Η ΚΡΙΣΗ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΤΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑ ΚΕΑΣ

Ηταν οι καρποί που κάποτε κινούσαν την οικονομία του νησιού και τους εμπορεύονταν με καΐκια, μέχρι που ατόνησε το εμπόριό τους και για δεκαετίες σάπιζαν στη γη.

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

 
     Μόλις τα είχε ξεφουρνίσει. Μας κάλεσε να δοκιμάσουμε και να διακρίνουμε τα συστατικά στο σύμπλεγμα των γεύσεων. Σοκολάτα, σταφίδα, αμύγδαλο και μια υποψία μαύρης ζάχαρης. Το μυστικό όμως των μπισκότων κρυβόταν στη μαλακή μα συμπαγή τους ζύμη. Σε ένα τάπερ η αμερικανίδα Μάρσι Μέιγιερ φυλούσε την πρώτη ύλη της με την οποία στοχεύει να αναβιώσει ένα ξεχασμένο συστατικό της οικονομικής ζωής στην Κέα. Ανοιξε το καπάκι, ταρακούνησε την καφέ πούδρα, εξήγησε ότι μπορεί να αποτελέσει εναλλακτική πηγή εισοδήματος για τους νησιώτες. Ηταν αλεύρι από βελανίδια.
 
     Ο καρπός της δρυός μαζί με το σμάλτο και το κάρβουνο συνέθεταν για χρόνια το τρίπτυχο της οικονομίας στην Κέα (Τζια). Η συγκομιδή της χαμάδας (τα ώριμα βελανίδια όπως τα ονομάζουν οι ντόπιοι) άρχιζε στα τέλη του καλοκαιριού. Τα βελανίδια λιάζονταν, ξεραίνονταν και είτε κατέληγαν σε ζωοτροφή είτε τα σκληρά κουβούκλιά τους συλλέγονταν από τους αγωγιάτες και σάλπαραν σε χιλιάδες τόνους για Σάμο ή Μυτιλήνη. Εκεί αξιοποιούνταν στα βυρσοδεψεία για το βάψιμο δερμάτων. Στα μέσα του ’60 όμως τα φτηνά χημικά αντικαθιστούν τη βελανιδόκουπα στα βαφεία. Μια μεγάλη παραγγελία ακυρώνεται και σαπίζει στις αποθήκες του κυκλαδίτικου νησιού. Οι ντόπιοι πληγωμένοι από τη χασούρα κόβουν αρκετές βελανιδιές, πωλούν τους κορμούς για καυσόξυλα και δεν ψάχνουν ξανά τους καρπούς στις χαράδρες. Σειρά έχει η οικοδομή. Σπίτια και βίλες εύπορων Αθηναίων φυτρώνουν (νόμιμα αλλά και παράνομα) στο νησί. Τα νέα εργατικά χέρια που φτάνουν αυξάνουν τον μόνιμο πληθυσμό σχεδόν κατά 50%. Ωσπου έρχεται και στην Κέα η κρίση.
 
 
     ΟΙ ΣΚΕΛΕΤΟΙ. Αρκετά κτίσματα μένουν μισοτελειωμένα. Οι τσιμεντένιοι σκελετοί τους στοιχειώνουν σε ξερές πλαγιές. Η Μάρσι Μέιγιερ, η οποία ζει στην Ελλάδα εδώ και 29 χρόνια και έπειτα από μεγάλο διάστημα στην Αθήνα έχει εγκατασταθεί μόνιμα στο νησί, προβληματίζεται από αυτή τη θέα. Θυμάται τα πρώτα της χρόνια στην Καλιφόρνια και την εμμονή της με τα βελανίδια. Μεγάλωσε στη σκιά των φυλλωσιών τους και στα δάση στο Πάλο Αλτο έβρισκε πέτρες με λακκάκια όπου – όπως εικάζει – οι Ινδιάνοι άλεθαν τα βελανίδια για να φτιάξουν αλεύρι. Ηταν 10 ετών όταν το προσπάθησε και η ίδια και έφτιαξε έτσι το πρώτο της «βελανιδόψωμο». Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά βρισκόταν και πάλι σε ένα μέρος πλούσιο σε αυτόν τον καρπό. Και είχε μια ιδέα. Διόλου τυχαίο για κάποιον που προέρχεται από τη Silicon Valley, την περιοχή των πρωτοπόρων επενδυτών που στεγάζει εταιρείες όπως η Apple και το facebook. «Σε αυτό το μέρος μαθαίνεις ότι αν μπορείς να σκεφτείς κάτι, μπορείς και να το κάνεις» λέει η Μέιγιερ.
Ηθελε μια ακόμη πηγή εσόδων αφού ο ξενώνας που είχε στην Κέα μαζί με τον σύζυγό της, Κώστα Μαρούλη, απέδιδε μόνο τους θερινούς μήνες. Επειτα σκέφτηκε: «Γιατί να μην κερδίσουν κι άλλοι;». Στόχος της έγινε να εντάξει ξανά τα βελανίδια στην οικονομική δραστηριότητα των νησιωτών. Εφτιαξε μια ιστοσελίδα, ενημέρωσε τους ντόπιους, κατάφερε να συγκεντρώσει 7.560 ευρώ το 2011 μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας χρηματοδότησης ιδεών (kickstarter.com) και να αγοράσει έναν αποφλοιωτή βελανιδιών. Επεισε 20 οικογένειες να μαζέψουν τα βελανίδια τους και στη συνέχεια πούλησε περίπου 12 τόνους σε βυρσοδεψεία της Γερμανίας σε τιμή 0,48 ευρώ το κιλό. Τα έσοδα μοιράζονται αυτές τις μέρες στους συμμετέχοντες. Για την επόμενη σεζόν έχει κλείσει ήδη παραγγελία 25 τόνων από τους Γερμανούς. «Η κρίση μάς βοήθησε» λέει η Μέιγιερ. «Δεν εστιάσαμε σε αυτά που δεν έχουμε. Κοιτάξαμε ό,τι υπήρχε γύρω μας και βρήκαμε νέους τρόπους να προχωρήσουμε».

 

 

 
     ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ. Είναι εύκολο να αγνοήσεις κάτι όταν το έχεις κάθε μέρα μπροστά σου. Και στην Κέα οι βελανιδιές είναι όπως τα πετρόκτιστα σπίτια και οι εκκλησίες. Οι παλιοί δεν έχουν λησμονήσει την αξία του καρπού, ωστόσο έχουν ντύσει τις αναμνήσεις τους με δυσάρεστες εικόνες. Ο 80χρονος Βασίλης Δεμένεγας διηγείται πώς έτρωγε στην Κατοχή το βελανίδι. «Τα μαζεύαμε, τα λιάζαμε, τα μουλιάζαμε σε νερό για να φύγει η πίκρα και φτιάχναμε τα βελανοκούλουρα. Δεν είχαμε άλλο αλεύρι τότε για ψωμί» λέει. Πέρσι μάζεψε περίπου 100 κιλά σε μία ημέρα που απέδωσαν 45 ευρώ. «Αν σφίξουν κι άλλο τα λουριά, οι νέοι θα πάνε να δουλέψουν, τι θα κάνουν;» προσθέτει.
Για την ώρα πάντως ο συντοπίτης του Τάσος Μπερκέτης δεν βλέπει τους δύο γιους του να ραβδίζουν τις βελανιδιές. Ασχολούνται ακόμα με την οικοδομή, έστω κι αν λιγόστεψαν τα μεροκάματα. Ο ίδιος μάζεψε ξανά πέρσι χαμάδα όπως όταν ήταν παιδί. «Μου έλεγε ο πατέρας μου πως αν δεν μαζέψω δύο τσουβάλια δεν θα μου φέρει άσπρο ψωμί ή κανταΐφι την Κυριακή» λέει. Ο πατέρας του ήταν αγωγιάτης, μα στον μπακάλη ήταν πάντα χρεωμένος. Αυτοί που κέρδιζαν καλά από το εμπόριο βελανιδιών ήταν οι μεσάζοντες της εποχής. «Εβγαζαν τα διπλά ενώ εμείς ψωνίζαμε φτωχικά: λάδι, ψωμί και μπακαλιάρο» θυμάται. «Ηταν χρόνια εκείνα που δεν είχαμε παπούτσια. Φορούσαμε το χοιροπέτσι (φτιαγμένο από δέρμα γουρουνιού) και μέχρι τα 25 μου κοιμόμουν σε στρώμα που γεμίζαμε με χοντρό άχυρο από το αλώνι. Αυτή ήταν η εποχή της χαμάδας. Αν είναι τώρα να βγουν χρήματα, καλώς. Ελπίζω όμως να μην επιστρέψουμε σε αυτή τη ζωή». Πέρσι μάζεψε με τη γυναίκα του 1.620 κιλά βελανίδια. Του απέφεραν λίγο παραπάνω από 700 ευρώ.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα