Βιβλίο ὑπό ἔκδοση
Η
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ 2
Ἱερέως Γεωργίου Θανάσουλα
τοῦ καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου
Η
ΚΥΡΙΑΚΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Περιεχόμενα
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». 23
ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». 85
«Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». 114
«Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν,
ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». 141
«Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ». 182
«Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις
καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.». 232
- Ὅταν σὺ διαβάζης τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Θεὸς μιλάει σὲ σένα. Ὅταν σὺ προσεύχεσαι, σὺ μιλᾶς στὸν Θεό. Ὅταν σὺ λὲς τὸ «Πάτερ ἡμῶν», σὺ μιλᾶς στὸν Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς μιλάει σὲ σένα.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάθε στιγμὴ ποὺ περνάει, χωρὶς ὑπερβολή, κάπου στὴν γῆ, σὲ ὅλα τὰ πλάτη καὶ μήκη αὐτῆς, λέγεται ἀδιάκοπα μία προσευχὴ μὲ τὰ ἴδια ἀκριβῶς λόγια, εἴτε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ εἶναι οἱ προσευχόμενοι, εἴτε σχισματικοί, δηλαδὴ ὅσοι ἀνήκουν στὶς διαφορετικὲς ὁμολογίες, Καθολικοὶ-Διαμαρτυρόμενοι-Προτεστάντες ἢ ὅπως ἀλλιῶς λέγονται. Καὶ ἡ προσευχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ γνωστὸ σὲ ὅλους μας, μικροὺς καὶ μεγάλους, μορφωμένους καὶ ἀγράμματους, μαύρους καὶ λευκούς, πλούσιους καὶ πτωχούς, ἄρχοντες καὶ ἀρχομένους, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», ἡ ὁποία εἶναι θεοδίδακτος καὶ ὠνομάσθηκε «Κυριακὴ Προσευχή», διότι τὴν ἐδίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
«Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός», λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, «ἀφοῦ δίδαξε τὸν τρόπο τοῦ πῶς νὰ προσευχώμαστε, δίνει καὶ τὸν τύπον αὐτῆς».1
Γιὰ πρώτη φορά τὴν δίδαξε, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, κατὰ τὴν περίφημον ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία του. Νομοθετῶν περὶ τῆς ἰδιωτικῆς προσευχῆς τῶν πιστῶν, δὲν περιωρίσθη νὰ μᾶς διδάξη τοὺς κανόνες τῆς εἰλικρινοῦς προσευχῆς, ἀλλ’ εὐδόκησε νὰ μᾶς δώση καὶ τὸν ἄριστον τύπον, νὰ μᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ προσευχώμεθα: «Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς» (Ματθ. 6, 9-13). Τὴν ἔδωκε, δηλαδή, ὄχι διὰ νὰ εἶναι μία ἀπὸ τὰς πολλάς προσευχάς, τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦν οἱ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας πιστοί, προσευχόμενοι κατ’ ἰδίαν, ἀλλὰ διὰ νὰ εἶναι ἡ κορωνὶς καὶ τὸ τέλειον ὑπόδειγμα αὐτῶν.2
Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ κατὰ τὴν ἐκδοχὴν τοῦ Ματθαίου ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν. ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ.
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰ τοὺς αἰῶνας· ἀμήν».
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τοποθετεῖ τὴν παράδοση τῆς προσευχῆς κατὰ τὴν τελευταία πορεία τοῦ Ἰησοῦ πρὸς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ λίγο πρὸ τοῦ Πάθους, ὅπου θὰ προσέφερε ἑκουσίως τὴν θυσία τῆς Ἁγίας του ζωῆς. Ἡ παράδοση τῆς προσευχῆς, λέγει ὁ Λουκᾶς στὸ κεφ. 11, 1-4, ἔγινε κατόπιν αἰτήματος ἑνὸς ἐκ τῶν Μαθητῶν του:
«Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ Ἰωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητάς αὐτοῦ. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὅταν προσεύχησθε, λέγετε:
Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς·
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·
γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς·
τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ’ ἡμέραν·
καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν·
καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν·
καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Ὑπάρχουν διαφορὲς στὸ κείμενο τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς μεταξύ τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Λουκᾶ. Ἀπὸ αὐτὸ φαίνεται, ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν ἀποσκοποῦσε νὰ προσδέση τοὺς μαθητές του σὲ μόνο τὶς λέξεις, τὶς ὁποῖες περιελάμβανε στὸν τύπο τῆς προσευχῆς, διότι σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν ὑπῆρχαν οἱ διαφορὲς μεταξύ τοῦ Ματθαίου καὶ τοῦ Λουκᾶ. Ὁ Κύριος θέλησε γενικῶς καὶ κατὰ τὶς κύριες αὐτοῦ γραμμὲς νὰ μᾶς δώση ἐκεῖνο τὸν τύπο τῆς προσευχῆς, ποὺ θὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Θεό, καὶ μᾶς ἀφήνει ἐλευθέρους νὰ διαμορφώνωμε ἐμεῖς τὸ πνεῦμα τῆς προσευχῆς μας.3
Ὁ Κύριος μὲ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ δίνει ἐδῶ περίληψη ὅλων τῶν προσευχῶν, ἡ ὁποία ὅμως καλύπτει ὅλες τὶς ἐπίγειες καὶ πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπὶ πλέον ἐκφράζει ὅλους τοὺς οὐρανίους πόθους κάθε φιλόθεης ψυχῆς, χωρὶς νὰ θέτη σὲ ἀχρηστία κάθε ἄλλη προσευχή. Δίνει ὅμως ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο γιὰ ὅλες τὶς προσευχές, δεικνύοντας ποιὲς προσευχὲς καὶ μὲ ποιὸ πνεῦμα πρέπει νὰ ἀπευθύνωνται πρὸς τὸν Θεόν.
Μὲ τὴν προσευχὴ αὐτὴν ὁ Μεσσίας ἀποδίδει μὲ ἀνθρώπινη γλῶσσα «τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς» μὲ τοὺς ὁποίους τὸ «Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπὲρ ἡμῶν». Καὶ ἄν ἦταν ἀλήθεια, ὅτι γιὰ κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ αἰτήματα δύνανται νὰ εὑρεθοῦν παράλληλα αἰτήματα στὶς Ἰουδαϊκὲς προσευχές, ἡ προσευχὴ αὐτὴ σὰν σύνολο θὰ παρέμενε καὶ πάλι ἀπαράμιλλος. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ἀληθές. Παράλληλα αἰτήματα τοῦ «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου» καὶ τοῦ «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον» ἀναζητοῦνται ἀκόμη καὶ σήμερα. Κάποια δὲ ἀπὸ τὰ παράλληλα αἰτήματα ποὺ προσήχθησαν διὰ τὰ ἄλλα αἰτήματα εἶναι ἴσως μεταγενέστερα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς καὶ εἶναι δυνατὸν νὰ ἐλήφθησαν ἀπὸ αὐτήν. Θὰ ἦτο πράγματι ἐκπληκτικόν, ἐὰν ὅλα τὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς ἦσαν νέα καὶ ἐὰν στὶς προσευχές, οἱ ὁποῖες ἐχρησιμοποιοῦντο ἀπὸ τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, δὲν ὑπῆρχε τίποτε τὸ ὁποῖο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ μπορῆ νὰ χρησιμοποιήση καὶ γιὰ τὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας του.
Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ εἶναι καρπὸς τῆς Θρησκευτικῆς πείρας τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν ὁποία ἀνύψωσε στὸ ἀπόγειόν της μὲ τὴν πεῖραν του ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ Προσευχὴ εἶναι ἑπόμενον νὰ περιέχη καινούρια καὶ παλαιὰ στοιχεῖα.
Ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ δὲ τῶν αἰτημάτων της δὲν ἔχει ἐπιτευχθῆ συμφωνία ἀπὸ τοὺς Πατέρες καὶ ἑρμηνευτές, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν Μακαρισμῶν. Ἔτσι, ἄλλοι μὲν καθορίζουν αὐτὰ τὰ αἰτήματα σὲ πέντε, ἄλλοι σὲ ἕξι καὶ ἄλλοι σὲ ἑπτά. Ὁ ἀριθμὸς ἑπτὰ εἶναι ἑλκυστικὸς ἀριθμὸς καὶ ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ ὑπολογισμοῦ τοῦ αἰτήματος «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν», «ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ τοῦ πονηροῦ» σὰν δύο αἰτήματα. Τὰ ἕξι αἰτήματα μειώνονται σὲ πέντε, ἐὰν θεωρήσωμε τὸ αἴτημα «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου» σὰν ἔκφραση ὕμνου μᾶλλον παρὰ σὰν αἴτημα, κατὰ τὸν ὕμνον: «Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ». Ἀλλὰ ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ θεωρεῖται ὅτι ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἴσα μέρη, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποῖα περιλαμβάνει τρία αἰτήματα.4
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος γράφει ὅτι ὁ τύπος αὐτῆς τῆς προσευχῆς διαιρεῖται σὲ τρία μέρη: εἰς τὸν πρόλογον, εἰς τὴν ὑπόθεσιν καὶ εἰς τὸν ἐπίλογον. Καὶ πρόλογος μὲν εἶναι τό: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἐπίλογος δὲ τό: «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν». Τὸ δὲ μέσον εἶναι ἡ ὑπόθεσις.5
Ὅπως στὶς δέκα ἐντολὲς τὸ πρῶτο μέρος ἀναφέρεται στὸν Θεὸ καὶ τὸ δεύτερο στὸν ἄνθρωπο, ἔτσι καὶ στὴν Κυριακὴ Προσευχὴ μὲ τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα ζητᾶμε τὴν δόξα τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας, καὶ μὲ τὰ τρία τελευταῖα ζητᾶμε αὐτὰ ποὺ εἶναι ὠφέλιμα γιά μᾶς καὶ τὸν πλησίον μας.
Σὲ κάθε τριάδα ὑπάρχει πρόοδος. Στὴν πρώτη Τριάδα ὁ ἁγιασμὸς τοῦ θείου ὀνόματος ὁδηγεῖ στὴν ἔλευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δὲ πάλι ὁδηγεῖ στὴν τέλεια ἐκπλήρωση τοῦ Θείου θελήματος. Στὴν δεύτερη τριάδα αἰτημάτων ἡ ἐπίτευξη τῶν ἀγαθῶν παρακολουθεῖται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ κακοῦ, τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος. Ἡ θαυμάσια αὐτὴ ἀναλογία καὶ ἀνάπτυξη τῶν αἰτημάτων δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι τυχαία· καὶ σὲ ὁποιαδήποτε ἔκταση καὶ ἄν χρησιμοποιήθηκε παλαιὸ ὑλικὸ σ’ αὐτὴν τὴν προσευχή, αὐτὴ συνετέθη μὲ τὸ πνεῦμα Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος εἶπε: «ἰδοὺ καινὰ πάντα ποιῶ» (Ἀποκ. 21, 5).6
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει: Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ διαιρεῖται, ἀπὸ τὴν μία πλευρά, σὲ ἐννέα τμήματα, σύμφωνα μὲ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν οὐρανίων ἀγγέλων. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἀναβιβάζει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς ἐργασίας καὶ τῆς ἀξίας τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ προσευχὴ αὐτὴ χωρίζεται σὲ τρία μέρη: στὸ προοίμιο ἢ πρόλογο, στὰ ἑπτὰ αἰτήματα καὶ στὸν ἐπίλογο. Καὶ αὐτό, γιατί τρία εἶναι τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Θεός, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπίσης τρία εἶναι τὰ τάγματα τῶν δικαίων σύμφωνα μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ σπόρου. Ἄλλοι ποὺ καρποφοροῦν ὡς τὰ ἑκατὸ, ἄλλοι ὡς τὰ ἑξῆντα καὶ ἄλλοι ὡς τὰ τριάντα. Τρεῖς εἶναι κατὰ τοὺς Πατέρες καὶ οἱ θεωρίες: Ἡ θεωρία τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων, τῶν νοητῶν καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τρία ἦταν καὶ τὰ εἴδη τοῦ ξύλου στὸν Παράδεισο: Τὸ ἕνα ἁπλὰ γιὰ νὰ ζῆ ὁ ἄνθρωπος, τὸ ἄλλο γιὰ νὰ ζῆ εὐχάριστα καὶ τὸ τρίτο γιὰ νὰ ζῆ καὶ εὐχάριστα καὶ αἰώνια.
Ἀγαπητέ μου, δὲς τὴν θαυμαστὴ σοφία τοῦ Κυρίου μας ποὺ γνωρίζει ὅτι τρία εἶναι τὰ πράγματα ποὺ σώζουν τὸν ἄνθρωπο: ἡ πίστη, ἡ πράξη καὶ ἡ θεωρία. Πρῶτον, κάποιος ἀκούοντας πιστεύει. Δεύτερον, μὲ τὶς πράξεις του ἐργάζεται τὶς ἐντολές. Καὶ τρίτον, ἀξιώνεται νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεὸν μὲ νοερὴ αἴσθηση καὶ πληροφορία μέσῳ τῆς θεωρίας. Δηλαδὴ μὲ τὴν θεωρητικὴ πίστη ἀπολαμβάνει ἐκεῖνα ποὺ πίστεψε μὲ τὴν ἐξ ἀκοῆς πίστη. Ἐπειδὴ ὁ Κύριος τὰ γνωρίζει αὐτά, συνέταξε μὲ θαυμαστὴ σοφία τὴν Κυριακὴ Προσευχή. Ἄρχισε τὸ προοίμιο ἀπὸ τὸ κεφάλαιο τῆς Θεολογίας καὶ τὸ θεμελίωσε στὴν πίστη. Ὕστερα πρόσθεσε τὰ αἰτήματα ποὺ ἀναφέρονται στὴν ἐργασία καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν. Ἐπισφραγίζει τὸν ἐπίλογο μὲ τὸ ἴδιο κεφάλαιο τῆς Θεολογίας καὶ πίστης, ἐπειδὴ Αὐτὸς εἶναι τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῶν σωζομένων πιστῶν.
Ὁ Κύριος ἐνέταξε αὐτὴν τὴν διδασκαλία στὴν προσευχὴ καὶ ὄχι σὲ ἄλλη ἀρετή, ἀφ’ ἑνὸς ἐπειδὴ ἐκείνη ἡ στιγμὴ ἦταν κατάλληλη, διότι οἱ Ἀπόστολοι Τὸν παρεκάλεσαν νὰ τοὺς διδάξη πῶς νὰ προσεύχωνται, ἀφ’ ἑτέρου διότι κάθε ἀρετὴ ἀποκτᾶται μὲ τὴν προσευχή. Ἄν κάποιος ἐρευνήση μὲ προσοχή, θὰ βρῆ καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι τὸ κεφάλαιο ὅλων τῶν ἀρετῶν, νὰ συνοδεύεται πάντα ἀπὸ τὴν προσευχή. Ἡ προσευχὴ μὲ τὴν ἀγάπη ἀρχίζει καὶ μὲ τὴν ἀγάπη γίνεται τέλεια. Καὶ ἡ ἀγάπη μὲ τὴν προσευχὴ ἐνδυναμώνεται καὶ μὲ τὴν προσευχὴ γίνεται καὶ αὐτὴ τέλεια.7
Ἡ Ἐκκλησία εἶδε πάντοτε τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ ὡς τὴν κατ’ ἐξοχὴν Χριστιανικὴ προσευχὴ καὶ ὡς τὸ προσφιλέστερο θέμα, μὲ τὸ ὁποῖο ἀσχολήθηκαν οἱ Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Τερτυλλιανὸς θεωροῦσε τὴν προσευχὴ σὰν μία ἐπιτομὴ καὶ σύνδεση τόσο τῆς Παλαιᾶς ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. «Σὲ λίγες μόνο λέξεις, συνοψίζει τὰ ρητὰ τῶν Προφητῶν, τὰ Εὐαγγέλια, τοὺς Ἀποστόλους, τὶς ὁμιλίες, τὶς παραβολές, τὰ παραδείγματα καὶ τὰ ἐντάλματα τοῦ Κυρίου καί, συγχρόνως, ἐκπληρώνονται τόσο πολλὲς ἀπὸ τὶς ἀνάγκες μας. Στὴν ἐπίκληση τοῦ Πατέρα, τιμᾶμε τὸν Θεό· στὸ ὄνομα ὑπάρχει ἡ ὁμολογία τῆς πίστης· στὸ θέλημά του εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ὑπακοῆς· στὴν βασιλεία καταγράφεται ἡ ἐλπίδα· στὸ ψωμὶ βρίσκεται τὸ αἴτημα γιὰ ζωή· στὸ αἴτημα γιὰ συγχώρηση εἶναι ἡ ὁμολογία τῶν ἁμαρτιῶν· στὸ αἴτημα γιὰ προστασία εἶναι ὁ φόβος τοῦ πειρασμοῦ. Γιατί ἀποροῦμε; Μόνο ὁ Θεὸς θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς διδάξη πῶς θὰ ἤθελε νὰ προσευχώμαστε» (De Oratione 9, 1- 3).8
Πολὺ εὔστοχα λοιπὸν ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ θεωρεῖται ὅτι ἀποτελεῖ «σύνοψη ὁλοκλήρου τοῦ Εὐαγγελίου» (Κυπριανὸς Καρχηδόνος, Ratrologia Latina I. 1255). Οἱ Πατέρες τῆς ἐρήμου ρώτησαν τὸν Μέγα Γέροντα, τὸν ἀββᾶ Βαρσανούφιο, τί εἶναι προτιμότερο, νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἢ μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησόν με». Ἐπίσης τὸν ρώτησαν ἄν τὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι προσευχὴ ποὺ μποροῦν νὰ τὸ χρησιμοποιοῦν μόνο οἱ τέλειοι, καὶ ἔδωκε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση:
Τὸ «Πάτερ ἡμῶν» δόθηκε καὶ γιὰ τοὺς τέλειους καὶ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὥστε οἱ τέλειοι, γνωρίζοντας τίνος εἶναι Υἱοί, νὰ φροντίσουν νὰ μὴ χάσουν τὴν υἱότητα. Καὶ οἱ ἁμαρτωλοί, ἀποκαλῶντας ἀναξίως Πατέρα Ἐκεῖνον ποὺ πολλὲς φορὲς ἔχουν λυπήσει, νὰ ντραποῦν καὶ νὰ ἔλθουν σὲ μετάνοια. Ἀλλ’ ὅμως, νομίζω, μᾶλλον περισσότερο ἁρμόζει στοὺς ἁμαρτωλοὺς τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Διότι, τὸ νὰ πῆ κανεὶς «συγχώρησέ μας τὰ ὀφειλήματα», εἶναι τῶν ἁμαρτωλῶν· γιατί ποιὰ ὀφειλήματα ἔχουν οἱ τέλειοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν γίνει υἱοὶ τοῦ Ἐπουράνιου Πατέρα; Ἀλλὰ καὶ πάλι, τὸ νὰ πῆς «μὴ μᾶς ἀφήσης νὰ πέσωμε σὲ πειρασμό, ἀλλὰ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὸν πονηρό», εἶναι ἰσοδύναμο μὲ τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με καὶ βοήθησέ με».9
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, μὲ τὸν περιεκτικό του λόγο, μᾶς συμβουλεύει: Συμφέρει νὰ γνωρίσωμε τὴν δύναμιν τῆς Προσευχῆς τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τὴν κάνωμε πράξη. Γιατί ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τρόπο συνοπτικὸ περιέχει κρυμμένο μυστικὰ ὅλο τὸν σκοπὸ ὅσων ἀνεφέρθηκαν, ἤ, γιὰ νὰ κυριολεκτήσω, τὸν κηρύττει καθαρὰ σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν δεκτικὸ νοῦ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ περιέχει αἴτηση ὅλων ὅσων προξένησε μὲ τὴν κένωσή του κατὰ τὴν σάρκωση ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ διδάσκει νὰ ἐπιδιώκωμε ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, τὰ ὁποῖα μόνο ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας, μέσῳ τῆς φυσικῆς μεσιτείας τοῦ Υἱοῦ, χορηγεῖ ἀληθινὰ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐπειδὴ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων- κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο- εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς (Α΄ Τιμ. 2, 5), καθὼς μὲ τὴν σάρκωσή του φανερώνει στοὺς ἀνθρώπους τὸν Πατέρα ποὺ ἀγνοοῦσαν, καὶ στὸν Πατέρα φέρνει μέσῳ τοῦ Πνεύματος τοὺς ἀνθρώπους συμφιλιωμένους μὲ Αὐτὸν (Ἐφεσ. 2, 18), γιὰ χάρη τῆς σωτηρίας τῶν ὁποίων ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ὑποστῆ μεταβολή. Καὶ ἔγινε διδάσκαλος καὶ αὐτουργὸς πολλῶν νέων μυστηρίων τόσον ὥστε δὲν μπορεῖ ποτὲ ὁ λόγος νὰ τὰ συλλάβη στὸ πλῆθος καὶ τὸ μέγεθός τους.
Ἀπὸ αὐτά, φαίνεται πὼς δώρισε μὲ ἐξαιρετικὴ μεγαλοδωρία στοὺς ἀνθρώπους ἑπτά, γενικώτερα ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ αὐτῶν τὴν δύναμη, καθὼς εἶπα, περιέχει μυστικὰ ὁ σκοπὸς τῆς προσευχῆς. Αὐτὰ εἶναι: Θεολογία, υἱοθεσία μὲ τὴν χάρι, ἰσοτιμία πρὸς τοὺς ἀγγέλους, μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή, ἀποκατάσταση τῆς φύσεως ποὺ στρέφεται ἀπαθῶς στὸν ἑαυτό της, κατάλυση τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας καὶ κατάργηση τῆς τυραννίας τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη.
Ἄς ἐξετάσουμε λοιπὸν τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων:
- Θεολογία διδάσκει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν σάρκωσή του, καθὼς φανερώνει στὸν ἑαυτὸ του τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί ὅλος ὁ Πατέρας καὶ ὅλον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἦταν κατὰ τὴν οὐσία σὲ ὅλον τελείως τὸν Υἱὸν κατὰ τὴν σάρκωσή του, χωρὶς Αὐτοὶ νὰ σαρκωθοῦν, ἀλλὰ ὁ μὲν Πατέρας εὐδοκοῦσε, τὸ δὲ Πνεῦμα συνεργοῦσε μὲ τὸν Υἱὸν ποὺ δεχόταν ὁ ἴδιος τὴν σάρκωση, ἀφοῦ βέβαια ὁ Λόγος ἐξακολούθησε νὰ ἔχη Νοῦ καὶ Ζωή, μὴ χωρῶντας σὲ ἀπολύτως τίποτε ἄλλο κατὰ τὴν οὐσία του, παρὰ μόνο στὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα πραγματοποιῶντας τὴν ὑποστατική του ἕνωση μὲ τὴν σάρκα ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο.
- Υἱοθεσία παρέχει, χαρίζοντας τὴν ὑπὲρ φύση οὐράνια γέννηση καὶ συνθέωση μὲ τὴν χάρι τοῦ Πνεύματος. Αὐτὸ ποὺ φυλάγει κατὰ Θεὸν καὶ διατηρεῖ τὴν υἱοθεσία, εἶναι ἡ προαίρεση ἐκείνων ποὺ ἔλαβαν αὐτὴν τὴν γέννηση, ἡ προαίρεση ποὺ δέχεται μὲ εἰλικρινῆ διάθεση τὴν χάρι ποὺ δόθηκε καὶ ποὺ ὀμορφαίνει πιὸ πολὺ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τὸ κάλλος ποὺ δόθηκε κατὰ χάρι. Αὐτὴ μὲ τὴν ἀποβολὴ τῶν παθῶν οἰκειοποιεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεότητα, ὅσο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἑκούσια κένωσή του ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ δόξα του κατ’ οἰκονομίαν ἔγινε ἀληθινὰ ἄνθρωπος.
- Ἰσοτιμία: Ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους ἰσότιμους μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὄχι μόνον ἐπειδὴ μὲ τὸ αἷμα τοῦ Σταυροῦ του εἰρηνοποίησε τὰ ἐπίγεια καὶ τὰ ἐπουράνια (Κοριν. 1, 20) καὶ καταργῶντας τὶς ἐχθρικὲς δυνάμεις ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς ἔδειξε πὼς ὑπάρχει μία σύναξη τῶν ἐπιγείων καὶ τῶν οὐρανίων δυνάμεων γιὰ τὴν διανομὴ τῶν θείων δώρων, καθὼς ἡ ἀνθρώπινη φύση γεμάτη ἀγαλλίαση μὲ μία κοινὴ θέληση συμψάλλει μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κι ἐπειδή, μετὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς γιὰ χάρη μας οἰκονομίας, καθὼς ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς μαζὶ μὲ τὸ σῶμα ποὺ εἶχε προσλάβει, ἕνωσε μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ σύναψε τὰ αἰσθητὰ μὲ τὰ νοητὰ καὶ ἔδειξε μία κτιστὴ φύση, ποὺ, παρὰ τὶς ἀκρότητες τῶν μερῶν της, εἶναι ἑνωμένη μὲ τὸν ἑαυτόν της μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐπίγνωση τῆς πρώτης Αἰτίας. Ἔδειχνε, νομίζω, μὲ ὅσα κατὰ μυστικὸ τρόπο ἐπιτελοῦσε, ὅτι ὁ λόγος εἶναι ἡ ἕνωση τῶν διῃρημένων, ἐνῷ ἡ ἀλογία διαίρεση τῶν ἑνωμένων. Ἄς μάθωμε, ἑπομένως, νὰ ἐπιδιώκωμε τὴν λογοποίηση μὲ τὴν πρακτικὴ ἀρετή, γιὰ νὰ μὴ ἑνωθοῦμε μόνο μὲ τοὺς ἀγγέλους μέσῳ τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν Θεὸ μέσῳ τῆς γνώσεως, κατὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μας ἀπὸ τὰ ὄντα.
- Μετοχὴ στὴν αἰώνια ζωή: Μεταδίδει θεία ζωὴ κάνοντας τὸν Ἑαυτὸ του τροφή μας, ὅπως γνωρίζει Αὐτὸς καὶ ὅσα ἔλαβαν ἀπὸ Αὐτὸν αὐτὴν τὴν νοερὴ αἴσθηση, ὥστε μὲ τὴν γεύση αὐτῆς τῆς τροφῆς νὰ μάθουν ἀληθινὰ μὲ ἐπίγνωση, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἀγαθὸς (Ψαλμ. 33, 9) καὶ μεταδίδει θεία ποιότητα πρὸς θέωση σ’ ὅσους Τὸν τρῶνε, ἀφοῦ εἶναι ὁλοφάνερο καὶ εἶναι καὶ ὀνομάζεται ἄρτος ζωῆς καὶ δυνάμεως (Ἰωάν. 6, 33&35).
- Ἀποκαθιστᾶ τὴν φύση στὸν ἑαυτό της, ὄχι μόνο γιατί ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος κράτησε τὴν διάθεσή του ἀπαθῆ καὶ εἰρηνικὴ ἀπέναντι στὴν ἀνθρώπινη φύση, χωρὶς οὔτε ἀπέναντι τῶν σταυρωτῶν του νὰ σαλευθῆ στὸ ἐλάχιστο, ἀλλὰ ἀντίθετα μᾶλλον προτίμησε τὸν θάνατο γιὰ χάρη τους ἀντὶ τῆς ζωῆς, πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι τὸ πάθος ἦταν ἑκούσιο, γιατί ἐπικυρώνεται ἀπὸ τὴν φιλάνθρωπη διάθεση τοῦ πάσχοντος. Ἀλλὰ καὶ γιατί κατήργησε τὴν ἔχθρα καρφώνοντας πάνω στὸν Σταυρὸ τὸ χειρόγραφο τῆς ἁμαρτίας (Κολ. 2, 14), γιὰ τὸ ὁποῖο ἡ φύση εἶχε ἀδιάλλακτο πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ της, καὶ ἀφοῦ κάλεσε κι ἐκείνους ποὺ ἦταν μακριὰ καὶ ἐκείνους ποὺ ἦταν κοντά, δηλαδὴ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν τὸν νόμο καὶ τοὺς ἐθνικούς, γκρέμισε τὸν μεσότοιχο ποὺ τοὺς χώριζε, δηλαδὴ ἀποσαφήνισε τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου μὲ τὴν διδασκαλία του, καὶ ἔκτισε ἀπὸ τοὺς δύο ἕναν καινούριο ἄνθρωπο, φέρνοντας ειρήνη και συμφιλιώνοντάς μας μέσῳ τοῦ ἑαυτοῦ του μέ τον Πατέρα καὶ μεταξύ μας, ὥστε νὰ μὴν ἔχωμε πλέον προαίρεση ποὺ νὰ ἀντιστέκεται στὴν λογική μας φύση, ἀλλά, ὅπως στὴν φύση, ἔτσι καὶ στὴν προαίρεση νὰ εἴμαστε ἀμετάβλητοι.
- Κατάλυση τοῦ νόμου τῆς ἁμαρτίας (ἄφεση ἁμαρτιῶν). Καθαρίζει τὴν φύση ἀπὸ τὸν νόμο τῆς ἁμαρτίας, γιατί δὲν ἐπέτρεψε νὰ προηγηθῆ ἡδονὴ στὴν γέννησή του, ποὺ ἔγινε γιὰ χάρη μας. Γιατί ἡ σύλληψή του ἔγινε παραδόξως χωρὶς σπορά, καὶ ἡ γέννησή του, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν φύση, χωρὶς φθορὰ τῆς παρθενίας. Στερέωσε δηλαδὴ ὁ γεννηθεὶς Θεὸς στὴν μητέρα του, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν φύση, τὰ δεσμὰ τῆς Παρθενίας μὲ τὴν γέννησή του, καὶ ἐλευθέρωσε ὅλη τὴν φύση ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ νόμου ποὺ κυριαρχοῦσε πάνω της· αὐτὸ βέβαια ἰσχύει γιὰ ὅσους θέλουν νὰ μιμοῦνται μὲ τὴν νέκρωση τῶν γήϊνων μελῶν τους τὸν ἑκούσιο θάνατό του. Γιατί τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας εἶναι γιὰ κείνους ποὺ τὸ θέλουν, καὶ δὲν ἐπιβάλλεται τυραννικά.
- Καταργεῖ τὴν τυραννία τοῦ πονηροῦ ποὺ κυριάρχησε πάνω μας μὲ ἀπάτη, προβάλλοντας τὴν σάρκα ποὺ εἶχε νικηθῆ στὸν Ἀδὰμ σὰν ὅπλο ἐναντίον του καὶ νικῶντας τον. Ἔτσι ἔκανε τὴν σάρκα, ποὺ πρὶν εἶχε συλληφθῆ καὶ θανατωθῆ, νὰ συλλάβη αὐτὸν ποὺ τὴν εἶχε συλλάβει καὶ νὰ ἀφανίση μὲ τὸν φυσικὸ θάνατό της τὴν ζωή του· σ’ αὐτὸν μὲν ἔγινε δηλητήριο, γιὰ νὰ ἐμέση ὅλους ὅσους κατάπιε ἔχοντας ἐπικρατήσει μὲ τὴν δύναμη τοῦ θανάτου ποὺ διέθεσε (Ἡσ. 25, 8 & Ἑβρ. 2, 14), στὸ δὲ γένος τῶν ἀνθρώπων ἔγινε ζωή, ποὺ ὠθεῖ σὰν προζύμι πρὸς ἀνάσταση ζωῆς ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση, γιὰ χάρη τῆς ὁποίας κυρίως ὁ Λόγος ὄντας Θεὸς (Ἰωάν. 1, 1) ἔγινε ἄνθρωπος -πρᾶγμα καὶ ἄκουσμα ὄντως παράδοξο- καὶ καταδέχθηκε θεληματικὰ τὸν θάνατο τῆς σάρκας του.
Ὅλων αὐτῶν, ὅπως εἶπα, περιέχει αἴτηση ἡ Κυριακὴ Προσευχή. Γιατί ἀναφέρει τὸν Πατέρα καὶ τὸ ὄνομά του καὶ τὴν βασιλεία του. Καὶ πάλι παρουσιάζει τὸν προσευχόμενο ὅτι εἶναι κατὰ χάριν υἱὸς αὐτοῦ τοῦ Πατέρα. Ζητεῖ νὰ ἀποκτήσουν ἕνα θέλημα ὅσοι εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ στὴν γῆ. Προστάζει νὰ ζητοῦμε τὸν ἐπιούσιο ἄρτο. Νομοθετεῖ στοὺς ἀνθρώπους τὴν συμφιλίωση καί, μὲ τὴν παροχὴ καὶ αἴτηση συγχωρήσεως μεταξύ τους, συνδέει τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὸν ἑαυτό της, ὥστε νὰ μὴ χωρίζεται μὲ τὴν διαφορὰ γνώμης. Ἐπίσης διδάσκει νὰ προσευχώμαστε νὰ μὴ μποῦμε σὲ πειρασμό, ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι ὁ νόμος τῆς ἁμαρτίας. Καὶ μᾶς συμβουλεύει νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὸν πονηρό. Ἔπρεπε Αὐτός, ὁ δημιουργὸς καὶ δωρητὴς τῶν ἀγαθῶν, νὰ εἶναι δάσκαλος σὲ μαθητὲς ποὺ πιστεύουν σ’ Αὐτὸν καὶ μιμοῦνται τὴν κατὰ σάρκα ζωήν του, δίνοντάς τους ὡς ὑποθῆκες ζωῆς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα φανέρωσε σ’ αὐτοὺς τοὺς ἀπόκρυφους θησαυροὺς τῆς γνώσεως καὶ τῆς σοφίας ποὺ ὑπάρχουν κατ’ εἶδος σ’ Αὐτὸν (Κολ. 2, 3) διεγείροντας πρὸς τὴν ἀπόλαυσή τους τὴν ἐπιθυμία τῶν προσευχομένων. Γι’ αὐτό, νομίζω, ὠνόμασε προσευχὴ αὐτὴν τὴν διδασκαλία ὁ Λόγος, ἐπειδὴ περιέχει αἴτηση τῶν δώρων ποὺ δίνονται κατὰ χάριν ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους. Οἱ θεόπνευστοι Πατέρες μας ὥρισαν τὴν προσευχή, ὅτι εἶναι αἴτηση ἐκείνων, τὰ ὁποῖα ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως δωρίζει στοὺς ἀνθρώπους ὅπως ταιριάζει στὴν θεότητά του. Ὅπως καὶ εὐχὴ εἶπαν τὸ τάξιμο αὐτῶν ποὺ προσφέρουν στὸν Θεὸ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν λατρεύουν μὲ γνησιότητα. Τὸ λέει σὲ πολλὰ σημεῖα καὶ ἡ Γραφή: «Ἄν κάνετε εὐχὴ (τάξιμο), νὰ τὴν ἐκπληρώσετε στὸν Κύριο καὶ Θεὸ μας» (Ψαλ. 75, 12), καί: «Ὅσα σοῦ ὑποσχέθηκα μὲ εὐχή, Κύριε, θὰ σοῦ τὰ ἀποδώσω» (Ἰων. 2, 10). Καὶ πάλι, περὶ προσευχῆς λέει: «Καὶ προσευχήθηκε ἡ Ἄννα στὸν Κύριο λέγοντας· Κύριε, Κύριε, Θεὲ Σαβαώθ, εἰσάκουσε τὴν δούλη σου καὶ χάρισέ μου παιδί…» (Α΄ Βασ. 1, 11), καὶ «Προσευχήθηκε στὸν Κύριο ὁ Ἐζεκίας, ὁ βασιλιὰς Ἰούδα, καὶ ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ γυιὸς τοῦ Ἀμὼς» (Β΄ Παραλ. 32, 20), καί: «Ὅταν ἐσεῖς προσεύχεσθε νὰ λέτε: Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…» (Ματθ. 6, 9), ποὺ εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Μαθητές του. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ εὐχὴ εἶναι ὑπόσχεση τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ποὺ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν προαίρεση αὐτοῦ ποὺ ἔκανε τὴν εὐχή, ἐνῷ προσευχὴ εἶναι ἡ αἴτηση ἐκείνου ποὺ τήρησε τὶς ἐντολές, νὰ μεταβληθῆ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ τήρησε. Ἤ μᾶλλον, ἡ εὐχὴ εἶναι ἀγώνας ἀρετῆς, τὸν ὁποῖο πολὺ εὐάρεστα δέχεται ὁ Θεὸς ὅταν τοῦ προσφέρεται, ἐνῷ ἡ προσευχὴ εἶναι ἔπαθλο τῆς ἀρετῆς, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἀνταποδίδει μὲ πολλὴ χαρά.10
Ἡ Προσευχὴ αὐτή, ἐπειδὴ παραδόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀποτελεῖ, μὲ τὴν διάταξή της, τὸ περιεχόμενο καὶ τὸ πνεῦμα της, τὸ ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς γιὰ κάθε Χριστιανό. Γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ πολὺ συχνὴ ἡ ἐμφάνισή της στὴν λατρεία καὶ ἀπαραίτητη ἡ παρουσία της στὶς κατ’ ἰδίαν προσευχές. Ἡ μοναδικότητα τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς δὲν ὀφείλεται μόνο (οὔτε κυρίως) στὸ βιβλικό της κῦρος. Ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸν «χαρακτῆρα τῶν αἰτημάτων» ποὺ συγκεντρώνει. Αἰτήματα καινοφανῆ γιὰ τὸν ἱστορικὸ χρόνο ποὺ διατυπώθηκαν, τὰ ὁποῖα προδίδουν ἕναν ρηξικέλευθο (μεταμοντέρνο μὲ τὴν σύγχρονη ὁρολογία) τρόπο θέασης τόσο τοῦ κόσμου ὅσο καὶ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀσφαλῶς μέσῳ τῆς προσευχῆς αὐτῆς ἀπηχεῖται καὶ διαπλάθεται ἕνα ἠθικὸ μοντέλλο. Ὁ ἄνθρωπος, ὡστόσο, δὲν καλεῖται νὰ συσχηματισθῆ ἐκβιαστικὰ μὲ αὐτό, νὰ ὑπαχθῆ καὶ νὰ ὑποταχθῆ στοὺς κανόνες του. Ἡ ἠθικὴ πορεία τοῦ Ὀρθόδοξου Χριστιανοῦ εἶναι μᾶλλον ἀντίστροφη: ἡ προσευχὴ αὐτὴ συνιστᾶ ὁμολογία ἑνὸς προσωπικοῦ βιώματος ποὺ προέκυψε ὀργανικὰ ἀπὸ τὸ συλλογικὸ ἐκκλησιαστικὸ βίωμα, δηλαδὴ τὸ δόγμα. Γι’ αὐτὸ ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ ἀπετέλεσε ἤδη ἀπὸ τὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια μέρος τῆς λατρευτικῆς πράξης τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ τὸ δόγμα «ὑλοποιεῖται» στὰ πλαίσια τῆς Χριστιανικῆς τελετουργίας.11
«Στὴν λειτουργικὴ χρήση ἐπικράτησε ἀπὸ τοὺς ἀρχαϊκοὺς χρόνους (διδαχή, 8). Στὴν κατήχηση τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας γινόταν εἰδικὴ ἑρμηνεία τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς στοὺς κατηχουμένους καὶ κατὰ τὸ βάπτισμα τὴν ἀπήγγειλε ὁ νεοφώτιστος».12
«Εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὶς ἀκολουθίες τοῦ ἡμερονυκτίου ἀπαγγέλλεται 16 φορές, κατὰ δὲ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ 22 φορές. Εἶναι ἀκόμη τρόπον τινὰ καὶ μία σύνοψις τῆς Θείας Λειτουργίας».13
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέγει: Βλέποντας ὅτι ἡ ἱερὴ προσευχὴ ποὺ παρέδωσε ὁ Κύριός μας, τὸ «Πάτερ ἡμῶν» δηλαδή, περιέχει τόσα λόγια καὶ κατανυκτικὰ νοήματα κατάλληλα γι’ αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ μεταλάβουν, κρίναμε εὔλογο νὰ παραθέσουμε στὴν ἀρχὴ αὐτοῦ τοῦ βιβλίου τὴν ἑρμηνεία της. Ὁ στόχος μας ἦταν νὰ περιλαμβάνεται καὶ αὐτὴ σὰν προετοιμασία ἀνάμεσα στὶς ἄλλες, πάρα πολὺ κατάλληλη γιὰ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, γιὰ ποικίλους λόγους, κυρίως ὅμως γιὰ τρεῖς βασικὲς αἰτίες.
Πρῶτον, διότι μὲ αὐτὴν ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα νὰ τοὺς δώση τὸν Ἄρτο τὸν ἐπιούσιο, ὁ ὁποῖος εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου.
Δεύτερον, διότι μὲ αὐτὴ συγχωροῦν ὅλα τὰ ὀφειλήματα καὶ τὰ σφάλματα τοῦ ἀδελφοῦ τους, ἀπομακρύνοντας ἀπὸ τὴν καρδιὰ τους κάθε μνησικακία. Αὐτὸ εἶναι μία προετοιμασία γιὰ τὴν μετάληψη, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος λέγει: «Ἐὰν λοιπὸν προσφέρης τὸ δῶρο σου εἰς τὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου ἐξ αἰτίας τῆς ἀδίκου καὶ ἀπρεποῦς συμπεριφορᾶς σου, ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρο σου ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριο καὶ πήγαινε πρῶτον συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ ἔπειτα ἔλα νὰ προσφέρης τὸ δῶρο σου εἰς τὸν Θεὸν» (Ματθ. 5, 23-24).
Τρίτη καὶ τελευταία αἰτία εἶναι τὸ ὅτι ἡ συγκεκριμένη προσευχὴ ἁρμόζει σ’ αὐτοὺς ποὺ πρόκειται νὰ κοινωνήσουν, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὴν τυπικὴ διάταξη τῆς Λειτουργίας συνηθίζεται νὰ λέγεται μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν κατηχουμένων, ὅταν μένουν μόνο οἱ πιστοί, καὶ μετὰ τὴν μετουσίωση (μεταβολὴ) τῶν Τιμίων Δώρων, πρὶν ἡ Ἐκκλησία βροντοφωνάξη «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» προσκαλῶντας τοὺς προετοιμασμένους πιστοὺς νὰ μεταλάβουν. Δηλαδή, «ἑτοιμασθῆτε καὶ πλησιάστε, ἀδελφοί, γιὰ νὰ λάβετε τὸν ἐπιούσιο ἄρτο, τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του, ποὺ θέλει νὰ σᾶς δώση σήμερα ὁ οὐράνιος Πατέρας».14
Καὶ ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς συμπληρώνει λέγοντας ὅτι: Αὐτὸς εἶναι ὁ σύντομος τύπος προσευχῆς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κριτὴς μᾶς ἔδωσε γιὰ νὰ ἑλκύσουμε τὸ ἔλεός του. Δὲν τοῦ ζητᾶμε πλούτη καὶ τιμές. Δὲν τὸν παρακαλοῦμε νὰ μᾶς δώση δύναμη καὶ ἐξουσία. Δὲν τοῦ κάνουμε καμμία νύξη γιὰ τὴν ὑγεία ἢ γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς προσκαίρου ζωῆς. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος δημιούργησε τὴν αἰωνιότητα, δὲν θέλει νὰ τὸν ἐπικαλούμαστε γιὰ τίποτα τὸ φθαρτὸ καὶ φαῦλο ἢ γιὰ κάτι πρόσκαιρο. Θὰ ἦταν σοβαρὴ βλασφημία πρὸς τὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία του τὸ νὰ ἀφήναμε αὐτὲς τὶς ἱκεσίες, ὅπου ὅλα μιλοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα, καὶ νὰ ἀρχίζαμε νὰ Τοῦ ζητᾶμε κάτι προσωρινὸ καὶ φθαρτό. Μία τέτοια χυδαιότητα τῆς ψυχῆς μέσα στὴν προσευχή θὰ ἀπωθοῦσε μᾶλλον παρὰ θὰ ἕλκυε τὴν Χάρι του.
Φαίνεται καθαρὰ ὅτι αὐτὴ ἡ προσευχή, τὸ «Πάτερ ἡμῶν», περικλείει μέσα της τὸ πλήρωμα τῆς τελειότητος. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ταυτόχρονα καὶ τὸ ὑπόδειγμα ἀλλὰ καὶ τὸν τύπο τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖνος ἀνυψώνει ὅσους ἀπευθύνονται σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν προσευχὴ σὲ πολὺ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα. Τοὺς ὁδηγεῖ, δηλαδή, σ’ αὐτὴν τὴν πύρινη προσευχή, τὴν ὁποία ἐλάχιστοι γνωρίζουν ἀπὸ προσωπικὴ ἐμπειρία καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφῆ μὲ λόγια. Αὐτὴ ξεπερνάει κάθε ἀνθρώπινο συναίσθημα. Ὅταν λειτουργῆται αὐτὴ ἡ προσευχή, τότε οὔτε ἦχοι ἀκούγονται, οὔτε καμμία κίνηση τῆς γλώσσας γίνεται, οὔτε ἀρθρώνεται κανένας λόγος. Ἡ ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ ἐξαίσιο φῶς, δὲν χρησιμοποιεῖ πιὰ τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα, ἡ ὁποία εἶναι τελείως ἀνίκανη νὰ ἐκφράση ἐκεῖνο ποὺ ζεῖ ἐκείνη τὴν στιγμή. Ἀλλὰ μέσα της ἀνεβαίνουν σὰν κῦμα καὶ τὴν γεμίζουν ὅλες μαζὶ οἱ ἱερὲς καταστάσεις ἀγάπης καὶ στοργῆς. Εἶναι σὰν μία πλούσια πηγή, ἀπ’ ὅπου ἡ προσευχὴ ἀναβλύζει ἀνεμπόδιστα καὶ ἐκχύνεται πρὸς τὸν Θεὸ μ’ ἕναν τρόπο ἀπερίγραπτο. Λέει κανεὶς τόσα πολλὰ πράγματα σ’ αὐτὴν τὴν τόσο σύντομη στιγμή, ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε ὄχι μόνο νὰ ἐκφράση μὲ λόγια, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ τὰ θυμηθῆ, ὅταν ἐπιστρέψη μετὰ στὸν ἑαυτό του.
Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε μὲ τὴν δική του προσευχὴ τὴν μορφὴ αὐτῆς τῆς κατάστασης, τότε ποὺ ἀπεσύρθηκε στὴν ἡσυχία τοῦ Ὄρους (Λουκ. 5, 16 ) καὶ ὅταν ἀργότερα, μέσα στὴν σιωπηλὴ προσευχὴ τῆς ἀγωνίας του, «ὁ ἱδρώτας του γινόταν σὰν σταγόνες αἵματος καὶ ἔσταζε στὴν γῆ» (Λουκ. 22, 24). Μᾶς χάρισε ἔτσι ἕνα τόσο ζωντανὸ παράδειγμα διάπυρης ἔντασης τῆς προσευχῆς, ποὺ ὅμοιό του δὲν ὑπάρχει.15
Ὁ Κύριός μᾶς δίδαξε τὴν προσευχὴ ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τὴν ζωή, ποὺ Ἐκεῖνος ἔζησε, καὶ μᾶς δίδαξε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὅπως μᾶς εἶπε ἄλλη φορά: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Ὅπως ἡ σχέση τοῦ κλήματος καὶ τῆς ἀμπέλου εἶναι μία σχέση ὀργανικὴ καὶ ἀθόρυβα προχωρᾶ ὁ χυμὸς τῆς ἀμπέλου πρὸς τὰ κλήματα, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ὅλη τὴν ὕπαρξή του, ὁπότε μέσα στὴν προσευχὴ αὐτὴν – ἄν τὴν κάνουμε συνειδητὰ καὶ ἄν τὴν ζοῦμε – νομίζω ὅτι ζοῦμε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.16
Γι’ αὐτὸ ὁ Ἀλεξάντερ Σμέμαν τονίζει: Δὲν ὑπάρχει καλύτερο μονοπάτι ποὺ νὰ ὁδηγῆ στὴν καρδιὰ τῆς Χριστιανοσύνης ἀπὸ αὐτὴν τὴν σύντομη καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως ἁπλῆ προσευχή. Ἐν τούτοις φαίνεται ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ δὲν εἶναι τόσο ἁπλῆ. Τὸ νόημά της εἶναι ἀνεξάντλητο. Εἶναι ἀδύνατο νὰ δώση κανεὶς σ’ αὐτὴν τὴν προσευχὴ τὴν τελικὴ καὶ πλήρη ἐξήγηση.17
Ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὰ Εὐαγγέλια, ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ πάντοτε ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς κάθε φορά ἐκ νέου καὶ μὲ τρόπο ποὺ φαίνεται νὰ ἔχη συντεθῆ εἰδικὰ γιὰ μένα, γιὰ τὶς ἀνάγκες μου, γιὰ τὰ ἐρωτήματά μου, γιὰ τὴν προσκυνηματική μου πορεία. Ταυτόχρονα πάλι, παραμένει αἰώνια καὶ ἀπαράλλακτη στὴν οὐσία της καὶ πάντοτε μᾶς καλεῖ σὲ αὐτὸ τὸ σημαντικό, τὸ ὕστατο, τὸ ὑψηλότερο.
Γιὰ νὰ ἀκούσουμε πραγματικὰ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ καὶ γιὰ νὰ συμμετάσχουμε σ’ αὐτήν, εἶναι πρῶτα ἀπαραίτητο νὰ ἀπελευθερώσουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ σύγχυση, τὴν διάσπαση τῆς προσευχῆς μας, τὴν πνευματικὴ ἀκαταστασία μὲ τὴν ὁποία διαρκῶς ζοῦμε. Ἴσως, τὸ φοβερώτερο ἰδίωμά μας νὰ εἶναι ὅτι συστηματικὰ ἀποφεύγουμε καθετὶ ποὺ φαντάζει πολὺ ὑψηλὸ καὶ πλῆρες πνευματικοῦ νοήματος. Φαίνεται σὰν νὰ ἐπιλέγουμε ὑποσυνείδητα νὰ εἴμαστε μικροπρεπεῖς καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ ἀσημαντότητες, ἐπιλογὴ μὲ τὴν ὁποία ζεῖ κανεὶς εὐκολώτερα.
Πίσω ἀπὸ κάθε λέξη, πίσω ἀπὸ κάθε αἴτημα, βρίσκεται ἕνας κόσμος ἀπὸ πνευματικὲς συνδέσεις, ποὺ συνήθως διαφεύγουν τῆς προσοχῆς μας, ποὺ ἔχουν ἐξαφανισθῆ στὴν δίνη τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκοπιά, ἡ προσευχὴ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ προσευχή· εἶναι μία ἐπιφάνεια καὶ ἀποκάλυψη ἐκείνου τοῦ πνευματικοῦ κόσμου γιὰ τὸν ὁποῖον εἴμαστε πλασμένοι, ἐκείνη ἡ ἱεραρχία τῶν ἀξιῶν ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τακτοποιοῦμε καθετὶ στὴν θέση του μέσα στὴν ζωή μας. Τὸ κάθε αἴτημα ἀνοίγει ἕνα ὁλόκληρο πεδίο προσωπικῆς συνείδησης, μία ὁλόκληρη ἀποκάλυψη γιὰ τὸν ἑαυτὸ μας.18
Ὅλοι οἱ δοῦλοι τοῦ Κυρίου στέκονται ἀπορημένοι καὶ ἀμήχανοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο της Κυριακῆς Προσευχῆς. Ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ξεχύνονται ἀφειδώλευτα δῶρα. Ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ δίκαιος ἄνθρωπος ἀναγνωρίζει πὼς εἶναι ἀνάξιος γιὰ αὐτὰ τὰ θεῖα δῶρα καὶ πὼς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ζητήση. Πιὸ πολὺ ἀπορημένος εἶναι ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ πιστεύει πὼς δὲν ἀξίζει παρὰ μόνο τιμωρίες.
Ἡ ἀπορία ὅλων, ὅμως, θὰ λυθῆ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς προσευχῆς, ποὺ γεννᾶ τὴν μία ἀπορία μετὰ τὴν ἄλλη. Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ δωρίστηκε στοὺς ἀνθρώπους πρὶν συντελεστῆ πλήρως ἡ λύτρωσή τους. Ὀνομάστηκαν υἱοὶ καὶ κλήθηκαν στὴν κτήση τῶν δικαιωμάτων τῶν υἱῶν πρὶν ἀπὸ τὴν υἱοθεσία, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀναγέννησή τους μὲ τὸ Βάπτισμα, πρὶν ἀπὸ τὴν μετοχή τους στὸ Θεῖο Δεῖπνο, πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνακαίνισή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ δωρίστηκε στοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅπου ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὅλα εἶναι δυνατὰ καὶ ὅλα εἶναι ἀκατάληπτα.19
Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ εἶναι ἕνα νοητὸ καράβι. Τὸ σκάφος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανικοῦ βίου. Ἡ πλώρη αὐτοῦ τοῦ καραβιοῦ εἶναι οἱ δύο πρῶτες λέξεις: «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔμαθε νὰ λέμε καὶ νὰ νοιώθουμε Πατέρα μας τὸν Θεό. Ἡ πλώρη τοῦ βίου μας εἶναι στραμμένη πάντα πρὸς τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας.
Ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ εἶναι ἕνα νοητὸ καράβι. Τὸ σκάφος τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανικοῦ βίου. Ἡ πλώρη αὐτοῦ τοῦ καραβιοῦ εἶναι οἱ δύο πρῶτες λέξεις: «Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Χριστὸς μᾶς ἔμαθε νὰ λέμε καὶ νὰ νοιώθουμε Πατέρα μας τὸν Θεό. Ἡ πλώρη τοῦ βίου μας εἶναι στραμμένη πάντα πρὸς τὰ ἐκεῖ, πρὸς τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας.
Στὸ πλάϊ τῆς πλώρης, κρέμεται ἕτοιμη ἡ ἄγκυρα τῆς ἐλπίδας, ἡ φράσις: «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Δὲν ἔχουμε ἐδῶ κάτω «μένουσαν πόλιν». Τὸ μακάριο ἀραξοβόλι βρίσκεται πέρα ἀπὸ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ὅπου, καθὼς λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη, θὰ κατοικήσουν τὰ ἔθνη τῶν σωσμένων καὶ ποὺ τὸ δάπεδό της εἶναι ἀπὸ μάλαμα διάφανο. Σ’ αὐτὸ τὸ λιμάνι, ποὺ ἔχει νερὰ ἀπὸ φῶς τῆς θείας δόξας, θὰ ἀγκυροβολήσουμε.
«Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου, ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου, γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Νὰ καὶ τὰ τρία μεγάλα πανιά, ποὺ σπρώχνουν τὸ σκάφος τοῦ χριστιανικοῦ βίου. Τὰ κολπώνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ποὺ φυσᾶ δυνατὰ καὶ βίαια κι ἐμπνέει τοὺς τρεῖς αὐτοὺς πόθους: νὰ δοξασθῆ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἁγιασθῆ στὰ χείλη καὶ τὶς καρδιὲς μας. Νὰ ἔλθη ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ νὰ ἐγκατασταθῆ κι ἐδῶ κάτω τὸ καθεστὼς τοῦ Παραδείσου, ὅπου ἕνας νόμος ὑπάρχει καὶ μία ἀγαλλίασις, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἰδοὺ τώρα καὶ τὸ σκαρὶ τοῦ πλοίου: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον». Δηλαδὴ ὁ βίος τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι ὀλιγαρκὴς σὲ ὑλικὰ ἀγαθά. Μοιάζει μ’ ἕνα σκάφος πανάλαφρο κι ἀμέριμνο.
Ἀλλὰ ὅσο ἐλαφρὸ κι ἄν εἶναι τὸ σκάφος αὐτό, θὰ βυθιζόταν κάτω ἀπὸ τὸ φοβερὸ φορτίο τῆς ἁμαρτίας, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ σηκώνει, ἀκούοντας τὴν θερμὴ, παρὰ κάτω, αἴτηση: «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ζητῶντας ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς συγχωρήση καὶ συγχωρῶντας πρῶτα οἱ ἴδιοι τοὺς ἐχθρούς μας, ἀδειάζουμε ἔτσι μὲ τὴν μετάνοια καὶ μὲ τὴν ἀγάπη τὸ πλοῖο τοῦ βίου μας ἀπὸ τὸ θανάσιμο αὐτὸ βάρος.
Χρειάζεται ὅμως καὶ κάτι ἄλλο, τὸ καὶ σπουδαιότερο: ἡ ἐγκατάλειψις στὸν Θεό, γιατί αὐτὸς μονάχα μπορεῖ νὰ κυβερνήση ἕνα τέτοιο πλοῖο. Αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχη στὰ χέρια του τὸ δοιάκι, γιατί ἀλλιῶς, ἄν ὁ Χριστιανὸς βασισθῆ στὸν ἑαυτό του, εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὶς ξέρες, ποὺ ἔσπειρε ὁ Διάβολος, καὶ θὰ τσακιστῆ πάνω σ’ αὐτές. Αὐτὴν τὴν σημασία ἔχουν τὰ λόγια: «Καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ».
Τὰ παλιὰ καράβια εἶχαν στὴν πρύμνη τους ἐντυπωσιακὰ στολίδια. Ἔτσι ὡριοπλούμιστη εἶναι κι ἡ πρύμνη τοῦ νοητοῦ αὐτοῦ πλοίου, καμωμένη μὲ τὴν δοξολογία μὲ τὴν ὁποία τελειώνει ἡ Κυριακὴ Προσευχὴ καὶ καταλήγει ἡ χριστιανικὴ ζωή: «Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα».20
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»
Οἱ πρῶτες λέξεις εἶναι τὸ προοίμιο τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς καὶ ἀποτελοῦν τὴν προσφώνηση τοῦ προσευχομένου πιστοῦ πρὸς αὐτὸν ποὺ ἀπευθύνεται, ποὺ εἶναι ἡ ἔναρξη τῆς συνομιλίας τοῦ ἐπὶ γῆς εὑρισκομένου μὲ τὸν ἐξ οὐρανῶν πλάστην, τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, τοῦ τέκνου πρὸς τὸν Πατέρα.1
«Εἶναι δῶρο τοῦ Κυρίου, δῶρο ἀνεκτίμητης ἀξίας, δῶρο λυτρωτῆ στοὺς λυτρωμένους, τοῦ Σωτήρα στοὺς σωσμένους».2
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώση φτερὰ περιστεριοῦ; (ψαλ. 54, 7) λέει σὲ ἕναν ψαλμὸ ὁ Δαυΐδ. Θὰ τολμήσω, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, νὰ πῶ καὶ ἐγὼ τὸν ἴδιο λόγο: Ποιὸς θὰ μοῦ δώση ἐκεῖνα τὰ φτερά, γιὰ νὰ πετάξω μὲ τὸν νοῦ μου στὸ ὕψος τῶν μεγαλεπήβολων λόγων, ὥστε νὰ ἐγκαταλείψω ὁλόκληρη τὴν γῆ, νὰ διασχίσω ὅλο τὸν ἐνδιάμεσα ἁπλωμένο ἀέρα, νὰ ἐννοήσω τὴν ὀμορφιὰ τοῦ αἰθέρα, νὰ φθάσω στ’ ἄστρα καὶ νὰ ἀντικρύσω ὅλη τὴν τάξη ποὺ ἐπικρατεῖ σ’ αὐτά, νὰ μὴ σταθῶ ὅμως οὔτε σ’ αὐτά, ἀλλὰ νὰ περάσω κι’ ἀνάμεσά τους καὶ νὰ βγῶ ἔξω ἀπὸ ὅλα ὅσα κινοῦνται καὶ μεταβάλλονται καὶ νὰ βρεθῶ στὴν ἀκίνητη φύση, τὴν ἀμετακίνητη δύναμη, τὴν ἐγκατεστημένη ἀπὸ τὸν ἑαυτόν της, αὐτὴ ποὺ κυβερνᾶ τὰ πάντα ὅπως θέλει, ὅσα βρίσκονται μέσα στὸ εἶναι καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἄφραστο θέλημα τῆς θείας σοφίας, ὥστε, φεύγοντας νοερὰ μακριὰ ἀπὸ ὅσα ἀλλοιώνονται καὶ μεταβάλλονται, μὲ ἀμετάβλητη καὶ σταθερὴ ψυχικὴ κατάσταση νὰ οἰκειωθῶ μὲ τὴν θέλησή μου πρωτύτερα τὸν ἀμετάβλητο καὶ ἀναλλοίωτο, κι ἔτσι ἔπειτα νὰ τὸν ἐπικαλεστῶ μὲ τὸ πολὺ οἰκεῖο ὄνομα καὶ νὰ τοῦ πῶ «Πατέρα». Τί λογῆς ψυχὴ χρειάζεται αὐτὸς ποὺ μιλάει! Πόση παρρησία! Πόση συναίσθηση, ὥστε, ἀφοῦ ἐννοήση, ὅσο γίνεται, τὸν Θεὸ ἀπὸ τὶς ὀνομασίες ποὺ ἐπινοοῦνται γι’ αὐτόν, ὁδηγούμενος στὴν συνειδητοποίηση τῆς ἄφραστης δόξας του καὶ μαθαίνοντας ὅτι ἡ θεία φύση, ὅ,τι κι ἄν εἶναι καθ’ ἑαυτή, εἶναι ἀγαθότης, ἁγιασμός, ἀγαλλίαση, δύναμη, δόξα, καθαρότητα, ἀϊδιότητα, πάντοτε ἡ ἴδια σ’ ὅλα αὐτὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια νοοῦμε γιὰ τὴν θεία φύση, καί, ἀφοῦ κατανοήση αὐτὰ μέσῳ τῆς ἁγίας Γραφῆς κι ἀπὸ τοὺς δικούς του συλλογισμούς, νὰ τολμήση ἔπειτα νὰ βγάλη τὴν φωνὴ αὐτὴν καὶ νὰ τὸν ὀνομάση αὐτὸν Πατέρα του; Εἶναι φανερὸ πὼς, ἄν ἔχη κάποιο μυαλό, δὲν θὰ τολμήση νὰ ἀπευθύνη στὸν Θεὸ αὐτὸ τὸ ὄνομα καὶ νὰ πῆ «Πάτερ», ἄν δὲν βλέπη τὰ ἴδια καὶ στὸν ἑαυτό του. Γιατί πατέρας τῆς πονηρῆς πράξης δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ γίνη αὐτὸς ποὺ εἶναι στὴν οὐσία του ἀγαθός, οὔτε ὁ ἅγιος ἐκείνου ποὺ ἔχει βεβηλώσει τὴν ζωή του· οὔτε ὁ ἀναλλοίωτος ἐκείνου ποὺ μεταβάλλεται· οὔτε ἐκείνου ποὺ κυριεύθηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ὁ Πατέρας τῆς ζωῆς· οὔτε ὁ καθαρὸς καὶ ἄσπιλος ἐκείνων ποὺ ἀσχημονοῦν μέσα στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας· οὔτε τοῦ πλεονέκτη ὁ εὐεργέτης οὔτε ὅποιων γενικὰ βρίσκονται σ’ ἕνα κακὸ ἐκεῖνος ποὺ τὸν σκεπτόμαστε μέσα σὲ κάθε ἀγαθό.
Πράγματι, ἄν κάποιος, βλέποντας τὸν ἑαυτό του ὅτι ἔχει ἀκόμη ἀνάγκη ἀπὸ καθαρμὸ κι ἔχει συναίσθηση ὅτι ἡ συνείδησή του εἶναι ἁμαρτωλή, γεμάτη κηλῖδες καὶ πονηρὰ ἐγκαύματα, εἰσέρχεται αὐτός, πρὶν καθαριστῆ ἀπὸ τέτοια καὶ τόσα κακά, στὴν συγγένεια τοῦ Θεοῦ καὶ λέει αὐτὸς ὁ ἄδικος «Πατέρα» τὸν δίκαιο, ὁ ἀκάθαρτος τὸν καθαρό, τὰ λόγια εἶναι πέρα πέρα ὕβρη καὶ χλευασμός, ἄν ὀνομάζη τὸν Θεὸ πατέρα τῆς ἴδιας του τῆς κακίας. Γιατί ἡ λέξη Πατέρας σημαίνει τὴν αἰτία ἐκείνου ποὺ ἔλαβε τὴν ὕπαρξη ἀπὸ αὐτόν. Ὅποιος λοιπὸν ἔχει ἔνοχη συνείδηση, ἄν λέη Πατέρα του τὸν Θεό, δὲν κάνει τίποτα ἄλλο παρὰ τὸν κατηγορῆ ὅτι εἶναι τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν ἀρχηγὸς καὶ αἴτιος. Ὅμως «δὲν ἔχει καμμία σχέση τὸ φῶς μὲ τὸ σκότος» (Ματθ. 7, 18) λέει ὁ Ἀπόστολος, ἀλλὰ τὸ φῶς προσοικειώνεται στὸ φῶς καὶ τὸ δίκαιο στὸ δίκιο καὶ τὸ καλὸ στὸ καλό, τὸ ἄφθαρτο στὸ ἄφθαρτο, ἐνῷ τὰ ἀντίθετα συγγενεύουν μὲ τὰ συγγενῆ τους. Γιατί «δὲν μπορεῖ τὸ χρήσιμο δένδρο νὰ παράγη ἄχρηστους καρποὺς» (Ἰωάν. 6, 44). Ἄν λοιπὸν κάποιος ποὺ ἔχει σκληρὴ καρδιά, ὅπως λέει ἡ Γραφή, κι ἐπιζητεῖ τὸ ψέμα, ἔχη τὸ θράσος νὰ πῆ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, ἄς ξέρη ὅτι δὲν καλεῖ πατέρα του τὸν ἐπουράνιο, ἀλλὰ τὸν καταχθόνιο, ποὺ καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας γίνεται τοῦ ψεύδους ποὺ ὑπάρχει στὸν καθένα, ἐκεῖνος εἶναι ἁμαρτία καὶ πατέρας τῆς ἁμαρτίας (Ἰωάν. 6, 44). Γι’ αὐτὸ ὅσους ἔχουν ἐμπαθῆ ψυχὴ ὁ Ἀπόστολος τοὺς ἀποκαλεῖ «τέκνα ὀργῆς» (Ἐφεσ. 11, 3)· κι ὅποιος ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ζωὴ ὀνομάζεται «υἱὸς ἀπωλείας» (Ἰωάν. 17, 12). Καὶ ἀντίθετα ἐπίσης ὅποιοι ἔχουν λαμπρὴ συνείδηση, ὀνομάζονται « υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας» (Ἐφεσ. 5, 8) καὶ ἄλλοι «υἱοὶ δυνάμεως» ὅσοι τόνωσαν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν θείαν ἰσχύν.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Κύριος μᾶς διδάσκη νὰ λέμε τὸν Θεὸ «Πατέρα», ἔχω τὴν γνώμη ὅτι δὲν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ νομοθετῆ τὸν ὑψηλὸ καὶ ἀνώτερο βίο. Δὲν μᾶς διδάσκει βέβαια ἡ ἀλήθεια νὰ λέμε ψέματα, ὥστε νὰ λέμε αὐτὸ ποὺ δὲν εἴμαστε καὶ νὰ ὀνομάζωμε τὸν ἑαυτὸ μας ὅ,τι δὲν εἴμαστε ἀπὸ τὴν φύση μας. Ἀλλὰ ὅταν λέμε Πατέρα μας τὸν ἄφθαρτο καὶ δίκαιο καὶ ἀγαθό, νὰ ἐπαληθεύωμε τὴν συγγένειά μας μὲ τὸν βίο μας. Βλέπεις πόση προετοιμασία ἔχομε ἀνάγκη, τὶ εἴδους ζωή, πόση καὶ ποιὰ προθυμία θέλει, ὥστε, ἀφοῦ ὑψωθῆ ἡ συνείδησή μας σὲ τέτοιο βαθμὸ παρρησίας, νὰ τολμήση νὰ πῆ τὸν Θεὸ «Πατέρα». Ἄν ὅμως κυνηγᾶς τὰ χρήματα, ἄν εἶσαι βουτηγμένος στὴν βιοτικὴ ἀπάτη ἢ ἐπιζητῆς τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἄν εἶσαι σκλάβος στὶς ἐμπαθέστερες ἐπιθυμίες καὶ πάρης στὸ στόμα σου αὐτὸν τὸν λόγο τῆς προσευχῆς, τί νομίζεις ὅτι θὰ πῆ αὐτὸς ποὺ βλέπει τὴν ζωή σου καὶ γνωρίζει τὴν προσευχή; Ἐγὼ νομίζω πὼς ἀκούω κάτι τέτοιους λόγους, σὰν νὰ λέη ὁ Θεὸς σ’ αὐτόν. Ἀποκαλεῖς «Πατέρα» ἐσὺ μὲ τὴν διεφθαρμένη ζωὴ τὸν Πατέρα τῆς ἀφθαρσίας; Γιατί μολύνεις μὲ τὴν ρυπαρὴ φωνή σου τὸ ἄχραντο ὄνομα; Γιατί ἀποδίδεις ψευδῶς τὴν λέξη; Γιατί περιβάλλεις μὲ ὕβρεις τὴν ἀμόλυντη φύση; Ἄν ἤσουν δικό μου παιδί, τὰ δικά μου ἀγαθὰ ἔπρεπε νὰ χαρακτήριζαν καὶ τὴν δική σου ζωή. Δὲν ἀναγνωρίζω σ’ ἐσένα τὴν εἰκόνα τῆς φύσης μου. Τὰ γνωρίσματά μας προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα στὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι; Ποιὰ συγγένεια ἀνάμεσα στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο; … Ἄλλος εἶναι ὁ πατέρας τῶν κακιῶν σου· γιατί τὰ δικά μου γεννήματα τὰ στολίζουν τ’ ἀγαθὰ τοῦ Πατέρα μου· παιδὶ τοῦ εὔσπλαγχνου εἶναι ὁ εὔσπλαγχνος καὶ τοῦ καθαροῦ ὁ καθαρός· ἡ φθορὰ εἶναι ξένη ἀπὸ τὸν ἄφθαρτο, καὶ γενικά, ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ προέρχεται ὁ ἀγαθὸς καὶ ἐκ τοῦ δικαίου ὁ δίκαιος. Ἐσεῖς ὅμως δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ κατάγεσθε. Ἑπομένως εἶναι ἐπικίνδυνο, πρὶν καθαρίσης καλὰ τὴν ζωή σου, νὰ τολμήσης νὰ κάνης αὐτὴν τὴν προσευχή, νὰ ὀνομάσης τὸν Θεὸ «Πατέρα σου»3.
Ὅταν σηκώνω τὰ μάτια μου πρὸς τὸν θρόνο σου, ἀναφωνεῖ πλημμυρισμένος ἀπὸ ποιητικὴ διάθεση ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Βελιμίροβιτς, σοῦ ψιθυρίζω: «Πάτερ ἡμῶν».
Ὑπῆρχε μία ἐποχή, μία μακρὰ καὶ φοβερὴ ἐποχή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος σὲ φώναζε Κύριο, Δημιουργό, Δεσπότη! Μάλιστα. Τότε ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἔνοιωθε πὼς εἶναι ἁπλὰ ἕνα ἀντικείμενο ἀνάμεσα στὰ ἄλλα. Τώρα ὅμως, μὲ τὴν χάρι τοῦ Μονογενοῦς σου Υἱοῦ μάθαμε τὸ πραγματικό σου ὄνομα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ τολμῶ, μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, νὰ σὲ ὀνομάσω «Πατέρα».
Ἄν σὲ ὁμολογήσω «Κύριο» ὑποκλίνομαι μπροστά σου ἔντρομος, σὰν ἕνας ἀπὸ μία ἀμέτρητη στρατιὰ σκλάβων.
Ἄν σὲ καλέσω «Δημιουργὸ» χωρίζομαι ἀπὸ Σένα, ὅπως ἡ νύκτα χωρίζεται ἀπὸ τὴν μέρα, καὶ τὸ φύλλο ἀπὸ τὸ δένδρο.
Ἄν Σὲ κοιτάξω καὶ σὲ ὀνομάσω «Δέσποτα» θὰ εἶμαι σὰν μία πέτρα ἀνάμεσα σὲ πέτρες, σὰν μία καμήλα ἀνάμεσα σὲ καμῆλες.
Ἄν ὅμως ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ ψιθυρίσω «Πατέρα», ἡ ἀγάπη παίρνει τὸ μέρος τοῦ φόβου, ἡ γῆ μοιάζει ν’ ἀνεβαίνη καὶ νὰ ἐγγίζη τὸν οὐρανό. Κι ἐγὼ περπατῶ μαζί σου, Σὲ νοιώθω σὰν σύντροφο στὶς ὀμορφιὲς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ μοιράζομαι τὴν δόξα σου, τὴν δύναμή σου.4
Ποιὸς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἀνθρώπους ποὺ συνέταξαν προσευχές, ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, θὰ ἐπέτρεπε στὸν ἑαυτό του καὶ στοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ἁμαρτωλούς, τοὺς πεσμένους, τοὺς αἰχμαλώτους τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ αἰωνίου θανάτου, νὰ ἀποκαλέσουν τὸν Θεὸ «Πατέρα»; Προφανῶς κανείς! Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ τὸ ἐπιτρέψη. Καὶ τὸ ἐπέτρεψε. Πῶς; Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ γίνη ἄνθρωπος, ἔκανε τοὺς ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδελφοὺς δικούς του. Ὁ ἴδιος ἀπευθύνεται δικαιωματικὰ στὸν ὁμοούσιό του Θεὸ – Πατέρα λέγοντάς του: «Πάτερ ἡμῶν». Χαρίζει, λοιπόν, καὶ σὲ ἐμᾶς τὸ εὐεργετικὸ δικαίωμα νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα καὶ νὰ ἀρχίζουμε τὴν προσευχὴ μας σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν θαυμαστή, τὴν ὑπέροχη ἐπίκληση, ποὺ κανένας ἄνθρωπος δὲν θὰ ἀποτολμοῦσε νὰ τὴν βάλη μὲ τὸν νοῦ του: «Πάτερ ἡμῶν».5
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως νὰ ἀρχίσουν οἱ προσευχόμενοι ἀπὸ τὴν θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει τὸ μυστήριο τοῦ τρόπου ποὺ ὑπάρχει ἡ αἰτία ποὺ δημιούργησε τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθωμε εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς νὰ σεβώμαστε τὴν ἐν μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὸν ἐπικαλούμαστε καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ματθαῖος βασιλεία, ἀλλοῦ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς τὸ ὀνομάζει Πνεῦμα Ἅγιον, λέγοντας: «Ἄς ἔλθη τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καὶ ἄς καθαρίση*» (*Ἔτσι ἔχουν τὸ χωρίο Λουκᾶ 11,2 ὁρισμένα χειρόγραφα τῆς Κ. Διαθήκης (βλ. στὴν κριτικὴ ἔκδοση τῆς Κ. Διαθήκης ὑπὸ Nestle-Aland, 26η ἔκδοση, σελ. 195).
Γιατί ὁ Πατέρας δὲν ἀπόκτησε ἐκ τῶν ὑστέρων τὸ ὄνομα, οὔτε ὡς ἀξίωμα ποὺ ἔλαβε ἐκ τῶν ὑστέρων νοοῦμε τὴν βασιλεία· δὲν ἔχει ἀρχὴ τὸ εἶναι του, γιὰ νὰ ἀρχίση νὰ εἶναι Πατέρας καὶ Βασιλεύς, ἄρα πάντοτε καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συνυπάρχουν κατὰ τὴν οὐσία ὡς ὑποστάσεις μὲ τὸν Πατέρα. Ἀπὸ Αὐτὸν παίρνουν τὴν ὕπαρξη καὶ εἶναι μέσα σ’ Αὐτὸν φυσικῶς πάνω ἀπὸ αἰτία καὶ λόγο, ὄχι ὅμως ὕστερα ἀπὸ Αὐτόν, οὔτε καὶ ἔγιναν ἀργότερα ἀπὸ κάποια αἰτία. Γιατί ἡ σχέση μεταξὺ τῶν τριῶν Προσώπων ὑποδηλώνει τὴν συνύπαρξή τους καὶ δὲν ἐπιτρέπει αὐτά, τῶν ὁποίων εἶναι καὶ λέγεται σχέση, νὰ θεωροῦνται μεταγενέστερα τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἀρχίσαμε αὐτὴν τὴν προσευχή, βιαζόμαστε νὰ τιμήσουμε τὴν ὁμοούσια καὶ ὑπερούσια τριάδα ὡς δημιουργικὴ αἰτία τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἐπίσης διδασκόμαστε νὰ ὁμολογοῦμε τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας, μὲ τὸ νὰ ἀξιωνώμαστε νὰ ὀνομάζωμε Πατέρα κατὰ χάριν τὸν ἐκ φύσεως Δημιουργὸ.6
Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης τονίζει: Ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἄπειρή του ἀγαθότητα, ὄχι μόνο μᾶς ἀνέστησε ἐνῷ εἴχαμε πέσει στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μᾶς παρέδωσε καὶ νόμους γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ καὶ στὸν Θεὸ ὁδηγοῦν καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος συμφέρουν, γιὰ νὰ μὴ πέσουμε ἐξ αἰτίας τῆς ἀφροσύνης μας στὰ ἴδια ἁμαρτήματα. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο, ὅπως ἔπρεπε, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἤδη τῆς προσευχῆς ἀναβιβάζει τὸν νοῦ μας στὸ ὑψηλότατο κεφάλαιο τῆς θεολογίας, ὑποδεικνύοντας τὸν κατὰ φύσιν Πατέρα του ὡς δημιουργὸ ὅλης τῆς ὁρατῆς καὶ ἀόρατης κτίσης, καὶ τὴν υἱοθεσία ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀξιωθήκαμε ἀποκαλῶντας κατὰ χάριν Αὐτὸν Πατέρα.
Διότι, ἀφοῦ ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς σαρκώθηκε, δόθηκε ἐξουσία σὲ ὅλους ὅσους Τὸν πίστεψαν νὰ γίνουν μέσῳ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος τέκνα καὶ υἱοὶ Θεοῦ. Ὅπως λέει καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος καὶ ὅπως γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἔδωκε σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν στὸ ὄνομά του τὴν ἐξουσία νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ» (Ἰωάν. 1, 12), «ὅλοι οἱ πιστοὶ καὶ ὀρθόδοξοι μέσῳ τῆς πίστης, μὲ τὴν χάρι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶστε τέκνα Θεοῦ» (Γαλ. 4, 26). «Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶστε τέκνα Θεοῦ, ἔστειλε ὁ Θεὸς καὶ κατὰ χάριν Πατέρας σας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ του στὶς καρδιές σας, τὸ ὁποῖο ἐκεῖ μέσα φωνάζει μυστικά, Πατέρα, Πατέρα μας» (Γαλ. 4, 6).
Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς λέει πῶς νὰ προσευχώμαστε στὸν κατὰ χάριν Πατέρα μας, γιὰ νὰ μείνουμε πάντοτε, ἕως τέλους, ὑπὸ τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας. Δηλαδή, γιὰ νὰ εἴμαστε τέκνα Θεοῦ ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀναγέννηση καὶ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐργασία καὶ τὴν πράξη. Αὐτὸ εἶναι ἀναγκαῖο ἐπειδὴ ὁ καθένας ποὺ δὲν πράττει πνευματικὰ ἔργα ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ σατανικά, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ἀποκαλῆ τὸν Θεὸ ὡς Πατέρα, ἀλλὰ τὸν διάβολο, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας: «Ἐσεῖς εἶσθε γεννημένοι, κατὰ τὴν κακία ἀπὸ τὸν πατέρα σας τὸν διάβολο καὶ ἀγαπᾶτε νὰ ἱκανοποιῆτε τὶς κακὲς ἐπιθυμίες τοῦ πατέρα σας» (Ἰωάν. 8, 44).
Ὁ Κύριος μᾶς προστάζει νὰ τὸν ὀνομάζουμε Πατέρα γιὰ νὰ μᾶς πληροφορήση ἀφ’ ἑνὸς ὅτι μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ Θείου Βαπτίσματος γεννηθήκαμε ἀληθινὰ ὡς τέκνα Θεοῦ καὶ ἀφ’ ἑτέρου ὅτι πρέπει νὰ διαφυλάττουμε καὶ τὶς ἰδιότητες, δηλαδὴ τὶς ἀρετὲς τοῦ Πατέρα μας. Αὐτὸ θὰ τὸ ἐπιτύχουμε νοιώθοντας κατὰ κάποιο τρόπο συστολὴ γιὰ τὴν συγγένεια ποὺ ἔχουμε μαζί του, ὅπως ὁ ἴδιος λέει: «Νὰ γίνετε σπλαγχνικοὶ μὲ ὅλους σὰν τὸν Πατέρα σας ποὺ εἶναι σπλαγχνικὸς μὲ ὅλους» (Λουκ. 6, 36), ἀλλὰ καὶ ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει: «Ζωστῆτε καλὰ τὴν ζώνη τῆς διανοίας σας καὶ ὄντας προσεκτικοὶ νὰ ἐλπίσετε τελείως καὶ ἀπόλυτα στὴν χάρι ποὺ ἔρχεται σὲ σᾶς σὰν σὲ παιδιὰ ὑπάκουα μὲ τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Νὰ μὴ διαμορφώνετε τὸν ἑαυτὸ σας βάσει τῶν ἐπιθυμιῶν ποὺ εἴχατε παλιότερα, ὅταν βρισκόσασταν στὸ σκότος τῆς πλάνης. Ἀντιθέτως, νὰ γίνετε ἅγιοι σὲ κάθε ἐνέργειά σας, σὰν τὸν Θεὸ ποὺ σᾶς κάλεσε στὴν χάρι του. Καὶ αὐτό, γιατί ἔτσι εἶναι γραμμένο στὸν νόμο. Νὰ γίνετε ἅγιοι, ἐπειδὴ καὶ ἐγὼ ὁ Θεὸς σας εἶμαι ἅγιος. Καὶ ἄν ὀνομάζεται Πατέρα τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος χωρὶς φιλοπροσωπία κρίνει τὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, πρέπει νὰ ζήσετε τὸν χρόνο τῆς ζωῆς σας μὲ πολὺ φόβο, γιὰ νὰ μὴ κατακριθῆτε ἀπὸ Αὐτὸν» (Πέτρ. 1, 13-17).
Ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «γνώρισμα ἐκείνου ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι τὸ νὰ γίνη ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερο ὅμοιος μὲ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸ ὁποῖο καὶ γεννήθηκε. Ὅπως εἶναι γραμμένο, ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ σαρκικὸ πατέρα εἶναι καὶ αὐτὸς σαρκικός, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι καὶ αὐτὸς Πνεῦμα, δηλαδὴ ἄνθρωπος πνευματικός».
Ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, διότι ἐμεῖς προηγουμένως ἤμασταν ἐχθροί του καὶ παιδιὰ τῆς ὀργῆς, συμφιλιωθήκαμε μ’ Αὐτόν, τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, πιστέψαμε στὸν Μονογενῆ Υἱό του.7
Στὴν δὲ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου 1, 17 τῆς Α’ Καθολικῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἀποστόλου Πέτρου ὁ ἅγιος Νικόδημος σημειώνει: Πατὴρ ἐδῶ μπορεῖ νὰ ἐννοηθῆ καὶ ὁ Υἱός. Διότι Πατέρας καὶ Υἱὸς ἔγινε, ἐφ’ ὅσον ἔγινε ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει γραφθῆ· «Πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσ. 9, 6). Καὶ τὴν πατρικὴ αὐτὴ σχέση φανερώνοντας, τὴν ὁποίαν ἔλαβε πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἔλεγε πρὸς τὸν παραλυτικό: «τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Μάρκ., 2, 5) καὶ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους: «τεκνία, ἔτι μικρόν μεθ’ ὑμῶν εἰμί» (Ἰωάν. 13, 33). Τὸ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» δὲν λέγεται ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς μόνον πρὸς τὸν ἄναρχον Πατέρα, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν Υἱὸν καὶ πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, σὰν νὰ λέμε πρὸς ὅλη τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν ἕναν Θεό, ἐπειδὴ πρὸς ὅλα τὰ ἔξω «κοινῶς καὶ ἰσοσθενῶς» ἐνεργοῦν τὰ τρία θεαρχικὰ πρόσωπα τῆς μακαρίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος.8
Ὅταν λέμε «Πάτερ ἡμῶν», ἄς θυμώμαστε συγχρόνως καὶ τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Τὸ δικαίωμά μας αὐτό, τὸ νὰ λέμε τὸν Θεὸν Πατέρα μας, ἐξηγοράσθη καὶ ἐπληρώθηκε μὲ τίμημα ἀνυπολόγιστης ἀξίας, μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Κυρίου. Μέσῳ τοῦ Χριστοῦ καλοῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα. Μὴ ξεχνᾶμε ἀκόμη, ὅτι κάθε προνόμιο, κάθε δικαίωμα εἶναι συνδεδεμένο καὶ μὲ ἀντίστοιχο καθῆκον. Ἐὰν ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας, εἶναι θεμελιῶδες καθῆκον μας νὰ συμπεριφερώμαστε σὰν παιδιὰ ἀντάξια τέτοιου Πατέρα. Πρέπει νὰ προσέχουμε, γιὰ νὰ μὴ βλασφημῆται καὶ κακολογῆται τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα ἀπὸ τὸν ἄτακτο καὶ σκανδαλώδη βίο μας.9
«Πάτερ ἡμῶν»: Πόσο μεγάλη ἀφθονία, ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας. Πόσο ἀσύγκριτη γαληνότητα ποὺ πρέπει μόνο σ’ αὐτόν! Μᾶς χαρίζει τὴν δόξα του, ἀνεβάζει τὸν δοῦλο σὲ ἐλεύθερο ἀξίωμα. Μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα, ἐπειδὴ ἔχομε καταταγῆ στὴν τάξη τῶν υἱῶν. Καὶ μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα, ἀπὸ αὐτὸν ἀποκτήσαμε καὶ αὐτό, καὶ θὰ τὸ βεβαιώση ὁ σοφὸς Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος λέγει γι’ αὐτόν: «Ὅσοι δέχθηκαν αὐτόν, τοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν τέκνα Θεοῦ» (Ἰωάν. 1, 12). Γιατί μεταμορφωνόμαστε σὲ υἱοὺς μὲ πνευματικὴ γέννηση, ἡ ὁποία τελεῖται μέσα μας, ὄχι ἀπὸ σπορὰ φθαρτή, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ τὸν λόγο τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μένει, ὅπως ἔχει γραφθῆ: «ἐπειδὴ θέλησε μᾶς γέννησε μὲ τὸν λόγο τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ εἴμαστε κατὰ κάποιο τρόπο ἀρχὴ τῶν κτισμάτων του» (Ἰακ. 1, 18). Γιατί ἔτσι εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, παρουσιάζοντας ὁλοφάνερα τὴν ὁδὸ τῆς γέννησης αὐτῆς λέγει: «Ἐὰν κάποιος δὲν γεννηθῆ ἀπὸ νερὸ καὶ πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ εἰσέλθη στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 3, 5). Ἤ καλύτερα, γιατί πρέπει νὰ πῶ σὲ σᾶς καὶ κάτι ἀπὸ τὰ ἀπόρρητα, αὐτὸς ἔγινε σ’ ἐμᾶς ἡ ὁδὸς τῆς τόσο λαμπρῆς καὶ ἄξιας νὰ τὴν ἀποκτήση κανεὶς χάριτος, καὶ θύρα καὶ ἀφορμή, μὲ τὸ νὰ γίνη ὅμοιος μὲ ἐμᾶς· γιατί ἔλαβε μορφὴ δούλου, ἄν καὶ κατὰ τὸ ὅτι νοεῖται καὶ εἶναι Θεός ἦταν ἐλεύθερος, γιὰ νὰ μᾶς χαρίση αὐτὰ ποὺ εἶναι δικά του. Γιατί μόνος ἀπὸ τὴν φύση του εἶναι ἐλεύθερος, γιατί καὶ μόνος εἶναι Υἱὸς ἐκείνου, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ κατεξουσιάζει τὰ πάντα, τοῦ ἀπὸ τὴν φύση του καὶ πραγματικὰ ἐλεύθερου Πατέρα. Γιατί καθετὶ ποὺ ἦρθε στὴν ὕπαρξη σκύβει δουλικὰ τὸν αὐχένα σ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν ἔκτισε. Πράγματι ψάλλει ὁ Μελωδὸς καὶ λέγει πρὸς αὐτόν: «ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά» (Ψαλμ. 118, 91).
Ὅτι ὅμως μεταθέτοντας τὰ δικά μας σ’ αὐτόν, κατ’ οἰκονομία μᾶς ἔδωσε τὰ δικά του, θὰ τὸ βεβαιώση γράφοντας ὁ ἱερουργὸς τῶν μυστηρίων του, ὁ πάνσοφος Παῦλος: «Γιατί ἐνῷ ἦταν πλούσιος, ἐπτώχευσε, γιὰ νὰ γίνουμε ἐμεῖς πλούσιοι μὲ τὴν δική του πτωχεία» (Β΄ Κοριν. 8, 9). Γιατί βέβαια γιὰ τὸν Θεὸν Λόγον τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἀνθρώπινα, εἶναι πτωχεία, ἐνῷ γιὰ τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πλοῦτος τὸ ὅτι ἔλαβε τὰ δικά του, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι τὸ ἐλεύθερο ἀξίωμα, ποὺ ταιριάζει κατ’ ἐξοχὴν σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν κληθῆ νὰ γίνουν υἱοί του. Αὐτοῦ ὅμως εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὅπως εἶπα. Γιατί εἶπε πρὸς ἐμᾶς: «Καὶ μὴ ἀποκαλέσετε κανέναν πατέρα πάνω στὴν γῆ, γιατί ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας σας, ὁ οὐράνιος, καὶ ὅλοι ἐσεῖς εἶστε ἀδελφοὶ» (Ματθ. 23, 8-9 ). Ἐπειδὴ δηλαδὴ ἔγινε σὰν ἐμᾶς, γι’ αὐτὸ ἀποκτήσαμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀδελφοῦ πρὸς αὐτόν. Παραγγέλλει λοιπὸν νὰ ἔχουμε θάρρος καὶ νὰ τὸν ὀνομάζωμε στὶς προσευχὲς μας Πατέρα. Καὶ μὲ πάρα πολὺ πρόνοια δίνει σ’ αὐτοὺς ποὺ προσεύχονται νὰ ἐννοοῦν καὶ τοῦτο· ἐφ’ ὅσον δηλαδὴ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ γίναμε ἄξιοι τῆς τόσο μεγάλης τιμῆς, γιατί νὰ μὴ πολιτευώμαστε ὅπως ἀξίζει σ’ αὐτὸν ποὺ μᾶς ἔχει τιμήσει; Αὐτὸ εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἐφόσον ἐπικαλεῖσθε Πατέρα αὐτὸν ποὺ κρίνει ἀμερόληπτα τὸ ἔργον τοῦ καθενός, νὰ συναναστρέφεσθε μὲ φόβο τὸν χρόνο τῆς προσωρινῆς κατοίκησής σας στὴν γῆ» (Α΄ Πετρ. 1, 17).10
Σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὸν ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καὶ ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος Μεδιολάνων ἀναφωνεῖ: Πόσο γλυκειὰ εἶναι ἡ πρώτη λέξη «Πάτερ ἡμῶν». Μέχρι τότε δὲν εἴχαμε τὸ θάρρος οὔτε τολμούσαμε νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὸν οὐρανό. Χαμηλώναμε τὰ μάτια μας. Ἀλλὰ ξαφνικὰ δεχθήκαμε τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅλα τὰ ἁμαρτήματά μας συγχωρήθηκαν. Ἀπὸ πονηροὶ δοῦλοι ποὺ ἤμασταν, γίναμε καλοὶ υἱοί.
Ἄς μὴ ὑπερηφανευώμαστε ὅμως καὶ ἄς μὴ θεωροῦμε ὅτι αὐτὸ εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ δικοῦ μας ἀγώνα, ἀλλὰ τῆς χάρης τοῦ Χριστοῦ. «Εἶστε σωσμένοι ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ» (Ἐφ. 2, 5) λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ νὰ ὁμολογήσωμε ὅτι ἡ χάρι μᾶς ἔχει σώσει, δὲν εἶναι οἴηση, δὲν εἶναι ἔπαρση, ἀλλὰ πίστη ἀληθινή. Τὸ νὰ παραδεχθοῦμε καὶ νὰ διακηρύξουμε αὐτὸ ποὺ λάβαμε, δὲν εἶναι ὑπερηφάνεια, ἀλλὰ εὐγνωμοσύνη καὶ ἀφοσίωση. Ἄς ὑψώσουμε τὰ μάτια μας πρὸς τὸν Πατέρα ποὺ μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ Βαπτίσματος, πρὸς τὸν Πατέρα ποὺ μᾶς ἐξαγόρασε μὲ τὸν Υἱό του καὶ ἄς τοῦ ποῦμε «Πάτερ ἡμῶν». Τὸ νὰ τὸν ἀποκαλοῦμε «Πατέρα μας» εἶναι μία καλή, μία ταπεινὴ καύχηση. Σὰν παιδιὰ του Τὸν ὀνομάζουμε Πατέρα. Ἀλλὰ ἄς μὴ διεκδικοῦμε κάποιο προνόμιο. Διότι οὐσιαστικὰ καὶ ἀπόλυτα δὲν εἶναι Πατέρας μας παρὰ μόνο τοῦ Ἰησοῦ. Γιατί μόνον Ἐκεῖνον γέννησε, ἐνῷ ἐμᾶς μόνο μᾶς δημιούργησε. Ἄς λέμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς κατὰ χάριν, «Πάτερ ἡμῶν», γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τὴν εὔνοια καὶ τὴν τιμὴ ποὺ Αὐτὸς δώρισε στὴν Ἐκκλησία.11
Ὅταν λέμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τότε, λέγει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός, ἡ ψυχὴ βιώνει τὴν θεία μέθεξη, βυθίζεται στὴν φλογερὴ ἀγάπη καὶ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ μὲ περισσὴ εὐλάβεια καὶ φιλόστοργη οἰκειότητα, ὅπως ἀκριβῶς συμπεριφέρεται τὸ παιδὶ μὲ τὸν Πατέρα του. Ὀφείλουμε λοιπὸν νὰ τείνουμε ὅλοι πρὸς αὐτὴν τὴν κατάσταση, καθὼς τὸ ἴδιο τὸ κείμενο τῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μᾶς τὸ διδάσκει. Ὅταν λέμε «Πατέρα μας» ὁμολογοῦμε μὲ τὸ ἴδιο μας τὸ στόμα ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος εἶναι «Πατέρας» μας. Αὐτὴ ἡ ἐπίκληση μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὅτι ἔχουμε κληθῆ ἀπὸ δοῦλοι νὰ γίνουμε «κατὰ χάριν υἱοί».12
Ὁ δὲ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς κατηχουμένους τοὺς τονίζει: Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ λὲς καὶ σὺ τὴν εὐχὴ ἐκείνη, ποὺ ὁ Σωτήρας μας παρέδωσε στοὺς Μαθητές του, καθὼς ἀπεκάλεσε μὲ καθαρὴ συνείδηση τὸν Θεὸ, Πατέρα καὶ εἶπε «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὤ! πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Σὲ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν μακρυά του κι ἔπεσαν σὲ τόσο μεγάλες ἁμαρτίες, τόση ἀμνηστία καὶ τόση δυνατότητα κοινωνίας στὴν χάρι τοὺς δώρησε, ὥστε νὰ μποροῦν τώρα πιὰ νὰ τὸν ἀποκαλοῦν, Πατέρα. «Πατέρα μας, ποὺ βρίσκεσαι στοὺς οὐρανοὺς».13
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος, μιλῶντας καὶ αὐτὸς σὲ κατηχουμένους, σὲ ἀνθρώπους ἐνήλικους ποὺ ἑτοιμάζονταν νὰ λάβουν τὸ βάπτισμα, λέγει: Βάλετέ το βαθειὰ μέσα στὴν καρδιά σας. Ἔχομε ἕναν Πατέρα, ποὺ ζεῖ στὴν γῆ. Ἀλλὰ ἔχομε καὶ ἕναν Πατέρα, ποὺ κατοικεῖ ἐν οὐρανοῖς. Νὰ τὸ θυμᾶστε. Ἀπὸ τὸν πρῶτο Πατέρα μας, ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, γεννηθήκαμε «εἰς θάνατον». Ἀπὸ τὸν δεύτερο ὅμως Πατέρα μας, ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ γεννηθοῦμε «εἰς ζωήν».
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Πόσοι τὸ εἶπαν πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς; Πόσοι θὰ τὸ ποῦν μετά; Πόσους κατὰ χάριν ἀδελφοὺς ἀπέκτησε ὁ Μονογενὴς Υἱός; Σὲ πόσους μοιράζει τὴν κληρονομία του; Γιὰ πόσους ὑπέμεινε τὸν θάνατο; Στὴν γῆ ἔχομε ἕναν πατέρα καὶ μία μητέρα. Μᾶς γέννησαν γιὰ πόνους καὶ γιὰ θάνατο. Ἀλλὰ νά! Εὑρήκαμε καὶ ἕναν ἄλλο Πατέρα καὶ μία ἄλλη Μητέρα: Τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Μᾶς δίνουν τὴν αἰώνια ζωή.
Ἄς σκεφθοῦμε, τίνος ἀρχίζομε τώρα νὰ γινώμαστε παιδιά. Καὶ ἄς ἀρχίσουμε νὰ ζοῦμε μὲ τὸν τρόπο, ποὺ πρέπει νὰ ζῆ ὅποιος ἔχει τέτοιο Πατέρα. Βάλτε το καλὰ μέσα στὸ μυαλό σας, ὅτι ὁ Δημιουργός μας κατεδέχθη νὰ γίνη Πατέρας μας. Ναὶ, νὰ γίνη! Γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πάντοτε «Πατέρας μας». Κάποια συγκεκριμένη στιγμή, χωριστὴ γιὰ τὸν καθένα μας. Κάποια στιγμὴ γίνεται ἡ κατὰ χάριν Θεοῦ «σύλληψή» μας. Κάποιο διάστημα χρόνου, κατὰ κάποιο τρόπο, «κυοφορούμαστε» μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Μητέρας μας Ἐκκλησίας. Κάποια στιγμὴ μᾶς «γεννάει» μέσα στὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας. Πατέρας μας γίνεται ὁ Θεός τὴν ἱερὴ ἐκείνη στιγμή ποὺ συντελεῖται ἡ «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» γέννησή μας, τότε ποὺ βγαίνουμε ἀπὸ τὴν ἱερὴ κολυμβήθρα. Ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη Πατέρα τὸν Θεόν, ἄν δὲν ἔχη μητέρα τὴν Ἐκκλησία (De Ecclesia Catholicae Unirite car 6).
Τὴν γέννηση αὐτὴν, τὴν «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος» ὁ Χριστὸς τὴν ὠνόμασε «γέννηση ἄνωθεν» (Ἰωάν. 3, 3) δηλαδὴ «νέα γέννηση»· «ἐξ ὑπαρχῆς γέννηση». Μὲ αὐτὴν ὁ Θεὸς – ἀπὸ δημιουργός, κύριος, δεσπότης- γίνεται Πατέρας μας.
Ἡ νέα αὐτὴ γέννηση στὴν γλῶσσα τὴν δική μας ὀνομάζεται «υἱοθεσία». Ὅμως δὲν εἶναι μία ἁπλῆ υἱοθεσία. Στὴν υἱοθεσία ὁ θετὸς πατέρας μὲ μία νομικὴ πράξη, μὲ ἕνα συμβόλαιο, παίρνει ἕνα «Ξένο» παιδὶ καὶ ὑπόσχεται – δεσμεύεται νὰ τὸ ἔχη σὰν «δικό» του. Τὸ παιδὶ μένει ἀναλλοίωτο καὶ ἀμετάβλητο.
Στὴν ἄνωθεν, «ἐκ Πνεύματος καὶ ὕδατος» γέννηση, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀδὰμ πεθαίνει· παύει νὰ ὑπάρχη. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας γεννιέται ἕνας ἄλλος, ἐντελῶς διαφορετικὸς ἄνθρωπος, ἕνας «καινὸς ἄνθρωπος», ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 6, 1-14).
Στὴν γέννηση αὐτήν ἡ ἔννοια «υἱοθεσία» χρησιμοποιεῖται γιὰ ἕναν καὶ μόνο σκοπό. Γιὰ νὰ μᾶς εἰπῆ, ὅτι ἀνάμεσα στὴν γέννηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι κατὰ φύση Υἱὸς τοῦ Πατέρα, ὁμοούσιος μὲ Αὐτόν, συνάναρχος καὶ σύνθρονος Θεός, καὶ στὴν γέννηση τὴν δική μας ὑπάρχει μία διαφορά. «Τὸ ὄνομα τῆς υἱοθεσίας δηλοῖ τὸ μὴ φύσει εἶναι (ἡμᾶς) υἱοὺς τοῦ Θεοῦ» (Ὠριγένης εἰς Ἐφεσίους). Συνήθως ἡ υἱοθεσία εἶναι γιὰ ἕνα παιδὶ κατάντημα, ἔκπτωση. Στὴν θεία τάξη ἡ υἱοθεσία εἶναι ἀνύψωση, δόξα, πλοῦτος. Καὶ δίνεται μὲ τὸ βάπτισμα. Μεγάλο καὶ ἀκατανόητο τὸ μυστήριο τῆς υἱοθεσίας. Πῶς ὁ φθαρτὸς ἄνθρωπος, τὸ δημιούργημα, γίνεται υἱὸς τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ;
Ἕνα ἐρώτημα ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀποφύγη εἶναι τό: Εἶμαι ἄξιος, ἔχω τὸ δικαίωμα νὰ ὀνομάζω τὸν Θεὸ Πατέρα; Ὁ μέγας καὶ θεόσοφος ἅγιος Αὐγουστῖνος ἀπαντᾶ: «Γιὰ φαντάσου, νὰ ἤσουν ἕνα ἀλητάκι τοῦ δρόμου ἀπὸ τὴν ἄθλια φτωχολογιά. Καὶ μία μέρα νὰ στεκόταν μπροστὰ σου ἕνας μεγάλος συγκλητικός τῆς Ρώμης (τότε οἱ συγκλητικοὶ ἐθεωροῦντο μεγαλύτεροι καὶ ἀπὸ βασιλιάδες) ἤρεμος, σοβαρός, μεγαλοπρεπής καὶ νὰ σοῦ ἔλεγε: Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα θὰ μὲ ἔχης Πατέρα. Καὶ νὰ μὲ λὲς Πατέρα. Ἐγὼ θὰ εἶμαι Πατέρας σου. Γιὰ φαντάσου! Τί φόβος καὶ τί δέος θὰ αἰσθανόσουν μπροστά του. Πόσο θὰ δίσταζες νὰ τὸν ἐμπιστευθῆς καὶ νὰ τὸν φωνάξης Πατέρα. Πόσο ἔντονα θὰ πρόβαλλε μέσα σου ἡ ταπεινὴ καταγωγὴ σου, ἡ φτώχεια σου, ἡ ἀθλιότητά σου. Πόσο θὰ ἔκανες τὴν σκέψη: Μπορεῖ καὶ νὰ μὲ ἀηδιάση. Μπορεῖ καὶ νὰ μὲ σιχαθῆ.
Πόσο περισσότερο πρέπει νὰ τρομάζωμε καὶ νὰ διστάζωμε ἐμεῖς στὴν σκέψη, νὰ εἰποῦμε πατέρα μας τὸν Θεὸ – Δημιουργό μας! Πῶς νὰ τὸ τολμήσωμε; Μὲ τί καρδιά, ἀφοῦ εἶναι μολυσμένη; Μὲ τί μοῦτρα μετὰ ἀπὸ τόσα βρώμικα καὶ ἔνοχα; Πόσο πιὸ πολὺ δίκαιο θὰ ἔχη ὁ Θεὸς νὰ ἀηδιάση βλέποντάς μας καὶ ἀκούοντάς μας, νὰ μᾶς σιχαθῆ καὶ νὰ μᾶς ἀποστραφῆ, πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅ,τι ὁ συγκλητικός τὸ ἀλητάκι!... Γιατί, στό κάτω-κάτω, ὁ κάθε συγκλητικός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος καὶ αὐτός. Καὶ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνάη, ὅτι μπορεῖ κάποια στιγμὴ νὰ καταντήση καὶ αὐτὸς ζητιάνος στὸν δρόμο!... Ὁ Θεὸς, ὅμως, δὲν ὑπάρχει κανένα ἐνδεχόμενο νὰ ξεπέση ποτέ!» (Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία 2, 4).
Τί σημαίνει ὅμως «πατέρας»; Πατέρας σημαίνει: στοργή, καλωσύνη, τρυφερότητα, φροντίδα, ἀγωνία γιὰ τὸ καλό, θυσία. Ὁ Πατέρας, ὅ,τι ἄν κάνη, τὸ κάνει πάντοτε γιὰ τὸ καλό. Καὶ δέρνει τὸ παιδί του, γιὰ τὸ καλό του. Καὶ τὸ ἀφήνει νηστικό, γιὰ τὸ καλό του.
Τί πλοῦτος εἶναι γιά μᾶς! Εἶπε ὁ Κύριος: «Ποῖος ἀπὸ σᾶς ἄνθρωπος ἐνδέχεται, ἄν τοῦ ζητήση ὁ υἱὸς του ψωμί, νὰ τοῦ δώση πέτρα; ἢ ἄν τοῦ ζητήση ψάρι, νὰ τοῦ δώση φίδι; Ἄν λοιπὸν σεῖς, παρ’ ὅτι εἴσαστε κακοὶ ἄνθρωποι, στὰ παιδιὰ σας ξέρετε καὶ δίνετε μόνο καλὰ πράγματα, πόσο περισσότερο ὁ Ἐπουράνιος Πατέρας σας θὰ δώση ἀγαθὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ Τὸν παρακαλοῦν» (Ματ. 7, 9-11);
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐμβαθύνοντας σ’ αὐτὰ καὶ ἐπεξηγῶντας τα λέγει: «Σοῦ ἔδωκε σῶμα! Σοῦ ἐνεφύσησε ψυχή! Σοῦ ἑτοίμασε ὅλα τὰ ἀγαθὰ πολὺ πρὶν σὲ πλάση! Καὶ φοβεῖσαι μή καί τώρα σέ παραβλέψη; μὴ καὶ τώρα σὲ ξεχάση; Ἔχε θάρρος. Δεῖξε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Μόνο γιὰ σήμερα νὰ τοῦ ζητᾶς τροφή. Τὴν μέριμνα γιὰ τὸ αὔριο, ἄφησέ την ὅλη σ’ Αὐτόν. Ἐπίρριψε τὴν μέριμνά σου στὸν Κύριο καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ διαθρέψη» (Περὶ τοῦ πῶς πολιτεύεσθαι).
Καὶ σὲ ἄλλο ἔργο του λέγει: «Μικρὴ καὶ δισύλλαβη εἶναι ἡ λέξη «Πάτερ». Ἀλλὰ γιὰ ἰδές, ἀδελφέ, σοφία Θεοῦ! Μία λέξη μόνο καὶ ἀρκεῖ νὰ ἐκφράση τόσα! Τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν. Τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ κάθε τιμωρία. Τὴν πλήρη δικαίωσή μας. Τὸν ἁγιασμό μας. Τὴν ἀπολύτρωσή μας. Τὴν υἱοθέτησή μας. Τὴν κληρονομία μας. Τὸ ὅτι τώρα εἴμαστε πιὰ ἀδέλφια μὲ τὸν μονογενῆ Υἱό τοῦ Θεοῦ Πατέρα» (Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Ὁμιλία ΙΘ΄ 2).14
«Πάτερ ἡμῶν»! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία του, θαυμάζει συνεχίζοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Πόσο ὑπέροχη ἡ γενναιοδωρία του! Μὲ ποιὸ λόγο θὰ μπορέσουμε νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Θεό, ποὺ μᾶς χαρίζει τόσα πολλὰ ἀγαθά!
Ἐρεύνησε, ἀγαπητέ, τὴν μηδαμινότητα τῆς δικῆς μου καὶ τῆς δικῆς σου φύσεως, ἐξερεύνησε τὴν συγγένεια, τὴν γῆ, τὴν στάχτη, τὸ χῶμα, τὴν λάσπη, τὸ πλιθί. Ἀφοῦ πλαστήκαμε ἀπὸ τὴν γῆ, στὸ τέλος πάλι στὴν γῆ καταλήγουμε μὲ τὸν θάνατο. Βάζοντας αὐτὰ στὸν νοῦ σου, θαύμασε τὸν ἀνεξιχνίαστο πλοῦτο τῆς μεγάλης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς. Διότι, ἐνῷ εἶσαι γήϊνος, διατάχθηκες νὰ προσφωνῆς Πατέρα Αὐτόν, ποὺ εἶναι οὐράνιος, ὁ θνητὸς τὸν ἀθάνατο, ὁ φθαρτὸς τὸν ἄφθαρτο, ὁ προσωρινὸς τὸν αἰώνιο, ὁ χθεσινὸς καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο πηλός τὸν Θεό, ποὺ ὑπῆρχε πρὶν δημιουργηθοῦν οἱ αἰῶνες.
Δὲν διατάχθηκες ὅμως ἄδικα νὰ προσφωνῆς τὸν Θεὸ Πατέρα, ἀλλὰ γιὰ νὰ μιμεῖσαι τὴν ἀγαθότητά του, σεβόμενος τὴν ὀνομασία τοῦ Πατέρα, ποὺ προσφέρεις μὲ τὰ χείλη σου. Ὅπως καὶ ἀλλοῦ τονίζει: «Γίνεσθε ὅμοιοι μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα σας, ὁ ὁποῖος ἀνατέλλει τὸν ἥλιό του γιὰ καλοὺς καὶ κακοὺς καὶ στέλνει τὴν βροχή του γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους» (Ματθ. 5, 45). Δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκαλῆ τὸν οὐράνιο Θεὸ Πατέρα ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει θηριώδη καὶ ἀπάνθρωπη διάθεση· αὐτὸς δὲν διατηρεῖ τὰ γνωρίσματα τῆς ἀγαθότητας ποὺ ὑπάρχουν στὸν ἐπουράνιο Πατέρα, ἀλλὰ ἀντικατέστησε τὴν φύση του μὲ τὴν φύση τῶν θηρίων καὶ ἔχασε τὴν θεϊκή του καταγωγή, ὅπως εἶπε ὁ Δαυΐδ: «ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ εἶχε τιμὴ, δὲν τὸ κατενόησε· συναριθμήθηκε μὲ τὰ ἀνόητα κτήνη καὶ ἐξομοιώθηκε μὲ αὐτὰ» (Ψαλ. 48,21).
Διότι, ὅταν κάποιος πηδάη σὰν ταῦρος, κλωτσάη σὰν ὄνος, κρατάη κακία σὰν καμήλα, εἶναι λαίμαργος ὅπως ἡ ἀρκούδα, ἁρπάζει σὰν λύκος, εἶναι ὕπουλος ὅπως ἡ ἀλεποῦ, βλέποντας τὶς γυναῖκες χλιμιντρίζει, ὅπως κάποιο ἄλογο ποὺ βλέπει τὸ θηλυκό, πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ ἀναπέμψη τὴν φωνή, ποὺ πρέπει σὲ υἱὸ, καὶ νὰ ἀποκαλέση Πατέρα του τὸν Θεό;
Πῶς πρέπει νὰ ὀνομάζεται ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, θηρίο; Ἀλλὰ τὰ θηρία ἔχουν μόνο ἕνα ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἀναφέραμε, ἐνῷ αὐτὸς ἔγινε χειρότερος ἀπὸ ἐκεῖνα, ἐπειδὴ συγκέντρωσε στὸν ἑαυτὸ του ὅλα τὰ πάθη καὶ ἔγινε πιὸ παράλογος ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ δὲν ἔχουν καθόλου νοῦ. ...
Πῶς λοιπὸν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θὰ μπορέση νὰ ὀνομάση τὸν Θεὸ Πατέρα;
Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι ἥμερος καὶ φέρεται μὲ καλωσύνη πρὸς τὸν πλησίον, ποὺ δὲν ἀνταποδίδει τὴν ἀδικία σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀδίκησαν, ἀλλὰ καὶ ἀμείβει μὲ εὐεργεσίες τὶς ἀδικίες, δὲν κατακρίνεται ἀποκαλῶντας τὸν Θεὸ Πατέρα.15
Ἀπὸ αὐτὸ ὅμως γεννᾶται καὶ ἡ ὑποχρέωση, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνός, «γιὰ νὰ ζοῦμε ἀξίως ἑνὸς τέτοιου Πατέρα. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ζεῖ φαῦλα καὶ ὀνομάζει τὸν Θεὸ Πατέρα του, λέγει ψέματα καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἑαυτό του».16
Μὲ τὴν προσφώνηση «Πάτερ» διδάσκεται ὁ Χριστιανὸς τὴν σχέση μὲ τὴν ὁποία, διὰ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εὑρίσκεται πρὸς τὸν Θεόν, ὡς υἱὸς θετὸς Θεοῦ κατὰ χάριν. «Ἀκριβῶς δὲ διότι τώρα εἶσθε υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, διὰ τοῦτο ἔστειλεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ του εἰς τὰς καρδίας σας, ὥστε νὰ σᾶς δίδη τὸ προνόμιο καὶ τὴν χάρι νὰ ἀπευθύνεσθε πρὸς τὸν Θεὸν κράζοντες: Ἀββᾶ, δηλαδὴ Πατέρα μας» (Γαλ. 4, 6). Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει: «Ὅσοι τὸν ἐδέχθηκαν μὲ πίστη τοὺς ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ δὲν ἐγεννήθηκαν ἀπὸ ἀνθρώπινα αἵματα, οὔτε ἀπὸ θέλημα ἀνδρός, ἀλλὰ ἐγεννήθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸν» (Ἰωάν. 1, 12-13).17
Τὸ ὄνομα «Θεὸς» δὲν εἶναι κύριο ὄνομα· εἶναι προσηγορικό. Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Πατήρ. Θεὸς εἶναι καὶ ὁ Υἱός· Θεὸς εἶναι καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ποῖος εἶναι ὁ Πατέρας μας «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; Ἀσφαλῶς ὁ Πατήρ, ὁ Θεὸς Πατήρ. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος Ἰησοῦς λέγει στοὺς Μαθητές του: «ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα σας» (Ἰωάν. 20, 17).Ὅμως ὁ Ἄναρχος Πατέρας, ἐνῷ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία ὅλων, δὲν μᾶς γεννάει Αὐτὸς ἀπ’ εὐθείας! Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει: «Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» μᾶς προώρισεν «εἰς υἱοθεσίαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς Αὐτὸν» (Ἐφεσ. 1, 3-5). Δηλαδή, Αὐτὸς ὁ Ἄναρχος Πατέρας τὸ ὥρισε· καὶ μᾶς ἐγέννησε μὲν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ Ἐκεῖνος μᾶς πῆρε παιδιά του. Γιὰ νὰ γίνωμε «Υἱοὶ τοῦ Ἄναρχου Πατέρα», μᾶς ἐγέννησε ὁ Υἱός!...
Καὶ ἐπεξηγῶντας τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστήριο ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, ὁ πρῶτος μεγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, λέγει: «Πατέρα μας. Πατέρας ὅλων τῶν Χριστιανῶν, εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς Χριστός. ... Αὐτὸς ἐξέχυσε σὲ μᾶς τὸν Σπόρο τῆς ζωῆς, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, τότε ποὺ εἶχε γίνει ἄνθρωπος· τότε ποὺ ἔτρωγε μαζί μας καὶ ἔπινε κρασὶ μαζί μας» (κατὰ αἱρέσεων Ε΄ 31, 2, 45). Κατὰ συνέπεια ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος μᾶς λέγει: Ὁ Χριστὸς μᾶς ἐγέννησε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας. Ἀλλὰ μᾶς παρέδωκε στὸν Πατέρα· τὸν Πανάγαθο Πατέρα του. Καὶ Ἐκεῖνος μᾶς ἐδέχθη. Καὶ μᾶς υἱοθέτησε.
Ἔτσι ἔγινε καὶ σὲ μᾶς κάτι, ποὺ μᾶς περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ στὴν Γένεση (Κεφ. 48, 8-20): Ὁ Πατριάρχης Ἰακὼβ υἱοθέτησε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ, Ἐφραΐμ καὶ Μανασσῆν. Ἔτσι ὁ Ἐφραΐμ καὶ ὁ Μανασσῆς ἔγιναν ἀδελφοί τοῦ πατέρα τους Ἰωσήφ. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ὄντας κατὰ τὴν «ἄνωθεν» γέννηση παιδιὰ τοῦ Χριστοῦ, ἐγίναμε κατὰ Υἱοθεσία παιδιὰ τοῦ Ἀνάρχου Πατέρα. Καὶ ὁ ταπεινότατος Ἰησοῦς «οὐκ ἐπαισχύνεται» νὰ μᾶς ὀνομάζη «ἀδελφούς του» (Ἑβρ. 2, 11).
Χρειάζεται νὰ προσθέσουμε κάτι ἀκόμη: Ὅταν ὀνομάζωμε τὸν Θεὸ «Πατέρα», ἀφήνομε νὰ νοηθῆ ὅτι ὑπάρχει καὶ μία μητέρα. Ἄν δὲν ὑπάρχη μία γυναῖκα «μητέρα», οὔτε «Πατέρας» γίνεται ἕνας ἄνδρας, οὔτε «Υἱός». Πατέρας μας εἶναι ὁ Θεός. Μητέρα μας ἡ Ἐκκλησία. Ὄργανο γεννήσεως εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ – τὸ Ἅγιον Πνεῦμα· γιὰ τὴν Ἐκκλησία – τὸ νερὸ τοῦ Βαπτίσματος, ἡ κολυμβήθρα (Τερτυλλιανός).18
Μεγάλη φιλανθρωπία, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος. Μέγα ἔλεος. Ἐγεννήθη ὁ Μονογενής τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ἤθελε νὰ εἶναι μόνος. Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅταν δὲν ἔχουν παιδιά, υἱοθετοῦν παιδί. Ἀλλὰ, ἐὰν κάποιος ἔχη ἕνα παιδί, χαίρεται περισσότερο γι’ αὐτόν· διότι μόνον αὐτὸς θὰ κληρονομήση τὰ πάντα καὶ δὲν θὰ διαμοιρασθῆ μὲ ἄλλον τὴν κληρονομία, ὥστε νὰ γίνη πτωχότερος. Δὲν ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Μονογενῆ του Υἱὸν ἀπέστειλε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μὴ εἶναι μόνος, ἀλλὰ μέσῳ αὐτοῦ νὰ υἱοθετηθοῦν καὶ ἄλλοι ἀδελφοί.19
«Πάτερ ἡμῶν» Τὸ πρῶτο πρᾶγμα ποὺ προσφέρει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ τοὺς διδάξη νὰ προσεύχωνται, γράφει ἕνας σύγχρονος Θεολόγος, ὁ Ἀλεξάντερ Σμέμαν, τὸ πρῶτο πρῶτο πρᾶγμα ποὺ τοὺς ἀφήνει ὡς ἀνεκτίμητο δῶρο καὶ παρηγοριά, χαρὰ καὶ πηγὴ ἔμπνευσης, εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸ «Πατέρα», νὰ τὸν θεωροῦν πατέρα τους.
Πόσες πολλὲς ἰδέες ἔχει ἀναπτύξει γιὰ τὸν Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη φαντασία. Ἀναφέρεται κανεὶς σ’ Αὐτὸν ὡς τὸν ἀπόλυτο, τὸν Πρῶτο Αἴτιο, Κύριο, Παντοδύναμο, Δημιουργό, Εὐεργέτη, Θεὸ καὶ τόσα ἄλλα ἀκόμα. Κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἰδέες καὶ τοὺς χαρακτηρισμοὺς σχετίζεται μὲ κάποιο στοιχεῖο τῆς ἀλήθειας, μὲ κάποια ἐσώτατη ἐμπειρία καὶ ἕνα βάθος κατανόησης. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ μία λέξη «Πάτερ», μαζὶ μὲ τὸ «ἡμῶν», ἐμπεριέχει ὅλες αὐτὲς τὶς ἔννοιες· ταυτόχρονα ὅμως τὶς ἀποκαλύπτει ὡς οἰκειότητα, ὡς ἀγάπη, ὡς μία μοναδική, ἀνεπανάληπτη καὶ χαρούμενη ἕνωση.
«Πάτερ ἡμῶν». Ἐδῶ βρίσκουμε τὸ νόημα τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ἀπάντηση τῆς ἀγάπης, ἐδῶ ἐνυπάρχει ἡ ἐμπειρία τῆς οἰκειότητας καὶ ἡ χαρὰ αὐτὴ τῆς ἐμπειρίας, ἐδῶ ἡ πίστη ἀνοίγεται σὲ ἐμπιστοσύνη καὶ ἡ ἐξάρτηση καρποφορεῖ ἐλευθερία καὶ οἰκειότητα καὶ τελικὰ ξεδιπλώνεται ὡς χαρά. Δὲν εἶναι πιὰ μία ἰδέα γιὰ τὸν Θεό, εἶναι κιόλας κοινωνία μαζί του σὲ ἀγάπη, σὲ ἑνότητα καὶ ἐμπιστοσύνη. Εἶναι ἤδη ἡ ἀπαρχὴ τῆς γνωριμίας μὲ τὴν αἰωνιότητα. Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν Πατέρα: «Αὕτη δὲ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε» (Ἰωάν. 17, 3).
Αὐτὸς ὁ χαιρετισμὸς δὲν εἶναι ἑπομένως μόνο ἡ ἀρχή, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ θεμέλιο τῆς προσευχῆς· καθιστᾶ δυνατὸ κάθε ἄλλο αἴτημα καὶ τὸ πληρώνει μὲ νόημα. Στὴν βαθύτερη καὶ πρωταρχικὴ ἔννοιά του ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ θρησκεία τῆς πατρότητας, ποὺ σημαίνει ὅτι δὲν ἱδρύθηκε πάνω σὲ διανοητικὰ ἰδανικὰ ἢ φιλοσοφικὰ συμπεράσματα, ἀλλὰ στὴν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης ποὺ πλημμυρίζει ὅλη τὴν ζωή μας, στὴν ἐμπειρία τῆς προσωπικῆς ἀγάπης.20
«Πάτερ». Ἡ πρώτη λέξη ποὺ ὁ Κύριος θέλησε νὰ ἀπευθύνουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ ἦταν αὐτή: «Πατέρα». Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία αὐτὴν τὴν λέξη πρῶτα – πρῶτα ἐπιβεβαιώνει στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως: «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα…».
Τὸ νὰ πιστεύωμεν εἰς ἕναν Θεόν, εἰς τὴν ὕπαρξιν ἑνὸς Θεοῦ, σημαίνει, ἀπὸ φιλοσοφικῆς ἀπόψεως, περίπου τὰ ἑξῆς: Παραδεχόμεθα ὅτι ὁ Κόσμος, τὸ σύμπαν, τοῦ ὁποίου καὶ ἐμεῖς ἀποτελοῦμεν μέρος, δὲν ἔχει ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξήγησίν του, τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλ’ ὅτι ἐκτὸς αὐτοῦ, ὑπεράνω αὐτοῦ, ὑπεράνω ὅλων τῶν ὄντων ποὺ τὸ ἀπαρτίζουν, ὑπάρχει ἕνα Ὄν, τὸ ὁποῖον ἀποτελεῖ τὴν αἰτίαν καὶ τὸν λόγον τῆς ὑπάρξεως τῶν ἄλλων καὶ τὸ ὁποῖον εἶναι συνάμα ἡ πρώτη καὶ ὑψίστη τελειότης
Τὸ Εὐαγγέλιον ὅμως μᾶς παρουσιάζει μίαν ἀντίληψιν περὶ Θεοῦ ἁπλουστέραν, καλύτερον προσαρμοσμένην εἰς τὰς ἀνάγκας καὶ τὰς νοητικὰς ἱκανότητας τῆς πλειονότητος τῶν ἀνθρώπων. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατήρ, ὅτι ἡμεῖς εἴμεθα παιδιά του, ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ἐνδιαφέρεται δι’ ἡμᾶς, ὅπως κάθε πατέρας ἀγαπᾶ τὰ παιδιά του καὶ ἐνδιαφέρεται δι’ αὐτά.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Εἶναι μία διαρκὴς κίνησις ἀγάπης ποὺ διαδίδεται, ἕνα κῦμα ἀγάπης ποὺ διαχέεται παντοῦ. Ὁμοιάζει μὲ τὴν πέτραν ποὺ πίπτει εἰς μίαν λίμνην καὶ δημιουργεῖ ἀλλεπαλλήλους κύκλους, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς διευρύνονται. Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγαθότης, χρηστότης, φιλανθρωπία. Δίδεται. Προσφέρεται. Εἶναι Πατήρ, διότι δίδει ἐκ τῆς ζωῆς του· διότι – μὲ μίαν ἀδιάλειπτον δωρεὰν ἀγάπης – παρέχει εἰς ὅλους καὶ εἰς ὅλα τὴν ὕπαρξή των…
Εἶναι δύσκολον νὰ φαντασθῶμεν τὸν Πατέρα. … Διὰ νὰ γνωρίσωμεν τὸν Πατέρα, πρέπει προηγουμένως νὰ ἀκούσωμεν τὸν Λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸν «Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστὸν» Αὐτὸς μόνον ἠμπορεῖ νὰ μᾶς δείξη τὸν Πατέρα, νὰ μᾶς φέρη σιγὰ – σιγὰ πλησίον Ἐκείνου, ὁ ὁποῖος εἶναι Πατήρ του καὶ Πατὴρ ἡμῶν. Δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἢ ἄλλη ὁδός. Οὐδεὶς δύναται νὰ γνωρίση τὸν Πατέρα – καὶ ἀκόμη ὀλιγώτερον νὰ ἔλθη πρὸς τὸν Πατέρα – εἰμὴ διὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἐν τῷ Υἱῷ.21
Νομίζω, λέει ὁ ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης, ὅτι ἡ ἁμαρτία μας ἡ μεγάλη εἶναι μία· πολλὲς φορὲς ἀπογοητευόμαστε καὶ ξεχνᾶμε ἕνα πρᾶγμα: ὄχι ὅτι εἴμαστε ἀδύνατοι, ἀλλ’ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἔχουμε ἕνα κεφάλαιο ἐμεῖς, οἱ ἀδύνατοι, εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας μας.
Λέμε ὅτι ὁ πατέρας, ἡ μάννα, ἀγαποῦν τὸ παιδὶ τους ὄχι γιατί εἶναι καλό, ἀλλὰ γιατί εἶναι παιδί τους. Ὁπότε εἶναι μεγάλο πρᾶγμα αὐτὴν τὴν συνείδηση νὰ τὴν ἀποκτήσουμε καὶ νὰ νοιώσουμε ὅτι μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ποῦμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας. Γιατί αὐτὴ ἡ λέξη τὰ λέει ὅλα. Ἀμέσως μᾶς βάζει στὸ κλίμα τῆς Ἐκκλησίας, Μπορεῖ νὰ εἶναι κανένας ὀρφανός, μπορεῖ νὰ τὸν ἔχουν ἐγκαταλείψει οἱ δικοί του, μπορεῖ ὅλα νὰ τὰ ἔχη χάσει καὶ νὰ αἰσθάνεται μόνος. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ὅμως ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας του, νοιώθει μία ἀσφάλεια, μία σιγουριά, καὶ ὅλος ὁ κόσμος γίνεται σπίτι του. … Ὁ ἄνθρωπος ἔχει μία δύναμη στὴν ζωή του καὶ ἡ δύναμη αὐτὴ εἶναι ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀγαπᾶ. Ἤλθαμε στὴν ζωὴ καὶ ἐλπίζουμε, γιατί κάποιος μᾶς ἀγαπᾶ κι αὐτὸς ὁ κάποιος εἶναι δυνατὸς, ἄσχετα ἄν ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύνατοι.22
«Πάτερ». Προσδιοριστικὸς ὅρος κατ’ ἀρχὴν τοῦ νέου ἤθους ἀποτελεῖ ὁ προοιμιακὸς προσδιορισμὸς τοῦ Θεοῦ ὡς πατέρα τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ δυναμική τοῦ προσδιοριστικοῦ αὐτοῦ ὅρου γιὰ τὸν «ἐπουράνιο Ὄντα» ἴσως δὲν γίνεται ἀπολύτως συλληπτὴ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἀκροατές, χριστιανοὺς καὶ μή. Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ὅμως, τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, «ἡ θεώρηση τοῦ φρικτοῦ Γιαχβὲ» ὡς πατέρα ἀποτελοῦσε μία συγκλονιστικὴ ἐμπειρία. Ἀσφαλῶς, ὡς δημιουργός, ὁ Ἰεχωβὰ ἦταν πατέρας ὅλου τοῦ σύμπαντος. Ἡ προσευχή, ὅμως, ἑνὸς Ἰουδαίου, ὡς ἔκφραση προσωπικῆς ἐμπειρίας τοῦ Θείου, δὲν στηριζόταν στὴν ἐξοικείωση μὲ αὐτό, ἀλλὰ στὴν ἀντιδιαστολή. Ὁ Ἰεχωβὰ ἦταν πατέρας τοῦ ἀνθρώπου, ὡστόσο ὁ ἄνθρωπος δὲν ἦταν υἱὸς αὐτοῦ τοῦ Πατέρα, ἀλλά δοῦλος του. ...
Μὲ τὴν ἐπίκληση αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς θραύει τὴν ἀδαμιαία παράδοση τῆς φοβικῆς διαπροσωπικῆς σχέσης Θεοῦ – ἀνθρώπου καὶ τὴν μεταποιεῖ σὲ σχέση ἀγάπης καὶ μάλιστα ἐνστικτώδους, ὅπως ἡ γονεϊκή. Ὁ δὲ ἐνστικτώδης χαρακτήρας αὐτῆς τῆς ἀγάπης δὲν συνιστᾶ παράγοντα περιοριστικό τῆς ἐλευθερίας οὔτε τοῦ Θεοῦ οὔτε τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἔνστικτο γιὰ τὸν Χριστιανὸ εἶναι ὅρος, δὲν εἶναι ὅριο. Ἀποτελεῖ δηλαδὴ προϋπόθεση ποὺ ἐπιβεβαιώνεται μὲ τὴν προσωπικὴ ἐπιλογή.
Ἔτσι ἡ προσευχὴ δὲν εἶναι ἀναγκαστικὸ συμπεριφοριστικὸ σύνδρομο, ἀλλὰ κραυγὴ συναισθηματικὴ ποὺ, ὡς ἐπιλογὴ τοῦ πιστοῦ, βεβαιώνει τὴν κατάφασή του στὸν Θεὸ ὡς Πατέρα του.23
Ὁ Χριστιανικὸς Θεός, ὅπως μᾶς τὸν φανέρωσε ὁ σαρκωθεὶς Λόγος του, δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἰδέα ὅπως τὴν φαντάζονται πολλοί, ψυχρὴ καὶ ἀδιάφορη γιὰ τὰ συμβαίνοντα στὸν κόσμο καὶ κυρίως στὸν ἄνθρωπο. Ἕνας τέτοιος Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Καὶ ἄν ὑπῆρχε, θὰ ἦταν ἄχρηστος. Ὁ δικός μας Θεὸς εἶναι Πατέρας, γεμᾶτος στοργὴ καὶ ἀγάπη γιὰ τὰ πλάσματά του, τὰ ὁποῖα προστατεύει καὶ φροντίζει. Εἶναι Θεὸς τρισυπόστατος καὶ πολυδύναμος. Ὅταν δὲ ἐμεῖς ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ κοντά του μὲ τὴν ἀποστασία τοῦ Ἀδὰμ, αὐτὸς ἦλθε κοντά μας, ντύθηκε τὴν σάρκα μας καὶ μᾶς ἔσωσε ἀπὸ τὴν δυνάστευση τῆς ἁμαρτίας μὲ τὸ λυτρωτικὸ καὶ σωτήριο ἔργο του.24
Προσφωνῶντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική του πρόνοια γιά μᾶς. Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Δὲν βρισκόμαστε στὴν ζωὴ γιατί ἔτσι τὸ θέλει κάποια τύχη ἢ τυφλὴ εἱμαρμένη. Εἴμαστε πλάσματα τῆς ἀγάπης του καὶ βρισκόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν πατρική του παρακολούθηση καὶ φροντίδα. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα καὶ θεραπεύουσα ἀγάπη του.
Τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς θυμίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός:
«Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεό μας, διότι μᾶς χάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον, ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμε, τόσες χιλιάδες μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ γιὰ ποιὸν τὰ ἔκαμε; διὰ τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρωοστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκανε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς καὶ Ὀρθόδοξους Χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλο ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν Κόλασιν, ἀλλὰ ἀκαρτέρει τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτὰς πότε θὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάνωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε. Τώρα, τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμε καί, ἄν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσε καὶ Ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπη μας;» (Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Διδαχὴ Ι. Μενούνου, Ἀθήνα 1979. Σελ. 121)
Συναίσθημα λοιπὸν ἀσφαλείας, ποὺ διώχνει κάθε ἀνασφάλεια καὶ ἄγχος, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας. Μεγάλη τιμὴ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει γιά μᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἀντάξια τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας.25
«Πάτερ ἡμῶν». Μὲ τὴν προσφώνηση αὐτὴ διδασκόμαστε ἀκόμη, ὅτι εἴμαστε ἀδελφοὶ κατὰ πνεῦμα, ὡς παιδιὰ τοῦ ἴδιου πατέρα, καὶ ὅτι ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἀλλήλους σὰν ἀδελφοὺς.26
Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ὁμονοῶντας μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο λέει ὅτι λέγοντας ὁ Κύριος «Πάτερ ἡμῶν» φανέρωσε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀναγεννηθήκαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα εἴμαστε γνήσιοι ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἑνὸς Πατέρα, ἑνὸς Θεοῦ καὶ μιᾶς μητέρας, τῆς ἁγίας Ἀνατολικῆς, Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ αὐτὰ προκύπτει πὼς πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡς γνήσιοι ἀδελφοί, ὅπως μᾶς προστάζει ὁ Κύριος λέγοντας: «Αὐτὴ εἶναι ἡ δική μου ἐντολὴ, νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον» (Ἰωάν. 15, 12-17).
Κατὰ τὸ εἶναι, ἐννοῶντας τὴν πλάση καὶ τὴν δημιουργία, ὁ Θεὸς εἶναι καὶ λέγεται Πατέρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν πιστῶν καὶ τῶν ἀπίστων. Ἔχομεν λοιπὸν χρέος νὰ ἀγαπᾶμε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τιμήθηκαν καὶ πλάστηκαν, καὶ νὰ μισοῦμε μόνο τὴν κακία καὶ τὴν ἀσέβεια καὶ ὄχι τὰ πλάσματά του. Τώρα κατὰ τὸ εὖ εἶναι, ἐννοῶντας ἐδῶ τὴν ἀνάπλαση, πρέπει ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι νὰ ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι εἴμαστε διπλὰ ἑνωμένοι, καὶ κατὰ τὴν φύση καὶ κατὰ τὴ χάρη.27
Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομός μᾶς ἐφιστᾶ τὴν προσευχὴ λέγοντας: Πρόσεξε τὴν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: μὲ ποιὸν τρόπο νομοθετεῖ τὴν μεταξὺ μας ἀγάπη καὶ μᾶς ἑνώνει ὅλους μὲ ἀγαπητικὴ διάθεση! Δὲν διέταξε νὰ λέμε: «Πάτερ μου ὁ ἐν οὐρανοῖς», ἀλλὰ: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», γιὰ νὰ δείχνουμε ἀδελφικὴ ἀγάπη μεταξύ μας, ἀφοῦ διδαχθήκαμε ὅτι ἔχουμε τὸν ἴδιο Πατέρα.28
Ὁ δὲ ἅγιος ἱερομάρτυς Κυπριανὸς λέγει: Εἶναι Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ὁμόνοιας. Καὶ δὲν θέλει νὰ παρακαλοῦμε ὁ καθένας μας μόνο γιὰ τὸν ἑαυτὸ του χωριστά. Δὲν θέλει νὰ Τοῦ μιλᾶμε ὁ καθένας μας γιὰ τὸν ἑαυτό του. Δὲν θέλει νὰ τοῦ λέμε: Πατέρα μου, δῶσε μου τὸν ἄρτο μου. Συγχώρησέ μου τὶς ἁμαρτίες μου. Μὴ εἰσενέγκῃς με. Ἀλλὰ ῥῦσαί με. Ὁ Θεὸς θέλει ἡ προσευχή μας νὰ εἶναι κοινή. Θέλει νὰ προσευχώμαστε ὅλοι μαζί. Καὶ ὅταν προσευχώμαστε, νὰ μὴ προσευχώμαστε ποτὲ μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ ὅλους· γιατί ὅλοι μαζὶ εἴμαστε ἕνα.
Ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ὁμόνοιας. Αὐτὸς μᾶς διδάσκει τὴν ἑνότητα. Αὐτὸς μᾶς ἔκανε ἕνα. Αὐτὸς μᾶς ζητεῖ, ὁ καθένας νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους.
Οἱ τρεῖς νεαροὶ ἄνδρες, οἱ «τρεῖς παῖδες», ἔτσι προσευχήθηκαν (ὅλοι μαζί) μέσα στὴν κάμινο τῆς Βαβυλώνας. Ἑνωμένοι· σὲ μία προσευχή· σὲ μία καρδιά. Καὶ γιὰ νὰ μᾶς δώση ὑπόδειγμα, νὰ τοὺς μοιάσουμε στὴν προσευχή, ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέει: «Τότε οἱ ‘’τρεῖς’’ ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος ὕμνουν καὶ ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν» (Δανιὴλ 3, 27). Μιλοῦσαν στὸν Θεὸ σὰν μὲ ἕνα στόμα. Παρ’ ὅλο ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε παρουσιασθῆ ἀκόμη καὶ δὲν μᾶς εἶχε διδάξει ἀκόμη πῶς νὰ προσευχώμαστε. Καὶ ἡ προσευχὴ τους εἰσακούσθηκε. Γιατί ἦταν προσευχὴ ἤρεμη, εἰρηνική, ἁπλῆ, πνευματική. Καὶ μία τέτοια προσευχὴ τὸν δένει τὸν Θεό. Στὸν οἶκο του ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἔχωμε ὅλοι μία καρδιά. Στὰ θεῖα καὶ αἰώνια Σκηνώματά του ὁ Θεὸς δέχεται ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦν ὅλοι μαζί· ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο (De oration dominika I).
Καὶ ὁ χρυσορρόας Ἰωάννης Χρυσόστομος λέγει: Ὤ, Τί θεϊκὴ σοφία κρύβεται σὲ αὐτὴν τὴν λέξη: τὸ «ἡμῶν»! Μία καὶ μόνο λέξη. Καὶ λέει τόσα πολλά! Καταργεῖ τὴν ἔχθρα. Βγάζει στὴν ἄκρη μῖσος καὶ φθόνο. Γεμίζει τὶς καρδιὲς μὲ ἀγάπη. Κάνει τὸν πτωχὸ ἴσο καὶ ὁμότιμο καὶ μὲ τὸν βασιλιὰ ἀκόμη. Τί πιὰ καὶ ἄν ἐπίγεια συγγένεια δὲν ἔχωμε καμμιά, ὅταν κατὰ τὴν θεία συγγένεια εἴμαστε ἴσοι καὶ ἀδελφοί; Τὸ βλέπετε; Μία λέξη μόνο τοῦ ἐν οὐρανοῖς Πατέρα μας ἄρκεσε νὰ μᾶς κάνη «ἕνα σόϊ» ὅλους μας· ἐξ ἴσου συγγενεῖς· ἐξ ἴσου εὐγενεῖς· ἀφοῦ τώρα ὁ Κύριος εἶναι γιὰ ὅλους ἐξ ἴσου Πατέρας μας (εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ὁμιλία ΙΘ)».
Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος στὸν 59ον λόγο του γράφει: «Κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἑνὸς καὶ αἰώνιου Πατέρα, ἀφεντικὸ καὶ δοῦλος εἶναι ἀδέλφια· στρατηγὸς καὶ στρατιώτης εἶναι ἀδέλφια· πλούσιος καὶ πτωχὸς εἶναι ἀδέλφια». (Λόγος 59, 1, 2)Καὶ σὲ ἄλλη ὁμιλία του: «Δὲν μπορῶ, ἔστω καὶ ἄν τὸ θέλω, νὰ δοξάσω τὸν Θεὸ μόνος μου. Δὲν μπορῶ, ἔστω καὶ ἄν τὸ θέλω, νὰ ζῶ γιὰ τὸν Θεὸ μόνος μου. Δὲν μπορῶ, ἔστω καὶ ἄν τὸ θέλω, νὰ ἀγαπῶ τὸν Θεὸ μόνος μου. Δὲν μπορῶ, ἔστω καὶ ἄν τὸ θέλω, νὰ ἀγκαλιάσω τὸν Θεὸ μόνος μου» (εἰς Ψαλμ. 33, 2, 6).29
«Πάτερ ἡμῶν!». Εἶσαι ὁ Πατέρας ὅλων μας. Ἄν σὲ καλοῦσα Πατέρα μου θὰ μείωνα καὶ Σένα καὶ μένα, ἀναφωνεῖ τὸ χρυσορρῆμον στόμα τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς. Πάτερ ἡμῶν! Δὲν νοιάζεσαι μόνο γιὰ μένα, ἕνα ἄτομο, μὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Σκοπὸς σου εἶναι ἡ βασιλεία σου, ὄχι ἕνας μεμονωμένος ἄνθρωπος. Ὁ ἐγωϊσμός μου σὲ καλεῖ Πατέρα μου. Ἡ ἀγάπη μου Σοῦ φωνάζει: Πατέρα μας! Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀδελφῶν μας, προσεύχομαι καὶ λέω: «Πάτερ ἡμῶν». Στὸ ὄνομα ὅλων τῶν ὄντων, ποὺ σὲ περιβάλλουν καὶ μὲ τὰ ὁποῖα μὲ ἔχεις πλάσει, προσεύχομαι: «Πάτερ ἡμῶν». Προσεύχομαι σὲ Σένα, Πατέρα τοῦ σύμπαντος, προσεύχομαι γιὰ ἕνα πρᾶγμα μόνο: Ἄς ἀνατείλη σύντομα ἡ μεγάλη ἡμέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οἱ ζωντανοὶ καὶ οἱ νεκροί, ἁρμονικά, μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τ’ ἀστέρια, τὰ θηρία κι ὅλα τὰ πλάσματα, θὰ σὲ καλέσουν μὲ τὸ πραγματικὸ σου ὄνομα: «Πάτερ ἡμῶν», «πατέρα μας!».30
«Πάτερ ἡμῶν». Ὁ Κύριος δὲν μᾶς ἐδίδαξε νὰ λέγωμε πρὸς τὸν Θεὸν ἁπλῶς «Πάτερ!». Μᾶς ἐδίδαξε νὰ λέγωμε «Πάτερ ἡμῶν». Ἐὰν λοιπὸν πιστεύω ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατήρ μου, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ πιστεύω ἐπίσης ὅτι ἔχει καὶ ἄλλα τέκνα· ὅτι ὅλοι ἀποτελοῦμε μία κοινὴν οἰκογένειαν, τῆς ὁποίας Πατὴρ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατὴρ ὅλων μας, ὁ «Πατὴρ ἡμῶν».
Ἡ ἰδιότης αὐτὴ τῶν τέκνων τοῦ κοινοῦ Πατρός, ἡ ἀδελφικὴ αὐτὴ σχέση ποὺ συνδέει μεταξὺ των ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀποτελεῖ μία πραγματικότητα ἰσχυροτέρα καὶ μονιμωτέρα ἀπὸ κάθε διαφορὰ – μία πραγματικότητα ἱκανὴ νὰ καταργήση κάθε φραγμό, νὰ καταλύση κάθε μεσότοιχο.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λέγω «Πάτερ ἡμῶν» ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ, ἐφ’ ὅσον λησμονῶ ὅτι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀδελφότητα δὲν ἀποκλείεται κανείς. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ ὁ Χριστιανὸς θὰ ἔλθη κατ’ ἀνάγκην εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν «κόσμον». Διότι, σύμφωνα μὲ τὰ κριτήρια τοῦ «κόσμου» δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεωρῆται ἰδικός μας, ἀδελφός μας, τέκνον τοῦ αὐτοῦ πατρός, ὁ ξένος, ὁ ὑπήκοος ἑνὸς ἐχθρικοῦ κράτους, ὁ πολιτικός μας ἀντίπαλος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνήκει εἰς ἄλλην κοινωνικὴν τάξιν, τὸ ἀσήμαντον ἢ ἀντιπαθητικὸν πρόσωπον, ὁ ἐγκληματίας. Συμβαίνει ἐνίοτε Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὡς ἄτομα ἄνθρωποι δίκαιοι καὶ εἰρηνικοί, νὰ μὴ βλέπουν τίποτα τὸ ἄτοπον εἰς τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἔθνος ἢ ἡ κοινωνικὴ των τάξις ἐκμεταλλεύεται, πολιτικῶς ἢ οἰκονομικῶς, ἄλλους ἀνθρώπους. Οἱ Χριστιανοὶ αὐτοὶ δὲν ἔχουν βεβαίως τὸ δικαίωμα νὰ λέγουν: «Πάτερ ἡμῶν». Γενικῶς, δὲν ἠμποροῦμε νὰ προσφέρωμεν τὰς ἱερὰς αὐτὰς λέξεις, ἐφ’ ὅσον δὲν ἔχομεν ἐξαλείψει, ἢ τοὐλάχιστον δὲν προσπαθοῦμεν νὰ ἐξαλείψωμεν ἀπὸ τὴν ψυχὴ μας κάθε ἴχνος μίσους, ὑπερηφανείας ἢ βίας.
Μὲ ἀγαλλίασιν ὁ Χριστιανὸς προσεύχεται τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ μετὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλ’ οἱ ἱεροὶ αὐτοὶ λόγοι γίνονται εἰς τὸ στόμα του βλασφημία, ὅταν τὸ γεγονὸς ὅτι ἀνήκει εἰς μίαν ὡρισμένην ἐκκλησιαστικὴν κοινότητα – ἔστω καὶ ἄν ἡ κοινότης αὐτὴ εἶναι ἀληθής τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία – τὸν κάμη νὰ λησμονήση ὅτι τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ συνεπῶς ἀδελφοὶ ἰδικοὶ του εἶναι καὶ οἱ ἄλλοι, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν Ἐκκλησιαστικὴν κοινότητα μὲ αὐτόν, καὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Χριστὸν ὡς Κύριον καὶ Θεὸν των. Καὶ ἡ βλασφημία θὰ εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλυτέρα, ἐὰν ὁ Χριστιανὸς θεωρήση τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὡς μόνιμον καὶ ἐπαρκῆ λόγον διὰ νὰ διώξη καὶ νὰ πολεμήση τοὺς ἀλλοθρήσκους καὶ ἀλλοδόξους, ὅπως δυστυχῶς ἐπανειλημμένως συνέβη κατὰ τὰς δύο χιλιετηρίδας τῆς Χριστιανικῆς ἱστορίας.
«Πάτερ ἡμῶν». Αἱ δύο αὐταὶ λέξεις ἀποτελοῦν τὴν ρίζαν καὶ τὸ θεμέλιον τῶν δύο μεγάλων ἐντολῶν. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι Πατήρ, ἐπειδὴ εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς χάρισε τὴν ὕπαρξιν καὶ τὴν ζωήν, Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἠγάπησε καὶ μᾶς ἀγαπᾶ ὅσον οὐδέποτε μᾶς ἠγάπησεν ἢ ἠμπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπήση σαρκικὸς πατέρας, ὀφείλομεν καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μας, ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς μας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας μας. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι «Πατὴρ ἡμῶν» ὀφείλομεν νὰ ἀγαπῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας, τὸν «πλησίον» μας ὅσον ἀγαπῶμεν καὶ τὸν ἑαυτό μας. Ἔχομεν λοιπὸν ἕνα ἀσφαλέστατον κριτήριον διὰ νὰ κρίνωμεν κατὰ πόσον αἱ πράξεις μας εἶναι σύμφωνοι ἢ ὄχι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ κριτήριο αὐτὸ εἶναι: διὰ τῆς πράξεως αὐτῆς, ἀγαπῶμεν τὸν Θεὸν ὡς Πατέρα; Ἀγαπῶμεν τὸν «Πλησίον» μας ὅσον ἀγαπῶμεν καὶ τὸν ἑαυτό μας;
Ὅταν λέγω «Πάτερ ἡμῶν», παραδίδω τὴν καρδιά μου εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ αὐτὸ γίνεται πραγματικῶς μόνον ὅταν ἔχω κλείσει προηγουμένως μέσα στὴν καρδιά μου ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.31
«Πάτερ ἡμῶν». Ἡ ὁμολογία ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς Πατέρας εἶναι ταυτόχρονα καὶ μία ὁμολογία ὅτι ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει μία σχέση γενικῆς, πνευματικῆς ἀλλὰ καὶ βιολογικῆς ἀδελφοσύνης. Ἄν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἕναν κοινὸ Πατέρα, τότε ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια μεταξύ μας. Ὅλοι ἀποτελοῦμε μία τεράστια οἰκογένεια καὶ ὅλοι εἴμαστε ἴσοι. Αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν εὐθύνη ποὺ ἔχουμε ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. Δὲν εἴμαστε ξένοι καὶ ἄγνωστοι, ἀντίπαλοι καὶ ἐχθροί, ἀλλὰ ἀδελφοὶ συν – άνθρωποι, παιδιὰ τοῦ ἴδιου Θεοῦ – Πατέρα. Ὁ ἀκατάπαυστος ἀγώνας ἡμῶν ὡς Χριστιανῶν εἶναι ἀκριβῶς νὰ βιώσουμε τούτη τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀγκαλιάσουμε ὅλη τὴν πλάση μὲ τὴν ἀδελφική μας ἀγάπη. Ἡ διαπίστωση τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη εἶναι θεμέλιος λίθος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς: «Ἐὰν τὶς εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὅν ἑώρακε, τὸν Θεὸν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α. Ἰωάν. 4, 20).32
«Ἡμῶν». Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεό, ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ «Πάτερ ἡμῶν», Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωϊστικὴ σχέση μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ.
Ἔτσι ἡ καρδιὰ μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγῳ τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγῳ τῆς κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπὶ πλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.
Πῶς μπορεῖ νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ἀδελφούς; Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωση τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρώπινων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχόν, ἀφοῦ εἰς τὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι. Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ Πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο (ἐν. ἀνωτ. σελ. 669).33
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Λέγοντας «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» διδασκόμεθα, ὅτι ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας μας εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, ὁ ὁποῖος κατοικεῖ στοὺς οὐρανούς, τοῦ ὁποίου ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος καὶ ἡ γῆ ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ (Ἡσ. 66, 1). Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει: «Πρόσεχε τῇ ἀκριβείᾳ τοῦ λόγου, πῶς ἡμῖν νομοθετεῖ…». Λέγεται δὲ καὶ κατοικεῖ ἐν οὐρανοῖς, διότι οἱ οὐρανοὶ ἐκφράζουν δόξα καὶ μεγαλοπρέπεια. Κατοικία τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· αὐτὸ μᾶς φανέρωσε ὁ Σωτήρας μας ὅταν εἶπε ὅτι «ὁ ἀγαπῶν αὐτόν καὶ τηρῶν αὐτοῦ τοὺς λόγους θέλει ἀγαπηθῆ ὑπό τοῦ πατρός αὐτοῦ καὶ πρὸς αὐτόν ἐλευσόμεθα καὶ μονήν παρ’ αὐτῷ ποιήσομεν» (Ἰωάν. 14, 23).34
Αὐτὰ γράφει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος αἰτιολογεῖ: «Ἐπειδὴ ὁ Πατέρας μας εἶναι στοὺς οὐρανούς, πρέπει νὰ στρέψουμε τὸν νοῦ μας στὸν οὐρανό, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα μας, ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, καὶ ὄχι κάτω στὴν γῆ, ὅπως οἱ χοῖροι, ἀλλὰ σ’ αὐτὸν τὸν γλυκύτατον Σωτῆρα μας καὶ Δεσπότη καὶ στὰ οὐράνια κάλλη τοῦ παραδείσου. Ὄχι μόνο κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἀλλὰ σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σὲ κάθε τόπο πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν νοῦ μας στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ μὴ σκορπίζεται ἐδῶ κάτω στὰ φθαρτὰ καὶ πρόσκαιρα πράγματα».35
Τί σημαίνει ὁ «ἐν τοῖς οὐρανοῖς»; ρωτάει ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος. Ἄς ἀκούσουμε τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ λέει: «Ὁ Κύριος εἶναι ὑπεράνω ὅλων τῶν ἐθνῶν, μέγας καὶ ὑψηλὸς καὶ ἡ δόξα του εἶναι ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν, ὑπεράνω ὅλων τῶν δημιουργημάτων του» (Ψαλμ. 112, 4). «Οἱ οὐρανοὶ ἀποκαλύπτουν τὸ μεγαλεῖο τοῦ Δημιουργοῦ» (Ψαλμ. 18, 2). Ὁ οὐρανὸς εἶναι ἐκεῖ, ὅπου δὲν ὑπάρχει καμμία προοπτικὴ θανάτου.36
Στὴν συνέχεια τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς λέμε, τονίζει ὁ ἀββᾶς Κασσιανός, «ποὺ βρίσκεσαι στοὺς οὐρανούς». Ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς εἶναι μία ἐξορία. Αὐτὴ ἡ γῆ εἶναι ξένος τόπος ποὺ μᾶς χωρίζει ἀπὸ τὸν Πατέρα μας. Ἄς φύγωμε ἀπὸ αὐτὴν τὴν χώρα μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις μας. Ἄς τρέξουμε πρὸς τὸν τόπο, ὅπου, καθὼς λέμε, κατοικεῖ ὁ Πατέρας μας. Ἄς μὴ ὑπάρξη τίποτα στὴν ζωή μας ποὺ νὰ μᾶς κάνη ἀνάξιους αὐτῆς τῆς ὁμολογίας καὶ τῆς τιμῆς μιᾶς τέτοιας υἱότητας. Ἄς μὴ βρεθῆ τίποτα ποὺ νὰ μᾶς ἀπαξιώνη ὡς ἄσωτους υἱοὺς ἢ κάτι ποὺ νὰ μᾶς κάνη ἔκπτωτους ἀπὸ τὴν κληρονομία τῶν υἱῶν του καὶ νὰ μᾶς προκαλῆ τὴν ὀργή του καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς κρίσης του.37
«Οὐρανοί, λέγει ὁ Κύριλλος Ἱεροσολύμων, ὅμως μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν καὶ ὅσοι φόρεσαν τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου ἀνθρώπου, τοῦ Χριστοῦ. (πρβλ. Α΄ Κοριν. 15, 49). Ἐκεῖνοι στῶν ὁποίων τὶς καρδιὲς κατοικεῖ καὶ περιπατεῖ ὁ Θεὸς (πρβλ. Α΄ Κοριν. 6, 16)».38
«Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τὸ ὅτι πρέπει νὰ οἰκειοποιηθοῦμε τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἐνάρετη ζωή μας τὸ ἐξετάσαμε, σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης καὶ συνεχίζει: Ἀλλὰ καὶ κάποιο βαθύτερο νόημα νομίζω ὑποδηλώνει ὁ λόγος· αὐτὰ δηλαδὴ μᾶς ὑπενθυμίζουν τὴν πατρίδα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξωριστήκαμε καὶ τὴν εὐγένεια τὴν ὁποία χάσαμε. Γιατί στὴν παραβολὴ τοῦ νέου ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρικὴ ἑστία καὶ παραδόθηκε μόνος του στὴν ζωὴ τῶν χοίρων, ὁ Λόγος δείχνει τὴν ἀνθρώπινη ἀθλιότητα, περιλαμβάνοντας σὲ μία διήγηση τὴν ἀποσκίρτηση καὶ τὴν ἀσωτία. Δὲν τὸν ἐπαναφέρει στὴν ἀρχικὴ καλοτυχία του, πρὶν ἀποκτήση συναίσθηση τῆς μεταμελείας του. Αὐτὰ θὰ συμφωνοῦσαν κάπως μὲ τὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖ εἶπε: «Πατέρα, ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ἐσένα» (Λουκ. 15, 21). Δὲν θὰ πρόσθετε στὴν ἐξομολόγησή του τὴν ἁμαρτία του πρὸς τὸν οὐρανό, ἄν δὲν πίστευε ὅτι πατρίδα του εἶναι ὁ οὐρανός, ποὺ ἔσφαλε ἐγκαταλείποντάς τον. Γι’ αὐτὸ ἡ μελέτη τῆς ἐξομολόγησης αὐτῆς κάνει εὐμενῆ σ’ αὐτὸν τὸν Πατέρα του, ὥστε καὶ νὰ τρέξη σ’ αὐτὸν καὶ νὰ κρεμασθῆ στὸν τράχηλό του φιλῶντας τον (πρᾶγμα ποὺ σημαίνει τὸν λογικὸ ζυγό, ποὺ μὲ τὸ στόμα ἐπιβλήθηκε στὸν ἄνθρωπο μὲ τὴν παράδοση τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ξεντύθηκε τὸν πρῶτο ζυγὸ τῆς ἐντολῆς κι ἀποτίναξε τὸν νόμο ποὺ τὸν φύλαγε), καὶ νὰ τὸν περιβάλη μὲ τὴν στολή, ὄχι καμμία ἄλλη, ἀλλὰ τὴν πρώτη, ποὺ τὴν ἔχασε ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς καὶ εἶδε τὸν ἑαυτὸ του γυμνὸ (Γεν. 3, 10) εὐθὺς μόλις δοκίμασε τὰ ἀπαγορευμένα. ...
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐκδηλωθῆ στὸν νέο ἡ φιλανθρωπία τοῦ πατέρα του, ἔγινε αἰτία ἡ ἐπιστροφή του στὴν πατρικὴ ἑστία (καὶ εἶναι αὐτὴ ὁ οὐρανός, στὸν ὁποῖο ἁμάρτησε λέει στὸν Πατέρα), ἔτσι καὶ ἐδῶ, νομίζω ὅτι, διδάσκοντάς σε ὁ Κύριος νὰ ἐπικαλεῖσαι τὸν οὐράνιο Πατέρα, σοῦ ὑπενθυμίζει τὴν ἀγαθὴ πατρίδα, ὥστε, ἰσχυροποιῶντας μέσα σου τὴν ἐπιθυμία τῶν καλῶν, νὰ σὲ σταθεροποιήση στὸν δρόμο ποὺ θὰ σὲ ἐπαναφέρη πάλι στὴν πατρίδα. Καὶ δρόμος ποὺ νὰ ἀνεβάζη τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸν οὐρανὸ δὲν εἶναι ἄλλος κανένας, παρὰ φυγὴ καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς γήϊνες κακίες. Καὶ τρόπος ἀποφυγῆς τῶν κακῶν δὲν νομίζω πὼς ὑπάρχει ἄλλος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό. Καὶ ἡ ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι τὸ νὰ γίνη κανεὶς δίκαιος καὶ ὅσιος καὶ ἀγαθὸς καὶ τὰ ὅμοια. Αὐτῶν τὰ χαρακτηριστικὰ ἄν ἐντυπώση ἀνάγλυφα κανένας, ὅσο γίνεται, μέσα του, αὐτόματα καὶ χωρὶς κόπο ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ θὰ μεταστῆ στὴν οὐράνια χώρα. Γιατί ἡ διάσταση ἀνάμεσα στὸ θεῖο καὶ στὸ ἀνθρώπινο δὲν εἶναι τοπική, ὥστε νὰ χρειαστοῦμε κάποιο τέχνασμα ἢ κάποια ἐπινόηση γιὰ νὰ μεταφέρουμε τὸ βαρὺ καὶ πυκνὸ καὶ χωμάτινο τοῦτο σαρκίο στὴν ἀσώματη καὶ νοερὴ ζωή. Ἡ ἀρετὴ εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὸ κακὸ νοητὰ καὶ ἀπόκειται στὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου κλίνει ἡ ἐπιθυμία του, ἐκεῖνο νὰ προτιμήση. Ἐπειδὴ λοιπὸν δὲν ἀκολουθεῖ κανένας κόπος στὴν ἐκλογὴ τοῦ ἀγαθοῦ (ἐνῷ τὴν ἐκλογὴ τὴν ἀκολουθεῖ καὶ ἡ ἐπιτυχία ὅσων διάλεξε κάποιος) ἔχεις τὴν ἐλευθερία νὰ βρεθῆς στὸν οὐρανὸ ἀμέσως μόλις βάλης τὸν Θεὸ στὴν σκέψη σου. Ἄν δηλαδή, ὅπως λέει ὁ ἐκκλησιαστής, «ὁ Θεὸς εἶναι στὸν οὐρανὸ» (Ἐκκλ. 5, 1) καὶ σύ, κατὰ τὸν προφήτη, προσκολλήθηκες στὸν Θεὸ (Ψαλμ. 72, 28), εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη ὅποιος ἔχει συνενωθῆ μὲ τὸν Θεὸ νὰ βρίσκεται ὅπου εἶναι ὁ Θεός. Ὁρίζοντάς σου λοιπὸν στὴν προσευχὴ σου νὰ ἀποκαλῆς δικὸ σου τὸν Θεό, δὲν σὲ διατάζει τίποτε ἄλλο, παρὰ μὲ τὴν θεοπρεπῆ πολιτεία σου νὰ γίνης ὅμοιος μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα, ὅπως ἀλλοῦ τὸ βεβαιώνει αὐτὸ καὶ πιὸ φανερὰ λέγοντας· «γίνεστε τέλειοι, ὅπως τέλειος εἶναι καὶ ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος».
Ἄν λοιπὸν καταλάβαμε τὸ νόημα αὐτῆς τῆς προσευχῆς, εἶναι καιρὸς νὰ ἑτοιμάσωμε τὶς ψυχές μας, ὥστε νὰ τολμήσουν κάποτε νὰ πάρουν στὸ στόμα τους τὶς λέξεις αὐτὲς καὶ νὰ ποῦν μὲ παρρησία· «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὅπως εἶναι δηλαδὴ φανερὰ τὰ γνωρίσματα τῆς ὁμοιότητάς μας μὲ τὸν Θεό, μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ γίνη κανένας παιδὶ τοῦ Θεοῦ (γιατί λέει «σὲ ὅσους τὸν δέχθηκαν ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 1, 12)· καὶ δέχεται κανένας μέσα του τὸν Θεό, ἄν πραγματοποιήση τὴν τελειότητα στὸ ἀγαθό), ἔτσι ἔχει καὶ ἡ σφραγῖδα τοῦ κακοῦ κάποια δικά της σημεῖα, ποὺ ὅποιος τὰ ἔχει δὲν μπορεῖ νὰ γίνη υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἔχει τὴν εἰκόνα τῆς ἀντίθετης φύσης. Θέλεις νὰ μάθης τὰ γνωρίσματα τῆς σφραγίδας τοῦ πονηροῦ; Εἶναι ὁ φθόνος, τὸ μῖσος, ἡ διαβολή, ἡ ἔπαρση, ἡ πλεονεξία, ἡ ἐμπαθὴς ἐπιθυμία, ἡ ἀρρώστια τῆς μανίας μὲ τὴν δόξα. Αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια εἶναι ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν μορφὴ τοῦ ἀντιπάλου μας. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἡ ψυχὴ του ἔχει καεῖ ἀπὸ τέτοιες κηλῖδες, ἄν καλέση πατέρα αὐτὸν, ποιὸς πατέρας θὰ τὸν ἀκούση; Αὐτὸς φυσικὰ ποὺ εἶναι συγγενὴς μ’ αὐτὸν ποὺ τὸν κάλεσε· κι αὐτὸς δὲν εἶναι ὁ οὐράνιος, ἀλλὰ ὁ καταχθόνιος. Γιατί ὅποιου ἔχει τὰ σημεῖα, αὐτὸς θὰ καταλάβη ὁπωσδήποτε τὴν συγγένειά του μαζί του. Ἑπομένως τοῦ πονηροῦ ἀνθρώπου ἡ προσευχή, ὅσο βρίσκεται μέσα στὴν κακία του, γίνεται ἐπίκληση τοῦ διαβόλου. Ὅποιος ὅμως ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ζεῖ μὲ ἀγαθότητα, αὐτὸς θὰ φωνάξη τὸν ἀγαθὸ Πατέρα.
Ὅταν λοιπὸν προσευχώμαστε στὸν Θεό, ἄς ἐξετάσωμε πρῶτα τὴν ζωή μας, ἄν ἔχωμε κάτι ποὺ ν’ ἀξίζη τὴν θεία συγγένεια, κι ἔτσι ἄς τολμήσωμε ἔπειτα τὸν λόγον αὐτόν. Γιατί αὐτὸς ποὺ μᾶς ὥρισε νὰ τὸν ὀνομάζουμε «Πατέρα», δὲν μᾶς παρεχώρησε τὴν ἄδεια νὰ ψευδώμαστε. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ἔζησε ἀντάξια τῆς θεϊκῆς εὐγένειας, αὐτὸς ἀτενίζει ὀρθὰ πρὸς τὴν οὐράνια πόλη καὶ ὀνομάζει Πατέρα τὸν Βασιλιὰ τῶν οὐρανῶν καὶ πατρίδα του τὴν οὐράνια μακαριότητα.39
Μᾶς δίδαξε νὰ ἐγκαταλείπουμε τὴν γῆ καὶ τὰ γήϊνα καὶ νὰ μὴ εἴμαστε ἀφωσιωμένοι πρὸς τὰ κάτω, συμβουλεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀλλὰ μὲ τὰ φτερὰ τῆς πίστεως νὰ ἀνεβοῦμε στὸν ἀέρα καὶ νὰ περάσουμε στὸν αἰθέρα καὶ νὰ ζητήσουμε Αὐτὸν ποὺ ὀνομάζομε Πατέρα, διέταξε δὲ νὰ λέμε: «Πατέρα μας, ποὺ βρίσκεσαι στοὺς οὐρανούς». Ὄχι μόνο διότι στοὺς οὐρανοὺς βρίσκεται ὁ Θεός, ἀλλὰ γιὰ νὰ κάνη ἐμᾶς ποὺ κυλιόμαστε στὴν γῆ νὰ σηκώσωμε τὰ μάτια μας πάνω καί, ἀφοῦ μᾶς περιλάμψη μὲ τὰ κάλλη τῶν ἐπουρανίων ἀγαθῶν, νὰ μεταφέρη ἐκεῖ ὅλη μας τὴν ἐπιθυμία.40
Τί σημαίνει «ὁ ἐν οὐρανοῖς»; Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος δίδει τὴν δική του ἑρμηνεία: Ὁ Θεὸς εἶναι πέραν ἀπὸ τὸ σύμπαν. Δὲν χωράει στὸ σύμπαν. Ὁ οὐρανὸς μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ πιὸ ὄμορφο καὶ γοητευτικὸ μέρος στὸν κόσμο. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἁπλὸ μέρος τοῦ κόσμου. Ὁ Θεός, ὁ ἀχώρητος παντί, δὲν μπορεῖ νὰ κατοικῆ σὲ κάποιο, σὲ οἱοδήποτε μέρος τοῦ κόσμου. Μὰ ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέγει ὅτι στὶς καρδιὲς τῶν Ἁγίων κατοικεῖ.
Συνεπῶς ἡ φράση «ὁ ἐν οὐρανοῖς» σημαίνει: Μέσα στὶς καρδιὲς τῶν Ἁγίων. Μέσα στοὺς Ἁγίους. Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ μᾶς δείχνουν τί ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἅγιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἀπέχουν μεταξύ τους, ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴν γῆ (Ἐπὶ τοῦ Ὄρους ὁμιλία 2, 4). 41
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὁ Ὠριγένης, ἔχοντας ὑπ’ ὄψιν του χειρόγραφο ποὺ παραλείπει ἀπὸ τὸ Κατὰ Λουκᾶν εὐαγγέλιον τὴν φράσιν αὐτὴν, παρατηρεῖ: Ὁ Ματθαῖος τοποθετεῖ μετὰ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» τὸ «ἐν τοῖς οὐρανοῖς», ὅταν δίδασκε περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ δίδασκε ὅλους τοὺς παρόντες, μετὰ τοὺς μακαρισμοὺς καὶ τὸν περὶ προσευχῆς Λόγον. Ὁ Λουκᾶς δέ, ἐπειδὴ διδάσκει σὲ ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιό του περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἐσιώπησε τὸ «ἐν τοῖς οὐρανοῖς» γιὰ νὰ μᾶς καταστήση ἔτσι περισσότερον οἰκεῖον τὸν ὑπεράνω ἀπὸ μᾶς κόσμο (τὸν ἐπουράνιο) ... καὶ γιὰ νὰ προπαρασκευαζώμαστε καλύτερα γι’ αὐτόν. Καὶ εἶναι μὲν πανταχοῦ παρὼν ὁ Θεός, στὸν οὐρανὸ ὅμως φανερώνει περισσότερον τὴν δόξαν του, διότι «ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ» (Ψαλμ. 102, 19) καὶ ἐκεῖ πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ κατευθύνωμεν τὰς προοευχὰς μας, διότι καὶ ὁ Χριστὸς ὁ μεσίτης καὶ ἀρχιερεὺς ἐκεῖ εἶναι τώρα καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Θρόνος τῆς χάριτος Αὐτοῦ.42
«Μὲ τὸ νὰ πῆ στοὺς οὐρανούς, σοῦ ἔδειξε τὴν πατρίδα σου καὶ τὸ πατρικὸ σου σπίτι», σχολιάζει ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας. Ὁ δὲ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς σημειώνει: «γιὰ νὰ καταφρονοῦμε τὰ γήϊνα, νὰ σπεύδουμε νὰ ἀνεβοῦμε τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ πατέρας μας. ... Ὁ Θεὸς εἶναι πανταχοῦ παρών, ἰδιαίτερα δὲ σὲ τόπους ἄξιους διὰ τὸ μᾶλλον αὐτοὺς εἶναι δεκτικοὺς αὐτοῦ. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι στὸν οὐρανό· διότι εἶναι καθαρώτερος ἐκεῖνος ὁ τόπος, καὶ σ’ αὐτὸν εἶναι οἱ ἄϋλες δυνάμεις καὶ οἱ δῆμοι τῶν ἁγίων, στοὺς ὁποίους ἐπαναπαύεται». Ἡ φράση ἀντιτίθεται καὶ πρὸς τὴν ἰδέα τῶν ἐθνικῶν, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Θεοὶ εἶχαν τὴν κατοικία τους στὰ γήϊνα ὄρη, ὅπως ὁ Ὄλυμπος. Ἡ φράσις πρέπει νὰ ἐκληφθῆ καὶ ὡς συμβολίζουσα τὴν ἁπανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ὑπερβατικότητα αὐτοῦ ὑπὲρ τὸν χῶρον καὶ τόπον» (I. Owen).43
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὅταν ἀπευθυνώμαστε σὲ Σένα, σηκώνουμε πάντα τὰ μάτια μας στὸν οὐρανό. Ὅταν θυμούμαστε τὶς ἁμαρτίες μας, κοιτάζουμε κάτω στὴν γῆ. Ἐμεῖς βρισκόμαστε πάντα χαμηλά, στὰ βάθη, λόγῳ τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐσὺ κατοικεῖς πάντα στὰ ὕψη, στὴν μεγαλωσύνη σου καὶ τὴν ἁγιωσύνη σου.
Ἐσὺ βρίσκεσαι πάντα στὸν οὐρανὸ, ὅταν ἐμεῖς εἴμαστε ἀνάξιοι νὰ σὲ ὑποδεχθοῦμε. Ἀλλὰ χαμηλώνεις καὶ κατεβαίνεις πρόθυμα σέ μᾶς, στὸ ἐπίγειο ἐνδιαίτημά μας, μόλις Σὲ ζητήσουμε καὶ Σοῦ ἀνοίξουμε τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας.
Κι ὅταν καταδέχεσαι καὶ κατεβαίνης σέ μᾶς, ἐξακολουθεῖς νὰ κατοικῆς στὸν οὐρανὸ. Στὸν οὐρανὸ ζεῖς, πάνω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κινεῖσαι, μαζὶ μὲ τοὺς οὐρανοὺς σκύβεις στὴν κοιλάδα μας.
Ὁ οὐρανὸς εἶναι μακρυά, πολὺ μακρυὰ γιὰ κείνους ποὺ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά τους Σὲ ἔχουν ἀποστραφῆ ἢ ποὺ γελοῦν ὅταν ἀκοῦν τὸ ὄνομά σου. Ἀλλὰ εἶναι κοντά, πολὺ κοντά, σὲ κεῖνον ποὺ ἔχει πάντα ἀνοικτὴ τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς του καὶ περιμένει τὸν ἐρχομὸ σου, Ἐσένα τὸν ἀγαπημένο μας Ἐπισκέπτη.
Ἄν τολμήση ἀκόμη καὶ ὁ δικαιότερος ἄνθρωπος νὰ συγκριθῆ μαζὶ σου, θὰ ὑπερέχης ὅσο τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ ὑπερέχει ἀπὸ κάποια γήϊνη κοιλάδα, ὅσο ὑπερέχει ἡ αἰώνια ζωὴ ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ θανάτου.
Εἴμαστε φτιαγμένοι ἀπὸ φθαρτὰ ὑλικά. Πῶς θὰ μπορούσαμε νὰ σταθοῦμε στὸ ἴδιο ὕψος μὲ Σένα, Ἀθάνατε καὶ Ἰσχυρέ;
Πατέρα μας, ποὺ βρίσκεσαι πάντα ψηλά, ἀλλὰ χαμηλώνεις, ἔρχεσαι κοντά μας καὶ μᾶς ὑψώνεις σὲ Σένα. Τί ἄλλο εἴμαστε παρὰ γλῶσσες φτιαγμένες ἀπὸ πηλὸ γιὰ χάρη τῆς δόξας σου; Ὁ πηλὸς θὰ σιγοῦσε γιὰ πάντα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑμνήση τὸ ὄνομά σου χωρὶς ἐμᾶς, Κύριε. Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ Σὲ γνωρίση χωρὶς ἐμᾶς; Πῶς θὰ μποροῦσες νὰ κάνης θαύματα μὲ τὸν ἄψυχο πηλὸ χωρὶς Ἐμᾶς; Ὦ Πατέρα μας!.44
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἀμέσως μετὰ τὴν ἐπίκληση δηλώνεται ὁ τόπος ὅπου βρίσκεται ὁ Πατέρας, ὁ «Πανταχοῦ παρών», Ἐκεῖνος ποὺ περιβάλλει τὰ πάντα καὶ δὲν περιορίζεται ἀπὸ τίποτα. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ οὐρανοῦ ὡς τόπου διαμονῆς τοῦ Πατέρα, ὁ προσευχόμενος υἱὸς ἀνυψώνεται ἐκεῖ, γράφει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ, καὶ συνεχίζει: Ξέχνα ὅλα τὰ γήϊνα. Πάρε τὴν προσοχὴ σου ἀπὸ τὴν γῆ, τὸ προσωρινὸ κατάλυμά σου. Μὴ νοιάζεσαι γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ ἀντικείμενα αὐτοῦ τοῦ καταλύματος, ποὺ θὰ χάσης ὕστερα ἀπὸ λίγο. Μερίμνησε ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν πατρίδα σου, τὸν οὐρανό, ποὺ τὴν ἔχασες μὲ τὴν πτώση καὶ τὴν ξαναπῆρες μὲ τὴν λύτρωση. Προσευχήσου νὰ σοῦ δωριστοῦν τὰ αἰώνια, τὰ πνευματικά, τὰ πανάγια, τὰ θεῖα ἀγαθά, ποὺ ἡ ἀξία τους εἶναι ἀσύλληπτη ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν ἀγγελικὸ νοῦ. Αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ἔχουν ἤδη ἑτοιμασθῆ γιὰ σένα, αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ἤδη σὲ περιμένουν.45
Στὴν προσευχὴ λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας στοὺς οὐρανούς. Ὁ λόγος φυσικὰ εἶναι μεταφορικός. Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρο πνεῦμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχη τὴν κατοίκησή του στὸν οὐρανό, ποὺ δὲν ὑπάρχει πραγματικά, ἀλλὰ εἶναι «πανταχοῦ παρὼν» καὶ πληροῖ κάθε τόπο καὶ χρόνο. Λέμε δὲ ὅτι κατοικεῖ στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὴν κακότητα τῆς γῆς καὶ νὰ τονίσουμε τὴν ἄπειρη δόξα καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεότητος.46
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Στὰ Εὐαγγέλια ὁ Ἰησοῦς μιλᾶ ἐπανειλημμένα γιὰ τὸν «Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς» καὶ τὸν «Πατέρα τὸν οὐράνιο».
Στὴν σκέψη τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν συγγραφέων τῆς Καινῆς Διαθήκης ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 5, 34) ἀπ’ ὅπου ἀκούστηκε ἡ φωνὴ του (Μάρκ. 1, 11) καὶ ἀπ’ ὅπου κατεβαίνει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα (Μάρκ. 1, 10 – Πράξ. 1, 8). Ὁ Ἰησοῦς ποὺ ἦταν στὸν οὐρανὸ (Ἰωάν. 6, 38) ἀνέβηκε ξανὰ ἐκεῖ (Πράξ. 1,10-11) ἀπ’ ὅπου μέλλει νὰ κατέβη καὶ πάλι μία ἡμέρα (Α΄ Θεσ. 4, 16).
Στενὰ ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ, τὸν Μονογενῆ Υἱὸν, ὅλοι οἱ Μαθητὲς του ἀποτελοῦν μία ἑνιαία οἰκογένεια ἀπὸ υἱοθετημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ μποροῦν κι αὐτοὶ νὰ ἀπευθύνωνται στὸν Θεὸ ὡς «Πατέρα» ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας, τὴν ὁποία Ἐκεῖνος τόσο ἀγαπᾶ, καὶ μέσα στὴν παντοδύναμη ἀγάπη του σκύβει γιὰ νὰ χορηγήση στὴν ἀνθρωπότητα τὴν ὑπερβατικότητά του, ποὺ ἀνθρώπινα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτηθῆ. Ἐκεῖ εἶναι ἡ τελική τους πατρίδα, τὸ σπίτι τους, οἱ εὐλογίες, οἱ ἀνταμοιβὲς καὶ ἡ κληρονομιά τους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ οὐρανὸς εἶναι μία θεία πραγματικότητα καὶ συχνὰ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.47
Ἡ ἀπόσταση ὡστόσο ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο δὲν παρακάμπτεται οὔτε ἀποσιωπᾶται. Ὁ Θεὸς ἐντοπίζεται ξεκάθαρα στὸν χῶρο ὡς «ἐπουράνιος» (ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς). Ἡ πρώτη ἀνάγνωση αὐτοῦ τοῦ προσδιορισμοῦ καὶ μάλιστα μὲ τὴν μοντέρνα ὀπτική, προδίδει πιθανὴ βλασφημία. Ὁ ἀκροατής, ὅμως, τοῦ κηρύγματος τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν ὅρο «οὐρανοὶ» καὶ ὄχι «οὐρανὸς» δὲν ἐννοοῦσε τὴν ἀτμόσφαιρα, τὸν θόλο ποὺ περιβάλλει τὴ γῆ. Ὁ ὅρος αὐτὸς ταυτιζόταν μὲ ὅ,τι καλοῦμε σήμερα σύμπαν, δηλαδὴ ἕναν χῶρο/χρόνο αἰωνιότητας. Ἡ ἐπουράνια παρουσία τοῦ Θεοῦ λειτουργεῖ ὡς ὅριο διαφορισμοῦ ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἄν ἡ γῆ εἶναι (κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ) τὸ βασίλειο τοῦ ἀνθρώπου, οἱ οὐρανοὶ ἀποτελοῦν τὴν ἐπικράτεια τοῦ Θεοῦ, ἐπικράτεια ἀπροσπέλαστη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ χοϊκὴ ἀνθρώπινη φύση καὶ ἡ ἐπουράνια θεία συνυπάρχουν, ἀλλὰ δὲν συνευρίσκονται.48
Ὁ τοπικὸς προσδιορισμὸς «ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», μὲ τὸν ὁποῖο ὁλοκληρώνεται ἡ πρώτη φράση, ἔχει μεταφορικὸ νόημα καὶ δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνεύεται κυριολεκτικά. Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ καί, βέβαια, δὲν κατοικεῖ στὸ ἀχανὲς διάστημα. Εἶναι ἀφέλεια νὰ ἀναμένη κανεὶς ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν κατοικία καὶ τὸν θρόνο του κάπου ἀνάμεσα στοὺς πλανῆτες. Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο μειδίαμα μπορεῖ νὰ προκαλέση ἡ εἰρωνεία κάποιου κοσμοναύτη, πού, ὅταν ἐπέστρεφε στὴν γῆ, δήλωσε ὅτι δὲν εἶδε πουθενὰ τὸν Θεό. Ἡ ἁπλῆ ἀπορία εἶναι τί ἄραγε περίμενε νὰ δῆ; Νόμιζε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἦταν ἕνας ἄλλος Σούπερμαν ποὺ θὰ πετοῦσε στὸ σύμπαν, θὰ τοῦ κτυποῦσε τὸ τζάμι τοῦ διαστημόπλοιου καὶ θὰ τοῦ ἔλεγε «γειά σου, ἐδῶ εἶμαι»; Ἡ φράση «ἐν τοῖς οὐρανοῖς» θέλει νὰ δείξη τὴν ἀπόσταση οὐσίας ποὺ χωρίζει τὸν Θεὸ ἀπὸ τὰ κτίσματά του. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Πατέρας μας, ἀλλὰ ἡ ἀγαπητικὴ αὐτὴ σχέση δὲν καταργεῖ τὴν Θεϊκή του οὐσία. Αὐτὸς παραμένει Θεὸς κι ἐμεῖς παραμένουμε ἄνθρωποι. Ἡ ἄκτιστη κι ἀμετάβλητη φύση τοῦ Θεοῦ μας εἶναι ἀπρόσιτη, ἀσύλληπτη, ἀκατάβλητη, ἀπερίγραπτη. Ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κτιστή, φθαρτὴ καὶ εὐμετάβλητη. Εἶναι ἡ δική του ἄπειρη συγκατάβαση ποὺ μᾶς μετατρέπει σὲ κατὰ χάριν παιδιά του, ἡ ὀντολογικὴ ὅμως ἀπόσταση παραμένει καὶ δὲν καταργεῖται ποτὲ.49
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἐδῶ ὁλόκληρη ἡ προσευχὴ – καὶ μαζί της ὁλόκληρη ἡ ζωὴ μας – ὑψώνεται, ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, γιατί ὁ οὐρανὸς εἶναι τελικὰ ἡ κατακόρυφη διάσταση τῆς ζωῆς, ἡ ἀναφορὰ τοῦ ἀνθρώπου στὸ ὑψηλότερο καὶ πνευματικό, ποὺ ἀποτελεῖ συνάμα τὸ ἀντικείμενο τέτοιου μίσους καὶ λοιδορίας ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ περιορίζουν τὴν ἀνθρώπινη ζωὴ σὲ καθαρὰ βιολογικὲς καὶ ὑλικὲς κατηγορίες.
Δὲν πρόκειται γιὰ τὸν φυσικὸ ἢ ἀστρονομικὸ οὐρανό, ὅπως πάντοτε ἀντιλέγεται ἀπὸ τοὺς ἀθέους, ἀλλὰ γιὰ τὸν ὑψηλότερο πόλο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς: «Τὸν Πατέρα τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Εἶναι ἡ πίστη τοῦ ἀνθρώπου στὴν θεία ἀγάπη ποὺ ἀγκαλιάζει καὶ διαπερνᾶ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶναι ἡ πίστη μέσα στὸν κόσμο ὡς ὁ ἀντικατοπτρισμός, τὸ σημεῖο, ἡ παρουσία αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Εἶναι ἡ πίστη στὸν οὐρανό ὡς τὴν ἔσχατη κλήση τῆς δόξας καὶ τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τὴν αἰώνια κατοικία.50
«Ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα. Εἶναι πανταχοῦ παρών. Δὲν ἐπιτρέπεται ἑπομένως νὰ φανταζώμαστε ὅτι ζεῖ κλεισμένος σὲ ἕναν περιγραπτὸ καί, κατὰ συνέπεια, πεπερασμένο τόπο. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεὸς κατοικῆ στὸν οὐρανό, χρησιμοποιοῦμε ἁπλῶς μία ἀπὸ τὶς εἰκόνες ἐκεῖνες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ ὁποῖες χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐκφράσουν καὶ νὰ περιγράψουν τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ σὲ γλῶσσα καταληπτὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ, ἡ φράση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», εἶναι σπουδαιοτάτη, πρέπει δὲ νὰ προσεχθῆ ἰδιαιτέρως, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει ὡρισμένες βασικὲς ἀλήθειες.
Κατ’ ἀρχήν, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται ἀπείρως καὶ ἀσυγκρίτως ὑπεράνω ὅλων μας· ὅτι ὑπερβαίνει, κατὰ τρόπο ἀπόλυτο, τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τὴν κτίση. Δὲν εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ κόσμου, ὅπως ἐφαντάζοντο ὡρισμένοι φιλόσοφοι τῆς ἀρχαιότητας· δὲν εἶναι τὸ σύνολον τῶν ὑπαρχόντων πραγμάτων, ὅπως φαίνεται νὰ πιστεύουν ὡρισμένοι σύγχρονοι συνάδελφοί των· δὲν εἶναι, τέλος, ἕνα ὄνομα ποὺ περιγράφει τὶς μυστηριώδεις ἐκεῖνες δυνάμεις ποὺ κινοῦν ἀπὸ μέσα τὸν κόσμον. Εἶναι Θεὸς ὁ ζῶν, ὁ κτίστης καὶ Κύριος τῶν πάντων, ὁ ριζικῶς καὶ οὐσιαστικῶς διάφορος ἀπὸ κάθε κτίσμα.
Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἀποτελεῖ θεμελιῶδες δίδαγμα τῆς ὑγιοῦς φιλοσοφίας. Εἶναι ἐπίσης βασικὸν καὶ ἀπαραίτητον στοιχεῖον τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς. Διότι, μόνον ὅταν ἐννοήσωμεν καὶ πιστεύσωμεν ὅτι ὁ Θεὸς ἀποτελεῖ μία πραγματικότητα ποὺ ὑπερβαίνει κατὰ τρόπον ἄπειρον καὶ ἀπόλυτον τὸν κόσμον, μόνον τότε ἠμποροῦμε νὰ ζήσουμε ζωὴ πραγματικὰ θρησκευτική, μόνο τότε εἶναι δυνατὸν νὰ υἱοθετήσωμε τὴν στάση ἐκείνη τὴν πλήρη ταπεινοφροσύνης, τῆς ἀπόλυτης ἐξάρτησης, τῆς ὁλόψυχης λατρείας, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία καὶ τὸ θεμέλιο τῆς θρησκευτικῆς ζωῆς – τὴν στάση, δηλαδὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ ποὺ μᾶς καλεῖ νὰ προσκυνήσωμε καὶ νὰ προσπέσωμε «τῷ βασιλεῖ ἡμῶν Θεῷ». ...
Ἀλλ’ ἡ φράση «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» μᾶς ὑπενθυμίζει καὶ μία ἄλλη βασικὴ ἀλήθεια. Μᾶς ὑπενθυμίζει, ὅτι ὀφείλομε νὰ προσδώσουμε στὴν ζωὴ μας μία κατεύθυνση, ποὺ θὰ ὑπερβαίνη τὰ ὅρια τῆς «γῆς». Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται στὸν κόσμο γιὰ νὰ ζήση καὶ νὰ πεθάνη προσκολλημένος μόνο στὸ ὅ,τι εἶναι καθαρὰ ἀνθρώπινο, καθαρὰ γήϊνον. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος ἀπὸ «χοῦν», ἀλλὰ δὲν εἶναι προωρισμένος νὰ ἐπιστρέψη στὸν «χοῦν». Ὁ Δημιουργός του τὸν καλεῖ νὰ ἐξέλθη «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», νὰ μεταβῆ «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου πρὸς τὸν Πατέρα». Ὁ χριστιανὸς ἑπομένως πρέπει νὰ θεωρῆ ὡς τέρμα τῆς πορείας του, ὡς ἀντικείμενο τῆς ἐλπίδας του, κάτι ποὺ βρίσκεται ἔξω καὶ ὑπεράνω τῆς «γῆς» – ὄχι φυσικὰ σὲ μία ἀόριστη καὶ φανταστικὴ χώρα, ποὺ δὲν θὰ ἦταν παρὰ μία κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἐπιτυχὴς ἀπεικόνιση καὶ προβολὴ τῶν ἀνθρώπινων ἀντιλήψεών μας περὶ εὐτυχίας καὶ εὐδαιμονίας, ἀλλὰ στὸν Θεὸ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινό, στὴν ὕψιστη τελειότητα ποὺ εὑρίσκεται πέραν καὶ ὑπεράνω ὅλων ὅσων εἶδε, ἄκουσε ἢ φαντάστηκε ποτὲ ὁ ἄνθρωπος. ...
Ὁ Χριστὸς εἶναι «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἀπὸ ἐκεῖ μᾶς δείχνει ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ πατρίδα μας. Ἀκόμη δὲ περισσότερον, ὡς ἀντιπρόσωπός μας καὶ ἐν ὀνόματί μας ἔχει ἤδη φθάσει καὶ ἔχει ἤδη καταλάβει τὴν αἰώνια «γῆ τῆς ἐπαγγελίας», γιὰ τὴν ὁποία μᾶς προώρισε ὁ Θεὸς.51
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μέγας θεολόγος τοῦ Η΄ αἰῶνος καὶ Οἰκουμενικὸς Διδάσκαλος καὶ θεμελιωτὴς τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, στὸ ἔργο του «Ἔκδοσις ἀκριβὴς Ὀρθοδόξου πίστεως» γράφει «περὶ τοῦ τόπου τοῦ Θεοῦ» τὰ ἑξῆς: «Τόπος τῶν σωμάτων εἶναι τὰ ὅρια τοῦ χώρου στὴν ἔκταση τοῦ ὁποίου περιλαμβάνεται ἕνα σῶμα· ἐπὶ παραδείγματι ὁ ἀέρας περιλαμβάνει, καὶ τὸ σῶμα περιλαμβάνεται. Καὶ δὲν εἶναι τόπος τοῦ περιλαμβανομένου σώματος ὅλος ὁ ἀέρας ποὺ τὸ περιλαμβάνει, ἀλλὰ τὰ ὅρια τοῦ ἀέρος ποὺ περιλαμβάνει τὸ σῶμα, τὰ ὁποῖα ἐγγίζουν τὸ σῶμα ποὺ περιλαμβάνεται. Γενικῶς εἶναι παραδεκτὸν ὅτι αὐτὸ ποὺ περιλαμβάνει κάτι δὲν εὑρίσκεται μέσα στὸ περιλαμβανόμενον σῶμα.
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ νοητὸς τόπος ὅπου τοποθετεῖται μὲ τὸν νοῦν καὶ ὅπου εὑρίσκεται ἡ νοητὴ καὶ ἀσώματη φύσις· ὅπου ἀκριβῶς εἶναι παροῦσα καὶ ἐνεργεῖ καὶ δὲν περιλαμβάνεται ὅπως στὰ σώματα, ἀλλὰ νοητῶς· διότι δὲν ἔχει σχῆμα διὰ νὰ περιληφθῆ ὅπως τὰ σώματα.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἀπερίγραπτος, εἶναι ἐκτὸς τόπου· διότι ὁ ἴδιος εἶναι τόπος τοῦ ἑαυτοῦ του, ποὺ πληροῖ τὰ πάντα καὶ εἶναι πέραν ἀπὸ ὅλα καὶ συγκρατεῖ ὁ ἴδιος τὰ πάντα. Λέγεται ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς εὑρίσκεται καὶ εἰς τόπον, καὶ ὀνομάζεται τόπος Θεοῦ ὁ τόπος ποὺ ἐκδηλώνεται ἡ ἐνέργειά του. Διότι ὁ ἴδιος διέρχεται διὰ μέσου ὅλων χωρὶς νὰ ἀναμειγνύεται μὲ αὐτά, καὶ εἰς ὅλα μεταδίδει ἀπὸ τὴν ἐνέργειά του, ἀνάλογα μὲ τὴν καταλληλότητα καὶ τὴν δεκτικὴ ἱκανότητα τοῦ καθενός· διότι εἶναι καθαρώτερα τὰ ἄϋλα ἀπὸ τὰ ὑλικά, καὶ τὰ ἐνάρετα ἀπὸ τὰ συνενωμένα μὲ τὴν κακίαν. Δι’ αὐτὸ λοιπὸν λέγεται τόπος Θεοῦ, ἐκεῖνος ὁ τόπος ποὺ μετέχει περισσότερον εἰς τὴν ἐνέργειαν καὶ τὴν χάριν του. Δι’ αὐτὸν τὸν λόγον ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θρόνος του – διότι εἰς αὐτὸν εὑρίσκονται οἱ ἄγγελοι ποὺ ἐκτελοῦν τὸ θέλημά του καὶ αἰωνίως τὸν δοξολογοῦν (Ἡσ. 6, 1)· διότι αὐτὴ ἡ δοξολογία εἶναι ἡ ἀνάπαυσί του – καὶ ἡ γῆ εἶναι ὑποπόδιον τῶν ποδῶν του (Ἡσ. 66, 1) – διότι εἰς αὐτὴν ἔζησε μὲ τὴν ἀνθρωπίνην σάρκα ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους (Βαρ. 3, 38). Ἔχει ὀνομασθῆ δὲ μὲ ἄλλο ὄνομα πόδι τοῦ Θεοῦ ἡ Ἁγία σάρξ. Λέγεται ὅμως καὶ ἡ Ἐκκλησία τόπος Θεοῦ· διότι αὐτὸν τὸν χῶρον τὸν ἐδώσαμεν ὡς δῶρον διὰ τὴν δοξολογίαν του, ὅπως κάποιο ἀφιερωμένον μέρος ὅπου καὶ προσευχόμεθα εἰς τὸν Θεόν. Ἐπίσης λέγονται τόποι Θεοῦ καὶ οἱ τόποι εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει γίνει φανερὴ εἰς ἡμᾶς ἡ ἐνέργειά του, εἴτε μὲ τὴν ἔνσαρκον παρουσία του, εἴτε χωρὶς τὸ σῶμα.
Πρέπει μάλιστα νὰ γνωρίζωμεν ὅτι τὸ θεῖον εἶναι ἀμέριστον, εὑρίσκεται δηλαδὴ παντοῦ ὅλον καθ’ ὁλοκληρίαν καὶ δὲν διαιρεῖται εἰς μέρη, ὅπως τὰ σώματα, ἀλλὰ ὑπάρχει εἰς ὅλα καὶ ὅλον ἀπ’ ὅλα».52