Άγιος Απόστολος Ιάκωβος Ζεβεδαίου

Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού

       Στον κύκλο των δώδεκα μαθητών του Χριστού υπήρχε και ένας στενότερος κύκλος τριών μαθητών, του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννου. Αυτοί οι τρεις βρίσκονταν πιο κοντά στον Κύριο και απολάμβαναν περισσότερο της εμπιστοσύνης Του. Ένας λοιπόν από αυτούς ήταν ο απόστολος Ιάκωβος.

      Καταγόταν από την πόλη της Βησθαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ζεβεδαίου (Ματθ.4,21. Μαρκ.1,19.3,17. Λουκ.5,10) και της Σαλώμης (Ματθ.20,20.Μαρκ.15,40.16,1). Ήταν δε μεγαλύτερος  αδελφός του αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου (Μαρκ.5,37). Το επάγγελμά του ήταν ψαράς, ασχολούνταν με την αλιεία στη μεγάλη και πλούσια σε αλιεύματα λίμνη Γεννησαρέτ. Μαζί του είχε τον αδελφό του Ιωάννη και τον πατέρα του. Απ’ ότι φαίνεται είχε δική του εύρωστη αλιευτική επιχείρηση, δικό του πλοίο και απασχολούσε πολλούς εργάτες. Συνεργάτης του στην επιχείρηση ήταν και ο Πέτρος (Λουκ.5,10).

       Ανήκε σε ευσεβή οικογένεια, η οποία σεβόταν τις θρησκευτικές παραδόσεις και ασκούσαν τα νενομισμένα.  Ο ίδιος είχε βαθειά ευσέβεια και πολύ  έντονη την προσδοκία της έλευσης του Μεσσία. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όταν άκουσαν το κήρυγμα του Ιησού, αυτός και ο αδελφός του Ιωάννης, «αφέντες τον πατέρα αυτών Ζεβεδαίον εν τω πλοίω μετά τω μισθωτών απήλθον οπίσω αυτού» (Μαρκ.1,20).

       Ο Ιάκωβος, όπως και ο αδελφός του Ιωάννης, μαζί με το συνεργάτη τους τον Πέτρο, έγιναν οι πλέον στενοί συνεργάτες του Κυρίου και αποτέλεσαν το στενό κύκλο των μαθητών Του, την ομάδα των τριών πλησιέστερων αποστόλων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν μάρτυρες πολλών μεγάλων γεγονότων, που δεν τα βίωσαν οι άλλοι Απόστολοι.

       Αξιώθηκαν να γίνουν αποκλειστικοί μάρτυρες του θαυμαστού γεργονότος της Μεταμορφώσεως του Κυρίου στο όρος Θαβώρ (Ματθ.17,1.Μαρκ.9,2.Λουκ.9,28). Είδαν την θαυμαστή ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου (Μάρκ.5,27. Λουκ.8,51). Είχαν την τιμή να προσκληθούν από τον Ιησού κοντά Του κατά τις ώρες της αγωνίας στον κήπο της Γεσθημανής (Μάρκ.14,33.Ματθ.26,37).

       Η οικειότητα αυτή οδήγησε προφανώς τον Ιάκωβο με τον αδελφό του Ιωάννη να ζητήσουν μέσω της μητέρας τους, της Σαλώμης, επίσης αφοσιωμένης μαθήτριας του Χριστού, από Αυτόν, πρωτοκαθεδρία στην εγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας την αποστολή του Μεσσία (Ματθ.20,20-23.Μαρκ.10,35). Ήταν και αυτοί δεμένοι με την ιουδαϊκή αντίληψη ότι ο Μεσσίας θα ήταν ένας εγκόσμιος ισχυρός άρχοντας, ο οποίος θα αναβίωνε το θρόνο του Δαβίδ, θα απελευθέρωνε τους Ιουδαίους από τη ρωμαϊκή κυριαρχία και θα τους ανύψωνε σε κυρίαρχο έθνος, το οποίο θα εξουσίαζε όλους τους λαούς του κόσμου.

      Ο Χριστός όμως, επειδή τους αγαπούσε και καταλάβαινε τα ευγενή τους αισθήματα τους εξήγησε με πραότητα και καλοσύνη ότι «ουκ οίδατε τι αιτείσθε. Δύνασθε πιείν το ποτήριον ο εγὼ πίνω, και το βάπτισμα ο εγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήναι; οι δε είπον αυτώ· δυνάμεθα. ο δ Ιησούς είπεν αυτοις· το μεν ποτήριον ο εγὼ πίνω πίεσθε, και το βάπτισμα ο εγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· το δε καθίσαι εκ δεξιών μου και εξ ευωνύμων ουκ έστιν εμὸν δούναι, αλλ᾿ οις ητοίμασται» (Μαρκ.10,38-40). Και πάλι δεν κατάλαβαν τι τους είπε. Εν τω μεταξύ «ακούσαντες οι δέκα ήρξαντο αγανακτείν περὶ Ιακώβου καὶ Ιωάννου» (Μαρκ.10,41), προφανώς διότι φοβήθηκαν ότι θα έπαιρναν εκείνων την πρωτοκαθεδρία. Τότε ο Χριστός «προσκαλεσάμενος αυτοὺς λέγει αυτοίς· οίδατε ότι οἱ δοκούντες άρχειν των εθνών κατακυριεύουσιν αυτών και οι μεγάλοι αυτών κατεξουσιάζουσιν αυτών· ουχ ούτω δε έσται εν υμίν, αλλ᾿ ος εὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ος εὰν θέλῃ υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος· και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλὰ διακονήσαι, και δούναι την ψυχὴν αυτού λύτρον αντὶ πολλών» (Μαρκ.10,42-45). Βρήκε την ευκαιρία να μιλήσει για την φρίκη των εξουσιαστών του κόσμου, η οποία δεν ταιριάζει στη νέα κοινωνία, στην επί γης πνευματική βασιλεία Του, όπου δεν (θα) πρέπει να υπάρχει εξουσία, αλλά αλληλοδιακονία, έχοντας ως πρότυπο τη δική Του διακονία, ο Οποίος έδωσε την ψυχή Του, ως λύτρα για την απελευθέρωση του κόσμου από την αιχμαλωσία του διαβόλου και τη δουλεία της αμαρτίας.    

       Τον Ιάκωβο χαρακτήριζε ζωηρός ενθουσιασμός και βαθιά πίστη. Είδε, μαζί με τους υπολοίπους δέκα μαθητές τον Κύριο αναστάντα και τα θαυμαστά γεγονότα, που επακολούθησαν. Έγινε μάρτυρας της ανάληψης του Κυρίου και αποδέκτης της αποστολής του για τον ευαγγελισμό του κόσμου (Ματθ.28,20), «έως εσχάτου της γης» (Παρξ.1,8). Την αγία ημέρα της Πεντηκοστής βρέθηκε στο υπερώο της Ιερουσαλήμ, όπου, μαζί τους δέκα μαθητές και τη Θεοτόκο, έλαβε το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (Πραξ.2,1-12) και έλαβε μέρος στην εκλογή του Ματθία, ο οποίος πήρε τη θέση του προδότη Ιούδα (Πραξ.1,23-26).

     Κατόπιν ανέλαβε να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην ευρύτερη περιοχή της Παλαιστίνης. Μεγάλο πλήθος ανθρώπων μεταστρέφονταν στη νέα πίστη και άλλαζε τρόπο ζωής χάρις στο έργο του Ιακώβου. Αυτό θορύβησε ιδιαίτερα τους άρχοντες των Ιουδαίων, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον αποκεφάλισαν, με διαταγή του Ηρώδη Αγρίππα, το 44 μ. Χ. (Πράξ.12,2). Ο Ιάκωβος είναι ο πρώτος μάρτυρας μεταξύ των Αποστόλων.

      Η μνήμη του εορτάζεται στις 30 Απριλίου.