Γεώργιος Βιλλιώτης: Γλωσσική στρέβλωση. Αίτια και Προοπτικές. [Ξενοδοχείο Caravel, 9 Φεβρουαρίου 2020]

Στὴν ἀρχὴ κάθε σχολικοῦ ἔτους θέτω στοὺς μαθητὲς τῆς Α΄ Λυκείου τὸ ἀκόλουθο ἐρώτημα: Στὸ μάθημα τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας διδαχθήκατε πλῆθος κειμένων στὰ τρία χρόνια ποὺ φοιτήσατε στὸ Γυμνάσιο. Πεῖτε μου ἕνα κείμενο ποὺ ἔχει ἐντυπωθῆ στὴν μνήμη σας; Καὶ ξέρετε ποιά εἶναι ἀπάντηση; Κανένα! Ἀπὸ τὰ 300 περίπου κείμενα ποὺ διδάσκεται κατὰ μέσον ὅρο ἕνα παιδὶ στὸ Γυμνάσιο κανένα δὲν τοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Τί νὰ κάνῃ ἐντύπωση; Οἱ συνταγές μαγειρικῆς, τὸ μενοὺ μιᾶς ταβέρνας στὴν Ἀστυπάλαια ἢ «Οἱ εἰδήσεις τῶν 8»; Κείμενα ἄνευρα, ἄοσμα,  ἄγευστα καὶ ἀνούσια. Πῶς νὰ ἀγαπήσῃ τὸ παιδὶ τὴν γλῶσσα του, ὅταν τὸ σχολεῖο ὡς θεσμὸς δὲν ἐμπνέει ἀγάπη γιὰ τὴν Ἑλληνική. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε τὸ γνωστὸ: «Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει»[1] .

Ἡ γνώση εἶναι ὄρεξη. Τὸ ρῆμα «ὀρέγω» σήμαινε «ἁπλώνω τὰ χέρια μου μὲ λαχτάρα νὰ πάρω κάτι». Αὐτὴ ἡ ὄρεξη, ἡ λαχτάρα, λείπει ἀπὸ τὸ σημερινὸ σχολεῖο, ποὺ δὲν ἔχει ὅραμα. Ὅπως καὶ οἱ ἴδιοι ἐμπνευστές του ὁμολογοῦν, στὶς ἐγκυκλίους ποὺ μᾶς στέλνουν κατὰ καιρούς, σκοπὸς τοῦ σχολείου εἶναι νὰ ἀποκτήσουν τὰ παιδιὰ δεξιότητες, λὲς καὶ εἶναι τὰ παιδιὰ μαϊμοῦδες  ποὺ θὰ ἀποκτήσουν δεξιότητες γιὰ νὰ διασκεδάσουν στὸ τσίρκο τὸ φιλοθέαμον κοινό. Ὁ Σωκράτης στὸ Συμπόσιον τοῦ Πλάτωνος[2] πολὺ εὐθύβολα ἐπισημαίνει ὅτι ἡ γνώση ἔχει ἐρωτικὴ διάσταση.

Ἄν δὲν ἀγαπήσουμε τὴν γλῶσσα μας, πῶς θὰ τὴν καλλιεργήσουμε ὅπως προσήκει στὴν Ἑλληνικὴ μὲ τὴν μακραίωνη ἱστορία της; Τὰ παιδιά μας μαθαίνουν στὸ σχολεῖο ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ὄργανο ἐπικοινωνίας, δηλαδὴ ἕνα ἐργαλεῖο ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τοὺς χρηστικοὺς σκοποὺς τῆς ἐπικοινωνίας. Τὸ ἐργαλεῖο αὐτὸ μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἀντικατασταθῇ ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ἀφοῦ ὅλες οἱ γλῶσσες λίγο πολὺ τὴν ἴδια δουλειά κάνουν. Ἡ γλῶσσα ὅμως εἶναι κάτι πολὺ πιὸ σπουδαῖο· εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ρέει στὶς φλέβες τοῦ πνεύματός μας, ὁ ὁδηγὸς τῆς σκέψης μας, τὰ ὅρια τοῦ κόσμου μας, ὅπως τὴν ἤθελε ὁ  Wittgenstein, ὁ καθρέπτης τοῦ ἔθνους, ποὺ ὅταν κοιτάζουμε σὲ αὐτὸν βλέπουμε τὴν πιστὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μας[3], εἶναι ἡ πατρίδα μας[4], εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Ἕνας ἀρχαῖος ὁρισμὸς θέλει τὸν ἄνθρωπο «ζῶον, δίπουν, ἄπτερον, λογικόν», ἤτοι ζῶο μὲ δύο πόδια, χωρὶς φτερὰ ποὺ ἔχει λόγο. Ὁ λόγος εἶναι ἡ εἰδοποιὸς διαφορὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῶα. Αὐτὴ ἡ θέαση τῆς γλώσσας θὰ ἀλλάξῃ ἄρδην τὴν στάση μας ἀπέναντί της.

Ἕνας ἄλλος μεγάλος ἐχθρὸς τῆς Ἑλληνικῆς εἶναι ἡ προκατάληψη τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τοῦ στοχασμοῦ. Ὅταν βλέπουμε κάποιον νὰ στοχάζεται, νὰ προβληματίζεται, νὰ ἀναζητᾶ τὰ βαθύτερα αἴτια ἑνὸς προβλήματος,  νὰ διαλογίζεται γιὰ τὰ οὐσιώδη τοῦ βίου τὸν στιγματίζουμε ὡς «κουλτουριάρη», «ἀμπελοφιλόσοφο», «ἀργόσχολο», «ψευτοδιανοούμενο» καὶ ἄλλα παρόμοια. Ἡ ἐπιδερμικότητα εἶναι ἕνα βαθὺ σύμπτωμα τῆς Νεοελληνικῆς κοινωνίας. Ποιός νὰ τὸ πίστευε ὅτι σὲ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τόπο κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰ τῆς Ἀκρόπολης καὶ τὴν χάρη τῆς Ἁγίας Σοφίας ποὺ ἔγινε γιγαντομαχία περὶ τῆς οὐσίας[5], ποὺ ξεπήδησαν γιὰ πρώτη φορὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸ νόημα τῆς ὕπαρξης, γιὰ τὴν διάκριση τῆς ἀληθινῆς γνώσης ἀπὸ τὸν μῦθο, τοῦ φθαρτοῦ ἀπὸ τὸ αἰώνιο, τῆς κοινωνίας ἀπὸ τὴν κατ΄ ἀνάγκην συνύπαρξη καὶ τὰ κοινωνικὰ συμβόλαια, ὅτι τὰ ἐνδιαφέροντα τῶν ἀνθρώπων θὰ περιορίζονταν στὸ ποδόσφαιρο, στὴν ζωὴ τῶν τηλεαστέρων καὶ στὸν φτηνὸ σχολιασμὸ τῆς ἐπικαιρότητας. Αὐτὸς ὁ τρόπος ζωῆς δὲν τὴν χρειάζεται τὴν γλῶσσα.

Οἱ ἀπαιτητικὲς λέξεις, ὅπως ὄν, οὐσία, σοφία, ἀρετὴ εἶναι μᾶλλον ἄγνωστες ἢ τοὐλάχιστον ἀδιάφορες γιὰ τοὺς Ἑλληνόφωνους Βαλκάνιους. Ἀφοῦ λοιπὸν μᾶς εἶναι περιττὴ ἡ ἀναλυτικὴ σκέψη, πολλὲς φορὲς καὶ οὐ βιοτή, σκέφτηκαν οἱ «σοφοί» ἐθνοπατέρες νὰ μᾶς ἀπαλλάξουν ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτὸς ἀπὸ τὰ «φορτικά», «ἄχρηστα» σημαδάκια, τοὺς τόνους καὶ τὰ πνεύματα, νὰ προγραφοῦν ἀπὸ τὰ σχολικὰ ἐγχειρίδια οἱ ἀπαιτητικές, δύσκολες λόγιες λέξεις ποὺ σὺν τοῖς ἄλλοις μᾶς θυμίζουν καὶ τὴν «ἐπάρατο» καθαρεύουσα. Παράλληλα ἐδῶ καὶ καιρὸ ἔχει ξεκινήσει ἕνα ἐντατικὸ πρόγραμμα ἁπλοποίησης. Ἔτσι τὸ κελλὶ ἔγινε κελί, γιὰ νὰ μὴν μπορῇ ὁ Ἕλληνας νὰ τὸ συνδυάσῃ μὲ τὸν σύγκελλο, τὸν πρωτοσύγκελλο, τὸ ἐξωκκλήσιξωκλήσι, γιὰ νὰ μὴν μπορῇ νὰ ἐννοήσῃ ὅτι συνδέεται μὲ τὴν ἐκκλησία, τὸ παρεκκλήσι, τὸν ἔκκλητο. Κατήργησαν τὸ ἀπαρέμφατο γιὰ νὰ χαθῇ ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὴν «μετάφραση» καὶ τὸ «μεταφράζειν»· τὸ δεύτερο ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ «γίγνεσθαι». Ψιλὰ γράμματα γιὰ τοὺς διαχειριστὲς τῆς ἐξουσίας!

Ἁπλοποίηση ὅμως τῆς γλώσσας σημαίνει καὶ ἁπλοποίηση τῆς σκέψης! Γι’ αὐτὸ στὸν τίτλο προτιμήσαμε τὸν ὅρο «στρέβλωση» καὶ ὄχι «ἀλλοίωση». Ἡ λογικὴ αὐτὴ ἔχει διαστρέψει τὸ γλωσσικὸ αἰσθητήριο τῶν Ἑλλήνων. Καὶ δὲν μᾶς ἀνησυχοῦν μόνο τὰ γραμματικά, συντακτικὰ καὶ ὀρθογραφικὰ λάθη, ἀλλὰ ἡ ἀδυναμία τῶν Ἑλληνόφωνων νὰ ἀξιοποιοῦν τὶς νοηματικὲς καὶ ὑφολογικὲς ἀποχρώσεις τῶν λέξεων. Γιὰ τοὺς περισσότερους ὁμιλητὲς ὁ «διάφορος» εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν «διαφορετικό», τὸ «κατανοῶ» εἶναι ὅμοιο μὲ τὸ «ἐπινοῶ».

Ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι ἡ γλῶσσα μὲ τὴν μεγαλύτερη ἱστορία. Ὁ Ἕλληνας ἔχει τὸ μοναδικὸ προνόμιο νὰ μελετήσῃ ἀπὸ τὸ πρωτότυπο συγγραφεῖς ποὺ ἄλλαξαν τὸν ροῦ τῆς ἱστορίας τοῦ πνεύματος: ἕναν Ὅμηρο, ἕναν Θουκυδίδη, ἕναν Πλάτωνα, ἕναν Ἀριστοτέλη, ἕναν Χρυσόστομο, ἕναν Δαμασκηνό. Δυστυχῶς ὅμως ὁ Νεοέλληνας δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβῃ τί σημαίνει «Τῇ Ὑπερμάχῳ», θέλει μεταφραστὴ γιὰ νὰ μελετήσῃ τὸν Παπαδιαμάντη ἢ τὸν Βυζηινό. Μὰ δὲν διδάσκονται τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο Ἀρχαῖα Ἑλληνικά; Ἡ στεῖρα διδασκαλία, δὲν εἶναι διδασκαλία! Ποιά εἶναι ἡ πρώτη ἐπαφὴ ἑνὸς δωδεκάχρονου μαθητῆ τῆς Γυμνασίου μὲ τὰ Ἀρχαῖα; Μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Πλάτωνα. Δηλαδὴ μὲ μιὰ ἀερογέφυρα μεταφέρεται 2500 χρόνια πίσω!

Ἀντὶ ἡ διδασκαλία νὰ ἀκολουθήσῃ τὴν ἀντίστροφη στὸν χρόνο φυσικὴ πορεία τῆς Ἑλληνικῆς ποὺ εἶναι ἡ Καθαρεύουσα, ἡ Μεσαιωνική, ἡ Ἑλληνιστικὴ καὶ ἡ Ἀρχαία, παρακάμπτει μιὰ περίοδο 25 αἰώνων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μπορῇ τὸ παιδὶ νὰ ἀντιληφθῇ τὴν συνέχεια τῆς γλώσσας μας. Ἡ δυσκολία εἶναι λογικὸ νὰ τὸ ἀποθαρρύνῃ νὰ προσεγγίσῃ τὰ ἀρχαῖα κείμενα[6]. Παράλληλα ἡ μέθοδος διδασκαλίας τῶν Ἀρχαίων ἀποπροσανατολίζει τὸν μαθητή. Ἀντὶ ὁ μαθητὴς νὰ ἔλθῃ σὲ ἐπαφὴ  μὲ τὰ κείμενα, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο, ἀναλώνεται νὰ μαθαίνῃ ἀτελείωτους πίνακες μὲ καταλήξεις ρημάτων καὶ οὐσιαστικῶν, καὶ ἑκατοντάδες ὁρισμοὺς συντακτικῶν φαινομένων. «Ἅμα θὲς ἕνα παιδὶ νὰ μισήσῃ ἕνα διδακτικὸ ἀντικείμενο, θεσμοθέτησέ το ὡς μάθημα στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο καὶ ἔχεις πετύχει τὸν στόχο σου» λέει χάριν παιδιᾶς ἕνας καλὸς συνάδελφος.

Θλιβερὸς ἀπότοκος τῆς γλωσσικῆς στρέβλωσης εἶναι ἡ ἀλλοίωση τῆς σημασίας τῶν λέξεων, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ καρποῦ ἀπὸ τὴν ρίζα του. Χάνεται τὸ Πνεῦμα τῆς Γλώσσας, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Χοῦμπολντ. Καὶ δὲν λέω γιὰ λέξεις, ὅπως ἡ «αἰδὼς» ἢ τὸ «δέος» ποὺ ἐξαφανίστηκαν, ἐπειδὴ τὶς ἐξαφανίσαμε ἀπὸ τὴν ζωή μας. Λέξεις μὲ βαρὺ βιωματικὸ καὶ σημασιακὸ φορτίο χρησιμοποιοῦνται ἀπογυμνωμένες ἀπὸ τὸ σημαινόμενό τους. Χάνουν τὸν νοηματικό δεσμό τους μὲ τὴν ἐμπειρική τους προέλευση. Δυστυχῶς ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων μιλάει ἑλληνικά, ἀλλὰ σκέφτεται ἀμερικάνικα. Ἀκόμα καὶ τὴν λέξη «πατρίδα» ποὺ ἦταν ἀπαγορευμένη στὸν δημόσιο λόγο ξέθαψαν οἱ πολιτικοί μας γιὰ νὰ πείσουν τοὺς Ἕλληνες νὰ κάνουν «θυσίες» γιὰ νὰ «σωθῇ» ἡ Ἑλλάδα, προκειμένου νὰ «ἐλευθερωθῇ» ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῶν μνημονίων. Ἂς ἐξετάσουμε αὐτὲς τὶς τέσσερις λέξεις[7]. Ἡ ἱερὴ λέξη τῆς πατρίδος[8], τῆς γῆς τῶν πατέρων, τῶν βωμῶν καὶ τῶν ἑστιῶν κατήντησε νὰ σημαίνῃ συνώνυμο τοῦ κράτους.

Ἡ «θυσία» ποὺ ἐνσαρκώνει τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια, τὴν αὐταπάρνηση, τὸ φιλότιμο εἶναι γιὰ τοὺς ἐντεταλμένους τῶν Βρυξελῶν ἰθαγενεῖς μείωση μισθῶν καὶ συντάξεων. Ἡ «ἐλευθερία» εἶναι γιὰ ἐκείνους, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ γιὰ τὴν πλειονότητα ποὺ εἶναι βυθισμένη στὴν καταναλωτικὴ ἀποχαύνωση, περισσότερα χρήματα στὸν τραπεζικὸ λογαριασμὸ γιὰ νὰ ἀγοράζουν ὅ,τι θέλουν. Ὅσο γιὰ τὴν «σωτηρία» – ποὺ διασώζει ἀκόμα σὲ ἕνα μικρὸ «λῆμμα» τὴν ἔννοια τοῦ σώου, τοῦ ἀκέραιου, καὶ ὄχι διαμελισμένου ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀνθρώπου- ἐκλαμβάνεται ὡς διάσωση τῆς χώρας ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ καταστροφή. Σὲ λίγο καιρὸ θὰ νοιώθουμε ξενιτεμένοι μέσα στὴν ἴδια μας γλῶσσα.

Εἶναι γνωστὸ τὸ ἀκροτελεύτιο ἄρθρο τοῦ Συντάγματος: «Ἡ τήρηση τοῦ Συντάγματος ἐπαφίεται στὸν πατριωτισμὸ τῶν Ἑλλήνων». Τὸ ἄρθρο 150 εἶναι ὁ ὁδοδείκτης μας γιὰ τὴν γλῶσσα, ἀρκεῖ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὴν λέξη «Σύνταγμα» μὲ τὴν λέξη «γλῶσσα».  Θὰ ἐπωμιστοῦμε ἐμεῖς τὴν εὐθύνη νὰ διαφυλάξουμε τὴν γλῶσσα μας ὡς ἱερὴ παρακαταθήκη. Μὴν βαυκαλιζώμαστε ὅτι θὰ ἔλθῃ ἕνας οὐρανοκατέβατος φωτισμένος Ὑπουργὸς ποὺ θὰ ἔχῃ σπουδὴ γιὰ τὴν γλῶσσα. Γράφει ὁ Ἐλύτης: «Εἶναι μιὰ γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω»[9]. Τόσους αἰῶνες οἱ Ἕλληνες δὲν περίμεναν τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας γιὰ νὰ διατηρήσουν τὴν γλῶσσα τους. Στὸν Πόντο  προτιμοῦσαν νὰ τοὺς κόψουν τὴν γλῶσσα παρὰ νὰ ἀπαρνηθοῦν τὴν Ἑλληνική.

Εἶναι καιρὸς νὰ ἐπανιεραρχήσουμε τὶς προτεραιότητές μας. Χρειαζόμαστε μετάβαση εἰς ἄλλο γένος. Πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὴν κοινότητα, ἀκόμα καὶ μέσα στὶς πολυάνθρωπες πόλεις. Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἐπικοινωνία. Κοινωνία σημαίνει συμμετοχή. Ὁ χῶρος τῆς ἐνορίας θὰ μποροῦσε νὰ λειτουργήσῃ ὡς μία νέα Πνύκα, μιὰ χριστιανικὴ Ἀγορά. Ὅσοι εἴμαστε γονεῖς νὰ διαλεχθοῦμε μὲ τὰ παιδιά μας. Ὅσο εἴμαστε προσκολλημένοι στὶς ὀθόνες, θὰ μιλᾶμε τηλεγραφικά, θὰ προσεγγίζουμε τὴν γλῶσσα μέσα ἀπὸ ἀριθμούς. Εἶναι ἐγγὺς ὁ καιρὸς ποὺ θὰ ἀπαντᾶ ὁ ὑπολογιστὴς στὰ μηνύματά μας. Ἐκ τῆς φύσεώς της ἡ ἐπικοινωνία στὰ Μέσα Κοινωνικῆς Δικτύωσης εἶναι ἐλλειμματικὴ καὶ ἀκρωτηριασμένη. Ἀντὶ νὰ ἀνταλλάσουμε μηνύματα, νὰ συ-ζητᾶμε, νὰ ἀναζητοῦμε ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἀλήθεια.

Στὸν περιορισμένο ἐλεύθερο  χρόνο μας  ἂς ἀφήσουμε μιὰ γωνίτσα καὶ στὴν γλῶσσα. Νὰ χρησιμοποιοῦμε καθημερινὰ ἕνα καλὸ λεξικό. Ἂς μὴν φοβώμαστε νὰ χρησιμοποιοῦμε ἀπαιτητικὲς λέξεις «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» (Ἰουδαῖοι ἐν προκειμένῳ εἶναι οἱ λογιοφοβικοὶ ἑλληνοφοβικοί, οἱ αὐτοαπακαλούμενοι προοδευτικοί).  Παράλληλα νὰ μελετᾶμε  κείμενα μεστὰ νοημάτων. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ παλαιότερα ἑλληνικά, τὰ κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἔνας θαυμάσιος τρόπος μύησης.

Μία ἄλλη συνιστῶσα τῆς γλωσσικῆς στρέβλωσης εἶναι ἡ γλωσσικὴ ἐξάρτηση. Κρουνηδὸν εἰσβάλλουν στὴν γλῶσσα μας ξένες λέξεις, κυρίως ἀγγλικές. Ἡ γλῶσσα μας πολιορκεῖται ἀπὸ πλημμυρίδα ἀνελλήνιστων λέξεων χωρὶς νὰ ἐπιχειρῆται προσπάθεια ἐξελληνισμοῦ. Εὔστοχα ὁ Γιάννης Καλλιόρης κάνει λόγο γιὰ γλωσσικὸ ἀφελληνισμό[10], γιὰ ἅλωση ἐκτεταμένη καὶ προϊοῦσα[11]. Μποροῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὸν γλωσσικὸ ἀφελληνισμό; Ναί, μποροῦμε! Ἴσως μᾶς κατηγορήσουν γιὰ οὐτοπιστές. Θυμίζω ὅτι πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες ἐγκρατεῖς φιλόλογοι προφήτευαν ὅτι ἀποκλείεται ὁ λαὸς νὰ πῇ ταχυδρομεῖο, ὑπουργός, ἐφημερίδα, πρόξενος, κεφάλαιο· θὰ λέῃ πόστα, μινίστρος, γαζέτα, κονσόλος, καπιτάλι. Νὰ ποὺ διαψεύστηκαν. Διότι κάποιοι ἐπέμεναν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἑλληνοκεντρικὰ ἰσοδύναμα. Τὸ ἴδιο θὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς. Ἀντὶ γιὰ ρέφερυ θὰ ποῦμε διαιτητής, ἀντὶ γιὰ σλάιτςδιαφάνειες, ἀντὶ γιὰ πρέσινγκπίεση, ἀντὶ γιὰ σέτσύνολο, ἀντὶ γιὰ σέλφ-σέρβιςαὐτοεξυπηρέτηση, ἀντὶ γιὰ σπῆκερἐκφωνητής, ἀντὶ γιὰ πρές κόνφερανςσυνέντευξη τύπου, ἀντὶ γιὰ γκέστ σταρἔκτακτη συμμετοχή, ἀντὶ γιὰ ἀβαντάζπλεονέκτημα, ἀντὶ γιὰ γκάλοπ, ἀντὶ γιὰ σφυγμομέτρησηδημοσκόπηση. Γιατὶ πρέπει νὰ λέμε ἴντερνετ καὶ ὄχι διαδίκτυο; Καὶ νὰ ἀναφέρω μερικὲς ἄρτι ἀφιχθεῖσες. Σέλφι· ὑπάρχει ἡ ὡραιότατη ἑλληνικὴ λέξη αὐτοφωτογράφισηΣόλντ ἄουτ· τὰ εἰσιτήρια ἐξαντλήθηκαν ἢ παράσταση εἶναι πλήρηςσπόιλ· ἀποκάλυψη πλοκῆς. Ντρόουν: αἰωροσκόπιο ἢ ἀνεπάνδρωτο. Θὰ ἀντιτείνουν κάποιοι: μὰ μὲ τὶς ἀγγλικὲς λέξεις ἔχουμε οἰκονομία χαρακτήρων. Μὴν φοβᾶστε· δὲν θὰ μᾶς φορολογήσουμε τὰ γράμματα ἢ τὶς ἀνάσες[12].

Τὸ πιὸ γοητευτικὸ ταξίδι στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἱστορίας τῶν λέξεων.

Ἰδοὺ δύο παραδείγματα:

Ἡ λέξη πόντος (ἀπὸ τὸ θέμα ποντ- =περνῶ) δήλωνε τὸ θαλάσσιο πέρασμα (πβ. Ἑλλή-σποντος). Οἱ Πόντιοι κατάγονται ἀπὸ τὸν Πόντο, τὴ νότια ἀκτὴ τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Εὔξεινος σημαίνει φιλόξενος. Γνωρίζουμε ὅμως ὅτι μόνο φιλόξενος δὲν ἦταν. Πολλοὶ ναυτικοὶ εἶχαν πνιγῆ στὴν ἀφιλόξενη αὐτὴν θάλασσα, ποὺ ὀνομάζεται καὶ Μαύρη θάλασσα. Γιατί ὅμως τὸν εἶπαν Εὔξεινο Πόντο, καὶ ὄχι ἄξενο; Ὑπάρχει ἕνα σχῆμα λόγου ποὺ λέγεται εὐφημισμός, δηλαδὴ χρησιμοποιεῖται μιὰ θετικὴ λέξη γιὰ νὰ ἀποδώσῃ μιὰ ἀρνητικὴ σημασία μὲ σκοπὸ νὰ ξορκιστῇ τὸ κακό. Ὁ πόντος μᾶς ἔδωσε τὰ ποντοπόρα πλοῖα καὶ τὸν ποντικὸ μῦ, δηλαδὴ τὸν ποντικὸ τῆς θάλασσας.

Οἱ Ἕλληνες, ποὺ κατέχουν προνομιακὴ θέση στὴν ἱστορία τοῦ  πολιτισμοῦ, εἶναι γένος θεατῶν. Ἐλαυνόμενοι ἀπὸ τὴν περιέργειά τους καὶ τὴν ἀκόρεστη δίψα τους γιὰ τὴν γνώση γίνονται ἐπιδέξιοι παρατηρητές. Ὁ Ὅμηρος δὲν χορταίνει νὰ περιγράφῃ ὅσα βλέπει· ἡ Ὀδύσσεια  ἀρχίζει μὲ ἕναν ἥρωα ποὺ «πολλῶν δ’ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω». Ὁ Ὅμηρος χρησιμοποιεῖ πλῆθος ρημάτων ποὺ δηλώνουν τὴν ὅραση: ὁρῶ, λεύσσω, ἀθρῶ, θεῶμαι, σκέπτομαι, ὄσσομαι, δενδίλλω, δέρκομαι, παπταίνω. Θὰ περιοριστοῦμε σὲ μερικὲς συντομογραφικὲς παρατηρήσεις μόνο γιὰ τὸ ρῆμα ὁρῶ. Στὴν κλίση τοῦ ὁρῶ ἡ ἑλληνικὴ διασώζει τρία θέματα: ὁρα– γιὰ τὸν ἐνεστῶτα (ὀρῶ), ὀπ– γιὰ τὸν μέλλοντα (ὄψομαι), ἰδ– γιὰ τὸν ἀόριστο (εἶδον). Τὸ ἐνεστωτικὸ θέμα μᾶς ἔδωσε τὸ ὅραμα «αὐτὸ ποὺ βλέπει κανεὶς μὲ τὰ μάτια του// ἡ προσδοκία μιᾶς ἰδανικῆς κατάστασης», τὸ πανόραματὸν ἔφορο (ἐπί+ ὅρος), ποὺ βλέπει ἀπὸ πάνω καὶ ἐποπτεύει (πρβλ. ἔφορος ἀρχαιοτήτων), τὸν φρουρό (πρό+ὁρῶ), αὐτὸν ποὺ ἔχει καθῆκον νὰ παρατηρήσῃ πρὶν ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ τοὺς προστατέψῃ, τὸν κηπ-ουρό, τὸν θυρ-ωρὸ καὶ τὸν τιμ-ωρὸ  ποὺ προστατεύει, ἐπιβλέπει, προσέχει τὴν τιμή· ἀρχικὰ δήλωνε γενικὰ τὸν βοηθό, τὸν ἐπίκουρο καὶ μάλιστα αὐτὸν ποὺ βοηθάει ἕναν ἀδικημένο νὰ ἀνταποδώσῃ τὴν ἀδικία.  Ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ μέλλοντα ἔχουμε ἐν χρήσει πολλὰ παράγωγα καὶ σύνθετα. Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη, ὅταν εἶσαι ἀγρι-ωπός, ἀρρεν-ωπός, σκυθρ-ωπός. Οἱ ἅγιοι ζοῦν «ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Ἡ ὀπὴ εἶναι ἡ τρύπα ἀπὸ τὴν ὁποία μπορεῖ νὰ δῇ κανείς. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα προέρχονται τρεῖς λέξεις ποὺ ἔχουν σχέση μὲ  θεία ἀποκάλυψη. Στὰ Ἐλευσίνια Μυστήρια ἡ ὀπτικὴ ἐμπειρία εἶχε θεμελιώδη σημασία: «Εὐτυχισμένος ὅποιος εἶχε ὅραση στὴν γῆ»· αὐτὸ τεκμαίρεται καὶ ἀπὸ τὴν ἐπωνυμία ποὺ ἔδιναν στὸν μυημένο: ἐπόπτης «αὐτὸς ποὺ κοιτάζει». Οἱ Ἀπόστολοι ἔγιναν θεόπται τοῦ Λόγου, καὶ ὀ Κύριος ἐλάλησε πρὸς τὸν θεόπτη Μωυσῆ ἐνώπιος ἐνωπίῳ. Ὁ ἄνθρωπος, ποὺ δημιουργήθηκε κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ, εἶναι πρόσ-ωπο,  διότι ἔχει στραμμένη τὴν ὄψη του πρὸς τὸν Ἄλλον (τὸν Θεό) καὶ τὸν ἄλλον (τὸν συνάνθρωπο).   Ὁ ἀόριστος εἶδον μᾶς κληροδότησε τὸ εἶδος, τὴν ἐξωτερικὴ ὄψη τῶν πραγμάτων, τὴν μορφή, τὸ σχῆμα. Ἡ σημερινὴ σημασία εἶναι ἀπόρροια τῆς μετασημασιολόγησης τῆς λέξης στὰ φιλοσοφικὰ κείμενα. Ὡς γνωστόν, στὸ κέντρο τῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνα βρίσκεται ἡ διδασκαλία τῶν δύο κόσμων· τοῦ αἰσθητοῦ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν γένεση καὶ τὴν φθορά, καὶ τοῦ κόσμου τῶν Ἰδεῶν, ποὺ εἶναι αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος. Γιὰ νὰ δηλώσῃ τὰ «ἀντικείμενα» τῆς κοινωνίας τῶν Ἰδεῶν ὁ Πλάτων μετασημασιολογεῖ δύο παλιὲς λέξεις τοῦ κοινοῦ λεξιλογίου καὶ τὶς μετατρέπει σὲ φιλοσοφικοὺς ὅρους μεγίστης σημασίας: εἶδος καὶ ἰδέα. Λέγοντας εἶδος καὶ ἰδέα οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐννοοῦν κάτι τὸ ὁποῖο ἀποκαλύπτεται διὰ τῆς ἐνέργειας τῆς ὁράσεως. Τὸ εἶδος στὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία εἶναι οἱ ἰδέες, ἡ μορφὴ ἑνὸς πράγματος, ἑνὸς ὄντος, αὐτὸ π.χ. ποὺ ἔχει στὸ μυαλό του ὁ τεχνίτης  προτοῦ κατασκευάσει κάτι, ἐνῷ οἱ Ἰδέες εἶναι οἱ ἀρχικὲς μορφές, τὰ αἰώνια πρότυπα γιὰ τὰ αἰσθητά. Ἀπὸ τὸ εἶδος παράγονται τὰ εἴδωλα καὶ τὰ εἰδύλλια. Ἐπειδὴ ἡ κυριώτερη πηγὴ γνώσης εἶναι ἡ ὅραση, οἱ ἀρχαῖοι ἔφτιαξαν ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ ἰδεῖν τὸ οἶδα, ποὺ ἑρμηνεύεται «γνωρίζω, τὸ ξέρω, τὸ ἔχω δεῖ». Τὸ τελευταῖο μᾶς κατέλιπε, τὴν γνώση τοῦ παρελθόντος, τὴν ἱστορία, ἀλλὰ καὶ τοὺς εἰδήμονες, τοὺς εἰδικούς, ποὺ ἔχουν γνώση καὶ ἐμπειρία καθὼς καὶ τὶς εἰδήσεις.

Ἡ γλῶσσα μας εἶναι ὁ καθρέπτης τοῦ πολιτισμοῦ μας. Κάθε λέξη κρύβει καὶ μιὰν ἱστορία.

Ξυπνάω καὶ κοιμᾶμαι μὲ μιὰν ἔγνοια, μὲ τὴν ἔγνοια τοῦ ποιητῆ: «Μονάχη ἔγνοια ἠ γλῶσσα μου στὶς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου». Σᾶς εὐχαριστῶ! 

 

[1] Ἀριστοτέλους,  Τῶν μετά τὰ Φυσικά βιβλίον Α΄980α.

[2] Πλάτωνος Συμπόσιον 202d-204b7.

[3] Friedrich Schiller Die Sprache ist der Spiegel der Nation. Wenn wir in diesen Spiegel schauen, so kommt uns ein großen treffliches Bild von uns selbst dar aus entgegen. Χριστοφόρου Χαραλαμπάκη, Γλωσσικὸ Ζήτημα, Ἀπὸ τὸν 19ο στὸν 20ο αἰῶνα, σελ.15, «Καθημερινὲς Ἐκδόσεις ΑΕ», Ἀθήνα 2019.

[4] Γιάννη Ψυχάρη, Τὸ Ταξίδι μου, ἐκδ.Ἑστία, Ἀθήνα, 2009 (Πρώτη ἔκδοση, Παρίσι 1888).

[5] «Καὶ μὴν ἔοικέ γε ἐν αὐτοῖς οἷον γιγαντομαχία τις εἶναι διὰ τὴν ἀμφισβήτησιν περὶ τῆς οὐσίας πρὸς ἀλλήλους» Πλάτωνος Σοφιστής 246a 5, J. Burnet, Platonis opera, vol. 1, Oxford: Clarendon Press, 1900 (repr. 1967): St I.216a-268d.

[6] Εἶναι βέβαιο ὅτι κατάργηση τοῦ πολυτονικοῦ δυσκολεύει τὰ παιδιὰ νὰ πλησιάσουν ὀπτικὰ τὸ ἀρχαῖο κείμενο.Τὸ πολυτονικὸ ἐξασφάλιζε τὴν ὀπτικὴ ἐξοικείωση μὲ τὰ ἀρχαῖα κείμενα.

[7] Εὐτυχῶς ἀκόμα κάποιες λέξεις ἀντιστέκονται καρφωμένες στὴν ἐμπειρία ποὺ τὶς γέννησε.

[8] «Καὶ ‘’πατρίδα’’ σήμαινε τὴν γλῶσσα του, τὸ χωριό του, τὴ ζωντανὴ Πνύκα τοῦ καφενείου, τὴν ἐκκλησιά, ὀμφαλὸ τοῦ «ἱεροῦ» στὴ ζωή του, τὴ Γιορτή, τὸ σταυροκόπημα. Ψάξτε ἂν ὑπάρχῃ χωριὸ στὴν Ἑλλάδα, ποὺ νὰ μὴν χρωστάῃ τὴν πλατεῖα του, τὸ σχολειό του, τὴν ἐκκλησιά του, τὴν ὕδρευσή του σὲ ἀπόδημους ντόπιους «δωρητὲς» καὶ «εὐεργέτες» (Χ. Γιανναρᾶς, «Καθημερινή», 1-12-19). Εὔχεται ὁ Χορὸς στὸ Β΄ Στάσιμο τῆς Μήδειας: «ὦ πατρίς, ὦ δώματα, μὴ δῆτ’ ἄπολις γενοίμαν τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν’, οἰκτρότατον ἀχέων. θανάτωι θανάτωι πάρος δαμείην ἁμέραν τάνδ’ ἐξανύσασα· μόχθων δ᾽ οὐκ ἄλλος ὕπερθεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι» (  Πατρίδα μου, σπίτι μου, νὰ μὴ μοῦ μέλλεται ποτὲ νὰ βρεθῶ δίχως πόλη καὶ νὰ βαδίσω τὸν δυσβάδιστο δρόμο ἑνὸς βίου ἀβίωτου, νὰ ζήσω τὸν πόνο τὸν ἀπ᾽ ὅλους τοὺς πόνους πικρώτερο. Καλύτερα νὰ μὲ δαμάσῃ πρῶτα ὁ θάνατος, ὁ θάνατος, καὶ τὸ φῶς τῆς ζωῆς μου νὰ σβήσῃ. Γιατί δὲν ὑπάρχει μοῖρα πιὸ σκληρὴ ἀπὸ τὸ νὰ στερηθῇς τὴν γῆ τῶν πατέρων σου. Εὐριπίδου Μήδεια 645-653 J. Diggle, Euripidis fabulae, vol. 1, Oxford: Clarendon Press, 1984: 93-155.

[9] Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Τὰ Δημόσια καὶ τὰ Ἰδιωτικά, ἐκδ. Ἵκαρος 2011.

[10] Ἀξίζει νὰ μελετηθῇ τὸ πόνημα τοῦ Γιάννη Μ. Καλλιόρη, Ὁ Γλωσσικὸς ἀφελληνισμός. Πέραν τοῦ μισοξενισμοῦ καὶ τῆς ὑποτελείας. Ἐκδ. Ἁρμός. Τρίτη ἔκδοση 1993.

[11] Ὅ.π. σελ.80.

[12] Ἐνδιαφέρουσα ἀνάλυση γιὰ τὴν γλωσσικὴ ἐξάρτηση κάνει ὁ Γεώργιος Μπαμπινιώτης στὸ βιβλίο του: «Ἑλληνικὴ Γλῶσσα: Παρελθόν, παρόν, μέλλον», ἐκδ. «Πατάκη», Ἀθῆνα 1994, σ.20, 22.

 

ΠΗΓΗ

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα