ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητοῦ
Ἡ ἁγιότητα εἶναι ὕψιστη δωρεὰ τοῦ Θεοῦ πρὸς ἀνθρώπινα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα εἶναι δεκτικὰ τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν Τοῦ. Ἀπαιτεῖται δὲ μεγάλος ἀγῶνας καὶ αὐταπάρνηση γιὰ νὰ καταστεῖ κάποιος ἅγιος, νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του, νὰ ξεπεράσει τὴ βιολογική του ὕπαρξη. Ἕνας τέτοιος ἁγιασμένος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ὑπερέβη τὸν ἑαυτό του καὶ τὴν σωματική του κακοπάθεια, ὑπῆρξε ὁ νεοφανής ἅγιος Νικηφόρος ὁ Λεπρός. Ἕνα λαμπρὸ παράδειγμα ἰώβειας ὑπομονῆς καὶ αβραμιαίας πίστης στὸ Θεό.
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1890 σὲ ἕνα ὀρεινὸ χωριό των Χανίων Κρήτης, τὸ Σηρικάρι ἀπὸ φτωχούς, ἀλλὰ εὐλαβὴς γονεῖς, οἱ ὁποῖοι στάλαξαν ἀπὸ νήπιο ἀκόμη τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν σώζουσα πίστη στὸ Θεό. Τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος καὶ τὸ ἐπώνυμό του Τζανακάκης. Δυστυχῶς, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, ἔχασε τοὺς γονεῖς τους καὶ ἀπόμεινε νὰ ζεῖ μὲ τὸν ὑπέργηρο καὶ ἀνήμπορο παπποῦ του. Ἐκεῖνος μὴ μπορῶντας νὰ τὸν συντηρήσει, τὸν ἔστειλε, στὴν τρυφερὴ ἀκόμα ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν, στὰ Χανιά, σὲ κάποιο κουρεῖο νὰ ἐργαστεῖ καὶ νὰ μάθει τὴν τέχνη τοῦ κουρέα.
Ὁ νεαρὸς Νικόλαος ἐπέδειξε ἦθος, τιμιότητα, εὐγένεια καὶ ὑπακοὴ στὸ ἀφεντικό του, ὁ ὁποῖος τὸν ἀγάπησε σὰν παιδί του. Ἐπίσης τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι στὴ χανιώτικη ἐκείνη γειτονιά, γιὰ τὴν εὐγενῆ καὶ κοινωνική του συμπεριφορά, τὴν ἐξυπνάδα του καὶ τὸν θαύμαζαν γιὰ τὴν ἀσυνήθιστη ὀμορφιά του.
Ἀλλὰ ἡ σωματική του ὀμορφιὰ δὲν κράτησε γιὰ πολύ, διότι κάποια στιγμὴ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴ φοβερὴ καὶ ἀγιάτρευτη, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, λοιμώδη νόσο τῆς λέπρας (νόσος Χάνσεν, ὅπως εἶναι γνωστή, στὴ ἰατρικὴ ὁρολογία), ἡ ὁποία ἦταν τότε σὲ ἔξαρση στὸ νησὶ τῆς Κρήτης. Ἄς σημειωθεῖ πὼς ἡ τρομερὴ αὐτὴ νόσος ἦταν μεταδοτικὴ καὶ προσέβαλε τὸ δέρμα καὶ τοὺς ἱστοὺς τοῦ σώματος, προκαλῶντας νέκρωση, σήψη καὶ παραμόρφωση τοῦ σώματος. Ταυτόχρονα προκαλοῦσε φοβερὸ αἴσθημα κνησμοῦ καὶ πόνων ἀπὸ τὶς βαθιὲς καὶ αφορμισμένες πληγές, οἱ ὁποῖες δὲν ἔκλειναν. Ἡ λέπρα θεωροῦνταν ἀπὸ τὰ πανάρχαια χρόνια ὡς «κατάρα τοῦ Θεοῦ» καὶ οἱ λεπροὶ στιγματίζονταν ὡς «καταραμένοι ἄνθρωποι». Γιὰ νὰ μὴ μεταδώσουν τὴ νόσο καὶ στοὺς ἄλλους, εἴτε τοὺς ἔδιωχναν στὶς ἐρήμους, ὅπως ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι (Λουκ.17,12-19), εἴτε τοὺς ἀπομόνωναν σὲ εἰδικὲς ἐγκαταστάσεις, ὅπου περνοῦσαν ἀπομονωμένοι, τὸ ὑπόλοιπο τῆς τραγικῆς ζωῆς τους. Αὐτὰ βεβαίως ὡς τὸ 1947 ὅταν ὁ ἰατρὸς Χάνσεν ἀνακάλυψε τὸ φάρμακο κατὰ τῆς λέπρας, σώζοντας χιλιάδες ἀνθρώπους ἀπὸ αὐτὴ τὴν τρομερὴ ἀρρώστια, τὸ μαρτύριο καὶ τὸ θάνατο.
Ὁ Νικόλαος λοιπὸν ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄτυχους ἀνθρώπους. Στὰ 16 του χρόνια προσβλήθηκε ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ συνειδητοποίησε ὅτι θὰ περνοῦσε τὴν ὑπόλοιπη ζωή του μὲ φρικτὲς ταλαιπωρίες. Φυσικὸ ἦταν νὰ τὸν διώξει τὸ ἀφεντικὸ τοῦ ἀπὸ τὸ κουρεῖο, ὅταν κατάλαβε τὸ πρόβλημά του γιὰ νὰ μὴν μολυνθεῖ ὁ ἴδιος καὶ οἱ πελάτες του. Οἱ Κρητικοὶ εἶχαν δημιουργήσει κάποιες ἐγκαταστάσεις στὸ νησὶ Σπιναλόγκα, ἀπέναντι ἀπὸ τὸ Ἡράκλειο, γιὰ νὰ ἀπομονώνουν ἐκεῖ τοὺς λεπροὺς καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν στοιχειώδη βοήθεια. Ἀλλὰ οἱ συνθῆκες ἐκεῖ ἦταν τόσο τραγικές, ὥστε τὸ ὄνομα τοῦ νησιοῦ Σπιναλόγκα εἶχε ταυτιστεῖ μὲ τὴν φρίκη. Ὅποιος ὁδηγοῦνταν καὶ ἀπομονώνονταν ἐκεῖ δὲν ἔβγαινε ποτὲ ζωντανός. Ἄφηνε τὰ κόκαλά του στὸ φρικτὸ ἐκεῖνο τόπο!
Ἔτσι ὁ Νικόλαος, ὅταν ἄρχισε ἡ νόσος νὰ ἐκδηλώνεται, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν βίαιο ἐγκλεισμό του στὴ Σπιναλόγκα, πῆρε κάποιο πλοῖο καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. Κατέφυγε στὴν ἑλληνικὴ κοινότητα καὶ ζήτησε βοήθεια. Τοῦ ἔδωσαν ἐργασία σὲ κουρεῖο, νὰ ἀσκήσει τὴν τέχνη ποὺ ἤξερε. Προσπαθοῦσε νὰ κρύψει ὅσο μποροῦσε τὶς πληγές του νὰ μὴ γίνει ἀντιληπτὸς καὶ τὸν διώξουν. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν κράτησε πολύ. Τὰ φοβερὰ σημάδια τῆς νόσου ἔγιναν ἐμφανῆ καὶ γιὰ τούτο ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα τὸν ὁδήγησε στὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, νὰ δώσει τὴ λύση ἐκεῖνος, νὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὸν βοηθήσει.
Μὲ τὴ μεσολάβηση κάποιου ἀρχιερέα, τὸν ἔστειλαν στὴ Χίο, ὅπου λειτουργοῦσε ἕνα καλὰ ὀργανωμένο λωβοκομείο (λεπροκομεῖο). Ὁ Νικόλαος ἦταν τότε 24 ἐτῶν. Ἔφτασε στὸ νησὶ καὶ ὕστερα ἀπὸ θλίψεις, ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες, τὸν βοήθησε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσει ἕναν σπουδαῖο πνευματικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος θὰ ἄλλαζε τὴ ζωή του. Ἦταν ὁ ἅγιος Άνθιμος Βαγιάνος, (ἑορτάζει στὶς 15 Φεβρουαρίου), ὁ λειτουργὸς καὶ πνευματικὸς τοῦ ἱδρύματος. Ὁ Νικόλαος βρῆκε στὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου κληρικοῦ τὸ στήριγμα, ποὺ εἶχε ἀνάγκη γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὰ βάσανα καὶ τοὺς πόνους του. Ἐκεῖνος τοῦ μίλησε γιὰ τὶς θλίψεις στὴ ζωή μας, οἱ ὁποῖες δὲν ἔχουν πάντοτε ἀρνητικὴ ἐπίδραση, ἀλλὰ καὶ θετική, διότι μᾶς θυμίζουν τὴ φθαρτότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης καὶ γίνονται συχνὰ αἰτίᾳ χαλύβδωσης τῆς πίστης μας. Ὁ Νικόλαος ἄκουγε μὲ θέρμη τὰ λόγια τοῦ Ανθίμου, τὰ ὁποῖα λειτουργοῦσαν στὴν ψυχὴ τοῦ σὰν βάλσαμο καὶ πνευματικὸ γιατρικό. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ καλλιεργεῖ στὴν ψυχή του τὴν ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ἀσκοῦνταν νὰ ὑπομένει μὲ καρτερία τὸ πρόβλημά του καὶ νὰ δοξάζει τὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος τοῦ ἔδωσε αὐτὴ τὴ δοκιμασία, ἐν τέλει, γιὰ τὸ καλό του.
Πέρασαν δύο χρόνια καὶ ὁ Νικόλαος αἰσθάνθηκε τὴν ἀνάγκη νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μοναχισμό. Ἔτσι πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ γνωστοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του στὸν πνευματικὸ τοῦ πατέρα. Ὁ Άνθιμος, ἀφοῦ ἐξέτασε ἂν πραγματικὰ ἤθελε νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή του μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα, δέχτηκε καὶ ἔκαμε τὸ δέοντα νὰ γίνει ἡ κουρά του, παίρνοντας τὸ ὄνομα Νικηφόρος. Ἀμέσως ἄρχισε τὸν πνευματικὸ τοῦ ἀγῶνα, μὲ προσευχή, νηστεία, ἀγρυπνία, ἄσκηση τῶν ἀρετῶν καὶ ἀποκοπῇ τῶν παθῶν. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ὑγεία του ἐπιδεινώνονταν συνεχῶς, οἱ πληγὲς ἦταν πλέον ἐμφανεῖς στὸ σῶμα του καὶ οἱ πόνοι καὶ οἱ κνησμοί τον βασάνιζαν ἀνελέητα, προσεύχονταν τὶς νύχτες καὶ ἔκανε ἀμέτρητες μετάνοιες. Τηροῦσε μὲ ἀκρίβεια τὶς νηστεῖες, παρὰ τὸ ὅτι δὲν τὸ ἐπέτρεπε ἡ ὑγεία του. Παράλληλα ἐργαζόταν σκληρὰ στοὺς κήπους τοῦ ἱδρύματος καὶ εἶχε ἀναλάβει καθήκοντα ψάλτη στὸ ναΐδριο τοῦ λεπροκομείου.
Μὲ τὸ παράδειγμά του, τὴν ὑπομονή του καὶ τοὺς γλυκεῖς καὶ παρηγορητικοὺς λόγους του ἔδινε κουράγιο στοὺς ἄλλους ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους ὑπηρετοῦσε καὶ στήριζε ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του. Ἀλλὰ ἡ νόσος προχωροῦσε ραγδαία. Κάποια στιγμὴ προσβλήθηκαν καὶ τὰ μάτια του καὶ τυφλώθηκε. Ἡ νέα περιπέτεια δὲν τὸν κατέβαλε. Διακονοῦσε μὲ τὴν ἁφὴ καὶ ἔψαλλε ἀπὸ μνήμης! Ἡ μόνη δύναμη καὶ παρηγοριά, ποὺ τοῦ ἔμεινε ἦταν ἡ θερμή, ἡ ἀδιάλειπτη, ἡ νοερὰ προσευχή. Ὅλες τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας κινοῦνταν τὰ παραμορφωμένα χείλη του, ψελλίζοντας τὴν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν μέ τον ἁμαρτωλό»!
Τὸ 1957 ἔκλεισε τὸ λεπροκομεῖο τῆς Χίου καὶ ὁ ἅγιος Άνθιμος φρόντισε νὰ στείλει τὸν Νικηφόρο στὸν αντιλεπρικό σταθμὸ Ἁγίας Βαρβάρας στὸ Αιγάλεω Ἀττικῆς. Τοῦ ἔδωσε δὲ καὶ συστατικῇ ἐπιστολῇ πρὸς τὸν ἐκεῖ ὑπηρετοῦντα κληρικὸ π. Ευμένιο, τονίζοντάς του νὰ προσέξει «τὸν θησαυρὸ ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ Παναγία, διότι εἶχε πολλὰ νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ ἐκεῖνον». Ὁ θησαυρὸς ἦταν ὁ ἀσθενὴς μοναχὸς Νικηφόρος! Ὁ π. Ευμένιος δέχτηκε μὲ καλοσύνη τὸν 67χρονο τότε μοναχὸ Νικηφόρο, τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα εἶχε παραμορφωθεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀπὸ τὴ νόσο. Ἡ ὅρασή του εἶχε χαθεῖ ἐντελῶς καὶ τὸ πρόσωπό του εἶχε ἀλγεινὴ μορφή.
Γρήγορα διαπίστωσε ὁ π. Ευμένιος ὅτι εἶχε νὰ κάμει μὲ ὄντως ἅγιο ἄνθρωπο. Προσπάθησε νὰ τὸν στηρίξει, ὅμως σύντομα διαπίστωσε πὼς ὄχι μόνο δὲν εἶχε ἀνάγκη τὴ δική του στήριξη, ἀλλὰ ἐκεῖνος εἶχε τὴ δική του! Τοῦ ζήτησε νὰ γίνει ὁ πνευματικός του πατέρας!
Σύντομα διαπιστώθηκε ἡ ἁγιότητά του λεπροῦ μοναχοῦ Νικηφόρου. Τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἐμφανῆ σ’ αὐτὸν καὶ ἡ φήμη του ἔγινε γνωστὴ στὴν Ἀθήνα. Πληθώρα κόσμου ἔτρεχε στὸ ταπεινὸ κελί τοῦ ἱδρύματος νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Παρὰ τὴν παραμόρφωση τοῦ προσώπου του, αὐτὸ ἔλαμπε ἀπὸ οὐράνια ἱλαρότητα καὶ εἶχε μιὰ παράδοξη ἠρεμία. Ἦταν πλέον κατάκοιτος καὶ τὰ ἄκρα τοῦ σώματός του ἦταν μόνιμα αγκυλωμένα καὶ παράλυτα. Οἱ πόνοι του ἀφόρητοι, οἱ κνησμοὶ ἀνυπόφοροι καὶ πυκνὸ σκοτάδι σκέπαζε τὰ βλέφαρά του. Ὅμως ὅλα αὐτὰ δὲν τὸν ἐμπόδιζαν νὰ ὑποδέχεται τοὺς ἐπισκέπτες του καὶ νὰ τοὺς δίνει συμβουλὲς καὶ κουράγιο στὰ δικά τους προβλήματα! Τοὺς συμβούλευε νὰ ὑπομένουν τὶς θλίψεις τῆς ζωῆς, διότι ἐν τέλει αὐτὲς λειτουργοῦν εὐεργετικὰ γιὰ τὴν πνευματική μας πρόοδο καὶ προκοπή! Δίδασκε μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγμα τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ!
Στὶς 4 Ἰανουαρίου τοῦ 1964, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς κοντὰ Τοῦ. Τὸν πῆρε στὰ ὑπερουράνια δώματά Του, γιὰ νὰ τὸν ἀναπαύσει στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὴν ὑπομονή του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του στὴ δικὴ Τοῦ πρόνοια. Κηδεύτηκε στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγίων Αναργύρων καὶ ἐτάφη στὸ ἐκεῖ κοιμητήριο. Ὅταν ἔγινε ἐκταφῆ τοῦ σκηνώματός του τὰ χαριτόβρυτα ὀστᾶ του εὐωδίαζαν, σαφὲς δεῖγμα τῆς ἁγιότητάς του. Δὲν εἶναι λίγες οἱ μαρτυρίες γιὰ ἐπιτέλεση θαυμάτων. Ὁ πιστὸς λαὸς ἀποφάνθηκε ἐνωρὶς γιὰ τὴν ἁγιότητά του. Ἡ τυπικὴ αγιοκατάταξή του ἔγινε τὸν Δεκέμβριο του 2012 καὶ ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται ἡ μνήμη του τὴν 4η Ἰανουαρίου, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ ἅγιος Νικηφόρος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ἄπειρα θαυμαστὰ παραδείγματα ὑπομονῆς, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας ἀνήγαγε σὲ ὕψιστη ἀρετή. Οἱ ἀσθένειες εἶναι τὸ ὀλέθριο ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας στὴν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ τὴ φθαρτότητα καὶ προμηνύει τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν μπορεῖ, μὲ τὴ δική μας θέληση καὶ προσπάθεια νὰ μεταμορφώσει τὴν ὁποιαδήποτε κακοπάθειά μας σὲ μέσον πνευματικῆς μᾶς ὡριμάνσεως καὶ τελειώσεως. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ ἀκολούθησε ὁ πολύπαθος καὶ μακάριος ἐτοῦτος ἄνθρωπος! Ἄς εἶναι γιὰ ὅλους μᾶς παράδειγμα καὶ ἂς τὸν μιμούμαστε ὅσο μποροῦμε στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ!