο­σί­ω­ση. Ἄς ὑ­ψώ­σου­με τὰ μά­τι­α μας πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα ποὺ μᾶς ἀ­να­γέν­νη­σε μὲ τὸ λου­τρὸ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα ποὺ μᾶς ἐ­ξα­γό­ρα­σε μὲ τὸν Υἱ­ό του καὶ ἄς τοῦ ποῦ­με «Πά­τερ ἡ­μῶν». Τὸ νὰ τὸν ἀ­πο­κα­λοῦ­με «Πα­τέ­ρα μας» εἶ­ναι μί­α κα­λή, μί­α τα­πει­νὴ καύ­χη­ση. Σὰν παι­δι­ὰ του Τὸν ὀ­νο­μά­ζου­με Πα­τέ­ρα. Ἀλ­λὰ ἄς μὴ δι­εκ­δι­κοῦ­με κά­ποι­ο προ­νό­μι­ο. Δι­ό­τι οὐ­σι­α­στι­κὰ καὶ ἀ­πό­λυ­τα δὲν εἶ­ναι Πα­τέ­ρας μας πα­ρὰ μό­νο τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Γι­α­τί μό­νον Ἐ­κεῖ­νον γέν­νη­σε, ἐ­νῷ ἐ­μᾶς μό­νο μᾶς δη­μι­ούρ­γη­σε. Ἄς λέ­με λοι­πὸν καὶ ἐ­μεῖς κα­τὰ χά­ριν, «Πά­τερ ἡ­μῶν», γι­ὰ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με τὴν εὔ­νοι­α καὶ τὴν τι­μὴ ποὺ Αὐ­τὸς δώ­ρι­σε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.11

Ὅ­ταν λέ­με τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν», τό­τε, λέ­γει ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σι­α­νός, ἡ ψυ­χὴ βι­ώ­νει τὴν θεί­α μέ­θε­ξη, βυ­θί­ζε­ται στὴν φλο­γε­ρὴ ἀ­γά­πη καὶ συ­νο­μι­λεῖ μὲ τὸν Θε­ὸ μὲ πε­ρισ­σὴ εὐ­λά­βει­α καὶ φι­λό­στορ­γη οἰ­κει­ό­τη­τα, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται τὸ παι­δὶ μὲ τὸν Πα­τέ­ρα του. Ὀ­φεί­λου­με λοι­πὸν νὰ τεί­νου­με ὅ­λοι πρὸς αὐ­τὴν τὴν κα­τά­στα­ση, κα­θὼς τὸ ἴ­δι­ο τὸ κεί­με­νο τῆς προ­σευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μᾶς τὸ δι­δά­σκει. Ὅ­ταν λέ­με «Πα­τέ­ρα μας» ὁ­μο­λο­γοῦ­με μὲ τὸ ἴ­δι­ο μας τὸ στό­μα ὅ­τι ὁ Θε­ὸς καὶ Κύ­ρι­ος τοῦ σύμ­παν­τος εἶ­ναι «Πα­τέ­ρας» μας. Αὐ­τὴ ἡ ἐ­πί­κλη­ση μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ ὅ­τι ἔ­χου­με κλη­θῆ ἀ­πὸ δοῦ­λοι νὰ γί­νου­με «κα­τὰ χά­ριν υἱ­οί».12

Ὁ δὲ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ἀ­πευ­θυ­νό­με­νος πρὸς τοὺς κα­τη­χου­μέ­νους τοὺς το­νί­ζει: Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ λὲς καὶ σὺ τὴν εὐ­χὴ ἐ­κεί­νη, ποὺ ὁ Σω­τή­ρας μας πα­ρέ­δω­σε στοὺς Μα­θη­τές του, κα­θὼς ἀ­πε­κά­λε­σε μὲ κα­θα­ρὴ συ­νεί­δη­ση τὸν Θε­ὸ, Πα­τέ­ρα καὶ εἶ­πε «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ὤ! πό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Θε­οῦ! Σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­φυ­γαν μα­κρυ­ά του κι ἔ­πε­σαν σὲ τό­σο με­γά­λες ἁ­μαρ­τί­ες, τό­ση ἀ­μνη­στί­α καὶ τό­ση δυ­να­τό­τη­τα κοι­νω­νί­ας στὴν χά­ρι τοὺς δώ­ρη­σε, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦν τώ­ρα πι­ὰ νὰ τὸν ἀ­πο­κα­λοῦν, Πα­τέ­ρα. «Πα­τέ­ρα μας, ποὺ βρί­σκε­σαι στοὺς οὐ­ρα­νοὺς».13

Ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἅ­γι­ος Κυ­πρι­α­νός, ἐ­πί­σκο­πος Καρ­χη­δό­νος, μι­λῶν­τας καὶ αὐ­τὸς σὲ κα­τη­χου­μέ­νους, σὲ ἀν­θρώ­πους ἐ­νή­λι­κους ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ λά­βουν τὸ βά­πτι­σμα, λέ­γει: Βά­λε­τέ το βα­θει­ὰ μέ­σα στὴν καρ­δι­ά σας. Ἔ­χο­με ἕ­ναν Πα­τέ­ρα, ποὺ ζεῖ στὴν γῆ. Ἀλ­λὰ ἔ­χο­με καὶ ἕ­ναν Πα­τέ­ρα, ποὺ κα­τοι­κεῖ ἐν οὐ­ρα­νοῖς. Νὰ τὸ θυ­μᾶ­στε. Ἀ­πὸ τὸν πρῶ­το Πα­τέ­ρα μας, ἀ­πὸ τὸν Ἀ­δάμ, γεν­νη­θή­κα­με «εἰς θά­να­τον». Ἀ­πὸ τὸν δεύ­τε­ρο ὅ­μως Πα­τέ­ρα μας, ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, θὰ γεν­νη­θοῦ­με «εἰς ζω­ήν».

«Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Πό­σοι τὸ εἶ­παν πρὶν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς; Πό­σοι θὰ τὸ ποῦν με­τά; Πό­σους κα­τὰ χά­ριν ἀ­δελ­φοὺς ἀ­πέ­κτη­σε ὁ Μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ός; Σὲ πό­σους μοι­ρά­ζει τὴν κλη­ρο­νο­μί­α του; Γι­ὰ πό­σους ὑ­πέ­μει­νε τὸν θά­να­το; Στὴν γῆ ἔ­χο­με ἕ­ναν πα­τέ­ρα καὶ μί­α μη­τέ­ρα. Μᾶς γέν­νη­σαν γι­ὰ πό­νους καὶ γι­ὰ θά­να­το. Ἀλ­λὰ νά! Εὑ­ρή­κα­με καὶ ἕ­ναν ἄλ­λο Πα­τέ­ρα καὶ μί­α ἄλ­λη Μη­τέ­ρα: Τὸν Θε­ὸ καὶ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Μᾶς δί­νουν τὴν αἰ­ώ­νι­α ζω­ή.

Ἄς σκε­φθοῦ­με, τί­νος ἀρ­χί­ζο­με τώ­ρα νὰ γι­νώ­μα­στε παι­δι­ά. Καὶ ἄς ἀρ­χί­σου­με νὰ ζοῦ­με μὲ τὸν τρό­πο, ποὺ πρέ­πει νὰ ζῆ ὅ­ποι­ος ἔ­χει τέ­τοι­ο Πα­τέ­ρα. Βάλ­τε το κα­λὰ μέ­σα στὸ μυ­α­λό σας, ὅ­τι ὁ Δη­μι­ουρ­γός μας κα­τε­δέ­χθη νὰ γί­νη Πα­τέ­ρας μας. Ναὶ, νὰ γί­νη! Γι­α­τί ὁ Θε­ὸς δὲν εἶ­ναι πάν­το­τε «Πα­τέ­ρας μας». Κά­ποι­α συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μή, χω­ρι­στὴ γι­ὰ τὸν κα­θέ­να μας. Κά­ποι­α στιγ­μὴ γί­νε­ται ἡ κα­τὰ χά­ριν Θε­οῦ «σύλ­λη­ψή» μας. Κά­ποι­ο δι­ά­στη­μα χρό­νου, κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο, «κυ­ο­φο­ρού­μα­στε» μέ­σα στὴν κοι­λι­ὰ τῆς Μη­τέ­ρας μας Ἐκ­κλη­σί­ας. Κά­ποι­α στιγ­μὴ μᾶς «γεν­νά­ει» μέ­σα στὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμ­βή­θρας. Πα­τέ­ρας μας γί­νε­ται ὁ Θε­ός τὴν ἱ­ε­ρὴ ἐ­κεί­νη στιγ­μή ποὺ συν­τε­λεῖ­ται ἡ «ἐκ Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου» γέν­νη­σή μας, τό­τε ποὺ βγαί­νου­με ἀ­πὸ τὴν ἱ­ε­ρὴ κο­λυμ­βή­θρα. Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη Πα­τέ­ρα τὸν Θε­όν, ἄν δὲν ἔ­χη μη­τέ­ρα τὴν Ἐκ­κλη­σί­α (De E­c­c­l­e­s­ia C­a­t­h­o­l­i­c­ae U­n­i­r­i­te c­ar 6).

Τὴν γέν­νη­ση αὐ­τὴν, τὴν «ἐξ ὕ­δα­τος καὶ Πνεύ­μα­τος» ὁ Χρι­στὸς τὴν ὠ­νό­μα­σε «γέν­νη­ση ἄ­νω­θεν» (Ἰ­ω­άν. 3, 3) δη­λα­δὴ «νέ­α γέν­νη­ση»· «ἐξ ὑ­παρ­χῆς γέν­νη­ση». Μὲ αὐ­τὴν ὁ Θε­ὸς – ἀ­πὸ δη­μι­ουρ­γός, κύ­ρι­ος, δε­σπό­της- γί­νε­ται Πα­τέ­ρας μας.

Ἡ νέ­α αὐ­τὴ γέν­νη­ση στὴν γλῶσ­σα τὴν δι­κή μας ὀ­νο­μά­ζε­ται «υἱ­ο­θε­σί­α». Ὅ­μως δὲν εἶ­ναι μί­α ἁ­πλῆ υἱ­ο­θε­σί­α. Στὴν υἱ­ο­θε­σί­α ὁ θε­τὸς πα­τέ­ρας μὲ μί­α νο­μι­κὴ πρά­ξη, μὲ ἕ­να συμ­βό­λαι­ο, παίρ­νει ἕ­να «Ξέ­νο» παι­δὶ καὶ ὑ­πό­σχε­ται – δε­σμεύ­ε­ται νὰ τὸ ἔ­χη σὰν «δι­κό» του. Τὸ παι­δὶ μέ­νει ἀ­ναλ­λοί­ω­το καὶ ἀ­με­τά­βλη­το.

Στὴν ἄ­νω­θεν, «ἐκ Πνεύ­μα­τος καὶ ὕ­δα­τος» γέν­νη­ση, ὁ υἱ­ὸς τοῦ Ἀ­δὰμ πε­θαί­νει· παύ­ει νὰ ὑ­πάρ­χη. Καὶ μέ­σα ἀ­πὸ τὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμ­βή­θρας γεν­νι­έ­ται ἕ­νας ἄλ­λος, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, ἕ­νας «και­νὸς ἄν­θρω­πος», ὁ υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ (Ρωμ. 6, 1-14).

Στὴν γέν­νη­ση αὐ­τήν ἡ ἔν­νοι­α «υἱ­ο­θε­σί­α» χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ὰ ἕ­ναν καὶ μό­νο σκο­πό. Γι­ὰ νὰ μᾶς εἰ­πῆ, ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στὴν γέν­νη­ση τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, ποὺ εἶ­ναι κα­τὰ φύ­ση Υἱ­ὸς τοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ­μο­ού­σι­ος μὲ Αὐ­τόν, συ­νά­ναρ­χος καὶ σύν­θρο­νος Θε­ός, καὶ στὴν γέν­νη­ση τὴν δι­κή μας ὑ­πάρ­χει μί­α δι­α­φο­ρά. «Τὸ ὄ­νο­μα τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας δη­λοῖ τὸ μὴ φύ­σει εἶ­ναι (ἡ­μᾶς) υἱ­οὺς τοῦ Θε­οῦ» (Ὠ­ρι­γέ­νης εἰς Ἐ­φε­σί­ους). Συ­νή­θως ἡ υἱ­ο­θε­σί­α εἶ­ναι γι­ὰ ἕ­να παι­δὶ κα­τάν­τη­μα, ἔκ­πτω­ση. Στὴν θεί­α τά­ξη ἡ υἱ­ο­θε­σί­α εἶ­ναι ἀ­νύ­ψω­ση, δό­ξα, πλοῦ­τος. Καὶ δί­νε­ται μὲ τὸ βά­πτι­σμα. Με­γά­λο καὶ ἀ­κα­τα­νό­η­το τὸ μυ­στή­ρι­ο τῆς υἱ­ο­θε­σί­ας. Πῶς ὁ φθαρ­τὸς ἄν­θρω­πος, τὸ δη­μι­ούρ­γη­μα, γί­νε­ται υἱ­ὸς τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ Θε­οῦ;

Ἕ­να ἐ­ρώ­τη­μα ποὺ κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἀ­πο­φύ­γη εἶ­ναι τό: Εἶ­μαι ἄ­ξι­ος, ἔ­χω τὸ δι­καί­ω­μα νὰ ὀ­νο­μά­ζω τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα; Ὁ μέ­γας καὶ θε­ό­σο­φος ἅ­γι­ος Αὐ­γου­στῖ­νος ἀ­παν­τᾶ: «Γι­ὰ φαν­τά­σου, νὰ ἤ­σουν ἕ­να ἀ­λη­τά­κι τοῦ δρό­μου ἀ­πὸ τὴν ἄ­θλι­α φτω­χο­λο­γι­ά. Καὶ μί­α μέ­ρα νὰ στε­κό­ταν μπρο­στὰ σου ἕ­νας με­γά­λος συγ­κλη­τι­κός τῆς Ρώ­μης (τό­τε οἱ συγ­κλη­τι­κοὶ ἐ­θε­ω­ροῦν­το με­γα­λύ­τε­ροι καὶ ἀ­πὸ βα­σι­λι­ά­δες) ἤ­ρε­μος, σο­βα­ρός, με­γα­λο­πρε­πής καὶ νὰ σοῦ ἔ­λε­γε: Ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα θὰ μὲ ἔ­χης Πα­τέ­ρα. Καὶ νὰ μὲ λὲς Πα­τέ­ρα. Ἐ­γὼ θὰ εἶ­μαι Πα­τέ­ρας σου. Γι­ὰ φαν­τά­σου! Τί φό­βος καὶ τί δέ­ος θὰ αἰ­σθα­νό­σουν μπρο­στά του. Πό­σο θὰ δί­στα­ζες νὰ τὸν ἐμ­πι­στευ­θῆς καὶ νὰ τὸν φω­νά­ξης Πα­τέ­ρα. Πό­σο ἔν­το­να θὰ πρό­βαλ­λε μέ­σα σου ἡ τα­πει­νὴ κα­τα­γω­γὴ σου, ἡ φτώ­χει­α σου, ἡ ἀ­θλι­ό­τη­τά σου. Πό­σο θὰ ἔ­κα­νες τὴν σκέ­ψη: Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὲ ἀ­η­δι­ά­ση. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὲ σι­χα­θῆ.

Πό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο πρέ­πει νὰ τρο­μά­ζω­με καὶ νὰ δι­στά­ζω­με ἐ­μεῖς στὴν σκέ­ψη, νὰ εἰ­ποῦ­με πα­τέ­ρα μας τὸν Θε­ὸ – Δη­μι­ουρ­γό μας! Πῶς νὰ τὸ τολ­μή­σω­με; Μὲ τί καρ­δι­ά, ἀ­φοῦ εἶ­ναι μο­λυ­σμέ­νη; Μὲ τί μοῦ­τρα με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα βρώ­μι­κα καὶ ἔ­νο­χα; Πό­σο πι­ὸ πο­λὺ δί­και­ο θὰ ἔ­χη ὁ Θε­ὸς νὰ ἀ­η­δι­ά­ση βλέ­πον­τάς μας καὶ ἀ­κού­ον­τάς μας, νὰ μᾶς σι­χα­θῆ καὶ νὰ μᾶς ἀ­πο­στρα­φῆ, πι­ὸ πο­λὺ ἀ­πὸ ὅ,τι ὁ συγ­κλη­τι­κός τὸ ἀ­λη­τά­κι!­.­.. Γι­α­τί, στό κά­τω-κά­τω, ὁ κά­θε συγ­κλη­τι­κός εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος καὶ αὐ­τός. Καὶ δὲν πρέ­πει νὰ τὸ ξε­χνά­η, ὅ­τι μπο­ρεῖ κά­ποι­α στιγ­μὴ νὰ κα­ταν­τή­ση καὶ αὐ­τὸς ζη­τι­ά­νος στὸν δρό­μο!­.­.. Ὁ Θε­ὸς, ὅ­μως, δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να ἐν­δε­χό­με­νο νὰ ξε­πέ­ση πο­τέ!» (Ἐ­πὶ τοῦ Ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α 2, 4).

Τί ση­μαί­νει ὅ­μως «πα­τέ­ρας»; Πα­τέ­ρας ση­μαί­νει: στορ­γή, κα­λω­σύ­νη, τρυ­φε­ρό­τη­τα, φρον­τί­δα, ἀ­γω­νί­α γι­ὰ τὸ κα­λό, θυ­σί­α. Ὁ Πα­τέ­ρας, ὅ,τι ἄν κά­νη, τὸ κά­νει πάν­το­τε γι­ὰ τὸ κα­λό. Καὶ δέρ­νει τὸ παι­δί του, γι­ὰ τὸ κα­λό του. Καὶ τὸ ἀ­φή­νει νη­στι­κό, γι­ὰ τὸ κα­λό του.

Τί πλοῦ­τος εἶ­ναι γι­ά μᾶς! Εἶ­πε ὁ Κύ­ρι­ος: «Ποῖ­ος ἀ­πὸ σᾶς ἄν­θρω­πος ἐν­δέ­χε­ται, ἄν τοῦ ζη­τή­ση ὁ υἱ­ὸς του ψω­μί, νὰ τοῦ δώ­ση πέ­τρα; ἢ ἄν τοῦ ζη­τή­ση ψά­ρι, νὰ τοῦ δώ­ση φί­δι; Ἄν λοι­πὸν σεῖς, πα­ρ’ ὅ­τι εἴ­σα­στε κα­κοὶ ἄν­θρω­ποι, στὰ παι­δι­ὰ σας ξέ­ρε­τε καὶ δί­νε­τε μό­νο κα­λὰ πράγ­μα­τα, πό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο ὁ Ἐ­που­ρά­νι­ος Πα­τέ­ρας σας θὰ δώ­ση ἀ­γα­θὰ σ’ αὐ­τοὺς ποὺ Τὸν πα­ρα­κα­λοῦν» (Ματ. 7, 9-11);

Καὶ ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἐμ­βα­θύ­νον­τας σ’ αὐ­τὰ καὶ ἐ­πε­ξη­γῶν­τας τα λέ­γει: «Σοῦ ἔ­δω­κε σῶ­μα! Σοῦ ἐ­νε­φύ­ση­σε ψυ­χή! Σοῦ ἑ­τοί­μα­σε ὅ­λα τὰ ἀ­γα­θὰ πο­λὺ πρὶν σὲ πλά­ση! Καὶ φο­βεῖ­σαι μή καί τώ­ρα σέ πα­ρα­βλέ­ψη; μὴ καὶ τώ­ρα σὲ ξε­χά­ση; Ἔ­χε θάρ­ρος. Δεῖ­ξε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν Θε­ό. Μό­νο γι­ὰ σή­με­ρα νὰ τοῦ ζη­τᾶς τρο­φή. Τὴν μέ­ρι­μνα γι­ὰ τὸ αὔ­ρι­ο, ἄ­φη­σέ την ὅ­λη σ’ Αὐ­τόν. Ἐ­πίρ­ρι­ψε τὴν μέ­ρι­μνά σου στὸν Κύ­ρι­ο καὶ Αὐ­τὸς θὰ σὲ δι­α­θρέ­ψη» (Πε­ρὶ τοῦ πῶς πο­λι­τεύ­ε­σθαι).

Καὶ σὲ ἄλ­λο ἔρ­γο του λέ­γει: «Μι­κρὴ καὶ δι­σύλ­λα­βη εἶ­ναι ἡ λέ­ξη «Πά­τερ». Ἀλ­λὰ γι­ὰ ἰ­δές, ἀ­δελ­φέ, σο­φί­α Θε­οῦ! Μί­α λέ­ξη μό­νο καὶ ἀρ­κεῖ νὰ ἐκ­φρά­ση τό­σα! Τὴν ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν. Τὴν ἀ­παλ­λα­γὴ ἀ­πὸ κά­θε τι­μω­ρί­α. Τὴν πλή­ρη δι­καί­ω­σή μας. Τὸν ἁ­γι­α­σμό μας. Τὴν ἀ­πο­λύ­τρω­σή μας. Τὴν υἱ­ο­θέ­τη­σή μας. Τὴν κλη­ρο­νο­μί­α μας. Τὸ ὅ­τι τώ­ρα εἴ­μα­στε πι­ὰ ἀ­δέλ­φι­α μὲ τὸν μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα» (Εἰς τὸ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λι­ο. Ὁ­μι­λί­α ΙΘ΄ 2).14

«Πά­τερ ἡ­μῶν»! Πό­σο με­γά­λη εἶ­ναι ἡ φι­λαν­θρω­πί­α του, θαυ­μά­ζει συ­νε­χί­ζον­τας ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος. Πό­σο ὑ­πέ­ρο­χη ἡ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α του! Μὲ ποι­ὸ λό­γο θὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σου­με τὸν Θε­ό, ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει τό­σα πολ­λὰ ἀ­γα­θά!

Ἐ­ρεύ­νη­σε, ἀ­γα­πη­τέ, τὴν μη­δα­μι­νό­τη­τα τῆς δι­κῆς μου καὶ τῆς δι­κῆς σου φύ­σε­ως, ἐ­ξε­ρεύ­νη­σε τὴν συγ­γέ­νει­α, τὴν γῆ, τὴν στάχ­τη, τὸ χῶ­μα, τὴν λά­σπη, τὸ πλι­θί. Ἀ­φοῦ πλα­στή­κα­με ἀ­πὸ τὴν γῆ, στὸ τέ­λος πά­λι στὴν γῆ κα­τα­λή­γου­με μὲ τὸν θά­να­το. Βά­ζον­τας αὐ­τὰ στὸν νοῦ σου, θαύ­μα­σε τὸν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο πλοῦ­το τῆς με­γά­λης ἀ­γα­θό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ γι­ά μᾶς. Δι­ό­τι, ἐ­νῷ εἶ­σαι γή­ϊ­νος, δι­α­τά­χθη­κες νὰ προ­σφω­νῆς Πα­τέ­ρα Αὐ­τόν, ποὺ εἶ­ναι οὐ­ρά­νι­ος, ὁ θνη­τὸς τὸν ἀ­θά­να­το, ὁ φθαρ­τὸς τὸν ἄ­φθαρ­το, ὁ προ­σω­ρι­νὸς τὸν αἰ­ώ­νι­ο, ὁ χθε­σι­νὸς καὶ πρὶν ἀ­πὸ λί­γο πη­λός τὸν Θε­ό, ποὺ ὑ­πῆρ­χε πρὶν δη­μι­ουρ­γη­θοῦν οἱ αἰ­ῶ­νες.

Δὲν δι­α­τά­χθη­κες ὅ­μως ἄ­δι­κα νὰ προ­σφω­νῆς τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ μι­μεῖ­σαι τὴν ἀ­γα­θό­τη­τά του, σε­βό­με­νος τὴν ὀ­νο­μα­σί­α τοῦ Πα­τέ­ρα, ποὺ προ­σφέ­ρεις μὲ τὰ χεί­λη σου. Ὅ­πως καὶ ἀλ­λοῦ το­νί­ζει: «Γί­νε­σθε ὅ­μοι­οι μὲ τὸν οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα σας, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­τέλ­λει τὸν ἥ­λι­ό του γι­ὰ κα­λοὺς καὶ κα­κοὺς καὶ στέλ­νει τὴν βρο­χή του γι­ὰ δι­καί­ους καὶ ἀ­δί­κους» (Ματθ. 5, 45). Δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­κα­λῆ τὸν οὐ­ρά­νι­ο Θε­ὸ Πα­τέ­ρα ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἔ­χει θη­ρι­ώ­δη καὶ ἀ­πάν­θρω­πη δι­ά­θε­ση· αὐ­τὸς δὲν δι­α­τη­ρεῖ τὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ἀ­γα­θό­τη­τας ποὺ ὑ­πάρ­χουν στὸν ἐ­που­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, ἀλ­λὰ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τὴν φύ­ση του μὲ τὴν φύ­ση τῶν θη­ρί­ων καὶ ἔ­χα­σε τὴν θε­ϊ­κή του κα­τα­γω­γή, ὅ­πως εἶ­πε ὁ Δαυ­ΐδ: «ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­νῷ εἶ­χε τι­μὴ, δὲν τὸ κα­τε­νό­η­σε· συ­να­ριθ­μή­θη­κε μὲ τὰ ἀ­νό­η­τα κτή­νη καὶ ἐ­ξο­μοι­ώ­θη­κε μὲ αὐ­τὰ» (Ψαλ. 48,21).

Δι­ό­τι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πη­δά­η σὰν ταῦ­ρος, κλωτ­σά­η σὰν ὄ­νος, κρα­τά­η κα­κί­α σὰν κα­μή­λα, εἶ­ναι λαί­μαρ­γος ὅ­πως ἡ ἀρ­κού­δα, ἁρ­πά­ζει σὰν λύ­κος, εἶ­ναι ὕ­που­λος ὅ­πως ἡ ἀ­λε­ποῦ, βλέ­πον­τας τὶς γυ­ναῖ­κες χλι­μιν­τρί­ζει, ὅ­πως κά­ποι­ο ἄ­λο­γο ποὺ βλέ­πει τὸ θη­λυ­κό, πῶς μπο­ρεῖ αὐ­τὸς νὰ ἀ­να­πέμ­ψη τὴν φω­νή, ποὺ πρέ­πει σὲ υἱ­ὸ, καὶ νὰ ἀ­πο­κα­λέ­ση Πα­τέ­ρα του τὸν Θε­ό;

Πῶς πρέ­πει νὰ ὀ­νο­μά­ζε­ται ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος, θη­ρί­ο; Ἀλ­λὰ τὰ θη­ρί­α ἔ­χουν μό­νο ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πά­θη ποὺ ἀ­να­φέ­ρα­με, ἐ­νῷ αὐ­τὸς ἔ­γι­νε χει­ρό­τε­ρος ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να, ἐ­πει­δὴ συγ­κέν­τρω­σε στὸν ἑ­αυ­τὸ του ὅ­λα τὰ πά­θη καὶ ἔ­γι­νε πι­ὸ πα­ρά­λο­γος ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να, ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­θό­λου νοῦ. .­..

Πῶς λοι­πὸν ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος θὰ μπο­ρέ­ση νὰ ὀ­νο­μά­ση τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα;

Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ποὺ εἶ­ναι ἥ­με­ρος καὶ φέ­ρε­ται μὲ κα­λω­σύ­νη πρὸς τὸν πλη­σί­ον, ποὺ δὲν ἀν­τα­πο­δί­δει τὴν ἀ­δι­κί­α σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν ἀ­δί­κη­σαν, ἀλ­λὰ καὶ ἀ­μεί­βει μὲ εὐ­ερ­γε­σί­ες τὶς ἀ­δι­κί­ες, δὲν κα­τα­κρί­νε­ται ἀ­πο­κα­λῶν­τας τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα.15

Ἀ­πὸ αὐ­τὸ ὅ­μως γεν­νᾶ­ται καὶ ἡ ὑ­πο­χρέ­ω­ση, ὅ­πως ἑρ­μη­νεύ­ει ὁ Εὐ­θύ­μι­ος Ζι­γα­βη­νός, «γι­ὰ νὰ ζοῦ­με ἀ­ξί­ως ἑ­νὸς τέ­τοι­ου Πα­τέ­ρα. Δι­ό­τι ἐ­κεῖ­νος ποὺ ζεῖ φαῦ­λα καὶ ὀ­νο­μά­ζει τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα του, λέ­γει ψέ­μα­τα καὶ πρὸς τὸν Θε­ὸ καὶ πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό του».16

Μὲ τὴν προ­σφώ­νη­ση «Πά­τερ» δι­δά­σκε­ται ὁ Χρι­στι­α­νὸς τὴν σχέ­ση μὲ τὴν ὁ­ποί­α, δι­ὰ τοῦ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­τος Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, εὑ­ρί­σκε­ται πρὸς τὸν Θε­όν, ὡς υἱ­ὸς θε­τὸς Θε­οῦ κα­τὰ χά­ριν. «Ἀ­κρι­βῶς δὲ δι­ό­τι τώ­ρα εἶ­σθε υἱ­οὶ τοῦ Θε­οῦ, δι­ὰ τοῦ­το ἔ­στει­λεν ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸν τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Υἱ­οῦ του εἰς τὰς καρ­δί­ας σας, ὥ­στε νὰ σᾶς δί­δη τὸ προ­νό­μι­ο καὶ τὴν χά­ρι νὰ ἀ­πευ­θύ­νε­σθε πρὸς τὸν Θε­ὸν κρά­ζον­τες: Ἀβ­βᾶ, δη­λα­δὴ Πα­τέ­ρα μας» (Γαλ. 4, 6). Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης λέ­γει: «Ὅ­σοι τὸν ἐ­δέ­χθη­καν μὲ πί­στη τοὺς ἔ­δω­κε τὸ δι­καί­ω­μα νὰ γί­νουν παι­δι­ὰ τοῦ Θε­οῦ. Αὐ­τοὶ δὲν ἐ­γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πι­να αἵ­μα­τα, οὔ­τε ἀ­πὸ θέ­λη­μα ἀν­δρός, ἀλ­λὰ ἐ­γεν­νή­θη­καν ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸν» (Ἰωάν. 1, 12-13).17

Τὸ ὄ­νο­μα «Θε­ὸς» δὲν εἶ­ναι κύ­ρι­ο ὄ­νο­μα· εἶ­ναι προ­ση­γο­ρι­κό. Θε­ὸς εἶ­ναι καὶ ὁ Πα­τήρ. Θε­ὸς εἶ­ναι καὶ ὁ Υἱ­ός· Θε­ὸς εἶ­ναι καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα. Ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας μας «ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς»; Ἀ­σφα­λῶς ὁ Πα­τήρ, ὁ Θε­ὸς Πα­τήρ. Γι’ αὐ­τὸ ὁ Κύ­ρι­ος Ἰ­η­σοῦς λέ­γει στοὺς Μα­θη­τές του: «ἀ­νε­βαί­νω πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα μου καὶ Πα­τέ­ρα σας» (Ἰ­ω­άν. 20, 17).Ὅ­μως ὁ Ἄ­ναρ­χος Πα­τέ­ρας, ἐ­νῷ εἶ­ναι ἡ ἀρ­χὴ καὶ ἡ αἰ­τί­α ὅ­λων, δὲν μᾶς γεν­νά­ει Αὐ­τὸς ἀ­π’ εὐ­θεί­ας! Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­γει: «Ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τέ­ρας τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» μᾶς προ­ώ­ρι­σεν «εἰς υἱ­ο­θε­σί­αν δι­ὰ τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ εἰς Αὐ­τὸν» (Ἐ­φεσ. 1, 3-5). Δη­λα­δή, Αὐ­τὸς ὁ Ἄ­ναρ­χος Πα­τέ­ρας τὸ ὥ­ρι­σε· καὶ μᾶς ἐ­γέν­νη­σε μὲν ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἀλ­λὰ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς πῆ­ρε παι­δι­ά του. Γι­ὰ νὰ γί­νω­με «Υἱ­οὶ τοῦ Ἄ­ναρ­χου Πα­τέ­ρα», μᾶς ἐ­γέν­νη­σε ὁ Υἱ­ός!­.­..

Καὶ ἐ­πε­ξη­γῶν­τας τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ μυ­στή­ρι­ο ὁ ἅ­γι­ος Εἰ­ρη­ναῖ­ος, ὁ πρῶ­τος με­γά­λος δι­δά­σκα­λος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, λέ­γει: «Πα­τέ­ρα μας. Πα­τέ­ρας ὅ­λων τῶν Χρι­στι­α­νῶν, εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς καὶ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. .­.. Αὐ­τὸς ἐ­ξέ­χυ­σε σὲ μᾶς τὸν Σπό­ρο τῆς ζω­ῆς, τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα, τό­τε ποὺ εἶ­χε γί­νει ἄν­θρω­πος· τό­τε ποὺ ἔ­τρω­γε μα­ζί μας καὶ ἔ­πι­νε κρα­σὶ μα­ζί μας» (κα­τὰ αἱ­ρέ­σε­ων Ε΄ 31, 2, 45). Κα­τὰ συ­νέ­πει­α ὁ ἅ­γι­ος Εἰ­ρη­ναῖ­ος μᾶς λέ­γει: Ὁ Χρι­στὸς μᾶς ἐ­γέν­νη­σε. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας μας. Ἀλ­λὰ μᾶς πα­ρέ­δω­κε στὸν Πα­τέ­ρα· τὸν Πα­νά­γα­θο Πα­τέ­ρα του. Καὶ Ἐ­κεῖ­νος μᾶς ἐ­δέ­χθη. Καὶ μᾶς υἱ­ο­θέ­τη­σε.

Ἔτ­σι ἔ­γι­νε καὶ σὲ μᾶς κά­τι, ποὺ μᾶς πε­ρι­γρά­φει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ στὴν Γέ­νε­ση (Κεφ. 48, 8-20): Ὁ Πα­τρι­άρ­χης Ἰ­α­κὼβ υἱ­ο­θέ­τη­σε τὰ παι­δι­ὰ τοῦ Ἰ­ω­σήφ, Ἐ­φρα­ΐμ καὶ Μα­νασ­σῆν. Ἔτ­σι ὁ Ἐ­φρα­ΐμ καὶ ὁ Μα­νασ­σῆς ἔ­γι­ναν ἀ­δελ­φοί τοῦ πα­τέ­ρα τους Ἰ­ω­σήφ. Ἔτ­σι καὶ ἐ­μεῖς, ὄν­τας κα­τὰ τὴν «ἄ­νω­θεν» γέν­νη­ση παι­δι­ὰ τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­γί­να­με κα­τὰ Υἱ­ο­θε­σί­α παι­δι­ὰ τοῦ Ἀ­νάρ­χου Πα­τέ­ρα. Καὶ ὁ τα­πει­νό­τα­τος Ἰ­η­σοῦς «οὐκ ἐ­παι­σχύ­νε­ται» νὰ μᾶς ὀ­νο­μά­ζη «ἀ­δελ­φούς του» (Ἑ­βρ. 2, 11).

Χρει­ά­ζε­ται νὰ προ­σθέ­σου­με κά­τι ἀ­κό­μη: Ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζω­με τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα», ἀ­φή­νο­με νὰ νο­η­θῆ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει καὶ μί­α μη­τέ­ρα. Ἄν δὲν ὑ­πάρ­χη μί­α γυ­ναῖ­κα «μη­τέ­ρα», οὔ­τε «Πα­τέ­ρας» γί­νε­ται ἕ­νας ἄν­δρας, οὔ­τε «Υἱ­ός». Πα­τέ­ρας μας εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Μη­τέ­ρα μας ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Ὄρ­γα­νο γεν­νή­σε­ως εἶ­ναι γι­ὰ τὸν Θε­ὸ – τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα· γι­ὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α – τὸ νε­ρὸ τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, ἡ κο­λυμ­βή­θρα (Τερ­τυλ­λι­α­νός).18

Με­γά­λη φι­λαν­θρω­πί­α, ἀ­να­φω­νεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς Αὐ­γου­στῖ­νος. Μέ­γα ἔ­λε­ος. Ἐ­γεν­νή­θη ὁ Μο­νο­γε­νής τοῦ Θε­οῦ καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ εἶ­ναι μό­νος. Πολ­λοὶ ἄν­θρω­ποι ὅ­ταν δὲν ἔ­χουν παι­δι­ά, υἱ­ο­θε­τοῦν παι­δί. Ἀλ­λὰ, ἐ­ὰν κά­ποι­ος ἔ­χη ἕ­να παι­δί, χαί­ρε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο γι’ αὐ­τόν· δι­ό­τι μό­νον αὐ­τὸς θὰ κλη­ρο­νο­μή­ση τὰ πάν­τα καὶ δὲν θὰ δι­α­μοι­ρα­σθῆ μὲ ἄλ­λον τὴν κλη­ρο­νο­μί­α, ὥ­στε νὰ γί­νη πτω­χό­τε­ρος. Δὲν ἰ­σχύ­ει ὅ­μως κά­τι τέ­τοι­ο μὲ τὸν Θε­ό. Αὐ­τὸν τὸν ἴ­δι­ο τὸν Μο­νο­γε­νῆ του Υἱ­ὸν ἀ­πέ­στει­λε στὸν κό­σμο γι­ὰ νὰ μὴ εἶ­ναι μό­νος, ἀλ­λὰ μέ­σῳ αὐ­τοῦ νὰ υἱ­ο­θε­τη­θοῦν καὶ ἄλ­λοι ἀ­δελ­φοί.19

«Πά­τερ ἡ­μῶν» Τὸ πρῶ­το πρᾶγ­μα ποὺ προ­σφέ­ρει ὁ Χρι­στὸς σὲ ὅ­σους ζη­τοῦν νὰ τοὺς δι­δά­ξη νὰ προ­σεύ­χων­ται, γρά­φει ἕ­νας σύγ­χρο­νος Θε­ο­λό­γος, ὁ Ἀ­λε­ξάν­τερ Σμέ­μαν, τὸ πρῶ­το πρῶ­το πρᾶγ­μα ποὺ τοὺς ἀ­φή­νει ὡς ἀ­νε­κτί­μη­το δῶ­ρο καὶ πα­ρη­γο­ρι­ά, χα­ρὰ καὶ πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης, εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἀ­πο­κα­λοῦν τὸν Θε­ὸ «Πα­τέ­ρα», νὰ τὸν θε­ω­ροῦν πα­τέ­ρα τους.

Πό­σες πολ­λὲς ἰ­δέ­ες ἔ­χει ἀ­να­πτύ­ξει γι­ὰ τὸν Θε­ὸ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φαν­τα­σί­α. Ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­νεὶς σ’ Αὐ­τὸν ὡς τὸν ἀ­πό­λυ­το, τὸν Πρῶ­το Αἴ­τι­ο, Κύ­ρι­ο, Παν­το­δύ­να­μο, Δη­μι­ουρ­γό, Εὐ­ερ­γέ­τη, Θε­ὸ καὶ τό­σα ἄλ­λα ἀ­κό­μα. Κά­θε μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἰ­δέ­ες καὶ τοὺς χα­ρα­κτη­ρι­σμοὺς σχε­τί­ζε­ται μὲ κά­ποι­ο στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­λή­θει­ας, μὲ κά­ποι­α ἐ­σώ­τα­τη ἐμ­πει­ρί­α καὶ ἕ­να βά­θος κα­τα­νό­η­σης. Ἀλ­λὰ αὐ­τὴ ἡ μί­α λέ­ξη «Πά­τερ», μα­ζὶ μὲ τὸ «ἡ­μῶν», ἐμ­πε­ρι­έ­χει ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς ἔν­νοι­ες· ταυ­τό­χρο­να ὅ­μως τὶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὡς οἰ­κει­ό­τη­τα, ὡς ἀ­γά­πη, ὡς μί­α μο­να­δι­κή, ἀ­νε­πα­νά­λη­πτη καὶ χα­ρού­με­νη ἕ­νω­ση.

«Πά­τερ ἡ­μῶν». Ἐ­δῶ βρί­σκου­με τὸ νό­η­μα τῆς ἀ­γά­πης καὶ τὴν ἀ­πάν­τη­ση τῆς ἀ­γά­πης, ἐ­δῶ ἐ­νυ­πάρ­χει ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς οἰ­κει­ό­τη­τας καὶ ἡ χα­ρὰ αὐ­τὴ τῆς ἐμ­πει­ρί­ας, ἐ­δῶ ἡ πί­στη ἀ­νοί­γε­ται σὲ ἐμ­πι­στο­σύ­νη καὶ ἡ ἐ­ξάρ­τη­ση καρ­πο­φο­ρεῖ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ οἰ­κει­ό­τη­τα καὶ τε­λι­κὰ ξε­δι­πλώ­νε­ται ὡς χα­ρά. Δὲν εἶ­ναι πι­ὰ μί­α ἰ­δέ­α γι­ὰ τὸν Θε­ό, εἶ­ναι κι­ό­λας κοι­νω­νί­α μα­ζί του σὲ ἀ­γά­πη, σὲ ἑ­νό­τη­τα καὶ ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Εἶ­ναι ἤ­δη ἡ ἀ­παρ­χὴ τῆς γνω­ρι­μί­ας μὲ τὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Γι­α­τί ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στὸς εἶ­πε στὸν Πα­τέ­ρα: «Αὕ­τη δὲ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε» (Ἰ­ω­άν. 17, 3).

Αὐ­τὸς ὁ χαι­ρε­τι­σμὸς δὲν εἶ­ναι ἑ­πο­μέ­νως μό­νο ἡ ἀρ­χή, ἀλ­λὰ τὸ ἴ­δι­ο τὸ θε­μέ­λι­ο τῆς προ­σευ­χῆς· κα­θι­στᾶ δυ­να­τὸ κά­θε ἄλ­λο αἴ­τη­μα καὶ τὸ πλη­ρώ­νει μὲ νό­η­μα. Στὴν βα­θύ­τε­ρη καὶ πρω­ταρ­χι­κὴ ἔν­νοι­ά του ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς εἶ­ναι ἡ θρη­σκεί­α τῆς πα­τρό­τη­τας, ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι δὲν ἱ­δρύ­θη­κε πά­νω σὲ δι­α­νο­η­τι­κὰ ἰ­δα­νι­κὰ ἢ φι­λο­σο­φι­κὰ συμ­πε­ρά­σμα­τα, ἀλ­λὰ στὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἀ­γά­πης ποὺ πλημ­μυ­ρί­ζει ὅ­λη τὴν ζω­ή μας, στὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς προ­σω­πι­κῆς ἀ­γά­πης.20

«Πά­τερ». Ἡ πρώ­τη λέ­ξη ποὺ ὁ Κύ­ρι­ος θέ­λη­σε νὰ ἀ­πευ­θύ­νου­με στὸν Θε­ὸ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ἦ­ταν αὐ­τή: «Πα­τέ­ρα». Ἀλ­λὰ καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α αὐ­τὴν τὴν λέ­ξη πρῶ­τα – πρῶ­τα ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει στὸ Σύμ­βο­λο τῆς πί­στε­ως: «Πι­στεύ­ω εἰς ἕ­να Θε­όν, Πα­τέ­ρα…­».

Τὸ νὰ πι­στεύ­ω­μεν εἰς ἕ­ναν Θε­όν, εἰς τὴν ὕ­παρ­ξιν ἑ­νὸς Θε­οῦ, ση­μαί­νει, ἀ­πὸ φι­λο­σο­φι­κῆς ἀ­πό­ψε­ως, πε­ρί­που τὰ ἑ­ξῆς: Πα­ρα­δε­χό­με­θα ὅ­τι ὁ Κό­σμος, τὸ σύμ­παν, τοῦ ὁ­ποί­ου καὶ ἐ­μεῖς ἀ­πο­τε­λοῦ­μεν μέ­ρος, δὲν ἔ­χει ἐν ἑ­αυ­τῷ τὴν ἐ­ξή­γη­σίν του, τὸν λό­γον τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς του, ἀλ­λ’ ὅ­τι ἐ­κτὸς αὐ­τοῦ, ὑ­πε­ρά­νω αὐ­τοῦ, ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων τῶν ὄν­των ποὺ τὸ ἀ­παρ­τί­ζουν, ὑ­πάρ­χει ἕ­να Ὄν, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν αἰ­τί­αν καὶ τὸν λό­γον τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως τῶν ἄλ­λων καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι συ­νά­μα ἡ πρώ­τη καὶ ὑ­ψί­στη τε­λει­ό­της

Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ον ὅ­μως μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζει μί­αν ἀν­τί­λη­ψιν πε­ρὶ Θε­οῦ ἁ­πλου­στέ­ραν, κα­λύ­τε­ρον προ­σαρ­μο­σμέ­νην εἰς τὰς ἀ­νάγ­κας καὶ τὰς νο­η­τι­κὰς ἱ­κα­νό­τη­τας τῆς πλει­ο­νό­τη­τος τῶν ἀν­θρώ­πων. Μᾶς λέ­γει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τήρ, ὅ­τι ἡ­μεῖς εἴ­με­θα παι­δι­ά του, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς μᾶς ἀ­γα­πᾶ καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται δι’ ἡ­μᾶς, ὅ­πως κά­θε πα­τέ­ρας ἀ­γα­πᾶ τὰ παι­δι­ά του καὶ ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται δι’ αὐ­τά.

Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γά­πη. Εἶ­ναι μί­α δι­αρ­κὴς κί­νη­σις ἀ­γά­πης ποὺ δι­α­δί­δε­ται, ἕ­να κῦ­μα ἀ­γά­πης ποὺ δι­α­χέ­ε­ται παν­τοῦ. Ὁ­μοι­ά­ζει μὲ τὴν πέ­τραν ποὺ πί­πτει εἰς μί­αν λί­μνην καὶ δη­μι­ουρ­γεῖ ἀλ­λε­παλ­λή­λους κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­οι συ­νε­χῶς δι­ευ­ρύ­νον­ται. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ἀ­γα­θό­της, χρη­στό­της, φι­λαν­θρω­πί­α. Δί­δε­ται. Προ­σφέ­ρε­ται. Εἶ­ναι Πα­τήρ, δι­ό­τι δί­δει ἐκ τῆς ζω­ῆς του· δι­ό­τι – μὲ μί­αν ἀ­δι­ά­λει­πτον δω­ρε­ὰν ἀ­γά­πης – πα­ρέ­χει εἰς ὅ­λους καὶ εἰς ὅ­λα τὴν ὕ­παρ­ξή των…

Εἶ­ναι δύ­σκο­λον νὰ φαν­τα­σθῶ­μεν τὸν Πα­τέ­ρα. … Δι­ὰ νὰ γνω­ρί­σω­μεν τὸν Πα­τέ­ρα, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νὰ ἀ­κού­σω­μεν τὸν Λό­γον τοῦ Θε­οῦ, τὸν «Ἰ­η­σοῦν τὸν λε­γό­με­νον Χρι­στὸν» Αὐ­τὸς μό­νον ἠμ­πο­ρεῖ νὰ μᾶς δεί­ξη τὸν Πα­τέ­ρα, νὰ μᾶς φέ­ρη σι­γὰ – σι­γὰ πλη­σί­ον Ἐ­κεί­νου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι Πα­τήρ του καὶ Πα­τὴρ ἡ­μῶν. Δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος τρό­πος ἢ ἄλ­λη ὁ­δός. Οὐ­δεὶς δύ­να­ται νὰ γνω­ρί­ση τὸν Πα­τέ­ρα – καὶ ἀ­κό­μη ὀ­λι­γώ­τε­ρον νὰ ἔλ­θη πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα – εἰ­μὴ δι­ὰ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ ἐν τῷ Υἱ­ῷ.21

Νο­μί­ζω, λέ­ει ὁ ἀρ­χιμ. Βα­σί­λει­ος Γον­τι­κά­κης, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α μας ἡ με­γά­λη εἶ­ναι μί­α· πολ­λὲς φο­ρὲς ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε καὶ ξε­χνᾶ­με ἕ­να πρᾶγ­μα: ὄ­χι ὅ­τι εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι, ἀλ­λ’ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς μᾶς ἀ­γα­πά­ει. Ἄν ἔ­χου­με ἕ­να κε­φά­λαι­ο ἐ­μεῖς, οἱ ἀ­δύ­να­τοι, εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς μᾶς ἀ­γα­πᾶ καὶ ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τέ­ρας μας.

Λέ­με ὅ­τι ὁ πα­τέ­ρας, ἡ μάν­να, ἀ­γα­ποῦν τὸ παι­δὶ τους ὄ­χι γι­α­τί εἶ­ναι κα­λό, ἀλ­λὰ γι­α­τί εἶ­ναι παι­δί τους. Ὁ­πό­τε εἶ­ναι με­γά­λο πρᾶγ­μα αὐ­τὴν τὴν συ­νεί­δη­ση νὰ τὴν ἀ­πο­κτή­σου­με καὶ νὰ νοι­ώ­σου­με ὅ­τι μπο­ροῦ­με ἐ­μεῖς νὰ ποῦ­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα μας. Γι­α­τί αὐ­τὴ ἡ λέ­ξη τὰ λέ­ει ὅ­λα. Ἀ­μέ­σως μᾶς βά­ζει στὸ κλί­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, Μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κα­νέ­νας ὀρ­φα­νός, μπο­ρεῖ νὰ τὸν ἔ­χουν ἐγ­κα­τα­λεί­ψει οἱ δι­κοί του, μπο­ρεῖ ὅ­λα νὰ τὰ ἔ­χη χά­σει καὶ νὰ αἰ­σθά­νε­ται μό­νος. Ἀ­πὸ τὴν στιγ­μὴ ὅ­μως ποὺ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τέ­ρας του, νοι­ώ­θει μί­α ἀ­σφά­λει­α, μί­α σι­γου­ρι­ά, καὶ ὅ­λος ὁ κό­σμος γί­νε­ται σπί­τι του. … Ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει μί­α δύ­να­μη στὴν ζω­ή του καὶ ἡ δύ­να­μη αὐ­τὴ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­γα­πᾶ. Ἤλ­θα­με στὴν ζω­ὴ καὶ ἐλ­πί­ζου­με, γι­α­τί κά­ποι­ος μᾶς ἀ­γα­πᾶ κι αὐ­τὸς ὁ κά­ποι­ος εἶ­ναι δυ­να­τὸς, ἄ­σχε­τα ἄν ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἀ­δύ­να­τοι.22

«Πά­τερ». Προσ­δι­ο­ρι­στι­κὸς ὅ­ρος κα­τ’ ἀρ­χὴν τοῦ νέ­ου ἤ­θους ἀ­πο­τε­λεῖ ὁ προ­οι­μι­α­κὸς προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τοῦ Θε­οῦ ὡς πα­τέ­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ δυ­να­μι­κή τοῦ προσ­δι­ο­ρι­στι­κοῦ αὐ­τοῦ ὅ­ρου γι­ὰ τὸν «ἐ­που­ρά­νι­ο Ὄν­τα» ἴ­σως δὲν γί­νε­ται ἀ­πο­λύ­τως συλ­λη­πτὴ ἀ­πὸ τοὺς ση­με­ρι­νοὺς ἀ­κρο­α­τές, χρι­στι­α­νοὺς καὶ μή. Γι­ὰ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ὅ­μως, τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Χρι­στοῦ, «ἡ θε­ώ­ρη­ση τοῦ φρι­κτοῦ Γι­αχ­βὲ» ὡς πα­τέ­ρα ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μί­α συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α. Ἀ­σφα­λῶς, ὡς δη­μι­ουρ­γός, ὁ Ἰ­ε­χω­βὰ ἦ­ταν πα­τέ­ρας ὅ­λου τοῦ σύμ­παν­τος. Ἡ προ­σευ­χή, ὅ­μως, ἑ­νὸς Ἰ­ου­δαί­ου, ὡς ἔκ­φρα­ση προ­σω­πι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τοῦ Θεί­ου, δὲν στη­ρι­ζό­ταν στὴν ἐ­ξοι­κεί­ω­ση μὲ αὐ­τό, ἀλ­λὰ στὴν ἀν­τι­δι­α­στο­λή. Ὁ Ἰ­ε­χω­βὰ ἦ­ταν πα­τέ­ρας τοῦ ἀν­θρώ­που, ὡ­στό­σο ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἦ­ταν υἱ­ὸς αὐ­τοῦ τοῦ Πα­τέ­ρα, ἀλ­λά δοῦ­λος του. .­..

Μὲ τὴν ἐ­πί­κλη­ση αὐ­τὴν ὁ Ἰ­η­σοῦς θραύ­ει τὴν ἀ­δα­μι­αί­α πα­ρά­δο­ση τῆς φο­βι­κῆς δι­α­προ­σω­πι­κῆς σχέ­σης Θε­οῦ – ἀν­θρώ­που καὶ τὴν με­τα­ποι­εῖ σὲ σχέ­ση ἀ­γά­πης καὶ μά­λι­στα ἐν­στι­κτώ­δους, ὅ­πως ἡ γο­νε­ϊ­κή. Ὁ δὲ ἐν­στι­κτώ­δης χα­ρα­κτή­ρας αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης δὲν συ­νι­στᾶ πα­ρά­γον­τα πε­ρι­ο­ρι­στι­κό τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας οὔ­τε τοῦ Θε­οῦ οὔ­τε τοῦ ἀν­θρώ­που. Τὸ ἔν­στι­κτο γι­ὰ τὸν Χρι­στι­α­νὸ εἶ­ναι ὅ­ρος, δὲν εἶ­ναι ὅ­ρι­ο. Ἀ­πο­τε­λεῖ δη­λα­δὴ προ­ϋ­πό­θε­ση ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται μὲ τὴν προ­σω­πι­κὴ ἐ­πι­λο­γή.

Ἔτ­σι ἡ προ­σευ­χὴ δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­στι­κὸ συμ­πε­ρι­φο­ρι­στι­κὸ σύν­δρο­μο, ἀλ­λὰ κραυ­γὴ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ποὺ, ὡς ἐ­πι­λο­γὴ τοῦ πι­στοῦ, βε­βαι­ώ­νει τὴν κα­τά­φα­σή του στὸν Θε­ὸ ὡς Πα­τέ­ρα του.23

Ὁ Χρι­στι­α­νι­κὸς Θε­ός, ὅ­πως μᾶς τὸν φα­νέ­ρω­σε ὁ σαρ­κω­θεὶς Λό­γος του, δὲν εἶ­ναι μί­α ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἰ­δέ­α ὅ­πως τὴν φαν­τά­ζον­ται πολ­λοί, ψυ­χρὴ καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρη γι­ὰ τὰ συμ­βαί­νον­τα στὸν κό­σμο καὶ κυ­ρί­ως στὸν ἄν­θρω­πο. Ἕ­νας τέ­τοι­ος Θε­ὸς δὲν ὑ­πάρ­χει. Καὶ ἄν ὑ­πῆρ­χε, θὰ ἦ­ταν ἄ­χρη­στος. Ὁ δι­κός μας Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τέ­ρας, γε­μᾶ­τος στορ­γὴ καὶ ἀ­γά­πη γι­ὰ τὰ πλά­σμα­τά του, τὰ ὁ­ποῖ­α προ­στα­τεύ­ει καὶ φρον­τί­ζει. Εἶ­ναι Θε­ὸς τρι­συ­πό­στα­τος καὶ πο­λυ­δύ­να­μος. Ὅ­ταν δὲ ἐ­μεῖς ἀ­πο­μα­κρυν­θή­κα­με ἀ­πὸ κον­τά του μὲ τὴν ἀ­πο­στα­σί­α τοῦ Ἀ­δὰμ, αὐ­τὸς ἦλ­θε κον­τά μας, ντύ­θη­κε τὴν σάρ­κα μας καὶ μᾶς ἔ­σω­σε ἀ­πὸ τὴν δυ­νά­στευ­ση τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μὲ τὸ λυ­τρω­τι­κὸ καὶ σω­τή­ρι­ο ἔρ­γο του.24

Προ­σφω­νῶν­τας τὸν Θε­ό, Πα­τέ­ρα, ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὴν πα­τρι­κή του πρό­νοι­α γι­ά μᾶς. Δὲν εἴ­μα­στε ὀρ­φα­νοί. Δὲν βρι­σκό­μα­στε στὴν ζω­ὴ γι­α­τί ἔτ­σι τὸ θέ­λει κά­ποι­α τύ­χη ἢ τυ­φλὴ εἱ­μαρ­μέ­νη. Εἴ­μα­στε πλά­σμα­τα τῆς ἀ­γά­πης του καὶ βρι­σκό­μα­στε κά­τω ἀ­πὸ τὴν πα­τρι­κή του πα­ρα­κο­λού­θη­ση καὶ φρον­τί­δα. Ἀ­κό­μη καὶ πί­σω ἀ­πὸ τὶς δο­κι­μα­σί­ες τῆς ζω­ῆς βρί­σκε­ται ἡ παι­δα­γω­γοῦ­σα καὶ θε­ρα­πεύ­ου­σα ἀ­γά­πη του.

Τὴν πα­τρι­κὴ ἀ­γά­πη τοῦ Θε­οῦ μᾶς θυ­μί­ζει ὁ ἅ­γι­ος Κο­σμᾶς ὁ Αἰ­τω­λός:

«Καὶ πρῶ­τον ἔ­χο­μεν χρέ­ος νὰ ἀ­γα­ποῦ­με τὸν Θε­ό μας, δι­ό­τι μᾶς χά­ρι­σε τό­σην γῆν με­γά­λην, εὐ­ρύ­χω­ρον, ἐ­δῶ πρό­σκαι­ρα νὰ κα­τοι­κοῦ­με, τό­σες χι­λι­ά­δες μυ­ρι­ά­δες χόρ­τα, φυ­τά, βρύ­σες, πο­τα­μούς, πη­γά­δι­α, θά­λασ­σα, ψά­ρι­α, ἀ­έ­ρα, ἡ­μέ­ρα, νύ­κτα, φω­τι­ά, οὐ­ρα­νόν, ἄ­στρα, ἥ­λι­ον, φεγ­γά­ρι. Ὅ­λα αὐ­τὰ γι­ὰ ποι­ὸν τὰ ἔ­κα­με; δι­ὰ τ’ ἐ­μᾶς. Τί μᾶς ἐ­χρω­ο­στοῦ­σε; τί­πο­τε. Ὅ­λα χά­ρι­σμα. Μᾶς ἔ­κα­μεν ἀν­θρώ­πους καὶ δὲν μᾶς ἔ­κα­νε ζῶ­α, μᾶς ἔ­κα­μεν εὐ­σε­βεῖς καὶ Ὀρ­θό­δο­ξους Χρι­στι­α­νοὺς καὶ ὄ­χι ἀ­σε­βεῖς καὶ αἱ­ρε­τι­κούς. Καὶ μὲ ὅ­λο ὁ­πού ἁ­μαρ­τά­νο­μεν χι­λι­ά­δες φο­ρὲς τὴν ὥ­ραν, μᾶς εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται χι­λι­ά­δες φο­ρὲς τὴν ὥ­ραν, μᾶς εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται ὡ­σὰν πα­τέ­ρας καὶ δὲν μᾶς θα­να­τώ­νει νὰ μᾶς βά­λη εἰς τὴν Κό­λα­σιν, ἀλ­λὰ ἀ­καρ­τέ­ρει τὴν με­τά­νοι­άν μας μὲ τὰς ἀγ­κά­λας του ἀ­νοι­κτὰς πό­τε θὰ με­τα­νο­ή­σω­μεν, νὰ παύ­σω­μεν ἀ­πὸ τὰ κα­κὰ καὶ νὰ κά­νω­μεν τὰ κα­λά, νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­μεν, νὰ δι­ορ­θω­θοῦ­μεν, νὰ μᾶς ἀγ­κα­λι­ά­ση, νὰ μᾶς φι­λή­ση, νὰ μᾶς βά­λη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον νὰ χαι­ρώ­με­θα πάν­το­τε. Τώ­ρα, τέ­τοι­ον γλυ­κύ­τα­τον Θε­ὸν καὶ τέ­τοι­ον αὐ­θέν­την καὶ δε­σπό­την δὲν πρέ­πει καὶ ἐ­μεῖς νὰ τὸν ἀ­γα­ποῦ­με καί, ἄν τύ­χη ἀ­νάγ­κη, νὰ χύ­σω­μεν καὶ τὸ αἷ­μα μας χι­λι­ά­δες φο­ρὲς δι­ὰ τὴν ἀ­γά­πην του, κα­θὼς τὸ ἔ­χυ­σε καὶ Ἐ­κεῖ­νος δι­ὰ τὴν ἀ­γά­πη μας;» (Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ. Δι­δα­χὴ Ι. Με­νού­νου, Ἀ­θή­να 1979. Σελ. 121)

Συ­ναί­σθη­μα λοι­πὸν ἀ­σφα­λεί­ας, ποὺ δι­ώ­χνει κά­θε ἀ­να­σφά­λει­α καὶ ἄγ­χος, πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἐν πί­στει ἐ­πί­κλη­ση τοῦ Θε­οῦ Πα­τέ­ρα μας. Με­γά­λη τι­μὴ νὰ ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα μας, ἀλ­λὰ καὶ με­γά­λη ἡ εὐ­θύ­νη ποὺ προ­κύ­πτει γι­ά μᾶς, ποὺ πρέ­πει νὰ ζοῦ­με ζω­ὴ ἀν­τά­ξι­α τοῦ οὐ­ρά­νι­ου Πα­τέ­ρα μας.25

 «Πά­τερ ἡ­μῶν». Μὲ τὴν προ­σφώ­νη­ση αὐ­τὴ δι­δα­σκό­μα­στε ἀ­κό­μη, ὅ­τι εἴ­μα­στε ἀ­δελ­φοὶ κα­τὰ πνεῦ­μα, ὡς παι­δι­ὰ τοῦ ἴ­δι­ου πα­τέ­ρα, καὶ ὅ­τι ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ἀλ­λή­λους σὰν ἀ­δελ­φοὺς.26

Καὶ ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος ὁ ἁ­γι­ο­ρεί­της ὁ­μο­νο­ῶν­τας μὲ τὸν ἅ­γι­ο Νε­κτά­ρι­ο λέ­ει ὅ­τι λέ­γον­τας ὁ Κύ­ρι­ος «Πά­τερ ἡ­μῶν» φα­νέ­ρω­σε ὅ­τι ὅ­λοι ὅ­σοι ἀ­να­γεν­νη­θή­κα­με μὲ τὸ ἅ­γι­ο Βά­πτι­σμα εἴ­μα­στε γνή­σι­οι ἀ­δελ­φοὶ καὶ τέ­κνα ἑ­νὸς Πα­τέ­ρα, ἑ­νὸς Θε­οῦ καὶ μι­ᾶς μη­τέ­ρας, τῆς ἁ­γί­ας Ἀ­να­το­λι­κῆς, Ἀ­πο­στο­λι­κῆς καὶ Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀ­πὸ αὐ­τὰ προ­κύ­πτει πὼς πρέ­πει νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον ὡς γνή­σι­οι ἀ­δελ­φοί, ὅ­πως μᾶς προ­στά­ζει ὁ Κύ­ρι­ος λέ­γον­τας: «Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ δι­κή μου ἐν­το­λὴ, νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον» (Ἰ­ω­άν. 15, 12-17).

 Κα­τὰ τὸ εἶ­ναι, ἐν­νο­ῶν­τας τὴν πλά­ση καὶ τὴν δη­μι­ουρ­γί­α, ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι καὶ λέ­γε­ται Πα­τέ­ρας ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ τῶν πι­στῶν καὶ τῶν ἀ­πί­στων. Ἔ­χο­μεν λοι­πὸν χρέ­ος νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­φοῦ ἀ­πὸ τὰ χέ­ρι­α τοῦ Θε­οῦ τι­μή­θη­καν καὶ πλά­στη­καν, καὶ νὰ μι­σοῦ­με μό­νο τὴν κα­κί­α καὶ τὴν ἀ­σέ­βει­α καὶ ὄ­χι τὰ πλά­σμα­τά του. Τώ­ρα κα­τὰ τὸ εὖ εἶ­ναι, ἐν­νο­ῶν­τας ἐ­δῶ τὴν ἀ­νά­πλα­ση, πρέ­πει ἐ­μεῖς οἱ χρι­στι­α­νοὶ Ὀρ­θό­δο­ξοι νὰ ἀ­γα­πᾶ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, δι­ό­τι εἴ­μα­στε δι­πλὰ ἑ­νω­μέ­νοι, καὶ κα­τὰ τὴν φύ­ση καὶ κα­τὰ τὴ χά­ρη.27

Καὶ ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μός μᾶς ἐ­φι­στᾶ τὴν προ­σευ­χὴ λέ­γον­τας: Πρό­σε­ξε τὴν ἀ­κρί­βει­α τοῦ λό­γου: μὲ ποι­ὸν τρό­πο νο­μο­θε­τεῖ τὴν με­τα­ξὺ μας ἀ­γά­πη καὶ μᾶς ἑ­νώ­νει ὅ­λους μὲ ἀ­γα­πη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση! Δὲν δι­έ­τα­ξε νὰ λέ­με: «Πά­τερ μου ὁ ἐν οὐ­ρα­νοῖς», ἀλ­λὰ: «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», γι­ὰ νὰ δεί­χνου­με ἀ­δελ­φι­κὴ ἀ­γά­πη με­τα­ξύ μας, ἀφοῦ διδαχθήκαμε ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Πατέρα.28

Ὁ δὲ ἅ­γι­ος ἱ­ε­ρο­μάρ­τυς Κυ­πρι­α­νὸς λέ­γει: Εἶ­ναι Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης καὶ τῆς ὁ­μό­νοι­ας. Καὶ δὲν θέ­λει νὰ πα­ρα­κα­λοῦ­με ὁ κα­θέ­νας μας μό­νο γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του χω­ρι­στά. Δὲν θέ­λει νὰ Τοῦ μι­λᾶ­με ὁ κα­θέ­νας μας γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲν θέ­λει νὰ τοῦ λέ­με: Πα­τέ­ρα μου, δῶ­σε μου τὸν ἄρ­το μου. Συγ­χώ­ρη­σέ μου τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μου. Μὴ εἰ­σε­νέγ­κῃς με. Ἀλ­λὰ ῥῦ­σαί με. Ὁ Θε­ὸς θέ­λει ἡ προ­σευ­χή μας νὰ εἶ­ναι κοι­νή. Θέ­λει νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε ὅ­λοι μα­ζί. Καὶ ὅ­ταν προ­σευ­χώ­μα­στε, νὰ μὴ προ­σευ­χώ­μα­στε πο­τὲ μό­νο γι­ὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀλ­λὰ γι­ὰ ὅ­λους· γι­α­τί ὅ­λοι μα­ζὶ εἴ­μα­στε ἕ­να.

Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Θε­ὸς τῆς εἰ­ρή­νης καὶ τῆς ὁ­μό­νοι­ας. Αὐ­τὸς μᾶς δι­δά­σκει τὴν ἑ­νό­τη­τα. Αὐ­τὸς μᾶς ἔ­κα­νε ἕ­να. Αὐ­τὸς μᾶς ζη­τεῖ, ὁ κα­θέ­νας νὰ προ­σεύ­χε­ται γι­ὰ ὅ­λους.

Οἱ τρεῖς νε­α­ροὶ ἄν­δρες, οἱ «τρεῖς παῖ­δες», ἔτ­σι προ­σευ­χή­θη­καν (ὅ­λοι μα­ζί) μέ­σα στὴν κά­μι­νο τῆς Βα­βυ­λώ­νας. Ἑ­νω­μέ­νοι· σὲ μί­α προ­σευ­χή· σὲ μί­α καρ­δι­ά. Καὶ γι­ὰ νὰ μᾶς δώ­ση ὑ­πό­δειγ­μα, νὰ τοὺς μοι­ά­σου­με στὴν προ­σευ­χή, ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς λέ­ει: «Τό­τε οἱ ‘’­τρεῖ­ς’’ ὡς ἐξ ἑ­νὸς στό­μα­τος ὕ­μνουν καὶ ἐ­δό­ξα­ζον καὶ ηὐ­λό­γουν τὸν Θε­ὸν» (Δα­νι­ὴλ 3, 27). Μι­λοῦ­σαν στὸν Θε­ὸ σὰν μὲ ἕ­να στό­μα. Πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ ὁ Χρι­στὸς δὲν εἶ­χε πα­ρου­σι­α­σθῆ ἀ­κό­μη καὶ δὲν μᾶς εἶ­χε δι­δά­ξει ἀ­κό­μη πῶς νὰ προ­σευ­χώ­μα­στε. Καὶ ἡ προ­σευ­χὴ τους εἰ­σα­κού­σθη­κε. Γι­α­τί ἦ­ταν προ­σευ­χὴ ἤ­ρε­μη, εἰ­ρη­νι­κή, ἁ­πλῆ, πνευ­μα­τι­κή. Καὶ μί­α τέ­τοι­α προ­σευ­χὴ τὸν δέ­νει τὸν Θε­ό. Στὸν οἶ­κο του ὁ Θε­ὸς θέ­λει νὰ ἔ­χω­με ὅ­λοι μί­α καρ­δι­ά. Στὰ θεῖ­α καὶ αἰ­ώ­νι­α Σκη­νώ­μα­τά του ὁ Θε­ὸς δέ­χε­ται ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν πα­ρα­κα­λοῦν ὅ­λοι μα­ζί· ὁ ἕ­νας γι­ὰ τὸν ἄλ­λο (De o­r­a­t­i­on d­o­m­i­n­i­ka I).

Καὶ ὁ χρυ­σορ­ρό­ας Ἰ­ω­άν­νης Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: Ὤ, Τί θε­ϊ­κὴ σο­φί­α κρύ­βε­ται σὲ αὐ­τὴν τὴν λέ­ξη: τὸ «ἡ­μῶν»! Μί­α καὶ μό­νο λέ­ξη. Καὶ λέ­ει τό­σα πολ­λά! Κα­ταρ­γεῖ τὴν ἔ­χθρα. Βγά­ζει στὴν ἄ­κρη μῖ­σος καὶ φθό­νο. Γε­μί­ζει τὶς καρ­δι­ὲς μὲ ἀ­γά­πη. Κά­νει τὸν πτω­χὸ ἴ­σο καὶ ὁ­μό­τι­μο καὶ μὲ τὸν βα­σι­λι­ὰ ἀ­κό­μη. Τί πι­ὰ καὶ ἄν ἐ­πί­γει­α συγ­γέ­νει­α δὲν ἔ­χω­με καμ­μι­ά, ὅ­ταν κα­τὰ τὴν θεί­α συγ­γέ­νει­α εἴ­μα­στε ἴ­σοι καὶ ἀ­δελ­φοί; Τὸ βλέ­πε­τε; Μί­α λέ­ξη μό­νο τοῦ ἐν οὐ­ρα­νοῖς Πα­τέ­ρα μας ἄρ­κε­σε νὰ μᾶς κά­νη «ἕ­να σό­ϊ» ὅ­λους μας· ἐξ ἴ­σου συγ­γε­νεῖς· ἐξ ἴ­σου εὐ­γε­νεῖς· ἀ­φοῦ τώ­ρα ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι γι­ὰ ὅ­λους ἐξ ἴ­σου Πα­τέ­ρας μας (εἰς τὸ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λι­ον, ὁ­μι­λί­α ΙΘ)­».

Ὁ ἅ­γι­ος Αὐ­γου­στῖ­νος στὸν 59ον λό­γο του γρά­φει: «Κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα τοῦ ἑ­νὸς καὶ αἰ­ώ­νι­ου Πα­τέ­ρα, ἀ­φεν­τι­κὸ καὶ δοῦ­λος εἶ­ναι ἀ­δέλ­φι­α· στρα­τη­γὸς καὶ στρα­τι­ώ­της εἶ­ναι ἀ­δέλ­φι­α· πλού­σι­ος καὶ πτω­χὸς εἶ­ναι ἀ­δέλ­φι­α». (Λό­γος 59, 1, 2)Καὶ σὲ ἄλ­λη ὁ­μι­λί­α του: «Δὲν μπο­ρῶ, ἔ­στω καὶ ἄν τὸ θέ­λω, νὰ δο­ξά­σω τὸν Θε­ὸ μό­νος μου. Δὲν μπο­ρῶ, ἔ­στω καὶ ἄν τὸ θέ­λω, νὰ ζῶ γι­ὰ τὸν Θε­ὸ μό­νος μου. Δὲν μπο­ρῶ, ἔ­στω καὶ ἄν τὸ θέ­λω, νὰ ἀ­γα­πῶ τὸν Θε­ὸ μό­νος μου. Δὲν μπο­ρῶ, ἔ­στω καὶ ἄν τὸ θέ­λω, νὰ ἀγ­κα­λι­ά­σω τὸν Θε­ὸ μό­νος μου» (εἰς Ψαλμ. 33, 2, 6).29

«Πά­τερ ἡ­μῶν!­». Εἶ­σαι ὁ Πα­τέ­ρας ὅ­λων μας. Ἄν σὲ κα­λοῦ­σα Πα­τέ­ρα μου θὰ μεί­ω­να καὶ Σέ­να καὶ μέ­να, ἀ­να­φω­νεῖ τὸ χρυ­σορ­ρῆ­μον στό­μα τῆς Σερ­βι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἅ­γι­ος Νι­κό­λα­ος Βε­λι­μί­ρο­βιτς. Πά­τερ ἡ­μῶν! Δὲν νοι­ά­ζε­σαι μό­νο γι­ὰ μέ­να, ἕ­να ἄ­το­μο, μὰ γι­ὰ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Σκο­πὸς σου εἶ­ναι ἡ βα­σι­λεί­α σου, ὄ­χι ἕ­νας με­μο­νω­μέ­νος ἄν­θρω­πος. Ὁ ἐ­γω­ϊ­σμός μου σὲ κα­λεῖ Πα­τέ­ρα μου. Ἡ ἀ­γά­πη μου Σοῦ φω­νά­ζει: Πα­τέ­ρα μας! Στὸ ὄ­νο­μα ὅ­λων τῶν ἀν­θρώ­πων, τῶν ἀ­δελ­φῶν μας, προ­σεύ­χο­μαι καὶ λέ­ω: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Στὸ ὄ­νο­μα ὅ­λων τῶν ὄν­των, ποὺ σὲ πε­ρι­βάλ­λουν καὶ μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μὲ ἔ­χεις πλά­σει, προ­σεύ­χο­μαι: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Προ­σεύ­χο­μαι σὲ Σέ­να, Πα­τέ­ρα τοῦ σύμ­παν­τος, προ­σεύ­χο­μαι γι­ὰ ἕ­να πρᾶγ­μα μό­νο: Ἄς ἀ­να­τεί­λη σύν­το­μα ἡ με­γά­λη ἡ­μέ­ρα ποὺ ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι, οἱ ζων­τα­νοὶ καὶ οἱ νε­κροί, ἁρ­μο­νι­κά, μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους καὶ τ’ ἀ­στέ­ρι­α, τὰ θη­ρί­α κι ὅ­λα τὰ πλά­σμα­τα, θὰ σὲ κα­λέ­σουν μὲ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ σου ὄ­νο­μα: «Πά­τερ ἡ­μῶν», «πα­τέ­ρα μας!­».30

«Πά­τερ ἡ­μῶν». Ὁ Κύ­ρι­ος δὲν μᾶς ἐ­δί­δα­ξε νὰ λέ­γω­με πρὸς τὸν Θε­ὸν ἁ­πλῶς «Πά­τερ!­». Μᾶς ἐ­δί­δα­ξε νὰ λέ­γω­με «Πά­τερ ἡ­μῶν». Ἐ­ὰν λοι­πὸν πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τήρ μου, εἶ­μαι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ πι­στεύ­ω ἐ­πί­σης ὅ­τι ἔ­χει καὶ ἄλ­λα τέ­κνα· ὅ­τι ὅ­λοι ἀ­πο­τε­λοῦ­με μί­α κοι­νὴν οἰ­κο­γέ­νει­αν, τῆς ὁ­ποί­ας Πα­τὴρ εἶ­ναι ὁ Θε­ός, ὁ Πα­τὴρ ὅ­λων μας, ὁ «Πα­τὴρ ἡ­μῶν».

Ἡ ἰ­δι­ό­της αὐ­τὴ τῶν τέ­κνων τοῦ κοι­νοῦ Πα­τρός, ἡ ἀ­δελ­φι­κὴ αὐ­τὴ σχέ­ση ποὺ συν­δέ­ει με­τα­ξὺ των ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἰ­σχυ­ρο­τέ­ρα καὶ μο­νι­μω­τέ­ρα ἀ­πὸ κά­θε δι­α­φο­ρὰ – μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἱ­κα­νὴ νὰ κα­ταρ­γή­ση κά­θε φραγ­μό, νὰ κα­τα­λύ­ση κά­θε με­σό­τοι­χο.

Δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ λέ­γω «Πά­τερ ἡ­μῶν» ἐν πνεύ­μα­τι καὶ ἀ­λη­θεί­ᾳ, ἐ­φ’ ὅ­σον λη­σμο­νῶ ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δελ­φό­τη­τα δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται κα­νείς. Εἰς τὸ ση­μεῖ­ον αὐ­τὸ ὁ Χρι­στι­α­νὸς θὰ ἔλ­θη κα­τ’ ἀ­νάγ­κην εἰς σύγ­κρου­σιν μὲ τὸν «κό­σμον». Δι­ό­τι, σύμ­φω­να μὲ τὰ κρι­τή­ρι­α τοῦ «κό­σμου» δὲν ἠμ­πο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρῆ­ται ἰ­δι­κός μας, ἀ­δελ­φός μας, τέ­κνον τοῦ αὐ­τοῦ πα­τρός, ὁ ξέ­νος, ὁ ὑ­πή­κο­ος ἑ­νὸς ἐ­χθρι­κοῦ κρά­τους, ὁ πο­λι­τι­κός μας ἀν­τί­πα­λος, ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­νή­κει εἰς ἄλ­λην κοι­νω­νι­κὴν τά­ξιν, τὸ ἀ­σή­μαν­τον ἢ ἀν­τι­πα­θη­τι­κὸν πρό­σω­πον, ὁ ἐγ­κλη­μα­τί­ας. Συμ­βαί­νει ἐ­νί­ο­τε Χρι­στι­α­νοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι ὡς ἄ­το­μα ἄν­θρω­ποι δί­και­οι καὶ εἰ­ρη­νι­κοί, νὰ μὴ βλέ­πουν τί­πο­τα τὸ ἄ­το­πον εἰς τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι τὸ ἔ­θνος ἢ ἡ κοι­νω­νι­κὴ των τά­ξις ἐ­κμε­ταλ­λεύ­ε­ται, πο­λι­τι­κῶς ἢ οἰ­κο­νο­μι­κῶς, ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Οἱ Χρι­στι­α­νοὶ αὐ­τοὶ δὲν ἔ­χουν βε­βαί­ως τὸ δι­καί­ω­μα νὰ λέ­γουν: «Πά­τερ ἡ­μῶν». Γε­νι­κῶς, δὲν ἠμ­πο­ροῦ­με νὰ προ­σφέ­ρω­μεν τὰς ἱ­ε­ρὰς αὐ­τὰς λέ­ξεις, ἐ­φ’ ὅ­σον δὲν ἔ­χο­μεν ἐ­ξα­λεί­ψει, ἢ τοὐ­λά­χι­στον δὲν προ­σπα­θοῦ­μεν νὰ ἐ­ξα­λεί­ψω­μεν ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ μας κά­θε ἴ­χνος μί­σους, ὑ­πε­ρη­φα­νεί­ας ἢ βί­ας.

Μὲ ἀ­γαλ­λί­α­σιν ὁ Χρι­στι­α­νὸς προ­σεύ­χε­ται τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ καὶ με­τὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἀλ­λ’ οἱ ἱ­ε­ροὶ αὐ­τοὶ λό­γοι γί­νον­ται εἰς τὸ στό­μα του βλα­σφη­μί­α, ὅ­ταν τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­νή­κει εἰς μί­αν ὡ­ρι­σμέ­νην ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴν κοι­νό­τη­τα – ἔ­στω καὶ ἄν ἡ κοι­νό­της αὐ­τὴ εἶ­ναι ἀ­λη­θής τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­α – τὸν κά­μη νὰ λη­σμο­νή­ση ὅ­τι τέ­κνα τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­νε­πῶς ἀ­δελ­φοὶ ἰ­δι­κοὶ του εἶ­ναι καὶ οἱ ἄλ­λοι, καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δὲν ἀ­νή­κουν εἰς τὴν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴν κοι­νό­τη­τα μὲ αὐ­τόν, καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζουν τὸν Χρι­στὸν ὡς Κύ­ρι­ον καὶ Θε­ὸν των. Καὶ ἡ βλα­σφη­μί­α θὰ εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως με­γα­λυ­τέ­ρα, ἐ­ὰν ὁ Χρι­στι­α­νὸς θε­ω­ρή­ση τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ ὡς μό­νι­μον καὶ ἐ­παρ­κῆ λό­γον δι­ὰ νὰ δι­ώ­ξη καὶ νὰ πο­λε­μή­ση τοὺς ἀλ­λο­θρή­σκους καὶ ἀλ­λο­δό­ξους, ὅ­πως δυ­στυ­χῶς ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως συ­νέ­βη κα­τὰ τὰς δύ­ο χι­λι­ε­τη­ρί­δας τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας.

«Πά­τερ ἡ­μῶν». Αἱ δύ­ο αὐ­ταὶ λέ­ξεις ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ρί­ζαν καὶ τὸ θε­μέ­λι­ον τῶν δύ­ο με­γά­λων ἐν­το­λῶν. Ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τήρ, ἐ­πει­δὴ εἶ­ναι Ἐ­κεῖ­νος ποὺ μᾶς χά­ρι­σε τὴν ὕ­παρ­ξιν καὶ τὴν ζω­ήν, Ἐ­κεῖ­νος ποὺ μᾶς ἠ­γά­πη­σε καὶ μᾶς ἀ­γα­πᾶ ὅ­σον οὐ­δέ­πο­τε μᾶς ἠ­γά­πη­σεν ἢ ἠμ­πο­ρεῖ νὰ μᾶς ἀ­γα­πή­ση σαρ­κι­κὸς πα­τέ­ρας, ὀ­φεί­λο­μεν καὶ ἡ­μεῖς νὰ τὸν ἀ­γα­πῶ­μεν ἐξ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας μας, ἐξ ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς μας, ἐξ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας μας. Ἐ­πει­δὴ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι «Πα­τὴρ ἡ­μῶν» ὀ­φεί­λο­μεν νὰ ἀ­γα­πῶ­μεν καὶ τοὺς ἄλ­λους ἀ­δελ­φούς μας, τὸν «πλη­σί­ον» μας ὅ­σον ἀ­γα­πῶ­μεν καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἔ­χο­μεν λοι­πὸν ἕ­να ἀ­σφα­λέ­στα­τον κρι­τή­ρι­ον δι­ὰ νὰ κρί­νω­μεν κα­τὰ πό­σον αἱ πρά­ξεις μας εἶ­ναι σύμ­φω­νοι ἢ ὄ­χι μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Τὸ κρι­τή­ρι­ο αὐ­τὸ εἶ­ναι: δι­ὰ τῆς πρά­ξε­ως αὐ­τῆς, ἀ­γα­πῶ­μεν τὸν Θε­ὸν ὡς Πα­τέ­ρα; Ἀ­γα­πῶ­μεν τὸν «Πλη­σί­ον» μας ὅ­σον ἀ­γα­πῶ­μεν καὶ τὸν ἑ­αυ­τό μας;

Ὅ­ταν λέ­γω «Πά­τερ ἡ­μῶν», πα­ρα­δί­δω τὴν καρ­δι­ά μου εἰς τὴν ἀ­γά­πην τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ γί­νε­ται πραγ­μα­τι­κῶς μό­νον ὅ­ταν ἔ­χω κλεί­σει προ­η­γου­μέ­νως μέ­σα στὴν καρ­δι­ά μου ὅ­λους τοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους.31

«Πά­τερ ἡ­μῶν». Ἡ ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι κοι­νὸς Πα­τέ­ρας εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καὶ μί­α ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀν­θρώ­πους ὑ­πάρ­χει μί­α σχέ­ση γε­νι­κῆς, πνευ­μα­τι­κῆς ἀλ­λὰ καὶ βι­ο­λο­γι­κῆς ἀ­δελ­φο­σύ­νης. Ἄν ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­χου­με ἕ­ναν κοι­νὸ Πα­τέ­ρα, τό­τε ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἀ­δέλ­φι­α με­τα­ξύ μας. Ὅ­λοι ἀ­πο­τε­λοῦ­με μί­α τε­ρά­στι­α οἰ­κο­γέ­νει­α καὶ ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἴ­σοι. Αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ει τὴν εὐ­θύ­νη ποὺ ἔ­χου­με ὁ ἕ­νας γι­ὰ τὸν ἄλ­λον. Δὲν εἴ­μα­στε ξέ­νοι καὶ ἄ­γνω­στοι, ἀν­τί­πα­λοι καὶ ἐ­χθροί, ἀλ­λὰ ἀ­δελ­φοὶ συν – άν­θρω­ποι, παι­δι­ὰ τοῦ ἴ­δι­ου Θε­οῦ – Πα­τέ­ρα. Ὁ ἀ­κα­τά­παυ­στος ἀ­γώ­νας ἡ­μῶν ὡς Χρι­στι­α­νῶν εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς νὰ βι­ώ­σου­με τού­τη τὴν ἀ­λή­θει­α καὶ νὰ μπο­ρέ­σου­με νὰ ἀγ­κα­λι­ά­σου­με ὅ­λη τὴν πλά­ση μὲ τὴν ἀ­δελ­φι­κή μας ἀ­γά­πη. Ἡ δι­α­πί­στω­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ἰ­ω­άν­νη εἶ­ναι θε­μέ­λι­ος λί­θος τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς: «Ἐ­ὰν τὶς εἴ­πῃ ὅ­τι ἀ­γα­πῶ τὸν Θε­όν, καὶ τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ μι­σῇ, ψεύ­στης ἐ­στίν· ὁ γὰρ μὴ ἀ­γα­πῶν τὸν ἀ­δελ­φὸν ὅν ἑ­ώ­ρα­κε, τὸν Θε­ὸν ὅν οὐχ ἑ­ώ­ρα­κε πῶς δύ­να­ται ἀ­γα­πᾶν;» (Α. Ἰ­ω­άν. 4, 20).32

«Ἡ­μῶν». Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι ὁ Κύ­ρι­ος μᾶς δι­δά­σκει νὰ προ­σφω­νοῦ­με τὸν Θε­ό, ὄ­χι μό­νο Πα­τέ­ρα, ἀλ­λὰ «Πά­τερ ἡ­μῶν», Πα­τέ­ρα μας. Ὄ­χι Πα­τέ­ρα μου. Ἔτ­σι μᾶς ἀ­πο­τρέ­πει ἀ­πὸ μί­α ἐ­γω­ϊ­στι­κὴ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό. Ὑ­πάρ­χει ὁ Θε­ὸς καὶ ἐ­μεῖς, ὄ­χι ὁ Θε­ὸς καὶ ἐ­γώ.

Ἔτ­σι ἡ καρ­δι­ὰ μας ἀ­νοί­γει γι­ὰ ὅ­λους τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας ποὺ εἶ­ναι, λό­γῳ τῆς κοι­νῆς κα­τα­γω­γῆς μας ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα, κα­τὰ φύ­σιν ἀ­δελ­φοί μας. Καὶ πρὸς ὅ­λους τοὺς Ὀρ­θο­δό­ξους χρι­στι­α­νοὺς πού, λό­γῳ τῆς κοι­νῆς γεν­νή­σε­ώς μας ἀ­πὸ τὴν ἴ­δι­α πνευ­μα­τι­κὴ κοι­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τὴν ἁ­γί­α κο­λυμ­βή­θρα, εἶ­ναι ἐ­πὶ πλέ­ον καὶ κα­τὰ χά­ριν καὶ κα­τὰ πνεῦ­μα ἀ­δελ­φοί μας.

Πῶς μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χης τὸν Θε­ὸ Πα­τέ­ρα χω­ρὶς νὰ δέ­χε­σαι τοὺς συ­ναν­θρώ­πους σου καὶ μά­λι­στα τοὺς ὁ­μο­πί­στους σου ἀ­δελ­φούς; Μᾶς δι­δά­σκει ὁ Κύ­ρι­ος, γρά­φει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, νὰ προ­σευ­χώ­με­θα γι­ὰ ὅ­λους, νὰ ἀ­να­φέ­ρου­με τὶς δε­ή­σεις γι­ὰ τὸ κοι­νὸ σῶ­μα καὶ κα­θό­λου νὰ μὴ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με τὸ ἀ­το­μι­κό μας συμ­φέ­ρον, ἀλ­λὰ σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση τὸ τοῦ πλη­σί­ον. Ἔτ­σι καὶ τὴν ἔ­χθρα ἀ­φαι­ρεῖ καὶ τὴν ἀ­φρο­σύ­νη κα­τα­στέλ­λει, καὶ τὸν φθό­νο ἐκ­βάλ­λει, καὶ τὴν μη­τέ­ρα ὅ­λων τῶν ἀ­γα­θῶν τὴν ἀ­γά­πη εἰ­σά­γει, καὶ τὴν ἀ­νω­μα­λί­α ἐ­ξο­ρί­ζει τῶν ἀν­θρώ­πι­νων πραγ­μά­των καὶ δεί­χνει ὅ­τι εἶ­ναι πο­λὺ με­γά­λη ἡ ὁ­μο­τι­μί­α τοῦ βα­σι­λέ­ως πρὸς τὸν πτω­χόν, ἀ­φοῦ εἰς τὰ μέ­γι­στα καὶ ἀ­ναγ­και­ό­τα­τα με­τέ­χου­με ὅ­λοι. Μὲ τὸ νὰ δε­χθῆ νὰ κλη­θῆ Πα­τέ­ρας ὅ­λων ἐ­χά­ρι­σε σὲ ὅ­λους τὴν ἴ­δι­α εὐ­γε­νι­κὴ κα­τα­γω­γὴ καὶ ἄ­ρα ὁ­μο­τι­μί­α. Ἔτ­σι ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι καὶ κα­νεὶς δὲν ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο, οὔ­τε ὁ πλού­σι­ος ἀ­πὸ τὸν πτω­χό, οὔ­τε ὁ Κύ­ρι­ος ἀ­πὸ τὸν δοῦ­λο, οὔ­τε ὁ ἄρ­χων ἀ­πὸ τὸν ἀρ­χό­με­νο, οὔ­τε ὁ βα­σι­λεὺς ἀ­πὸ τὸν στρα­τι­ώ­τη, οὔ­τε ὁ φι­λό­σο­φος ἀ­πὸ τὸν βάρ­βα­ρο, οὔ­τε ὁ σο­φὸς ἀ­πὸ τὸν ἀ­γράμ­μα­το (ἐν. ἀ­νωτ. σελ. 669).33

 «Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Λέ­γον­τας «ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» δι­δα­σκό­με­θα, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς καὶ Πα­τέ­ρας μας εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γὸς ὅ­λης τῆς κτί­σε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­τοι­κεῖ στοὺς οὐ­ρα­νούς, τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι ὁ θρό­νος καὶ ἡ γῆ ὑ­πο­πό­δι­ον τῶν πο­δῶν αὐ­τοῦ (Ἡσ. 66, 1). Ὁ θεῖ­ος Χρυ­σό­στο­μος λέ­γει: «Πρό­σε­χε τῇ ἀ­κρι­βεί­ᾳ τοῦ λό­γου, πῶς ἡ­μῖν νο­μο­θε­τεῖ…­». Λέ­γε­ται δὲ καὶ κα­τοι­κεῖ ἐν οὐ­ρα­νοῖς, δι­ό­τι οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἐκ­φρά­ζουν δό­ξα καὶ με­γα­λο­πρέ­πει­α. Κα­τοι­κί­α τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι καὶ ἡ καρ­δι­ὰ τοῦ ἀν­θρώ­που· αὐ­τὸ μᾶς φα­νέ­ρω­σε ὁ Σω­τή­ρας μας ὅ­ταν εἶ­πε ὅ­τι «ὁ ἀ­γα­πῶν αὐ­τόν καὶ τη­ρῶν αὐ­τοῦ τοὺς λό­γους θέ­λει ἀ­γα­πη­θῆ ὑ­πό τοῦ πα­τρός αὐ­τοῦ καὶ πρὸς αὐ­τόν ἐ­λευ­σό­με­θα καὶ μο­νήν πα­ρ’ αὐ­τῷ ποι­ή­σο­μεν» (Ἰ­ω­άν. 14, 23).34

Αὐ­τὰ γρά­φει ὁ ἅ­γι­ος Νε­κτά­ρι­ος, καὶ ὁ ἅ­γι­ος Νι­κό­δη­μος αἰ­τι­ο­λο­γεῖ: «Ἐ­πει­δὴ ὁ Πα­τέ­ρας μας εἶ­ναι στοὺς οὐ­ρα­νούς, πρέ­πει νὰ στρέ­ψου­με τὸν νοῦ μας στὸν οὐ­ρα­νό, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι ἡ πα­τρί­δα μας, ἡ ἄ­νω Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, καὶ ὄ­χι κά­τω στὴν γῆ, ὅ­πως οἱ χοῖ­ροι, ἀλ­λὰ σ’ αὐ­τὸν τὸν γλυ­κύ­τα­τον Σω­τῆ­ρα μας καὶ Δε­σπό­τη καὶ στὰ οὐ­ρά­νι­α κάλ­λη τοῦ πα­ρα­δεί­σου. Ὄ­χι μό­νο κα­τὰ τὴν ὥ­ρα τῆς προ­σευ­χῆς ἀλ­λὰ σὲ κά­θε στιγ­μὴ καὶ σὲ κά­θε τό­πο πρέ­πει νὰ ἔ­χου­με τὸν νοῦ μας στὸν οὐ­ρα­νὸ γι­ὰ νὰ μὴ σκορ­πί­ζε­ται ἐ­δῶ κά­τω στὰ φθαρ­τὰ καὶ πρό­σκαι­ρα πράγ­μα­τα».35

Τί ση­μαί­νει ὁ «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς»; ρω­τά­ει ὁ ἅ­γι­ος Ἀμ­βρό­σι­ος. Ἄς ἀ­κού­σου­με τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ποὺ λέ­ει: «Ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων τῶν ἐ­θνῶν, μέ­γας καὶ ὑ­ψη­λὸς καὶ ἡ δό­ξα του εἶ­ναι ὑ­πε­ρά­νω τῶν οὐ­ρα­νῶν, ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων τῶν δη­μι­ουρ­γη­μά­των του» (Ψαλμ. 112, 4). «Οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἀ­πο­κα­λύ­πτουν τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ Δη­μι­ουρ­γοῦ» (Ψαλμ. 18, 2). Ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ, ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α προ­ο­πτι­κὴ θα­νά­του.36

Στὴν συ­νέ­χει­α τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς λέ­με, το­νί­ζει ὁ ἀβ­βᾶς Κασ­σι­α­νός, «ποὺ βρί­σκε­σαι στοὺς οὐ­ρα­νούς». Ὁ χρό­νος τῆς ζω­ῆς μας ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ στὸ ἑ­ξῆς εἶ­ναι μί­α ἐ­ξο­ρί­α. Αὐ­τὴ ἡ γῆ εἶ­ναι ξέ­νος τό­πος ποὺ μᾶς χω­ρί­ζει ἀ­πὸ τὸν Πα­τέ­ρα μας. Ἄς φύ­γω­με ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν χώ­ρα μὲ ὅ­λες τὶς δυ­νά­μεις μας. Ἄς τρέ­ξου­με πρὸς τὸν τό­πο, ὅ­που, κα­θὼς λέ­με, κα­τοι­κεῖ ὁ Πα­τέ­ρας μας. Ἄς μὴ ὑ­πάρ­ξη τί­πο­τα στὴν ζω­ή μας ποὺ νὰ μᾶς κά­νη ἀ­νά­ξι­ους αὐ­τῆς τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας καὶ τῆς τι­μῆς μι­ᾶς τέ­τοι­ας υἱ­ό­τη­τας. Ἄς μὴ βρε­θῆ τί­πο­τα ποὺ νὰ μᾶς ἀ­πα­ξι­ώ­νη ὡς ἄ­σω­τους υἱ­οὺς ἢ κά­τι ποὺ νὰ μᾶς κά­νη ἔκ­πτω­τους ἀ­πὸ τὴν κλη­ρο­νο­μί­α τῶν υἱ­ῶν του καὶ νὰ μᾶς προ­κα­λῆ τὴν ὀρ­γή του καὶ τὴν αὐ­στη­ρό­τη­τα τῆς κρί­σης του.37

«Οὐ­ρα­νοί, λέ­γει ὁ Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, ὅ­μως μπο­ροῦν νὰ θε­ω­ρη­θοῦν καὶ ὅ­σοι φό­ρε­σαν τὴν εἰ­κό­να τοῦ ἐ­που­ρά­νι­ου ἀν­θρώ­που, τοῦ Χρι­στοῦ. (πρβλ. Α΄ Κο­ριν. 15, 49). Ἐ­κεῖ­νοι στῶν ὁ­ποί­ων τὶς καρ­δι­ὲς κα­τοι­κεῖ καὶ πε­ρι­πα­τεῖ ὁ Θε­ὸς (πρβλ. Α΄ Κοριν. 6, 16)».38

«Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Τὸ ὅ­τι πρέ­πει νὰ οἰ­κει­ο­ποι­η­θοῦ­με τὸν Θε­ὸ μὲ τὴν ἐ­νά­ρε­τη ζω­ή μας τὸ ἐ­ξε­τά­σα­με, ση­μει­ώ­νει ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Νύσ­σης καὶ συ­νε­χί­ζει: Ἀλ­λὰ καὶ κά­ποι­ο βα­θύ­τε­ρο νό­η­μα νο­μί­ζω ὑ­πο­δη­λώ­νει ὁ λό­γος· αὐ­τὰ δη­λα­δὴ μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζουν τὴν πα­τρί­δα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­ξω­ρι­στή­κα­με καὶ τὴν εὐ­γέ­νει­α τὴν ὁ­ποί­α χά­σα­με. Γι­α­τί στὴν πα­ρα­βο­λὴ τοῦ νέ­ου ποὺ ἔ­φυ­γε ἀ­πὸ τὴν πα­τρι­κὴ ἑ­στί­α καὶ πα­ρα­δό­θη­κε μό­νος του στὴν ζω­ὴ τῶν χοί­ρων, ὁ Λό­γος δεί­χνει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­θλι­ό­τη­τα, πε­ρι­λαμ­βά­νον­τας σὲ μί­α δι­ή­γη­ση τὴν ἀ­πο­σκίρ­τη­ση καὶ τὴν ἀ­σω­τί­α. Δὲν τὸν ἐ­πα­να­φέ­ρει στὴν ἀρ­χι­κὴ κα­λο­τυ­χί­α του, πρὶν ἀ­πο­κτή­ση συ­ναί­σθη­ση τῆς με­τα­με­λεί­ας του. Αὐ­τὰ θὰ συμ­φω­νοῦ­σαν κά­πως μὲ τὰ λό­γι­α τῆς προ­σευ­χῆς. Ἐ­κεῖ εἶ­πε: «Πα­τέ­ρα, ἁ­μάρ­τη­σα στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ σ’ ἐ­σέ­να» (Λουκ. 15, 21). Δὲν θὰ πρό­σθε­τε στὴν ἐ­ξο­μο­λό­γη­σή του τὴν ἁ­μαρ­τί­α του πρὸς τὸν οὐ­ρα­νό, ἄν δὲν πί­στευ­ε ὅ­τι πα­τρί­δα του εἶ­ναι ὁ οὐ­ρα­νός, ποὺ ἔ­σφα­λε ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τάς τον. Γι’ αὐ­τὸ ἡ με­λέ­τη τῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­σης αὐ­τῆς κά­νει εὐ­με­νῆ σ’ αὐ­τὸν τὸν Πα­τέ­ρα του, ὥ­στε καὶ νὰ τρέ­ξη σ’ αὐ­τὸν καὶ νὰ κρε­μα­σθῆ στὸν τρά­χη­λό του φι­λῶν­τας τον (πρᾶγ­μα ποὺ ση­μαί­νει τὸν λο­γι­κὸ ζυ­γό, ποὺ μὲ τὸ στό­μα ἐ­πι­βλή­θη­κε στὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ποὺ ξεν­τύ­θη­κε τὸν πρῶ­το ζυ­γὸ τῆς ἐν­το­λῆς κι ἀ­πο­τί­να­ξε τὸν νό­μο ποὺ τὸν φύ­λα­γε), καὶ νὰ τὸν πε­ρι­βά­λη μὲ τὴν στο­λή, ὄ­χι καμ­μί­α ἄλ­λη, ἀλ­λὰ τὴν πρώ­τη, ποὺ τὴν ἔ­χα­σε ἐξ αἰ­τί­ας τῆς πα­ρα­κο­ῆς καὶ εἶ­δε τὸν ἑ­αυ­τὸ του γυ­μνὸ (Γεν. 3, 10) εὐ­θὺς μό­λις δο­κί­μα­σε τὰ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­να. .­..

Ὅ­πως λοι­πὸν ἐ­κεῖ, γι­ὰ νὰ ἐκ­δη­λω­θῆ στὸν νέ­ο ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ πα­τέ­ρα του, ἔ­γι­νε αἰ­τί­α ἡ ἐ­πι­στρο­φή του στὴν πα­τρι­κὴ ἑ­στί­α (καὶ εἶ­ναι αὐ­τὴ ὁ οὐ­ρα­νός, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἁ­μάρ­τη­σε λέ­ει στὸν Πα­τέ­ρα), ἔτ­σι καὶ ἐ­δῶ, νο­μί­ζω ὅ­τι, δι­δά­σκον­τάς σε ὁ Κύ­ρι­ος νὰ ἐ­πι­κα­λεῖ­σαι τὸν οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, σοῦ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τὴν ἀ­γα­θὴ πα­τρί­δα, ὥ­στε, ἰ­σχυ­ρο­ποι­ῶν­τας μέ­σα σου τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α τῶν κα­λῶν, νὰ σὲ στα­θε­ρο­ποι­ή­ση στὸν δρό­μο ποὺ θὰ σὲ ἐ­πα­να­φέ­ρη πά­λι στὴν πα­τρί­δα. Καὶ δρό­μος ποὺ νὰ ἀ­νε­βά­ζη τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση στὸν οὐ­ρα­νὸ δὲν εἶ­ναι ἄλ­λος κα­νέ­νας, πα­ρὰ φυ­γὴ καὶ ἀ­πο­μά­κρυν­ση ἀ­πὸ τὶς γή­ϊ­νες κα­κί­ες. Καὶ τρό­πος ἀ­πο­φυ­γῆς τῶν κα­κῶν δὲν νο­μί­ζω πὼς ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν ὁ­μοί­ω­ση μὲ τὸν Θε­ό. Καὶ ἡ ὁ­μοί­ω­ση μὲ τὸν Θε­ὸ εἶ­ναι τὸ νὰ γί­νη κα­νεὶς δί­και­ος καὶ ὅ­σι­ος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ τὰ ὅ­μοι­α. Αὐ­τῶν τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἄν ἐν­τυ­πώ­ση ἀ­νά­γλυ­φα κα­νέ­νας, ὅ­σο γί­νε­ται, μέ­σα του, αὐ­τό­μα­τα καὶ χω­ρὶς κό­πο ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­γει­α ζω­ὴ θὰ με­τα­στῆ στὴν οὐ­ρά­νι­α χώ­ρα. Γι­α­τί ἡ δι­ά­στα­ση ἀ­νά­με­σα στὸ θεῖ­ο καὶ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο δὲν εἶ­ναι το­πι­κή, ὥ­στε νὰ χρει­α­στοῦ­με κά­ποι­ο τέ­χνα­σμα ἢ κά­ποι­α ἐ­πι­νό­η­ση γι­ὰ νὰ με­τα­φέ­ρου­με τὸ βα­ρὺ καὶ πυ­κνὸ καὶ χω­μά­τι­νο τοῦ­το σαρ­κί­ο στὴν ἀ­σώ­μα­τη καὶ νο­ε­ρὴ ζω­ή. Ἡ ἀ­ρε­τὴ εἶ­ναι χω­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὸ κα­κὸ νο­η­τὰ καὶ ἀ­πό­κει­ται στὴν προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­που κλί­νει ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του, ἐ­κεῖ­νο νὰ προ­τι­μή­ση. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν δὲν ἀ­κο­λου­θεῖ κα­νέ­νας κό­πος στὴν ἐ­κλο­γὴ τοῦ ἀ­γα­θοῦ (ἐ­νῷ τὴν ἐ­κλο­γὴ τὴν ἀ­κο­λου­θεῖ καὶ ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α ὅ­σων δι­ά­λε­ξε κά­ποι­ος) ἔ­χεις τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ βρε­θῆς στὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­μέ­σως μό­λις βά­λης τὸν Θε­ὸ στὴν σκέ­ψη σου. Ἄν δη­λα­δή, ὅ­πως λέ­ει ὁ ἐκ­κλη­σι­α­στής, «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι στὸν οὐ­ρα­νὸ» (Ἐκ­κλ. 5, 1) καὶ σύ, κα­τὰ τὸν προ­φή­τη, προ­σκολ­λή­θη­κες στὸν Θε­ὸ (Ψαλμ. 72, 28), εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τη ἀ­νάγ­κη ὅ­ποι­ος ἔ­χει συ­νε­νω­θῆ μὲ τὸν Θε­ὸ νὰ βρί­σκε­ται ὅ­που εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Ὁ­ρί­ζον­τάς σου λοι­πὸν στὴν προ­σευ­χὴ σου νὰ ἀ­πο­κα­λῆς δι­κὸ σου τὸν Θε­ό, δὲν σὲ δι­α­τά­ζει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρὰ μὲ τὴν θε­ο­πρε­πῆ πο­λι­τεί­α σου νὰ γί­νης ὅ­μοι­ος μὲ τὸν οὐ­ρά­νι­ο Πα­τέ­ρα, ὅ­πως ἀλ­λοῦ τὸ βε­βαι­ώ­νει αὐ­τὸ καὶ πι­ὸ φα­νε­ρὰ λέ­γον­τας· «γί­νε­στε τέ­λει­οι, ὅ­πως τέ­λει­ος εἶ­ναι καὶ ὁ Πα­τέ­ρας σας ὁ οὐ­ρά­νι­ος».

Ἄν λοι­πὸν κα­τα­λά­βα­με τὸ νό­η­μα αὐ­τῆς τῆς προ­σευ­χῆς, εἶ­ναι και­ρὸς νὰ ἑ­τοι­μά­σω­με τὶς ψυ­χές μας, ὥ­στε νὰ τολ­μή­σουν κά­πο­τε νὰ πά­ρουν στὸ στό­μα τους τὶς λέ­ξεις αὐ­τὲς καὶ νὰ ποῦν μὲ παρ­ρη­σί­α· «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ὅ­πως εἶ­ναι δη­λα­δὴ φα­νε­ρὰ τὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τάς μας μὲ τὸν Θε­ό, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μπο­ρεῖ νὰ γί­νη κα­νέ­νας παι­δὶ τοῦ Θε­οῦ (γι­α­τί λέ­ει «σὲ ὅ­σους τὸν δέ­χθη­καν ἔ­δω­κε τὸ δι­καί­ω­μα νὰ γί­νουν παι­δι­ὰ τοῦ Θε­οῦ» (Ἰ­ω­άν. 1, 12)· καὶ δέ­χε­ται κα­νέ­νας μέ­σα του τὸν Θε­ό, ἄν πραγ­μα­το­ποι­ή­ση τὴν τε­λει­ό­τη­τα στὸ ἀ­γα­θό), ἔτ­σι ἔ­χει καὶ ἡ σφρα­γῖ­δα τοῦ κα­κοῦ κά­ποι­α δι­κά της ση­μεῖ­α, ποὺ ὅ­ποι­ος τὰ ἔ­χει δὲν μπο­ρεῖ νὰ γί­νη υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πει­δὴ ἔ­χει τὴν εἰ­κό­να τῆς ἀν­τί­θε­της φύ­σης. Θέ­λεις νὰ μά­θης τὰ γνω­ρί­σμα­τα τῆς σφρα­γί­δας τοῦ πο­νη­ροῦ; Εἶ­ναι ὁ φθό­νος, τὸ μῖ­σος, ἡ δι­α­βο­λή, ἡ ἔ­παρ­ση, ἡ πλε­ο­νε­ξί­α, ἡ ἐμ­πα­θὴς ἐ­πι­θυ­μί­α, ἡ ἀρ­ρώ­στι­α τῆς μα­νί­ας μὲ τὴν δό­ξα. Αὐ­τὰ καὶ τὰ πα­ρό­μοι­α εἶ­ναι ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζουν τὴν μορ­φὴ τοῦ ἀν­τι­πά­λου μας. Αὐ­τὸς λοι­πὸν ποὺ ἡ ψυ­χὴ του ἔ­χει κα­εῖ ἀ­πὸ τέ­τοι­ες κη­λῖ­δες, ἄν κα­λέ­ση πα­τέ­ρα αὐ­τὸν, ποι­ὸς πα­τέ­ρας θὰ τὸν ἀ­κού­ση; Αὐ­τὸς φυ­σι­κὰ ποὺ εἶ­ναι συγ­γε­νὴς μ’ αὐ­τὸν ποὺ τὸν κά­λε­σε· κι αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι ὁ οὐ­ρά­νι­ος, ἀλ­λὰ ὁ κα­τα­χθό­νι­ος. Γι­α­τί ὅ­ποι­ου ἔ­χει τὰ ση­μεῖ­α, αὐ­τὸς θὰ κα­τα­λά­βη ὁ­πωσ­δή­πο­τε τὴν συγ­γέ­νει­ά του μα­ζί του. Ἑ­πο­μέ­νως τοῦ πο­νη­ροῦ ἀν­θρώ­που ἡ προ­σευ­χή, ὅ­σο βρί­σκε­ται μέ­σα στὴν κα­κί­α του, γί­νε­ται ἐ­πί­κλη­ση τοῦ δι­α­βό­λου. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως ἔ­χει ἀ­πο­μα­κρυν­θῆ ἀ­πὸ τὴν κα­κί­α καὶ ζεῖ μὲ ἀ­γα­θό­τη­τα, αὐ­τὸς θὰ φω­νά­ξη τὸν ἀ­γα­θὸ Πα­τέ­ρα.

Ὅ­ταν λοι­πὸν προ­σευ­χώ­μα­στε στὸν Θε­ό, ἄς ἐ­ξε­τά­σω­με πρῶ­τα τὴν ζω­ή μας, ἄν ἔ­χω­με κά­τι ποὺ ν’ ἀ­ξί­ζη τὴν θεί­α συγ­γέ­νει­α, κι ἔτ­σι ἄς τολ­μή­σω­με ἔ­πει­τα τὸν λό­γον αὐ­τόν. Γι­α­τί αὐ­τὸς ποὺ μᾶς ὥ­ρι­σε νὰ τὸν ὀ­νο­μά­ζου­με «Πα­τέ­ρα», δὲν μᾶς πα­ρε­χώ­ρη­σε τὴν ἄ­δει­α νὰ ψευ­δώ­μα­στε. Αὐ­τὸς λοι­πὸν ποὺ ἔ­ζη­σε ἀν­τά­ξι­α τῆς θε­ϊ­κῆς εὐ­γέ­νει­ας, αὐ­τὸς ἀ­τε­νί­ζει ὀρ­θὰ πρὸς τὴν οὐ­ρά­νι­α πό­λη καὶ ὀ­νο­μά­ζει Πα­τέ­ρα τὸν Βα­σι­λι­ὰ τῶν οὐ­ρα­νῶν καὶ πα­τρί­δα του τὴν οὐ­ρά­νι­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα.39

Μᾶς δί­δα­ξε νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­που­με τὴν γῆ καὶ τὰ γή­ϊ­να καὶ νὰ μὴ εἴ­μα­στε ἀ­φω­σι­ω­μέ­νοι πρὸς τὰ κά­τω, συμ­βου­λεύ­ει ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος, ἀλ­λὰ μὲ τὰ φτε­ρὰ τῆς πί­στε­ως νὰ ἀ­νε­βοῦ­με στὸν ἀ­έ­ρα καὶ νὰ πε­ρά­σου­με στὸν αἰ­θέ­ρα καὶ νὰ ζη­τή­σου­με Αὐ­τὸν ποὺ ὀ­νο­μά­ζο­με Πα­τέ­ρα, δι­έ­τα­ξε δὲ νὰ λέ­με: «Πα­τέ­ρα μας, ποὺ βρί­σκε­σαι στοὺς οὐ­ρα­νούς». Ὄ­χι μό­νο δι­ό­τι στοὺς οὐ­ρα­νοὺς βρί­σκε­ται ὁ Θε­ός, ἀλ­λὰ γι­ὰ νὰ κά­νη ἐ­μᾶς ποὺ κυ­λι­ό­μα­στε στὴν γῆ νὰ ση­κώ­σω­με τὰ μά­τι­α μας πά­νω καί, ἀ­φοῦ μᾶς πε­ρι­λάμ­ψη μὲ τὰ κάλ­λη τῶν ἐ­που­ρα­νί­ων ἀ­γα­θῶν, νὰ με­τα­φέ­ρη ἐ­κεῖ ὅ­λη μας τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α.40

Τί ση­μαί­νει «ὁ ἐν οὐ­ρα­νοῖς»; Ὁ ἅ­γι­ος Αὐ­γου­στῖ­νος δί­δει τὴν δι­κή του ἑρ­μη­νεί­α: Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πέ­ραν ἀ­πὸ τὸ σύμ­παν. Δὲν χω­ρά­ει στὸ σύμ­παν. Ὁ οὐ­ρα­νὸς μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τὸ πι­ὸ ὄ­μορ­φο καὶ γο­η­τευ­τι­κὸ μέ­ρος στὸν κό­σμο. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἕ­να ἁ­πλὸ μέ­ρος τοῦ κό­σμου. Ὁ Θε­ός, ὁ ἀ­χώ­ρη­τος παν­τί, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κα­τοι­κῆ σὲ κά­ποι­ο, σὲ οἱ­ο­δή­πο­τε μέ­ρος τοῦ κό­σμου. Μὰ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ μᾶς λέ­γει ὅ­τι στὶς καρ­δι­ὲς τῶν Ἁ­γί­ων κα­τοι­κεῖ.

Συ­νε­πῶς ἡ φρά­ση «ὁ ἐν οὐ­ρα­νοῖς» ση­μαί­νει: Μέ­σα στὶς καρ­δι­ὲς τῶν Ἁ­γί­ων. Μέ­σα στοὺς Ἁ­γί­ους. Καὶ τὰ λό­γι­α αὐ­τὰ μᾶς δεί­χνουν τί ἀ­πό­στα­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στοὺς Ἁ­γί­ους καὶ τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἅ­γι­οι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­πέ­χουν με­τα­ξύ τους, ὅ­σο ὁ οὐ­ρα­νὸς ἀ­πὸ τὴν γῆ (Ἐ­πὶ τοῦ Ὄ­ρους ὁ­μι­λί­α 2, 4). 41

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ὁ Ὠ­ρι­γέ­νης, ἔ­χον­τας ὑ­π’ ὄ­ψιν του χει­ρό­γρα­φο ποὺ πα­ρα­λεί­πει ἀ­πὸ τὸ Κα­τὰ Λου­κᾶν εὐ­αγ­γέ­λι­ον τὴν φρά­σιν αὐ­τὴν, πα­ρα­τη­ρεῖ: Ὁ Ματ­θαῖ­ος το­πο­θε­τεῖ με­τὰ τὸ «Πά­τερ ἡ­μῶν» τὸ «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», ὅ­ταν δί­δα­σκε πε­ρὶ τῆς βα­σι­λεί­ας τῶν οὐ­ρα­νῶν καὶ δί­δα­σκε ὅ­λους τοὺς πα­ρόν­τες, με­τὰ τοὺς μα­κα­ρι­σμοὺς καὶ τὸν πε­ρὶ προ­σευ­χῆς Λό­γον. Ὁ Λου­κᾶς δέ, ἐ­πει­δὴ δι­δά­σκει σὲ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ Εὐ­αγ­γέ­λι­ό του πε­ρὶ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἐ­σι­ώ­πη­σε τὸ «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» γι­ὰ νὰ μᾶς κα­τα­στή­ση ἔτ­σι πε­ρισ­σό­τε­ρον οἰ­κεῖ­ον τὸν ὑ­πε­ρά­νω ἀ­πὸ μᾶς κό­σμο (τὸν ἐ­που­ρά­νι­ο) .­.. καὶ γι­ὰ νὰ προ­πα­ρα­σκευ­α­ζώ­μα­στε κα­λύ­τε­ρα γι’ αὐ­τόν. Καὶ εἶ­ναι μὲν παν­τα­χοῦ πα­ρὼν ὁ Θε­ός, στὸν οὐ­ρα­νὸ ὅ­μως φα­νε­ρώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρον τὴν δό­ξαν του, δι­ό­τι «ἐν τῷ οὐ­ρα­νῷ ἡ­τοί­μα­σε τὸν θρό­νον αὐ­τοῦ» (Ψαλμ. 102, 19) καὶ ἐ­κεῖ πρέ­πει καὶ ἡ­μεῖς νὰ κα­τευ­θύ­νω­μεν τὰς προ­ο­ευ­χὰς μας, δι­ό­τι καὶ ὁ Χρι­στὸς ὁ με­σί­της καὶ ἀρ­χι­ε­ρεὺς ἐ­κεῖ εἶ­ναι τώ­ρα καὶ ἐ­κεῖ ὑ­πάρ­χει ὁ Θρό­νος τῆς χά­ρι­τος Αὐ­τοῦ.42

«Μὲ τὸ νὰ πῆ στοὺς οὐ­ρα­νούς, σοῦ ἔ­δει­ξε τὴν πα­τρί­δα σου καὶ τὸ πα­τρι­κὸ σου σπί­τι», σχο­λι­ά­ζει ὁ Θε­ο­φύ­λα­κτος Βουλ­γα­ρί­ας. Ὁ δὲ Εὐ­θύ­μι­ος Ζι­γα­βη­νὸς ση­μει­ώ­νει: «γι­ὰ νὰ κα­τα­φρο­νοῦ­με τὰ γή­ϊ­να, νὰ σπεύ­δου­με νὰ ἀ­νε­βοῦ­με τὴν κλί­μα­κα τῶν ἀ­ρε­τῶν, ἐ­κεῖ ποὺ εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας μας. .­.. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών, ἰ­δι­αί­τε­ρα δὲ σὲ τό­πους ἄ­ξι­ους δι­ὰ τὸ μᾶλ­λον αὐ­τοὺς εἶ­ναι δε­κτι­κοὺς αὐ­τοῦ. Γι’ αὐ­τὸ λοι­πὸν λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι στὸν οὐ­ρα­νό· δι­ό­τι εἶ­ναι κα­θα­ρώ­τε­ρος ἐ­κεῖ­νος ὁ τό­πος, καὶ σ’ αὐ­τὸν εἶ­ναι οἱ ἄ­ϋ­λες δυ­νά­μεις καὶ οἱ δῆ­μοι τῶν ἁ­γί­ων, στοὺς ὁ­ποί­ους ἐ­πα­να­παύ­ε­ται». Ἡ φρά­ση ἀν­τι­τί­θε­ται καὶ πρὸς τὴν ἰ­δέ­α τῶν ἐ­θνι­κῶν, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­αν οἱ Θε­οὶ εἶ­χαν τὴν κα­τοι­κί­α τους στὰ γή­ϊ­να ὄ­ρη, ὅ­πως ὁ Ὄ­λυμ­πος. Ἡ φρά­σις πρέ­πει νὰ ἐ­κλη­φθῆ καὶ ὡς συμ­βο­λί­ζου­σα τὴν ἁ­παν­τα­χοῦ πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ τὴν ὑ­περ­βα­τι­κό­τη­τα αὐ­τοῦ ὑ­πὲρ τὸν χῶ­ρον καὶ τό­πον» (I. O­w­en).43

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ὅ­ταν ἀ­πευ­θυ­νώ­μα­στε σὲ Σέ­να, ση­κώ­νου­με πάν­τα τὰ μά­τι­α μας στὸν οὐ­ρα­νό. Ὅ­ταν θυ­μού­μα­στε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, κοι­τά­ζου­με κά­τω στὴν γῆ. Ἐ­μεῖς βρι­σκό­μα­στε πάν­τα χα­μη­λά, στὰ βά­θη, λό­γῳ τῶν ἀ­δυ­να­μι­ῶν καὶ τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας. Ἐ­σὺ κα­τοι­κεῖς πάν­τα στὰ ὕ­ψη, στὴν με­γα­λω­σύ­νη σου καὶ τὴν ἁ­γι­ω­σύ­νη σου.

Ἐ­σὺ βρί­σκε­σαι πάν­τα στὸν οὐ­ρα­νὸ, ὅ­ταν ἐ­μεῖς εἴ­μα­στε ἀ­νά­ξι­οι νὰ σὲ ὑ­πο­δε­χθοῦ­με. Ἀλ­λὰ χα­μη­λώ­νεις καὶ κα­τε­βαί­νεις πρό­θυ­μα σέ μᾶς, στὸ ἐ­πί­γει­ο ἐν­δι­αί­τη­μά μας, μό­λις Σὲ ζη­τή­σου­με καὶ Σοῦ ἀ­νοί­ξου­με τὴν πόρ­τα τῆς καρ­δι­ᾶς μας.

Κι ὅ­ταν κα­τα­δέ­χε­σαι καὶ κα­τε­βαί­νης σέ μᾶς, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖς νὰ κα­τοι­κῆς στὸν οὐ­ρα­νὸ. Στὸν οὐ­ρα­νὸ ζεῖς, πά­νω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ κι­νεῖ­σαι, μα­ζὶ μὲ τοὺς οὐ­ρα­νοὺς σκύ­βεις στὴν κοι­λά­δα μας.

Ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι μα­κρυ­ά, πο­λὺ μα­κρυ­ὰ γι­ὰ κεί­νους ποὺ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρ­δι­ά τους Σὲ ἔ­χουν ἀ­πο­στρα­φῆ ἢ ποὺ γε­λοῦν ὅ­ταν ἀ­κοῦν τὸ ὄ­νο­μά σου. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι κον­τά, πο­λὺ κον­τά, σὲ κεῖ­νον ποὺ ἔ­χει πάν­τα ἀ­νοι­κτὴ τὴν πόρ­τα τῆς ψυ­χῆς του καὶ πε­ρι­μέ­νει τὸν ἐρ­χο­μὸ σου, Ἐ­σέ­να τὸν ἀ­γα­πη­μέ­νο μας Ἐ­πι­σκέ­πτη.

Ἄν τολ­μή­ση ἀ­κό­μη καὶ ὁ δι­και­ό­τε­ρος ἄν­θρω­πος νὰ συγ­κρι­θῆ μα­ζὶ σου, θὰ ὑ­πε­ρέ­χης ὅ­σο τὸ στε­ρέ­ω­μα τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ὑ­πε­ρέ­χει ἀ­πὸ κά­ποι­α γή­ϊ­νη κοι­λά­δα, ὅ­σο ὑ­πε­ρέ­χει ἡ αἰ­ώ­νι­α ζω­ὴ ἀ­πὸ τὸ βα­σί­λει­ο τοῦ θα­νά­του.

 Εἴ­μα­στε φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ φθαρ­τὰ ὑ­λι­κά. Πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ στα­θοῦ­με στὸ ἴ­δι­ο ὕ­ψος μὲ Σέ­να, Ἀ­θά­να­τε καὶ Ἰ­σχυ­ρέ;

Πα­τέ­ρα μας, ποὺ βρί­σκε­σαι πάν­τα ψη­λά, ἀλ­λὰ χα­μη­λώ­νεις, ἔρ­χε­σαι κον­τά μας καὶ μᾶς ὑ­ψώ­νεις σὲ Σέ­να. Τί ἄλ­λο εἴ­μα­στε πα­ρὰ γλῶσ­σες φτι­αγ­μέ­νες ἀ­πὸ πη­λὸ γι­ὰ χά­ρη τῆς δό­ξας σου; Ὁ πη­λὸς θὰ σι­γοῦ­σε γι­ὰ πάν­τα, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ὑ­μνή­ση τὸ ὄ­νο­μά σου χω­ρὶς ἐ­μᾶς, Κύ­ρι­ε. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ Σὲ γνω­ρί­ση χω­ρὶς ἐ­μᾶς; Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σες νὰ κά­νης θαύ­μα­τα μὲ τὸν ἄ­ψυ­χο πη­λὸ χω­ρὶς Ἐ­μᾶς; Ὦ Πατέρα μας!.44

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὴν ἐ­πί­κλη­ση δη­λώ­νε­ται ὁ τό­πος ὅ­που βρί­σκε­ται ὁ Πα­τέ­ρας, ὁ «Παν­τα­χοῦ πα­ρών», Ἐ­κεῖ­νος ποὺ πε­ρι­βάλ­λει τὰ πάν­τα καὶ δὲν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τί­πο­τα. «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Μὲ τὴν ἀ­να­φο­ρὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ ὡς τό­που δι­α­μο­νῆς τοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ προ­σευ­χό­με­νος υἱ­ὸς ἀ­νυ­ψώ­νε­ται ἐ­κεῖ, γρά­φει ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­γνά­τι­ος Μπρι­αν­τσι­α­νί­νωφ, καὶ συ­νε­χί­ζει: Ξέ­χνα ὅ­λα τὰ γή­ϊ­να. Πά­ρε τὴν προ­σο­χὴ σου ἀ­πὸ τὴν γῆ, τὸ προ­σω­ρι­νὸ κα­τά­λυ­μά σου. Μὴ νοι­ά­ζε­σαι γι­ὰ κα­νέ­να ἀ­πὸ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να αὐ­τοῦ τοῦ κα­τα­λύ­μα­τος, ποὺ θὰ χά­σης ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο. Με­ρί­μνη­σε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ γι­ὰ τὴν πα­τρί­δα σου, τὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ τὴν ἔ­χα­σες μὲ τὴν πτώ­ση καὶ τὴν ξα­να­πῆ­ρες μὲ τὴν λύ­τρω­ση. Προ­σευ­χή­σου νὰ σοῦ δω­ρι­στοῦν τὰ αἰ­ώ­νι­α, τὰ πνευ­μα­τι­κά, τὰ πα­νά­γι­α, τὰ θεῖ­α ἀ­γα­θά, ποὺ ἡ ἀ­ξί­α τους εἶ­ναι ἀ­σύλ­λη­πτη ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὸν ἀγ­γε­λι­κὸ νοῦ. Αὐ­τὰ τὰ ἀ­γα­θὰ ἔ­χουν ἤ­δη ἑ­τοι­μα­σθῆ γι­ὰ σέ­να, αὐ­τὰ τὰ ἀ­γα­θὰ ἤ­δη σὲ πε­ρι­μέ­νουν.45

Στὴν προ­σευ­χὴ λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι Πα­τέ­ρας στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ὁ λό­γος φυ­σι­κὰ εἶ­ναι με­τα­φο­ρι­κός. Ὁ Θε­ός, ὡς ἄ­πει­ρο πνεῦ­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χη τὴν κα­τοί­κη­σή του στὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πραγ­μα­τι­κά, ἀλ­λὰ εἶ­ναι «παν­τα­χοῦ πα­ρὼν» καὶ πλη­ροῖ κά­θε τό­πο καὶ χρό­νο. Λέ­με δὲ ὅ­τι κα­τοι­κεῖ στὸν οὐ­ρα­νό, γι­ὰ νὰ τὸν ἀ­πο­μα­κρύ­νου­με ἀ­πὸ τὴν κα­κό­τη­τα τῆς γῆς καὶ νὰ το­νί­σου­με τὴν ἄ­πει­ρη δό­ξα καὶ τὸ με­γα­λεῖ­ο τῆς Θε­ό­τη­τος.46

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Στὰ Εὐ­αγ­γέ­λι­α ὁ Ἰ­η­σοῦς μι­λᾶ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να γι­ὰ τὸν «Πα­τέ­ρα τὸν ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» καὶ τὸν «Πα­τέ­ρα τὸν οὐ­ρά­νι­ο».

Στὴν σκέ­ψη τοῦ Ἰ­η­σοῦ καὶ τῶν συγ­γρα­φέ­ων τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι ὁ θρό­νος τοῦ Θε­οῦ (Ματθ. 5, 34) ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­στη­κε ἡ φω­νὴ του (Μάρκ. 1, 11) καὶ ἀ­π’ ὅ­που κα­τε­βαί­νει τὸ Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα (Μάρκ. 1, 10 – Πράξ. 1, 8). Ὁ Ἰ­η­σοῦς ποὺ ἦ­ταν στὸν οὐ­ρα­νὸ (Ἰ­ω­άν. 6, 38) ἀ­νέ­βη­κε ξα­νὰ ἐ­κεῖ (Πράξ. 1,10-11) ἀ­π’ ὅ­που μέλ­λει νὰ κα­τέ­βη καὶ πά­λι μί­α ἡ­μέ­ρα (Α΄ Θεσ. 4, 16).

 Στε­νὰ ἑ­νω­μέ­νοι μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ, τὸν Μο­νο­γε­νῆ Υἱ­ὸν, ὅ­λοι οἱ Μα­θη­τὲς του ἀ­πο­τε­λοῦν μί­α ἑ­νι­αί­α οἰ­κο­γέ­νει­α ἀ­πὸ υἱ­ο­θε­τη­μέ­να παι­δι­ὰ τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τὸ μπο­ροῦν κι αὐ­τοὶ νὰ ἀ­πευ­θύ­νων­ται στὸν Θε­ὸ ὡς «Πα­τέ­ρα» ὅ­λης τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, τὴν ὁ­ποί­α Ἐ­κεῖ­νος τό­σο ἀ­γα­πᾶ, καὶ μέ­σα στὴν παν­το­δύ­να­μη ἀ­γά­πη του σκύ­βει γι­ὰ νὰ χο­ρη­γή­ση στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα τὴν ὑ­περ­βα­τι­κό­τη­τά του, ποὺ ἀν­θρώ­πι­να εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­πο­κτη­θῆ. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ τε­λι­κή τους πα­τρί­δα, τὸ σπί­τι τους, οἱ εὐ­λο­γί­ες, οἱ ἀν­τα­μοι­βὲς καὶ ἡ κλη­ρο­νο­μι­ά τους. Μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι μί­α θεί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ συ­χνὰ ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ.47

Ἡ ἀ­πό­στα­ση ὡ­στό­σο ἀ­νά­με­σα στὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ἄν­θρω­πο δὲν πα­ρα­κάμ­πτε­ται οὔ­τε ἀ­πο­σι­ω­πᾶ­ται. Ὁ Θε­ὸς ἐν­το­πί­ζε­ται ξε­κά­θα­ρα στὸν χῶ­ρο ὡς «ἐ­που­ρά­νι­ος» (ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς). Ἡ πρώ­τη ἀ­νά­γνω­ση αὐ­τοῦ τοῦ προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ καὶ μά­λι­στα μὲ τὴν μον­τέρ­να ὀ­πτι­κή, προ­δί­δει πι­θα­νὴ βλα­σφη­μί­α. Ὁ ἀ­κρο­α­τής, ὅ­μως, τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ μὲ τὸν ὅ­ρο «οὐ­ρα­νοὶ» καὶ ὄ­χι «οὐ­ρα­νὸς» δὲν ἐν­νο­οῦ­σε τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα, τὸν θό­λο ποὺ πε­ρι­βάλ­λει τὴ γῆ. Ὁ ὅ­ρος αὐ­τὸς ταυ­τι­ζό­ταν μὲ ὅ,τι κα­λοῦ­με σή­με­ρα σύμ­παν, δη­λα­δὴ ἕ­ναν χῶ­ρο/χρό­νο αἰ­ω­νι­ό­τη­τας. Ἡ ἐ­που­ρά­νι­α πα­ρου­σί­α τοῦ Θε­οῦ λει­τουρ­γεῖ ὡς ὅ­ρι­ο δι­α­φο­ρι­σμοῦ ἀ­νά­με­σα στὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ἄν­θρω­πο. Ἄν ἡ γῆ εἶ­ναι (κα­τὰ πα­ρα­χώ­ρη­ση τοῦ Θε­οῦ) τὸ βα­σί­λει­ο τοῦ ἀν­θρώ­που, οἱ οὐ­ρα­νοὶ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ἐ­πι­κρά­τει­α τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πι­κρά­τει­α ἀ­προ­σπέ­λα­στη γι­ὰ τὸν ἄν­θρω­πο. Ἡ χο­ϊ­κὴ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ ἡ ἐ­που­ρά­νι­α θεί­α συ­νυ­πάρ­χουν, ἀλ­λὰ δὲν συ­νευ­ρί­σκον­ται.48

Ὁ το­πι­κὸς προσ­δι­ο­ρι­σμὸς «ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­λο­κλη­ρώ­νε­ται ἡ πρώ­τη φρά­ση, ἔ­χει με­τα­φο­ρι­κὸ νό­η­μα καὶ δὲν πρέ­πει νὰ ἑρ­μη­νεύ­ε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά. Ὁ Θε­ὸς βρί­σκε­ται παν­τοῦ καί, βέ­βαι­α, δὲν κα­τοι­κεῖ στὸ ἀ­χα­νὲς δι­ά­στη­μα. Εἶ­ναι ἀ­φέ­λει­α νὰ ἀ­να­μέ­νη κα­νεὶς ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἔ­χει τὴν κα­τοι­κί­α καὶ τὸν θρό­νο του κά­που ἀ­νά­με­σα στοὺς πλα­νῆ­τες. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μό­νο μει­δί­α­μα μπο­ρεῖ νὰ προ­κα­λέ­ση ἡ εἰ­ρω­νεί­α κά­ποι­ου κο­σμο­ναύ­τη, πού, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φε στὴν γῆ, δή­λω­σε ὅ­τι δὲν εἶ­δε που­θε­νὰ τὸν Θε­ό. Ἡ ἁ­πλῆ ἀ­πο­ρί­α εἶ­ναι τί ἄ­ρα­γε πε­ρί­με­νε νὰ δῆ; Νό­μι­ζε ὅ­τι ὁ Θε­ὸς θὰ ἦ­ταν ἕ­νας ἄλ­λος Σού­περ­μαν ποὺ θὰ πε­τοῦ­σε στὸ σύμ­παν, θὰ τοῦ κτυ­ποῦ­σε τὸ τζά­μι τοῦ δι­α­στη­μό­πλοι­ου καὶ θὰ τοῦ ἔ­λε­γε «γει­ά σου, ἐ­δῶ εἶ­μαι»; Ἡ φρά­ση «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» θέ­λει νὰ δεί­ξη τὴν ἀ­πό­στα­ση οὐ­σί­ας ποὺ χω­ρί­ζει τὸν Θε­ὸ ἀ­πὸ τὰ κτί­σμα­τά του. Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας μας, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ αὐ­τὴ σχέ­ση δὲν κα­ταρ­γεῖ τὴν Θε­ϊ­κή του οὐ­σί­α. Αὐ­τὸς πα­ρα­μέ­νει Θε­ὸς κι ἐ­μεῖς πα­ρα­μέ­νου­με ἄν­θρω­ποι. Ἡ ἄ­κτι­στη κι ἀ­με­τά­βλη­τη φύ­ση τοῦ Θε­οῦ μας εἶ­ναι ἀ­πρό­σι­τη, ἀ­σύλ­λη­πτη, ἀ­κα­τά­βλη­τη, ἀ­πε­ρί­γρα­πτη. Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση εἶ­ναι κτι­στή, φθαρ­τὴ καὶ εὐ­με­τά­βλη­τη. Εἶ­ναι ἡ δι­κή του ἄ­πει­ρη συγ­κα­τά­βα­ση ποὺ μᾶς με­τα­τρέ­πει σὲ κα­τὰ χά­ριν παι­δι­ά του, ἡ ὀν­το­λο­γι­κὴ ὅ­μως ἀ­πό­στα­ση πα­ρα­μέ­νει καὶ δὲν κα­ταρ­γεῖ­ται πο­τὲ.49

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ἐ­δῶ ὁ­λό­κλη­ρη ἡ προ­σευ­χὴ – καὶ μα­ζί της ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ζω­ὴ μας – ὑ­ψώ­νε­ται, ἀ­νε­βαί­νει στὸν οὐ­ρα­νό, γι­α­τί ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι τε­λι­κὰ ἡ κα­τα­κό­ρυ­φη δι­ά­στα­ση τῆς ζω­ῆς, ἡ ἀ­να­φο­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ ὑ­ψη­λό­τε­ρο καὶ πνευ­μα­τι­κό, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ συ­νά­μα τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο τέ­τοι­ου μί­σους καὶ λοι­δο­ρί­ας ἀ­νά­με­σα σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ πε­ρι­ο­ρί­ζουν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ὴ σὲ κα­θα­ρὰ βι­ο­λο­γι­κὲς καὶ ὑ­λι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες.

Δὲν πρό­κει­ται γι­ὰ τὸν φυ­σι­κὸ ἢ ἀ­στρο­νο­μι­κὸ οὐ­ρα­νό, ὅ­πως πάν­το­τε ἀν­τι­λέ­γε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἀ­θέ­ους, ἀλ­λὰ γι­ὰ τὸν ὑ­ψη­λό­τε­ρο πό­λο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς: «Τὸν Πα­τέ­ρα τὸν ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Εἶ­ναι ἡ πί­στη τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν θεί­α ἀ­γά­πη ποὺ ἀγ­κα­λι­ά­ζει καὶ δι­α­περ­νᾶ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Εἶ­ναι ἡ πί­στη μέ­σα στὸν κό­σμο ὡς ὁ ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμός, τὸ ση­μεῖ­ο, ἡ πα­ρου­σί­α αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης. Εἶ­ναι ἡ πί­στη στὸν οὐ­ρα­νό ὡς τὴν ἔ­σχα­τη κλή­ση τῆς δό­ξας καὶ τοῦ προ­ο­ρι­σμοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που, ὡς τὴν αἰ­ώ­νι­α κα­τοι­κί­α.50

«Ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι πνεῦ­μα. Εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρών. Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἑ­πο­μέ­νως νὰ φαν­τα­ζώ­μα­στε ὅ­τι ζεῖ κλει­σμέ­νος σὲ ἕ­ναν πε­ρι­γρα­πτὸ καί, κα­τὰ συ­νέ­πει­α, πε­πε­ρα­σμέ­νο τό­πο. Ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι ὁ Θε­ὸς κα­τοι­κῆ στὸν οὐ­ρα­νό, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με ἁ­πλῶς μί­α ἀ­πὸ τὶς εἰ­κό­νες ἐ­κεῖ­νες, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες βρί­θει ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ καὶ οἱ ὁ­ποῖ­ες χρη­σι­μεύ­ουν γι­ὰ νὰ ἐκ­φρά­σουν καὶ νὰ πε­ρι­γρά­ψουν τὰ μυ­στή­ρι­α τοῦ Θε­οῦ σὲ γλῶσ­σα κα­τα­λη­πτὴ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο.

Ἀ­πὸ τὴν ἄ­πο­ψη αὐ­τὴ, ἡ φρά­ση τῆς Κυ­ρι­α­κῆς Προ­σευ­χῆς: «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς», εἶ­ναι σπου­δαι­ο­τά­τη, πρέ­πει δὲ νὰ προ­σε­χθῆ ἰ­δι­αι­τέ­ρως, δι­ό­τι μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὡ­ρι­σμέ­νες βα­σι­κὲς ἀ­λή­θει­ες.

 Κα­τ’ ἀρ­χήν, μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εὑ­ρί­σκε­ται ἀ­πεί­ρως καὶ ἀ­συγ­κρί­τως ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων μας· ὅ­τι ὑ­περ­βαί­νει, κα­τὰ τρό­πο ἀ­πό­λυ­το, τὸν ἄν­θρω­πο καὶ ὅ­λη τὴν κτί­ση. Δὲν εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ τοῦ κό­σμου, ὅ­πως ἐ­φαν­τά­ζον­το ὡ­ρι­σμέ­νοι φι­λό­σο­φοι τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τας· δὲν εἶ­ναι τὸ σύ­νο­λον τῶν ὑ­παρ­χόν­των πραγ­μά­των, ὅ­πως φαί­νε­ται νὰ πι­στεύ­ουν ὡ­ρι­σμέ­νοι σύγ­χρο­νοι συ­νά­δελ­φοί των· δὲν εἶ­ναι, τέ­λος, ἕ­να ὄ­νο­μα ποὺ πε­ρι­γρά­φει τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις ἐ­κεῖ­νες δυ­νά­μεις ποὺ κι­νοῦν ἀ­πὸ μέ­σα τὸν κό­σμον. Εἶ­ναι Θε­ὸς ὁ ζῶν, ὁ κτί­στης καὶ Κύ­ρι­ος τῶν πάν­των, ὁ ρι­ζι­κῶς καὶ οὐ­σι­α­στι­κῶς δι­ά­φο­ρος ἀ­πὸ κά­θε κτί­σμα.

Ἡ ἀ­λή­θει­α αὐ­τὴ ἀ­πο­τε­λεῖ θε­με­λι­ῶ­δες δί­δαγ­μα τῆς ὑ­γι­οῦς φι­λο­σο­φί­ας. Εἶ­ναι ἐ­πί­σης βα­σι­κὸν καὶ ἀ­πα­ραί­τη­τον στοι­χεῖ­ον τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ζω­ῆς. Δι­ό­τι, μό­νον ὅ­ταν ἐν­νο­ή­σω­μεν καὶ πι­στεύ­σω­μεν ὅ­τι ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­τε­λεῖ μί­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ποὺ ὑ­περ­βαί­νει κα­τὰ τρό­πον ἄ­πει­ρον καὶ ἀ­πό­λυ­τον τὸν κό­σμον, μό­νον τό­τε ἠμ­πο­ροῦ­με νὰ ζή­σου­με ζω­ὴ πραγ­μα­τι­κὰ θρη­σκευ­τι­κή, μό­νο τό­τε εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ υἱ­ο­θε­τή­σω­με τὴν στά­ση ἐ­κεί­νη τὴν πλή­ρη τα­πει­νο­φρο­σύ­νης, τῆς ἀ­πό­λυ­της ἐ­ξάρ­τη­σης, τῆς ὁ­λό­ψυ­χης λα­τρεί­ας, ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν οὐ­σί­α καὶ τὸ θε­μέ­λι­ο τῆς θρη­σκευ­τι­κῆς ζω­ῆς – τὴν στά­ση, δη­λα­δὴ τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ ποὺ μᾶς κα­λεῖ νὰ προ­σκυ­νή­σω­με καὶ νὰ προ­σπέ­σω­με «τῷ βα­σι­λεῖ ἡ­μῶν Θε­ῷ». .­..

Ἀλ­λ’ ἡ φρά­ση «Πά­τερ ἡ­μῶν ὁ ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς» μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει καὶ μί­α ἄλ­λη βα­σι­κὴ ἀ­λή­θει­α. Μᾶς ὑ­πεν­θυ­μί­ζει, ὅ­τι ὀ­φεί­λο­με νὰ προσ­δώ­σου­με στὴν ζω­ὴ μας μί­α κα­τεύ­θυν­ση, ποὺ θὰ ὑ­περ­βαί­νη τὰ ὅ­ρι­α τῆς «γῆς». Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν ἔρ­χε­ται στὸν κό­σμο γι­ὰ νὰ ζή­ση καὶ νὰ πε­θά­νη προ­σκολ­λη­μέ­νος μό­νο στὸ ὅ,τι εἶ­ναι κα­θα­ρὰ ἀν­θρώ­πι­νο, κα­θα­ρὰ γή­ϊ­νον. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι πλα­σμέ­νος ἀ­πὸ «χοῦν», ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι προ­ω­ρι­σμέ­νος νὰ ἐ­πι­στρέ­ψη στὸν «χοῦν». Ὁ Δη­μι­ουρ­γός του τὸν κα­λεῖ νὰ ἐ­ξέλ­θη «ἐκ τοῦ κό­σμου τού­του», νὰ με­τα­βῆ «ἐκ τοῦ κό­σμου τού­του πρὸς τὸν Πα­τέ­ρα». Ὁ χρι­στι­α­νὸς ἑ­πο­μέ­νως πρέ­πει νὰ θε­ω­ρῆ ὡς τέρ­μα τῆς πο­ρεί­ας του, ὡς ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐλ­πί­δας του, κά­τι ποὺ βρί­σκε­ται ἔ­ξω καὶ ὑ­πε­ρά­νω τῆς «γῆς» – ὄ­χι φυ­σι­κὰ σὲ μί­α ἀ­ό­ρι­στη καὶ φαν­τα­στι­κὴ χώ­ρα, ποὺ δὲν θὰ ἦ­ταν πα­ρὰ μί­α κα­τὰ τὸ μᾶλ­λον καὶ ἧτ­τον ἐ­πι­τυ­χὴς ἀ­πει­κό­νι­ση καὶ προ­βο­λὴ τῶν ἀν­θρώ­πι­νων ἀν­τι­λή­ψε­ών μας πε­ρὶ εὐ­τυ­χί­ας καὶ εὐ­δαι­μο­νί­ας, ἀλ­λὰ στὸν Θε­ὸ τὸν ζῶν­τα καὶ ἀ­λη­θι­νό, στὴν ὕ­ψι­στη τε­λει­ό­τη­τα ποὺ εὑ­ρί­σκε­ται πέ­ραν καὶ ὑ­πε­ρά­νω ὅ­λων ὅ­σων εἶ­δε, ἄ­κου­σε ἢ φαν­τά­στη­κε πο­τὲ ὁ ἄν­θρω­πος. .­..

Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι «ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς». Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μᾶς δεί­χνει ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κὴ πα­τρί­δα μας. Ἀ­κό­μη δὲ πε­ρισ­σό­τε­ρον, ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πός μας καὶ ἐν ὀ­νό­μα­τί μας ἔ­χει ἤ­δη φθά­σει καὶ ἔ­χει ἤ­δη κα­τα­λά­βει τὴν αἰ­ώ­νι­α «γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας», γι­ὰ τὴν ὁ­ποί­α μᾶς προ­ώ­ρι­σε ὁ Θε­ὸς.51

Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Δα­μα­σκη­νός, ὁ μέ­γας θε­ο­λό­γος τοῦ Η΄ αἰ­ῶ­νος καὶ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Δι­δά­σκα­λος καὶ θε­με­λι­ω­τὴς τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως, στὸ ἔρ­γο του «Ἔκ­δο­σις ἀ­κρι­βὴς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως» γρά­φει «πε­ρὶ τοῦ τό­που τοῦ Θε­οῦ» τὰ ἑ­ξῆς: «Τό­πος τῶν σω­μά­των εἶ­ναι τὰ ὅ­ρι­α τοῦ χώ­ρου στὴν ἔ­κτα­ση τοῦ ὁ­ποί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ἕ­να σῶ­μα· ἐ­πὶ πα­ρα­δείγ­μα­τι ὁ ἀ­έ­ρας πε­ρι­λαμ­βά­νει, καὶ τὸ σῶ­μα πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται. Καὶ δὲν εἶ­ναι τό­πος τοῦ πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου σώ­μα­τος ὅ­λος ὁ ἀ­έ­ρας ποὺ τὸ πε­ρι­λαμ­βά­νει, ἀλ­λὰ τὰ ὅ­ρι­α τοῦ ἀ­έ­ρος ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει τὸ σῶ­μα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐγ­γί­ζουν τὸ σῶ­μα ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται. Γε­νι­κῶς εἶ­ναι πα­ρα­δε­κτὸν ὅ­τι αὐ­τὸ ποὺ πε­ρι­λαμ­βά­νει κά­τι δὲν εὑ­ρί­σκε­ται μέ­σα στὸ πε­ρι­λαμ­βα­νό­με­νον σῶ­μα.

Ὑ­πάρ­χει ἐ­πί­σης καὶ νο­η­τὸς τό­πος ὅ­που το­πο­θε­τεῖ­ται μὲ τὸν νοῦν καὶ ὅ­που εὑ­ρί­σκε­ται ἡ νο­η­τὴ καὶ ἀ­σώ­μα­τη φύ­σις· ὅ­που ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι πα­ροῦ­σα καὶ ἐ­νερ­γεῖ καὶ δὲν πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­πως στὰ σώ­μα­τα, ἀλ­λὰ νο­η­τῶς· δι­ό­τι δὲν ἔ­χει σχῆ­μα δι­ὰ νὰ πε­ρι­λη­φθῆ ὅ­πως τὰ σώ­μα­τα.

Ὁ Θε­ὸς λοι­πὸν ποὺ εἶ­ναι ἄ­ϋ­λος καὶ ἀ­πε­ρί­γρα­πτος, εἶ­ναι ἐ­κτὸς τό­που· δι­ό­τι ὁ ἴ­δι­ος εἶ­ναι τό­πος τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του, ποὺ πλη­ροῖ τὰ πάν­τα καὶ εἶ­ναι πέ­ραν ἀ­πὸ ὅ­λα καὶ συγ­κρα­τεῖ ὁ ἴ­δι­ος τὰ πάν­τα. Λέ­γε­ται ἐ­πί­σης ὅ­τι ὁ Θε­ὸς εὑ­ρί­σκε­ται καὶ εἰς τό­πον, καὶ ὀ­νο­μά­ζε­ται τό­πος Θε­οῦ ὁ τό­πος ποὺ ἐκ­δη­λώ­νε­ται ἡ ἐ­νέρ­γει­ά του. Δι­ό­τι ὁ ἴ­δι­ος δι­έρ­χε­ται δι­ὰ μέ­σου ὅ­λων χω­ρὶς νὰ ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται μὲ αὐ­τά, καὶ εἰς ὅ­λα με­τα­δί­δει ἀ­πὸ τὴν ἐ­νέρ­γει­ά του, ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν κα­ταλ­λη­λό­τη­τα καὶ τὴν δε­κτι­κὴ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ κα­θε­νός· δι­ό­τι εἶ­ναι κα­θα­ρώ­τε­ρα τὰ ἄ­ϋ­λα ἀ­πὸ τὰ ὑ­λι­κά, καὶ τὰ ἐ­νά­ρε­τα ἀ­πὸ τὰ συ­νε­νω­μέ­να μὲ τὴν κα­κί­αν. Δι’ αὐ­τὸ λοι­πὸν λέ­γε­ται τό­πος Θε­οῦ, ἐ­κεῖ­νος ὁ τό­πος ποὺ με­τέ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρον εἰς τὴν ἐ­νέρ­γει­αν καὶ τὴν χά­ριν του. Δι’ αὐ­τὸν τὸν λό­γον ὁ οὐ­ρα­νὸς εἶ­ναι ὁ θρό­νος του – δι­ό­τι εἰς αὐ­τὸν εὑ­ρί­σκον­ται οἱ ἄγ­γε­λοι ποὺ ἐ­κτε­λοῦν τὸ θέ­λη­μά του καὶ αἰ­ω­νί­ως τὸν δο­ξο­λο­γοῦν (Ἡσ. 6, 1)· δι­ό­τι αὐ­τὴ ἡ δο­ξο­λο­γί­α εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­παυ­σί του – καὶ ἡ γῆ εἶ­ναι ὑ­πο­πό­δι­ον τῶν πο­δῶν του (Ἡσ. 66, 1) – δι­ό­τι εἰς αὐ­τὴν ἔ­ζη­σε μὲ τὴν ἀν­θρω­πί­νην σάρ­κα ἀ­νά­με­σα εἰς τοὺς ἀν­θρώ­πους (Βαρ. 3, 38). Ἔ­χει ὀ­νο­μα­σθῆ δὲ μὲ ἄλ­λο ὄ­νο­μα πό­δι τοῦ Θε­οῦ ἡ Ἁ­γί­α σάρξ. Λέ­γε­ται ὅ­μως καὶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τό­πος Θε­οῦ· δι­ό­τι αὐ­τὸν τὸν χῶ­ρον τὸν ἐ­δώ­σα­μεν ὡς δῶ­ρον δι­ὰ τὴν δο­ξο­λο­γί­αν του, ὅ­πως κά­ποι­ο ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νον μέ­ρος ὅ­που καὶ προ­σευ­χό­με­θα εἰς τὸν Θε­όν. Ἐ­πί­σης λέ­γον­ται τό­ποι Θε­οῦ καὶ οἱ τό­ποι εἰς τοὺς ὁ­ποί­ους ἔ­χει γί­νει φα­νε­ρὴ εἰς ἡ­μᾶς ἡ ἐ­νέρ­γει­ά του, εἴ­τε μὲ τὴν ἔν­σαρ­κον πα­ρου­σί­α του, εἴ­τε χω­ρὶς τὸ σῶ­μα.

Πρέ­πει μά­λι­στα νὰ γνω­ρί­ζω­μεν ὅ­τι τὸ θεῖ­ον εἶ­ναι ἀ­μέ­ρι­στον, εὑ­ρί­σκε­ται δη­λα­δὴ παν­τοῦ ὅ­λον κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν καὶ δὲν δι­αι­ρεῖ­ται εἰς μέ­ρη, ὅ­πως τὰ σώ­μα­τα, ἀλ­λὰ ὑ­πάρ­χει εἰς ὅ­λα καὶ ὅ­λον ἀ­π’ ὅλα».52